ΣτΕ 1116/2018 [Νόμιμη απόφαση ΥΠΠΟ για την έγκριση μελέτης αποκατάστασης και αλλαγής χρήσεως σε κτίριο στην Πλάκα]
Περίληψη
-Οι κατ’αρχήν μη επιτρεπόμενες για κάθε οικοδομικό τετράγωνο της περιχοής της Πλάκας χρήσεις εκτός από εκείνες που περιλαμβάνονται στις απολύτως απαγορευμένες χρήσεις μπορούν να εξακολουθήσουν λειτουργούσες εν όσω υφίσταται ο δικαιούχος της σχετικής νόμιμης, κατά την 23.11.1982 (ημερομηνία εκδόσεως του αρχικού προεδρικού διατάγματος περί καθορισμού ειδικών χρήσεων γης στην Πλάκα), αδείας και ότι, αν ο δικαιούχος εκείνος εκλείψει, δεν επιτρέπεται ανανέωση της αδείας επ’ ονόματι νέου δικαιούχου.
-Ο χαρακτηρισμός της περιοχής της Πλάκας ως ιστορικού τόπου με την 24946/1967 υπουργική απόφαση δεν στηρίζεται σε επίκληση ιστορικών ή μυθικών γεγονότων προγενέστερων του έτους 1830 και, επομένως, τα θέματα προστασίας του οικισμού αυτού βάσει των διατάξεων της νομοθεσίας περί της πολιτιστικής κληρονομιάς ανήκουν στη γνωμοδοτική αρμοδιότητα του Κ.Σ.Ν.Μ.
-Ότι η προσβαλλομένη δεν αφορά νομιμοποίηση αυθαίρετων κατασκευών, αλλά, αντιθέτως, καθαίρεση εργασιών που έγιναν και κρίθηκαν ότι δεν ανήκουν στην αρχική αυθεντική φυσιογνωμία του κτιρίου και επαναφορά των όψεων στην τεκμηριωμένη ιστορικά αποδεκτή τους μορφή. Εξάλλου, η προσβαλλομένη προηγήθηκε της οικοδομικής αδείας, που εκδόθηκε κατόπιν εγκρίσεως της ΕΠΑΕ. Περαιτέρω, σχετικά με τις επεμβάσεις στο εσωτερικό του κτιρίου, οι οποίες, κατά την εισήγηση της Δ.Ν.Σ.Α.Κ., είναι εν γένει απαραίτητες για λόγους στατικής ενίσχυσης και εξυπηρέτησης της λειτουργικότητας και εκσυγχρονισμού του κτιρίου και δεν θίγουν τον γενικό αρχιτεκτονικό χαρακτήρα και τις βασικές αρχές της σύνθεσης του κτιρίου, αυτές είναι σύμφωνες με τους όρους του άρθρου 3 του από 24.10-8.11.1980 π.δ/τος, διότι πρόκειται για επιτρεπτές επεμβάσεις που δικαιολογούνται από λόγους στατικούς και λειτουργικούς και δεν αλλοιώνουν τον γενικό αρχιτεκτονικό χαρακτήρα του κτιρίου ούτε θίγουν τα διατηρητέα στοιχεία του, ενώ, με την εγκριθείσα μελέτη αποκατάστασης προβλέπεται η διαμόρφωση του Α’ ορόφου σε κατοικία και η αφαίρεση των στοιχείων που αλλοιώνουν τη χρήση του αυτή.
-Σχετικώς με την παράνομη, κατά τους ισχυρισμούς του αιτούντος, υπερύψωση του κυρίως όγκου του κτιρίου, η αιτιολογία της παρασχεθείσας εγκρίσεως προκύπτει από την εισήγηση της Δ.Ν.Σ.ΑΚ. και τα πρακτικά της επίμαχης συνεδριάσεως του Κ.Σ.Ν.Μ., κατά την οποία εξετάσθηκε ενδελεχώς το ζήτημα των επεμβάσεων που έγιναν για τη στατική ενίσχυση του κτιρίου και είχαν ως αποτέλεσμα την υπερύψωση αυτού, συνίσταται δε στην παραδοχή ότι η εν λόγω υπερύψωση, οφειλόμενη είτε σε μικρές αποκλίσεις κατά τη φάση της κατασκευής είτε στην κατασκευή ενός περιμετρικού σενάζ για την επίδεση του κτιρίου στο επίπεδο της στέψης αυτού, υπαγορεύθηκε από λόγους ενισχύσεως της στατικότητάς του, ενώ δεν αλλοιώνει τα γενικά αρχιτεκτονικά και μορφολογικά χαρακτηριστικά του κτιρίου, ούτε προκαλεί άμεση ή έμμεση βλάβη ή αισθητική υποβάθμιση της ευρύτερης περιοχής. Επομένως, η ως άνω επέμβαση νομίμως εγκρίθηκε, είναι δε απορριπτέα ως αβάσιμα τα περί του αντιθέτου προβαλλόμενα.
-Η προσβαλλόμενη απόφαση περιέχει επαρκή αιτιολογία, προσανατολισμένη στην ανάγκη προστασίας και διατήρησης των στοιχείων του διατηρητέου κτιρίου, η αιτιολογία δε αυτή συμπληρώνεται και από τα στοιχεία του φακέλου και ειδικότερα, μεταξύ άλλων, τη γνωμοδότηση του Κ.Σ.Ν.Μ. και την εισήγηση της ΔΙΝΕΣΑΚ, όπου διαλαμβάνεται αιτιολογία και ως προς τις εσωτερικές διαρρυθμίσεις και την ελαφρά υπερύψωση του κτιρίου, τα σχέδια της υφιστάμενης κατάστασης και τα σχέδια και την τεχνική έκθεση της πρότασης αποκατάστασης. Είναι, επομένως, απορριπτέα ως αβάσιμα τα περί του αντιθέτου προβαλλόμενα.
-Και για μεμονωμένα κτίρια, τα οποία έχουν χαρακτηρισθεί ως διατηρητέα, δύνανται, για τη διατήρηση και την ανάδειξη του ιδιαιτέρου χαρακτήρα αυτών, να καθορίζονται χρήσεις, κατά παρέκκλιση εκείνων που ισχύουν στην περιοχή όπου αυτά ευρίσκονται. Η ως άνω δυνατότητα θέσπισης παρεκκλίσεων αφορά και τα ευρισκόμενα εντός παραδοσιακών οικισμών κτίρια, τα οποία έχουν κηρυχθεί αυτοτελώς διατηρητέα, ακόμη και εάν έχουν καθορισθεί ειδικές χρήσεις για τον οικισμό αυτόν. Η πρόβλέψη χρήσεων σε διατηρητέα κτίρια, κατά παρέκκλιση από εκείνες που έχουν καθορισθεί για την περιοχή ή για το τμήμα του παραδοσιακού οικισμού, όπου αυτά ευρίσκονται, επιτρέπεται υπό την προϋπόθεση ότι η προβλεπομένη, κατά παρέκκλιση χρήση σχετίζεται με τον λόγο χαρακτηρισμού του κτιρίου ως διατηρητέου και ότι η πρόβλεψη της χρήσεως αυτής είναι αναγκαία για την διατήρηση και την ανάδειξη του διατηρητέου κτιρίου.
