ΣτΕ 302/2017 [Αναγνώριση οδού ως προϋφιστάμενης του 1923]
Περίληψη
-Η προσβαλλόμενη πράξη αναγνώρισης οδού ως προϋφιστάμενης του έτους 1923 σε εκτός σχεδίου περιοχή εκδόθηκε σύμφωνα με την προβλεπόμενη από την παρ.4 του άρθρου 20 του από 17.7.1923 ν.δ. διαδικασία. Συνεπώς, ο προβαλλόμενος λόγος ακυρώσεως ότι η πράξη αυτή είναι μη νόμιμη διότι , αν και εκδόθηκε δυνάμει των διατάξεων του από 24.5,1985 π.δ/τος και του ν.δ. 17.7.1923, προέβη στογ επίμαχο χαρακτηρισμό χωρίς παρεμπίπτουσα έρευνα της ύπαρξης οικισμού του .1923 στην περιοχή και χωρίς να διαπιστώσει εάν η προς αναγνώριση οδός συνδέει στην περιοχή αυτή οικισμούς, καθώς και εάν η αναγνωρισθείσα οδός είναι κοινόχρηστη, δημοτική ή αγροτική, ερειδόμενος στην εσφαλμένη εκδοχή ότι , εν προκειμένω, εφαρμόσθηκαν οι διατάξεις του από 24.5.1985 π.δ., είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
-Η προσβαλλόμενη πράξη, για την έκδοση της οποίας συνεκτιμήθηκαν διαφορετικά στοιχεία, διαφορετικά στοιχεία, συμπεριλαμβανομένου και του συμβολαίου ιδιοκτησίας του αιτούντα, παρίσταται επαρκώς αιτιολογημένη τόσο ως προς τον κοινόχρηστο χαρακτήρα της επίμαχης οδού όσο και ως προς το γεγονός ότπεΐναι προϋφιστάμενη του 1923. Συνεπώς, ο περί του αντιθέτου λόγος ακυρώσεως καθώς και ο συναφής λόγος ότι συνέτρεξε πλάνη περί τα πράγματα, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμος.
Πρόεδρος: Αθ. Ράντος
Εισηγητής: Χρ. Λιάκουρας
Βασικές σκέψεις
- Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η ακύρωση α) της 16951/480/5.36.β3/20.3.2014 απόφασης της Γενικής Γραμματέως Αποκεντρωμένης Διοίκησης Αιγαίου (ΑΑΠΘ 92), με την οποία αναγνωρίστηκε ως προϋφιστάμενη του 1923, οδός σε εκτός σχεδίου περιοχή, στη θέση ¨Ρεματιές” και “Αργυρού” στο Δήμο Σάμου και β) της 28843/10.6.2014 απόφασης του Υπουργού Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής, με την οποία απορρίφθηκε η από 7.4.2014 προσφυγή του αιτούντος κατά της πρώτης προσβαλλόμενης πράξης.
- Επειδή, παραδεκτώς παρεμβαίνει υπέρ του κύρους των προσβαλλομένων πράξεων ο Ε. Καζάζης, κατόπιν αίτησης του οποίου εκδόθηκε η πρώτη πράξη.
