ΣτΕ 1808/2016 [Αναπαλαίωση κτίσματος στον προστατευόμενο οικισμό Σκύρου]
-
nomos.Ph.Admin,
Περίληψη
-Η αρμοδιότητα της αρχαιολογικής υπηρεσίας να εγκρίνει, μετά την τήρηση της προβλεπόμενης γνωμοδοτικής διαδικασίας, τα σχέδια της οικοδομής δεν υποχωρεί ως εκ του χαρακτηρισμού του οικισμού της Χώρας της Σκύρου ως παραδοσιακού κατά την πολεοδομική νομοθεσία και της προβλεπόμενης από αυτήν αρμοδιότητας της οικείας ΕΠΑΕ να προβεί στις απαιτούμενες εγκρίσεις, διότι η εφαρμογή των προβλεπόμενων από την πολεοδομική νομοθεσία ειδικών όρων δόμησης των παραδοσιακών οικισμών και η ανάλογη αρμοδιότητα της ΕΠΑΕ προϋποθέτει το επιτρεπτό της οικοδομής, για την οποία πρόκειται, κατά την αρχαιολογική νομοθεσία, η οποία περιέχει τον προέχοντα χαρακτηρισμό των προστατευτέων εν προκειμένω πολιτιστικών αγαθών. Ο λόγος ακυρώσεως, σύμφωνα με τον οποίο η πρώτη προσβαλλόμενη πράξη είναι ακυρωτέα λόγω αναρμοδιότητας της αρχαιολογικής αρχής, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
-Οι υποβληθείσες μελέτες αφορούσαν στην ανακατασκευή κτίσματος με πρόσδοση σε αυτό των μορφολογικών χαρακτηριστικών του κατεδαφισθέντος παλαιού, αυτή δε ήταν και η μόνη νόμιμη μορφή που θα μπορούσε να προσλάβει η υπό ανέγερση οικοδομή ενόψει του χαρακτήρα του οικισμού της Σκύρου ως αντικειμένου πολλαπλής προστασίας κατά την αρχαιολογική νομοθεσία μνημειακού οικισμού, αλλά και αυτής ακόμη της πολεοδομικής νομοθεσίας, δεδομένου ότι και το ως άνω πολεοδομικό διάταγμα των παραδοσιακών οικισμών επιτρέπει, κατά τα προαναφερόμενα, την αναστήλωση των παραδοσιακών κτισμάτων στην μορφή που αυτά είχαν. Ενόψει τούτου, το πρώτο αιτιολογικό έρεισμα της πρώτης προσβαλλόμενης πράξης, σύμφωνα με το οποίο η μορφή της υπό ανέγερση οικοδομής με τα χαρακτηριστικά που αυτή θα προσλάμβανε τελικώς, θα αφίστατο ουσιωδώς αυτής που είχε ήδη κατεδαφιστεί, είναι επαρκές και νόμιμο και, μη αμφισβητούμενο κατά την πραγματική του βάση από τις αιτούσες, θα μπορούσε να στηρίξει αυτοτελώς την πρώτη προσβαλλόμενη πράξη. Το δεύτερο, εξάλλου έρεισμα, που αφορά στον όγκο της υπό ανέγερση οικοδομής, ζήτημα το οποίο είναι κατ’ εξοχήν αρμόδια να ελέγξει η αρχαιολογική υπηρεσία είναι επίσης νόμιμο και επαρκές, αφού το ύψος της οικοδομής είναι τέτοιο ώστε αυτή να φθάνει στο ίδιο επίπεδο με τις υπερκείμενες οικοδομές παρά την κλίση του εδάφους.
Πρόεδρος: Χρ. Ράμμος
Εισηγητής: Χρ. Ντουχάνης
Βασικές σκέψεις
- Επειδή, με την αίτηση αυτή, η οποία ασκήθηκε ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς και, με την 2017/2010 απόφαση του Δικαστηρίου αυτού, παραπέμφθηκε προς εκδίκαση στο Συμβούλιο της Επικρατείας, ζητείται η ακύρωση α) της 3197/08/9.10.2008 πράξης του Προϊσταμένου του Τμήματος Χωροταξίας και Οικισμού Κύμης της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Ευβοίας, με την οποία αποφασίσθηκε η διακοπή των οικοδομικών εργασιών, που είχαν επιτραπεί με την 383/2005 οικοδομική άδεια του Πολεοδομικού Γραφείου Κύμης, όπως αυτή είχε αναθεωρηθεί, και αφορούσαν την ανακατασκευή και αναπαλαίωση στην αρχική του μορφή παλαιού κτίσματος στην περιοχή «Μπόριο» του οικισμού της νήσου Σκύρου του Ν. Ευβοίας, και β) της 6307/1.12.2008 πράξης της 23ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, με την οποία δεν εγκρίθηκε από πλευράς αρχαιολογικής νομοθεσίας η μελέτη ανακατασκευής του ως άνω κτίσματος.
- Επειδή, το άρθρο 24 του Συντάγματος ορίζει ότι: «1. Η προστασία του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος αποτελεί υποχρέωση του Κράτους και δικαίωμα του καθενός. Για τη διαφύλαξή του το Κράτος έχει υποχρέωση να παίρνει ιδιαίτερα προληπτικά ή κατασταλτικά μέτρα στο πλαίσιο της αρχής της αειφορίας […]. 6. Τα μνημεία, οι παραδοσιακές περιοχές και τα παραδοσιακά στοιχεία προστατεύονται από το Κράτος. Νόμος θα ορίσει τα αναγκαία για την πραγματοποίηση της προστασίας αυτής περιοριστικά μέτρα της ιδιοκτησίας, καθώς και τον τρόπο και το είδος της αποζημίωσης των ιδιοκτητών». Με τις διατάξεις αυτές ο συντακτικός νομοθέτης, αναγνωρίζοντας τη σημασία της διαφύλαξης της πολιτιστικής κληρονομιάς της Χώρας, καθιέρωσε αυξημένη προστασία του πολιτιστικού περιβάλλοντος, δηλαδή των μνημείων και λοιπών στοιχείων που προέρχονται από την ανθρώπινη δραστηριότητα και συνθέτουν την ιστορική, καλλιτεχνική, τεχνολογική και εν γένει την πολιτιστική κληρονομιά. Η προστασία της κληρονομιάς αυτής συνίσταται στη διατήρηση στο διηνεκές αναλλοίωτων των παραπάνω μνημείων και κάθε στοιχείου του πολιτιστικού περιβάλλοντος, συνεπάγεται δε τη δυνατότητα επιβολής των αναγκαίων μέτρων και περιορισμών της ιδιοκτησίας για την αποκατάστασή τους στην αρχική τους μορφή, όταν έχουν φθαρεί από τον χρόνο ή άλλες ανθρώπινες ενέργειες ή άλλα περιστατικά (Σ.τ.Ε. 4916/2013 επταμ., 2339/2009 επταμ., 3050/2004 επταμ., 2801/1991 Ολομ. κ.ά.).