-Ο καθορισμός ειδικών όρων προστασίας και περιορισμών δόμησης και χρήσης συγκεκριμένου διατηρητέου ακινήτου νομίμως αποτελεί αντικείμενο υπουργικής αποφάσεως και όχι προεδρικού διατάγματος, δεδομένου ότι ο εν λόγω καθορισμός αφορά τεχνικό ζήτημα αμέσως συναρτημένο προς τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και τη φυσιογνωμία εκάστου διατηρητέου κτιρίου, τις ειδικές συνθήκες υπό τις οποίες τελεί και τις ανάγκες αυτού. Προκείται δηλαδή για μέτρα προστασίας συγκεκριμένου διατηρητέου ακινήτου και όχι κανονιστικές ρυθμίσεις πολεοδομικού σχεδιασμού οποιασδήποτε κλίμακας.
Πρόεδρος: Αθ. Ράντος
Εισηγητής: Μ. Γκορτζολίδου
Βασικές Σκέψεις
2. Επειδή, με την υπό κρίση αίτηση ζητείται η ακύρωση της υπ’ αρ. ΥΠΠΟ/ΔΝΣΑΚ/62724/1698/22.8.2007 αποφάσεως του Υπουργού Πολιτισμού, με την οποία εγκρίθηκε, κατά τις διατάξεις του ν. 3028/2002, αφ’ ενός, μελέτη αποκαταστάσεως του κτηρίου που βρίσκεται επί των οδών Λυσικράτους αριθ. 2 και Βύρωνος στην περιοχή της Πλάκας του Δήμου Αθηναίων, φερομένου ως ιδιοκτησίας Παναγιώτη Αγγιστριώτη και Ολυμπίας Βενετσάνου, και, αφ’ ετέρου, αλλαγή χρήσεως στο ισόγειο κατάστημα του κτηρίου.
3. Επειδή, στην δίκη παρεμβαίνουν υπέρ του κύρους των προσβαλλομένων πράξεων, με το υπ’ αρ. 219/7.3.2012 δικόγραφο παρεμβάσεως, επί του οποίου κατατέθηκαν τα από 9.1.2013, 23.10.2013 και 4.12.2014 συμπληρωματικά υπομνήματα, oι εν λόγω φερόμενοι ως συνιδιοκτήτες του επίδικου κτηρίου, και με το υπ’ αρ. καταθ. 215/7.3.2012 δικόγραφο παρεμβάσεως η υπομισθώτρια χώρων του επίδικου εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΧΟΥΛΙΑΡΑΣ ΚΑΙ ΣΙΑ ΕΠΕ» και το διακριτικό τίτλο «ΕΡΙΔΑ ΕΠΕ». Παρεμβαίνουν επίσης, με το υπ’ αρ. καταθ. 698/18.10.2012 κοινό δικόγραφο, επί του οποίου κατατέθηκε το από 4.9.2014 υπόμνημα, οι Νικόλαος Σωτηρόπουλος, Παναγιώτα Αυγερινού, Παναγιώτης Μητσιόπουλος, Παναγιώτα Μπελέρπου και Σοφία Κόλλια, υπό την ιδιότητα των τακτικών επισκεπτών του καταστήματος που στεγάζεται στο ισόγειο του επιδίκου κτηρίου, των πρώτου και τρίτου εξ αυτών επικαλουμένων επί πλέον την ιδιότητα των περιοίκων και της δεύτερης επικαλουμένης της ιδιότητας της ιδιοκτήτριας τουριστικού καταστήματος στο ισόγειο του όμορου επί της οδού Βύρωνος προς το επίδικο κτηρίου, καθώς επίσης, με χωριστό δικόγραφο, η Ευαγγελία Αργυροπούλου.
4. Επειδή, ο αιτών, κάτοικος Βρυξελλών, φερόμενος ως ιδιοκτήτης διαμερίσματος στον δεύτερο όροφο οικοδομής επί της συμβολής των οδών Επιμενίδου 2 και Βύρωνος στην Πλάκα, ευρισκόμενης έναντι του κτηρίου στο οποίο αφορούν οι προσβαλλόμενες πράξεις, με έννομο συμφέρον ασκεί την κρινόμενη αίτηση, ισχυριζόμενος, αφ’ ενός, ότι η, δυνάμει των προσβαλλομένων πράξεων, υπερύψωσή του είχε καταστροφικές συνέπειες για την ιδιοκτησία του, αποκόπτοντας την προς το Λυκαβηττό θέα της και περιορίζοντας καθοριστικά το φωτισμό και αερισμό του πρώτου ορόφου, με συνέπεια τη σημαντική μείωση της αξίας της, και, αφ’ ετέρου, ότι από την εκτέλεση των ιδίων πράξεων επήλθε ανεπίτρεπτη μεταβολή της εξωτερικής μορφής του ευρισκομένου απέναντι από το χορηγικό μνημείο του Λυσικράτους, διατηρητέου κτηρίου, αλλοίωση του χαρακτήρα αυτού και σημαντική υποβάθμιση της πλατείας Λυσικράτους, που αποτελεί ένα από τα παλαιότερα και παραδοσιακότερα μέρη της προστατευόμενης περιοχής της Πλάκας (πρβλ. ΣΕ 2926/2011, 945, 455/2010), απορριπτομένων ως αβασίμων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών της παρεμβαίνουσας εταιρείας.
5. Επειδή, με έννομο συμφέρον παρεμβαίνουν υπέρ του κύρους των προσβαλλομένων πράξεων οι συνιδιοκτήτες του επίδικου κτηρίου, οι οποίοι προσκομίζουν το υπ’ αρ. 2.180/4.2.1999 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο, δυνάμει του οποίου στον πρώτο από αυτούς περιήλθε η πλήρης κυριότητα του ακινήτου κατά το ένα δεύτερο, καθώς και η επικαρπία κατά το υπόλοιπο ένα δεύτερο, στη δεύτερη δε από αυτούς η ψιλή κυριότητα του ενός δευτέρου του ακινήτου (ΣΕ 2926/2011, 3648, 2513/2009, 43/2005 κ.ά.). Οι εν λόγω παρεμβαίνοντες ομοδικούν παραδεκτώς, προβάλλοντας προς αντίκρουση των υπό κρίση αιτήσεων ισχυρισμούς στηριζόμενους στην αυτή νομική και πραγματική βάση.
