ΣτΕ 590/2016 [Αναοριοθέτηση του αρχαιολογικού χώρου Ναυπλίου]
Περίληψη
-Η οριοθέτηση και, για την ταυτότητα του νομικού λόγου, η αναοριοθέτηση του αρχαιολογικού χώρου χωρεί με απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού, κατόπιν γνώμης του Συμβουλίου, στην προκειμένη δε περίπτωση πληρούνται οι προϋποθέσεις αυτές εφ’όσον η ρύθμιση θεσπίσθηκε με απόφαση του αρμόδιου Υπουργού Πολιτισμού και Τουρισμού κατόπιν γνωμοδότησης του Κ.Α.Σ.
-Στον αναοριοθετηθέντα με την προσβαλλομένη αρχαιολογικό χώρο περιλαμβάνεται ικανός αριθμός μνημείων που διατρέχουν τους προϊστορικούς έως και τους βυζαντινούς και μεταβυζαντινούς χρόνους. Συνεπώς, η Δ.Β.Μ.Μ. ήταν αρμόδια να εισηγηθεί προς το Κ.Α.Σ. την υιοθετηθείσα με την προσβαλλομένη ρύθμιση, με την οποία αναοριοθετείται αρχαιολογικός χώρος που περιλαμβάνει βυζαντινά και μεταβυζαντινά μνημεία. Με την εισήγηση ενώπιον του Κ.Α.Σ. είχε, πάντως, συμφωνήσει και η Δ.Π.Κ.Α., η οποία ήταν συναρμόδια, εν όψει της ύπαρξης προϊστορικών αρχαιοτήτων στον αναοριοθετηθέντα χώρο.
-Η κήρυξη χώρου ως αρχαιολογικού πραγματοποιείται βάσει αντικειμενικών κριτηρίων και για το λόγο αυτό δεν απαιτείται προηγούμενη κλήση προς ακρόαση των τυχόν θιγομένων ιδιοκτητών. Δεν απαιτείται άνευ άλλου να υπάρχουν εντός του οριοθετηθέντος χώρου ευρήματα, αλλά επιτρέπεται ο χαρακτηρισμός ευρύτερης περιοχής, εφ’όσον αυτό κρίνεται αναγκαίο για την προστασία και ανάδειξη των ήδη ευρεθεισών αρχαιοτήτων, στην προκειμένη δε περίπτωση, η ένταξη στον αρχαιολογικό χώρο της επίδικης ιδιοκτησίας αποσκοπεί, όπως προεκτέθηκε, στην προστασία και ανάδειξη του διαχρονικού αρχαιολογικού χώρου του Ναυπλίου σε ιστορική, λειτουργική και αισθητική συνέχεια.
-Η πράξη, με την οποία ένας χώρος κηρύσσεται ως αρχαιολογικός, δε θίγει το ιδιοκτησιακό καθεστώς ούτε συνεπάγεται απόλυτη απαγόρευση εκμετάλλευσης του χώρου, η μόνη δε συνέπεια που απορρέει από το νόμο είναι η γνωστοποίηση στους ιδιοκτήτες του χώρου, και σε κάθε ενδιαφερόμενο, ότι ο χώρος παρουσιάζει αρχαιολογικό ενδιαφέρον και η εκτέλεση οποιουδήποτε έργου σ’αυτόν υπόκειται στον έλεγχο του Υπουργείου Πολιτισμού, το οποίο μπορεί να επιβάλει σχετικούς περιορισμούς προκειμένου να ικανοποιηθεί ο κατά το Σύνταγμα και το νόμο σκοπός της προστασίας της πολιτιστικής κληρονομιάς.
Πρόεδρος: Χρ. Ράμμος
Εισηγητής: Α. Σκούφαλος
Δικηγόροι: Λ. Καζάς, Δημ. Ροϊνιώτης, Περ. Αγγέλου
Βασικές Σκέψεις
- Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η ακύρωση: α) της ΥΠΠΟΤ/ΓΔΑΠΚ/ΑΡΧ/Β1/Φ50/62380/1914/1.6.2011 απόφασης του Υπουργού Πολιτισμού και Τουρισμού με την οποία εγκρίθηκε η αναοριοθέτηση του αρχαιολογικού χώρου του Ναυπλίου της Π.Ε. Αργολίδας της Περιφέρειας Πελοποννήσου (τ. Α.Α.Π.Θ. 181/20.7.2011), και β) της 37/14.9.2010 (και όχι της 37/14.9.2011, όπως εκ παραδρομής αναγράφεται στο δικόγραφο) γνωμοδότησης του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου, κατόπιν της οποίας εκδόθηκε η πρώτη προσβαλλόμενη υπουργική απόφαση.
- Επειδή, η αίτηση απαραδέκτως στρέφεται κατά του Υπουργού Οικονομικών, ο οποίος δεν νομιμοποιείται παθητικώς στην παρούσα δίκη εφ’ όσον δεν προσβάλλεται πράξη του ιδίου ή οργάνου υποκειμένου σε αυτόν.
- Επειδή, οι αιτούντες, οι οποίοι φέρονται ως εξ αδιαιρέτου συγκύριοι έκτασης εμβαδού 29.765,68 τ.μ. στη θέση του λόφου «Κουτσούρια», εντός του αναοριοθετηθέντος με την προσβαλλόμενη υπουργική απόφαση αρχαιολογικού χώρου, με έννομο συμφέρον υπό την ιδιότητά τους αυτή ασκούν την κρινόμενη αίτηση (βλ. Σ.τ.Ε. 3285/2004), παραδεκτώς δε ομοδικούν, εφ’ όσον προβάλλουν κοινούς λόγους ακύρωσης ερειδόμενους στην ίδια νομική και πραγματική βάση.
