ΣτΕ 1323/2023 [Εν μέρει παράνομη απόφαση ΥΠΠΟΑ και οικοδομική άδεια για την αποκατάσταση παλαιάς διώροφης οικίας στην Πάτμο]
Περίληψη
– Αναιτιολογήτως, τόσο στο από 9.2.2021 πρακτικό ΚΑΣ όσο και στην προσβαλλόμενη έγκριση του Υπουργού Πολιτισμού δεν συμπεριελήφθη ο προτεινόμενος όρος να καταργηθεί το τζάκι στο καθιστικό του ισογείου. Ο δε τρίτος όρος της προσβαλλόμενης πράξης αφορούσε την απαγόρευση της απομείωσης της σωζόμενης τοιχοποιίας μόνο όσον αφορά τη δημιουργία του λουτρού και όχι για την κατασκευή του τζακιού. Ενώ, λοιπόν, στην από 6.10.2020 εισήγηση της Εφορείας Αρχαιοτήτων Δωδεκανήσου και στα οικεία πρακτικά του ΚΑΣ η κατασκευή του τζακιού, αφενός χαρακτηρίζεται ως στοιχείο ξένο προς τη μορφολογία των παραδοσιακών σπιτιών του μνημειακού οικισμού της Χώρας της Πάτμου, και αφετέρου συνδέεται με τον κίνδυνο απομείωσης της σωζόμενης τοιχοποιίας, για τον οποίο τα ως άνω όργανα έχουν εκφράσει τις αντιρρήσεις τους, δεν συμπεριλήφθη χωρίς αιτιολογία σχετικός όρος στην προσβαλλόμενη πράξη.
Η ελλείπουσα αιτιολογία δεν δύναται να συμπληρωθεί από τα αναφερόμενα στην 40415/18.2.2022 έκθεση απόψεων του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού στην οποία αναφέρεται ότι «η απόληξη της καμινάδας του τζακιού στην τροποποιημένη μελέτη έχει τη μορφή καμινάδας φούρνου, η οποία απαντά στην Χώρα Πάτμου, είναι μικρότερη και ως εκ τούτου μορφολογικά συνάδει με τη μορφολογία του οικισμού της Χώρας Πάτμου, είναι δε σαφώς βελτιωμένη σε σχέση με την απόληξη της καμινάδας, όπως αυτή είχε προταθεί στην εγκεκριμένη [το 2010] μελέτη αποκατάστασης». Κατόπιν τούτων, η πρώτη προσβαλλόμενη πράξη δεν αιτιολογείται νομίμως ως προς την κατασκευή του τζακιού, και επομένως, ο σχετικά προβαλλόμενος λόγος ακυρώσεως είναι βάσιμος.
Πρέπει να ακυρωθεί η πράξη 179260/21.4.2021 της Υπουργού Πολιτισμού και Αθλητισμού κατά το μέρος που επιτρέπει την κατασκευή τζακιού. Κατά το μέρος που επιτρέπουν την κατασκευή τζακιού είναι ακυρωτέες και η από 18/2011 οικοδομική άδεια του Δήμου Καλυμνίων, η οποία προσβάλλεται εμπροθέσμως, καθώς δεν προκύπτει πλήρης γνώση αυτής εκ μέρους του αιτούντος σωματείου, καθώς και οι πράξεις αναθεώρησης αυτής, οι οποίες πρέπει να θεωρηθούν συμπροσβαλλόμενες.
Βασικές σκέψεις
- Επειδή, με την υπό κρίση αίτηση, όπως παραδεκτώς συμπληρώθηκε με το 866/29.12.2021 δικόγραφο προσθέτων λόγων, ζητείται η ακύρωση α) της 179260/21.4.2021 απόφασης της Υπουργού Πολιτισμού και Αθλητισμού, με θέμα: «Έγκριση τροποποίησης εγκεκριμένης με την υπ’ αριθ. πρωτ. ΥΠΠΟ/ΓΔΑΠΚ/ΑΡΧ/Β1/Φ29/86984/ 3745/9.9.2010 Υ.Α. αρχιτεκτονικής μελέτης αποκατάστασης παλαιός διώροφης κατοικίας, φερόμενης ιδιοκτησίας Π.Μ., στη Χώρα Πάτμου, Περιφέρειας Νοτίου Αιγαίου», και β) της 18/2011 οικοδομικής άδειας του Δήμου Καλυμνίων και των αναθεωρήσεων αυτής.
- Επειδή, κατά το μέρος που προσβάλλεται η έγκριση, από πλευράς αρχαιολογικού νόμου, της επίδικης μελέτης αποκατάστασης παλαιός διώροφης κατοικίας εκ μέρους της Υπουργού Πολιτισμού και Αθλητισμού (προσβαλλόμενη πράξη υπό στοιχείο α’), η διαφορά ανήκει στην ακυρωτική αρμοδιότητα του Ε’ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικράτειας. Περαιτέρω, καθ’ ο μέρος στρέφεται κατά της οικοδομικής άδειας και των αναθεωρήσεών της, η κρινόμενη αίτηση ανήκει, κατ’ αρχήν, στην ακυρωτική αρμοδιότητα του Διοικητικού Εφετείου [βλ. άρθρο 1 τταρ. 1 περ. θ’ του ν. 702/1977 (Α’ 268), όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 2944/2001 (Α’ 222)], λόγω, όμως, της συνάφειας των πράξεων αυτών προς την α’ προσβαλλόμενη απόφαση, στην οποία ερείδονται, η υπόθεση κρατείται και εκδικάζεται στο σύνολό της από το Συμβούλιο της Επικράτειας, σύμφωνα με το άρθρο 34 παρ. 1 του ν. 1968/1991 (Α’ 150, βλ. ΣτΕ 1508/2020, 919/2018 κ.ά.).
- Επειδή, νομιμως συζητήθηκε η υπόθεση, παρά το ότι ο Δήμος Καλυμνίων δεν παρέστη κατά τη συζήτηση, εφόσον αντίγραφα της από 16.8.2021 πράξεως της Προέδρου του Ρ Τμήματος Διακοπών του Συμβουλίου της Επικράτειας περί ορισμού δικασίμου και εισηγητού για την εκδίκαση της αιτήσεως επιδόθηκαν νομιμως σε αυτόν [βλ. το υφιστάμενο στον φάκελο από 8.9.2021 αποδεικτικό επιδόσεως δικαστικού επιμελητή προς τον Δήμο].
- Επειδή, με έννομο συμφέρον και εν γένει παραδεκτούς παρεμβαίνει υπέρ του κύρους των προσβαλλομένων η Π.Μ., υπέρ της οποίας χορηγήθηκε η επίδικη έγκριση του Υπουργού Πολιτισμού και Αθλητισμού και εκδόθηκε η ανωτέρω οικοδομική άδεια.
- Επειδή, το έννομο συμφέρον νομικού προσώπου για την άσκηση αιτήσεως ακυρώσεως κρίνεται, επί τη βάσει του καταστατικού του σκοπού και του περιεχομένου της προσβαλλομένης πράξεως (ΣτΕ 1704/2017 Ολομ., 1212/2010 Ολομ., ΣτΕ 962/2018 7μ. κ.ά.). Εν όψει τούτου, το αιτούν σωματείο, το οποίο έχει την έδρα του στην Αθήνα, με έννομο συμφέρον ασκεί την κρινόμενη αίτηση, εφόσον από το προσκομισθέν επικυρωμένο αντίγραφο του καταστατικού του προκύπτει ότι έχει ως καταστατικό σκοπό, μεταξύ άλλων, τη συμβολή «με κάθε νόμιμο μέσο στην προστασία και την ορθή διαχείριση της φυσικής και ανθρωπογενούς κληρονομιάς της χώρας», ισχυρίζεται δε ότι από τις προσβαλλόμενες πράξεις επέρχονται δυσμενείς συνέπειες για το ιστορικό και αρχιτεκτονικό περιβάλλον και τοπίο του οικισμού της Χώρας Πάτμου (πρβλ. ΣτΕ 1704/2017 Ολομ., 962/2018 7μ„ 2535/2015, 3016/2015, 2713/2013, 978/2012 7μ.). Επομένως, είναι απορριπτέοι οι περί ελλείψεως εννόμου συμφέροντος προβαλλόμενοι από την παρεμβαίνουσα ισχυρισμοί.
- Επειδή, όπως κρίνεται παγίως, με τις διατάξεις του άρθρου 24 παρ. 1 και 6 του Συντάγματος καθιερώνεται αυξημένη προστασία του πολιτιστικού περιβάλλοντος, δηλαδή των μνημείων και λοιπών στοιχείων που προέρχονται από την ανθρώπινη δραστηριότητα και συνθέτουν την ιστορική, καλλιτεχνική και εν γένει πολιτιστική κληρονομιά της Χώρας. Τα αρμόδια όργανα του Κράτους οφείλουν να προβαίνουν σε θετικές ενέργειες για την αποτελεσματική διαφύλαξη των αγαθών αυτών και, ειδικότερα, να λαμβάνουν τα απαιτούμενα νομοθετικά και διοικητικά μέτρα, ατομικού ή κανονιστικού χαρακτήρα, παρεμβαίνοντας στον αναγκαίο βαθμό στην οικονομική ή άλλη ατομική ή συλλογική δραστηριότητα (ΣτΕ 2526/2020, 705-6/2020, 2102-3/2019 Ολομ., 1025, 3527/2017, 2261/2014 7μ. κ.ά.). Η προστασία αυτή περιλαμβάνει τη διατήρηση στο διηνεκές αναλλοίωτων των εν λόγω πολιτιστικών στοιχείων και του χώρου που είναι αναγκαίος για την ανάδειξή τους σε ιστορική, αισθητική και λειτουργική ενότητα, συνεπάγεται δε τη δυνατότητα επιβολής των αναγκαίων περιορισμών της ιδιοκτησίας, οι οποίοι ερείδονται αποκλειστικά στο άρθρο 24 του Συντάγματος και μπορούν να έχουν ευρύτερο περιεχόμενο από τους γενικούς περιορισμούς της ιδιοκτησίας κατά το άρθρο 17 του Συντάγματος (ΣτΕ 2526/2020, 705- 6/2020 Ολομ., 2887-88/2014 7μ., 1097/1987 Ολομ., 618/2018, 3382/2015 κ.ά.). Η εν λόγω προστασία έχει αφ’ ενός προληπτικό, αφ’ ετέρου δε κατασταλτικό χαρακτήρα, στην τελευταία δε περίπτωση περιλαμβάνει την υποχρέωση άρσης της προσβολής του πολιτιστικού μνημείου και αποκατάστασης της προστατευόμενης μορφής του (ΣτΕ 2526/2020, 705- 6/2020, 2102-3/2019 Ολομ., 3004/2015, 3735/2013, 569/2012 κ.ά.).
- Επειδή, περαιτέρω, με τις διατάξεις των άρθρων 1 (παρ. 1-3), 3 (παρ. 1 και 2), 4 (περ. 1-3), 10 (περ. 3), 11, 12 και 13 της κυρωθείσας με το άρθρο πρώτο του ν. 2039/1992 (Α’ 61) Διεθνούς Συμβάσεως της Γρανάδας έτους 1985, οι οποίες αποτέλεσαν συνέχεια της Χάρτας της Βενετίας του 1964 και της Διακήρυξης του Αμστερνταμ στο ζήτημα της διατήρησης της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς και οι οποίες κατά το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος έχουν υπέρτερη του νόμου τυπική ισχύ, επιβάλλεται η προστασία της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς, στην οποία περιλαμβάνονται τόσο μεμονωμένα οικοδομήματα, όσο και αρχιτεκτονικά σύνολα και τόποι, κατά τα αναφερόμενα στις διατάξεις αυτές, και, περαιτέρω, η μέριμνα για την ένταξη των προστατευόμενων αυτών στοιχείων στην οικονομική και κοινωνική ζωή του οικείου οικισμού και για την κατά το δυνατόν εναρμόνισή τους με τον πολεοδομικό ιστό του οικισμού (ΣτΕ 2526/2020, 4351/2014, 669/2010 7μ.). Εξάλλου, από τις ίδιες διατάξεις συνάγεται ότι τα συμβαλλόμενα στην διεθνή αυτή σύμβαση μέρη αναλαμβάνουν την υποχρέωση να λαμβάνουν θετικά μέτρα, που αποσκοπούν στην βελτίωση της ποιότητας του περιβάλλοντος τα ακίνητα μνημεία χώρου και να απέχουν από κάθε ενέργεια που βλάπτει αμέσως ή εμμέσως τα μνημεία ή τα αρχιτεκτονικά σύνολα ή τον περιβάλλοντα χώρο τους (βλ. ΣτΕ 2526/2020, 570/2018, 1808/2016, 3980/2015, 2344/2014 7μ., 2270/2014 7μ.). Κατά την έννοια δε των ίδιων διατάξεων δεν είναι επιτρεπτή η καταστροφή στοιχείων τα οποία είναι ιδιαιτέρως σημαντικά για τη διατήρηση της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς καθώς και η επέμβαση, η οποία συνεπάγεται τη μεταβολή του πολεοδομικού ιστού αρχιτεκτονικού συνόλου ή την άρση της φυσιογνωμίας ή τη διάρρηξη της ομοιογένειας ορισμένου τόπου (ΣτΕ 570/2018, 2270/2014, 978/2012 7μ.), Εξάλλου, συναφείς ρυθμίσεις για την προστασία των μνημείων, των αρχιτεκτονικών συνόλων και του περιβάλλοντος χώρου περιέχονται στην υπογραφείσα το έτος 1972 στο Παρίσι σύμβαση για την προστασία της παγκόσμιας πολιτιστικής και φυσικής κληρονομιάς, η οποία κυρώθηκε με τον ν. 1126/1981 (A’ 32) και έχει επίσης υπερνομοθετική ισχύ (ΣτΕ 2526/2020, 2344/2014 7μ.).
- Επειδή, η προστασία των αρχαιοτήτων και της πολιτιστικής κληρονομιάς, είχε οργανωθεί, κατά τον κρίσιμο χρόνο, από τον ν. 3028/2002 «Για την προστασία των Αρχαιοτήτων και εν γένει της Πολιτιστικής Κληρονομιάς» (Α’ 153), ο οποίος μνημονεύεται στο προοίμιο της πρώτης προσβαλλόμενης πράξης και ορίζει, στο άρθρο 10, ότι: «1. Απαγορεύεται κάθε ενέργεια σε ακίνητο μνημείο, η οποία είναι δυνατόν να επιφέρει με άμεσο ή έμμεσο τρόπο καταστροφή, βλάβη, ρύπανση ή αλλοίωση της μορφής του, 2, … 3. … 4. Για κάθε εργασία, επέμβαση, αλλαγή χρήσης σε ακίνητα μνημεία, ακόμη και αν δεν επέρχεται κάποια από τις συνέπειες της παραγράφου 1 σε αυτά, απαιτείται έγκριση που χορηγείται με απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού, ύστερα από γνώμη του Συμβουλίου. 5. … 6. Στις περιπτώσεις που απαιτείται έγκριση σύμφωνα με τις προηγούμενες παραγράφους, αυτή προηγείται από τις άδειες άλλων αρχών που αφορούν την επιχείρηση ή την εκτέλεση του έργου ή της εργασίας και τα στοιχεία της αναγράφονται με ποινή ακυρότητας στις άδειες αυτές. … 7. Για την προστασία των ακινήτων μνημείων είναι δυνατόν με απόφαση του Υπουργού ύστερα από γνώμη του Συμβουλίου να επιβάλλονται περιορισμοί … στους όρους δόμησής τους κατά παρέκκλιση από κάθε ισχύουσα διάταξη. 8. …». Στο άρθρο 12 του ιδίου νόμου ορίζεται ότι: «1. Οι αρχαιολογικοί χώροι κηρύσσονται και οριοθετούνται ή αναοριοθετούνται με βάση τα δεδομένα αρχαιολογικής έρευνας πεδίου και απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού, η οποία εκδίδεται ύστερα από γνώμη του Συμβουλίου, συνοδεύεται από τοπογραφικό διάγραμμα και δημοσιεύεται μαζί με αυτό στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. 2, … 3. … 4. Οι διατάξεις των παραγράφων 1 έως 6 του άρθρου 10 εφαρμόζονται αναλόγως και για τους αρχαιολογικούς χώρους ,..», στο άρθρο 14 ότι: «1. … 2. Στους ενεργούς οικισμούς ή σε τμήματά τους που αποτελούν αρχαιολογικούς χώρους απαγορεύονται οι επεμβάσεις που αλλοιώνουν το χαρακτήρα και τον πολεοδομικό ιστό ή διαταράσσουν τη σχέση μεταξύ των κτιρίων και των υπαίθριων χώρων. Επιτρέπεται μετά από άδεια που χορηγείται με απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού, η οποία εκδίδεται μετά από γνώμη του οικείου γνωμοδοτικού οργάνου: α) … β) η αποκατάσταση ερειπωμένων κτισμάτων, εφόσον τεκμηριώνεται η αρχική τους μορφή, γ) … δ) η εκτέλεση οποιουδήποτε έργου στα υφιστάμενα κτίσματα, στους ιδιωτικούς ακάλυπτους χώρους και τους κοινόχρηστους χώρους, λαμβανομένου πάντα υπόψη του χαρακτήρα του οικισμού ως αρχαιολογικού χώρου, ε) … 3. … 4. Η κατά την προηγούμενη παράγραφο απαιτούμενη άδεια εκδίδεται πριν από όλες τις άλλες άδειες άλλων αρχών που αφορούν στην εκτέλεση του έργου, …» ενώ στο άρθρο 16 ορίζεται ότι: «Στους ιστορικούς τόπους, εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των άρθρων 12 … 14 …». Τέλος, στην παράγραφο 10 του άρθρου 73 του ιδίου ως άνω νόμου ορίζεται ότι: «10. Πολιτιστικά αγαθά που έχουν χαρακτηρισθεί ως προστατευόμενα σύμφωνα με τις διατάξεις της προϊσχύουσας νομοθεσίας προστατεύονται στο εξής κατά τις διατάξεις του παρόντος νόμου. Πολιτιστικά αγαθά που έχουν ήδη χαρακτηρισθεί κατά κατηγορίες χαρακτηρίζονται εκ νέου σύμφωνα με τη διαδικασία και υπό προϋποθέσεις που προβλέπονται από τις διατάξεις του παρόντος νόμου».