6. Επειδή, ομοίως, με έννομο συμφέρον ασκείται και η παρέμβαση της εταιρείας περιορισμένης ευθύνης «ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΧΟΥΛΙΑΡΑΣ ΚΑΙ ΣΙΑ ΕΠΕ» («ΕΡΙΔΑ ΕΠΕ»), η οποία εισήλθε, βάσει του από 21.5.2005 προσκομιζόμενου ιδιωτικού συμφωνητικού, στη μεταξύ των συνιδιοκτητών και μέλους της μισθωτική σχέση, ειδικότερα δε στη μίσθωση του επίδικου ακινήτου, προκειμένου το ισόγειο και το υπόγειο να χρησιμοποιηθούν για την άσκηση επιχειρήσεως παραδοσιακού γαλακτοπωλείου – ζαχαροπλαστείου και ο πρώτος όροφος ως κατοικία του μισθωτή, σύμφωνα με τον υπ’ αρ. 9 όρο του ως άνω μισθωτηρίου, ευθυνόμενη εις ολόκληρον μετά του αρχικού μισθωτή έναντι των εκμισθωτών, ισχυρίζεται δε ότι από την τυχόν ακύρωση των προσβαλλομένων πράξεων κινδυνεύουν άμεσα τα απορρέοντα από τη σύμβαση μισθώσεως δικαιώματά της στο μίσθιο, όπου ήδη ασκεί επιχειρηματική δραστηριότητα δυνάμει της προσκομιζόμενης Α.Π. 260627/25.11.2008 αδείας του Δήμου Αθηναίων, και ότι απειλείται με πλήρη επιχειρηματική και οικονομική καταστροφή, λόγω της καταβολής μεγάλων χρηματικών ποσών για τη διαμόρφωση του κτηρίου και τον εξοπλισμό της επιχειρήσεως (ΣΕ 3303/2007, πρβλ. ΣΕ 565/2005 κ.ά.).
7. Επειδή, τα πέντε φυσικά πρόσωπα, παρεμβαίνουν, κατά τα αναφερόμενα στη σκέψη 3, υπέρ του κύρους της προσβαλλομένης πράξεως, υπό την ιδιότητα των τακτικών επισκεπτών του καταστήματος που στεγάζεται στο ισόγειο του επιδίκου κτηρίου, των πρώτου και τρίτου εξ αυτών επικαλουμένων επί πλέον την ιδιότητα των περιοίκων και της δεύτερης επικαλουμένης της ιδιότητας της ιδιοκτήτριας τουριστικού καταστήματος στο ισόγειο του όμορου επί της οδού Βύρωνος προς το επίδικο κτηρίου, τέλος δε της τέταρτης και πέμπτης επικαλουμένων την ιδιότητα του κατοίκου Αθηνών και Ζωγράφου, αντιστοίχως. Οι δεύτερη, τρίτος και τέταρτη, όμως, παραιτήθηκαν, με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου στο ακροατήριο, από το δικόγραφο της παρεμβάσεως, ενώ οι λοιποί δύο δεν προσκόμισαν παραδεκτώς στοιχεία αποδεικνύοντα την ιδιότητα που επικαλούνται και κατά συνέπεια η ως άνω παρέμβασή τους είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη. Εξ άλλου, η παρεμβαίνουσα Ευαγγελία Αργυροπούλου παραιτήθηκε, με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου της στο ακροατήριο, από το δικόγραφο της παρεμβάσεως. Συνεπώς, η παρέμβαση αυτή δεν είναι εξεταστέα.
8. Επειδή, με τις διατάξεις των παρ. 1 και 6 του άρθρου 24 του Συντάγματος καθιερώνεται ειδικώς αυξημένη προστασία του πολιτιστικού περιβάλλοντος, δηλαδή των μνημείων και λοιπών πολιτιστικών αγαθών που προέρχονται από την ανθρώπινη δραστηριότητα και συνθέτουν, λόγω της ιστορικής, καλλιτεχνικής ή επιστημονικής σημασίας τους, την εν γένει πολιτιστική κληρονομιά της Χώρας. Η προστασία αυτή περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τη διατήρηση στο διηνεκές αναλλοίωτων των εν λόγω πολιτιστικών στοιχείων και του χώρου που είναι αναγκαίος για την ανάδειξή τους σε ιστορική, αισθητική και λειτουργική ενότητα (ΣΕ 293, 2630/2010), ενώ έχει αφ’ ενός μεν προληπτικό, αφ’ ετέρου δε κατασταλτικό χαρακτήρα. Στην τελευταία αυτή περίπτωση περιλαμβάνει την υποχρέωση άρσης της προσβολής του πολιτιστικού μνημείου και αποκατάστασης της προστατευόμενης μορφής του (ΣΕ 3004/2015, 3735/2013, 293/2010, 565/2005, 3347/1999), με την επιβολή των αναγκαίων μέτρων και περιορισμών της ιδιοκτησίας (πρβλ. ΣΕ 575/2012, 4498/2011, 876/2010, 1892/2008, ΟλΣΕ 2801/1991 κ.ά.). Εξ άλλου, κάθε επέμβαση επί και πλησίον μνημείου πρέπει, κατ’ αρχήν, να αποβλέπει στην προστασία και ανάδειξη αυτού, να ενεργείται δε ενόψει των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών και του είδους του μνημείου και επί τη βάσει των δεδομένων της επιστήμης, απαγορευμένων επεμβάσεων και χρήσεων μη συμβατών προς την κατά προορισμό χρήση του μνημείου (ΣΕ 2926, 2724/2011, 669/2010 7μ, 2313/2009, 2540/2005 κ.ά.). Τέλος, οι σχετικές πράξεις των αρμοδίων οργάνων της Διοικήσεως πρέπει να είναι ειδικώς αιτιολογημένες ως προς την κρίση ότι με τα έργα ή τις εργασίες αυτές προστατεύεται, αναδεικνύεται ή, πάντως, δεν παραβλάπτεται ουσιωδώς το μνημείο, ούτε ο περιβάλλων χώρος του (ΣΕ 2724/2011, 841/2009, 2540/2005, πρβλ. ΣΕ Ολομ. 1682/2002).
9. Επειδή, περαιτέρω, στην Διεθνή Σύμβαση της Γρανάδας για την προστασία της αρχιτεκτονικής κληρονομίας της Ευρώπης, που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του Ν. 2039/1992 (Α΄ 61), ορίζεται ότι η «αρχιτεκτονική κληρονομία» κατά την έννοια της Συμβάσεως, περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων ακινήτων αγαθών, τα «μνημεία», στα οποία κατατάσσεται «κάθε κατασκευή ιδιαίτερα σημαντική λόγω του ιστορικού, αρχαιολογικού, καλλιτεχνικού, επιστημονικού, κοινωνικού ή τεχνικού της ενδιαφέροντος, συμπεριλαμβανομένων των εγκαταστάσεων ή διακοσμητικών στοιχείων, που αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα τους» και τα «αρχιτεκτονικά σύνολα», που περιλαμβάνουν «ομοιογενή σύνολα αστικών … κατασκευών, σημαντικών λόγω του ιστορικού, αρχαιολογικού, καλλιτεχνικού, επιστημονικού, κοινωνικού ή τεχνικού τους ενδιαφέροντος, συναφή μεταξύ τους ώστε να σχηματίζουν ενότητες, που να μπορούν να οριοθετηθούν τοπογραφικά» (άρθρο 1), καθώς και ότι «Στο χώρο ο οποίος περιβάλλει τα μνημεία, στο εσωτερικό των αρχιτεκτονικών συνόλων …, κάθε συμβαλλόμενος υποχρεώνεται να λάβει μέτρα που θα αποσκοπούν στη βελτίωση της ποιότητας του περιβάλλοντος» (άρθρο 7). Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι τα συμβαλλόμενα στην ανωτέρω Διεθνή Σύμβαση μέρη αναλαμβάνουν την υποχρέωση να λαμβάνουν θετικά μέτρα, που αποσκοπούν στην βελτίωση της ποιότητος του περιβάλλοντος τα ακίνητα μνημεία χώρου, και να απέχουν από κάθε ενέργεια που βλάπτει αμέσως ή εμμέσως το μνημείο ή το αρχιτεκτονικό σύνολο ή τον περιβάλλοντα χώρο τους (ΣΕ 2540/2005, 4498/2011, 978/2012 7μ κ.ά.).
