Με αποκλειστική ευθύνη των ιδιοκτητών η δόμηση εντός των οικισμών
-
ΓΕΩΡΓΙΑ ΣΠΗΛΙΟΠΟΥΛΟΥ, Δρ Αρχιτέκτων Μηχανικός – Πολεοδόμος στο ΥΠΕΝ
Πέμπτη 29 Μαΐου 2025
Το τελευταίο διάστημα ο δημόσιος διάλογος έχει επικεντρωθεί στο θέμα της οριοθέτησης των οικισμών. Κρίσιμο θέμα αποτελεί το ουσιαστικό πρόβλημα των ισχυουσών οριοθετήσεων.
Ως οριοθέτηση οικισμού, νοείται καταρχάς η χάραξη γραμμής η οποία διαχωρίζει το εντός του οικισμού τμήμα – το οποίο δομείται με ευνοϊκούς όρους, μικρά οικόπεδα και μεγαλύτερη δόμηση – από το εκτός του οικισμού τμήμα – το οποίο δομείται με δυσμενέστερους όρους, μεγαλύτερα αγροτεμάχια και μικρότερη δόμηση (πλέον και με την υποχρέωση προσώπου σε αναγνωρισμένο δρόμο είτε εντός είτε εκτός του οικισμού βλ Ολ ΣτΕ 176/2023).
Το Σύνταγμά μας που θεσπίστηκε το 1975, προβλέπει ότι ο πολεοδομικός σχεδιασμός αποτελεί αρμοδιότητα του κράτους (αρθ 24 Σ). Στην πορεία όμως και στα πλαίσια της διοικητικής αποκέντρωσης, μεταβιβάστηκαν οι αρμοδιότητες αυτές στα περιφερειακά όργανα του κράτους, τους τότε Νομάρχες, οι οποίοι το 1994 μετεξελίχθηκαν σε αιρετούς (ν. 2298/94). Τις δεκαετίες του 1980 και 1990 οι Νομάρχες (είτε ως κρατικοί είτε ως αιρετοί) προχώρησαν στις οριοθετήσεις των οικισμών της χώρας, οικισμών που όφειλαν να προϋφίστανται του 1983 (ΦΕΚ 181 Δ’ 1985). Εάν ήταν μεταγενέστεροι, όφειλαν να ακολουθήσουν διαφορετική διαδικασία (δλδ ένταξη σε σχέδιο πόλης που αποτελεί δυσκολότερη και χρονοβόρα διαδικασία). Εντωμεταξύ, εάν οι οικισμοί προϋφίστανται του 1923 έπρεπε να ακολουθήσουν διαφορετικές ‘προδιαγραφές’ (ΦΕΚ 138 Δ’ 1981).
Οι Νομάρχες, δεχόμενοι προφανώς πιέσεις, οριοθέτησαν όλους τους οικισμούς με τις ‘προδιαγραφές’ των οικισμών κάτω των 2000 κατοίκων, καθότι ευνοϊκότερες, εντάσσοντας μέσα στα όρια των οικισμών και εκτάσεις εκτός προδιαγραφών: αδόμητες, δομημένες μετά το 1983, δασικές, γεωργικές υψηλής παραγωγικότητας κα. Αυτή είναι η αναφερόμενη ως ζώνη Γ στο αρχικό σχέδιο του π. δ/τος που είχε αποσταλεί από το ΥΠΕΝ στο ΣτΕ για γνωμοδότηση και που το Δικαστήριο δεν έκανε δεκτή: δηλαδή η ζώνη μεταξύ των πραγματικών ορίων των οικισμών και των διευρυμένων ορίων που θέσπισαν οι Νομάρχες.