- Επειδή, οι ανωτέρω διατάξεις του ν. 3028/2002, οι οποίες πρέπει να ερμηνεύονται στο πλαίσιο των εκτεθεισών διατάξεων αυξημένης τυπικής ισχύος, επιβάλλουν στη Διοίκηση τη λήψη όλων των πρόσφορων και .αναγκαίων μέτρων, προληπτικών και κατασταλτικών, ατομικού ή κανονιστικού χαρακτήρα, για την προστασία των μνημείων και των αρχιτεκτονικών συνόλων. Η προστασία αυτή συνίσταται, κατά τα εκτεθέντα, στη διατήρηση αναλλοίωτων των ως άνω στοιχείων του πολιτιστικού περιβάλλοντος και συνεπάγεται τη δυνατότητα επιβολής των απαιτούμενων για τον σκοπό αυτό μέτρων και περιορισμών της ιδιοκτησίας (ΣτΕ 2526/2020, 912/2017, 1808/2016, 3064, 3385/2015, 3837/2012, 2500, 3285/2009). Ειδικότερα, στους ενεργούς οικισμούς που αποτελούν αρχαιολογικούς χώρους ή ακίνητα μνημεία, οι διατάξεις του άρθρου 14 παρ, 2 και 5 απαγορεύουν επεμβάσεις ή χρήσεις οι οποίες είναι δυνατόν να επιφέρουν, αμέσως ή εμμέσως, καταστροφή, βλάβη ή αλλοίωση του χαρακτήρα και του πολεοδομικού ιστού των εν λόγω οικισμών. Σε κάθε περίπτωση δε, για την εκτέλεση οποιουδήποτε έργου ή για τον καθορισμό συγκεκριμένης χρήσεως στα κτίσματα ή στους ελεύθερους χώρους των οικισμών αυτών ή για οποιαδήποτε επέμβαση σε αυτά, απαιτείται προηγούμενη έγκριση του Υπουργού Πολιτισμού, ύστερα από γνώμη του οικείου συμβουλίου (ΣτΕ 2526/2020, 565/2018, 2500/2009, 3406/2001 κ.ά.). Ο Υπουργός Πολιτισμού, προκειμένου να χορηγήσει την έγκριση (άδεια) για την εκτέλεση του έργου ή για τη συγκεκριμένη χρήση κτιρίου που βρίσκεται σε οικισμό που αποτελεί αρχαιολογικό χώρο ή ακίνητο μνημείο, αξιολογεί τα χαρακτηριστικά του έργου ή της χρήσης και εκτιμά τις άμεσες και έμμεσες επιπτώσεις που θα έχουν στον εν λόγω οικισμό, δηλαδή στο αγαθό που εμπίπτει στο πεδίο προστασίας του ν. 3028/2002 (ΣτΕ 2526/2020, 565/2018, 4060/2015, 3350/2014, 2500/2009). Η αιτιολογία της χορηγούμενης εγκρίσεως ελέγχεται ως προς τα ζητήματα αυτά και πρέπει, για να είναι πλήρης, να περιέχει περιγραφή του προς εκτέλεση έργου ή της επιτρεπόμενης χρήσεως και τεκμηριωμένη εκτίμηση των επιπτώσεών τους (ΣτΕ 2526/2020, 565/2018, 3350, 4351/2014, 4757/2011, 3406/2001). Οφείλει δε η Διοίκηση, κατά την εξέταση σχετικού αιτήματος, να ερευνά περαιτέρω αν οι τυχόν δυσμενείς επιπτώσεις μπορούν να εξουδετερωθούν με την επιβολή όρων και περιορισμών και, σε καταφατική περίπτωση, να επιβάλλει τους αναγκαίους κατά περίπτωση όρους κατά τη χορήγηση της εγκρίσεως (ΣΕ 4757/2011, 2500/2009, 3406/2001).
- Επειδή, με την απόφαση 94262/5720/28.12.1959 του Γενικού Γραμματέα του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων (Β’ 24/22.1.1960), εκδοθείσα κατ’ επίκληση του άρθρου 52 του κ.ν. 5351/1932 (A’ 275), κηρύχθηκε ιστορικό διατηρητέο μνημειακό συγκρότημα «άττασα [η] κωμόττολ[ις] της Χώρας Πάτμου ως καθορίζεται υπό την υφιστάμενη πολεοδομική της κατάστασιν». Με την απόφαση 22323/23.11.1968 του Υφυπουργού Προεδρίας της Κυβερνήσεως (Β’ 669) η κλιτύς της Πάτμου, «οριζομένη από της σημερινής απολήξεως της Σκάλας μέχρι της Χώρας», κηρύχθηκε ως ιδιαιτέρου φυσικού κάλλους. Εξάλλου, με αποφάσεις του Υπουργού Πολιτισμού και Επιστημών, η νήσος Πάτμος έχει κηρυχθεί, αφενός, τόπος ιστορικός και τοπίο χρήζον ιδιαιτέρας προστασίας (Υ.Α. 24151/15.12.1971, Β’ 1029) και, αφετέρου, ιστορικό διατηρητέο μνημείο και τόπος ιστορικός και ιδιαιτέρου φυσικού κάλλους (Υ.Α. 28457/9.10.1972, Β’ 847). Με το π.δ. της 19.10.1978 (Δ’ 594) η Πάτμος χαρακτηρίσθηκε παραδοσιακός οικισμός και με τον ν. 1155/1981 (Α’ 122) αναγνωρίσθηκε ως «Ιερά Νήσος», θεσπίσθηκαν δε ειδικά μέτρα προστασίας της. Εξάλλου, ο ιστορικός πυρήνας της Χώρας Πάτμου, η Ιερά Μονή του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου και το σπήλαιο της Αποκαλύψεως ενεγράφησαν στον Κατάλογο της Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς της UNESCO, το έτος 1999. Περαιτέρω, με την απόφαση ΥΠΠΟ/ΓΔΑΠΚ/ΑΡΧ/Β1/Φ29/27315/1449/16.3.2007 του Υπουργού Πολιτισμού (τεύχος Α.Α.Π.Θ. 135) εγκρίθηκε, βάσει συντεταγμένων, η οριοθέτηση αρχαιολογικού χώρου της Χώρας Πάτμου σε ευρεία περιοχή, «με σκοπό την καλύτερη προστασία και διαφύλαξη του ιστορικού χαρακτήρα των μνημείων που συμπεριλαμβάνονται εντός αυτού: (α) Μονή του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου, εγγεγραμμένη στον Κατάλογο των Μνημείων της Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς της UNESCO που βρίσκεται στο κέντρο του οικισμού της Χώρας Πάτμου. (…) (β) Ιστορικός πυρήνας της Χώρας Πάτμου, εγγεγραμμένος στον Κατάλογο των Μνημείων της Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς της UNESCO, ο οποίος αποτελείται από τη συνοικία των πλουσίων, των Αλλοτεινών, στα δυτικά της Μονής, δημιουργηθείσα μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης (1453), και από τη συνοικία “Κρητικά” γύρω από την πλατεία της Αγιαλεβιάς, δημιουργηθείσα μετά την πτώση του Χάνδακα (1669) από Κρήτες πρόσφυγες». Όπως αναφέρεται στην αυτή από 16.3.2007 απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού, «(τ)α σπίτια του οικισμού χαρακτηρίζονται από την παρουσία φούρνων και αποθηκευτικών χώρων στο ισόγειο, χώρους διαβίωσης και ξενώνες στον όροφο, υπόγεια στέρνα με λίθινο στόμιο, μαντώματα στα ανοίγματα των κτηρίων, κεραμικά πλακίδια στα εσωτερικά δάπεδα και τις αυλές και την αναγραφή της χρονολογίας ανέγερσης του κτίσματος στο ανώφλι. Αυτή την περίοδο δημιουργείται παράλληλα μία νέα ισχυρή αριστοκρατική τάξη, καθώς και η τάξη των πλοιοκτητών, οι οποίοι αρχίζουν και χτίζουν περιμετρικά του οικισμού τα πρώτα αρχοντικά με τη μορφή αυτόνομων αγροτικών συγκροτημάτων. Περί τα μέσα του 18ου αιώνα διαμορφώνεται και η συνοικία “Απορθιανά” … και στη συνέχεια στο βόρειο όριο του οικισμού στο φρύδι του γκρεμού που βλέπει προς τη Σκάλα Πάτμου υψώνονται πλούσια διώροφα σπίτια, όπου εγκαθίστανται οι νέοι καραβοκυραίοι …. (γ) … (δ) … (ε) …». Τέλος, με την απόφαση ΥΠΠΟ/ΓΔΑΠΚ/ΑΡΧ/Β1/29/78223/4030/20.8.2007 του ίδιου Υπουργού (Α.Α.Π.Θ. 407) καθορίσθηκαν τα όρια Ζωνών Προστασίας Α1, Α2 και A3 και Β1 και Β2, εντός του κηρυγμένου αρχαιολογικού χώρου της Χώρας Πάτμου.
- Επειδή, οι ως άνω ρυθμίσεις καθιερώνουν, κατά τα παγίως κριθέντα, καθεστώς ιδιαίτερης προστασίας της Χώρας της νήσου Πάτμου. Συγκεκριμένα, από την προαναφερθείσα διάταξη της υπουργικής απόφασης (Υ.Α.) 94262/5720/1959 περί διατήρησης, ως μνημειακού συγκροτήματος, ολόκληρης της κωμόπολης της Πάτμου συνάγεται ότι δύνανται να ανοικοδομηθούν όχι μόνον οικόπεδα επί των οποίων υφίσταντο, κατά την θέση σε ισχύ της σχετικής διάταξης, κτίσματα, αλλά και οικόπεδα, επί των οποίων αποδεικνύεται, βάσει ιδίως συμβολαίων ή άλλων στοιχείων, ότι προϋπήρξαν κτίσματα οποτεδήποτε, έστω δηλαδή και πριν την έκδοση της ως άνω υπουργικής απόφασης. Ενόψει των ανωτέρω, επιτρέπεται η ανακατασκευή οικοδομήματος παρόμοιου προς εκείνο του οποίου η ύπαρξη στο παρελθόν δύναται ν’ αποδειχθεί, πάντοτε βεβαίως υπό τους τυχόν προσθέτους όρους και περιορισμούς, τους οποίους θα θέσει για την ανακατασκευή του το Υπουργείο Πολιτισμού (βλ. ΣτΕ 1508/2020 7μ., 478/2019, 2270-1/2014 7μ., 4781/2014, 1529/1993, πρβλ. ΣτΕ 570/2018, 3349/2014, 3837, 978/2012, 3285/2009). Τα στοιχεία δε που χρησιμοποιούνται, προκειμένου να αποδειχθεί ότι κατά τη θέση σε ισχύ της ως άνω 94262/5220/28.12.1959 υπουργικής απόφασης υφίστατο ή έστω προϋπήρξε πριν την έκδοση της εν λόγω απόφασης, κτίσμα, δεν απαιτείται να έχουν συγκεκριμένη χρονολογία, ή αυτή να βεβαιώνεται, κατά τρόπο συγκεκριμένο, αλλά αρκεί να είναι πρόσφορα, κατά την εκτίμηση του αρμοδίου οργάνου, για την, κατά το δυνατόν, επαρκή τεκμηρίωση της μορφής του κτίσματος κατά τον χρόνο έναρξης ισχύος της ανωτέρω υπουργικής απόφασης ή οποτεδήποτε πριν απ’ αυτήν, ώστε να διασφαλίζεται η διατήρηση στο διηνεκές αναλλοίωτης της μνημειακής μορφής του οικισμού, ενόψει και της σχετικής συνταγματικής επιταγής του άρθρου 24 παρ. 1 και 6 του Συντάγματος και των ανωτέρω υπερνομοθετικής ισχύος διεθνών συμβάσεων (ΣτΕ 384/2023).
- Επειδή, από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτουν τα εξής: Με την 854/26.2.2009 αίτηση της παρεμβαίνουσας υπεβλήθη προς την 4η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων αίτημα έγκρισης μελέτης για την αποκατάσταση δύο παλαιών κατοικιών που βρίσκονται εντός σχεδίου, στο συνεκτικό τμήμα του οικισμού στη Χώρα Πάτμου, στη ζώνη που αποκαλείται «τ’ Αλλοτεινά» και ανήκει στη δεύτερη φάση του οικισμού. Δημιουργήθηκε μετά το 1453 με την εγκατάσταση βυζαντινών προσφύγων με υψηλό πολιτιστικό επίπεδο στην εποχή ακμής της Μονής κείμενης στη Χώρα Πάτμου Περιφέρειας Νοτίου Αιγαίου. Υπεβλήθησαν δε προς τούτο εκτός από την αρχιτεκτονική μελέτη και φωτογραφικό υλικό. Η εν λόγω μελέτη αποκατάστασης διαβιβάστηκε από την 4η Εφορεία Αρχαιοτήτων Δωδεκανήσου, με το 68/7.1.2010 έγγραφό της, στη Διεύθυνση Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Αρχαιοτήτων (Δ,Β.Μ.Α.) του Υπουργείου Πολιτισμού και Τουρισμού. Στο έγγραφο αυτό περιγράφονται τόσο η θέση όσο και ορισμένα δομικά και μορφολογικά στοιχεία των κτιρίων, τα οποία διαπιστώθηκαν, όπως βεβαιώνεται, κατόπιν αυτοψίας από υπαλλήλους της Υπηρεσίας: «Το συγκρότημα κατοικιών αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα ανωγοκάτωγης πατμιακής κατοικίας. Σε κάθε κατοικία τα στοιχεία που έχουν διασωθεί: α) είναι το σύνολο της τοιχοποιίας του ισογείου σε διάφορα ύψη από 1.00 μ. περίπου έως και τα 3.70 μ., β) μέρος της σκάλας που οδηγούσε στον όροφο και γ) οι δύο πέτρινοι φούρνοι. Ο χώρος της καθεμιάς από τις κατοικίες αποτελείται από το “αυλιδάκι”, τον ελεύθερο αίθριο χώρο στον οποίο βρίσκεται η σκάλα που οδηγεί στον όροφο, τον στεγασμένο ή ημιστεγασμένο χώρο με την εστία στο ισόγειο και το μονόχωρο δωμάτιο του άνω ορόφου που έχει καταρρεύσει. Το στόμιο το πηγαδιού πιθανά να αποκαλυφθεί με τον καθαρισμό του χώρου από τα μπάζα του ερειπωμένου συγκροτήματος. Η μελέτη προβλέπει την αναστύλωση του συγκροτήματος και την ενοποίησή του με σκοπό να λειτουργήσει ως ενιαία κατοικία. Εξωτερικά διατηρεί τους δύο φούρνους, την πέτρινη σκάλα που οδηγεί στον όροφο και κατασκευάζει νέο καμαρικό πιο μπροστά από την πόρτα εισόδου της κατοικίας. Εσωτερικά στον ενδιάμεσο τοίχο διαμορφώνονται δύο ανοίγματα που συνδέουν το καθιστικό με το χώρο της τραπεζαρίας – κουζίνας και ενσωματώνεται το τζάκι. Γίνεται, επίσης, διάνοιξη στην τοιχοποιία που συνδέει τον μικρότερο χώρο με τον μεγαλύτερο χώρο του καθιστικού. Και το άνοιγμα από 1.30 μ. -σύμφωνα με την μελέτη- διαμορφώνεται σε 3.44 μ. Στο εσωτερικό της ανατολικής δεύτερης κατοικίας που βρίσκεται υπερυψωμένη κατά μισό μέτρο από τη δυτική κατοικία, έχει σχεδιαστεί νέα σκάλα για την σύνδεση του ισογείου με τον όροφο. Και τέλος προτείνεται η διάνοιξη νέας πόρτας στο ανατολικό τμήμα της εξωτερικής ανατολικής τοιχοποιίας». Με τα δεδομένα αυτά, η 4η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων εισηγήθηκε την έγκριση της μελέτης σύμφωνα με τα υποβληθέντα σχέδια και την τεχνική έκθεση των εργασιών, υπό όρους. Το θέμα εισήχθη στο Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο (Κ.Α.Σ.), το οποίο γνωμοδότησε ομόφωνα, κατά την 31/20.7.2010 συνεδρία του, υπέρ της έγκρισης της μελέτης αποκατάστασης των δύο επίμαχων διώροφων οικιών με τους εξής όρους: «1. Το νέο πετρόκτιστο καμαρικό να κατασκευαστεί με κυκλική καμάρα. 2. Το δάπεδο του ισογείου να επιστρωθεί με το παραδοσιακό πατμιακό κεραμικό πλακάκι ή άλλο πανομοιότυπο τύπου cotto. 3. Η νέα εσωτερική σκάλα από οπλισμένο σκυρόδεμα, δεδομένου ότι αποτελεί μια σύγχρονη επέμβαση, να δηλωθεί ως νέο υλικό με τη διατήρηση των εμφανών χαρακτηριστικών του, χωρίς να επιστρωθεί από άλλο υλικό και να κατασκευαστεί σε απόσταση τριών (3) έως (5) εκατοστών από τον πέτρινο μεσότοιχο. 4. Η βεράντα του ορόφου να επιστρωθεί με το ίδιο κεραμικό πλακάκι πατμιακού τύπου που θα τοποθετηθεί και στο εσωτερικό του ισογείου. 5. Η πόρτα της δυτικής όψης στο υπνοδωμάτιο του ορόφου που εφάπτεται στην όμορη ιδιοκτησία, καθώς και η δεξιά πόρτα του ορόφου της νότιας όψης, να μετατραπούν σε παράθυρα διαστάσεων 1,20 χ 1,80 μ. 6. Εσωτερικά να μην κατασκευαστούν υποστυλώματα από μπετόν. 7. Ο όγκος του δυτικού υπνοδωματίου να ταπεινωθεί κατά 0,40 μ. περίπου, δηλαδή να μειωθεί το ύψος του χώρου του καθιστικού του ισογείου, ώστε να προσαρμοστεί στα μορφολογικά και αρχιτεκτονικά στοιχεία της Χώρας Πάτμου. 8. Η τροποποιημένη μελέτη να υποβληθεί προς έγκριση και θεώρηση στην Διεύθυνση Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Αρχαιοτήτων». Η μελέτη αποκατάστασης των εν λόγω δύο διώροφων οικιών εγκρίθηκε από πλευράς αρχαιολογικής νομοθεσίας με την ΥΠΠΟ/ΓΔΑΠΚ/ΑΡΧ/Β1/Φ29/86984/3745/ 9.9.2010 απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού και Τουρισμού υπό τους όρους που αναφέρονταν στη γνωμοδότηση του Κ.