- Επειδή, η προθεσμία για την άσκηση αίτησης ακύρωσης κατά της κανονιστικής πράξης, με την οποία ένας χώρος κηρύσσεται αρχαιολογικός, αρχίζει για μεν τους τρίτους από την δημοσίευσή της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, για δε τους αμέσως ενδιαφερομένους από την κοινοποίηση ή την γνώση (Σ.τ.Ε. 969/1998 Ολομ.). Στην προκειμένη περίπτωση, δεν προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου κοινοποίηση της προσβαλλόμενης υπουργικής απόφασης στους αιτούντες, οι οποίοι, κατά τα προεκτεθέντα, επικαλούνται ιδιοκτησιακά δικαιώματα εντός του αναοριοθετηθέντος αρχαιολογικού χώρου, ή γνώση του περιεχομένου της από αυτούς σε χρόνο που θα καθιστούσε την ασκηθείσα στις 2.10.2012 αίτηση ακύρωσης εκπρόθεσμη.
- Επειδή, η 37/14.9.2010 γνωμοδότηση του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου (Κ.Α.Σ.) στερείται εκτελεστότητας και προ-σβάλ¬λεται, ως εκ τούτου, απαραδέκτως (Σ.τ.Ε. 4592/2005, 3742/2004).
- Επειδή, το αντικείμενο της ακυρωτικής δίκης προσδιορίζεται με το εισαγωγικό δικόγραφο· είναι, συνεπώς, απαράδεκτη η διεύρυνσή του με δικόγραφο προσθέτων λόγων (Σ.τ.Ε. 2533/2015, 2636/2009 Ολομ.). Απαραδέκτως άρα επιχειρείται με το από 2.3.2015 δικόγραφο προσθέτων λόγων η προσβολή: α) του ΥΠΠΟ/ΑΡΧ/Β1/Φ30/8801/187/27.2.1990 εγγράφου του Υπουργού Πολιτισμού, με το οποίο ο Υπουργός εισηγήθηκε προς το Υπουργείο Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων την έκδοση π.δ. με αντικείμενο τον καθορισμό ζωνών προστασίας και όρων δόμησης στην ευρύτερη περιοχή του Παλαμηδίου – Ναυπλίου, β) της ΥΠΠΟ/ΑΡΧ/Β1/Φ430/41601/1185/30.8.1995 απόφασης του Υπουργού Πολιτισμού (Δ΄ 817/19.10.1995), με τίτλο «Ζώνη Α΄ αδόμητη προστασίας και καθορισμός των όρων δόμησης στην ευρύτερη περιοχή του Παλαμηδίου Ναυπλίου» και γ) της ΥΠΠΟ/ΑΡΧ/Β1/Φ30/41602/1184/ 30.8.1995 απόφασης του ιδίου Υπουργού με τίτλο «Καθορισμός ζωνών προστασίας και όρων δόμησης στην ευρύτερη περιοχή του Παλαμηδίου».
- Επειδή, εν όψει και της διάταξης του άρθρου 24 παρ. 1 του κυρωθέντος με το ν. 2690/1999 (Α΄ 45) Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, η οποία προβλέπει την υποβολή αίτησης θεραπείας κατ’ ατομικής διοικητικής πράξης, δεν νοείται αίτηση θεραπείας κατά κανονιστικής πράξης, δεδομένου ότι η Διοίκηση, ελεύθερη να προβαίνει σε κανονιστική ρύθμιση, δεν υποχρεούται να την τροποποιήσει ή να την ανακαλέσει. Επομένως, πράξη απορρίπτουσα τέτοιου είδους αίτηση, δεν δύναται να έχει εκτελεστό χαρακτήρα (Σ.τ.Ε. 4244/2014, 1818/2007, 2696/2003 7μ. κ.ά.). Στην προκειμένη περίπτωση, μετά την άσκηση της κρινόμενης αίτησης, οι αιτούντες υπέβαλαν την από 8.4.2013 αίτηση θεραπείας κατά της προσβαλλόμενης απόφασης αναοριοθέτησης του αρχαιολογικού χώρου ενώπιον του Υπουργού Παιδείας, Θρησκευμάτων, Πολιτισμού και Αθλητισμού με αίτημα την ανάκληση ή τροποποίησή της. Με την ΥΠΠΟΑ/ΓΔΑΠΚ/ΔΙΠΚΑ/ΤΑΧ/Φ4/3231/1948/200/81/8.1.2014 απόφαση του Υπουργού, η οποία εκδόθηκε κατόπιν της 33/5.11.2013 γνωμοδότησης του Κ.Α.Σ., απορρίφθηκε η ασκηθείσα αίτηση θεραπείας. Η εν λόγω ΥΠΠΟΑ/ΓΔΑΠΚ/ΔΙΠΚΑ/ΤΑΧ/Φ4/3231/1948/200/81/8.1.2014 απόφαση του Υπουργού, απορριπτική της αίτησης θεραπείας των αιτούντων κατά της κανονιστικής απόφασης αναοριοθέτησης του αρχαιολογικού χώρου, δεν φέρει, κατά τα προεκτεθέντα, εκτελεστό χαρακτήρα και δεν δύναται να θεωρηθεί ως συμπροσβαλλομένη με την κρινόμενη αίτηση.
