ΣτΕ 1901/2017 [Παράνομη οικοδομική άδεια και αναθεώρηση αυτής για ακίνητο σε παραδοσιακό οικισμό]
Περίληψη
-Τα κτίρια που βρίσκονται σε παραδοσιακό οικισμό προστατεύονται τόσο προληπτικώς όσο και κατασταλτικώς ως στοιχεία της αισθητικής του ενότητας. Ειδικότερα, η κατεδάφισή τούς επιτρέπεται ύστερα από έγκριση της Ε.Π.Α.Ε, και αφού κριθεί σωρευτικώς ότι δεν συντρέχει λόγος να χαρακτηρισθούν τα ίδια διατηρητέα, ότι, εντασσόμενα στο σύνολο του οικισμού, δεν αποτελούν αξιόλογο ή χαρακτηριστικό πρότυπο δείγμα της περιοχής καθώς και ότι η αφαίρεσή τους δεν θα αλλοιώσει την αισθητική ενότητα της περιοχής του οικισμού. Η αφαίρεση λειτουργικών ή διακοσμητικών στοιχείων των κτιρίων που αποτελούν παραδοσιακό οικισμό επιτρέπεται μόνον ύστερα από άδεια της Ε.Π.Α.Ε., ενώ η καταστροφή ή αλλοίωση των αρχιτεκτονικών, καλλιτεχνικών ή στατικών στοιχείων τους συνεπάγεται την υποχρέωση της αποκατάστασής τους. Από τα παραπάνω συνάγεται ότι επιβάλλεται η αποκατάσταση των ανωτέρω κτιρίων σε περίπτωση που στοιχεία τους έχουν αφαιρεθεί, καταστραφεί, αλλοιωθεί ή φθαρεί με οποιονδήποτε τρόπο και ότι, συνεπώς, η κατάσταση, στην οποία έχουν περιέλθει τα κτίρια αυτά εξ αιτίας ακριβώς της κατά τα ανωτέρω φθοράς τους, δεν αποτελεί στοιχείο που θα καθιστούσε επιτρεπτή κατά το νόμο την κατεδάφισή τους χωρίς να συντρέχουν οι προαναφερόμενες προϋποθέσεις.
-Για την κατεδάφιση παλαιών κτισμάτων που βρίσκονται στο Νεοχώρι Πηλίου απαιτείται η έκδοση σχετικής άδειας, η οποία χορηγείται μετά από έγκριση της Ε.Π.Α.Ε., υπό την προϋπόθεση ότι το κτίσμα που πρόκειται να κατεδαφισθεί δεν αποτελεί αξιόλογο ή χαρακτηριστικό πρότυπο δείγμα της περιοχής και η καταστροφή αυτού δεν θα αλλοιώσει την αισθητική ενότητα του οικισμού.
-Κατά την ανέγερση οικοδομής, οι τυχόν επιτρεπόμενες από τον νόμο επεμβάσεις επί της φυσικής στάθμης του εδάφους στον ακάλυπτο χώρο του οικοπέδου, από τις οποίες είναι ενδεχόμενο να επηρεάζεται και το τελικό νόμιμο ύψος της οικοδομής, επιτρέπονται αν είναι αναγκαίες μόνο για την προσαρμογή του κτιρίου στο έδαφος και όχι για την προσαρμογή του εδάφους στις διαστάσεις και τα λοιπά τεχνικά χαρακτηριστικά που επιθυμεί να προσδώσει στο κτίριο ο κατασκευαστής του. Αντίθετη ερμηνευτική εκδοχή θα επέτρεπε στον κατασκευαστή του κτιρίου να αναδιαμορφώσει εκείνος, ανάλογα με τον τρόπο κατασκευής που επιλέγει, ουσιώδεις όρους δόμησης του κτιρίου, καταστρατηγώντας, έτσι, τις αντίστοιχες προβλέψεις τουπολεοδομικού νομοθέτη, που θεσπίσθηκαν για την εξασφάλιση των καλύτερων δυνατών όρων διαβίωσης στην περιοχή.
-Το φερόμενο ως “ερείπιο” στο τοπογραφικό διάγραμμα της προσβαλλόμενης άδειας αποτελούσε παλαιό κτίσμα, εφόσον είχε φέροντα οργανισμό, ανεξαρτήτως του ότι δεν είχε στέγη, το κτίσμα δε αυτό κατεδαφίσθηκε για την ανέγερση της επίμαχης οικοδομής, χωρίς να έχει εκδοθεί σχετική . άδεια κατεδάφισης ύστερα από έγκριση της Ε.Π.Α.Ε και αξιολόγηση ως προς το αν αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα της περιοχής και αν η κατεδάφισή του θα επηρεάσει την αισθητική ενότητα του οικισμού, ενόψει και της θέσης του σε αυτόν (εφαπτόμενο σε δημοτική οδό και ευρισκόμενο σε οικόπεδο που συνορεύει σε τρεις πλευρές με δημοτική οδό). Με τα δεδομένα αυτά, η προσβαλλόμενη άδεια οικοδομής, όπως ισχύει αναθεωρημένη, είναι πλημμελής, εφόσον δεν προηγήθηκε της έκδοσής της άδεια κατεδάφισης του παλαιού κτίσματος, κατόπιν αιτιολογημένης κρίσης της Ε.Π.Α.Ε., κατά το βάσιμο σχετικό λόγο ακυρώσεως.