- Επειδή, περαιτέρω, στη Διεθνή Σύμβαση της Γρανάδας του έτους 1985 για την προστασία της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς στην Ευρώπη, που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2039/1992 (Α΄ 61), προβλέπεται ότι «στην παρούσα Σύμβαση σαν [η] “αρχιτεκτονική κληρονομιά” θεωρείται ότι περιλαμβάνει τα ακόλουθα ακίνητα αγαθά: 1. Τα μνημεία: κάθε κατασκευή ιδιαίτερα σημαντική λόγω του ιστορικού, αρχαιολογικού, καλλιτεχνικού, επιστημονικού, κοινωνικού ή τεχνικού της ενδιαφέροντος, συμπεριλαμβανομένων των εγκαταστάσεων ή διακοσμητικών στοιχείων, που αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα τους. 2. Τα αρχιτεκτονικά σύνολα: ομοιογενή σύνολα αστικών ή αγροτικών κατασκευών, σημαντικών λόγω του ιστορικού, αρχαιολογικού, καλλιτεχνικού, επιστημονικού, κοινωνικού ή τεχνικού τους ενδιαφέροντος, συναφή μεταξύ τους ώστε να σχηματίζουν ενότητες, που να μπορούν να οριοθετηθούν τοπογραφικά. 3. Οι τόποι: σύνθετα έργα του ανθρώπου και της φύσης, εν μέρει κτισμένα, τα οποία αποτελούν εκτάσεις τόσο χαρακτηριστικές και ομοιογενείς, ώστε να μπορούν να οριοθετηθούν τοπογραφικά και τα οποία είναι σημαντικά λόγω του ιστορικού, αρχαιολογικού, καλλιτεχνικού, επιστημονικού, κοινωνικού και τεχνικού τους ενδιαφέροντος» (άρθρο 1). Προβλέπεται ακόμη ότι «Στο χώρο, ο οποίος περιβάλλει τα μνημεία, στο εσωτερικό των αρχιτεκτονικών συνόλων και των τόπων κάθε συμβαλλόμενος υποχρεώνεται να λάβει μέτρα που θα αποσκοπούν στη βελτίωση της ποιότητας του περιβάλλοντος» (άρθρο 7). Από τις διατάξεις αυτές, οι οποίες έχουν υπέρτερη του νόμου τυπική ισχύ κατά το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, συνάγεται ότι τα συμβαλλόμενα στην ως άνω διεθνή σύμβαση μέρη, υποχρεούνται να λαμβάνουν θετικά μέτρα, που αποσκοπούν στη βελτίωση της ποιότητας του περιβάλλοντος χώρου στα ακίνητα μνημεία, και να απέχουν από κάθε ενέργεια που βλάπτει αμέσως ή εμμέσως το μνημείο ή το αρχιτεκτονικό σύνολο ή τον περιβάλλοντα χώρο τους (Σ.τ.Ε. 755/2014, 4916/2013 επταμ., 3986/2011, 2339/2009 επταμ. κ.ά.).
- Επειδή, σύμφωνα με το άρθρο 10 του ν. 3028/2002 (Α΄ 153), ο οποίος εξειδικεύει τη συνταγματική επιταγή για την προστασία του πολιτιστικού περιβάλλοντος, «1. Απαγορεύεται κάθε ενέργεια σε ακίνητο μνημείο η οποία είναι δυνατόν να επιφέρει με άμεσο ή έμμεσο τρόπο καταστροφή, βλάβη, ρύπανση ή αλλοίωση της μορφής του … 3. Η εγκατάσταση ή η λειτουργία βιομηχανικής, βιοτεχνικής ή εμπορικής επιχείρησης, η τοποθέτηση τηλεπικοινωνιακών ή άλλων εγκαταστάσεων, η επιχείρηση οποιουδήποτε τεχνικού ή άλλου έργου ή εργασίας, καθώς και η οικοδομική δραστηριότητα πλησίον αρχαίου επιτρέπεται μόνο μετά από έγκριση του Υπουργού Πολιτισμού, η οποία εκδίδεται ύστερα από γνώμη του Συμβουλίου. Η έγκριση χορηγείται εάν η απόσταση από ακίνητο μνημείο ή η σχέση με αυτό είναι τέτοια ώστε να μην κινδυνεύει να επέλθει άμεση ή έμμεση βλάβη αυτού λόγω του χαρακτήρα του έργου ή της επιχείρησης ή της εργασίας. 4. Για κάθε εργασία, επέμβαση ή αλλαγή χρήσης σε ακίνητα μνημεία, ακόμη και αν δεν επέρχεται κάποια από τις συνέπειες της παραγράφου 1 σε αυτά, απαιτείται έγκριση που χορηγείται με απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού ύστερα από γνώμη του Συμβουλίου …». Σύμφωνα, εξάλλου, με το άρθρο 2 περ. ζ΄ του ίδιου νόμου, «ως Συμβούλιο νοείται το κατά περίπτωση αρμόδιο γνωμοδοτικό συλλογικό όργανο, όπως αυτά ορίζονται στις διατάξεις των άρθρων 49 έως 51». Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 14 του ίδιου ν. 3028/2002 «1 . … 2. Στους ενεργούς οικισμούς ή σε τμήματά τους που αποτελούν αρχαιολογικούς χώρους απαγορεύονται οι επεμβάσεις που αλλοιώνουν το χαρακτήρα και τον πολεοδομικό ιστό ή διαταράσσουν τη σχέση μεταξύ των κτιρίων και των υπαίθριων χώρων. Επιτρέπεται μετά από άδεια που χορηγείται με απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού, η οποία εκδίδεται μετά από γνώμη των οικείου γνωμοδοτικού οργάνου α) η ανέγερση νέων κτισμάτων, εφόσον συνάδουν από πλευράς όγκου, δομικών υλικών και λειτουργίας με το χαρακτήρα του οικισμού, β) η αποκατάσταση ερειπωμένων κτισμάτων, εφόσον τεκμηριώνεται η αρχική τους μορφή, γ) … 3. … 4. Η κατά την προηγούμενη παράγραφο [2] απαιτούμενη άδεια εκδίδεται πριν από όλες τις άλλες άδειες άλλων αρχών που αφορούν στην εκτέλεση του έργου, σε κάθε περίπτωση μέσα σε εξήντα (60) ημέρες από την υποβολή της σχετικής αίτησης, τα δε στοιχεία της αναγράφονται με ποινή ακυρότητας σε αυτές. Η άδεια αλλαγής της χρήσης εκδίδεται μέσα σε δέκα (10) ημέρες. 