- Επειδή, στο άρθρο 2 του ν. 3028/2002 «Για την προστασία των Αρχαιοτήτων και εν γένει της Πολιτιστικής Κληρονομιάς» (Α´ 153), προβλέπεται ότι «Για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος νόμου: α) Ως πολιτιστικά αγαθά νοούνται οι μαρτυρίες της ύπαρξης και της ατομικής και συλλογικής δραστηριότητας του ανθρώπου. β) Ως μνημεία νοούνται τα πολιτιστικά αγαθά που αποτελούν υλικές μαρτυρίες και ανήκουν στην πολιτιστική κληρονομιά της Χώρας και των οποίων επιβάλλεται η ειδικότερη προστασία βάσει των εξής διακρίσεων: αα) Ως αρχαία μνημεία ή αρχαία νοούνται όλα τα πολιτιστικά αγαθά που ανάγονται στους προϊστορικούς, αρχαίους, βυζαντινούς και μεταβυζαντι¬νούς χρόνους και χρονολογούνται έως και το 1830, με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 20. Στα αρχαία μνημεία συμπεριλαμβάνονται σπήλαια και παλαιοντολογικά κατάλοιπα για τα οποία υπάρχουν ενδείξεις ότι συνδέονται με την ανθρώπινη ύπαρξη. ββ) … γγ) … δδ) … γ) Ως αρχαιολογικοί χώροι νοούνται εκτάσεις στην ξηρά ή στη θάλασσα ή στις λίμνες ή στους ποταμούς, οι οποίες περιέχουν ή στις οποίες υπάρχουν ενδείξεις ότι περιέχονται αρχαία μνημεία ή αποτέλεσαν ή υπάρχουν ενδείξεις ότι αποτέλεσαν από τους αρχαιοτάτους χρόνους έως και το 1830 μνημειακά, οικιστικά ή ταφικά σύνολα. Οι αρχαιολογικοί περιλαμβάνουν και το απαραίτητο ελεύθερο περιβάλλον που επιτρέπει στα σωζόμενα μνημεία να συντίθενται σε ιστορική, αισθητική και λειτουργική ενότητα. …». Περαιτέρω, στην παρ. 1 του άρθρου 12 του ίδιου νόμου ορίζεται ότι «Οι αρχαιολογικοί χώροι κηρύσσονται και οριοθετούνται με βάση τα δεδομένα αρχαιολογικής έρευνας πεδίου και απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού, η οποία εκδίδεται ύστερα από γνώμη του Συμβουλίου, συνοδεύεται από τοπογραφικό διάγραμμα και δημοσιεύεται μαζί με αυτό στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως». Εξ άλλου, στην παρ. 1 του άρθρου 13 του παραπάνω νόμου προβλέπεται ότι «Στους αρχαιολογικούς χώρους που βρίσκονται εκτός σχεδίου ή εκτός ορίων νομίμως υφισταμένων οικισμών, η άσκηση γεωργίας, κτηνοτροφίας, θήρας ή άλλων συναφών δραστηριοτήτων, καθώς και η οικοδομική δραστηριότητα είναι δυνατή μετά από άδεια, που χορηγείται με απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού, ύστερα από γνώμη του Συμβουλίου. Οι όροι άσκησης γεωργίας, κτηνοτροφίας, θήρας ή άλλων συναφών δραστηριοτήτων μπορεί να τίθενται και κανονιστικά, με απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού». Τέλος, όπως αναφέρεται στο άρθρο 35 του νόμου αυτού «Ως αρχαιολογική έρευνα πεδίου νοείται η έρευνα του εδάφους, του υπεδάφους, του βυθού της θάλασσας ή του πυθμένα λιμνών ή ποταμών που έχει ως σκοπό τον εντοπισμό ή την αποκάλυψη αρχαίων μνημείων, είτε αυτή συνίσταται σε ανασκαφή, χερσαία ή ενάλια, είτε σε επιφανειακή έρευνα, είτε σε επιστημονική έρευνα που διενεργείται με γεωφυσικές η άλλες μεθόδους». Με τις διατάξεις αυτές εξειδικεύεται η συνταγματική επιταγή για την αυξημένη προστασία των αρχαίων μνημείων και των αρχαιολογικών χώρων, δηλαδή, μεταξύ άλλων, και εκτάσεων που περιέχουν αρχαία μνημεία καθώς και το απαραίτητο ελεύθερο περιβάλλον που επιτρέπει σε αυτά να αναδεικνύονται σε ιστορική, αισθητική και λειτουργική ενότητα. (Σ.τ.Ε. 3236/2014, 4447/2013, 3041/2011). Η οριοθέτηση του αρχαιολογι¬κού χώρου μπορεί να περιλαμβάνει και ακίνητα στα οποία δεν έχουν μεν ανευρεθεί αρχαιότητες, λόγω, όμως, της άμεσης γειτνίασης ή των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών τους ή, πάντως, της ιδιαίτερης σχέσης τους με τον χώρο, όπου ανευρέθηκαν οι αρχαιότητες, κρίνεται ότι πρέπει, για την προστασία ή την ανάδειξη του όλου αρχαιολογικού χώρου, να ενταχθούν σ’ αυτόν (πρβλ. Σ.τ.Ε. 3236/2014, 4447/2013, 1464/2009, 1924/2008, 896/2005, 3285/2004).
