ΣτΕ 377/2016 [Παραδεκτό αιτήσεως αναιρέσεως σε υπόθεση άρνησης άρσης ρυμοτομικού βάρους]
Περίληψη
-Οι αναιρεσείοντες, με την κρινόμενη αίτηση προβάλλουν ότι το δικάσαν δικαστήριο έσφαλε κατά την κρίση του περί του ευλόγου χρόνου διατηρήσεως του βάρους, ωστόσο, δεν επικαλούνται, με το εισαγωγικό δικόγραφο, τη συνδρομή των προϋποθέσεων των ανωτέρω διατάξεων, ότι, δηλαδή, επί του ζητήματος αυτού είτε δεν υπάρχει νομολογία είτε η κρίση της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης έρχεται σε αντίθεση με ειδικώς μνημονευόμενες στο δικόγραφο αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου ή προς άλλες αποφάσεις διοικητικών δικαστηρίων, με τις οποίες έχουν επιλυθεί υποθέσεις υπό τα ίδια ή ουσιωδώς παρεμφερή πραγματικά περιστατικά (ΣτΕ 266/2014). Επομένως, η κρινόμενη αίτηση, η οποία δεν πληροί τις προϋποθέσεις παραδεκτού των ως άνω διατάξεων είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη.
Πρόεδρος: Χρ. Ράμμος
Εισηγητής: Χ. Παπανικολάου
Δικηγόροι: Ε. Μάντζου, Δημ. Στράνης, Αν. Μπάνος
Βασικές Σκέψεις
- Επειδή, με την υπό κρίση αίτηση ζητείται η αναίρεση της 124/2014 απόφασης του Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, με την οποία απορρίφθηκε προσφυγή των αναιρεσειόντων κατά της σιωπηρής άρνησης της Διοίκησης να άρει ρυμοτομικό βάρος που είχε επιβληθεί σε βάρος ακινήτου τους, το οποίο βρίσκεται στο οικοδομικό τετράγωνο μεταξύ των οδών Μιαούλη, Εδμόνδου Ροστάν, Φλέμινγκ και Δελφών του Δήμου Θεσσαλονίκης με τον χαρακτηρισμό αυτού ως χώρου για τη ανέγερση σχολείου.
- Επειδή, νομίμως, εν προκειμένω, συζητήθηκε η υπόθεση απολιπομένης της αναιρεσίβλητης Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας, εφόσον, σύμφωνα με την 4126 Δ/18.9.2015 έκθεση επίδοσης της Δικαστικής Επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης Μ. Πολυχρονάκη, την ημερομηνία αυτή επιδόθηκαν σε αρμόδιο υπάλληλο της εν λόγω Περιφέρειας αντίγραφα της κρινομένης αιτήσεως και της πράξης της Προέδρου του Ε΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας περί ορισμού δικασίμου και εισηγητή της υπόθεσης.