5. Στους παραπάνω αρχαιολογικούς χώρους απαγορεύονται δραστηριότητες, καθώς και χρήσεις των κτισμάτων, των ελεύθερων χώρων τους και των κοινόχρηστων χώρων, οι οποίες δεν εναρμονίζονται με το χαρακτήρα και τη δομή των επί μέρους κτισμάτων ή χώρων ή του συνόλου …». Τέλος, στο άρθρο 73 του ν. 3028/2002 προβλέπεται, στη μεν παρ. 10 ότι «πολιτιστικά αγαθά που έχουν χαρακτηρισθεί ως προστατευόμενα σύμφωνα με τις διατάξεις της προϊσχύουσας νομοθεσίας προστατεύονται στο εξής κατά τις διατάξεις του παρόντος νόμου», στη δε παρ. 12 ότι «προκειμένου περί ακινήτων ή εκτάσεων πολλαπλώς χαρακτηρισμένων υπερισχύουν οι διατάξεις του παρόντος νόμου, εφόσον πρόκειται για μνημεία, αρχαιολογικούς χώρους ή ιστορικούς τόπους». Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, ερμηνευομένων ενόψει και των ως άνω συνταγματικών διατάξεων, αλλά και της Διεθνούς Σύμβασης της Γρανάδας του 1985, επιβάλλεται στη Διοίκηση η λήψη κάθε μέτρου, το οποίο κρίνεται αρμοδίως ως πρόσφορο για την προστασία των αρχαίων και νεοτέρων μνημείων, καθώς και των αρχαιολογικών χώρων και των ιστορικών τόπων. Η προστασία αυτή συνίσταται, κατ’ αρχήν, στη διατήρηση στο διηνεκές αναλλοίωτων των ανωτέρω στοιχείων του πολιτιστικού περιβάλλοντος και του αναγκαίου για την ανάδειξή τους σε ιστορική, αισθητική και λειτουργική ενότητα περιβάλλοντος χώρου, συνεπάγεται δε τη δυνατότητα επιβολής των απαιτουμένων για το σκοπό αυτό μέτρων και περιορισμών της ιδιοκτησίας (πρβλ. Σ.τ.Ε. 4515/2014, 2630/2010, 3354/2008, 4460/2005 κ.ά.). Καθόσον, εξάλλου, αφορά ειδικώς στην οικοδομική δραστηριότητα επί ακινήτων μνημείων, πλησίον αρχαίων μνημείων και εντός αρχαιολογικών χώρων, στην εξασφάλιση της προστασίας τους αποσκοπεί και η ρητή πρόβλεψη ότι η δραστηριότητα αυτή τελεί υπό την έγκριση του Υπουργείου Πολιτισμού, η οποία παρέχεται κατόπιν γνωμοδοτήσεως του αρμοδίου, κατά την αρχαιολογική νομοθεσία, γνωμοδοτικού οργάνου βάσει των κριτηρίων που προβλέπει η ίδια αυτή νομοθεσία, ερμηνευόμενη υπό το πρίσμα της σχετικής συνταγματικής επιταγής. Η προστασία, τέλος, που παρέχει στα ως άνω πολιτιστικά αγαθά η αρχαιολογική νομοθεσία δεν καθίσταται περιττή στις περιπτώσεις που αυτά έχουν ήδη αποτελέσει αντικείμενο προστασίας κατ’ εφαρμογή άλλων νομοθεσιών, όπως η πολεοδομική, οι δε αυστηρότεροι όροι και περιορισμοί της οικοδομικής δραστηριότητας, που τυχόν απορρέουν ευθέως από το ν. 3028/2002 ή κρίνονται επιβεβλημένοι κατ’ εφαρμογή του, τυγχάνουν οπωσδήποτε εφαρμογής, ακόμη και αν δεν επιβάλλονται και από την πολεοδομική νομοθεσία, δεδομένου ότι, κατά τη σαφή έννοια των διατάξεων του ν. 3028/2002, ο χαρακτήρας των πολιτιστικών αγαθών ως μνημείων ή χώρων υπαγομένων στην αρχαιολογική νομοθεσία προέχει έναντι άλλων νομίμων χαρακτηρισμών, ιδίως του πολεοδομικού, το περιεχόμενο του οποίου δεν είναι δεσμευτικό για την αρχαιολογική αρχή, αλλά απλώς ληπτέο υπόψη από αυτήν (πρβλ. ΣτΕ 3837/2012 κ.ά.).
- Επειδή, με την 24946/26.8.1967 απόφαση του Υπουργού Προεδρίας της Κυβερνήσεως (Β΄ 606) χαρακτηρίσθηκαν κατ’ επίκληση της αρχαιολογικής νομοθεσίας ως ιστορικοί διατηρητέοι τόποι διάφοροι οικισμοί και τόποι ανά τη Χώρα, μεταξύ δε αυτών, «ολόκληρος ο οικισμός νήσου Σκύρου μετά του επινείου αυτού». Αμέσως μετά, εκδόθηκε ειδικώς για την πρωτεύουσα της νήσου Σκύρου, η 30806/6.12.1967 απόφαση του ίδιου Υπουργού (Β΄ 737), με την οποία χαρακτηρίστηκε «η πρωτεύουσα της νήσου Σκύρου μετά του επινείου αυτής» «ως τόπος παρουσιάζων ιδιαίτερον φυσικόν κάλλος και ενδιαφέρον από απόψεως αρχαιολογικής, αρχιτεκτονικής και ιστορικής». Περαιτέρω, ειδικώς το κάστρο της Σκύρου (φρούριο) είχε χαρακτηρισθεί ως αρχαιολογικός χώρος ήδη από το έτος 1923 με το από 22.7.1923 β. δ/μα (Α΄ 204). Μεταγενεστέρως, με την 25794/19.12.1961 απόφαση του Υπουργού Προεδρίας της Κυβερνήσεως (Β΄ 35/1962) χαρακτηρίστηκαν ως ιστορικά διατηρητέα μνημεία και αρχαιολογικοί χώροι, μεταξύ άλλων, «1. Το φρούριον μετά των εντός αυτού κτισμάτων Επισκοπής και ναού Αγίου Γεωργίου καθώς και τα παλαιά τείχη της πόλεως μετά των Πύργων εντός της Πόλεως. 