- Eπειδή, στις διατάξεις του άρθρου 20 του Ν.Δ. της 17.7.1923 «περί σχεδίων πόλεων, κωμών και συνοικισμών του Κράτους και οικοδομής αυτών» (ΦΕΚ Α΄ 228), των οποίων το περιεχόμενο αποδίδεται στο άρθρο 411 του Κώδικα Βασικής Πολεοδομικής Νομοθεσίας που εγκρίθηκε με το άρθρο μόνο του από 14.7/27.7.1999 π.δ/τος (ΦΕΚ Δ΄ 580), ορίζονται τα εξής: «1. Δεν επιτρέπεται οιαδήποτε μεταβίβασις της κυριότητος μέρους ή του όλου γηπέδου, εφ’ ου ο ιδιοκτήτης εσχημάτισεν ή ανεγνώρισεν σχηματισθέντας τυχόν άνευ της θελήσεώς του κοινοχρήστους χώρους (ιδιωτικάς οδούς και πλατείας κ.λπ.) ή δεν εσχημάτισεν ουδ’ ανεγνώρισεν μεν τοιούτους, αλλ’ επιδιώκει το σχηματισμόν ή την αναγνώρισίν των διά της τοιαύτης μεταβιβάσεως. Εν τη εννοία του σχηματισμού κοινοχρήστων χώρων περιλαμβάνεται ο καθ’ οιονδήποτε τρόπον ιδιωτική πρωτοβουλία ή συμφωνία γινόμενος περιορισμός ή παραίτησις δικαιωμάτων επί των ειρημένων γηπέδων επί τω τέλει αμέσου ή εμμέσου σχηματισμού των εν λόγω χώρων. Πάσα μεταβίβασις της κυριότητος γινομένη παρά τας ανωτέρω διατάξεις, είναι αυτοδικαίως άκυρος. Η περί ακυρότητος διάταξις αύτη ισχύει και αν ακόμη δεν εγένετο εν επισήμω τινί πράξει σαφής μνεία περί του σχηματισμού των ειρημένων κοινοχρήστων χώρων αλλ’ εμμέσως προκύπτει εκ των γενομένων μεταβιβάσεων ότι αύται εγένοντο επί τω τέλει του τοιούτου σχηματισμού και εν γένει της εφαρμογής ιδιωτικού σχεδίου ρυμοτομίας. 2. Διά τα εντός των εγκεκριμένων σχεδίων των πόλεων, κωμών, κ.τ.λ. γήπεδα επιτρέπεται, εις ωρισμένας προϋποθέσεις και όρους, η παρέκκλισις από των διατάξεων της προηγουμένης παραγράφου μέχρις οιουδήποτε βαθμού. Τα της παρεκκλίσεως και των προϋποθέσεων και όρων αυτής κανονίζονται δια Β. Διαταγμάτων, εκδιδομένων μετά σύμφωνον γνώμην του Συμβουλίου των Δημοσίων Έργων εφ’ άπαξ δι’ εκάστην πόλιν, κώμην κ.λ.π. ή δι’ έκαστον αυτών τμήμα ή και δι’ έκαστην ειδικήν περίπτωσιν. 3. Αι διατάξεις της ανωτέρω παρ. 1 δεν ισχύουσι προκειμένου …. Επίσης δεν ισχύουσιν αι διατάξεις της αυτής παραγράφου 1: «α) Διά πάσαν περαιτέρω μεταβίβασιν της κυριότητος γηπέδων, ων μετεβιβάσθη ήδη αύτη παρά τας διατάξεις της εν λόγω παραγράφου προ της ισχύος του παρόντος άρθρου, εφ’ όσον δεν επέρχεται αύξησις της επιφανείας των προ της ισχύος του άρθρου τούτου σχηματισθέντων ιδιωτική πρωτοβουλία κοινοχρήστων χώρων και β) Ως προς τα εντός των εγκεκριμένων σχεδίων των πόλεων κ.λπ. γήπεδα, εφ’ ων εσχηματίσθησαν ιδιωτική πρωτοβουλία προ της ισχύος του παρόντος άρθρου, κοινόχρηστοι χώροι (ιδιωτικαί οδοί κ.λπ.) εφ’ όσον η κυριότης τμημάτων των εν λόγω γηπέδων μετεβιβάσθη ήδη προ της ισχύος του άρθρου τούτου, μετά δε την ισχύν αυτού, ουδεμία αύξησις των αρχικώς σχηματισθέντων κοινοχρήστων χώρων έλαβεν χώραν». 4. Αρμόδιος όπως αποφανθή διά την εφαρμογήν των διατάξεων του παρόντος άρθρου εάν η μεταβίβασις της κυριότητος επί γηπέδων εγένετο επί τω σκοπώ σχηματισμού επ’ αυτών κοινοχρήστων χώρων και εν γένει της εφαρμογής ιδιωτικού σχεδίου ρυμοτομίας …, εάν επήλθεν ή ου αύξησις της εκτάσεως των κοινοχρήστων τούτων χώρων και οποία η θέσις και έκτασις αυτών και ειδικώτερον πότε υφίσταται περίπτωσις εφαρμογής των εξαιρέσεων α΄ και β΄ της προηγουμένης παραγράφου, είναι ο επί της Συγκοινωνίας Υπουργός, όστις αποφαίνεται επί πάντων των ζητημάτων τούτων, μετά γνώμην του Συμβουλίου των δημοσίων έργων. Εν περιπτώσει ενστάσεων των ενδιαφερομένων κατά της αποφάσεως του υπουργού, δύναται να αναθεωρήσει ούτος την αρχικήν απόφασίν του μόνον εφ’ άπαξ. Περίληψις των ανωτέρω αποφάσεων του υπουργού και της σχετικής γνωμοδοτήσεως του συμβουλίου των δημοσίων έργων δημοσιεύεται εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως».