- Επειδή, από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτουν τα ακόλουθα: Με το από 25.2.1922 β.δ. (Α΄ 28/26.2.1922) κηρύχθηκαν, μεταξύ άλλων, ως προέχοντα βυζαντινά μνημεία, τα κάστρα Παλαμήδι και Μπούρτζι του Ναυπλίου, ακολούθως δε, με την 11707/14.6.1966 απόφαση του Υπουργού Προεδρίας της Κυβερνήσεως (Δ΄ 429/8.7.1966), χαρακτη¬ρίσθηκαν ως αρχαιολογικοί χώροι και ιστορικά διατηρητέα μνημεία η Ακροναυπλία «μετά του υψώματός της» και το φρούριο του Παλαμηδίου «με ζώνη προστασίας το ύψωμά του». Με την 24843/3.12.1971 απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού και Επιστημών (Β΄ 995/13.12.1971) χαρακτηρίσθηκαν ως τόποι ιστορικοί και ιδιαιτέρου φυσικού κάλλους η θέση του λόφου «Κουτσούρια», η έκταση «από της θέσεως Λαγούμια μέχρι του Ν. της Ευαγγελιστρίας» και η περιοχή «Ζυμβρακάκη» του Ναυπλίου. Ακολούθως, ο Υπουργός Πολιτισμού, με το ΥΠΠΟ/ΑΡΧ/Β1/ Φ30/8801/187/27.2.1990 έγγραφό του, εισηγήθηκε προς το Υπουργείο Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων την έκδοση π.δ. με αντικείμενο τον καθορισμό ζωνών προστασίας και όρων δόμησης στην ευρύτερη περιοχή του Παλαμηδίου – Ναυπλίου προκειμένου να υπάρξει ανάσχεση της οικοδομικής δραστηριότητας στην περιοχή. Ειδικότερα, με το έγγραφο αυτό η όλη περιοχή διαιρούνταν σε ζώνες, με διαφόρους περιορισμούς χρήσεων. Ιδιαιτέρως αυστηροί περιορισμοί τέθηκαν στη Ζώνη Β΄, στην οποία περιλαμβάνονταν, μεταξύ άλλων, οι αρχαιολογικοί χώροι του Παλαμηδίου, της Ακροναυπλίας και η θέση του λόφου «Κουτσούρια». Με την ΥΠΠΟ/ΑΡΧ/Β1/Φ430/41601/1185/30.8.1995 από¬φαση του Υπουργού Πολιτισμού (Δ΄ 817/19.10.1995) καθορίσθηκε, κατόπιν της 12/21.3.1995 γνωμοδότησης του Κ.Α.Σ., Ζώνη Α΄ προστασίας του φρουρίου του Παλαμηδίου. Στην εν λόγω Ζώνη Α΄ απαγορεύθηκε παντελώς η δόμηση, εντάχθηκε δε σε αυτήν όλη η περιοχή, η οποία περιλαμβανόταν στην Ζώνη Β΄ του τοπογραφικού διαγράμματος που συνόδευε το ΥΠΠΟ/ΑΡΧ/Β1/Φ30/8801/187/27.2.1990 έγγραφο του Υπουρ¬γού Πολιτισμού, εξαιρουμένου του βορειοδυτικού τμήματος, το οποίο είχε ενταχθεί στο Γ.Π.Σ. Ναυπλίου (π.δ. της 15.4.1988, Δ΄ 409/14.6.1988). Το τμήμα του λόφου «Κουτσούρια», εντός του οποίου εμπίπτουν οι επίδικες ιδιοκτησίες, περιελήφθη, κατά τα εκτιθέμενα στο ΥΠΠΟΑ/ΓΔΑΠΚ/ΔΒΜΑ/ ΤΑΧΜΑΕ/234419/126917/8498/3694/19.2.2014 έγγραφο της Διοίκησης, στην εν λόγω Ζώνη Α΄ προστασίας. Ειδικώς, στο λόφο «Κουτσούρια» έχουν πραγματοποιηθεί ανασκαφές από την αρχαιολόγο – ανασκαφέα Ε. Πρωτονοτάριου – Δεϊλάκη, οι οποίες έφεραν στο φως χρήση της θέσης κατά την προϊστορική περίοδο. Περαιτέρω, με την ΥΠΠΟ/ΑΡΧ/Β1/Φ30/ 41602/1184/30.8.1995 απόφαση του ιδίου Υπουργού, η οποία εκδόθηκε κατόπιν της ανωτέρω 12/21.3.1995 γνωμοδότησης του Κ.Α.Σ., κηρύχθηκε ως Ζώνη Β΄ προστασίας όλη η περιοχή, η οποία περικλειόταν στην Ζώνη Γ΄ του ανωτέρω ΥΠΠΟ/ΑΡΧ/Β1/Φ30/8801/187/27.2.1990 εγγράφου του Υπουργού Πολιτισμού. Κατά της ΥΠΠΟ/ΑΡΧ/Β1/Φ430/41601/1185/ 30.8.1995 απόφασης του Υπουργού Πολιτισμού περί καθορισμού Ζώνης Α΄ προστασίας του φρουρίου του Παλαμηδίου, ασκήθηκε αίτηση ακύρωσης από φυσικά πρόσωπα, η οποία απορρίφθηκε με την 1704/1998 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας. Ειδικότερα, με την απόφαση αυτή έγινε δεκτό, μεταξύ άλλων, ότι, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 91 του ν. 1892/1991, η έκδοση απόφασης περί καθορισμού ζωνών προστασίας αρχαιολογικού χώρου δεν προϋποθέτει αναγκαίως την προηγούμενη κήρυξη του χώρου ως αρχαιολογικού κατά τις διατάξεις του κ.ν. 5351/1992 περί αρχαιοτήτων, διότι, εκδιδόμενη και αυτή από τον Υπουργό Πολιτισμού κατόπιν γνώμης του Κ.Α.