2. α) Ναός Παναγίας Λεημονήτρας μετά τρούλλου, β) … ιστ) …». Στη συνέχεια, με την 16307/9.9.1965 απόφαση του Υπουργού Προεδρίας της Κυβερνήσεως (Β΄605), εκδοθείσα βάσει των ως άνω διατάξεων, χαρακτηρίσθηκαν ως ιστορικά βυζαντινά μνημεία δύο ναοί (της Θεοτόκου «κυρά Ψωμού» και της Ατρεκκλήσσας) εντός της πόλεως (οικισμού) της Σκύρου, με την δε 6505/293/2.2.1972 απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού και Επιστημών (Β΄ 126) χαρακτηρίσθηκαν ως μνημεία ακόμη έξι ναοί της Σκύρου. Ακολούθησε η ΥΠΠΟ/ΑΡΧ/Α1/Φ11/51175/2457/25.1.1991 απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού (Β΄ 145), με την οποία η βορειοανατολική πλευρά της Ακρόπολης της Σκύρου κηρύχθηκε ως αρχαιολογικός χώρος κατ’ εφαρμογή και πάλι της αρχαιολογικής νομοθεσίας, τούτο δε με σκοπό την προστασία της τειχισμένης αρχαίας ακρόπολης και των λειψάνων της που χρονολογούνται από τη Νεολιθική περίοδο και την εποχή του Χαλκού. Μετά τη θέσπιση του ισχύοντος αρχαιολογικού νόμου (ν. 3028/2002), εκδόθηκε η ΥΠΠΟ/ΓΔΑΠΚ/ΑΡΧ/Α1/Φ11/49169/3401/9.9.2003 απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού (Β΄ 1365), με την οποία θεσμοθετήθηκαν δύο ζώνες προστασίας του ήδη κηρυχθέντος αρχαιολογικού χώρου, η Ζώνη Α΄ Απολύτου Προστασίας, η οποία ορίσθηκε ως αδόμητη, και η Ζώνη Β΄ Προστασίας, η οποία ορίσθηκε ως δομήσιμη υπό όρους και περιορισμούς. Ο αρχαιολογικός χώρος αναοριοθετήθηκε, μετά την έκδοση των προσβαλλομένων πράξεων, με την ΥΠΠΟ/ΓΔΑΠΚ/ΑΡΧ/Β1/Φ54/54400/ 1478/8.6.2012 απόφαση της Υπουργού Πολιτισμού και Τουρισμού (ΑΑΠ 211). Με την εν λόγω απόφαση ο όλος αρχαιολογικός χώρος επεκτάθηκε σημαντικά, αφού, κατά τα οριζόμενα στην ίδια απόφαση, με αυτήν αποσκοπήθηκε η αποτελεσματικότερη προστασία του αρχαίου, αλλά και μεσαιωνικού και νεώτερου οικισμού της Χώρας, καθώς και των επιμέρους μνημείων και του περιβάλλοντός τους, χωρίς, πάντως, να επεκταθεί και η αδόμητη Ζώνη Α΄ του αρχικώς οριοθετηθέντος αρχαιολογικού χώρου. Τέλος, η προστασία της Σκύρου συμπληρώνεται με το από 19.10.1978 πρ. δ/μα (Δ΄ 594), το οποίο εκδόθηκε κατ’ εφαρμογή της πολεοδομικής νομοθεσίας και με το οποίο ο οικισμός της νήσου Σκύρου συμπεριελήφθη στον κατάλογο των παραδοσιακών οικισμών με ειδικούς όρους δομήσεως και ειδική διαδικασία εγκρίσεως που περιλαμβάνει έλεγχο των σχεδίων από την Επιτροπή Ενασκήσεως Αρχιτεκτονικού Ελέγχου, σύμφωνα με όσα ειδικότερα ορίζονται στο εν λόγω πρ. δ/μα. Καθόσον, ειδικότερα, αφορά τα ερειπωμένα κτίσματα, το εν λόγω πολεοδομικό διάταγμα προβλέπει στο άρθρο 5 παρ. 2 ότι «… επιτρέπεται η αναστήλωσίς των έστω και εάν αι απαιτούμεναι να εκτελεσθούν εργασίαι αντίκεινται εις τας διατάξεις του παρόντος διατάγματος. Η αναστήλωσις θα επιτραπεί κατόπιν τεκμηριωμένης ερεύνης, η οποία θα αποδεικνύει την ακριβή αρχικήν μορφήν του κτίσματος».
- Επειδή, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, με την 1051/20.4.2005 αίτηση της πρώτης αιτούσας προς το Πολεοδομικό Γραφείο Κύμης, ζητήθηκε η έκδοση οικοδομικής άδειας για την ανακατασκευή στην αρχική του μορφή και την αναπαλαίωση παλαιού προϋπάρχοντος κτίσματος, ευρισκομένου στη θέση «Μπόριο» στο κεντρικό τμήμα του οικισμού Σκύρου. Κατόπιν τούτου, με την 383/2005 οικοδομική άδεια, η οποία εκδόθηκε από το Πολεοδομικό Γραφείο Κύμης της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Ευβοίας, επετράπη στην πρώτη αιτούσα η ανακατασκευή και αναπαλαίωση «στην αρχική του μορφή» του ως άνω παλαιού κτίσματος. Είχε προηγηθεί η από μηνός Μαρτίου 2005 αιτιολογική και τεχνική έκθεση του αρχιτέκτονα – μηχανικού, Γεωργίου Λυκουριώτη, σύμφωνα με την οποία το έργο θα συνίστατο σε ανακατασκευή και αναπαλαίωση παλαιού υπάρχοντος κτίσματος στην αρχική του μορφή. Η ίδια έκθεση προέβλεπε ότι η επιφάνεια του ακινήτου ήταν 36.10 τ.μ., ότι το κτίσμα θα συνίστατο σε ισόγειο, επιφανείας ομοίως 36.10 τ.μ., και βοηθητικό χώρο υπογείου λόγω της μεγάλης κλίσης του εδάφους. Κατά τον μελετητή, αυτή ήταν η μορφή του προϋπάρχοντος κτίσματος, που χαρακτήριζαν οι κλιμακούμενοι όγκοι και οι απλές εξωτερικές και εσωτερικές επιφάνειες. Προτού, εξάλλου, εκδοθεί η οικοδομική άδεια, η σχετική μελέτη είχε εγκριθεί με το από 28.7.2005 πρακτικό της αρμόδιας ΕΠΑΕ. Ακολούθως, με το 149/16.1.2007 σήμα της πολεοδομικής υπηρεσίας διεκόπησαν οι οικοδομικές εργασίες για το λόγο ότι η πρώτη αιτούσα είχε «κατεδαφίσει το παλαιό περίγραμμα της οικοδομής της, για το οποίο, σύμφωνα με τις προσκομισθείσες φωτογραφίες δεν τεκμηριώνει δικαίωμα παλαιού νόμιμου υπάρχοντος κτίσματος». Κατόπιν τούτου, κινήθηκε η διαδικασία αναθεώρησης της οικοδομικής άδειας. Στο πλαίσιο αυτό, καταρτίσθηκε η νεότερη από 12.2.2007 αιτιολογική και τεχνική έκθεση, η σύνταξη της οποίας κατέστη, κατά το μελετητή, επιβεβλημένη διότι, κατά τις εκσκαφές, διαπιστώθηκε ότι το τμήμα της ιδιοκτησίας που επρόκειτο να παραμείνει άσκαπτο, συνίστατο σε παλαιά μπαζώματα, μετά την απομάκρυνση των οποίων προέκυπτε κατά 13 τ.