-Κατά την αναθεώρηση της αδειας διενεργήθηκε εκτεταμένη επίχωση του υπόγειου χώρου στάθμευσης και τμήματος του ισογείου, ο δε υπόγειος χώρος ύψους 2,50 μ., σύμφωνα με τα σχέδια, διαμορφώθηκε σε πεζούλα σε δύο επίπεδα, εφαπτομένη της προς . δυσμάς δημοτικής οδού, στη θέση του κατεδαφισθέντος παλαιού κτίσματος. Η επέμβαση όμως αυτή στο έδαφος, με βάση την οποία υπολογίσθηκε και το ύψος της οικοδομής, υπερβαίνει το επιτρεπόμενο όριο του 1,50 μ. από τη φυσική του στάθμη, που τάσσεται με το άρθρο 17 παρ. 1 του ν. 1577/1985, χωρίς να διαλαμβάνεται οποιαδήποτε ειδική σχετική αιτιολόγηση στην πράξη της Ε.Π.Α.Ε., με την οποία εγκρίθηκε η αναθεώρηση της άδειας οικοδομής και η επίμαχη επέμβαση, αντιθέτως δε, από την αιτιολογική έκθεση που συνοδεύει την πράξη αναθεώρησης και τα αντίστοιχα διαγράμματα προκύπτει ότι η διαμόρφωση αυτή κατατείνει στη θεραπεία των υπερβάσεων που διαπιστώθηκαν στα ύψη των ορόφων και του υπογείου. Ενόψει τούτων, ο εξεταζόμενος λόγος ακυρώσεως πρέπει να γίνει δεκτός, τα δε προβαλλόμενα από τους παρεμβαίνοντες, κατ’ επίκληση παλαιότερης νομολογίας του Δικαστηρίου, ότι κατά την ανέγερση οικοδομής .ο μελετητής έχει την ευχέρεια να καθορίσει την οριστική στάθμη του εδάφους, όπως αυτό θα διαμορφωθεί οριστικά με εκσκαφή, επίχωση ή επίστρωση, χωρίς να δεσμεύεται από τη γραμμή του φυσικού εδάφους, είναι απορριπτέα ως αβάσιμα.
Πρόεδρος: Ν. Ρόζος
Εισηγητής: Μ. Τριπολιτσιώτη
Βασικές Σκέψεις
2. Επειδή, νομίμως συζητήθηκε η υπόθεση, παρότι δεν παρέστη ο αρμόδιος εν προκειμένω Δήμος Βόλου (άρθρο 283 παρ. 2 του ν.3852/2010 – Α΄ 87, όπως η παρ. αυτή τροποποιήθηκε με το άρθρο 6 παρ. 13 του ν. 4072/2012 – Α΄ 8), εφόσον αντίγραφα της αίτησης και της πράξης του Προέδρου του Ε΄ Τμήματος με την οποία ορίσθηκαν δικάσιμος και εισηγητής επιδόθηκαν νομίμως στην Ν.Α. Μαγνησίας (βλ. το από 19.5.2008 αποδεικτικό επιδόσεως του Αρχιφύλακα του Α.Τ. Βόλου Σπ. Ποδάρα).
3. Επειδή, τόσο η πρώτη προσβαλλόμενη πράξη, με την οποία επετράπη η συνέχιση των οικοδομικών εργασιών, όσο και οι τρίτη και τέταρτη προσβαλλόμενες πράξεις, δηλαδή η 231/2004 άδεια οικοδομής και η από 11.5.2007 αναθεώρηση αυτής, υπάγονται στην αρμοδιότητα του διοικητικού εφετείου, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 1 παρ. 1 περ. θ΄ του ν. 702/1977 (Α΄ 268), όπως η διάταξη αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 παρ. 1 του ν. 2944/2001 (Α΄ 222). Αντιθέτως, η δεύτερη προσβαλλόμενη 383/21.3.2007 πράξη της Επιτροπής Πολεοδομικού και Αρχιτεκτονικού Ελέγχου (Ε.Π.Α.Ε.) ν. Μαγνησίας, η οποία προηγήθηκε της πράξης αναθεώρησης και αποτελεί αναγκαία κατά νόμο προϋπόθεση για την έκδοσή της, λόγω του ότι το κτίσμα, στο οποίο αφορά, βρίσκεται σε παραδοσιακό οικισμό, υπάγεται στην αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Επικρατείας και, ειδικότερα, του Ε΄ τμήματος (άρθρο 5 παρ. ι περ. β π.δ/τος 361/2001), επειδή εκδόθηκε κατ’ εφαρμογή της νομοθεσίας για την προστασία του πολιτιστικού περιβάλλοντος και των παραδοσιακών οικισμών (πρβλ. ΣτΕ 3926/2008, 977/2005). Με τα δεδομένα αυτά, συντρέχει, κατά το άρθρο 34 παρ. 1 του ν. 1968/1991 (Α΄ 150), νόμιμη περίπτωση να κρατηθεί στο σύνολό της η υπόθεση προς εκδίκαση από το Συμβούλιο της Επικρατείας, λόγω της συνάφειας των προσβαλλόμενων πράξεων (πρβλ. ΣτΕ 3926/2008, 977/2005 κ.ά.).
4. Επειδή, η αιτούσα φέρεται ως κυρία παραδοσιακής οικίας στο Νεοχώρι Πηλίου. Συνεπώς, με έννομο συμφέρον ασκείται η κρινόμενη αίτηση.
5. Επειδή, με προφανές έννομο συμφέρον παρεμβαίνουν υπέρ του κύρους των προσβαλλόμενων πράξεων οι δικαιούχοι της άδειας οικοδομής Δημήτριος και Δήμητρα – Ασημίνα (Μάντυ) Θεοδοσίου.