Σ., δύναται, όπως στην κριθείσα περίπτωση, να περιέχει εν ταυτώ την κήρυξη του χώρου ως αρχαιολογικού και τον καθορισμό των ζωνών προστασίας του. Περαιτέρω, κρίθηκε ότι το ανωτέρω ΥΠΠΟ/ΑΡΧ/Β1/Φ30/8801/187/27.2.1990 έγγραφο του Υπουργού Πολιτισμού, συνιστούσε απλώς πρόταση του Υπουργού Πολιτισμού προς το Υπουργείο Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων, διατυπωθείσα μετά από μελέτη των συνθηκών της περιοχής, για την λήψη μέτρων προκειμένου να διασφαλισθεί η περιοχή από την οικοδομική δραστηριότητα, η προσβληθείσα δε ΥΠΠΟ/ΑΡΧ/Β1/Φ430/ 41601/1185/30.8.1995 απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού περί καθορισμού Ζώνης Α΄ προστασίας του φρουρίου του Παλαμηδίου αναφέρεται μεν στο έγγραφο αυτό αλλά συνιστά αυτοτελή ρύθμιση με πλήρη απεικόνιση στο συνδημοσιευόμενο οικείο διάγραμμα. Με την σκέψη αυτή το Δικαστήριο απέρριψε ως αβάσιμο τον λόγο ακύρωσης, με τον οποίο είχε προβληθεί ότι η ΥΠΠΟ/ΑΡΧ/Β1/Φ430/41601/1185/30.8.1995 απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού είναι παράνομη διότι ερείδεται στην ΥΠΠΟ/ΑΡΧ/Β1/Φ30/8801/187/27.2.1990 πράξη του Υπουργού Πολιτισμού που δεν έχει δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Στο πλαίσιο της επικαιροποίησης του καθεστώτος προστασίας της περιοχής του Ναυπλίου, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3028/2002, πραγματοποιή¬θηκε, στις 11.9.2008, αυτοψία στην περιοχή του Παλαμηδίου από Επιτροπή του Κ.Α.Σ., η οποία συγκροτήθηκε με την ΥΠΠΟ/ΓΔΑΠΚ/ ΑΡΧ/Β1/Φ50/67165/2949/8.7.2008 απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού. Η εν λόγω Επιτροπή προέβη σε καθορισμό του αρχαιολογικού χώρου, με πράσινη διακοπτόμενη γραμμή σε χάρτη της Γ.Υ.Σ., έκρινε δε ότι είναι σκόπιμο να χρησιμοποιηθεί η ονομασία «αρχαιολογικός χώρος μνημείων ευρύτερης περιοχής Ναυπλίου» αντί της ονομασίας «αρχαιολογικός χώρος Παλαμηδίου» δεδομένου ότι εντός των προτεινόμενων ορίων εντάσσεται ικανός αριθμός μνημείων και αρχαιολογικών θέσεων που χρονολογούνται από τους προϊστορικούς έως και τους βυζαντινούς και μεταβυζαντινούς χρόνους (λόφος «Κουτσούρια», περιοχή «Λαγούμια», βραχοσκεπή «Κοκκινόβραχος», Λέων των Βαυαρών, κάστρο της Ακροναυπλίας, φρούριο Παλαμηδίου κ.λπ.). Κατόπιν τούτων, το Κ.Α.Σ., με την 37/14.9.2010 ομόφωνη γνωμοδότησή του, πρότεινε την αναοριοθέτηση του αρχαιολογικού χώρου του Ναυπλίου, εντός του οποίου περικλείονται πολύ σημαντικά μνημεία διαφόρων χρονικών περιόδων που εντάσσονται σε μία αρχαιολογική ενότητα και μαρτυρούν με αδιάψευστο τρόπο την διαχρονική ιστορική πορεία της περιοχής. Επί τη βάσει της 37/14.9.2010 γνωμοδότησης του Κ.Α.Σ., εκδόθηκε η προσβαλλόμενη ΥΠΠΟΤ/ ΓΔΑΠΚ/ΑΡΧ/Β1/Φ50/62380/1914/1.6.2011 απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού και Τουρισμού με την οποία εγκρίθηκε η αναοριοθέτηση του αρχαιολογικού χώρου του Ναυπλίου της Π.Ε. Αργολίδας της Περιφέρειας Πελοποννήσου (τ. Α.Α.Π. 181/20.7.2011). Όπως προκύπτει από το περιεχόμενο της πράξης αυτής σε συνδυασμό με τα αμέσως ανωτέρω εκτεθέντα, η προσβαλλομένη περιορίζεται στην αναοριοθέτηση του αρχαιολογικού χώρου, δεν θίγεται δε με αυτήν ο καθορισμός των ζωνών προστασίας που εχώρησε με τις αποφάσεις του έτους 1995.
- Επειδή, ο λόγος ακύρωσης, κατά τον οποίο η προσβαλλομένη έχρηζε συνυπογραφής από τον Υπουργό Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής, εφ’ όσον η επίδικη περιοχή έχει χαρακτηρισθεί, με την προαναφερθείσα 24843/3.12.1971 απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού και Επιστημών, ως τόπος ιστορικός και ιδιαιτέρου φυσικού κάλλους, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος δεδομένου ότι, σύμφωνα με την εξουσιοδοτική διάταξη του άρθρου 12 παρ. 1 του ν. 3028/2002, η οριοθέτηση και, για την ταυτότητα του νομικού λόγου, η αναοριοθέτηση του αρχαιολογικού χώρου χωρεί με απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού, κατόπιν γνώμης του Συμβουλίου, στην προκειμένη δε περίπτωση πληρούνται οι προϋποθέσεις αυτές εφ’ όσον η ρύθμιση θεσπίσθηκε με την ΥΠΠΟΤ/ΓΔΑΠΚ/ΑΡΧ/Β1/Φ50/62380/1914/1.6.2011 απόφαση του αρμο¬δίου Υπουργού Πολιτισμού και Τουρισμού κατόπιν της 37/14.9.2010 γνωμοδότησης του Κ.Α.Σ.