10. Επειδή, εξ άλλου, η προστασία του πολιτιστικού περιβάλλοντος οργανώνεται και εξειδικεύεται με τις διατάξεις του ν. 3028/2002 (Α΄ 153), στο πεδίο εφαρμογής του οποίου υπάγονται, κατά το άρθρο 73 παρ. 10 αυτού, και πολιτιστικά αγαθά που έχουν χαρακτηρισθεί ως προστατευόμενα κατά τις διατάξεις της προϊσχυούσης νομοθεσίας, τα οποία εφ’ εξής προστατεύονται κατά τις διατάξεις του νόμου αυτού. Σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 1 του ν. 3028/2002, ως «αρχαία μνημεία» ή «αρχαία» για την εφαρμογή των διατάξεων του νόμου αυτού νοούνται «όλα τα πολιτιστικά αγαθά που ανάγονται στους προϊστορικούς, αρχαίους, βυζαντινούς και μεταβυζαντινούς χρόνους και χρονολογούνται έως και το 1830 ..» (περ. αα΄), ως νεότερα μνημεία «τα πολιτιστικά αγαθά που είναι μεταγενέστερα του 1830 και των οποίων η προστασία επιβάλλεται λόγω της ιστορικής, καλλιτεχνικής ή επιστημονικής σημασίας τους, κατά τις διακρίσεις των άρθρων 6 και 20» (περ. ββ΄), ως αρχαιολογικοί χώροι, στους οποίους περιλαμβάνεται «.. και το απαραίτητο ελεύθερο περιβάλλον που επιτρέπει στα σωζόμενα μνημεία να συντίθενται σε ιστορική, αισθητική και λειτουργική ενότητα», νοούνται «εκτάσεις .. οι οποίες περιέχουν ή στις οποίες υπάρχουν ενδείξεις ότι περιέχονται αρχαία μνημεία ή αποτέλεσαν ή υπάρχουν ενδείξεις ότι αποτέλεσαν από τους αρχαιοτάτους χρόνους έως και το 1830 μνημειακά, οικιστικά ή ταφικά σύνολα» (περ. γ΄), ως ιστορικοί, τέλος, τόποι νοούνται (βλ. περ. δ΄) «εκτάσεις .. που αποτέλεσαν ή που υπάρχουν ενδείξεις ότι αποτέλεσαν το χώρο εξαίρετων ιστορικών ή μυθικών γεγονότων, ή εκτάσεις που περιέχουν ή στις οποίες υπάρχουν ενδείξεις ότι περιέχονται μνημεία μεταγενέστερα του 1830, είτε σύνθετα έργα του ανθρώπου και της φύσης μεταγενέστερα του 1830, τα οποία συνιστούν χαρακτηριστικούς και ομοιογενείς χώρους, που είναι δυνατόν να οριοθετηθούν τοπογραφικά, και των οποίων επιβάλλεται η προστασία λόγω της λαογραφικής, εθνολογικής, κοινωνικής, τεχνικής, αρχιτεκτονικής, βιομηχανικής ή εν γένει ιστορικής, καλλιτεχνικής ή επιστημονικής σημασίας τους». Περαιτέρω, στο άρθρο 6 του ως άνω ν. 3028/2002 («Διακρίσεις ακινήτων μνημείων – Χαρακτηρισμός») ορίζεται ότι (παρ. 1), «1. Στα ακίνητα μνημεία περιλαμβάνονται: α) τα αρχαία που χρονολογούνται έως και το 1830, β) τα νεότερα πολιτιστικά αγαθά που είναι προγενέστερα των εκάστοτε τελευταίων εκατό ετών και χαρακτηρίζονται μνημεία λόγω της αρχιτεκτονικής, πολεοδομικής, … ή εν γένει ιστορικής, καλλιτεχνικής ή επιστημονικής σημασίας τους, γ) …». Κατά την παρ. 4 του αυτού άρθρου 6, τα ακίνητα της περ. β΄ της παρ. 1 του άρθρου χαρακτηρίζονται μνημεία με απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού, ενώ, κατά την παρ. 10 του ίδιου άρθρου, «10. Η κατεδάφιση νεότερων ακινήτων που είναι προγενέστερα των εκάστοτε εκατό τελευταίων ετών ή η εκτέλεση εργασιών για τις οποίες απαιτείται η έκδοση οικοδομικής άδειας, ακόμη και αν τα ακίνητα αυτά δεν έχουν χαρακτηρισθεί μνημεία, δεν επιτρέπεται χωρίς την έγκριση της Υπηρεσίας …». Ο ίδιος ν. 3028/2002 προβλέπει, στις παρ. 1 έως 6 του άρθρου 10, τα εξής: «Ενέργειες σε ακίνητα μνημεία και στο περιβάλλον τους 1. Απαγορεύεται κάθε ενέργεια σε ακίνητο μνημείο, η οποία είναι δυνατόν να επιφέρει με άμεσο ή έμμεσο τρόπο καταστροφή, βλάβη, ρύπανση ή αλλοίωση της μορφής του. 2. .. 3. Η εγκατάσταση ή η λειτουργία .. εμπορικής επιχείρησης, .. η επιχείρηση οποιουδήποτε τεχνικού ή άλλου έργου ή εργασίας, καθώς και η οικοδομική δραστηριότητα πλησίον αρχαίου επιτρέπεται μόνο μετά από έγκριση του Υπουργού Πολιτισμού, η οποία εκδίδεται ύστερα από γνώμη του Συμβουλίου. Η έγκριση χορηγείται εάν η απόσταση από ακίνητο μνημείο ή η σχέση με αυτό είναι τέτοια ώστε να μην κινδυνεύει να επέλθει άμεση ή έμμεση βλάβη αυτού λόγω του χαρακτήρα του έργου ή της επιχείρησης ή της εργασίας. 4. Για κάθε εργασία, επέμβαση ή αλλαγή χρήσης σε ακίνητα μνημεία, ακόμη και αν δεν επέρχεται κάποια από τις συνέπειες της παραγράφου 1 σε αυτά, απαιτείται έγκριση που χορηγείται με απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού ύστερα από γνώμη του Συμβουλίου. 5. Σε περίπτωση επείγουσας ανάγκης για την αποτροπή άμεσου και σοβαρού κινδύνου είναι δυνατή η επιχείρηση εργασιών αποκατάστασης βλάβης που δεν αλλοιώνει τα υπάρχοντα κτιριολογικά, αισθητικά και άλλα συναφή στοιχεία του μνημείου χωρίς την έγκριση που προβλέπεται στις παραγράφους 3 και 4, μετά από άμεση και πλήρη ενημέρωση της Υπηρεσίας, η οποία μπορεί να διακόψει τις εργασίες με σήμα της. 6. Στις περιπτώσεις που απαιτείται έγκριση σύμφωνα με τις προηγούμενες παραγράφους, αυτή προηγείται από τις άδειες άλλων αρχών που αφορούν την επιχείρηση ή την εκτέλεση του έργου ή της εργασίας και τα στοιχεία της αναγράφονται με ποινή ακυρότητας στις άδειες αυτές. .. 