6. Επειδή, η κατά τις παρ. 1 και 6 του άρθρου 24 του Συντάγματος προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς της χώρας, στην οποία περιλαμβάνονται οι παραδοσιακές περιοχές, δεν έχει ως περιεχόμενο μόνον την απαγόρευση επεμβάσεων στα πολιτιστικά αγαθά, οι οποίες συνεπάγονται καταστροφή ή αλλοίωσή τους και γενικά άμεση ή έμμεση βλάβη τους, αλλά και τη λήψη θετικών μέτρων και την επιβολή υποχρεώσεων με σκοπό τη συντήρηση και την κατά περίπτωση αναγκαία αποκατάστασή τους, διαφορετικά δεν θα ήταν δυνατή η αποτροπή και η άρση της βλάβης, που τυχόν επέρχεται από την δημιουργία πραγματικών καταστάσεων, οφειλομένων σε αδράνεια ή αμέλεια ή και σε σκόπιμες ενέργειες και, συνεπώς, η προστασία των πολιτιστικών αγαθών θα έχανε την αποτελεσματικότητά της (ΣτΕ 977/2005, βλ. και ΣτΕ 3178/2009, 1413/ 2003 7μ.).
7. Επειδή, με την παρ. 6 του άρθρου 79 του ν.δ/ τος 8/1973 «περί Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού» (Α΄ 124), όπως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 4 παρ. 1 του ν. 622/1977 (Α΄ 171) και συμπληρώθηκε με το άρθρο 32 παρ. 3 του ν. 1337/1983 (Α΄ 33), προβλέπεται ο χαρακτηρισμός κτιρίων ως διατηρητέων και οικισμών ή τμημάτων τους ως παραδοσιακών για τη διατήρηση του ιδιαιτέρου ιστορικού, λαογραφικού, πολεοδομικού, αισθητικού ή αρχιτεκτονικού χαρακτήρα τους. Περαιτέρω, στην παρ. 4 του άρθρου 32 του ν. 1337/1983 ορίζεται ότι οι ιδιοκτήτες ή νομείς κτιρίων της προαναφερομένης παραγράφου 6 άρθρου 79 του Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού «οφείλουν να διατηρούν τα αρχιτεκτονικά, καλλιτεχνικά και στατικά στοιχεία αυτών και σε οποιαδήποτε περίπτωση καταστροφής τους να τα ανακατασκευάζουν σύμφωνα με τις υποδείξεις της αρμόδιας Επιτροπής Ενάσκησης Αρχιτεκτονικού Ελέγχου, έστω και αν η καταστροφή οφείλεται σε ανώτερη βία. Αν οι ιδιοκτήτες ή νομείς παραλείπουν την υποχρέωσή τους αυτή μπορεί να επεμβαίνει το δημόσιο ή ο οικείος Οργανισμός Τοπικής Αυτοδιοίκησης και να εκτελεί τις εργασίες καταλογίζοντας τη σχετική δαπάνη σε βάρος των υποχρέων. Αυτοί που με όποιο τρόπο κατέχουν τα ακίνητα έχουν την υποχρέωση να δέχονται τις πιο πάνω παρεμβάσεις. Μπορεί το σύνολο ή μέρος της δαπάνης επισκευών ή ανακατασκευών να αναληφθεί από το Δημόσιο ή τον οικείο Ο.Τ.Α., αν οι υπόχρεοι βρίσκονται σε αδυναμία να αντιμετωπίσουν τις δαπάνες αυτές σε σχέση με την απόδοση από την εκμετάλλευση του κτιρίου και αν ταυτόχρονα, η βλάβη δεν έγινε από σκόπιμη ενέργειά τους, σύμφωνα με όσα ορίζονται με Π.Δ/γμα που εκδίδεται με πρόταση του Υπουργού Χωροταξίας, Οικισμού και Περιβάλλοντος. Με όμοια Π. Διατάγματα μπορεί να ρυθμιστούν οι διαδικασίες για την εφαρμογή της παραγράφου αυτής, τα αρμόδια για κάθε περίπτωση όργανα, οι διοικητικές κυρώσεις για πράξεις ή παραλείψεις που αντιβαίνουν στις πιο πάνω διατάξεις και κάθε σχετική ή συμπληρωματική λεπτομέρεια». Με βάση την παραπάνω εξουσιοδοτική διάταξη εκδόθηκε το από 15-28.4.1988 π.δ/γμα «Διατήρηση, επισκευή ή ανακατασκευή αρχιτεκτονικών, καλλιτεχνικών και στατικών στοιχείων διατηρητέων κτιρίων» (Δ΄ 317), στο οποίο ορίζεται, στο άρθρο 1, ότι «1. Σε περίπτωση καταστροφής ή αλλοίωσης των αρχιτεκτονικών και καλλιτεχνικών στοιχείων… των κτιρίων που βρίσκονται σε παραδοσιακούς οικισμούς η αρμόδια Πολεοδομική Υπηρεσία… τάσσει εύλογη προθεσμία… για την έναρξη και λήξη των εργασιών για την ανακατασκευή τους. Σε περίπτωση καταστροφής των στατικών στοιχείων των παραπάνω κτιρίων τα αρμόδια… όργανα τάσσουν εύλογη επίσης προθεσμία για την έναρξη και λήξη εργασιών υποστήλωσης και αντιστήριξης των κτιρίων ώστε να αρθεί ο κίνδυνος. 2. Κάθε εργασία για την ανακατασκευή των στοιχείων της προηγουμένης παραγράφου γίνεται σύμφωνα με τις υποδείξεις της … Ε.Π.Α.Ε. …», και στην παρ. 2 του άρθρου 5 ότι «Σε περίπτωση κατεδάφισης των κτιρίων του άρθρου ι επιβάλλονται στον ιδιοκτήτη… και η ολική ανακατασκευή του κτιρίου σύμφωνα με τις υποδείξεις της αρμόδιας Επιτροπής Πολεοδομικού και Αρχιτεκτονικού Ελέγχου και κατόπιν άδειας της οικείας πολεοδομικής υπηρεσίας». Όπως έχει κριθεί, από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει ότι τα κτίρια που βρίσκονται σε παραδοσιακό οικισμό προστατεύονται τόσο προληπτικώς όσο και κατασταλτικώς ως στοιχεία της αισθητικής του ενότητας. Ειδικότερα, η κατεδάφισή τούς επιτρέπεται ύστερα από έγκριση της Ε.