- Επειδή, κατά το άρθρο 8 παρ. 1 περ. α΄ του π.δ. 191/2003 «Οργανισμός Υπουργείου Πολιτισμού» (Α΄ 146), η Διεύθυνση Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων (Δ.Π.Κ.Α.) συγκροτείται, μεταξύ άλλων, από το Τμήμα Αρχαιολογικών Χώρων, Μνημείων και Αρχαιογνωστικής Έρευνας, στην αρμοδιότητα του οποίου περιλαμβάνο¬νται και τα θέματα που αφορούν στην αναοριοθέτηση αρχαιολογικών χώρων, ιστορικών τόπων και μνημείων, οι οποίοι αποτέλεσαν τον τόπο εξαίρετων μυθικών γεγονότων ή γεγονότων που έλαβαν χώρα μέχρι το τέλος του 4ου αιώνα μ. Χ. Κατά το άρθρο 9 παρ. 1 του ιδίου π.δ., η Διεύθυνση Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Μνημείων (Δ.Β.Μ.Μ.) συγκροτείται, μεταξύ άλλων, από το Τμήμα Αρχαιολογικών Χώρων, Μνημείων και Αρχαιογνωστικής Έρευνας, στην αρμοδιότητα του οποίου ανήκουν τα βυζαντινά και μεταβυζαντινά μνημεία καθώς και τα νεότερα θρησκευτικά μνημεία της περιόδου από το τέλος του 4ου αιώνα μ. Χ. και έως το 1830. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ. 1 της ΥΠΠΟ/ΔΟΕΠΥ/ΤΟΠΥΝΣ/14/3698/20.1.2004 απόφασης του Υπουργού Πολιτισμού «Οργάνωση και Λειτουργία των Συμβουλίων του ν. 3028/2002 στο Υπουργείο Πολιτισμού» (Β΄ 70), η οποία εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 52 παρ. 5 εδάφιο α΄ του ν. 3028/2002, «Οι εισηγήσεις στα Κεντρικά Συμβούλια γίνονται από τις αρμόδιες Διευθύνσεις, έτσι όπως ορίζονται από τον ισχύοντα οργανισμό του ΥΠ.ΠΟ, ενώ υφίσταται και η περίπτωση συνεισήγησης, όπου υπάρχει συναρμοδιότητα ή αυτό κρίνεται απαραίτητο από τον Πρόεδρο».
- Επειδή, προβάλλεται ότι, εφ’ όσον στον αναοριοθετηθέντα αρχαιολογικό χώρο δεν περιλαμβάνονται, κατά τους αιτούντες, βυζαντινά μνημεία, η Δ.Β.Μ.Μ. ήταν αναρμόδια να εισηγηθεί προς το Κ.Α.Σ. την έκδοση απόφασης αναοριοθέτησης του χώρου και, κατ’ ακολουθίαν, η προσβαλλόμενη πράξη, με την οποία υιοθετήθηκε η γνωμοδότηση του Κ.Α.Σ. είναι πλημμελής. Περαιτέρω, κατά τους αιτούντες, η προσβαλλο¬μένη καθίσταται πλημμελής εφ’ όσον δεν προηγήθηκε εισήγηση προς το Κ.Α.Σ. από την Δ.Π.Κ.Α., η οποία ήταν αρμόδια λόγω της ύπαρξης στην περιοχή ευρημάτων της νεολιθικής και πρωτοελλαδικής εποχής.
- Επειδή, όπως εκτέθηκε, ιδίως, στην σκέψη 10, στον αναοριοθετηθέντα με την προσβαλλομένη αρχαιολογικό χώρο περιλαμβάνεται ικανός αριθμός μνημείων που διατρέχουν τους προϊστορικούς έως και τους βυζαντινούς και μεταβυζαντινούς χρόνους (λόφος «Κουτσούρια», περιοχή «Λαγούμια», βραχοσκεπή «Κοκκινόβρα¬χος», Λέων των Βαυαρών, κάστρο της Ακροναυπλίας, φρούριο Παλαμηδίου κ.λπ.). Συνεπώς, ο προβαλλόμενος λόγος, κατά το πρώτο σκέλος του, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, εφ’ όσον η Δ.Β.Μ.Μ. ήταν αρμόδια, σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις, να εισηγηθεί προς το Κ.Α.Σ. την υιοθετηθείσα με την προσβαλλομένη ρύθμιση, με την οποία αναοριοθετείται αρχαιολογικός χώρος που περιλαμβάνει βυζαντινά και μεταβυζαντινά μνημεία. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της 37/14.9.2010 γνωμοδότησης του Κ.Α.Σ., η εισήγηση προς το Κ.Α.Σ. έγινε από την Διευθύντρια της Δ.Β.Μ.Μ., με την πρόταση δε αυτή «συμφωνούν τόσο η Δ.Β.Μ.Μ., όσο και η Διεύθυνση Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων (Δ.Π.Κ.Α.)». Με τα δεδομένα αυτά, ο προβαλλόμενος λόγος, κατά το δεύτερο σκέλος του, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος εφ’ όσον με την εισήγηση ενώπιον του Κ.Α.Σ. είχε, πάντως, συμφωνήσει και η Δ.Π.Κ.Α., η οποία ήταν συναρμόδια, εν όψει της ύπαρξης προϊστορικών αρχαιοτήτων στον αναοριοθετηθέντα χώρο.