- Επειδή, όπως έχει κριθεί, (ΣτΕ 749/2014, 2521/2000 7μ.), με τις ανωτέρω διατάξεις των παρ. 1 και 3 του άρθρου 20 του Ν.Δ. της 17.7/16.8.1923, προς αποφυγή του σχηματισμού ιδιωτικών σχεδίων ρυμοτομίας και προς εξασφάλιση του αναγκαίου κρατικού ελέγχου επί της δόμησης εν γένει, απαγορεύθηκε κατ’ αρχήν, από τη θέση σε ισχύ των ανωτέρω διατάξεων και εφεξής, η καθ’ οιονδήποτε τρόπο δημιουργία οδών ή κοινόχρηστων χώρων από ιδιώτες, επιτρεπόμενης πάντως, κατά παρέκκλιση από την απαγόρευση αυτή, της αναγνώρισης από τη Διοίκηση, κατά τη διαδικασία της παρ. 4 του αυτού άρθρου, κοινόχρηστων χώρων, κείμενων εκτός σχεδίου πόλης, ως σχηματισθέντων από ιδιώτες προ της θέσης σε ισχύ των εν λόγω απαγορευτικών διατάξεων.
- Επειδή, από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτουν τα εξής: Με την από 3.2.2014 αίτησή του ο παρεμβαίνων ζήτησε από την Διεύθυνση Περιβάλλοντος και Χωρικού Σχεδιασμού Βορείου Αιγαίου την αναγνώριση ως προϋφιστάμενης του έτους 1923, οδού που βρίσκεται σε εκτός σχεδίου περιοχή του Δήμου Σάμου. Η εν λόγω αίτηση συνοδευόταν και από σχετικά αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισε ο ανωτέρω. Εξάλλου, με το 2628/29.1.2014 έγγραφό του ο Δήμος Σάμου ζήτησε, επίσης, την αναγνώριση της ίδιας οδού ως προϋφιστάμενης του 1923 προσκομίζοντας και σχετικά στοιχεία, συμπληρωματικά δε στοιχεία υπέβαλε και ο παρεμβαίνων με τη νεώτερη από 14.2.2014 αίτησή του. Η υπόθεση εισήχθη στο αρμόδιο ΣΥ.ΠΟ.ΘΑ. Βορείου Αιγαίου, το οποίο, ύστερα από την εισήγηση της Διεύθυνσης Περιβάλλοντος και Χωρικού Σχεδιασμού Βορείου Αιγαίου της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Αιγαίου, με την 27/3η/3η/13.3.2014 απόφασή του γνωμοδότησε υπέρ της αναγνώρισης της οδού. Ενόψει των ανωτέρω, εκδόθηκε η πρώτη προσβαλλόμενη πράξη, με την οποία, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του μνημονευόμενου στο προοίμιό της από 17.7.1923 ν.δ., αναγνωρίζεται σε εκτός σχεδίου περιοχή, στη θέση «Ρεματιές» και «Αργυρού» στο Δήμο Σάμου, οδός προϋφιστάμενη του 1923. Κατά της πράξης αυτής ασκήθηκε προσφυγή από τον αιτούντα, η οποία απορρίφθηκε με την δεύτερη προσβαλλόμενη 28843/10.6.2014 απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής.
- Επειδή, υπό τα ανωτέρω δεδομένα, η πρώτη προσβαλλόμενη πράξη αναγνώρισης οδού ως προϋφιστάμενης του έτους 1923 σε εκτός σχεδίου περιοχή εκδόθηκε σύμφωνα με την προβλεπόμενη από την παρ.4 του άρθρου 20 του από 17.7.1923 ν.δ. διαδικασία. Συνεπώς, ο προβαλλόμενος λόγος ακυρώσεως ότι η πράξη αυτή είναι μη νόμιμη διότι, αν και εκδόθηκε δυνάμει των διατάξεων του από 24.5.1985 π.δ/τος και του ν.δ. 17.7.1923, προέβη στον επίμαχο χαρακτηρισμό χωρίς παρεμπίπτουσα έρευνα της ύπαρξης οικισμού προ του 1923 στην περιοχή και χωρίς να διαπιστώσει εάν η προς αναγνώριση οδός συνδέει στην περιοχή αυτή οικισμούς, καθώς και εάν η αναγνωρισθείσα οδός είναι κοινόχρηστη, δημοτική ή αγροτική, ερειδόμενος στην εσφαλμένη εκδοχή ότι, εν προκειμένω, εφαρμόσθηκαν οι διατάξεις του από 24.5.1985 π.δ., είναι απορριπτέος ως αβάσιμος .