Π.Α.Ε. και αφού κριθεί σωρευτικώς ότι δεν συντρέχει λόγος να χαρακτηρισθούν τα ίδια διατηρητέα, ότι, εντασσόμενα στο σύνολο του οικισμού, δεν αποτελούν αξιόλογο ή χαρακτηριστικό πρότυπο δείγμα της περιοχής καθώς και ότι η αφαίρεσή τους δεν θα αλλοιώσει την αισθητική ενότητα της περιοχής του οικισμού. Η αφαίρεση λειτουργικών ή διακοσμητικών στοιχείων των κτιρίων που αποτελούν παραδοσιακό οικισμό επιτρέπεται μόνον ύστερα από άδεια της Ε.Π.Α.Ε., ενώ η καταστροφή ή αλλοίωση των αρχιτεκτονικών, καλλιτεχνικών ή στατικών στοιχείων τους συνεπάγεται την υποχρέωση της αποκατάστασής τους. Από τα παραπάνω συνάγεται ότι επιβάλλεται η αποκατάσταση των ανωτέρω κτιρίων σε περίπτωση που στοιχεία τους έχουν αφαιρεθεί, καταστραφεί, αλλοιωθεί ή φθαρεί με οποιονδήποτε τρόπο και ότι, συνεπώς, η κατάσταση, στην οποία έχουν περιέλθει τα κτίρια αυτά εξ αιτίας ακριβώς της κατά τα ανωτέρω φθοράς τους, δεν αποτελεί στοιχείο που θα καθιστούσε επιτρεπτή κατά το νόμο την κατεδάφισή τους χωρίς να συντρέχουν οι προαναφερόμενες προϋποθέσεις (ΣτΕ 977/2005, βλ. και ΣτΕ 842/2002).
8. Επειδή, με το άρθρο 1 του από 19.10-13.11.1978 π.δ/τος «Περί χαρακτηρισμού ως παραδοσιακών οικισμών τινών του Κράτους και καθορισμού των όρων και περιορισμών δομήσεως των οικοπέδων αυτών» (Δ΄ 594) χαρακτηρίστηκε ως παραδοσιακός οικισμός και το Νεοχώρι Μαγνησίας. Περαιτέρω, σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 1 του από 11.6-4•7.1980 π.δ/τος «Περί χαρακτηρισμού ως παραδοσιακών των οικισμών της περιοχής Πηλίου και καθορισμού ειδικών όρων και περιορισμών δομήσεως εις αυτούς ….» (Δ΄ 374) το Νεοχώρι περιλαμβάνεται στην ομάδα II της παραγράφου αυτής, δηλαδή ανήκει στους οικισμούς οι οποίοι διατηρούν τον παραδοσιακό τους χαρακτήρα με μικρές μόνον αλλοιώσεις. Στο άρθρο 5 αυτού του π.δ. προβλέπεται ότι “1. Δια την επισκευήν και αποκατάστασιν παλαιών κτιρίων, αντιπροσωπευτικών της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής, χορηγείται άδεια οικοδομής, κατόπιν εγκρίσεως της Ε.Ε.Α.Ε, έστω και αν αι αιτούμεναι να εκτελεσθούν εργασίαι αντίκεινται εις τας διατάξεις του παρόντος διατάγματος. … 2. Προκειμένου περί κτισμάτων ερειπωμένων ή κατεδαφιστέων ως ετοιμορρόπων ή επικινδύνων, αντιπροσωπευτικών της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής, επιτρέπεται η αναστήλωσίς των έστω και αν αι απαιτούμεναι να εκτελεσθούν εργασίαι αντίκεινται εις τας διατάξεις του παρόντος διατάγματος, κατόπιν όμως τεκμηριωμένης ερεύνης, εκ της οποίας θα προκύπτη η ακριβής αρχική μορφή του κτίσματος και κατόπιν εγκρίσεως της Ε.Ε.Α.Ε. ή του ΥΠ.Π.Ε. Περαιτέρω, στην παρ. 1 του άρθρου 6 του ίδιου π.δ/τος ορίζεται ότι «Διά την κατεδάφισιν παλαιών κτισμάτων ή την αφαίρεσιν λειτουργικών ή διακοσμητικών στοιχείων εξ αυτών… απαιτείται άδεια. Η σχετική άδεια κατεδαφίσεως… παρέχεται μόνον κατόπιν εγκρίσεως της Ε.Π.Α.Ε…. και υπό την προϋπόθεσιν ότι το προς κατεδάφισιν στοιχείον δεν αποτελεί αξιόλογον ή χαρακτηριστικόν πρότυπον δείγμα της περιοχής και η αφαίρεσις αυτού δεν θα αλλοιώση την αισθητικήν ενότητα πλην της περιπτώσεως της αναφερόμενης εις την παράγραφον 2 του προηγουμένου άρθρου», ενώ στην παρ. 2 του παραπάνω άρθρου 6, προβλέπεται ότι «Προ της εκδόσεως αδείας ανεγέρσεως νέας οικοδομής, επισκευής, αποκαταστάσεως, προσθήκης ή κατασκευής έργων κατεδαφίσεως ή στοιχείων οικοδομών καθαιρέσεως απαιτείται η έγκρισις της Επιτροπής Ενασκήσεως Αρχιτεκτονικού Ελέγχου». Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει ότι για την κατεδάφιση παλαιών κτισμάτων που βρίσκονται στο Νεοχώρι Πηλίου απαιτείται η έκδοση σχετικής άδειας, η οποία χορηγείται μετά από έγκριση της Ε.Π.Α.Ε., υπό την προϋπόθεση ότι το κτίσμα που πρόκειται να κατεδαφισθεί δεν αποτελεί αξιόλογο ή χαρακτηριστικό πρότυπο δείγμα της περιοχής και η καταστροφή αυτού δεν θα αλλοιώσει την αισθητική ενότητα του οικισμού.