- Επειδή, προβάλλεται, καθ’ ερμηνεία του δικογράφου, ότι, κατά παράβαση του άρθρου 20 παρ. 2 του Συντάγματος, οι αιτούντες δεν κλήθηκαν πριν από την έκδοση της προσβαλλομένης να εκφέρουν τις απόψεις τους. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, εφ’ όσον η κήρυξη χώρου ως αρχαιολογικού, κατά το άρθρο 12 παρ. 1 του ν. 3028/2002, πραγματοποιείται βάσει αντικειμενικών κριτηρίων και για το λόγο αυτό δεν απαιτείται προηγουμένη κλήση προς ακρόαση των τυχόν θιγομένων ιδιοκτητών (πρβλ. Σ.τ.Ε. 2797/2002).
- Επειδή, από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτει ότι, κατά την ανέλεγκτη ακυρωτικώς τεχνική κρίση της Διοίκησης ο αναοριοθετηθείς με την προσβαλλομένη αρχαιολογικός χώρος περιλαμβάνει πληθώρα μνημείων, ρητώς μάλιστα αναφερομένων, τα οποία χρονολογούνται από τους προϊστορικούς έως και τους βυζαντινούς και μεταβυζαντινούς χρόνους, η ένταξή τους δε στην οριοθέτηση, επί τη βάσει έρευνας πεδίου, γεωγραφικών συντεταγμένων και σχετικού διαγράμματος, επιτρέπει την ανάδειξη και προστασία τους σε ιστορική, αισθητική και λειτουργική ενότητα. Συνεπώς, συντρέχουν, στην προκειμένη περίπτωση, οι διαγραφόμενες στο άρθρο 12 παρ. 1 του ν. 3028/2002 προϋποθέσεις για την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, τα δε περί του αντιθέτου προβαλλόμενα είναι απορριπτέα ως αβάσιμα.
- Επειδή, περαιτέρω, κατά τα εκτιθέμενα, ιδίως, στο Φ5Β/1216/12.11.2014 έγγραφο της Εφορείας Αρχαιοτήτων Αργολίδας, δεν έχουν μεν εντοπισθεί στην ιδιοκτησία των αιτούντων, η οποία κείται στη βορειοδυτική πλευρά του λόφου «Κουτσούρια», αρχαιότητες, ωστόσο, κατά την έρευνα πεδίου που έχει πραγματοποιηθεί από την αρχαιολόγο – ανασκαφέα Ε. Πρωτονοτάριου -Δεϊλάκη, ανευρέθησαν στο πλάτωμα μεταξύ των τριών εξαρμάτων του λόφου «Κουτσούρια» κατάλοιπα προϊστορικής εγκατάστασης της Εποχής του Λίθου, τα οποία τεκμηριώνουν τα πρωϊμότερα στάδια της πολιτιστικής εξέλιξης του ανθρώπου. Με τα δεδομένα αυτά, ο ειδικότερος λόγος ακύρωσης, με τον οποίο προβάλλεται ότι η επίμαχη ιδιοκτησία, στην οποία δεν υφίστανται αρχαιολογικά ευρήματα, κατά πλάνη περί τα πράγματα περιελήφθη στον χαρακτηρισθέντα αρχαιολογικό χώρο είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, εφ’ όσον, κατά την έννοια των διατάξεων που παρατέθηκαν στην σκέψη 9, δεν απαιτείται άνευ άλλου να υπάρχουν εντός του οριοθετηθέντος χώρου ευρήματα, αλλά επιτρέπεται ο χαρακτηρισμός ευρύτερης περιοχής, εφ’ όσον αυτό κρίνεται αναγκαίο για την προστασία και ανάδειξη των ήδη ευρεθεισών αρχαιοτήτων, στην προκειμένη δε περίπτωση, η ένταξη στον αρχαιολογικό χώρο της επίδικης ιδιοκτησίας αποσκοπεί, όπως προεκτέθηκε, στην προστασία και ανάδειξη του διαχρονικού αρχαιολογικού χώρου του Ναυπλίου σε ιστορική, λειτουργική και αισθητική συνέχεια. Τέλος, ο λόγος ακύρωσης, καθ’ ό μέρος πλήσσει την επιστημονική κρίση της Διοίκησης ως προς την ακριβή έκταση του οριοθετούμενου αρχαιολογικού χώρου και τα εντός αυτού ευρήματα, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος.
- Επειδή, προβάλλεται ότι η Διοίκηση, κατά παράβαση του άρθρου 10 του ν. 3028/2002, δεν εξέτασε αιτιολογημένα εάν το φρούριο του Παλαμηδίου ενδέχεται να υποστεί βλάβη από την δόμηση του ακινήτου τους, χωρίς, ιδίως, να συνεκτιμήσει την μεγάλη απόσταση – 1.145 μ. περίπου κατά τους αιτούντες – μεταξύ της ιδιοκτησίας τους και του φρουρίου, η οποία αποτρέπει τον κίνδυνο άμεσης ή έμμεσης βλάβης του εν λόγω φρουρίου. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος εφ’ όσον η πληττόμενη ρύθμιση τέθηκε σύμφωνα με την ανωτέρω εξουσιοδοτική διάταξη του άρθρου 12 παρ. 1 του ν. 3028/2002 περί οριοθέτησης αρχαιολογικών χώρων, ουδόλως δε σχετίζεται με την διάταξη του άρθρου 10 του ν. 3028/2002, η οποία ρυθμίζει το διαφορετικό ζήτημα των επεμβάσεων σε ακίνητα μνημεία και στο περιβάλλον τους.