Α.Σ. Μετά την έγκριση της εν λόγω μελέτης εκδόθηκε η 18/2011 οικοδομική άδεια της Υπηρεσίας Πολεοδομίας-Χωροταξίας και Περιβάλλοντος του Δήμου Καλυμνίων του Νομού Δωδεκανήσου, της οποίας η ισχύς παρατάθηκε δύο φορές με τις 39/2017 και 10/2018 άδειες αναθεώρησης της ίδιας ως άνω Υπηρεσίας. Στη συνέχεια, η παρεμβαίνουσα, με την ΥΠΠΟΑ/ΓΔΑΠΚ/ΕΦΑΔΩΔ/323179/ 227655/6652/1177/26.6.2020 αίτησή της ενώπιον της Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων Δωδεκανήσου, ζήτησε να της χορηγηθεί άδεια προκειμένου να αναθεωρηθεί η 18/2011 οικοδομική άδεια «λόγω τροποποίησης της μελέτης για αναστήλωση παλαιάς διώροφης κατοικίας και αλλαγής επιβλέποντος μηχανικού». Σύμφωνα με τη νέα μελέτη διατηρούνται ως έχουν τα περιγράμματα των σωζόμενων τοιχοποιιών και οι τροποποιήσεις συντελούνται κυρίως στο εσωτερικό του. Ειδικότερα, η μια από τις δυο στεγασμένες αυλές προτείνεται να στεγαστεί εν μέρει, ενώ η άλλη παραμένει ανοιχτή, όπως προβλεπόταν στην αρχική άδεια. Προβλέπεται η αποκατάσταση-διάνοιξη της παλαιός, φραγμένης σήμερα, θύρας εισόδου που γειτνιάζει με την παρόδια στοά και διατηρούνται ακέραια και στις θέσεις του τα επιμέρους αρχιτεκτονικά στοιχεία (ο παλαιός φούρνος, η παραστιά, η γούρνα πλυσίματος). Στο εσωτερικό του κτιρίου, η κάτοψη τροποποιείται με βασικό ζητούμενο τη δημιουργία περισσοτέρων υπνοδωματίων, ώστε να εξυπηρετήσει τις ανάγκες των ιδιοκτητών. Διατηρούνται οι δύο μεγάλοι χώροι διημέρευσης, αλλά ένα μέρος τους διαχωρίζεται με τοίχο (ως αναφορά στο παλιό τσατί) δημιουργώντας χώρο για δευτερεύουσες χρήσεις (υπνοδωμάτιο, λουτρό και σκάλα ανόδου). Ο παλιός οντάς διαμορφώνεται σε υπνοδωμάτιο με λουτρό. Στον όροφο προτείνεται η δημιουργία δύο μεγάλων και ενός μικρότερου υπνοδωματίων με λουτρά και διατηρούνται τα ανοίγματα της ήδη εγκεκριμένης πρότασης. Η νέα μελέτη απεστάλη στη Δ.Β.ΜΑ με το ΥΠΠΟΑ/ΓΔΑΠΚ/ ΕΦΑΔΩΔ/ΤΒΜΑΜ/323179/227655/6652/1177/6.10.2020 έγγραφο της Εφορείας Αρχαιοτήτων Δωδεκανήσου. Στο έγγραφο αυτό η Εφορεία αναφέρει μεταξύ άλλων τα εξής: «Το οικόπεδο, με ΚΑΕΚ 100600327019, έχει συνολική επιφάνεια 175,66 μ2 (…). Εντός του ακινήτου σώζονται τα ερείπια ενός συγκροτήματος δύο παλαιών διώροφων κτηρίων, η αποκατάσταση του οποίου είχε εγκριθεί με την [ΥΠΠΟ/ΓΔΑΠΚ/ΑΡΧ/Β1/Φ29/86984/3745/9.9.2010] υπουργική απόφαση, βάσει της οποίας εκδόθηκαν η υπ’ αριθ. 18/2011 οικοδομική άδεια και η υπ’ αριθ. 10/2018 αναθεώρησή της. Σύμφωνα με την υποβληθείσα τεχνική έκθεση, η τεκμηρίωση της αρχικής τυπολογίας του κτηρίου βασίσθηκε αφενός στα σωζόμενα δομικά και μορφολογικά του στοιχεία και αφετέρου στη συσχέτισή του με άλλα παρόμοια κτίσματα του οικισμού. Ο δομημένος χώρος καταλαμβάνει όλη την έκταση του οικοπέδου και περιλαμβάνει δύο όμορες ανωγοκάτωγες κατοικίες, με υψομετρική διαφορά ενός μέτρου, οι οποίες, ως προς τη διάταξη των χώρων, χαρακτηρίζονται από τα τυπικά γνωρίσματα της συγκεκριμένης διώροφης τυπολογίας, επαναλαμβανόμενα σε κάθε στάθμη. Σε άγνωστο χρόνο, ενδεχομένως τον 19ο αιώνα, φαίνεται ότι οι δύο αυτές κατοικίες, ο πυρήνας τον οποίων πιθανώς να ανάγεται στον 16ο ή 17ο αιώνα, περιήλθαν στην κατοχή του ίδιου ιδιοκτήτη, με αποτέλεσμα να γίνουν συγκεκριμένες τροποποιήσεις, ώστε να επιτευχθεί η λειτουργική ενοποίησή τους. Αναλυτικότερα: στο επίπεδο του ισογείου καθεμιάς κατοικίας υπήρχε ξεχωριστή είσοδος από τον δρόμο, που οδηγούσε σε κλειστή αυλή. Από αυτές, η θύρα εισόδου της δυτικής κατοικίας διατηρείται ακόμα σήμερα, ενώ το άνοιγμα επικοινωνίας της ανατολικής οικίας με τον δρόμο έχει φραγεί με τοιχοποιία, σε άδηλο χρόνο, πιθανότητα κατά τις οικοδομικές παρεμβάσεις ενοποίησης των δύο κτηρίων. Στις δύο, στεγασμένες αρχικά, αυλές διατηρούνται, στη μεν δυτική κατοικία η παραστιά και η πέτρινη γούρνα πλυσίματος και στην ανατολική ο φούρνος. Στον χώρο της αυλής σώζονται επίσης οι δύο εξωτερικές πέτρινες σκάλες που οδηγούσαν στη βεράντα του κάθε ορόφου. Είναι πολύ πιθανό την ίδια εποχή να καταργήθηκε η μία από αυτές (η δυτική), της οποίας ίχνη μόνο της επιφάνειας έδρασης διατηρούνται σήμερα, και τότε διανοίχθηκε ασφαλώς και η θύρα επικοινωνίας των δύο αυλών, που αποτελεί και βασική ορατή παρέμβαση για τη δημιουργία μιας ενιαίας πλέον κατοικίας. Και οι δύο κατοικίες του συγκροτήματος αποτελούνταν συνεπώς από δύο ορόφους (ανωγοκάτωγες). Η δυτική διαθέτει επιπλέον οντά (δωμάτιο φιλοξενίας), ενώ η ανατολική είναι μονόχωρη, του απλούστερου τύπου. Στη στάθμη του ορόφου θα υπήρχαν οι οικείοι στην πατμιακή αρχιτεκτονική χώροι, δηλαδή η σάλα, η οποία θα διαχωριζόταν με κάποιο παραπέτασμα ή τσατί για τη δημιουργία χώρου ύπνου, ενώ το δώμα της στεγασμένης αυλής θα λειτουργούσε ως βεράντα. Η οργάνωση των χώρων σε κάθε επίπεδο ακολουθεί, συνεπώς, την τυπική διάταξη μιας πατμιακής διώροφης κατοικίας. Βάσει των μετρήσεων και των υπολογισμών της κατατεθείσας μελέτης, η αρχική επιφάνεια του κτηρίου συνολικά σε κάθε στάθμη θεωρείται ότι θα ήταν ως προς το μεν ισόγειο ίση με το εμβαδόν του ακινήτου, με κύριους χώρους επιφάνειας 113,06 τ.μ. και στεγασμένες αυλές 57,14 τ.μ., ενώ ο όροφος θα είχε πιθανώς εμβαδόν 96,36 τ.μ., ακολουθώντας το περίγραμμα του ισογείου, εξαιρουμένου του οντά και με ακάλυπτα τα δώματα των αυλών. Όπως προκύπτει από τη φωτογραφική τεκμηρίωση της μελέτης και διαπιστώθηκε στην πραγματοποιηθείσα αυτοψία, διατηρούνται ακόμα στο ακίνητο οι περιμετρικές τοιχοποιίες με τις θύρες-ανοίγματα προς τον δρόμο, τμήματα των εσωτερικών τοιχοποιιών, ο φούρνος, η γούρνα πλυσίματος, η παραστιά, μεγάλο τμήμα της κλίμακας ανόδου στη βεράντα ορόφου της ανατολικής κατοικίας και εμφανή ίχνη της αντίστοιχης σκάλας της δυτικής κατοικίας. Η ύπαρξη ορόφου και στα δύο τμήματα τεκμηριώνεται από τις πέτρινες σκάλες των αυλών, στοιχείο τυπικό σε όλα τα ανωγοκάτωγα κτήρια του οικισμού, αφού η επικοινωνία μεταξύ των δύο επιπέδων γινόταν κατά βάση εξωτερικά και δεν νοείτο κατασκευή σκάλας που να οδηγεί σε δώμα, διότι τα δώματα των πατμιακών οικιών ήταν άβατα, κατασκευασμένα με πατελιά. Το ύψος και η μορφή των ορόφων εικάζεται κατά προσέγγιση και συγκριτικά με ανάλογα κτήρια της ίδιας τυπολογίας στον οικισμό. Το γεγονός ότι οι παράπλευροι τοίχοι των όμορων κατοικιών στη βόρεια και ανατολική πλευρά έχουν επισκευασθεί, ανασκευασθεί ή κατασκευασθεί ενώ το εν λόγω κτήριο βρισκόταν ήδη σε ερειπιώδη κατάσταση δεν επιτρέπει τον εντοπισμό πιθανών ενδείξεων που θα διατηρούνταν επάνω σε αυτούς, όπως, επί παραδείγματι, ίχνη από τις δοκοθήκες της οροφής, στοιχεία που θα αποτελούσαν σημαντική μαρτυρία για τον υπολογισμό του αρχικού ύψους των κτηρίων. Ορισμένα λείψανα τοιχοποιιών έχουν, ωστόσο, διατηρηθεί στη βόρεια-βορειοανατολική πλευρά. Στην αρχική εγκεκριμένη αρχιτεκτονική μελέτη αποκατάστασης του ακινήτου …, προβλεπόταν: α) η στέγαση ενός τμήματος της αυλής της δυτικής κατοικίας με τη δημιουργία βεράντας στο δώμα της, όπως επίσης και στο δώμα του οντά (ενώ η αυλή της ανατολικής οικίας παρέμενε ακάλυπτη), β) η διάνοιξη νέας εισόδου-θύρας επικοινωνίας με τον δρόμο στον ανατολικό τοίχο του αύλειου χώρου της δεύτερης κατοικίας, γ) η διαμόρφωση ενός ενιαίου χώρου κουζίνας, τραπεζαρίας και καθιστικού στο ισόγειο και η τοποθέτηση εσωτερικής σκάλας ανόδου στον όροφο και δ) η δημιουργία δύο μεγάλων υπνοδωματίων με λουτρά στον όροφο. Μέχρι σήμερα δεν έχουν εκτελεστεί εργασίες στο ακίνητο, πλην του καθαρισμού, της αποχωμάτωσης και της περισυλλογής των υφιστάμενων λίθων εντός τους περιγράμματος του ακινήτου, διαδικασία η οποία αφενός επέτρεφε την εκ νέου αξιολόγηση των στοιχείων και αφετέρου ανέδειξε την ανάγκη τροποποίησης της μελέτης. Σύμφωνα με τη νέα πρόταση αποκατάστασης διατηρούνται ως έχουν τα περιγράμματα των σωζόμενων τοιχοποιιών και οι τροποποιήσεις συντελούνται κυρίως στο εσωτερικό του. Πιο συγκεκριμένα, η μία από τις δύο στεγασμένες αυλές προτείνεται να στεγασθεί εν μέρει, ενώ η άλλη παραμένει ανοιχτή, όπως προβλεπόταν στην αρχική άδεια. Επιπροσθέτως, προβλέπεται η αποκατάσταση-διάνοιξη της παλαιός, φραγμένης σήμερα, θύρας εισόδου που γειτνιάζει με την παρόδια στοά και διατηρούνται ακέραια και στις θέσεις τους τα επιμέρους αρχιτεκτονικά στοιχεία (ο παλαιός φούρνος, η παραστιά, η γούρνα πλυσίματος). Στο εσωτερικό του κτηρίου η κάτοψη τροποποιείται με βασικό ζητούμενο τη δημιουργία περισσότερων υπνοδωματίων, ώστε να εξυπηρετήσει τις ανάγκες των ιδιοκτητών. Διατηρούνται μεν οι δύο μεγάλοι χώροι διημέρευσης (κουζίνας, τραπεζαρίας, καθιστικού), αλλά ένα μέρος τους διαχωρίζεται με τοίχο δημιουργώντας χώρο για δευτερεύουσες χρήσεις (υπνοδωμάτιο, λουτρό και σκάλα ανόδου). Ο παλαιός οντάς διαμορφώνεται σε υπνοδωμάτιο με λουτρό. Στον όροφο προτείνεται η δημιουργία δύο μεγάλων και ενός μικρότερου υπνοδωματίων με λουτρά και διατηρούνται τα ανοίγματα της ήδη εγκεκριμένης πρότασης. Τέλος, η νέα πρόταση περιλαμβάνει την κατασκευή υπόγειας δεξαμενής νερού στο εσωτερικό της κατοικίας, απαραίτητο στοιχείο για τη λειτουργία της, η οποία θα έχει επιφάνεια 16,20 τ,μ. και όγκο 32,40 κ.μ. και τοποθετείται σε απόσταση 0,50 μ. από την εξωτερική τοιχοποιία του κτηρίου. Σύμφωνα με την τεχνική περιγραφή της μελέτης, όλες οι υφιστάμενες περιμετρικές τοιχοποιίες που γειτνιάζουν με τον δρόμο θα επισκευασθούν και συμπληρωθούν όπου απαιτείται. Οι νέες ενδιάμεσες τοιχοποιίες θα είναι φέρουσες, από λιθοδομή, στην ίδια θέση και από τα θεμέλια, καθώς οι υφιστάμενες δεν διαθέτουν την απαραίτητη συνοχή, ώστε να αντέξουν τα φορτία των πλακών του μεσοπατώματος και του ορόφου. Οι διαχωριστικοί τοίχοι εσωτερικά, θα γίνουν από απλό δρομικό τούβλο. Σε όλες τις τοιχοποιίες εξωτερικά και εσωτερικά θα εφαρμοστούν επιχρίσματα που θα γίνουν με αρμολόγημα ασβεστοκονιάματος και θα βαφτούν με λευκό υδρόχρωμα. Στις οροφές, και στις δύο στάθμες, στο ύψος των πλακών, θα τοποθετηθούν σανίδες και τράβες κατά τον παραδοσιακό τρόπο. Όλα τα αξιόλογα πέτρινα στοιχεία (λ.χ. μαντώματα, σκαλοπάτια, κατώφλια) θα καθαριστούν και να επανατοποθετηθούν, ενώ σε όλα τα νέα ανοίγματα περιμετρικά θα τοποθετηθούν πέτρινα μαντώματα, κατά τον παραδοσιακό τρόπο. Τα δάπεδα στους εξωτερικούς χώρους θα επιστρωθούν με πλάκες από ντόπια πέτρα και κεραμικά πλακάκια, ενώ στους εσωτερικούς, επίσης με κεραμικά πλακάκια και ξύλινες σανίδες, σύμφωνα με τα παραδοσιακά πρότυπα […]». Κατόπιν τούτων, με το εν λόγω, από 6.10.2020, έγγραφό της, η Εφορεία Αρχαιοτήτων Δωδεκανήσου, αφού έλαβε υπόψη τα στοιχεία των φακέλων της εγκεκριμένης από το 2010 αρχικής μελέτης και της πρότασης τροποποίησής της, καθώς και τα αποτελέσματα διενεργηθείσας αυτοψίας, εισηγήθηκε την έγκριση της υποβληθείσας με την από 26.6.2020 αίτηση της παρεμβαίνουσας αρχιτεκτονικής μελέτης, «η οποία ακολουθεί εν γένει, χωρίς ιδιαίτερες αλλαγές, την ήδη εγκεκριμένη παλαιότερη πρόταση αποκατάστασης και επιπλέον αποκαθιστά αξιόλογα δομικά στοιχεία, όπως την προϋπάρχουσα φραγμένη θύρα εισόδου (η οποία παρέμενε κλειστή στην προηγούμενη μελέτη), ενώ επίσης υιοθετεί παραδοσιακά μορφολογικά στοιχεία στη διάταξη των χώρων και στην εσωτερική διαρρύθμιση του ενοποιημένου κτηριακού συνόλου», θέτοντας επιπλέον τους εξής όρους: «1. Να διατηρηθεί πλήρως ως προς το πάχος και το ύψος της η υφιστάμενη κατά μήκος διαχωριστική τοιχοποιία. Προκειμένου να εξυπηρετηθούν οι ανάγκες της λειτουργικής ενοποίησης του συγκροτήματος να διανοιχθεί η μία μόνο από τις τρεις προτεινόμενες θύρες επικοινωνίας στο ισόγειο. 2. Να διατηρηθεί πλήρως ως προς το πάχος της η σωζόμενη τοιχοποιία στον χώρο του οντά, στις πλευρές όπου η μελέτη προτείνει την απομείωσή της για τη δημιουργία του λουτρού. 3. Να καταργηθεί το ττροτεινόμενο τζάκι στο καθιστικό του ισογείου, στοιχείο που δεν χαρακτηρίζει την αρχιτεκτονική της Πάτμου και, επιπροσθέτως, για την κατασκευή του θα απαιτηθεί η απομείωσή του πάχους της υφιστάμενης τοιχοποιίας. Σημειώνεται ότι η συγκεκριμένη προσθήκη αποτυπώνεται μόνο στο σχέδιο της κάτοψης και όχι στις αντίστοιχες τομές και όψεις της μελέτης, στις οποίες θα ήταν ιδιαίτερα εμφανής η τελική εμφάνιση του δώματος με την απόληξη της καμινάδας, η οποία δεν αποτελεί μορφολογικό στοιχείο της αρχιτεκτονικής του οικισμού. 4. Η αυλή της δυτικής κατοικίας να στεγασθεί σε όλο το πλάτος της και όχι εν μέρει, καθώς η προτεινόμενη αυτή μορφή δεν υποστηρίζεται από τα σωζόμενα στοιχεία τεκμηρίωσης της προϋπάρχουσας κατάστασης. Αντιθέτως, φαίνεται ότι η συγκεκριμένη αυλή θα είχε μετατραπεί σε βεράντα ορόφου σε όλη της την έκταση, όπως υποδεικνύεται τόσο από το στηθαίο που δημιουργείται στον όροφο περιμετρικά της εν λόγω αυλής, όσο και από το γεγονός ότι θα ήταν μάλλον απίθανο να παραμένουν ακάλυπτοι κάποιοι βασικοί λειτουργικοί χώροι της κατοικίας, όπως αυτοί που σώζονται στη νότια πλευρά του αύλειου χώρου. 