9. Επειδή, σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ. 1 του ΓΟΚ 1985 (ν. 1577/1985, Α΄ 210), της οποίας το περιεχόμενο αποδίδεται με το άρθρο 327 παρ. 2 του Κώδικα Βασικής Πολεοδομικής Νομοθεσίας (ΚΒΠΝ, π.δ. της 14/27.7.1999, Δ΄ 580) και όπως ο νόμος αυτός ίσχυε τον κρίσιμο χρόνο, «Κάθε κτίριο η εγκατάσταση πρέπει, α) […] β) να εντάσσεται στο φυσικό και οικιστικό περιβάλλον, ώστε στα πλαίσια των στόχων της οικιστικής ανάπτυξης και της προστασίας του περιβάλλοντος να εξασφαλίζονται οι καλύτεροι δυνατοί όροι διαβίωσης. Ο έλεγχος της τήρησης των πιο πάνω προϋποθέσεων ασκείται από την πολεοδομική υπηρεσία με βάση τη μελέτη της άδειας οικοδομής, που συνοδεύεται από αιτιολογημένη έκθεση του μελετητή μηχανικού […]». Εξάλλου, στις παρ. 7 και 8 του άρθρου 2 του προαναφερόμενου από 11.6-4.7.1980 π.δ/τος, όπως το άρθρο αυτό τροποποιήθηκε με το άρθρο 1 περ. Α του από 17.4-16.5.1997 π.δ/τος (Δ΄ 383) και ισχύει δυνάμει της διάταξης του άρθρου 9 παρ. 9 του ν.1577/1985 ως ειδική διάταξη σχετική με τα επιτρεπόμενα ύψη κτιρίων σε παραδοσιακούς οικισμούς, ορίζονται τα ακόλουθα “7α) … Στους μη παραλιακούς οικισμούς το μέγιστο επιτρεπόμενο ύψος οικοδομών ορίζεται σε 10,00 μ. μετρούμενο από το φυσικό ή το προϋφιστάμενο τεχνητώς διαμορφωμένο έδαφος, μη συμπεριλαμβανομένης της στέγης. β) … 8. Σε περίπτωση ανέγερσης οικοδομής σε αντικατάσταση παλιάς που υφίσταται κατά τη δημοσίευση του παρόντος, η νέα οικοδομή τοποθετείται υποχρεωτικά στη θέση της παλιάς. Αλλαγή θέσης της νέας οικοδομής επιτρέπεται μόνο μετά από έγκριση της Ε.Π.Α.Ε. αλλά χωρίς υπέρβαση των επιτρεπόμενων συντελεστού δόμησης και του ποσοστού κάλυψης. …”. Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει ότι, για την ανέγερση οικοδομής σε μη παραλιακούς οικισμούς του Πηλίου, που χαρακτηρίζονται ως παραδοσιακοί με το προαναφερόμενο π.δ/μα, όπως το Νεοχώρι, το ανώτατο επιτρεπόμενο ύψος της νέας ανεγειρόμενης οικοδομής είναι 10,00 μ., μετρούμενο, κατά περίπτωση, είτε από το φυσικό έδαφος του οικοπέδου, είτε από την τυχόν προϋφιστάμενη στάθμη διαμορφωμένου εδάφους αυτού.
10. Επειδή, σύμφωνα με το άρθρο 242 περιπτ. 16, 30 και 31 του ΚΒΠΝ, που αποδίδει τα άρθρο 2 περιπτ. 16, 30 και 31 του ΓΟΚ 1985, όπως το άρθρο 2 τροποποιήθηκε με το άρθρο 1 του ν. 2831/2000, «[…] 16. Οριστική στάθμη εδάφους οικοπέδου ή γηπέδου είναι η στάθμη του εδάφους, όπως διαμορφώνεται οριστικά, σύμφωνα με το νόμο, με εκσκαφή, επίχωση ή επίστρωση […] , κατά δε το άρθρο 17 παρ. 1 του ίδιου ΓΟΚ, του οποίου το περιεχόμενο αποδίδεται στο άρθρο 256 ΚΒΠΝ, «1. Στους ακάλυπτους χώρους του οικοπέδου επιτρέπεται η μερική εκσκαφή ή επίχωση του εδάφους για την προσαρμογή του κτιρίου σε αυτό με την προϋπόθεση ότι σε κανένα σημείο η οριστική στάθμη του εδάφους δεν θα βρίσκεται ψηλότερα ή χαμηλότερα από 1,50 μέτρο από τη φυσική του στάθμη. Μεγαλύτερη επέμβαση στο έδαφος επιτρέπεται ύστερα από γνωμοδότηση της ΕΠΑΕ […]». Εξάλλου, το παραπάνω άρθρο 17 του Γ.Ο.Κ. εφαρμόζεται και σε οικισμούς χωρίς εγκεκριμένο σχέδιο, όπως ο επίμαχος παραδοσιακός οικισμός, δυνάμει του άρθρου 28 παρ.3 του ίδιου νόμου, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 23 του ν. 2831/2000 (Α΄ 140). Οι προαναφερθείσες διατάξεις του ΓΟΚ 1985, με τις οποίες οριοθετούνται οι επιτρεπόμενες επεμβάσεις στο φυσικό έδαφος κατά την ανέγερση οικοδομής, πρέπει να ερμηνεύονται εν όψει της κατά το άρθρο 24 παρ. 1 του Συντάγματος προστασίας του φυσικού περιβάλλοντος, κατά τρόπο ώστε η εφαρμογή τους να κατατείνει στην ανέγερση κτιρίων εναρμονιζόμενων, κατ’ αρχήν, προς το φυσικό ανάγλυφο και τη μορφολογία του εδάφους, που αποτελούν στοιχεία του προστατευομένου φυσικού περιβάλλοντος και να αποκλείεται η δόμηση με σημαντικές επεμβάσεις στο φυσικό έδαφος και σοβαρές αλλοιώσεις της αισθητικής του τοπίου (Σ.τ.Ε. 3428/2012, πρβλ. Σ.τ.Ε. 2699/2006, 6500/1995). Από τις διατάξεις, συνεπώς, αυτές προκύπτει ότι, κατά την ανέγερση οικοδομής σε μη παραλιακούς οικισμούς του Πηλίου, που χαρακτηρίζονται ως παραδοσιακοί με το προαναφερόμενο π.δ/μα, όπως το Νεοχώρι, οι τυχόν επιτρεπόμενες από τον νόμο επεμβάσεις επί της φυσικής στάθμης του εδάφους στον ακάλυπτο χώρο του οικοπέδου, επιτρέπονται αν είναι αναγκαίες μόνο για την προσαρμογή του κτιρίου στο έδαφος και όχι για την προσαρμογή του εδάφους στις διαστάσεις και τα λοιπά τεχνικά χαρακτηριστικά που επιθυμεί να προσδώσει στο κτίριο ο κατασκευαστής του. Από τις επεμβάσεις, ωστόσο, αυτές δεν επηρεάζεται το ύψος του κτιρίου, το οποίο μετρείται κατά τα αναφερόμενα στην προηγούμενη σκέψη.