7…». Ο ίδιος νόμος ορίζει στο άρθρο 12 ότι «1. Οι αρχαιολογικοί χώροι κηρύσσονται και οριοθετούνται ή αναοριοθετούνται με βάση τα δεδομένα αρχαιολογικής έρευνας πεδίου και απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού, η οποία εκδίδεται ύστερα από γνώμη του Συμβουλίου, συνοδεύεται από τοπογραφικό διάγραμμα και δημοσιεύεται μαζί με αυτό στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. 2. .. 4. Οι διατάξεις των παραγράφων 1 έως 6 του άρθρου 10 εφαρμόζονται αναλόγως και για τους αρχαιολογικούς χώρους», και στο άρθρο 16 ότι «Με απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού, η οποία εκδίδεται ύστερα από γνώμη του Συμβουλίου, συνοδεύεται από διάγραμμα οριοθέτησης και δημοσιεύεται μαζί με αυτό στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εκτάσεις ή σύνθετα έργα του ανθρώπου και της φύσης σύμφωνα με τις ειδικότερες διακρίσεις του εδαφίου δ΄ του άρθρου 2 χαρακτηρίζονται Ιστορικοί τόποι. Στους ιστορικούς τόπους εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των άρθρων 12, 13, 14 και 15». Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 40 του ίδιου ν. 3028/2002, «1. Οι εργασίες σε ακίνητα μνημεία και ιδίως η συντήρηση, η στερέωση, η αποκατάσταση, η αναστήλωση, η κατάχωση, η τοποθέτηση προστατευτικών στεγών, η διαμόρφωση του περιβάλλοντος χώρου και οι εργασίες που αποβλέπουν σε απόδοση σε χρήση ή σε φιλοξενία χρήσεων αποσκοπούν στη διατήρηση της υλικής υπόστασης και της αυθεντικότητάς τους, την ανάδειξη και εν γένει στην προστασία τους. Διενεργούνται σύμφωνα με μελέτη, η οποία εγκρίνεται από την Υπηρεσία ύστερα από γνώμη του Συμβουλίου, ή αν αυτές είναι μείζονος σημασίας, με απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού ύστερα από γνώμη του Συμβουλίου. Για την έγκριση της μελέτης απαιτείται να έχει προηγηθεί η τεκμηρίωση του μνημειακού χαρακτήρα του ακινήτου. 2. Επείγουσες εργασίες συντήρησης και στερέωσης διενεργούνται με μέριμνα της Υπηρεσίας χωρίς υπαίτια καθυστέρηση και χωρίς άλλη διατύπωση …». Τέλος, στο άρθρο 2 του ν. 3028/2002 ορίζεται ότι «… ζ) Ως Συμβούλιο νοείται το κατά περίπτωση αρμόδιο γνωμοδοτικό συλλογικό όργανο, όπως αυτά ορίζονται στις διατάξεις των άρθρων 49 έως 51», ενώ, στο άρθρο 50 του νόμου ορίζονται τα σχετικά με τις αρμοδιότητες, τον πρόεδρο, την σύνθεση, τους εισηγητές και τον γραμματέα του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου (ΚΑΣ) και του Κεντρικού Συμβουλίου Νεωτέρων Μνημείων, μεταξύ δε άλλων ορίζεται ότι: «4. Στην αρμοδιότητα του ΚΑΣ ανήκουν θέματα που αφορούν στην προστασία αρχαίων μνημείων, αρχαιολογικών χώρων και ιστορικών τόπων που αποτέλεσαν το χώρο εξαίρετων ιστορικών ή μυθικών γεγονότων έως το 1830. Στην αρμοδιότητα του ΚΣΝΜ ανήκουν θέματα που αφορούν στην προστασία νεοτέρων μνημείων και των λοιπών ιστορικών τόπων. 5. Υπό την επιφύλαξη της διάταξης της προηγούμενης παραγράφου, τα Κεντρικά Συμβούλια: α) .. γ) Γνωμοδοτούν για ζητήματα που σχετίζονται με: αα) .. ββ) την προστασία των μνημείων που είναι εγγεγραμμένα στον Κατάλογο της Παγκόσμιας Κληρονομιάς, καθώς και των άλλων μείζονος σημασίας μνημείων, αρχαιολογικών χώρων και ιστορικών τόπων, γγ) επεμβάσεις μείζονος σημασίας σε μνημεία, χώρους και τόπους, δδ) .. ιγιγ) για κάθε άλλο μείζον θέμα που παραπέμπεται σε αυτά από τον Υπουργό Πολιτισμού. Τέλος δε, για να κριθεί, σύμφωνα με την παρ.11 του άρθρου 6, «με απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού που εκδίδεται ύστερα από γνώμη του Συμβουλίου», «εάν είναι αναγκαία η ολική ή μερική, διαρκής ή προσωρινή άρση της προστασίας ακινήτου μνημείου προκειμένου να προστατευθεί άλλο μνημείο», ορίζεται στην παρ. 6. του άρθρου 50 του ν. 3028/2002 ότι «α) Για την εφαρμογή της διάταξης της παραγράφου 11 του άρθρου 6 εάν και τα δύο μνημεία είναι αρχαία, αρμόδιο είναι το ΚΑΣ, ενώ εάν είναι και τα δύο νεότερα, το ΚΣΝΜ. β) Σε κάθε άλλη περίπτωση εφαρμογής της διάταξης αυτής αρμόδιο είναι ειδικό όργανο, το οποίο συγκροτείται από την Ολομέλεια του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου και την Ολομέλεια του Κεντρικού Συμβουλίου Νεοτέρων Μνημείων που συνεδριάζουν από κοινού. .. Το όργανο αυτό είναι επίσης αρμόδιο να γνωμοδοτεί ως προς το χαρακτηρισμό ακινήτου, που βρίσκεται σε αρχαιολογικό χώρο ή πάνω σε αρχαίο, ως μνημείου, σύμφωνα με τις περιπτώσεις β΄ και γ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 6, χωρίς να αναιρείται η προστασία αυτών».