Το 2005 η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας (Ολ ΣτΕ 3662/2005), αποφάσισε ότι τα πολεοδομικά σχέδια οφείλουν να θεσμοθετούνται με προεδρικά διατάγματα και όχι με αποφάσεις (είτε Υπουργικές, είτε Περιφερειαρχών – Νομαρχών). Το πδ από τη μια συνιστά διοικητική πράξη με περισσότερες διαδικασίες που απαιτεί περισσότερο χρόνο, προσδίδει όμως στον πολίτη ασφάλεια δικαίου, γιατί το προεδρικό διάταγμα αποτελεί τη μοναδική διοικητική πράξη στο ελληνικό Δίκαιο, η οποία εξετάζεται από το ανώτατο Δικαστήριο ως προς τη νομιμότητά της, πριν αυτή ακόμα θεσμοθετηθεί και δημοσιευτεί σε ΦΕΚ (σε αντίθεση με όλες τις άλλες διοικητικές πράξεις, ακόμα και τους Νόμους). Ακολούθησαν μεταγενέστερα, ακυρώσεις από το ΣτΕ αποφάσεων Νομαρχών οριοθέτησης οικισμών, είτε επειδή αυτές δεν είχαν θεσπιστεί με προεδρικά διατάγματα (αναρμοδιότητα οργάνου), είτε επειδή αποτελούσαν οικισμούς προϋφιστάμενους του 1923 και είχαν οριοθετηθεί ως κάτω των 2000 κατοίκων (είχαν επομένως λάθος ‘προδιαγραφές’), είτε γιατί είχαν συμπεριλάβει δασικές περιοχές, είτε γιατί δεν είχαν συνδημοσιευθεί τα σχετικά διαγράμματα.
Σήμερα, βάσει της πάγιας νομολογία του ΣτΕ, όλες οι οριοθετήσεις των οικισμών της χώρας (πλην 2-3 περιπτώσεων που έχουν ήδη επανεγκριθεί με πδ), πάσχουν νομικά ως διοικητικές πράξεις ή είναι μάλιστα ακόμη και ανυπόστατες εφόσον δεν έχουν δημοσιευτεί τα διαγράμματά τους. Ως εκ τούτου τα όρια των εν λόγω οικισμών θα πρέπει να επανεγκριθούν με προεδρικά διατάγματα χάριν της νομιμότητας. Ενώ δε οι πολίτες θεωρούν ότι δεν τους επηρεάζει το γεγονός αυτό, στην πράξη συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο γιατί εφόσον σήμερα κάποιος προσφύγει κατά οποιασδήποτε οικοδομικής άδειας εντός οικισμού που οριοθετήθηκε με νομαρχιακή απόφαση, το δικαστήριο είναι υποχρεωμένο να την ακυρώσει, λόγω της αναρμοδιότητας του οργάνου που ενέταξε το συγκεκριμένο οικόπεδο εντός του οικισμού.
Ας σημειωθεί ότι όλες οι ιδιοκτησίες στις περιοχές των οικισμών που προϋφίστανται του 1983 (είτε προ 1923 είτε μεταξύ 1924-1983, επομένως εντός των πραγματικών ορίων των οικισμών) ανοικοδομούνται με ευθύνη των ιδιοκτητών τους, οι οποίοι οφείλουν να γνωρίζουν ότι εφόσον υπάρξει δικαστική προσφυγή (πχ από τον γείτονα) θα ακυρωθεί πιθανότατα από το δικαστήριο η οικοδομική τους άδεια (και όχι μόνο). Το ίδιο βέβαια ισχύει και για τις ιδιοκτησίες εντός των περιοχών της αναφερόμενης ως ‘ζώνη Γ’ οι οποίες επίσης ανοικοδομούνται με την ίδια ανασφάλεια.
Και το ουσιαστικό ερώτημα είναι: να εξακολουθήσει η Πολιτεία να κρατά ομήρους με διακινδύνευση της περιουσίας τους το σύνολο των πολιτών που διαθέτουν ιδιοκτησίες εντός των ορίων των οικισμών (όπως αυτά υφίστανται σήμερα) ή να θωρακίσει όσους βρίσκονται εντός των πραγματικών ορίων των οικισμών, προβαίνοντας παράλληλα σε κάθε δυνατή – αλλά νόμιμη – ενέργεια τακτοποίησης των υπολοίπων (όπως, να ενταχθούν σε σχέδιο πόλης εφόσον υπάρχουν οι προϋποθέσεις, ή να δομούν με ηπιότερους όρους δόμησης).
Τελικά, να προχωρήσει η αναοριοθέτηση των οικισμών με προεδρικά διατάγματα ή όχι; Η απάντηση στο ερώτημα αυτό πρέπει να είναι ‘ναι’. Στην αντίθετη περίπτωση, δυστυχώς, κινδυνεύει με ακύρωση οποιαδήποτε μικρή ή μεγάλη επένδυση στο σύνολο των ακινήτων εντός των υφιστάμενων ορίων των οικισμών.