5. Η προτεινόμενη αποκατάσταση της κατοικίας θα πρέπει να γίνει σύμφωνα με τις ισχύουσες και παραδεκτές αρχές αποκατάστασης. Πιο συγκεκριμένα, οι σωζόμενες περιμετρικές και εσωτερικές τοιχοποιίες σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να κατεδαφισθούν, αλλά να στερεωθούν και να διατηρηθούν ως έχουν και να ενισχυθούν όπου αυτό κρίνεται αναγκαίο. 6. Όλες οι εκτελούμενες εργασίες θα πραγματοποιηθούν με την επίβλεψη από υπάλληλο της Εφορείας μας, έπειτα από έγκαιρη ειδοποίηση για την έναρξή τους». Η τροποποιημένη πρόταση εξετάστηκε από το Κ.Α.Σ. αρχικά στην 1/12.1.2021 Συνεδρία του (θέμα 20ο), οπότε αναβλήθηκε, και στη συνέχεια στην 5/9.2,2021 συνεδρία (θέμα 7ο). Ενώπιον του προβλήθηκε εποπτικό υλικό και έγινε συζήτηση τόσο για την ανάγκη επανυποβολής της αρχιτεκτονικής μελέτης, προκειμένου να συνοδευθεί με την απαραίτητη στατική μελέτη (στην πρώτη συνεδρίαση), όσο και για τις προτάσεις της υπό έγκριση μελέτης σχετικά με την εσωτερική διαρρύθμιση των ορόφων, την κατασκευή δεξαμενής, την καθαίρεση-ανάκτηση και ανακατασκευή τοιχοποιιών από τα θεμέλια, την κατασκευή τζακιού, την κατασκευή εσωτερικής ξύλινης κλίμακας σε νέα θέση, τη διατήρηση των ανοιγμάτων της ήδη εγκεκριμένης μελέτης (του 2010) με εξαίρεση τα ανοίγματα της νότιας πλευράς, όπου δύο θύρες μετατρέπονται σε παράθυρα και μία θύρα μετατρέπεται σε πόρτα, τον τρόπο και τα υλικά επίστρωσης των εσωτερικών χώρων και των τοιχοποιιών κ.λπ. Στη δεύτερη συνεδρίαση μάλιστα παραστάθηκε στην τηλεδιάσκεψη ενώπιον του Κ.Α.Σ. και ο δικηγόρος του αιτούντος σωματείου, προκειμένου να υποστηρίξει τα ζητήματα, που είχε θέσει ήδη ενώπιον των μελών του Κ.Α.Σ. με επιστολή. Τελικά, το Κ.Α.Σ., κατά την 5η/9.2.2021 συνεδρίασή του, γνωμοδότησε ομόφωνα υπέρ της έγκρισης της μελέτης αποκατάστασης των επίμαχων δύο διώροφων οικιών και έθεσε όρους, οι οποίοι είχαν ως εξής: «1. Η αποκατάσταση της κατοικίας να γίνει σύμφωνα με τις ισχύουσες και παραδεκτές αρχές αποκατάστασης. Οι σωζόμενες περιμετρικές τοιχοποιίες να μην κατεδαφιστούν, αλλά να στερεωθούν και να διατηρηθούν ως έχουν και να ενισχυθούν, όπου αυτό κρίνεται αναγκαίο με ενέματα και αρμολογήματα με συμβατά υλικά. 2. Τα θεμέλια των περιμετρικών τοιχοποιιών που διατηρούνται να ενισχυθούν πλευρικά με τις προτεινόμενες θεμελιολωρίδες οπλισμένου σκυροδέματος και η σύνδεση να γίνει μέσω βλήτρων. 3. Να διατηρηθεί πλήρως ως προς το πάχος της η σωζόμενη τοιχοποιία στον χώρο του οντά, στις πλευρές όπου η μελέτη προτείνει την απομείωσή της για τη δημιουργία λουτρού. 4. Όλες οι εκτελούμενες εργασίες να πραγματοποιηθούν με την επίβλεψη υπαλλήλου της Εφορείας Αρχαιοτήτων Δωδεκανήσου, έπειτα από έγκαιρη ειδοποίηση για την έναρξή τους». Στη συνέχεια, εκδόθηκε η πρώτη προσβαλλόμενη 179260/21.4.2021 πράξη της Υπουργού Πολιτισμού και Αθλητισμού, υπό τους αναφερόμενους σε αυτήν όρους (ταυτόσημους με τους όρους που έθεσε στη γνωμοδότησή του το Κ.Α.Σ.). Τέλος, μετά την άσκηση της υπό κρίση αίτησης, εκδόθηκε η 330582/1.12.2021 πράξη, με την οποία αναθεωρήθηκε η 18/2011 οικοδομική άδεια λόγω της τροποποίησης της μελέτης, που εγκρίθηκε με την πρώτη προσβαλλόμενη πράξη της Υπουργού Πολιτισμού και Αθλητισμού και λόγω αλλαγής του εττιβλέττοντος μηχανικού.
- Επειδή, προβάλλεται ότι στην προκειμένη υπόθεση παραβιάστηκε ουσιώδης τύπος της διαδικασίας, διότι δεν υπήρχε επικυρωμένο και υπογεγραμμένο πρακτικό του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου πριν από την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης. Συγκεκριμένα, το πρακτικό της συνεδρίασης της 9.2.2021 δεν ήταν υπογεγραμμένο. Ωστόσο, όπως προκύπτει από τις εφαρμοστέες εν προκειμένω διατάξεις του ν. 3028/2002, η απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού που αφορά στην έγκριση ή μη της δραστηριότητας εντός αρχαιολογικού χώρου εκδίδεται κατόπιν γνώμης του αρμόδιου Συμβουλίου, η οποία, όπως προκύπτει από το ανωτέρω ιστορικό, πράγματι διατυπώθηκε πριν την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης και ελήφθη υπόψη από αυτή (βλ. στοιχεία 13 και 15 του προοιμίου της πρώτης προσβαλλόμενης πράξης), περιλαμβάνει δε και ταυτόσημους όρους με αυτούς που προβλέπει η πρώτη προσβαλλόμενη πράξη. Δεν ασκεί δε επιρροή ο χρόνος καθαρογραφής και επίσημης επικύρωσης των πρακτικών της σχετικής συνεδρίασης του ΚΑΣ, λαμβανομένου υπόψη ότι δεν αμφισβητείται το περιεχόμενό τους. Με αυτά τα δεδομένα, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο εξεταζόμενος λόγος ακυρώσεως.
- Επειδή, προβάλλεται παράβαση νόμου, διότι η Διοίκηση όφειλε προηγουμένως, να έχει καταγράψει με ακρίβεια και να έχει τεκμηριώσει εντός ευλόγου χρόνου όλα τα στοιχεία που συγκροτούν την προστατευόμενη πολεοδομική κατάσταση του οικισμού καθώς και τα ιδιαίτερα στοιχεία εκάστης συνοικίας και εκάστου κτιρίου εντός του μνημειακού συγκροτήματος της Πάτμου. Η υποχρέωση αυτή πηγάζει και από τη Δ.Σ. για την Προστασία της Παγκοσμίου Πολιτιστικής και Φυσικής Κληρονομιάς (κυρωθείσα με τον ν. 1126/1981, Α’ 32, άρθρο 5), τον ν. 2039/1992 (Σύμβαση Γρανάδας, άρθρο 2), το άρθρο 7 του ν. 3378/2005 (Α’ 203) και το άρθρο 3 του ν. 3028/2002.
- Επειδή, όπως έχει παγίους κριθεί, ο συντακτικός νομοθέτης προνοεί ιδιαιτέρως για την προστασία και διατήρηση τόσο των παραδοσιακών οικισμών, δηλαδή των οικιστικών συνόλων που διατηρούν τον παραδοσιακό πολεοδομικό τους ιστό, όσο και των μεμονωμένων κτιρίων ή κατασκευών που σώζονται εντός ή εκτός οικισμών και παρουσιάζουν παραδοσιακό χαρακτήρα. Μεταξύ των μέτρων προστασίας των εν λόγω οικισμών συγκαταλέγονται η καταγραφή, αξιολόγηση και οριοθέτησή τους, η θέσπιση ειδικών προστατευτικών όρων δόμησης, και ο χαρακτηρισμός τους ως παραδοσιακών, που συνεπάγεται υπαγωγή τους σε ιδιαίτερο προστατευτικό καθεστώς με σκοπό, αφενός τη διατήρηση στο διηνεκές των παραδοσιακών τους στοιχείων και αφετέρου τον έλεγχο της δόμησης, προκειμένου οι νέες οικοδομές να εναρμονίζονται με τα παραδοσιακά πρότυπα (ΣτΕ 570/2018 7μ.). Αυτά ισχύουν προεχόντως για τους οικισμούς με μνημειακό χαρακτήρα και τα ακίνητα εντός αυτών (ΣτΕ 2526/2020 7μ.). Ωστόσο, όσον αφορά τη νήσο Πάτμο, η Διοίκηση έχει προβεί, δια της έκδοσης διοικητικών πράξεων, σε παραλλήλως ισχύοντες χαρακτηρισμούς της νήσου αυτής (η Χώρα της Πάτμου κηρύχθηκε ως ιστορικό διατηρητέο μνημειακό συγκρότημα, η κλιτύς της Πάτμου κηρύχθηκε ως ιδιαιτέρου φυσικού κάλλους, η νήσος Πάτμος έχει κηρυχθεί, αφενός, τόπος ιστορικός και τοπίο χρήζον ιδιαιτέρας προστασίας και, αφετέρου, ιστορικό διατηρητέο μνημείο και τόπος ιστορικός και ιδιαιτέρου φυσικού κάλλους, και μάλιστα με ειδική τεκμηρίωση, βλ. την απόφαση ΥΠΠΟ/ΓΔΑΠΚ/ΑΡΧ/Β1/Φ29/27315/1449/ 16.3.2007 του Υπουργού Πολιτισμού, ενώ με το π.δ. της 19.10.1978 η Πάτμος χαρακτηρίσθηκε και παραδοσιακός οικισμός), έχει δε θεσπίσει ειδικό καθεστώς προστασίας ιδίως για τον οικισμό της Χώρας Πάτμου. Η Διοίκηση, προκειμένου να προβεί στους χαρακτηρισμούς αυτούς, βασίστηκε στα μοναδικά χαρακτηριστικά της νήσου και ειδικώς του οικισμού της Χώρας, τα οποία έχουν καταγραφεί τόσο στις προμνημονευθείσες κανονιστικές αποφάσεις (βλ. την Υ.Α. της 16.3.2007) όσο και στις γνωμοδοτήσεις των αρμοδίων συμβουλίων του Υπουργείου Πολιτισμού και τις εισηγήσεις των τοπικών εφορειών, αλλά και σε άλλα επιστημονικά στοιχεία που λαμβάνονται υπόψη από τις αρμόδιες αρχαιολογικές υπηρεσίες (π.χ. τη μελέτη του Χρ. Ιακωβίδη, Χώρα Πάτμου 1088-1912, Αθήνα 1978, την οποία μάλιστα επικαλούνται οι διάδικοι στην παρούσα δίκη για την τεκμηρίωση της μορφής του επίμαχου κτιρίου και της φυσιογνωμίας του οικισμού). Επομένως, υπό τα δεδομένα της παρούσας δίκης, δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας της Διοίκησης να καταγράψει εξαντλητικά κάθε άξιο προστασίας στοιχείο του μνημειακού χαρακτήρα οικισμού της Χώρας Πάτμου. Και τούτο, διότι η παρούσα δίκη αφορά την, βάσει του προληπτικού συστήματος προστασίας του ν. 3028/2002, εξέταση αιτήματος έγκρισης τροποποίησης εγκεκριμένης αρχιτεκτονικής μελέτης σχετικά με την αποκατάσταση συγκεκριμένης κατοικίας στον οικισμό αυτόν και όχι την παράλειψη λήψης θετικών μέτρων ή εκτέλεσης υλικών ενεργειών για την καταγραφή του συνόλου των προστατευτέων στοιχείων του μνημειακού οικισμού, η έλλειψη της οποίας, υπό τις παρούσες συνθήκες, δεν συνεπάγεται την αδυναμία περαιτέρω εκδόσεως ατομικών αδειών αποκατάστασης κτιρίων του οικισμού. Είναι δε απορριπτέα τα περί του αντιθέτου προβαλλόμενα από το αιτούν.
- Επειδή, προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη πράξη, όπως και η από 6.10.2020 εισήγηση της Εφορείας Αρχαιοτήτων Δωδεκανήσου και το πρακτικό 5/9.2.2021 (θέμα 7ο) του ΚΑΣ, δεν περιέχουν την απαιτούμενη περιγραφή του προς εκτέλεση έργου ούτε αξιολογούν τα χαρακτηριστικά του ούτε εκτιμούν με τρόπο τεκμηριωμένο τις επιπτώσεις του στον οικισμό. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου και ιδίως από τις ως άνω εισήγηση της Εφορείας και τα πρακτικά των συνεδριάσεων του ΚΑΣ, έγινε αναλυτική περιγραφή του προς αποκατάσταση κτιριακού συγκροτήματος, τόσο ως προς την αρχική μορφή του, όσο και ως προς την εξέλιξή του στον χρόνο, μέχρι τη σημερινή ερειπιώδη κατάστασή του. Εξετάστηκε, κατόπιν αυτοψίας και βάσει πρόσφορων (βλ. παρακάτω) στοιχείων, πριν από την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης, ιδίως το ζήτημα αν αποδεικνύεται η ύπαρξη κτίσματος στο σημείο στο οποίο προβλέπεται η δόμηση, καθώς και η μορφή του, βάσει και της τυπολογίας των όμορων κατοικιών. Στη συνέχεια έγινε περιγραφή και αξιολόγηση των προτάσεων για την αποκατάσταση του συγκροτήματος των δύο «ανωγοκάτωγων» πατμιακών κατοικιών. Παρουσιάστηκαν τα βασικά χαρακτηριστικά της αρχικώς εγκεκριμένης και της νέας μελέτης, όπως λ.χ. η μερική στέγαση δυτικής αυλής, η διάνοιξη παλαιός φραγμένης θύρας εισόδου, η διατήρηση σωζόμενων τοιχοποιιών, του παλαιού φούρνου, της παραστιάς και της γούρνας πλυσίματος. Επίσης, έγινε αναφορά στη μέθοδο αποκατάστασης με τα υλικά που θα χρησιμοποιηθούν για τη διασφάλιση τόσο της διατήρησης των παραδοσιακών στοιχείων όσο και της στατικότητας του κτηρίου (φέρουσα τοιχοποιία από λιθοδομή, ενίσχυση θεμελίωσης διαχωριστικού τοίχου μεταξύ των – πρώην – δύο κατοικιών, των λιθοδομών στη μεσοτοιχία και των περιμετρικών τοίχων, καθαρισμός και επανατοποθέτηση πέτρινων στοιχείων λ.χ. μαντωμάτων, σκαλοπατιών, κατωφλίων, τοποθέτηση πέτρινων μαντωμάτων στα νέα ανοίγματα, επίστρωση δαπέδων στους εξωτερικούς χώρους από ντόπια πέτρα και κεραμικά πλακάκια, ενώ στους εσωτερικούς με κεραμικά πλακάκια και ξύλινες σανίδες, αλλά και χρήση οπλισμένου σκυροδέματος στο βαθμό που κρίθηκε αναγκαία για τη στατική ενίσχυση του κτιρίου). Τέλος, η έγκριση χορηγήθηκε κατόπιν ενδελεχούς στάθμισης και τεκμηριωμένης εκτίμησης των επιπτώσεων του έργου στον μνημειακό οικισμό, λαμβανομένου, βεβαίως, υπόψη ότι υπήρχαν μικρές μεταβολές ως προς την αρχικώς εγκριθείσα μελέτη (ιδίως ως προς τα εξωτερικά γνωρίσματα του κτιρίου), και αφού κρίθηκε (βλ. ειδικώς την από 6.10.2020 εισήγηση της Εφορείας Αρχαιοτήτων Δωδεκανήσου) ότι η μελέτη «αποκαθιστά αξιόλογα δομικά στοιχεία … ενώ επίσης υιοθετεί παραδοσιακά μορφολογικά στοιχεία στη διάταξη των χώρων και στην εσωτερική διαρρύθμιση του ενοποιημένου κτηριακού συνόλου». Η Διοίκηση, μάλιστα, έθεσε συγκεκριμένους όρους, ώστε να εναρμονίσει την κατασκευή, μορφολογικά και λειτουργικά με τις απαιτήσεις του καθεστώτος προστασίας του μνημειακού χαρακτήρα οικισμού της Χώρας Πάτμου. Λαμβάνοντας υπόψη ότι τα ζητήματα αυτά είχαν εξεταστεί, κατά βάση, από τα αρμόδια όργανα της αρχαιολογικής υπηρεσίας και το 2010, στο πλαίσιο του ελέγχου της αρχικώς εγκεκριμένης μελέτης, ότι τόσο η αρμόδια Εφορεία όσο και το ΚΑΣ, κατόπιν δύο μάλιστα συνεδριάσεων και μετά από διεξοδική συζήτηση, διατύπωσαν θετική εισήγηση και γνωμοδότηση αντιστοίχως, υπέρ της έγκρισης της αρχιτεκτονικής μελέτης αποκατάστασης του κτιριακού συγκροτήματος και ότι τηρήθηκε η νόμιμη διαδικασία που επιβάλλει ο αρχαιολογικός νόμος (ν. 3028/2002), στην οποία μάλιστα συμμετείχε και εκπρόσωπος του αιτούντος, η πρώτη προσβαλλόμενη πράξη, με την οποία επετράπη η ανέγερση διώροφης κατοικίας σε οικόπεδο εντός του οικισμού της Χώρας Πάτμου, είναι, καταρχήν, νομίμως αιτιολογημένη, απορριπτομένων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών του αιτούντος.