11. Επειδή, από τις ως άνω διατάξεις του άρθρου 10 του ν. 3028/2002 προκύπτει ότι ο Υπουργός Πολιτισμού, προκειμένου να χορηγήσει την έγκριση (άδεια) εκτελέσεως έργου, είτε επί είτε πλησίον μνημείων, αξιολογεί τα χαρακτηριστικά του έργου και εκτιμά τις άμεσες και έμμεσες επιπτώσεις που θα έχει η εκτέλεση του έργου στα ακίνητα μνημεία, δηλαδή στα αγαθά που εμπίπτουν στο πεδίο προστασίας του αρχαιολογικού νόμου. Η αιτιολογία της χορηγουμένης εγκρίσεως (αδείας) ελέγχεται, συνεπώς, ως προς τα ζητήματα αυτά, πρέπει δε, για να είναι πλήρης, να περιέχει: α) περιγραφή των προστατευτέων μνημείων, β) περιγραφή του προς εκτέλεση έργου και γ) τεκμηριωμένη εκτίμηση των επιπτώσεων του έργου επί των μνημείων (ΣΕ 2926/2011, 828/2009, 2437/2008, 3824/2007, 1580/2007, Ολομ. 3454/2004, Ολ. 676/2005, 2057/2007 κ.ά.). Η έγκριση δηλαδή της οικείας υπηρεσίας του Υπουργείου Πολιτισμού, η οποία αποτελεί την προϋπόθεση εκδόσεως των τυχόν απαιτούμενων για την εκτέλεση οικοδομικών εργασιών και τη χρήση κτηρίων λοιπών διοικητικών πράξεων, χορηγείται μόνον εάν, κατά την αιτιολογημένη κρίση της υπηρεσίας, το έργο ή η δραστηριότητα, είτε
καθ’ εαυτό είτε εν όψει των συνθηκών που υφίστανται στην περιοχή, δεν συνεπάγονται δυσμενείς επιπτώσεις στη διατήρηση, την προβολή και την εν γένει προστασία του μνημείου, αλλά και του χώρου που το περιβάλλει, και μάλιστα σε έκταση επαρκή για την ανάδειξή του (ΣΕ 575/2012). Οφείλει δε η Διοίκηση, κατά την εξέταση σχετικού αιτήματος, να ερευνά περαιτέρω εάν τυχόν δυσμενείς επιπτώσεις μπορούν να εξουδετερωθούν με την επιβολή όρων και περιορισμών και, σε καταφατική περίπτωση, να επιβάλλει τους αναγκαίους σε κάθε περίπτωση όρους κατά τη χορήγηση της εγκρίσεως (βλ. ΣτΕ 3824/2007, 3406/2001 κ.ά.).
12. Επειδή, με την υπ’ αρ. 24946/26.8.1967 απόφαση του Υπουργού Προεδρίας της Κυβερνήσεως (Β΄ 606/3.10.1967), χαρακτηρίσθηκε, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 52 του κ.ν. 5351/1932 και των άρθρων 1 και 5 του ν. 1469/1950 (Α΄ 169), ως ιστορικός διατηρητέος τόπος που παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον από αρχιτεκτονικής απόψεως «.. η περιοχή ανατολικώς και βορείως του βράχου της Ακροπόλεως ως ορίζεται δια των οδών Βύρωνος, Αδριανού, Αιόλου, Πανδρόσου, Άρεως, Αδριανού, μέχρι εκβολής της έναντι του σταθμού Ε.Η.Σ. του Θησείου ..». Ακολούθως, με την υπ’ αρ. Α/Φ29/7901/1019/ 27.4.1977 απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού και Επιστημών (Β΄ 427/5.5.1977), εκδοθείσα δυνάμει των αυτών ως άνω διατάξεων, χαρακτηρίσθηκε ολόκληρη η οδός Λυσικράτους στην Αθήνα «ως διατηρητέα και ως οικιστικό σύνολο που χρειάζεται ειδική Κρατική Προστασία γιατί στην οδό αυτή υπερτερούν αριθμητικά οι νεοκλασσικές οικίες, οι οποίες αποτελούν το κατάλληλο πλαίσιο για το μνημείο του Λυσικράτους και το άμεσο περιβάλλον της Ακροπόλεως».
13. Επειδή, εξ άλλου, με το άρθρο 1 του από 21.09/13.10.1979 π.δ/τος (Δ΄ 567), το οποίο εκδόθηκε κατ’ επίκληση του άρθρου 79 παρ. 6 του ΓΟΚ 1973, τμήμα της πόλεως των Αθηνών, στο οποίο περιλαμβάνεται και η περιοχή της Πλάκας (βλ. και ΠΕ 286/1994, 564/1993, 327/1988 κ.ά.), χαρακτηρίσθηκε ως παραδοσιακό (ιστορικό κέντρο). Εντός της ανωτέρω περιοχής χαρακτηρίσθηκαν ως διατηρητέα, με το από 24.10-8.11.1980 π.δ/μα (Δ΄ 617), εκδοθέν δυνάμει διατάξεων του ΓΟΚ 1973 (άρθρα 79 παρ. 6, 80, 118 έως 124), διάφορα κτήρια, μεταξύ των οποίων και το επίδικο, το οποίο ευρίσκεται στη συμβολή των οδών Λυσικράτους (αρ. 2) και Βύρωνος (αρ. 1). Στο εν λόγω π.δ/μα ορίζεται ότι «Εις τα χαρακτηριζόμενα ως διατηρητέα ως άνω κτίρια απαγορεύεται πάσα αφαίρεσις, αλλοίωσις ή καταστροφή τόσον των επί μέρους αρχιτεκτονικών ή καλλιτεχνικών διακοσμητικών στοιχείων των, όσον και του κτιρίου εν τω συνόλω» (άρθρο 2), ότι «Επιτρέπεται η επισκευή, ο εκσυγχρονισμός των εγκαταστάσεων, η στατική ενίσχυσις και η εσωτερική διαρρύθμισις των δια του παρόντος χαρακτηριζομένων ως διατηρητέων κτιρίων, εφ’ όσον δεν αλλοιούται ο γενικός αρχιτεκτονικός χαρακτήρ του κτιρίου και δεν θίγονται τα εις το προηγούμενον άρθρον αναφερόμενα διατηρητέα στοιχεία αυτού. Επιτρέπεται η κατασκευή προσθήκης ελάσσονος κλίμακος, εφ’ όσον κριθή απαραίτητος δια την λειτουργικήν εξυπηρέτησιν του διατηρητέου κτιρίου, έστω και αν ο ισχύων συντελεστής δομήσεως επιτρέπει μείζονα ταύτης προσθήκην. Ωσαύτως δύναται να επιτραπή, κατόπιν εγκρίσεως της Επιτροπής Ενασκήσεως Αρχιτεκτονικού Ελέγχου, η κατασκευή ετέρου κτιρίου, εις το αυτό οικόπεδον, άνευ υπερβάσεως του συντελεστού δομήσεως, εφ’ όσον τούτο δεν παραβλάπτει το διατηρητέον κτίριον και τον περιβάλλοντα αυτό χώρον» (άρθρο 3), ότι «Δια την εκτέλεσιν πάσης εργασίας εκ των περιγραφομένων εις το ανωτέρω άρθρον 3, ως και εξωτερικών χρωματισμών και οιασδήποτε εργασίας επισκευής επί των όψεων των κτιρίων, απαιτείται έκδοσις οικοδομικής αδείας, μετά έγκρισιν της Ε.Ε.Α.Ε., συνοδευομένης υπό πρακτικού εις το οποίον αναγράφονται λεπτομερώς αι εκτελεσθησόμεναι εργασίαι» (άρθρο 4) και ότι «Οιαδήποτε επέμβασις εις κτίριον κατά παράβασιν των διατάξεων του παρόντος τυγχάνει αυθαίρετος υποκειμένη εις τας περί αυθαιρέτων διατάξεις. Εις περίπτωσιν εκτελέσεως οικοδομικών εργασιών, αι οποίαι απαγορεύονται υπό του άρθρου 2 του παρόντος επιβάλλεται, η αποκατάστασις του κτιρίου εις την αρχικήν του μορφήν» (άρθρο 5 παρ. 1). Εξ άλλου, στο άρθρο 2 του ως άνω από 21.9 -13.10.1979 π.