- Επειδή, όπως προαναφέρθηκε, η πρώτη προσβαλλόμενη πράξη εκδόθηκε ύστερα από την υπ’ αριθμ.27/3/3/13.3.2014 θετική γνωμοδότηση του ΣΥΠΟΘΑ Βορείου Αιγαίου, η οποία στηρίχθηκε στη σχετική εισήγηση της Διεύθυνσης Περιβάλλοντος και Χωρικού Σχεδιασμού Βορείου Αιγαίου της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Αιγαίου. Ειδικότερα, στην προαναφερόμενη εισήγηση παρατίθενται τα στοιχεία που προσκόμισαν με τις αιτήσεις τους τόσο ο παρεμβαίνων όσο και ο Δήμος Σάμου, και συγκεκριμένα, τα συμβόλαια των ιδιοκτησιών που βρίσκονται εκατέρωθεν της εξεταζόμενης οδού, απόσπασμα του «GOOGLE EARTH» με φωτογραφική αποτύπωση, αεροφωτογραφίες διαφόρων ετών της επίμαχης περιοχής και δύο τεχνικές εκθέσεις. Όπως δε προέκυψε, κατά την εκτίμηση της Διοίκησης, από την εξέταση των προσκομισθέντων συμβολαίων επτά διαφορετικών όμορων ιδιοκτησιών, μεταξύ των οποίων και του αιτούντα και του παρεμβαίνοντα, σε όλα τα συμβόλαια μνημονεύεται η γειτνίαση των εν λόγω ιδιοκτησιών με δρόμο, ο οποίος, στα περισσότερα εξ αυτών περιγράφεται ως “δημόσιος δρόμος”, ενώ, στην 360/13.9.2012 βεβαίωση της Ιεράς Μητροπόλως Σάμου, Ικαρίας και Κορσεών, βεβαιώνεται ότι «το Μοναστηριακό κτήμα (το οποίο γειτνιάζει με τα γεωτεμάχια των αιτούντος και παρεμβαίνοντος), διαχωρίζεται από το γεωτεμάχιο του (παρεμβαίνοντος) με δρόμο δημόσιο σύμφωνα με τις κτηματολογικές εγγραφές της Ιεράς Μονής Αγίας Ζώνης, οι οποίες ανατρέχουν τουλάχιστον προ του 1920». Επίσης, κατά την υπ’ αριθμ. 470/4.12.2012 όμοια βεβαίωση, τα δύο μοναστηριακά κτήματα στην περιοχή Αργυρού της Ιεράς Μονής Αγίας Ζώνης έχουν μεταξύ άλλων ως όριο «δημόσιον δρόμον» τουλάχιστον προ του 1920, διερχόμενον από τα άκρα των κτημάτων αυτών». Περαιτέρω, στην ίδια εισήγηση σημειώνονται ως προς τα υπόλοιπα υποβληθέντα στοιχεία τα εξής: “2. Από το απόσπασμα «GOOGLE EARTH», και τη φωτογραφική αποτύπωση φαίνεται η ύπαρξη και η σημερινή κατάσταση της υπόψη οδού. Όπως αναφέρεται και στην τεχνική έκθεση και απεικονίζεται στο σχέδιο αποτύπωσης δρόμων κλ.1:2000 το “Τμήμα Α” μήκους 830μ. έχει μορφή αγροτικού δρόμου είναι βατό από ΙΧΕ και φορτηγά και έχει σαφή όρια εκατέρωθεν. Το “Τμήμα Β” ξεκινά από το πέρας του τμήματος Α και καταλαμβάνει το βορειοανατολικό όριο του γεωτεμαχίου του (παρεμβαίνοντος) και το νοτιοδυτικό όριο του γεωτεμαχίου του (αιτούντος) ως στο σημείο Δ1-10. Στο τμήμα αυτό δεν διακρίνονται σαφή όρια επειδή έχει γίνει απόρριψη προϊόντων εκσκαφών (μπάζα). Το συνολικό μήκος του δρόμου που έχει καλυφθεί με προϊόντα εκσκαφών είναι 72μ. Το “Τμήμα Γ” ξεκινά από το πέρας του τμήματος Β (σημείο Δ1-10) και καταλήγει στην πηγή “Πλάτανος”, έχει δε μήκος 250μ. Το τμήμα αυτό διατηρεί την παλαιά μορφή ημιονικής οδού με σαφή όρια εκατέρωθεν από μάντρες. 