- Επειδή, προβάλλεται ότι η Διοίκηση δεν έλαβε υπ’ όψιν την 216/2006 απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου του Δήμου Ναυπλίου, με την οποία προτάθηκε η εξαίρεση τμήματος της περιοχής «Ζυμβρακάκη» και, κατά τους αιτούντες, της επίδικης ιδιοκτησίας από την αναοριοθέτηση του αρχαιολογικού χώρου. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος εφ’ όσον η γνώμη που διατύπωσε το Δημοτικό Συμβούλιο του Δήμου Ναυπλίου δεν δεσμεύει τις αρμόδιες, κατά το ν. 3028/2002, υπηρεσίες του Υπουργείου Πολιτισμού για την αναοριοθέτηση του αρχαιολογικού χώρου.
- Επειδή, η πράξη, με την οποία ένας χώρος κηρύσσεται ως αρχαιολογικός, δεν θίγει το ιδιοκτησιακό καθεστώς ούτε συνεπάγεται απόλυτη απαγόρευση εκμετάλλευσης του χώρου, η μόνη δε συνέπεια που απορρέει από το νόμο είναι η γνωστοποίηση στους ιδιοκτήτες του χώρου, και σε κάθε ενδιαφερόμενο, ότι ο χώρος παρουσιάζει αρχαιολογικό ενδιαφέρον και η εκτέλεση οποιουδήποτε έργου σ’ αυτόν υπόκειται στον έλεγχο του Υπουργείου Πολιτισμού (πρβλ. Σ.τ.Ε. 3285/2004, 1784/2003, 2970/1999), το οποίο μπορεί να επιβάλει σχετικούς περιορισμούς προκειμένου να ικανοποιηθεί ο κατά το Σύνταγμα και το νόμο σκοπός της προστασίας της πολιτιστικής κληρονομιάς. Είναι δε διαφορετικό ζήτημα αν από την επιβολή απαγορεύσεων σε συγκεκριμένη περίπτωση γεννάται τυχόν αξίωση του ιδιοκτήτη προς αποζημίωση. Εν όψει αυτού, ο λόγος ακύρωσης, με τον οποίο προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση θίγει, κατά παράβαση του άρθρου 17 του Συντάγματος και του άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α., το δικαίωμα της ιδιοκτησίας των αιτούντων είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Εξ άλλου, η τυχόν βλάβη της ιδιοκτησίας των αιτούντων απορρέει από την ως άνω υπουργική απόφαση του έτους 1995 περί καθορισμού Ζώνης Α΄ απολύτου προστασίας, η οποία, όπως εκτέθηκε στην σκέψη 10, εξακολουθεί να ισχύει, η πράξη δε αυτή, κατά τα εκτεθέντα στην σκέψη 7, δεν προσβάλλεται παραδεκτώς με την κρινόμενη αίτηση.
- Επειδή, προβάλλεται ότι κατά παράβαση της αρχής της ισότητας εντάχθηκε το ακίνητο των αιτούντων στον αρχαιολογικό χώρο ενώ, αντιθέτως, άλλες ιδιοκτησίες, οι οποίες κείνται «προς την παραλία της Καραθώνας και του Παλαμηδίου» εξαιρέθηκαν της οριοθέτησης. Ο λόγος αυτός, ανεξαρτήτως της αοριστίας του, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι οι ιδιοκτησίες αυτές τελούν υπό διαφορετικές συνθήκες, οι οποίες συναρτώνται με την προσήκουσα, κατά την κρίση της αρχαιολογικής υπηρεσίας, έκταση προστασίας του αρχαιολογικού χώρου (πρβλ. Σ.τ.Ε. 896/2005).
- Επειδή, με την προσβαλλόμενη απόφαση η Διοίκηση προέβη, σύμφωνα με τις διατάξεις του νεότερου ν. 3028/2002, σε αναοριοθέτηση του αρχαιολογικού χώρου του Ναυπλίου, η ρύθμιση δε αυτή εχώρησε επί τη βάσει των δεδομένων της αρχαιολογικής έρευνας, της από 11.9.2008 αυτοψίας στην περιοχή του Παλαμηδίου από Επιτροπή του Κ.Α.Σ. και της 37/14.9.2010 γνωμοδότησης του Κ.Α.Σ., με συνδημοσίευση των σχετικών διαγραμμάτων στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Συνεπώς, η προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία ερείδεται στα ανωτέρω νομικά και πραγματικά δεδομένα, συνιστά αυτοτελή ρύθμιση σε σχέση τόσο με το προεκτεθέν ΥΠΠΟ/ΑΡΧ/Β1/Φ30/8801/187/27.2.1990 έγγραφο του Υπουρ¬γού Πολιτισμού, όσο και με τις αποφάσεις του έτους 1995 περί καθορισμού ζωνών προστασίας στην ευρύτερη περιοχή του Παλαμηδίου. Εν όψει τούτου, ο προβαλλόμενος λόγος, κατά τον οποίο το Δικαστήριο πρέπει να προβεί σε παρεμπίπτοντα έλεγχο νομιμότητας του ανωτέρω εγγράφου του έτους 1990 και των αποφάσεων του έτους 1995 είναι απορριπτέος, προεχόντως, ως αλυσιτελής, εφ’ όσον η προσβαλλομένη εκδόθηκε βάσει των ως άνω νεοτέρων στοιχείων και σύμφωνα με το νέο αρχαιολογικό νόμο.
- Επειδή, ο λόγος ακύρωσης, με τον οποίο προβάλλεται ότι η προσβαλλομένη εκδόθηκε κατά κατάχρηση εξουσίας, είναι απορριπτέος προεχόντως ως αναπόδεικτος.
- Επειδή, μη προβαλλομένου με το κύριο ή το πρόσθετο δικόγραφο άλλου αυτοτελούς λόγου ακύρωσης, η κρινομένη αίτηση πρέπει να απορριφθεί.