- Επειδή, το αιτούν σωματείο προβάλλει ότι η προσβαλλόμενη πράξη αφορά την αποκατάσταση μιας παλαιός διώροφης κατοικίας ενώ η αρχική υπουργική απόφαση ΥΠΠΟΤ/ΓΔΑΠΚ/ΑΡΧ/Β1/Φ29/86984/3745/ 9.9.2010 αφορούσε την έγκριση αποκατάστασης δύο διώροφων οικιών. Κατά το αιτούν, η προσβαλλόμενη δεν εξετάζει τις συνέπειες της ενοποίησης ως προς την αρχική μορφή των δύο κτιρίων, τις αρχιτεκτονικές και τεχνικές λύσεις που προκρίνονται γι’ αυτήν την ενοποίηση και τη συμβατότητα αυτής προς τα παραδοσιακά πρότυπα του μνημειακού χαρακτήρα οικισμού εν γένει, και της συνοικίας «τ’ Αλλοτινά», ειδικώς. Ωστόσο, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου της Διοίκησης και ιδίως από την από 6.10.2010 εισήγηση της Εφορείας Αρχαιοτήτων Δωδεκανήσου (σελ. 1-2) και από τα πρακτικά της 1η/12.01.2021 συνεδρίασης του ΚΑΣ (σελ. 1-2), το επίδικο ακίνητο αττοτελείται από ερείπια ενός συγκροτήματος δύο παλαιών διώροφων κτιρίων, ο πυρήνας των οποίων πιθανώς να ανάγεται στον 16ο-17ο αιώνα και τα οποία σε άγνωστο χρόνο, ενδεχομένως τον 19ο αιώνα, φαίνεται να περιήλθαν στην κατοχή του ίδιου ιδιοκτήτη, με αποτέλεσμα να γίνουν συγκεκριμένες τροποποιήσεις, ώστε να επιτευχθεί η λειτουργική ενοποίησή τους. Κατά τις οικοδομικές παρεμβάσεις δε ενοποίησης των δύο κτιρίων είναι πιθανόν να καταργήθηκε η μία εκ των δύο εξωτερικών λίθινων κλιμάκων (η δυτική), που οδηγούσαν από το επίπεδο της αυλής στον όροφο και να διανοίχθηκε θύρα επικοινωνίας των δύο αυλών, που αποτελεί και τη βασική παρέμβαση διαμόρφωσης ενιαίας κατοικίας. Ενόψει αυτών, η ενοποίηση των δύο κτιρίων, που συγκροτούν το επίδικο ακίνητο, είχε λάβει χώρα σε προγενέστερο χρόνο, πριν από την έκδοση των κανονιστικών πράξεων προστασίας του μνημειακού χαρακτήρα οικισμού της Χώρας Πάτμου, οπότε η επίμαχη αρχιτεκτονική πρόταση δεν ανατρέπει τη φυσιογνωμία και τη μορφή του κτιριακού συγκροτήματος, όπως είχε πριν την εγκατάλειψή του, αλλά την αποκαθιστά. Και τούτο ανεξαρτήτως του ότι η ενοποίηση των δύο διώροφων παραδοσιακών πατμιακών κατοικιών είχε αποτελέσει αντικείμενο της αρχιτεκτονικής μελέτης του 2010, εγκριθείσας με την από 9.9.2010 πράξη του Υπουργού Πολιτισμού και Τουρισμού, η οποία δεν μπορεί να ελεγχθεί παρεμπιπτόντως στο πλαίσιο της παρούσας δίκης, δοθέντος ότι η αρχιτεκτονική αυτή πρόταση θεωρήθηκε δεδομένη και δεν εξετάστηκε εκ νέου από τα αρμόδια όργανα του Υπουργείου Πολιτισμού. Λαμβάνοντας δε υπόψη ότι η ενοποίηση των δύο κτιρίων είχε ήδη αποφασιστεί από το 2010, δεν κλονίζει την αιτιολογίας της προσβαλλόμενης πράξης το γεγονός ότι αναφέρεται σε αποκατάσταση παλαιός διώροφης κατοικίας ενώ η από 9.9.2010 απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού και Τουρισμού αναφερόταν σε αποκατάσταση δύο διώροφων οικιών. Με τα δεδομένα αυτά, ο ως άνω προβαλλόμενος λόγος πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, απορριπτομένων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών του αιτούντος.
- Επειδή, προβάλλεται παράβαση νόμου, πλάνη περί τα πράγματα και έλλειψη αιτιολογίας, διότι με την πρώτη προσβαλλόμενη πράξη εγκρίνεται η «τροποποίηση εγκεκριμένης αρχιτεκτονικής μελέτης αποκατάστασης παλαιός διώροφης κατοικίας», ενώ στην πραγματικότητα πρόκειται για αποκατάσταση με στόχο τη μετατροπή της παλαιός κατοικίας σε ξενοδοχείο. Κατά τους ισχυρισμούς του αιτούντος αν και η από 6.10.2020 εισήγηση της Εφορείας Αρχαιοτήτων Δωδεκανήσου αναφέρεται σε κατοικία, στη συνέχεια με την 277/Π14/6/00003/Σ/Ν.3908/ 2011/5.2.2013 απόφαση του Περιφερειάρχη Νοτίου Αιγαίου εγκρίθηκε η υπαγωγή στις διατάξεις του ν. 3908/2011 (Α’ 8) επενδυτικού σχεδίου για τη μετατροπή χαρακτηρισμένων παραδοσιακών κτισμάτων σε ξενοδοχείο 4 αστέρων. Κατά το αιτούν σωματείο, πρόκειται για κατασκευή ξενοδοχείου με 5 υπνοδωμάτια και 5 λουτρά, γεγονός που παραγνώρισε το Κ.Α.Σ. και η προσβαλλόμενη πράξη, μολονότι το είχε προβάλλει το αιτούν κατά την επίμαχη συνεδρίαση της 9.2.2021. Ουδόλως ελήφθη υπόψη, για το συγκεκριμένο ζήτημα ο ν. 3028/2002, το ειδικό καθεστώς της Πάτμου και η Δ.Σ. για την Προστασία της Παγκοσμίου Πολιτιστικής και Φυσικής Κληρονομιάς (κυρωθείσα με τον ν. 1126/1981, Α’ 32) ως προς τα ζητήματα της συμβατότητας της χρήσης ξενοδοχείου προς τον χαρακτήρα του κτιρίου και του οικισμού. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως ερειδόμενος επί εσφαλμένης προϋποθέσεως. Και τούτο διότι η παρεμβαίνουσα, με την ΥΠΠΟΑ/ΓΔΑΠΚ/ΕΦΑΔΩΔ/323179/227655/ 6652/1177/26.06.2020 αίτησή της, υπέβαλε προς έγκριση αίτημα τροποποίησης εγκεκριμένης αρχιτεκτονικής μελέτης για την αποκατάσταση του επίδικου κτιριακού συγκροτήματος ως κατοικίας. Αντικείμενο, επομένως της προσβαλλόμενης πράξης δεν ήταν ούτε η αλλαγή χρήσης του κτιρίου ως ξενοδοχείου ούτε η άσκηση κάποιας επιχειρηματικής δραστηριότητας στο ακίνητο αυτό. Μόνο δε το γεγονός ότι επενδυτικό σχέδιο νομικού προσώπου, στο οποίο συμμετείχε η παρεμβαίνουσα, υπήχθη το έτος 2013 στον επενδυτικό νόμο 3908/2011 και έλαβε σχετική ενίσχυση για τη μετατροπή παραδοσιακών κτισμάτων στην Πάτμο σε ξενοδοχείο 4 αστέρων, δεν σημαίνει ότι το επίμαχο αίτημα ενώπιον του Υπουργού Πολιτισμού και Τουρισμού αφορούσε σε αλλαγή χρήσης ή σε άσκηση ξενοδοχειακής δραστηριότητας στο συγκεκριμένο ακίνητο εκ μέρους της παρεμβαίνουσας. Σε κάθε περίπτωση, το ζήτημα αυτό συζητήθηκε και ενώπιον του ΚΑΣ κατά την 5η/8.2.2021 συνεδρίασή του, κατά την οποία αφενός ο εισηγητής ανέφερε ότι αν το ακίνητο προοριζόταν για ξενοδοχείο δεν θα σχεδιαζόταν έτσι, αφετέρου η εισηγήτρια συμπλήρωσε ότι από την εσωτερική διάταξη των δωματίων δεν δίνεται η εντύπωση ξενοδοχείου (σελ. 8-9 οικείων πρακτικών).
- Επειδή, το αιτούν σωματείο προβάλλει ότι με την έκδοση της πρώτης προσβαλλόμενης πράξης παραβιάζονται τα άρθρα 14 παρ. 2 περ. β’ και 16 του ν. 3028/2002, και ιδίως το ιδιαίτερο, αυστηρό καθεστώς προστασίας του οικισμού της Χώρας Πάτμου, διότι ενώ ο οικισμός αυτός έχει μνημειακό χαρακτήρα (κυρίως βάσει της Υ.Α. του έτους 1959) και είναι προστατευτέος υπό την ιδιότητά του αυτή, απουσιάζουν τα τεκμήρια ως προς τη αρχική μορφή του προς αποκατάσταση κτιριακού συγκροτήματος. Κατά το αιτούν, παρανόμως «εικάζεται» το ύψος και η μορφή των κτισμάτων κατά προσέγγιση και συγκριτικά με ανάλογα κτίρια της ίδιας τυπολογίας στον οικισμό, όπως επιχειρείται με την από 6.10.2020 εισήγηση της Εφορείας Αρχαιοτήτων Δωδεκανήσου. Η ίδια εισήγηση δέχεται, άλλωστε, ότι οι παράπλευροι τοίχοι των όμορων κατοικιών στη βόρεια και ανατολική πλευρά έχουν επισκευαστεί, ανασκευαστεί ή κατασκευαστεί, το δε κτίριο βρίσκεται σε ερειπιώδη κατάσταση, με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατός ο εντοπισμός πιθανών ενδείξεων, όπως, π.χ. ίχνη από τις δοκοθήκες της οροφής, που θα αποτελούσαν σημαντική μαρτυρία για τον υπολογισμό του αρχικού ύψους και της μορφής των κτιρίων. Περαιτέρω, ουδόλως, στην εισήγηση αναφέρονται τα ύψη των κτιρίων της συνοικίας «τ’ Αλλοτινά» ή εν γένει του οικισμού. Κατά το αιτούν σωματείο, ομοίως, αναιτιολόγητη είναι και η γνωμοδότηση του ΚΑΣ. Προβάλλει, μάλιστα, ότι το επίμαχο κτίσμα ήταν ισόγειο και συνεπώς, παρανόμως ανακατασκευάζεται ως διώροφο. Για τον λόγο αυτόν, παραβιάζεται η νομοθεσία με την οποία χαρακτηρίστηκε ως ιστορικό διατηρητέο μνημειακό συγκρότημα ολόκληρη η Χώρα Πάτμου, όπως καθορίζεται από την υφιστάμενη πολεοδομική της κατάσταση, και η οποία επιτρέπει την αποκατάσταση κτίσματος μόνο στη μορφή, την οποία αποδεικνύεται ότι είχε. Και ναι μεν στην από 6.10.2020 εισήγηση-της Εφορείας Αρχαιοτήτων Δωδεκάνησου αναφέρεται η ύπαρξη δύο εξωτερικών πέτρινων κλιμάκων που τεκμηριώνουν την ύπαρξη διώροφου κτιρίου (ανωγοκάτωγου), ωστόσο από σχέδια που συνοδεύουν την εγκριτική πράξη του 2010 προκύπτει ότι η μία κλίμακα εξυπηρετεί πεζούλα σε ύψος 1,40 μ. (δυτική κατοικία) και η δεύτερη είναι μεταγενέστερη, καθώς έχει κατασκευαστεί από σκυρόδεμα (ανατολική κατοικία), οπότε, δοθέντος ότι δεν είναι λίθινη, δεν αποτελεί τεκμήριο ύπαρξης διώροφου κτιρίου του 16ου ή 17ου αι. Η εν λόγω δε κλίμακα έχει αντίθετη φορά από τη θέση του εικαζόμενου ορόφου της ανατολικής κατοικίας, γεγονός που αποδεικνύει ότι δεν εξυπηρετούσε όροφο του επίδικου κτίσματος. Εξάλλου το ύψος της υφιστάμενης τοιχοποιίας είναι 3,70 μ., γεγονός που τεκμηριώνει την ύπαρξη ισογείου κτίσματος. Περαιτέρω, το αιτούν ισχυρίζεται ότι εσφαλμένα η Διοίκηση υποστηρίζει ότι η ύπαρξη σκάλας τεκμηριώνει την ύπαρξη δεύτερου ορόφου, διότι η σωζόμενη σκάλα είναι πολύ χαμηλού ύψους, άνωθεν δε αυτής δεν υπάρχουν ίχνη ότι οδηγούσε σε όροφο. Το αιτούν, εξάλλου, επικαλείται τα συμβόλαια του 1967 και του 1985 με τα οποία το οικόπεδο είχε περιέλθει στην ιδιοκτησία της προγενέστερης ιδιοκτήτριας. Κατά τα συμβόλαια αυτά επρόκειτο για οικόπεδο με «ισόγειο ερειπωμένη κατοικία», μόνο δε στο τελικό συμβόλαιο αγοραπωλησίας του 2008 καταγράφεται ως «ερείπιο διώροφης κατοικίας». Η Διοίκηση όφειλε να είχε αναζητήσει τα επίμαχα συμβόλαια πριν από την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης, προκειμένου να τεκμηριώσει την προϋπάρχουσα μορφή του κτιρίου βάσει του συνόλου των δεδομένων. Ελλείψει δε τέτοιων δεδομένων περί της αρχικής μορφής του κτιρίου, παρανόμως εκδόθηκε, κατά το αιτούν, η πρώτη προσβαλλόμενη πράξη,
- Επειδή, όπως προκύπτει από το προπαρατεθέν ιστορικό της υπόθεσης, πριν από την έκδοση της προσβαλλόμενης έγκρισης της τροποποίησης της εγκεκριμένης μελέτης για την αποκατάσταση του επίδικου κτηριακού συγκροτήματος, η Διοίκηση ερεύνησε, δια των αρμοδίων οργάνων του Υπουργείου Πολιτισμού (τοπική Εφορεία Αρχαιοτήτων, Διεύθυνση Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Αρχαιοτήτων, Διεύθυνση Αναστήλωσης Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Μνημείων, Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο), την προϋφιστάμενη μορφή του επίδικου κτιρίου που βρίσκεται στον ιστορικό πυρήνα της Χώρας Πάτμου, κατόπιν εκτίμησης στοιχείων που προσκομίσθηκαν από την παρεμβαίνουσα και φωτογραφιών και κατόπιν διενέργειας αυτοψιών από αρχαιολόγο και αρχιτέκτονα (σελ. 2 της από 6.10.2020 εισήγηση της Εφορείας Αρχαιοτήτων Δωδεκανήσου), τα πορίσματα των οποίων αποτυπώθηκαν στις εισηγήσεις των υπηρεσιών (πρβλ. ΣτΕ 4573/2011, 1508/2020 7μ.). Ειδικότερα, τόσο στην από 6.10.2020 εισήγηση της Εφορείας Αρχαιοτήτων Δωδεκανήσου, όπως προεκτέθηκε, όσο και στα πρακτικά της 1ης/12.1.2021 συνεδρίασης του ΚΑΣ, περιλαμβάνεται η διαπίστωση του εισηγητή της ΔΑΒΜΜ ότι «η [προβαλλόμενη από αυτόν] διαφάνεια δείχνει τα ερείπια του συγκροτήματος δύο παλιών διώροφων κτιρίων». Σύμφωνα με τον εισηγητή, «τα δύο όμορα κτίρια αναπτύσσονται σε δύο ορόφους με υψομετρική διαφορά 1 μ. … Ή οργάνωση των χώρων σε κάθε επίπεδο ακολουθεί με συνέπεια την τυπική διάταξη της Πατμιακής διώροφης κατοικίας. … [Η] ύπαρξη ορόφου στις δύο κατοικίες τεκμηριώνεται από τις λίθινες κλίμακες της αυλής, τυπικό στοιχείο στα ανωγοκάτωγα, όπως λέγονται, κτίσματα του οικισμού. Η επικοινωνία των δύο επιπέδων ήταν κατά κανόνα εξωτερική και δεν νοείτο η κατασκευή κλίμακας που να οδηγεί σε δώμα, καθώς τα δώματα των οικιών στην Πάτμο, όπως και σε πολλά άλλα νησιά, ήταν άβατα, κατασκευασμένα με πατελιά. (…) [Τ]ο ύψος και η μορφή των ορόφων εικάζονται κατά προσέγγιση και σε σχέση με ανάλογα κτίρια της ίδιας τυπολογίας στον οικισμό. Το γεγονός ότι οι παράπλευροι τοίχοι των όμορων κατοικιών στη βόρεια και ανατολική πλευρά έχουν κατασκευαστεί-ανασκευαστεί δεν επιτρέπει τον εντοπισμό πιθανών ενδείξεων ή στοιχείων, που θα αποτελούσαν σημαντική μαρτυρία για τον υπολογισμό του αρχικού ύφους των κτιρίων, όπως τα ίχνη δοκοθηκών οροφής κ.