11. Επειδή, όπως προκύπτει από τα στοιχεία της δικογραφίας, με την 231/2004 άδεια οικοδομής το Γραφείο Πολεοδομίας της Νομαρχίας Μαγνησίας επέτρεψε στους παρεμβαίνοντες να ανεγείρουν τριώροφη οικοδομή με υπόγειο και να επισκευάσουν υφιστάμενο κτίσμα σε οικόπεδο, εμβαδού 360,70 τ.μ., που φέρεται να ανήκει στην δεύτερη από αυτούς και βρίσκεται στο Νεοχώρι του Δήμου Αφετών του Νομού Μαγνησίας. Στην από Φεβρουαρίου 2004 αιτιολογική έκθεση, που συνοδεύει την άδεια, αναφέρεται ότι στο οικόπεδο, το οποίο είναι κατά παρέκκλιση άρτιο και οικοδομήσιμο, ως προϋπάρχον του έτους 1980, υπάρχει παλαιό, πέτρινο κτίσμα, προ του 1923, εμβαδού 35,40 τ.μ., ότι το οικόπεδο συνορεύει στις τρεις πλευρές με δημοτικό δρόμο καθώς και ότι σε αυτό θα κατασκευασθεί τριώροφη οικοδομή με υπόγειο, συνολικού εμβαδού 224,48 τ.μ., ως προσθήκη στο υπάρχον κτίριο. Η προσθήκη θα αποτελείται από δύο ξεχωριστές κατοικίες, μία στο ισόγειο, εμβαδού 73,59 τ.μ., και μία στους ορόφους πρώτο και δεύτερο, εμβαδού 118,16 τ.μ. Εξάλλου, στο από Ιανουαρίου 2004 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού Γ. Παπακώστα, το οποίο συνοδεύει ομοίως την 231/2004 άδεια οικοδομής, αποτυπώνεται το παλαιό κτίσμα, εμβαδού 35,40 τ.μ., στο δε δυτικό όριο του οικοπέδου με δημοτική οδό αποτυπώνεται διαγραμμισμένο ορθογώνιο σχήμα με το χαρακτηρισμό “ερείπιο”. Μετά από καταγγελίες περιοίκων και τη διενέργεια αυτοψίας, το Τμήμα Πολεοδομικού Ελέγχου της Διεύθυνσης Χωροταξίας και Πολεοδομικών Εφαρμογών της καθ’ ης Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης επέβαλε, με το 6976/1.9.2005 σήμα προς το Αστυνομικό Τμήμα Μηλεών, τη διακοπή των εκτελούμενων, με βάση την προαναφερόμενη άδεια, οικοδομικών εργασιών, διότι διαπιστώθηκαν «διαφορές σε σχέση με τα εγκεκριμένα σχέδια της εκδοθείσας οικοδομικής άδειας 231/04, όσον αφορά το περίγραμμα των ορόφων και του υπογείου και τα ύψη αυτών», εξαιρέθηκαν όμως από τη διακοπή οι εργασίες που αφορούσαν το μπάζωμα τμήματος του υπογείου και τη διαμόρφωση του περιβάλλοντος χώρου. Με το ίδιο σήμα ορίσθηκε ότι η συνέχιση των οικοδομικών εργασιών θα γίνει ύστερα από νεότερο σήμα και μετά από αναθεώρηση της άδειας, με το δε 6977/1.9.2005 έγγραφο της ίδιας υπηρεσίας τάχθηκε στους δικαιούχους της άδειας τετράμηνη προθεσμία προκειμένου να προβούν στην αναθεώρησή της και στη διαμόρφωση του περιβάλλοντος χώρου σύμφωνα με τους ισχύοντες όρους δόμησης. Με την 7307/22.8.2006 αίτησή τους προς την Πολεοδομία της καθ’ ης Ν.Α., οι παρεμβαίνοντες ζήτησαν έγκριση εργασιών για την αποκατάσταση του φυσικού εδάφους του ακινήτου, κατόπιν δε τούτου, με το 7307/06/31.8.2006 έγγραφό της προς το Αστυνομικό Τμήμα Μηλεών, η Διευθύντρια Χωροταξίας και Πολεοδομικών Εφαρμογών επέτρεψε τη συνέχιση των οικοδομικών εργασιών αποκατάστασης περιβάλλοντος χώρου σύμφωνα με την πιο πάνω οικοδομική άδεια. Εν συνεχεία, με την 8614/28.9.2006 αίτησή τους προς το Τμήμα Πολεοδομικού Ελέγχου, οι παρεμβαίνοντες ζήτησαν την αναθεώρηση της άδειας αυτής, η οποία, με την από 11.5.2007 πράξη του ίδιου Τμήματος αναθεωρήθηκε «ως προς τις κατόψεις, και τις όψεις» με βάση τα νέα εγκεκριμένα σχέδια, κατόπιν της 383/21.3.2007 έγκρισης της Ε.Π.Α.Ε. Όπως αναφέρεται στην από Σεπτεμβρίου 2006 αιτιολογική έκθεση που συνετάγη για την αναθεώρηση της άδειας, “Για την υπέρβαση των τετραγωνικών από το εγκεκριμένο διάγραμμα κάλυψης και για να αφαιρεθούν αυτά, μπαζώθηκε το ισόγειο, με αποτέλεσμα να μικρύνουν οι χώροι και να ελαχιστοποιηθούν τα τετραγωνικά.”. Στη συνέχεια, με το 6389/ 21.6.2007 έγγραφό της προς το Αστυνομικό Τμήμα Μηλεών, η ανωτέρω Διεύθυνση της καθ’ ης Ν.Α. επέτρεψε την συνέχιση των οικοδομικών εργασιών, με την αιτιολογία ότι οι δικαιούχοι της οικοδομικής άδειας είχαν προβεί στην αναθεώρησή της.
12. Επειδή, με την από 11.5.2007 πράξη αναθεώρησης, η 231/2004 άδεια οικοδομής αναθεωρήθηκε ως προς τις κατόψεις και τις όψεις του κτιρίου, κατόπιν υποβολής νέων αρχιτεκτονικών σχεδίων και νέας έγκρισης της Ε.Π.Α.Ε. Συνεπώς, παραδεκτώς προσβάλλεται η άδεια αυτή, όπως ισχύει μετά την παραπάνω πράξη αναθεώρησής της.
13. Επειδή, η έκδοση άδειας οικοδομής, ύστερα από έγκριση εκ μέρους της Ε.Π.Α.Ε. της σχετικής μελέτης, αποτελεί σύνθετη διοικητική ενέργεια, στην δε άδεια οικοδομής που εκδίδεται τελικά ενσωματώνεται και η έγκριση της Ε.Π.Α.Ε., η οποία χάνει την εκτελεστότητά της, ελεγχόμενη πλέον με την ευκαιρία προσβολής της οικοδομικής άδειας (β. ΣτΕ 3926/2008, 977/2005). Επομένως, η 383/21.3.2007 πράξη της Ε.Π.Α.Ε., κατόπιν της οποίας εκδόθηκε η από 11.5.2007 πράξη αναθεώρησης της 231/2004 άδειας οικοδομής, έχει ενσωματωθεί στην πράξη αυτή και απαραδέκτως προσβάλλεται αυτοτελώς με την κρινόμενη αίτηση, τυχόν πλημμέλειες, όμως, της προσβαλλόμενης εγκριτικής πράξης της Ε.Π.Α.Ε. ερευνώνται κατά την εξέταση της νομιμότητας της ανωτέρω πράξης αναθεώρησης.
14. Επειδή, εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τα στοιχεία που παρατέθηκαν στη σκέψη 11 καθώς και το φωτογραφικό υλικό της δικογραφίας, στο επίμαχο οικόπεδο προϋπήρχε παλαιό πέτρινο κτίσμα εμβαδού 35,40 τ.μ., το οποίο κρίθηκε επισκευαστέο με την 231/2004 άδεια οικοδομής. Όπως, όμως, αναφέρθηκε και στην παραπάνω σκέψη, εκτός από το κτίσμα αυτό, στο ακίνητο υπήρχε και άλλο κτίσμα, το οποίο δεν μνημονεύεται στην αιτιολογική έκθεση του πολιτικού μηχανικού Γ. Παπακώστα που συνοδεύει την οικοδομική άδεια, αποτυπώνεται δε μόνο στο συνημμένο στην άδεια τοπογραφικό διάγραμμα του ίδιου μηχανικού, με το χαρακτηρισμό “ερείπιο”. Σύμφωνα με τις φωτογραφίες, το κτίσμα αυτό δεν έφερε μεν στέγη, τμήματα, όμως, της λιθόκτιστης τοιχοποιίας του αναπτύσσονταν τόσο επί του προσώπου του ακινήτου, στο οποίο έφερε ανοίγματα, όσο και επί του βάθους του οικοπέδου. Από το κτίσμα αυτό, το οποίο χαρακτηρίζεται στο 7933/ 7-9-2004 έγγραφό της καθ’ ης Ν.Α. ως «παραδοσιακή κατασκευή», διατηρήθηκε στα σχέδια της επίμαχης άδειας μόνο πέτρινος τοίχος, ο οποίος ενσωματώθηκε στην κατασκευή του χώρου στάθμευσης, το δε υπόλοιπο τμήμα κατεδαφίστηκε κατά την ανέγερση της νέας οικοδομής. Εξάλλου, ο χώρος στάθμευσης επιχωματώθηκε μετά την αναθεώρηση της άδειας, προκειμένου να καλυφθούν οι υπερβάσεις της κάλυψης και των υψών (βλ. την προαναφερθείσα αιτιολογική έκθεση που συνοδεύει την πράξη αναθεώρησης). Από τα παραπάνω προκύπτει ότι το φερόμενο ως “ερείπιο” στο από Ιανουαρίου 2004 τοπογραφικό διάγραμμα της προσβαλλόμενης άδειας αποτελούσε παλαιό κτίσμα, εφόσον είχε φέροντα οργανισμό, ανεξαρτήτως του ότι δεν είχε στέγη, το κτίσμα δε αυτό κατεδαφίσθηκε για την ανέγερση της επίμαχης οικοδομής, χωρίς να έχει εκδοθεί σχετική άδεια κατεδάφισης ύστερα από έγκριση της Ε.Π.Α.