δ/τος, περί χαρακτηρισμού ως παραδοσιακού τμήματος της πόλεως του ιστορικού κέντρου των Αθηνών, προβλέπονται τα εξής: «1. Το διά του άρθρου 1 του παρόντος τμήμα της πόλεως ελέγχεται υπό της αρμοδίας Επιτροπής Ενασκήσεως Αρχιτεκτονικού Ελέγχου (Ε.Ε.Α.Ε.). Η Πολεοδομική Υπηρεσία αποστέλλει υποχρεωτικώς τον φάκελλον οιουδήποτε θέματος εμπίπτοντος εντός του ως άνω τμήματος, εις την Ε.Ε.Α.Ε., η οποία ελέγχει τα τιθέμενα υπ’ όψιν αυτής σχέδια κτιριολογικών έργων μονίμων ή μη (ανεγέρσεις, κατεδαφίσεις μερικώς ή ολικώς ετοιμορρόπων ή μη, κατασκευάς, αποκαταστάσεις, αναστηλώσεις, ανακατασκευάς). 2. Αι υποβαλλόμεναι εις την Ε.Ε.Α.Ε. μελέται δέον να είναι εις το στάδιον της προμελέτης και όχι της οριστικής μελέτης. Η επιτροπή όμως δύναται νά ζητήση περαιτέρω καί σχέδια οριστικής μελέτης εάν το κρίνη αναγκαίον. Αι υποβαλλόμεναι μελέται δέον να περιέχουν τουλάχιστον τα κάτωθι στοιχεία: .. 3. .. 4. Η αρμοδία Επιτροπή Ενασκήσεως Αρχιτεκτονικού Ελέγχου δύναται κατά την κρίσιν της να διαβιβάζη εις την αρμοδίαν Διεύθυνσιν Παραδοσιακών Οικισμών και Περιβάλλοντος (Γ7) της Γενικής Διευθύνσεως Οικισμού θέματα όπως κατεδαφίσεις αξιολόγων κτιρίων ή κτιρίων συνοδείας (και ως τοιαύτα θεωρούνται τα κτίρια τα οποία αυτά μεν καθ` εαυτά δύνανται να μη θεωρούνται αξιόλογα, πλην όμως η διατήρησίς των θεωρείται απαραίτητος ως αναπόσπαστον στοιχείον του πολεοδομικού παραδοσιακού συνόλου) ειδικάς ρυθμίσεις επί οικοπέδων και παραδοσιακών κτισμάτων προς έκδοσιν διαταγμάτων συμφώνως προς τα άρθρα 79 καί 80 του Ν.Δ. 8/1973 “περί Γ.Ο.Κ.”, αν κριθή ότι συντρέχει περίπτωσις».
14. Επειδή, επακολούθησε, με το από 5.10/07.10.1993 π.δ/μα (Δ΄ 1329), ο καθορισμός ειδικών χρήσεων γης στην περιοχή της Πλάκας. Το ως άνω π.δ. εκδόθηκε κατ’ επίκληση του άρθρου 4 παρ. 1 του ΓΟΚ 1985 και στην παρ. 2 του προοιμίου αυτού γίνεται επίκληση του ανωτέρω από 21.9-13.10.1979 π.δ/τος. To επίδικο διατηρητέο ευρίσκεται σε περιοχή γενικής κατοικίας της Ζώνης ειδικών χρήσεων γης Α2 και ειδικότερα στο οικοδομικό τετράγωνο Α2/01 (βλ. από 20.10.2003 αιτιολογική έκθεση αρμόδιας υπηρεσίας Υπουργείου ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε.: «ΙΣΧΥΟΝ ΘΕΣΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ. Για την περιοχή που βρίσκεται το υπόψη κτίριο ισχύουν οι διατάξεις του Άρθρου 3 και 7 παρ. 2 – Α2/01 του από 5.10.93 Προεδρικού Διατάγματος “καθορισμού χρήσεων γης στην περιοχή της Πλάκας”»), ως προς το οποίο οι ειδικές χρήσεις γης καθορίζονται, σύμφωνα με το άρθρο 7 του ως άνω π.δ/τος, ως εξής: «Α2/01 Γενική Κατοικία. Επιτρέπονται οι χρήσεις που προβλέπονται στο παραπάνω άρθρο 3 παρ. 1α, β, παράγρ. 2α, β, γ, δ. Οι χρήσεις αυτές επιτρέπεται να καταλαμβάνουν μόνο το ισόγειο. Από τον 1ον όροφο και πάνω επιτρέπεται μόνο κατοικία. Εμπορικά, τραπεζικά καταστήματα του άρθρου 3 παράγρ. 1β επιτρέπονται μόνο σε οικόπεδα με πρόσωπο στις οδούς Διονυσίου Αρεοπαγίτου, Βύρωνος και Λυσικράτους. ..». Περαιτέρω, οι διατάξεις του άρθρου 3 («Γενική κατοικία») του ιδίου π.δ/τος, στις οποίες παραπέμπει η ως άνω διάταξη, ορίζουν ότι: «1. Οι περιοχές “Γενικής Κατοικίας” επιτρέπεται να περιλαμβάνουν: α. Κατοικίες και εμπορικά καταστήματα που εξυπηρετούν τις καθημερινές ανάγκες κάθε γειτονιάς. β. Εμπορικά, τραπεζικά καταστήματα. 2. Κατ’ εξαίρεση εφόσον οι εγκαταστάσεις είναι μικρής κλίμακας είναι δυνατόν να επιτρέπονται: α. Πολιτιστικά κτίρια. β. Επαγγελματικά εργαστήρια (απασχόλησης μικρής κλίμακας του ενός κυρίως ατόμου που δεν ενοχλούν και ταιριάζουν στο χρώμα της Πλάκας). γ. Κτίρια στάθμευσης που εξυπηρετούν τις ανάγκες της περιοχής εφόσον δεν βρίσκονται σε πεζόδρομο. δ. Κτίρια κοινωνικής πρόνοιας. ε. ..». Οι χρήσεις «παραδοσιακού γαλακτοπωλείου» και «ζαχαροπλαστείου» προβλέπονται, με το άρθρο 4 παρ. 2 (περ. θ΄ και ι΄) του ως άνω π.δ/τος, για τις περιοχές «Λοιπών μικτών χρήσεων», κατ’ εξαίρεση και εφ’ όσον οι σχετικές εγκαταστάσεις είναι μικρής κλίμακας. Εξ άλλου, με το άρθρο 8 του ιδίου π.δ/τος ορίζεται ότι χρήσεις γης που υπήρχαν στην περιοχή της Πλάκας μέχρι την 23.11.1982 και που δεν απαγορεύονται από την παρ. 5α, επιτρέπονται κατά παρέκκλιση, εφόσον λειτουργούν βάσει νόμιμης άδειας (παρ. 2) ενώ επιβάλλεται η χρήση κατοικίας σε διατηρητέα που είχαν κατασκευαστεί για τη χρήση αυτή (παρ. 8). Η έννοια της ως άνω διατάξεως του άρθρου 8 παρ. 2 είναι ότι οι κατ’ αρχήν μη επιτρεπόμενες για κάθε οικοδομικό τετράγωνο της περιοχής της Πλάκας χρήσεις (εκτός από εκείνες που περιλαμβάνονται στις κατ’ άρθρο 8 παρ. 5α απολύτως απαγορευόμενες χρήσεις) μπορούν να εξακολουθήσουν λειτουργούσες εν όσω υφίσταται ο δικαιούχος της σχετικής νόμιμης, κατά την 23.11.1982 (ημερομηνία εκδόσεως του αρχικού προεδρικού διατάγματος περί καθορισμού ειδικών χρήσεων γης στην Πλάκα), αδείας και ότι, αν ο δικαιούχος εκείνος εκλείψει, δεν επιτρέπεται ανανέωση της αδείας επ’ ονόματι νέου δικαιούχου (ΠΕ 328/1993, ΣΕ 2513/2009 σκ. 14, πρβλ. ΠΕ 4/2001). Όπως, τέλος, αναφέρει το Υπουργείο Πολιτισμού και Τουρισμού στην από 13.10.2009 έκθεση των απόψεών του, για την περιοχή της Πλάκας δεν είχε κινηθεί η διαδικασία της παρ. 6 του άρθρου 14 του ν. 3028/2002, δηλ. δεν είχε εκδοθεί προεδρικό διάταγμα κατόπιν προτάσεως των συναρμοδίων Υπουργών (Υ.ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. και ΥΠ.ΠΟ.) με ειδικές ρυθμίσεις όσον αφορά τους περιορισμούς της ιδιοκτησίας, τους όρους δομήσεως, τις επιτρεπόμενες χρήσεις και δραστηριότητες.