λπ. Ωστόσο, ορισμένα λείψανα τοιχοποιιών διατηρούνται στη ΒΑ πλευρά». Υπό τα δεδομένα αυτά, αν και οι όροφοι των δύο κατοικιών είχαν προ πολλού καταρρεύσει, η Διοίκηση διαπίστωσε με πρόσφορα στοιχεία ότι, στην προϋφιστάμενη μορφή τους, τα κτίρια περιελάμβαναν όροφο. Εξάλλου, και στο πλαίσιο της διαδικασίας έκδοσης της αρχικής έγκρισης, στο 68/7.1.2010 έγγραφο της 4ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων αναφέρονται στοιχεία που συνηγορούν υπέρ της ύπαρξης ορόφου στο κτίσμα («[τ]ο συγκρότημα κατοικιών αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα ανωγοκάτωγης πατμιακής κατοικίας», «[σ]ε κάθε κατοικία τα στοιχεία που έχουν διασωθεί: α) είναι το σύνολο της τοιχοποιίας του ισογείου σε διάφορα ύψη από 1.00 μ. περίπου έως και τα 3.70 μ., β) μέρος της σκάλας που οδηγούσε στον όροφο …» και «[ο] χώρος της καθεμιάς από τις κατοικίες αποτελείται από το “αυλιδάκι”, τον ελεύθερο αίθριο χώρο στον οποίο βρίσκεται η σκάλα που οδηγεί στον όροφο, τον στεγασμένο ή ημιστεγασμένο χώρο με την εστία στο ισόγειο και το μονόχωρο δωμάτιο του άνω ορόφου που έχει καταρρεύσει»). Στην ύπαρξη ορόφου στο κτίσμα συνηγορεί και η ΥΠΠΟ/ΓΔΑΠΚ/ΑΡΧ/Β1/Φ29/27315/1449/2007 υπουργική απόφαση οριοθέτησης αρχαιολογικού χώρου στη Χώρα Πάτμου στην οποία αναφέρεται ως σύνηθες στοιχείο των κτισμάτων, μεταξύ άλλων, και της συνοικίας των Αλλοτεινών (όπου βρίσκεται το επίδικο κτιριακό συγκρότημα της παρεμβαίνουσας) η ύπαρξη ορόφου με χώρους διαβίωσης και ξενώνες. Ενόψει όλων των ανωτέρω, η Διοίκηση νομίμως και επαρκώς, βάσει πρόσφορων στοιχείων, αιτιολόγησε την κρίση της περί της ύπαρξης ορόφου στο προϋφιστάμενο κτίριο και ενέκρινε την τροποποίηση της επίδικης μελέτης για την αποκατάσταση παλαιάς διώροφης κατοικίας. Το συμπέρασμα δε τη Διοικήσεως περί ύπαρξης διώροφων κτιρίων στο ακίνητο δεν αναιρείται από τις προσκομισθείσες από το αιτούν φωτογραφίες στις οποίες φαίνεται μικρός αριθμός ισόγειων κτισμάτων στον οικισμό. Κατά τα λοιπά, η σχετική ουσιαστική κρίση της Διοίκησης ως προς την ύπαρξη ορόφου δεν αμφισβητήθηκε στο ΚΑΣ (βλ. πρακτικό της συνεδρίασης και την επιστολή με αριθ. Πρωτ. 41/Ε.Ε./ 9.2.2021 του αιτούντος σωματείου), μολονότι εκπρόσωπος του αιτούντος σωματείου παρέστη στη συνεδρίαση. Ως εκ τούτου, δοθέντος ότι πλήττονται ανέλεγκτες ακυρωτικώς τεχνικές κρίσεις της Διοίκησης, απαραδέκτως προβάλλεται ότι δεν τεκμηριώνεται η ύπαρξη ορόφου λόγω του ότι η σωζόμενη κλίμακα είναι κατασκευασμένη από τσιμέντο και η φορά της είναι αντίθετη. Και τούτο, ανεξαρτήτως του ότι με το 11578/ 17.1.2022 έγγραφο της Εφορείας Αρχαιοτήτων Δωδεκανήσου προς το ΥΙΊΠΟΑ βεβαιώνεται ότι «η σωζόμενη κλίμακα της ανατολικής κατοικίας, όπως σαφώς επισημάνθηκε στην αυτοψία και [φαίνεται] στις επισυναφθείσες φωτογραφίες, είναι κατασκευασμένη από ογκώδεις μονολίθους και όχι από σκυρόδεμα». Για τους ίδιους λόγους, απαραδέκτως προβάλλεται ότι η ύπαρξη ισογείου κτίσματος τεκμηριώνεται . από το ύψος της υφιστάμενης τοιχοποιίας το οποίο ανέρχεται σε 3,70 μ. Εξάλλου, δοθέντος ότι διατηρούνται, κατά τη σταθερή, ακόμη και σε ανύποπτο χρόνο κρίση της Διοικήσεως, επαρκείς ενδείξεις (η ύπαρξη κλίμακας, τυπολογία παρόμοιων γειτονικών κτιρίων) οι οποίες κατατείνουν υπέρ της ύπαρξης ορόφου, τα συμβόλαια, τα οποία αναφέρονταν σε «ισόγειο ερειπωμένη οικία (χάλασμα)», από μόνα τους, δεν μπορούν να κλονίσουν την ως άνω αιτιολογία, πολλώ δε μάλλον που κατά τον χρόνο σύνταξης τους, είχε ήδη επέλθει η κατάρρευση των δύο κατοικιών και τα σωζόμενα ερείπια περιελάμβαναν μόνο τα κτίσματα, τα οποία οι αντισυμβαλλόμενοι θεώρησαν ισόγεια. Με τα δεδομένα αυτά, ενόψει του ότι η εκτίμηση «του ύψους και της μορφής των ορόφων … κατά προσέγγιση και συγκριτικά με ανάλογα κτήρια της ίδιας τυπολογίας στον οικισμό», η οποία, κατόπιν ενδελεχούς έρευνας, τόσο το 2010 όσο και το 2020 κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα προς αποκατάσταση κτίρια ήταν διώροφα, κρίνεται αιτιολογημένη, είναι απορριπτέοι οι λόγοι με τους οποίους προβάλλεται ότι με την προσβαλλόμενη πράξη αίρεται ο μνημειακός χαρακτήρας του οικισμού, αλλοιώνεται η φυσιογνωμία του τοπίου και παραβιάζεται η υποχρέωση διατήρησης της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς, του πολεοδομικού ιστού και αρχιτεκτονικού συνόλου του προστατευόμενου οικισμού. Άλλωστε, όπως προκύπτει από την ακολουθούμενη, στη συγκεκριμένη περίπτωση, μεθοδολογία της Διοίκησης, η χρήση του όρου «εικάζεται» για την αιτιολόγηση της κρίσης περί της αρχικής μορφής του κτιρίου από τη Διοίκηση δεν έχει την έννοια της υποθετικής συναγωγής συμπεράσματος, αλλά της εκτίμησης, βάσει συνόλου ενδείξεων, που επιβεβαιώνονται από όσα έχει δεχθεί η κανονιστικώς δρώσα διοίκηση (βλ. Υ.Α. της 16.3.2007) αλλά και τη μελέτη του X. Ιακωβίδη (βλ. και 11578/17.1.2022 έγγραφο της Εφορείας Αρχαιοτήτων Δωδεκανήσου), ότι τα δύο όμορα κτίσματα ήταν διώροφα. Επομένως, ο λόγος ακυρώσεως, με τον οποίο κατ’ ουσίαν προβάλλεται ότι η Διοίκηση δεν ερεύνησε επαρκώς την προϋφιστάμενη μορφή του κτιρίου και ότι διαπίστωσε, παρανόμως, με απρόσφορα στοιχεία την ύπαρξη ορόφου, μη τεκμηριώνοντας τη σχετική κρίση της, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
- Επειδή, προβάλλεται ότι το εγκεκριμένο ύψος του κτιρίου παραβιάζει το π.δ. των παραδοσιακών οικισμών. Ειδικότερα, εφόσον δεν τεκμηριώνεται το ύψος του προϋφιστάμενου κτίσματος, πρέπει να τηρείται η περ. β’ της παρ. 8 του άρθρου 2 του από 19.10.1978 π.δ./τος (Δ’ 594) η οποία προβλέπει ανώτατο ύψος 7 μ., όμως το επίδικο κτίσμα φτάνει, κατά το αιτούν σωματείο, τα 7,81 μ.
- Επειδή, σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 8 περ. β’ του π. δ/τος της 19.10/13.11.1978, το οποίο εφαρμόζεται στον παραδοσιακό οικισμό της Πάτμου, «Το μέγιστον επιτρεπόμενον ύψος των οικοδομών ορίζεται εις επτά (7,00) μέτρα, μετρούμενον από το υψηλότερον σημείον της τομής του περιγράμματος της κατόψεως του κτιρίου με το φυσικόν ή το κατά το άρθρον 6 παρ. 2 του παρόντος διαμορφωμένον έδαφος. Η οικοδομή δεν δύναται να υπερβαίνη λόγω κλίσεως του εδάφους, το ύψος των δέκα (10) μέτρων εις οιονδήποτε σημείον της. Η Ε.Ε.Α.Ε. δύναται να επιφέρη μικρός εκτάσεως μεταβολάς κατά την κρίσιν της εις τα ως άνω ύψη, εφ’ όσον τούτο απαιτείται διά την προσαρμογήν του κτιρίου εις τα πρότυπα του αμέσου περιβάλλοντος του, άνευ υπερβάσεως του αριθμού ορόφων». Όμως, στην παρ. 1 του άρθρου 5 του εν λόγω διατάγματος ορίζεται ότι «[δ]ια την επισκευήν και αποκατάστασιν παλαιών κτιρίων, αντιπροσωπευτικών της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής (τούτου αποδεικνυομένου δια φωτογραφιών, δεόντως θεωρημένων υπό του Προέδρου της Κοινότητος ή της Αστυνομικής Αρχής) κατά την κρίσιν της Επιτροπής Ενασκήσεως Αρχιτεκτονικού Ελέγχου, χορηγείται άδεια οικοδομής έστω και αν αι αιτούμεναι να εκτελεσθούν εργασίαι αντίκεινται εις τας διατάξεις του παρόντος διατάγματος τας αναφερομένας εις το μέγιστον ποσοστόν καλύψεως, μέγιστον ύψος, τον αριθμόν των ορόφων και τον συντελεστήν δομήσεως», ενώ στην παρ. 2 του ίδιου άρθρου ορίζεται ότι «[ε]ιδικώς προκειμένου περί ερειπωμένων κτισμάτων επιτρέπεται η αναστήλωσίς των έστω και εάν αι απαιτούμεναι να εκτελεστούν εργασίαι αντίκεινται εις τας διατάξεις του παρόντος διατάγματος. Η αναστήλωσίς θα επιτροπή κατόπιν τεκμηριωμένης ερεύνης, η οποία θα αποδεικνύη την ακριβή αρχική μορφή του κτίσματος». Όπως έχει κριθεί, κατά την έννοια των ως άνω διατάξεων του άρθρου 5 του π.δ/τος της 19.10/13.11.1978, με τις οποίες θεσπίζονται παρεκκλίσεις από τους οριζομένους με το π. δ/γμα αυτό, για τους χαρακτηριζομένους παραδοσιακούς οικισμούς, όρους δομήσεως, οικοδομικές εργασίες καθ’ υπέρβαση των όρων αυτών επιτρέπονται μόνον προς αποκατάσταση κτίσματος, το οποίο εξακολουθούσε να υφίσταται, έστω και ερειπωμένο, κατά τον χρόνο δημοσιεύσεως του π.δ. της 19.10/13.11.1978 και όχι για την ανακατασκευή προϋφισταμένου κτίσματος, δεδομένου ότι από τις διατάξεις αυτές επιτρέπεται μόνον η επισκευή και η αποκατάσταση παλαιών κτιρίων, καθώς και η αναστήλωση ερειπωμένων κτισμάτων, όχι όμως και η ανακατασκευή κτιρίου ή τμήματός του, το οποίο είχε παυσει να υφίσταται κατά τον χρόνο δημοσιεύσεως του ανωτέρω προεδρικού διατάγματος. Επομένως, αν προϋφισταμένη οικοδομή είχε κατεδαφισθεί κατά τον χρόνο δημοσιεύσεως του π.δ. της 19.10/13.11.1978, για την ανέγερση νέας οικοδομής στο ίδιο ακίνητο δεν είναι εφαρμοστέες οι θεσπιζόμενες με το ανωτέρω άρθρο παρεκκλίσεις, και μόνον η κύρια όψη της νέας οικοδομής τοποθετείται στη θέση της παλαιός, σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 10 περ. ε’ του ιδίου π.δ/τος, ενώ κατά τα λοιπά τηρούνται οι κατά κανόνα οριζόμενοι με το π. δ/γμα αυτό όροι δομήσεως. Εξάλλου, αν κατά το χρόνο αυτόν είχε πλήρως καθαιρεθεί, με οποιονδήποτε τρόπο, τμήμα προϋφισταμένου κτιρίου, δεν είναι κατά νόμο δυνατή η καθ’ υπέρβαση των όρων δομήσεως προσθήκη καθ’ ύψος ή κατ’ επέκταση, έστω και αν με το κατασκευασμένο νέο τμήμα η οικοδομή ανακτά την προγενέστερη μορφή της, αλλά επιτρέπονται μόνον εργασίες επί του υφισταμένου κτίσματος (ΣτΕ 2063/2002, σκ. 8).
- Επειδή, στην 68/7.1.2010 εισήγηση της 4ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων αναφέρεται ότι «σε κάθε κατοικία» έχει διασωθεί «το σύνολο της τοιχοποιίας του ισογείου σε διάφορα ύψη από 1.00 μ. περίπου έως και τα 3,70μ». Επίσης στην από 6.10.2020 εισήγηση της Εφορείας Αρχαιοτήτων Δωδεκανήσου αναφέρεται ότι «εντός του ακινήτου σώζονται τα ερείπια ενός συγκροτήματος δύο παλαιών διώροφων κτιρίων» ενώ «διατηρούνται ακόμα στο ακίνητο οι περιμετρικές τοιχοποιίες με τις θύρες-ανοίγματα προς τον δρόμο, τμήματα των εσωτερικών τοιχοποιιών, ο φούρνος, η γούρνα πλυσίματος, η παραστιά, μεγάλο τμήμα της κλίμακας ανόδου στη βεράντα ορόφου της ανατολικής κατοικίας και εμφανή ίχνη της αντίστοιχης σκάλας της δυτικής κατοικίας». Ομοίως, στο από 12.1.2021 πρακτικό του ΚΑΣ αναφέρεται ότι «στο ακίνητο διατηρούνται οι περιμετρικές τοιχοποιίες με τις θύρες – ανοίγματα προς το δρόμο» (σελ. 2) και ότι «οι περιμετρικοί τοίχοι προς τον δρόμο παραμένουν ως έχουν, διότι είναι και πάρα πολύ γερή η κατασκευή τους και μέχρι ύφος 3-4 μ.» (σελ. 13). Λαμβάνοντας υπόψη ότι η προσβαλλόμενη πράξη αφορά σε έγκριση τροποποίησης εγκεκριμένης μελέτης με σκοπό την αποκατάσταση κτίσματος, το οποίο εξακολουθούσε να υφίσταται, έστω και ερειπωμένο, κατά τον χρόνο δημοσιεύσεως του π.δ. της 19.10/13.11.1978 επιτρέπεται η εφαρμογή των παρεκκλίσεων του άρθρου 5 του διατάγματος αυτού (πρβλ. ΣτΕ 3837/2012 σκ. 12). Δοθέντος, μάλιστα, ότι η υπέρβαση του καθορισθέντος βάσει του άρθρο 2 του ως άνω διατάγματος ύψους, είναι μικρή, καθώς, όπως προκύπτει από την 330582/1.12.2021 πράξη αναθεώρησης το μέγιστο ύψος του κτιρίου ορίζεται σε 7,45 μ., και όχι σε 7,81 μ., όπως εσφαλμένα υπολαμβάνει το αιτούν σωματείο, ότι ο ακριβής υπολογισμός του αρχικού ύψους των κτηρίων ήταν αδύνατος, λόγω της απουσίας ενδείξεων (π.χ. ίχνη από τις δοκοθήκες της οροφής), ότι η ύπαρξη δεύτερου ορόφου θεωρείται, κατά τα ανωτέρω, τεκμηριωμένη και ότι η Διοίκηση λαμβάνει υπόψη, «κατά προσέγγιση», το ύψος «ανάλογων κτιρίων της ίδιας τυπολογίας στον οικισμό», «εικάζοντας» το αρχικό ύψος και τη μορφή των ορόφων του επίμαχου κτιριακού συγκροτήματος [βλ. από 6.10.2020 εισήγηση της Εφορείας Αρχαιοτήτων Δωδεκανήσου αλλά και το από 9.2.2021 πρακτικό του ΚΑΣ (σελ. 9), κατά το οποίο «μία απόκλιση της τάξης των 60-70 εκ.» θεωρείται δικαιολογημένη], δεν προκύπτει ότι το εγκεκριμένο ως άνω ύψος του επίμαχου κτιριακού συγκροτήματος παραβιάζει το καθεστώς προστασίας του μνημειακού χαρακτήρα παραδοσιακού οικισμού της Χώρας της Πάτμου, απορριπτομένων όλων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών του αιτούντος ως αβάσιμων.