Ε και αξιολόγηση ως προς το αν αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα της περιοχής και αν η κατεδάφισή του θα επηρεάσει την αισθητική ενότητα του οικισμού, ενόψει και της θέσης του σε αυτόν (εφαπτόμενο σε δημοτική οδό και ευρισκόμενο σε οικόπεδο που συνορεύει σε τρεις πλευρές με δημοτική οδό). Με τα δεδομένα αυτά, η προσβαλλόμενη άδεια οικοδομής, όπως ισχύει αναθεωρημένη, είναι πλημμελής, εφόσον δεν προηγήθηκε της έκδοσής της άδεια κατεδάφισης του παλαιού κτίσματος, κατόπιν αιτιολογημένης κρίσης της Ε.Π.Α.Ε., κατά το βάσιμο σχετικό λόγο ακυρώσεως, τα δε προβαλλόμενα από τους παρεμβαίνοντες ότι δεν υφίστατο υποχρέωση έκδοσης άδειας κατεδάφισης διότι δεν υπήρχε εν προκειμένω κτίριο κατά την έννοια του άρθρου 2 παρ.17 του ν.1577/1985 είναι απορριπτέα ως αβάσιμα.
15. Επειδή, περαιτέρω προβάλλεται ότι, με την 383/ 21.3.2007 πράξη της ΕΠΑΕ και την από 11.5.2007 πράξη αναθεώρησης της 231/2004 άδεια οικοδομής, μη νομίμως εγκρίθηκαν οι εργασίες επίχωσης τμήματος του υπογείου (χώρου στάθμευσης) και του περιβάλλοντος χώρου της επίμαχης οικοδομής, εν όψει του ότι οι εργασίες αυτές δεν απέβλεπαν στην προσαρμογή του κτιρίου στο έδαφος, αλλά στη νομιμοποίηση των υπερβάσεων που διαπιστώθηκαν κατά την αυτοψία αναφορικά με τα ύψη των ορόφων του ακινήτου. Όπως προαναφέρθηκε, με τα 6976/1.9.2005 και 6977/1.9.2005 έγγραφα της Διευθύντριας ΧΩ.ΠΕ. της καθής Ν.Α. διαπιστώθηκαν, κατόπιν καταγγελιών και αυτοψίας, υπερβάσεις στο περίγραμμα και τα ύψη των ορόφων και του υπογείου της οικοδομής των παρεμβαινόντων και επιβλήθηκε διακοπή οικοδομικών εργασιών, προκειμένου να γίνει αναθεώρηση της άδειας, σύμφωνα με τους ισχύοντες όρους δόμησης. Από τις κατόψεις ισογείου και υπογείου που συνοδεύουν την 231/2004 άδεια και την από 11.5.2007 πράξη αναθεώρησης αυτής (σχέδια με αριθμούς 3 και 4), αλλά και από τις φωτογραφίες που υπάρχουν στη δικογραφία, προκύπτει ότι η νέα οικοδομή ανεγείρεται στη θέση του παλαιού κτίσματος που κατεδαφίσθηκε, ενώ κατά την αναθεώρηση της άδειας διενεργήθηκε εκτεταμένη επίχωση του υπόγειου χώρου στάθμευσης και τμήματος του ισογείου, ο δε υπόγειος χώρος, ύψους 2,50 μ. σύμφωνα με τα σχέδια, διαμορφώθηκε σε πεζούλα σε δύο επίπεδα, εφαπτόμενη της προς δυσμάς δημοτικής οδού, στη θέση του κατεδαφισθέντος παλαιού κτίσματος. Η επέμβαση, όμως, αυτή στο έδαφος, με βάση την οποία υπολογίσθηκε και το ύψος της οικοδομής, δεν είναι νόμιμη, δεδομένου ότι δεν ελήφθη ως αφετηρία της δόμησης η προϋφιστάμενη στάθμη του διαμορφωμένου εδάφους του κατεδαφισθέντος κτίσματος, αλλά η παραπάνω επίχωση και η δημιουργία της πεζούλας, ενώ και από την αιτιολογική έκθεση που συνοδεύει την πράξη αναθεώρησης προκύπτει ότι η διαμόρφωση αυτή κατατείνει στη θεραπεία των υπερβάσεων που διαπιστώθηκαν στα ύψη των ορόφων και του υπογείου. Ενόψει τούτων, ο εξεταζόμενος λόγος ακυρώσεως πρέπει να γίνει δεκτός, τα δε προβαλλόμενα από τους παρεμβαίνοντες, κατ’ επίκληση παλαιότερης νομολογίας του Δικαστηρίου, ότι κατά την ανέγερση οικοδομής ο μελετητής έχει την ευχέρεια να καθορίσει την οριστική στάθμη του εδάφους, όπως αυτό θα διαμορφωθεί οριστικά με εκσκαφή, επίχωση ή επίστρωση, χωρίς να δεσμεύεται από τη γραμμή του φυσικού εδάφους, είναι απορριπτέα ως αβάσιμα.
16. Επειδή, κατόπιν των παραπάνω, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να γίνει δεκτή και να απορριφθεί η παρέμβαση, καθίσταται δε αλυσιτελής η εξέταση και των λοιπών λόγων ακυρώσεως.