3. Η υπόψη οδός φαίνεται στο φύλλο χάρτου “ΣΑΜΟΣ” κλ:1:50000 της ΓΥΣ, στο απόσπασμα ΓΥΣ κλ.1:5000 και στις αεροφωτογραφίες των ετών 1945,1960,1975,1998 και 2006. 4. Στην τεχνική έκθεση του διπλ. Αγρονόμου τοπογράφου μηχανικού …. τεκμηριώνεται η ύπαρξη της οδού πριν από το 1923 έως σήμερα. 5. Από τα αναφερόμενα στην τεχνική έκθεση του Δήμου Σάμου προκύπτει η ύπαρξη της οδού πριν από το 1923 έως σήμερα και η ρίψη-ύπαρξη μπαζών σε τμήμα της οδού”. Ενόψει των ανωτέρω, η προσβαλλόμενη πράξη, για την έκδοση της οποίας συνεκτιμήθηκαν όλα τα ανωτέρω διαφορετικά στοιχεία, συμπεριλαμβανομένου και του συμβολαίου ιδιοκτησίας του αιτούντος, παρίσταται επαρκώς αιτιολογημένη τόσο ως προς τον κοινόχρηστο χαρακτήρα της επίμαχης οδού όσο και ως προς το γεγονός ότι αυτή είναι προϋφιστάμενη του 1923. Συνεπώς, ο περί του αντιθέτου λόγος ακυρώσεως καθώς και ο συναφής λόγος ότι συνέτρεξε πλάνη περί τα πράγματα, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι.
- Επειδή, με την αίτηση προβάλλεται ότι η πρώτη προσβαλλόμενη πράξη είναι ακυρωτέα λόγω παράβασης ουσιώδους τύπου, που συνίσταται στην παράλειψη να κληθεί ο αιτών να εκθέσει τις απόψεις του πριν αυτή εκδοθεί (άρθρο 20 παρ. 2 Συντ.). Ο τύπος, όμως, της προηγούμενης ακρόασης πρέπει να τηρείται πριν από την έκδοση πράξεων συνδεομένων με υποκειμενική συμπεριφορά του τυχόν θιγομένου από αυτές και όχι όταν πρόκειται για πράξεις που εκδίδονται με βάση αντικειμενικά δεδομένα, όπως εν προκειμένω. Επομένως, ο προβαλλόμενος λόγος είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
- Επειδή, τέλος προβάλλεται ότι η πρώτη προσβαλλόμενη πράξη εκδόθηκε κατά κακή χρήση της διακριτικής ευχέρειας της Διοίκησης, δεδομένου ότι, κατά την έκδοσή της εκκρεμούσε στα πολιτικά δικαστήρια αγωγή του αιτούντα σχετικά με το ιδιοκτησιακό καθεστώς της επίμαχης οδού. Ο λόγος αυτός, όπως προβάλλεται, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος καθόσον η Διοίκηση, επιληφθείσα μετά τις προαναφερόμενες υποβληθείσες αιτήσεις του παρεμβαίνοντος και του Δήμου Σάμου και έχοντας υποχρέωση να αποφανθεί επ’ αυτών, μπορούσε να εκφέρει παρεμπίπτουσα κρίση σχετικά με τη φύση της ανωτέρω οδού με βάση τα στοιχεία και δεδομένα που είχε υπόψη της κατά τον χρόνο εκφοράς της κρίσης αυτής, δεν ήταν δε υποχρεωμένη να αναμένει την έκβαση της υπόθεσης στα πολιτικά δικαστήρια. Εννοείται, βεβαίως, ότι, αν τα κατά το Σύνταγμα αρμόδια πολιτικά δικαστήρια κρίνουν διαφορετικά για το ιδιοκτησιακό καθεστώς της επίμαχης έκτασης, τα διοικητικά όργανα είναι υποχρεωμένα να επανέλθουν στην υπόθεση και να ενεργήσουν ανάλογα με τα τυχόν δεσμευτικώς γενόμενα δεκτά από τα εν λόγω δικαστήρια.
- Επειδή, μη προβαλλόμενου παραδεκτώς άλλου λόγου ακυρώσεως, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί.