ΣτΕ 2044/2025 [Νόμιμη απαλλοτρίωση ακινήτου εντός αρχαιολογικού χώρου για αρχαιολογικούς σκοπούς]
Περίληψη
– H προσβαλλόμενη πράξη, αρμοδίως εκδόθηκε από την Υπουργό Πολιτισμού και Αθλητισμού, εφόσον το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο είχε γνωμοδοτήσει πριν από την έναρξη ισχύος του ν. 4622/2019 και συγκεκριμένα στις 8.10.2013. Συνεπώς, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος ο λόγος ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται ότι αρμόδιοι για την έκδοση πράξεων, με τις οποίες κηρύσσεται αναγκαστική απαλλοτρίωση ακινήτου για την προστασία αρχαιολογικού χώρου, είναι, σύμφωνα με την ειδικότερη διάταξη του άρθρου 18 παρ. 1 και 2 του ν. 3028/2002, από κοινού οι Υπουργοί Πολιτισμού και Οικονομικών και ότι η προσβαλλόμενη απόφαση αναρμοδίως υπεγράφη μόνον από την Υπουργό Πολιτισμού και Αθλητισμού.
Mε την κρινόμενη αίτηση προβάλλεται ότι η πάροδος χρονικού διαστήματος επτά (7) ετών από τη διατύπωση της γνώμης του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου (2013) έως την έκδοση της προσβαλλόμενης αποφάσεως της Υπουργού Πολιτισμού και Αθλητισμού (2020) καθιστά την ανωτέρω γνώμη προδήλως ανεπίκαιρη. Προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία εκδόθηκε λαμβάνοντας υπόψη προδήλως παρωχημένη, άλλως ανεπίκαιρη γνωμοδότηση, είναι ακυρωτέα, ως εκδοθείσα κατά παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας. Εφόσον, όμως, δεν προβάλλεται από τους αιτούντες, ούτε προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου ότι από τη γνωμοδότηση του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου μέχρι την έκδοση της προσβαλλόμενης αποφάσεως επήλθε μεταβολή της πραγματικής κατάστασης στην περιοχή, εν όψει της οποίας γνωμοδότησε το ανωτέρω Συμβούλιο, αλλά ούτε και μεταβολή της βούλησης της αρμόδιας Εφορείας Κλασικών και Προϊστορικών Αρχαιοτήτων για την προστασία των αρχαιολογικών ευρημάτων του ακινήτου, το διαρρεύσαν χρονικό διάστημα των επτά περίπου ετών, λαμβανομένης υπόψη και της διοικητικής διαδικασίας που επακολούθησε της γνωμοδότησης (σύνταξη κτηματολογικού διαγράμματος και πίνακα, εκτίμηση της αξίας του ακινήτου, υποβολή αιτήσεως θεραπείας κατά της εκθέσεως εκτίμησης της αξίας αυτής από τους αιτούντες, εξέταση της ανωτέρω αιτήσεως θεραπείας, αναζήτηση πίστωσης για τη συντέλεση της απαλλοτρίωσης, τήρηση διατυπώσεων δημοσιότητας για την προωθούμενη απαλλοτρίωση και επικαιροποίηση της βεβαίωσης περί ύπαρξης πιστώσεως), δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι υπερβαίνει τον εύλογο χρόνο, ώστε να καθιστά τη γνωμοδότηση αυτή ανεπίκαιρη. Ούτε μόνη η πάροδος του χρονικού αυτού διαστήματος δημιουργεί τεκμήριο μεταβολής των πραγματικών συνθηκών.
Οι ισχυρισμοί των αιτούντων ότι μη νομίμως επιβλήθηκαν με τις προεκτεθείσες νομαρχιακές αποφάσεις ρυμοτομικά βάρη στα υπό στοιχεία «Β» και «Γ» τμήματα της ιδιοκτησίας τους, εφόσον οι αποφάσεις αυτές εκδόθηκαν κατ’ επίκληση διατάξεων που αντίκεινται στο Σύνταγμα, και ότι, ως εκ τούτου, μη νομίμως δεν συμπεριελήφθησαν τα τμήματα αυτά στην απαλλοτριωτέα με την προσβαλλόμενη πράξη έκταση, πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτοι. Τούτο δε διότι οι ισχυρισμοί αυτοί δεν αφορούν στη νομιμότητα της προσβαλλόμενης πράξης περί κήρυξης απαλλοτρίωσης, αλλά στη νομιμότητα των προαναφερθεισών νομαρχιακών αποφάσεων, με τις οποίες τα ανωτέρω τμήματα της ιδιοκτησίας των αιτούντων ρυμοτομήθηκαν για τη διάνοιξη πεζοδρόμου και τη διαπλάτυνση δημοτικής οδού. Η νομιμότητα δε των πράξεων αυτών, κατά των οποίων δεν στρέφεται η κρινόμενη αίτηση και οι οποίες έχουν το χαρακτήρα γενικών ατομικών διοικητικών πράξεων, δεν μπορεί να εξεταστεί παρεμπιπτόντως στο πλαίσιο της παρούσας δίκης. Η απαλλοτρίωση των εν λόγω τμημάτων («Β» και «Γ») της ιδιοκτησίας των αιτούντων ακολουθεί τις διατάξεις της πολεοδομικής νομοθεσίας περί ρυμοτομικών απαλλοτριώσεων, η δε Διοίκηση δεν υποχρεούται οίκοθεν να ανακαλεί ρυμοτομικές απαλλοτριώσεις, που διατηρήθηκαν πέραν από τα εύλογα χρονικά όρια χωρίς να συντελεστούν και οι οποίες αποτελούν νομικό και οικονομικό βάρος της ιδιοκτησίας, αλλά η προς τούτο υποχρέωσή της ανακύπτει μόνο κατόπιν υποβολής σχετικής αιτήσεως του πληττόμενου ιδιοκτήτη. Στην προκειμένη, όμως, περίπτωση δεν προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, ούτε, άλλωστε, προβάλλεται από τους αιτούντες ότι υποβλήθηκε τέτοιο αίτημα προς τη Διοίκηση. Οι θεσπιζόμενοι με το ν. 3028/2002 περιορισμοί είναι αυτοτελείς και ισχύουν ανεξάρτητα από τον χαρακτηρισμό του ακινήτου ως κοινόχρηστου, κοινωφελούς ή οικοδομήσιμου σύμφωνα με τις διατάξεις της πολεοδομικής νομοθεσίας.
Η ύπαρξη αρχαίου ακίνητου μνημείου σε έκταση που δεν ανήκει, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, στην ιδιοκτησία του Δημοσίου, έχει αναχθεί από το νόμο, σε αρμονία και προς τις διατάξεις των άρθρων 17 παρ. 2 και 24 παρ. 1 και 6 του Συντάγματος, σε αυτοτελή λόγο δημόσιας ωφέλειας, κατά το άρθρο 18 παρ. 1 του ν. 3028/2002, η τεκμηριωμένη συνδρομή του οποίου καθιστά επιτακτική, για την προστασία του μνημείου, την περιέλευση στο Δημόσιο της κυριότητας της εκτάσεως στην οποία βρίσκεται το μνημείο και εκείνης που αποτελεί το άμεσο περιβάλλον του, με απευθείας εξαγορά ή αναγκαστική απαλλοτρίωση, αφού, κατά την έννοια του άρθρου 7 του ν. 3028/2002, το οποίο επιφυλάσσει υπέρ του Δημοσίου όχι μόνο την κυριότητα, αλλά και τη νομή του ακινήτου του αρχαίου μνημείου, απαγορεύεται οποιαδήποτε πράξη εκμεταλλεύσεως από τον ιδιοκτήτη της εν λόγω εκτάσεως, ο προορισμός της οποίας έχει περιορισθεί πλέον από το νόμο μόνο στην, υπό την κυριότητα και νομή του Δημοσίου, προστασία και ανάδειξη του αρχαίου μνημείου.
Για την προστασία του εν λόγω ακινήτου αρχαίου μνημείου επιβαλλόταν , κατά νόμο, η απόκτηση από το Δημόσιο της κυριότητας του χώρου στον οποίο βρίσκεται και, ως εκ τούτου, με νόμιμη και επαρκή αιτιολογία κηρύχθηκε για τον σκοπό αυτόν η επίδικη αναγκαστική απαλλοτρίωση, χωρίς να απαιτείται, κατά το άρθρο 18 παρ. 6 του ν. 3028/2002, ειδικά αιτιολογημένη απόρριψη άλλων λύσεων προστασίας του μνημείου. Συνεπώς, ο περί του αντιθέτου ανωτέρω προβαλλόμενος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμός. Απορριπτέα τυγχάνουν και τα προβαλλόμενα από τους αιτούντες ότι επετράπη υπό όρους η ανοικοδόμηση πολλών παρακείμενων ακινήτων, τα οποία, όπως και το επίδικο, ευρίσκονται στη Ζώνη Β’ του αρχαιολογικού χώρου εντός του ρυμοτομικού σχεδίου του Εμπορίου Χίου. Και τούτο, διότι, πέραν του ότι το επίδικο ακίνητο κείται εντός του αρχαιολογικού χώρου του Εμπορίου αλλά εκτός των Ζωνών Προστασίας Α’ και Β’ αυτού, από έγγραφο της Εφορείας Αρχαιοτήτων Χίου, το οποίο παραδεκτώς λαμβάνεται υπόψη, διότι αναφέρεται σε στοιχεία προγενέστερα της προσβαλλόμενης πράξης, προκύπτει ότι η χορήγηση οικοδομικών αδειών εντός του επίμαχου κηρυγμένου αρχαιολογικού χώρου και, ιδιαίτερα, στην περιοχή του λιμανιού του Εμποριού κατά τις προηγούμενες τρεις δεκαετίες αφορούσε σε περιπτώσεις οικοπέδων, στα οποία είτε δεν είχαν ανευρεθεί αρχαιότητες, είτε είχαν αποκαλυφθεί αρχαιότητες μη σχετιζόμενες με το πανελλήνιας εμβέλειας ιερό της περιοχής και, ασφαλώς, μη συγκρίσιμες ως προς τη σπουδαιότητά τους με αυτές που ήρθαν στο φως στο επίμαχο οικόπεδο, στο ίδιο δε έγγραφο παρατίθενται, εξ άλλου, έξι περιπτώσεις ιδιοκτησιών με αναφορά των ευρεθεισών σε αυτές αρχαιοτήτων, ενώ σημειώνεται ότι τα όμορα του επίδικου οικοπέδου ακίνητα, τα οποία εμπίπτουν στη θέση του Ιερού του Λιμανιού παραμένουν αδόμητα.
Πρόεδρος: Α. Μ. Παπαδημητρίου
Εισηγητής: Ν. Βαγιωνάκης