- Επειδή, στο άρθρο 53 παρ. 3 και 4 του π.δ. 18/1989, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 12 παρ. 1 του ν. 3900/2010 (Α΄ 213), το οποίο, κατά το άρθρο 70 αυτού, ισχύει από την 1.1.2011, ορίζονται τα εξής: «3. Η αίτηση αναιρέσεως επιτρέπεται μόνον όταν προβάλλεται από τον διάδικο με συγκεκριμένους ισχυρισμούς που περιέχονται στο εισαγωγικό δικόγραφο ότι δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή ότι υπάρχει αντίθεση της προσβαλλομένης αποφάσεως προς τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου είτε προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου. 4. Δεν επιτρέπεται η άσκηση αίτησης αναιρέσεως, όταν το ποσό της διαφοράς που άγεται ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας είναι κατώτερο από σαράντα χιλιάδες ευρώ, εκτός αν προσβάλλονται αποφάσεις που εκδίδονται επί προσφυγών ουσίας, εφόσον αφορούν περιοδικές παροχές ή τη θεμελίωση του δικαιώματος σε σύνταξη ή τη θεμελίωση του δικαιώματος σε εφάπαξ παροχή και τον καθορισμό του ύψους της …». Κατά τα ήδη κριθέντα, οι ανωτέρω διατάξεις έχουν εφαρμογή επί των αιτήσεων αναίρεσης που ασκούνται μετά την έναρξη της ισχύος τους (1.1.2011), ανεξαρτήτως του χρόνου δημοσίευσης της προσβαλλόμενης απόφασης, για το παραδεκτό δε της άσκησης αίτησης αναίρεσης, υπό την ισχύ του ν. 3900/2010, απαιτείται η συνδρομή τόσο του ελάχιστου χρηματικού ορίου της διαφοράς όσο και των προϋποθέσεων που αναφέρονται στο άρθρο 53 παρ. 3 του π.δ. 18/1989, όπως αντικαταστάθηκε κατά τα ανωτέρω. Επομένως, επί διαφοράς που δεν έχει άμεσο χρηματικό αντικείμενο ή διαφοράς με χρηματικό αντικείμενο που υπερβαίνει τις 40.000 ευρώ, η αίτηση αναίρεσης ασκείται πλέον παραδεκτώς μόνον όταν προβάλλεται από τον αναιρεσείοντα με ειδικούς και συγκεκριμένους ισχυρισμούς, που περιέχονται στο εισαγωγικό δικόγραφο, είτε ότι δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας επί συγκεκριμένου νομικού ζητήματος, δηλαδή επί ζητήματος ερμηνείας διάταξης νόμου ή γενικής αρχής του ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου, κρίσιμου για την επίλυση της ενώπιον του αναιρετικού αγόμενης διαφοράς, είτε ότι η κρίση της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης επί συγκεκριμένου νομικού ζητήματος, η επίλυση του οποίου ήταν αναγκαία για τη διάγνωση της υπόθεσης, έρχεται σε αντίθεση προς παγιωμένη ή, πάντως, μη ανατραπείσα νομολογία επί του αυτού νομικού ζητήματος και υπό τους αυτούς όρους αναγκαιότητας για τη διάγνωση των σχετικών υποθέσεων ενός τουλάχιστον εκ των τριών ανωτάτων δικαστηρίων (Σ.τ.Ε., Α.Π., Ελ.Σ.) ή του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου ή προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου (βλ. Σ.τ.Ε. 430/2015 , 4231/2014 κ.ά.). Στην τελευταία αυτή περίπτωση, οι αποφάσεις προς τις οποίες προβάλλεται αντίθεση πρέπει να μνημονεύονται ειδικώς, το δε υπ’ αυτών κριθέν νομικό ζήτημα θα πρέπει να ήταν ουσιώδες για την επίλυση των ενώπιον των δικαστηρίων εκείνων αχθεισών διαφορών (Σ.τ.Ε. 430/2015 , 2301/2011 7μ. κ.ά.). Η ρύθμιση δε αυτή ενόψει του περιεχομένου της και του σκοπού, στον οποίο αποβλέπει, δεν αντίκειται στα άρθρα 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών (Ε.Σ.Δ.Α.) που κυρώθηκε με το ν.δ. 53/1974 (Α΄ 256), (Σ.τ.Ε. 3745/2011 7μ. κ.ά.).