μ. μεγαλύτερος χώρος υπογείου. Ενόψει τούτων, η πρώτη αιτούσα υπέβαλε προς την πολεοδομική αρχή την 492/13.2.2007 αίτησή της, με την οποία ζήτησε την αναθεώρηση της 383/2005 οικοδομικής άδειας. Πράγματι, αφού η υποβληθείσα μελέτη εγκρίθηκε με το από 28.3.2007 πρακτικό της αρμόδιας ΕΠΑΕ, εκδόθηκε η 22/2007 αναθεώρηση της 383/2005 οικοδομικής άδειας για την αλλαγή αρχιτεκτονικών, στατικών κ.ά. της εν λόγω οικοδομής, περαιτέρω δε εκδόθηκε αυθημερόν το 1486/10.5.2007 σήμα του Πολεοδομικού Γραφείου Κύμης, με το οποίο επετράπη η συνέχιση των οικοδομικών εργασιών. Ακολούθησε η υποβολή καταγγελιών προς την πολεοδομική αρχή εκ μέρους των ομόρων φερομένων ιδιοκτητών Δημητρίου Ψαριώτη, ο οποίος κατήγγειλε ότι επί της πλευράς ΔΓ΄ του τοπογραφικού διαγράμματος της οικοδομικής άδειας δεν είχε εφαρμοστεί ο νόμιμος αντισεισμικός αρμός, και Αμέρισσας Γεραντώνη – Σκαλτσή, η οποία διαμαρτυρήθηκε διότι η ανεγειρόμενη οικοδομή εισερχόταν στον ενδιάμεσο τοίχο μεταξύ των δύο ιδιοκτησιών από την πλευρά Γ΄Α΄. Ενόψει τούτων, εκδόθηκε από το Πολεοδομικό γραφείο Κύμης το νεότερο 2237/6.9.2007 σήμα διακοπής οικοδομικών εργασιών στην οικοδομή των αιτουσών. Στη συνέχεια, διενεργήθηκε αυτοψία από πολεοδομικούς υπαλλήλους στην ανεγειρόμενη οικοδομή, κατά την οποία διαπιστώθηκαν οι μνημονευόμενες στην οικεία από 16.10.2007 (74/07) έκθεση αυτοψίας υπερβάσεις της 383/2005 οικοδομικής άδειας και της 22/2007 αναθεώρησής της. Ειδικότερα, διαπιστώθηκε, μεταξύ άλλων, ότι είχε κατεδαφιστεί αυθαιρέτως τμήμα μεσοτοιχίας προς την όμορη ιδιοκτησία του Δ. Ψαριώτη, των διαστάσεων που αναφέρονται στην έκθεση, ότι είχε τοποθετηθεί κατασκευή εκτός του περιγράμματος της οικοδομής στο δώμα της Αμ. Γεραντώνη – Σκαλτσή, ότι δεν είχε αφεθεί αντισεισμικός αρμός προς τα γειτονικά κτίσματα και, τέλος, ότι είχε κατασκευαστεί μικρός αποθηκευτικός χώρος κάτω από το οδόστρωμα κοινοχρήστου χώρου. Κατά της έκθεσης αυτοψίας άσκησε ένσταση (Α.Π. 3689/15.11.2007 Τμήματος Χωροταξίας και Οικισμού Κύμης) η πρώτη αιτούσα, επιδιώκοντας να μη χαρακτηρισθούν ως αυθαίρετες οι περισσότερες από τις αναφερόμενες στην έκθεση αυτοψίας υπερβάσεις, πλην δύο, για τις οποίες ζήτησε να χαρακτηρισθούν ως μικροπαραβάσεις κατά τη νομοθεσία περί αυθαιρέτων. Με την από 28.11.2007 απόφαση της Επιτροπής Κρίσεως Αυθαιρέτων, η ένσταση έγινε δεκτή μόνον κατά το μέρος που αφορούσε τον αντισεισμικό αρμό με τα όμορα κτίσματα, ο οποίος κρίθηκε ότι είχε πράγματι αφεθεί, και απορρίφθηκε κατά τα λοιπά. Η πρώτη αιτούσα επανήλθε με την από 8.1.2008 (ΑΠ 115/16.1.2008) αίτηση θεραπείας της ζητώντας να γίνει δεκτή η ένστασή της κατά της έκθεσης αυτοψίας και κατά τα λοιπά σκέλη της. Ακολούθησε το ΥΣ 1/08/ 31.3.2008 έγγραφο υπαλλήλου του Τμήματος Χωροταξίας και Οικισμού της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Ευβοίας, το οποίο διαφοροποιήθηκε ως προς ορισμένα στοιχεία, ιδίως ορισμένες μετρήσεις διαστάσεων, από την προηγηθείσα έκθεση αυτοψίας και θεωρήθηκε από τη Διοίκηση ως ορθή επανάληψή της (βλ. από 8.4.2008 πράξη της Επιτροπής Κρίσεως Αυθαιρέτων), του εγγράφου δε αυτού κλήθηκε η πρώτη αιτούσα να λάβει γνώση και να επανέλθει, εφόσον το επιθυμεί, με νέα ένσταση. Η πρώτη αιτούσα πράγματι υπέβαλε νέα, ενόψει των διαμορφωθέντων δεδομένων, ένσταση (ΑΠ 1568/30.5.2008) κατά της έκθεσης αυτοψίας, η οποία έγινε δεκτή (βλ. και 3494/4.12.2009 έγγραφο του Τμήματος Πολεοδομίας Κύμης προς το Συμβούλιο της Επικρατείας) με την από 17.6.2008 απόφαση της Επιτροπής Κρίσεως Αυθαιρέτων. Με την ίδια απόφαση παραπέμφθηκε αρμοδίως η υπόθεση προς ενημέρωση ή αναθεώρηση της οικοδομικής άδειας. Στη συνέχεια, η πρώτη αιτούσα υπέβαλε προς το Τμήμα Χωροταξίας και Οικισμού Κύμης (ΑΠ 1876/23.6.2008) τεχνική μελέτη του ως άνω αρχιτέκτονα μηχανικού, Γ. Λυκουριώτη, και φάκελο ενημέρωσης της προαναφερόμενης 383/2005 οικοδομικής άδειας, όπως είχε, κατά τα ανωτέρω, αναθεωρηθεί, η οποία ενημερώθηκε πράγματι με την 31.7.2008 σημείωση της πολεοδομικής αρχής ως προς τα ζητήματα που είχαν τεθεί κατά τη διαδικασία εκδίκασης των ενστάσεων κατά της έκθεσης αυτοψίας, δηλαδή «τον αντισεισμικό αρμό και την εντορμία». Κατόπιν τούτων, εκδόθηκε από το ως άνω Τμήμα Χωροταξίας και Οικισμού Κύμης η 1874/31.7.2008 πράξη συνέχισης οικοδομικών εργασιών στην επίμαχη οικοδομή.
- Επειδή, παραλλήλως με την εκτεθείσα στην προηγούμενη σκέψη διαδικασία διάγνωσης του πολεοδομικώς αυθαιρέτου ή μη χαρακτήρα των οικοδομικών εργασιών που είχαν εκτελεσθεί βάσει της 383/2005 οικοδομικής άδειας, της υποθέσεως της οικοδομής της πρώτης αιτούσας είχαν επιληφθεί και οι αρχαιολογικές υπηρεσίες. Έτσι, με την από 31.10.2007 αίτησή της προς την 23η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων (ΑΠ 5629/2.11.2007), η οποία, πάντως, κατατέθηκε μετά την έκδοση της 383/2005 οικοδομικής άδειας, αλλά και της 22/2007 αναθεώρησής της, η πρώτη αιτούσα συνυπέβαλε υπόμνημα του ως άνω μελετητή αρχιτέκτονα μηχανικού για τη συμβατότητα της οικοδομής με την αρχαιολογική νομοθεσία. Ειδικότερα, με τα λοιπά σχετικά με την οικοδομή στοιχεία (εγκεκριμένα σχέδια, αντίγραφα κλ.π.), συνυποβλήθηκε εγκύκλιος του ΥΠΕΧΩΔΕ του έτους 1986 σχετική με την έγκριση των σχεδίων γενικώς, επισημάνθηκαν δε οι περιορισμοί της αρμοδιότητας της αρχαιολογικής υπηρεσίας, που απέρρεαν από την εν λόγω εγκύκλιο. Με το 5629/29.11.2007, όμως, έγγραφο της 23ης ΕΒΑ προς την αιτούσα επισημάνθηκε ότι η κατασκευή της οικοδομής είχε επιχειρηθεί χωρίς άδεια της αρχαιολογικής υπηρεσίας, παρ’ ότι αυτή ευρισκόταν εντός οικισμού υπαγομένου στη νομοθεσία περί αρχαιοτήτων και σε μικρή απόσταση από το Κάστρο της Σκύρου, χρονολογουμένου στους ύστερους βυζαντινούς χρόνους. Διαπιστώθηκε, περαιτέρω, ότι κατά την ανέγερση του κτιρίου, το οποίο ευρίσκεται σε επαφή με τα όμορα κτίρια και, κατά περίπτωση, επί αυτών, δεν έχει αφεθεί αντισεισμικός αρμός, ότι έχει καθαιρεθεί τμήμα μεσοτοιχίας ομόρου παλαιού λιθόκτιστου κτιρίου, φερομένης ιδιοκτησίας Δημ. Ψαριώτη, ότι έχει κατασκευασθεί σενάζ από οπλισμένο σκυρόδεμα επί ομόρου κτιρίου, φερομένης ιδιοκτησίας Αμ. Γεραντώνη – Σκαλτσή, τέλος δε, διατυπώθηκε η θέση ότι, ενόψει τούτων, το επίμαχο κτίριο είναι επικίνδυνο για τα γειτονικά. Με βάση τα παραπάνω, με το ίδιο έγγραφο ζητήθηκε από την πρώτη αιτούσα να προσκομίσει τεχνική έκθεση για την αφαίρεση του σενάζ οπλισμένου σκυροδέματος από το κτίριο Γεραντώνη – Σκαλτσή και για την απουσία αντισεισμικού αρμού και, επιπλέον, σχέδιο της βορειοδυτικής όψης προς τον οικισμό και αναλυτική τεχνική περιγραφή της διαμόρφωσης των όψεων (ανοιγμάτων, κουφωμάτων, θυρόφυλλων κ.λπ). Με το από 14.2.2008 έγγραφο του μελετητή (775/14.2.2008) υποβλήθηκαν ορισμένα από τα ως άνω στοιχεία, καθώς και η από 11.2.2008 αιτιολογική και τεχνική έκθεση του ίδιου. Σύμφωνα με αυτήν, το ακίνητο της πρώτης αιτούσας ευρίσκεται στο κεντρικό τμήμα του οικισμού, κοντά στο κάστρο της Σκύρου, το δε κτίσμα θα οικοδομηθεί στη θέση προϋπάρχοντος. Κατά την έκθεση, το κτίριο θα ακολουθήσει, κατά το εφικτό, την αρχική του μορφή, εντασσόμενο στο χαρακτήρα της αρχιτεκτονικής του παραδοσιακού οικισμού τόσο με τη μορφή όσο και με τα υλικά κατασκευής του, θα αποτελείται από κλιμακούμενους όγκους με απλές εξωτερικές και εσωτερικές επιφάνειες σε κλίμακα που εντάσσει το κτίριο στο άμεσο δομημένο περιβάλλον, οι όγκοι θα αποτελούν συγχρόνως λειτουργικά μέρη της οικοδομής και θα ανταποκρίνονται σε στοιχειώδεις εξυπηρετήσεις, τέλος δε τα επιχρίσματα θα είναι κοινά τριπτά και τα κουφώματα ξύλινα. Προκειμένου να ολοκληρωθεί η διαδικασία έγκρισης της μελέτης ανακατασκευής του επίμαχου κτιρίου από πλευράς αρχαιολογικής νομοθεσίας, εκδόθηκε το 2805/2.6.2008 έγγραφο της 23ης ΕΒΑ, το οποίο περιέχει την εισήγηση της υπηρεσίας προς το Τοπικό Συμβούλιο Μνημείων Στερεάς Ελλάδας, ενώπιον του οποίου παραπέμφθηκε προς γνωμοδότηση η υπόθεση. Σύμφωνα με την εν λόγω υπηρεσιακή εισήγηση, η οικοδομή, της οποίας είχε ήδη κατασκευασθεί σκελετός από οπλισμένο σκυρόδεμα χωρίς άδεια της αρχαιολογικής υπηρεσίας, ήταν τριώροφη και είχε αντικαταστήσει παλαιά προϋφιστάμενη ισόγεια. Στην εισήγηση εκτίθεται ακόμη ότι η αρχαιολογική υπηρεσία έλαβε γνώση της ανεγέρσεως του νέου κτιρίου από καταγγελίες ομόρων ιδιοκτητών, εκτίθενται δε στη συνέχεια συνοπτικώς τα ζητήματα που δημιουργήθηκαν με ορισμένες από τις κατασκευές (σενάζ από σκυρόδεμα κ.