- Επειδή, το αιτούν προβάλλει ότι η εγκρινόμενη υπερύψωση των κατοικιών από το έδαφος δεν συνάδει με την τυπολογία της παραδοσιακής πατμιακής κατοικίας (επικαλείται δε τη μελέτη X. ίακωβίδη κατά τον οποίο στην Πάτμο «Τα κτίσματα αναπτύσσονταν με τον μεγάλο τους άξονα παράλληλο προς τις υψομετρικές καμπύλες, αποφεύγοντας την οποιαδήποτε επέμβαση και διόρθωση του φυσικού εδάφους ή οποιοσδήποτε φύσης έργα που θα παραβίαζαν την ουσιαστική γεωμορφολογία του άμεσου περιβάλλοντος» και την από 9.9.2010 απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού και Τουρισμού). Με την εγκριθείσα το 2021 αρχιτεκτονική μελέτη καταργούνται, κατά το αιτούν, οι αποτυπωθείσες το έτος 2010 στάθμες αναφοράς υψών, ήτοι οι αφετηρίες υψομετρικών διαφορών από το φυσικό έδαφος. Αποτέλεσμα είναι ο όγκος του νέου κτιρίου να ανυψώνεται κατά 0,50 μ. επάνω από το φυσικό έδαφος στην αυλή της δυτικής κατοικίας και κατά 0,80 μ. στο εσωτερικό της. Αντιστοίχως γίνεται υπερύψωση επάνω από το φυσικό έδαφος στην αυλή της ανατολικής κατοικίας κατά 1,25 μ. και 1 μ. στο εσωτερικό της. Προκύπτουν δε τομές και όψεις τελείως αντίθετες προς εκείνες των παραδοσιακών κατασκευών. Ωστόσο, ανεξαρτήτως του αν πράγματι με την προσβαλλόμενη πράξη επέρχονται οι προβαλλόμενες από το αιτούν τροποποιήσεις σε σχέση με τη μελέτη που είχε εγκριθεί με την από 9.9.2010 απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού και Τουρισμού, όπως προκύπτει και από την από 6,10.2020 εισήγηση της Εφορείας Αρχαιοτήτων Δωδεκανήσου, η Διοίκηση έχει λάβει υπόψη ότι οι δύο όμορες ανωγοκάτωγες κατοικίες έχουν υψομετρική διαφορά ενός μέτρου (βλ. και σελ. 2 του πρακτικού της 12.1.2021). Η δε επίδικη τροποποιητική μελέτη κατατέθηκε μετά τον καθαρισμό του ακινήτου, την αποχωμάτωση και την περισυλλογή των υφιστάμενων λίθων, εντός του περιγράμματος του ακινήτου (υλικών της τοιχοποιίας που είχε καταρρεύσει), γεγονός που εττηρέασε τις στάθμες αφετηρίας μέτρησης του ύψους της τροποποιημένης μελέτης. Εξάλλου, ήδη στην από 9.9.2010 απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού και Αθλητισμού ορίζεται ότι ο όγκος του δυτικού υπνοδωματίου πρέπει να ταπεινωθεί κατά 0,40 μ. περίπου, ώστε να προσαρμοστεί στα μορφολογικά και αρχιτεκτονικά στοιχεία της Χώρας Πάτμου. Λαμβάνοντας υπόψη τα ως άνω στοιχεία, που δικαιολογούν τη μεταβολή της αφετηρίας υψομετρικών διαφορών σε σχέση με την αρχική μελέτη, ότι, προφανώς, επιδιώκεται η λειτουργική ενοποίηση των δύο κτιρίων (η οποία είναι νόμιμη κατά τα ανωτέρω) και το γεγονός ότι επιτρεπτώς, κατά τα ανωτέρω, καθορίζεται το συνολικό ύψος του επίμαχου κτιριακού συγκροτήματος «κατά προσέγγιση και συγκριτικά με ανάλογα κτίρια της ίδιας τυπολογίας στον οικισμό» (7,45 μ.), δεν προκύπτει ότι η προβαλλόμενη υπερύψωση των κατοικιών από το έδαφος σε σύγκριση με την εγκριθείσα με την από 9.9.2010 απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού και Τουρισμού μελέτη, και αληθώς υποτιθέμενη, παραβιάζει το καθεστώς προστασίας του οικισμού της Χώρας της Πάτμου. Και τούτο, ανεξαρτήτως του ότι, αν και εκπρόσωπος του αιτούντος παρέστη στην από 9.2.2021 συνεδρίαση του ΚΑΙ και απέστειλε και σχετική επιστολή στα μέλη του, δεν προέβαλε τους ως άνω, τεχνικής φύσης, ισχυρισμούς του, ώστε να αντιμετωπιστούν επικαίρως από τη Διοίκηση, τους προβάλλει δε το πρώτον απαραδέκτως ενώπιον του Δικαστηρίου.
- Επειδή, στο άρθρο 11 της Διεθνούς Σύμβασης της Γρανάδας προβλέπεται ότι «Με σεβασμό του αρχιτεκτονικού και ιστορικού χαρακτήρα της πολιτιστικής κληρονομιάς, κάθε συμβαλλόμενος υποχρεώνεται να ενθαρρύνει: α) τη χρήση των προστατευόμενων ακινήτων, λαμβάνοντας υπόψη τις ανάγκες της σύγχρονης ζωής και β) την προσαρμογή, όταν είναι δυνατό, παλιών κτηρίων για νέες χρήσεις». Με τις διατάξεις αυτές, όπως προεκτέθηκε, επιβάλλεται η προστασία της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς, στην οποία περιλαμβάνονται τόσο μεμονωμένα οικοδομήματα, όσο και αρχιτεκτονικά σύνολα και τόποι, και η μέριμνα για την ένταξη των προστατευομένων αυτών στοιχείων στην οικονομική και κοινωνική ζωή του οικισμού και για την, κατά το δυνατόν, εναρμόνισή τους με τον πολεοδομικό ιστό του οικισμού. Υπό το πρίσμα αυτό, και έχοντας υπόψη ότι η Χώρα Πάτμου συνιστά ενεργό οικισμό, η αναφορά στην απόφαση ΥΠΠΟ/ΓΔΑΠΚ/ΑΡΧ/Β1/Φ29/27315/1449/ 16.3.2007 του Υπουργού Πολιτισμού ότι «(τ)α σπίτια του οικισμού χαρακτηρίζονται από την παρουσία φούρνων και αποθηκευτικών χώρων στο ισόγειο, χώρους διαβίωσης και ξενώνες στον όροφο, υπόγεια στέρνα με λίθινο στόμιο, μαντώματα στα ανοίγματα των κτηρίων, κεραμικά πλακίδια στα εσωτερικά δάπεδα και τις αυλές και την αναγραφή της χρονολογίας ανέγερσης του κτίσματος στο ανώφλι», περιγράφοντας την τυπική μορφή μιας διώροφης πατμιακής κατοικίας στις συνοικίες των «Αλλοτεινών» και των «Κρητικών», έχει σκοπό αφενός να τεκμηριώσει τους λόγους για τους οποίους οριοθετείται ο αρχαιολογικός χώρος της Χώρας Πάτμου και αφετέρου να επιβάλλει στη Διοίκηση την υποχρέωση να διατηρήσει, κατά το δυνατόν, αναλλοίωτα τα ως άνω χαρακτηριστικά της παραδοσιακής πατμιακής αρχιτεκτονικής, λαμβάνοντας, βεβαίως, υπόψη τις ανάγκες της σύγχρονης ζωής και, οπωσδήποτε μη αναιρώντας τη φυσιογνωμία του ιστορικού πυρήνα της Χώρας Πάτμου ο οποίος προστατεύεται ενιαία, ως μνημειακό συγκρότημα, όπως έχει διαμορφωθεί προεχόντως από τα εξωτερικά χαρακτηριστικά των «σπιτιών του οικισμού». Η ως άνω πρόβλεψη της ως άνω Υ.Α, δεν μπορεί να ερμηνευθεί ότι έχει την έννοια ότι όλα τα κτίσματα του οικισμού χαρακτηρίζονται ή πρέπει να χαρακτηρίζονται από την ίδια ακριβώς διάταξη των χώρων τους και την ίδια εσωτερική διαρρύθμιση, αφού με βάση τα διδάγματα της κοινής πείρας κάθε κτίσμα δύναται να έχει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, διαμορφωμένα βάσει διάφορων παραγόντων (χρόνος κατασκευής, οικονομική και κοινωνική κατάσταση των ιδιοκτητών κ.ο.κ.). Για τους λόγους αυτούς, κατά την έννοια των διατάξεων με τις οττοίες καθιερώνεται το καθεστώς ιδιαίτερης προστασίας της Χώρας της νήσου Πάτμου, ο οποίος, όπως προεκτέθηκε, αποτελεί ενεργό οικισμό, δεν αποκλείεται η Διοίκηση να λαμβάνει υπ’ όψιν της τις ανάγκες της λειτουργικότητας και στατικής επάρκειας του προς αποκατάσταση κτιρίου. Είναι, δηλαδή, επιτρεπτές επεμβάσεις στο εσωτερικό του κτιρίου, δικαιολογούμενες από λόγους στατικούς ή λειτουργικούς, υπό τον αυτονόητο όρο ότι αυτές δεν επιφέρουν αλλοίωση του γενικού αρχιτεκτονικού χαρακτήρα και των βασικών αρχών της συνθέσεως του κτιρίου, που τεκμηριώνεται ότι είχε κατά το παρελθόν (πρβλ. ΣτΕ 1116/2018, 4588/2005, 2128/2006).
- Επειδή, προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη πράξη εκδόθηκε παρανόμως, κατά πλάνη περί τα πράγματα και χωρίς νόμιμη και επαρκή αιτιολογία, διότι με αυτήν δεν υιοθετούνται παραδοσιακά μορφολογικά στοιχεία στη διάταξη των χώρων και στην εσωτερική διαρρύθμιση του ενοποιημένου κτιριακού συνόλου. Και ναι μεν κατά την εισήγηση της Εφορείας Αρχαιοτήτων Δωδεκανήσου η υποβληθείσα αρχιτεκτονική μελέτη «υιοθετεί παραδοσιακά μορφολογικά στοιχεία στη διάταξη των χώρων και στην εσωτερική διαρρύθμιση του ενοποιημένου κτιριακού συνόλου», ωστόσο στην ΥΠΠΟ/ΓΔΑΠΚ/ΑΡΧ/Β1/Φ29/27315/1449 απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού για την οριοθέτηση του αρχαιολογικού χώρου της Χώρας Πάτμου (ΑΑΠ 135/2007) αναφέρεται ότι «τα σπίτια του οικισμού χαρακτηρίζονται από την παρουσία φούρνων και αποθηκευτικών χώρων στο ισόγειο, χώρους διαβίωσης και ξενώνες στον όροφο», στοιχεία τα οποία δεν έχουν καμία σχέση με την προωθούμενη κατασκευή δύο υπνοδωματίων και δύο λουτρών στο ισόγειο και τριών υπνοδωματίων και τριών λουτρών στον όροφο.
- Επειδή, εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου και βάσει των διευκρινίσεων της Διοίκησης (βλ. και 11626/ 12.1.2022 έγγραφο απόψεων της Διοίκησης), βάσει της μελέτης τροποποίησης διατηρούνται και ενισχύονται οι σωζόμενες περιμετρικές τοίχοποιίες, αποκαθιστώνται αξιόλογα δομικά στοιχεία (προϋττάρχουσα φραγμένη θύρα εισόδου), διατηρούνται ακέραια και αναδεικνύονται εττιμέρους αξιόλογα αρχιτεκτονικά στοιχεία, όπως ο παλαιός φούρνος, η παραστιά, η πέτρινη γούρνα πλυσίματος και η πέτρινη κλίμακα ανόδου στη βεράντα του ορόφου. Στη στάθμη του ορόφου, η αρχική εγκεκριμένη μελέτη προέβλεπε τη δημιουργία μεγάλων ενιαίων χώρων, ενώ στην τροποποιημένη μελέτη η διάταξη των χώρων και η εσωτερική διαρρύθμισή τους διαμορφώνονται με βάση τις παραδοσιακές αρχές της πατμιακής αρχιτεκτονικής (σάλα διαχωριζόμενη με παραπέτασμα – τσατί για τη δημιουργία χώρου ύπνου, διατήρηση του οντά-χώρου φιλοξενίας). Εξάλλου, δεν προκύπτει ότι αλλοιώνονται τα προστατευτέα χαρακτηριστικά του κτιρίου με την πρόβλεψη ενός λουτρού ανά υπνοδωμάτιο, εφόσον με την κατασκευή αυτή ούτε καταστρέφεται ούτε αλλοιώνεται προϋπάρχον διατηρητέο στοιχείο αυτού (πλην της απαγορευμένης με τον τρίτο όρο της πρώτης προσβαλλόμενης πράξης απομείωσης της σωζόμενης τοιχοποιίας στον χώρο του οντά). Ομοίως, δεν απαγορεύεται από τις ως άνω διατάξεις η κατασκευή στο ισόγειο υπνοδωματίων αντί αποθηκευτικών χώρων, όπως συνηθιζόταν στο παρελθόν, βάσει των τότε επικρατουσών συνθηκών και αναγκών. Όπως, άλλωστε, αναφέρεται στο από 9.2.2021 πρακτικό του ΚΑΣ (σελ. 4) «το σπίτι είναι σωστό από πλευράς τόσο συντήρησης όσο και σύγχρονης λειτουργίας». Κατόπιν τούτων, λαμβάνοντας υπόψη αφενός ότι με τις εγκριθείσες τροποποιήσεις της αρχικής μελέτης η Διοίκηση επεδίωξε να διατηρηθούν και να αποκατασταθούν αξιόλογα αρχιτεκτονικά στοιχεία που συγκαταλέγονται στην προμνησθείσα υπουργική απόφαση (μαντώματα – κεραμικά πλακίδια κ.ά.), ενώ, προεχόντως, διατηρούνται οι σωζόμενες περιμετρικές και εσωτερικές τοιχοποιίες και μεσοτοιχίες, και αφετέρου ότι κατά την κρίση της Διοικήσεως, οι επιλογές ως προς την εσωτερική διαρρύθμιση του κτιρίου εξυπηρετούν την λειτουργία μιας σύγχρονης κατοικίας και δεν θίγουν την εξωτερική όψη του κτιρίου και κατ’ επέκταση τη φυσιογνωμία του ενεργού οικισμού της Χώρας Πάτμου, η προσβαλλόμενη πράξη είναι νομίμως αιτιολογημένη, οι δε ισχυρισμοί του αιτούντος είναι, από την άποψη αυτή, αβάσιμοι.
- Επειδή, προβάλλεται ότι παραβιάζεται η νομοθεσία για την προστασία του ιστορικού διατηρητέου μνημειακού συγκροτήματος της Χώρας Πάτμου, καθώς κατασκευάζεται με οπλισμένο σκυρόδεμα τόσο η οροφή του ισογείου όσο και η οροφή του κτιρίου. Η επιλογή αυτή, κατά το αιτούν σωματείο, παραβαίνει βασικό κανόνα της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής του αυστηρά προστατευόμενου μνημειακού οικισμού της Χώρας Πάτμου, ο οποίος αφορά στην κατασκευή του ορόφου επί παράλληλων ξύλινων δοκών. Επίσης, κατά το αιτούν σωματείο, είναι αναιτιολόγητη, διότι δεν τεκμηριώνεται ο λόγος για τον οποίο επιλέγεται η κατασκευή πλακών από οπλισμένο σκυρόδεμα. Ωστόσο, όπως προκύπτει από τα από 12.1.2021 και 9.2.2021 πρακτικά του ΚΑΣ, το συνδεόμενο με την επάρκεια της στατικής μελέτης ζήτημα της κατασκευής πλακών από οπλισμένο σκυρόδεμα υπήρξε αντικείμενο ενδελεχούς έρευνας από το όργανο αυτό, το οποίο δεν εξέφρασε τελικώς αντιρρήσεις σχετικά με την εν γένει στατικότητα του κτιρίου και την συναφή επιλογή της χρήσης του συγκεκριμένου δομικού υλικού. Επίσης, όπως προκύπτει τόσο από την από 6.10.2010 εισήγηση της Εφορείας Αρχαιοτήτων Δωδεκανήσου (σελ. 3) όσο και από το από 12.1.2021 πρακτικό του ΚΑΣ (σελ, 4), στις πλάκες οπλισμένου σκυροδέματος, που προτείνονται από τη μελέτη να χρησιμοποιηθούν στην οροφή του ισογείου και του ορόφου, θα τοποθετηθούν σανίδες και τράβες κατά τον παραδοσιακό τρόπο. Επίσης, «στους εσωτερικούς χώρους, προτείνεται να γίνει επίστρωση των δαπέδων με κεραμικά πλακίδια και ξύλινες σανίδες σύμφωνα με τα παραδοσιακά πρότυπα, ενώ στους εξωτερικούς χώρους να γίνει επίστρωση των δαπέδων με πλάκες από ντόπια πέτρα και κεραμικά πλακίδια». Κατόπιν τούτων, η χρήση του οπλισμένου σκυροδέματος για την κατασκευή της οροφής του ισογείου και του άνωθεν αυτού ορόφου, η οποία γίνεται για λόγους ενίσχυσης της στατικότητας και της ανθεκτικότητας του κτιρίου, σε συνάρτηση με την κάλυψή του βάσει παραδοσιακών τεχνικών, ώστε το δομικό αυτό υλικό να μην είναι εμφανές και να μην αλλοιώνει την αυθεντικότητα του κτιρίου (πρβλ. ΣτΕ 681/2018 σκ. 20) αιτιολογείται νομίμως και δεν παραβιάζει το καθεστώς προστασίας του μνημειακού οικισμού της Χώρας Πάτμου. Συνεπώς ο σχετικός λόγος ακυρώσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, καθ’ ο δε μέρος αμφισβητείται η τεχνική κρίση της Διοίκησης ως προς τη σκοπιμότητα επιλογής της προκριθείσης λύσεως, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος.