- Επειδή, η κρινόμενη αίτηση, η οποία δεν έχει άμεσο χρηματικό αντικείμενο (βλ. Σ.τ.Ε. 2986/2015, 2103/2015 , 4089/2014 ) κατατέθηκε στη Γραμματεία του Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης στις 4.6.2014 και καταλαμβάνεται, ως εκ τούτου, από τις διατάξεις του άρθρου 53 παρ. 3 και 4 του π.δ. 18/1989, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 12 παρ. 1 του
ν. 3900/2010. Περαιτέρω, με την αναιρεσιβαλλομένη απορρίφθηκε η προσφυγή των αναιρεσειόντων κατά της σιωπηρής άρνησης της Διοίκησης, η οποία συντελέστηκε με την πάροδο απράκτου τριμήνου από την υποβολή, στις 9.3.2010, της αίτησής τους για την άρση ρυμοτομικού βάρους που είχε επιβληθεί με την Γ255583/2171/8.9.1978 απόφαση του Υπουργού Δημοσίων Έργων «Περί τροποποιήσεως του ρυμοτομικού σχεδίου Θεσσαλονίκης δια του καθορισμού χώρου διά ανέγερσιν δημοτικού σχολείου» (Δ´ 600/13.111978) σε βάρος ακινήτου τους, το οποίο βρίσκεται στο οικοδομικό τετράγωνο μεταξύ των οδών Μιαούλη, Εδμόνδου Ροστάν, Φλέμινγκ και Δελφών του Δήμου Θεσσαλονίκης. Ειδικότερα, το δικάσαν δικαστήριο έκρινε ότι δεν παρήλθε ο εύλογος χρόνος από την επιβολή της ως άνω δέσμευσης σε βάρος του ακινήτου των αναιρεσειόντων και, κατά συνέπεια, δεν επήλθε επ’ αυτού νομικό και οικονομικό βάρος αντίθετο προς την συνταγματική προστασία της ιδιοκτησίας, διότι το ακίνητο χρησιμοποιούνταν ως σχολείο ήδη από το έτος 1945 οι δε αναιρεσείοντες μίσθωναν το ανωτέρω ακίνητό τους στην Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Θεσσαλονίκης από το 1999 έως το 2009 για την στέγαση του εν λόγω σχολείου, αποκομίζοντας τα σχετικά μισθώματα και δεν επεδίωξαν τον αποχαρακτηρισμό της ιδιοκτησίας τους ούτε τότε ούτε κατά το παρελθόν. Οι αναιρεσείοντες, με την κρινόμενη αίτηση προβάλλουν ότι το δικάσαν δικαστήριο έσφαλε κατά την κρίση του περί του ευλόγου χρόνου διατηρήσεως του βάρους, ωστόσο, δεν επικαλούνται, με το εισαγωγικό δικόγραφο, τη συνδρομή των προϋποθέσεων των ανωτέρω διατάξεων, ότι, δηλαδή, επί του ζητήματος αυτού είτε δεν υπάρχει νομολογία είτε η κρίση της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης έρχεται σε αντίθεση με ειδικώς μνημονευόμενες στο δικόγραφο αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου ή προς άλλες αποφάσεις διοικητικών δικαστηρίων, με τις οποίες έχουν επιλυθεί υποθέσεις υπό τα ίδια ή ουσιωδώς παρεμφερή πραγματικά περιστατικά (ΣτΕ 266/2014). Επομένως, η κρινόμενη αίτηση, η οποία δεν πληροί τις προϋποθέσεις παραδεκτού των ως άνω διατάξεων είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη. Εξάλλου, ο προβαλλόμενος με το από 2.12.2015 υπόμνημα ισχυρισμός των αναιρεσειόντων ότι η ως άνω διάταξη του ν. 3900/2010 εφαρμόζεται μόνον στις περιπτώσεις, κατά τις οποίες έχουν «προηγηθεί δύο στάδια διαδικασίας ενώπιον δύο δικαστηρίων και δη σε δύο βαθμούς» και όχι, όπως εν προκειμένω, σε έναν μόνο βαθμό, είναι απορριπτέος, διότι ο νόμος δεν κάνει τέτοια διάκριση. Τέλος, ο προβαλλόμενος με το αυτό υπόμνημα ισχυρισμός περί αντιθέσεως της διατάξεως αυτής στα άρθρα 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών, είναι, κατά τα ήδη εκτεθέντα, αβάσιμος.