λπ.) σε σχέση με τους όμορους ιδιοκτήτες και τις οικοδομές τους. Περαιτέρω, εκτίθεται ότι, ενώ η υποβληθείσα μελέτη (από 11.2.2008) φέρει τον τίτλο «Ανακατασκευή και αναπαλαίωση υπάρχοντος κτίσματος στην αρχική του μορφή», το παλαιό ισόγειο κτίσμα έχει κατεδαφισθεί και επιδιώκεται να ανεγερθεί τριώροφη οικοδομή, το πρώτο επίπεδο της οποίας έχει τοποθετηθεί στη θέση του παλαιού ισογείου, αλλά εμφαίνεται στα σχέδια ως υπόγειο, και πάνω από αυτό έχουν κατασκευασθεί ακόμη δύο στάθμες. Εκτίθεται, εξάλλου, ότι το ύψος της οικοδομής φθάνει στο ίδιο ύψος με τις διώροφες υπερκείμενες λόγω της κλίσης του εδάφους. Διατυπώνεται, τέλος, η θέση ότι, ενόψει των ανωτέρω, δεν τεκμηριώνεται η έννοια της ανακατασκευής της οικοδομής στην αρχική της μορφή και ότι, περαιτέρω, η υπό ανέγερση οικοδομή, με τον όγκο και το ύψος της, δημιουργεί αισθητική βλάβη τόσο στον οικισμό όσο και στο Κάστρο, από το οποίο απέχει 70 μ. Κατόπιν τούτων, με το εν λόγω 2805/2.6.2008 έγγραφο της 23ης ΕΒΑ διατυπώθηκε αρνητική εισήγηση ως προς την έγκριση της οικοδομής με τα προαναφερόμενα χαρακτηριστικά, κρίθηκε δε ότι έπρεπε να υποβληθεί νέα διορθωμένη μελέτη για κτίριο δύο μόνον επιπέδων. Ακολούθησε το 5128/2.10.2008 έγγραφο της 23ης ΕΒΑ προς το Πολεοδομικό Γραφείο Κύμης, με το οποίο η υπηρεσία αυτή, υπενθυμίζοντας προηγούμενα όμοια έγγραφά της, εξέθεσε προς την εν λόγω πολεοδομική υπηρεσία τους λόγους για τους οποίους η οικοδομική δραστηριότητα στον οικισμό της Χώρας της Σκύρου υπόκειται στην έγκρισή της, δηλαδή τις διατάξεις του ν. 3028/2002 σε συνδυασμό με τα αρχαιολογικής σημασίας στοιχεία του οικισμού, και ζήτησε από αυτήν να προσαρμόσει σε αυτό το δεδομένο τον τρόπο με τον οποίο χειρίζεται τα αιτήματα των πολιτών για την έκδοση οικοδομικών αδειών. Καθόσον, εξάλλου, αφορά ειδικώς την επίμαχη οικοδομή, ως προς την οποία είχε εκδοθεί από την πολεοδομική υπηρεσία η 1874/31.7.2008 πράξη συνέχισης οικοδομικών εργασιών μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας διάγνωσης του πολεοδομικώς αυθαιρέτου ή μη χαρακτήρα τους, η 23η ΕΒΑ απηύθυνε προς το Πολεοδομικό Γραφείο Κύμης το 5400/7.10.2008 έγγραφό της, με το οποίο ζητούσε την ανάκληση της πράξης συνέχισης οικοδομικών εργασιών έως ότου γνωμοδοτήσει σχετικώς το Τοπικό Συμβούλιο Μνημείων Στερεάς Ελλάδας, προς το οποίο, κατά τα προαναφερόμενα, είχε παραπεμφθεί η υπόθεση. Κατόπιν τούτου, εκδόθηκε η πρώτη προσβαλλόμενη 3197/08/9.10.2008 πράξη του Προϊσταμένου του Τμήματος Χωροταξίας και Οικισμού Κύμης της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Ευβοίας. Με την πράξη αυτή, αφού, κατά την έννοιά της, εκτίθεται ότι βάσει εγκυκλίων του ΥΠΕΧΩΔΕ των ετών 1986, 1990 και 1995, η πολεοδομική υπηρεσία είναι αρμόδια για την έκδοση οικοδομικών αδειών κατ’ εφαρμογή των ειδικών όρων και περιορισμών δόμησης των παραδοσιακών οικισμών, όπως η Χώρα της Σκύρου, καθώς και ότι αποκλειστικώς αρμόδια για την εξέταση της μορφολογίας των κτιρίων σε παρόμοιους οικισμούς είναι η αρμόδια ΕΠΑΕ, διατάσσεται, παρά ταύτα, η διακοπή των οικοδομικών εργασιών στην ως άνω οικοδομή μέχρις ότου διευκρινισθεί το ζήτημα από το ΥΠΕΧΩΔΕ, τούτο δε προκειμένου να μην δημιουργηθούν τετελεσμένα και εσφαλμένες εντυπώσεις στους πολίτες. Στη συνέχεια, και αφού το Τοπικό Συμβούλιο Μνημείων Στερεάς Ελλάδας με την 7/4.11.2008 γνωμοδότησή του τάχθηκε κατά της εγκρίσεως της υποβληθείσης μελέτης, σύμφωνα με την εισήγηση της 23ης ΕΒΑ, εκδόθηκε η δεύτερη προσβαλλόμενη 6307/1.12.2008 πράξη της 23ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, με την οποία δεν εγκρίθηκε από πλευράς αρχαιολογικής νομοθεσίας η μελέτη ως προς την ανακατασκευή του ως άνω κτίσματος.