- Επειδή, προβάλλεται ότι η πρώτη προσβαλλόμενη πράξη και η γνωμοδότηση του ΚΑΣ δεν αιτιολογούν τις αποκλίσεις τους σε σχέση με την από 6.10.2020 εισήγηση της Εφορείας Αρχαιοτήτων Δωδεκανήσου η οποία προέβλεπε, μεταξύ άλλων, να διατηρηθεί πλήρως η υφιστάμενη κατά μήκος διαχωριστική τοιχοποιία, να διανοιχθεί η μία μόνο από τις τρεις προτεινόμενες θύρες επικοινωνίας στο ισόγειο, η αυλή της δυτικής κατοικίας να στεγασθεί σε όλο το πλάτος της και όχι εν μέρει και να μην κατεδαφιστούν οι σωζόμενες εσωτερικές τοιχοποιίες. Εξάλλου, κατά το αιτούν, ούτε η προσβαλλόμενη πράξη ούτε η γνωμοδότηση του ΚΑΣ ορίζουν ποια επιλογή προκρίνεται όσον αφορά τη διάνοιξη μίας ή περισσοτέρων εισόδων.
- Επειδή, όσον αφορά το ζήτημα της πλήρους διατηρήσεως της διαχωριστικής τοιχοποιίας, στο από 9.2.2021 πρακτικό του ΚΑΣ (σελ. 2-3) αναφέρονται τα εξής: «Ο εισηγητής [προτείνει] να διατηρηθεί πλήρως ως προς το πάχος και το ύψος η υφιστάμενη κατά μήκος διαχωριστική τοιχοποιία. Στην καινούργια πρόταση ο διαχωριστικός τοίχος, των δύο κατοικιών, όσο σώζεται, [προβλέπεται] να καθαιρεθεί και να καθαιρεθούν επίσης και οι δύο πήχεις στις μεσοτοιχίες με τα όμορα, ωστόσο να παραμείνουν ως έχουν οι περιμετρικές τοιχοποιίες που είναι επί των δημοτικών οδών. Δείχνει στις διαφάνειες τον διαχωριστικό τοίχο μεταξύ των δύο πρώην κατοικιών [… Ο εισηγητής σ]υνεχίζει λέγοντας ότι η στατική μελέτη διαφοροποιείται στο εξής: ο διαχωριστικός τοίχος μεταξύ των πρώην δύο κατοικιών και οι δύο λιθοδομές στη μεσοτοιχία με τα όμορα μπορούν να καθαιρεθούν και αφού ενισχυθούν με μία θεμελιολωρίδα να ανακτηθούν από την αρχή […] Ο εισηγητής αναφέρει ότι δεν έχουν αντίρρηση για την καθαίρεση των τοιχοποιιών που είναι στα όμορα κτίρια και την ανάκτησή τους. Ούτε για το διαχωριστικό τοίχο των δύο πρώην κατοικιών […] Εν κατακλείδι η διαφοροποίηση σε σχέση με την αρχική στατική μελέτη είναι ότι καθαιρούνται ο διαχωριστικός τοίχος και οι λιθοδομές σε όμορες τοιχοποιίες και κατασκευάζονται ξανά, ενισχύεται [δε] από την αρχή με θεμέλιο η κατασκευή τους […]. Ο Πρόεδρος ρωτάει τον εισηγητή ποια είναι η εισήγηση και ο εισηγητής απαντάει ότι έχουν μόνο την παρατήρηση να γίνουν πλάγιες θεμελιολωρίδες». Ος εκ τούτου, το ΚΑΣ εξέτασε το ζήτημα της καθαίρεσης και, εν συνεχεία, της ανάκτησης του διαχωριστικού τοίχου και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι αυτό αποτελεί επιτρεπτή παρέμβαση χάριν της ενίσχυσης της στατικότητας του κτιρίου. Με τα δεδομένα αυτά, η προσβαλλόμενη πράξη είναι νομίμως αιτιολογημένη από την άποψη αυτή, τα δε περί του αντιθέτου προβαλλόμενα είναι απορριπτέα ως αβάσιμα. Ενόψει δε της εν λόγω προτεινόμενης από τη νέα στατική μελέτη τεχνικής λύσης, η οποία βασίζεται στην «ανάκτηση» του διαχωριστικού τοίχου μεταξύ των δύο ενοποιούμενων κτισμάτων, δηλαδή βασικού μορφολογικού στοιχείου του κτιριακού συγκροτήματος, δεν προκύπτει ότι η πρώτη προσβαλλόμενη πράξη είναι ανεπαρκώς αιτιολογημένη για τον λόγο ότι αποκλίνει από την εισήγηση της Εφορείας Αρχαιοτήτων Δωδεκανήσου να διανοιχθεί μία μόνο από τις τρεις προτεινόμενες θύρες επικοινωνίας στο ισόγειο και να μην κατεδαφιστούν οι σωζόμενες εσωτερικές τοιχοποιίες, απορριπτομένων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών του αιτούντος. Περαιτέρω, από τη νέα αρχιτεκτονική μελέτη και τη σχετική κάτοψη του ισογείου, με τις προτάσεις των οποίων συμφωνεί η Εφορεία Αρχαιοτήτων Δωδεκανήσου με την από 6.10.2020 εισήγησή της, προκύπτει ότι διατηρείται η θύρα εισόδου της δυτικής κατοικίας και ότι θα διανοιχθεί η θύρα της ανατολικής κατοικίας, η οποία προϋπήρχε και είχε φραγεί με τοιχοποιία σε άδηλο χρόνο, καταργείται δε η προβλεπόμενη μη τη μελέτη του 2010 διάνοιξη άλλης θύρας της ανατολικής κατοικίας. Στην κάτοψη του ισογείου, επίσης, προσδιορίζεται και η θέση των παραθύρων που θα μετατραπούν σε πόρτες και της πόρτας που θα μετατραπεί σε παράθυρο προς την αυλή. Με τα δεδομένα αυτά προκύπτει με σαφήνεια η θέση των θυρών εισόδου, απορριπτομένων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών του αιτούντος.
- Επειδή, σχετικά με τον όρο που είχε θέσει η Εφορεία Αρχαιοτήτων Δωδεκάνησου για πλήρη κατά πλάτος και όχι μερική στέγαση της αυλής της δυτικής κατοικίας, στο από 12.1.2021 πρακτικό του ΚΑΣ (σελ. 5) αναφέρονται τα εξής: «Ο εισηγητής παρατηρεί ότι αυτό είναι σωστό, καθώς η προτεινόμενη αυτή μορφή δεν υποστηρίζεται από τα σωζόμενα στοιχεία τεκμηρίωσης προϋπάρχουσας κατάστασης. Αντιθέτως, φαίνεται ότι η συγκεκριμένη αυλή έχει μετατραπεί σε βεράντα ορόφου σε όλη την έκταση, όπως αποδεικνύεται τόσο από το στηθαίο που δημιουργείται στον όροφο περιμετρικά της αυλής, όσο και από το γεγονός ότι θα ήταν μάλλον απίθανο να παραμένουν ακάλυπτοι κάποιοι βασικοί λειτουργικοί χώροι της κατοικίας, όπως αυτοί σώζονται στη νότια πλευρά του αύλειου χώρου». Παρακάτω (σελ. 7), όμως, αναφέρεται ότι «Για το θέμα της στέγασης της αυλής, η οποία ήταν εγκεκριμένη, η εισηγήτρια παραδέχεται ότι ουσιαστικά δεν συνηθίζεται η στέγαση της μισής αυλής. Η ΔΒΜΑ ωστόσο θεωρεί ότι επειδή στο δυτικό τμήμα της κατοικίας θα υπάρχει πρόβλημα αερισμού και φωτισμού, θα μπορούσε να δοθεί έγκριση σε αυτό το τμήμα». Στο από 9.2.2021 πρακτικό του ΚΑΣ (σελ. 4) αναφέρεται ότι «μικρές διανοίξεις στη βεράντα πάνω από την αυλή για λόγους φωτισμού και ηλιασμού μπορούν να εγκριθούν», κατά την εισηγήτρια δε, «αυτή είναι μια μικρή παραχώρηση που δεν την θεωρεί πολύ σοβαρή, οπότε, ως προς αυτό δεν έχουν αντίρρηση». Επομένως, το ζήτημα της μερικής στέγασης της αυλής της δυτικής κατοικίας, η οποία, άλλωστε, είχε επιτραπεί και στην αρχική μελέτη του 2010 (βλ. από 6.10.2020 εισήγηση της Εφορείας Αρχαιοτήτων Δωδεκανήσου σελ. 2), συζητήθηκε ενδελεχώς από τα μέλη του ΚΑΣ και θεωρήθηκε ότι μολονότι δεν ήταν στοιχείο που υπήρχε στα παραδοσιακά σπίτια του οικισμού, μπορούσε να επιτραπεί για λόγους λειτουργικότητας της κατοικίας. Συνεπώς, οι ισχυρισμοί του αιτούντος σωματείου, σύμφωνα με τους οποίους το ΚΑΣ και ο Υπουργός απέκλινε αναιτιολόγητα από την εισήγηση της Εφορείας Αρχαιοτήτων είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι, περαιτέρω δε αμφισβήτηση της τεχνικής κρίσεως της Διοίκησης είναι ανέλεγκτη ακυρωτικώς.
- Επειδή, εξάλλου, λαμβάνοντας υπόψη ότι με την από 9.9.2010 απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού και Τουρισμού, η οποία έχει διαφύγει τον ακυρωτικό έλεγχο, είχε εγκριθεί η κατασκευή νέας εσωτερικής σκάλας από οπλισμένο σκυρόδεμα, και μάλιστα χωρίς την επίστρωσή της από άλλο υλικό (τρίτος όρος), ότι στο από 12.1.2020 πρακτικό του ΚΑΣ γίνεται αναφορά σε «κατασκευή εσωτερικής ξύλινης κλίμακας σε νέα θέση στη βόρεια πλευρά της οικίας» και ότι, κατά την από 6.10.2020 εισήγηση της Εφορείας Αρχαιοτήτων Δωδεκανήσου, τα πέτρινα «σκαλοπάτια» θα επανατοποθετηθούν, είναι απορριπτέος ως αόριστος και αναπόδεικτος ο ισχυρισμός του αιτούντος ότι με την προσβαλλόμενη πράξη εγκρίνονται εννέα έως δέκα νέα μικρά πρόσθετα κλιμακοστάσια, των οποίων η ύπαρξη στο αρχικό κτίσμα δεν τεκμηριώνεται ούτε προκύπτει το υλικό κατασκευής τους.
- Επειδή, προβάλλεται ότι με την προσβαλλόμενη πράξη επιτρέπεται η κατασκευή τζακιού, στοιχείο που δεν συναντάται στην Πάτμο, στο σημείο δε αυτό υπάρχει απόκλιση από την από 6.10.2020 εισήγηση της Εφορείας Αρχαιοτήτων Δωδεκανήσου, το από 21.1.2010 πρακτικό του ΚΑΣ και το πρακτικό 1/21.1.2021 (θέμα 20ο) του ΚΑΣ, κατά παράβαση της παρ. 2 του άρθρου 20 του ν. 2690/1999 (Α’ 45).
- Επειδή, πράγματι, τόσο η Εφορεία Αρχαιοτήτων Δωδεκανήσου, στην εισήγησή της προς την ΔΒΜΑ, όσο και το ίδιο το ΚΑΣ ως γνωμοδοτικό όργανο εξέφρασαν αντιρρήσεις ως προς την κατασκευή τζακιού. Ειδικότερα, στην από 6.10.2020 εισήγηση της Εφορείας Αρχαιοτήτων τίθεται ως τρίτος όρος για την έγκριση «Να καταργηθεί το προτεινόμενο τζάκι στο καθιστικό του ισογείου, στοιχείο που δεν χαρακτηρίζει την αρχιτεκτονική της Πάτμου και επιπροσθέτους, για την κατασκευή του θα απαιτηθεί η απομείωση του πάχους της υφιστάμενης τοιχοποιίας», σημειώνεται δε «ότι η συγκεκριμένη προσθήκη αποτυπώνεται μόνο στο σχέδιο της κάτοψης και όχι στις αντίστοιχες τομές και όψεις της μελέτης, στις οποίες θα ήταν ιδιαίτερα εμφανής η τελική εμφάνιση του δώματος με την απόληξη της καμινάδας, η οποία δεν αποτελεί μορφολογικό στοιχείο της αρχιτεκτονικής του οικισμού». Επίσης, στο από 12.1.2021 πρακτικό του ΚΑΣ (σελ. 4) αναφέρεται ότι «Στην επόμενη διαφάνεια ο εισηγητής δείχνει την κατασκευή τζακιού κεντρικά στο καθιστικό του ισογείου. Διευκρινίζει ότι σε εκείνο το σημείο η νέα τοιχοποιία θα απομειούται προκειμένου να κατασκευασθεί το τζάκι στο καθιστικό». Κατά το ίδιο πρακτικό (σελ. 6), η ΔΑΒΜΜ «συμφωνεί … με την κατάργηση του προτεινόμενου τζακιού, στοιχείου που δεν συνάδει με την παραδοσιακή αρχιτεκτονική της Πάτμου», ενώ «σημειώνεται, επίσης, ότι η συγκεκριμένη προσθήκη αποτυπώνεται μόνο στο σχέδιο της κάτοψης και όχι στις αντίστοιχες τομές και όψεις της μελέτης, όπως έχει επισημανθεί από την Εφορεία». Κατά τον ίδιο εισηγητή «[ο]υσιαστικά, οι αντιρρήσεις αφορούν [..] και σε επίπεδο πλέον απομείωσης κάποιων τοιχοποιιών, όπως του οντά, για την κατασκευή … τζακιού,, στοιχείων, τα οποία δεν υπήρχαν» (σελ. 7). Επίσης, στο εν λόγω πρακτικό (σελ. 7) αναφέρεται ότι «[γ]ια την κατασκευή του τζακιού, η οποία είχε εγκριθεί με την προηγούμενη απόφαση, η εισηγήτρια [της ΔΒΜΑ] παραδέχεται ότι δεν υπάρχουν τζάκια στην Πάτμο. Στη συγκεκριμένη κατοικία, όπως προκύπτει από σχέδια που προσκόμισαν οι μελετητές, τα οποία μάλλον είδαν προηγουμένως και σε διαφάνεια, έχει κατασκευασθεί καμινάδα παρόμοια με καμινάδα φούρνου. Η ΔΒΜΑ συμφωνεί να μην δοθεί, γιατί παρόλο που είχε εγκριθεί την προηγούμενη φορά, είναι ένα στοιχείο ξένο στην Πάτμο. Τέλος, η ΔΒΜΑ συμφωνεί με τους υπόλοιπους όρους της Εφορείας, σύμφωνα και με την εισήγηση της ΔΑΒΜΜ». Στο δε από 9.2.2021 πρακτικό ΚΑΣ, η εισηγήτρια της ΔΒΜΑ αναφέρει (σελ. 4) ότι «Ως προς το τζάκι είχαν ως Διεύθυνση μία επιφύλαξη για το αν θα πρέπει να γίνει, αλλά καταλαβαίνει ότι αυτό συζητήθηκε την προηγούμενη φορά. Σαφώς ο εσωτερικός τοίχος του οντά πρέπει να μην απομειωθεί». Μολαταύτα, αναιτιολογήτως, τόσο στο από 9.2.2021 πρακτικό ΚΑΣ όσο και στην προσβαλλόμενη έγκριση του Υπουργού Πολιτισμού δεν συμπεριελήφθη ο προτεινόμενος όρος να καταργηθεί το τζάκι στο καθιστικό του ισογείου. Ο δε τρίτος όρος της προσβαλλόμενης πράξης αφορούσε την απαγόρευση της απομείωσης της σωζόμενης τοιχοποιίας μόνο όσον αφορά τη δημιουργία του λουτρού και όχι για την κατασκευή του τζακιού. Ενώ, λοιπόν, στην από 6.10.2020 εισήγηση της Εφορείας Αρχαιοτήτων Δωδεκανήσου και στα οικεία πρακτικά του ΚΑΣ η κατασκευή του τζακιού, αφενός χαρακτηρίζεται ως στοιχείο ξένο προς τη μορφολογία των παραδοσιακών σπιτιών του μνημειακού οικισμού της Χώρας της Πάτμου, και αφετέρου συνδέεται με τον κίνδυνο απομείωσης της σωζόμενης τοιχοποιίας, για τον οποίο τα ως άνω όργανα έχουν εκφράσει τις αντιρρήσεις τους, δεν συμπεριελήφθη, χωρίς αιτιολογία, σχετικός όρος στην προσβαλλόμενη πράξη. Η, κατά τα ανωτέρω, ελλείπουσα αιτιολογία δεν δύναται να συμπληρωθεί από τα αναφερόμενα στην 40415/18.2.2022 έκθεση απόψεων του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού στην οποία αναφέρεται ότι «η απόληξη της καμινάδας του τζακιού στην τροποποιημένη μελέτη έχει τη μορφή καμινάδας φούρνου, η οποία απαντά στην Χώρα Πάτμου, είναι μικρότερη και ως εκ τούτου μορφολογικά συνάδει με τη μορφολογία του οικισμού της Χώρας Πάτμου, είναι δε σαφώς βελτιωμένη σε σχέση με την απόληξη της καμινάδας, όπως αυτή είχε προταθεί στην εγκεκριμένη [το 2010] μελέτη αττοκατάστασης». Κατόπιν τούτων, η πρώτη προσβαλλόμενη πράξη δεν αιτιολογείται νομίμως ως προς την κατασκευή του τζακιού, και επομένως, ο σχετικά προβαλλόμενος λόγος ακυρώσεως είναι βάσιμος.
- Επειδή, κατόπιν των ανωτέρω, πρέπει να ακυρωθεί η πράξη 179260/21.4.2021 της Υπουργού Πολιτισμού και Αθλητισμού κατά το μέρος που επιτρέπει την κατασκευή τζακιού. Κατά το μέρος που επιτρέπουν την κατασκευή τζακιού είναι ακυρωτέες και η από 18/2011 οικοδομική άδεια του Δήμου Καλυμνίων, η οποία προσβάλλεται εμπροθέσμως, καθώς δεν προκύπτει πλήρης γνώση αυτής εκ μέρους του αιτούντος σωματείου, καθώς και οι πράξεις αναθεώρησης αυτής, οι οποίες πρέπει να θεωρηθούν συμπροσβαλλόμενες (υπ1 αριθμ. 39/2017, 10/2018, και 330582/2021 άδειες αναθεώρησης της ΥΔΟΜ Καλύμνου).
Πρόεδρος: Μ. Γκορτζολίδου
Εισηγητής: Δ. Πυργάκης