- Επειδή, ενόψει των εκτιθεμένων στην έκτη σκέψη, ο οικισμός της Σκύρου, ο οποίος αποτελεί αντικείμενο πολλαπλής προστασίας από την αρχαιολογική νομοθεσία τόσο ως ιστορικός διατηρητέος τόπος όσο και ως τόπος που παρουσιάζει ιδιαίτερο φυσικό κάλλος και αρχαιολογικό, αρχιτεκτονικό και ιστορικό ενδιαφέρον και, περαιτέρω, περικλείει αρχαιολογικό χώρο και περιλαμβάνει πλήθος μνημείων χαρακτηρισμένων με σωρεία διοικητικών πράξεων (πρβλ. ΣτΕ 876/2010), έχει και ο ίδιος μνημειακό χαρακτήρα. Από τα στοιχεία του φακέλου, εξάλλου, προκύπτει ότι ειδικώς η ιδιοκτησία των αιτουσών, παρ’ ότι ευρισκόταν κατά το χρόνο εκδόσεως της επίμαχης οικοδομικής άδειας εκτός του αρχαιολογικού χώρου της Αρχαίας Πόλης, όπως αυτός είχε οριοθετηθεί με τις οικείες πράξεις των ετών 1923 και 1991, απείχε μικρή απόσταση (70 μ.) από το Κάστρο, δηλαδή αρχαίο μνημείο. Τόσο, όμως, η ένταξη της ιδιοκτησίας των αιτουσών σε προστατευτέο οικισμό με τα προαναφερόμενα χαρακτηριστικά (πρβλ. ΣτΕ 2270/2014 επταμ., 3837/2012, 978/2012 επταμ. κ.ά.) όσο και η άμεση γειτνίασή του με το αρχαίο μνημείο του Κάστρου, θεμελίωναν αρμοδιότητα της αρχαιολογικής υπηρεσίας να εκδώσει πράξη έγκρισης των σχεδίων της οικοδομής από πλευράς αρχαιολογικής νομοθεσίας, αλλά και επέβαλλαν στην πρώτη αιτούσα την υποχρέωση να υποβάλει προς έγκριση τα σχέδια αυτά. Συναφής, εξάλλου, αρμοδιότητα της αρχαιολογικής υπηρεσίας και αντίστοιχη υποχρέωση των ιδιοκτητών της υπό ανέγερση οικοδομής θα απέρρεε ήδη από την αναοριοθέτηση του αρχαιολογικού χώρου με την προαναφερόμενη ΥΠΠΟ/ ΓΔΑΠΚ/ΑΡΧ/Β1/Φ54/54400/1478/8.6.2012 απόφαση της Υπουργού Πολιτισμού και Τουρισμού, με την οποία, κατά τα οριζόμενα στην ίδια, αποσκοπείται η «αποτελεσματικότερη προστασία του αρχαίου, μεσαιωνικού και νεώτερου οικισμού της Χώρας και των επιμέρους μνημείων και του περιβάλλοντός τους». Η αρμοδιότητα, εξάλλου, της αρχαιολογικής υπηρεσίας να εγκρίνει, μετά την τήρηση της προβλεπόμενης γνωμοδοτικής διαδικασίας, τα σχέδια της οικοδομής δεν υποχωρεί ως εκ του χαρακτηρισμού του οικισμού της Χώρας της Σκύρου ως παραδοσιακού κατά την πολεοδομική νομοθεσία και της προβλεπόμενης από αυτήν αρμοδιότητας της οικείας ΕΠΑΕ να προβεί στις απαιτούμενες εγκρίσεις, διότι η εφαρμογή των προβλεπομένων από την πολεοδομική νομοθεσία ειδικών όρων δόμησης των παραδοσιακών οικισμών και η ανάλογη αρμοδιότητα της ΕΠΑΕ προϋποθέτει το επιτρεπτό της οικοδομής, για την οποία πρόκειται, κατά την αρχαιολογική νομοθεσία, η οποία περιέχει τον προέχοντα χαρακτηρισμό των προστατευτέων εν προκειμένω πολιτιστικών αγαθών (άρθρο 73 παρ. 12 ν. 3028/2002). Κατόπιν τούτων, ο λόγος ακυρώσεως, σύμφωνα με τον οποίο η πρώτη προσβαλλόμενη πράξη είναι ακυρωτέα λόγω αναρμοδιότητας της αρχαιολογικής αρχής, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
- Επειδή, περαιτέρω, προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη 6307/1.12.2008 πράξη της 23ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων δεν είναι νομίμως και επαρκώς αιτιολογημένη. Όπως, όμως, προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου και, μάλιστα, τα διαβιβασθέντα στο Δικαστήριο από την πολεοδομική υπηρεσία, οι υποβληθείσες μελέτες αφορούσαν στην ανακατασκευή κτίσματος με πρόσδοση σε αυτό των μορφολογικών χαρακτηριστικών του κατεδαφισθέντος παλαιού, αυτή δε ήταν και η μόνη νόμιμη μορφή που θα μπορούσε να προσλάβει η υπό ανέγερση οικοδομή ενόψει του χαρακτήρα του οικισμού της Σκύρου ως αντικειμένου πολλαπλής προστασίας κατά την αρχαιολογική νομοθεσία μνημειακού οικισμού, αλλά και αυτής ακόμη της πολεοδομικής νομοθεσίας, δεδομένου ότι και το ως άνω πολεοδομικό διάταγμα των παραδοσιακών οικισμών επιτρέπει, κατά τα προαναφερόμενα, την αναστήλωση των παραδοσιακών κτισμάτων στη μορφή που αυτά είχαν. Ενόψει τούτου, το πρώτο αιτιολογικό έρεισμα της πρώτης προσβαλλόμενης πράξης, σύμφωνα με το οποίο η μορφή της υπό ανέγερση οικοδομής με τα χαρακτηριστικά που αυτή θα προσλάμβανε τελικώς, θα αφίστατο ουσιωδώς αυτής που είχε ήδη κατεδαφισθεί, είναι επαρκές και νόμιμο και, μη αμφισβητούμενο κατά την πραγματική του βάση από τις αιτούσες, θα μπορούσε να στηρίξει αυτοτελώς την πρώτη προσβαλλόμενη πράξη. Το δεύτερο, εξάλλου έρεισμα, που αφορά στον όγκο της υπό ανέγερση οικοδομής, ζήτημα το οποίο είναι κατ’ εξοχήν αρμόδια να ελέγξει η αρχαιολογική υπηρεσία (ΣτΕ 1610/2014, 669/2010 επταμ. κ.ά.), είναι επίσης νόμιμο και επαρκές, αφού, κατά τα γενόμενα δεκτά, το ύψος της οικοδομής είναι τέτοιο ώστε αυτή να φθάνει στο ίδιο επίπεδο με τις υπερκείμενες οικοδομές παρά την κλίση του εδάφους. Πρέπει, επομένως, να απορριφθούν και οι περί αναιτιολογήτου της πρώτης προσβαλλόμενης πράξης λόγοι ακυρώσεως.
- Επειδή, δεν προβάλλονται αυτοτελείς λόγοι ακυρώσεως κατά της δεύτερης προσβαλλόμενης πράξης.
- Επειδή, κατόπιν τούτων, η αίτηση είναι απορριπτέα στο σύνολό της.