15. Επειδή, κατά τα διαλαμβανόμενα στις προηγούμενες σκέψεις, το επίδικο κτήριο, προγενέστερο των τελευταίων εκατό ετών, συνιδιοκτησίας των παρεμβαινόντων και υπεκμισθωθέν στην επίσης παρεμβαίνουσα εταιρεία, έχει ανεγερθεί επί οικοπέδου εκτάσεως 102,37 τ.μ. (βλ. από Δεκεμβρίου 2002 τοπογραφικό Αρχιτεκτόνων – Μηχανικών) που βρίσκεται στη συμβολή των οδών Λυσικράτους (αρ. 2) και Βύρωνος (αρ. 1) στην Πλάκα, έχοντας όψη και σε αδιέξοδη ανώνυμη οδό τέμνουσα την οδό Βύρωνος, σε περιοχή γενικής κατοικίας και ειδικότερα στο Ο.Τ. Α2/01, ως προς το οποίο ισχύουν οι αναφερόμενες στην προηγούμενη σκέψη χρήσεις, είναι δε ένα από τα κτήρια της περιοχής που χαρακτηρίσθηκαν ως διατηρητέα, με το από 24.10-8.11.1980 π.δ/μα. Το κτήριο έχει άμεση οπτική επαφή με το αρχαίο μνημείο του Λυσικράτους, αποτελώντας μέτωπο της ομώνυμης πλατείας (βλ. υπ’ αρ. Φ5/1/3471/17.5.2012 έγγραφο Γ΄ Ε.Π.Κ.Α. προς το Δικαστήριο και υπ’ αρ. 1771/18.4.2006 έγγραφο Α΄ Ε.Π.ΚΑ.). Όπως προκύπτει από εισηγητικό σημείωμα που συνέταξε στις 19.4.2007 η ΔΙΝΕΣΑΚ επί της μελέτης αποκαταστάσεως του κτηρίου, πρόκειται για διώροφο κτίσμα με στοιχεία νεοκλασσικής αρχιτεκτονικής, εμβαδού κατόψεως περίπου 100 τ.μ. (99,25 τ.μ. κατά το ως άνω τοπογραφικό), που καλύπτει σχεδόν καθ’ ολοκληρία (σε ποσοστό 97%) το οικόπεδο, με υπόγειο περί τα 70 τ.μ. και δώμα, το οποίο περιλαμβάνει κατά το ήμισυ περίπου την απόληξη της κεραμοσκεπούς στέγης ενώ στο υπόλοιπο τμήμα του υπάρχει μικρό κεραμοσκεπές κτίσμα απολήξεως του κλιμακοστασίου μαζί με ένα βοηθητικό δωμάτιο καθώς και τμήμα οριζοντίου δώματος με πλευρικό στηθαίο. Βασικό υλικό κατασκευής του κτιρίου είναι η αργολιθοδομή με συνδετικό κονίαμα από χώμα, τα πατώματα είναι ξύλινα στους μεγάλους χώρους αποτελούμενα από ξυλοδοκούς με τελική επιφάνεια από σανίδες, ενώ στο πίσω μέρος έχουν κατασκευασθεί σε μεταγενέστερο χρόνο πλάκες οπλισμένου σκυροδέματος. Το κτήριο, βάσει των αρχιτεκτονικών και μορφολογικών χαρακτηριστικών του, εκτιμάται ότι κατασκευάσθηκε περί τα τέλη του 19ου αιώνα, δίχως να προκύπτει η ακριβής ημερομηνία κατασκευής του. Με την υπ’ αρ. ΥΠΠΕ/ΓΔΠΑ/64573/ΔΠΚΑΝΜ/10357/ 25.10.1980 υπουργική απόφαση εγκρίθηκαν εργασίες αποκαταστάσεως της όψεως του κτηρίου επί της οδού Βύρωνος, με μέριμνα των υπευθύνων των καταστημάτων που τότε λειτουργούσαν στο κτήριο, ειδικότερα καπνοπωλείου, καφενείου επί της οδού Βύρωνος και καταστημάτων ηλεκτρικών και αθλητικών ειδών επί της οδού Λυσικράτους, λόγω διενεργείας κατά το παρελθόν αυθαιρέτων εργασιών, ήτοι αντικατάσταση κουφωμάτων, τοποθέτηση τεντών και πρόχειρου στεγάστρου. Το κτήριο υπέστη βλάβες από τον σεισμό του 1981, για την αποκατάσταση των οποίων εκδόθηκαν, μεταξύ άλλων: α) η υπ’ αρ. ΥΠΠΕ/ΓΔΠΑ/ΔΠΚΑΝΜ/ΦΙ/30934/1554/18.5.1981 απόφαση του Γεν. Γραμματέα του Υπουργείου Πολιτισμού και Επιστημών, υπογράφοντος με εντολή Υπουργού, με την οποία εγκρίθηκε, κατόπιν αυτοψίας που διενήργησε στις 14.4.1981 μηχανικός της (τότε) Διεύθυνσης Πολιτιστικών Κτιρίων και Αναστηλώσεως Νεωτέρων Μνημείων του Υπουργείου, η τοποθέτηση ικριωμάτων και η μερική αποξήλωση επιχρισμάτων προκειμένου να διαπιστωθεί η στατική επάρκεια του κτηρίου και να συνταχθεί τεχνική έκθεση του μελετητή για τις αναγκαίες εργασίες επισκευής του, β) η με το υπ’ αρ. 41556/2738/18.9.1981 έγγραφο της Διεύθυνσης Οικισμού του (τότε) Υπουργείου Χωροταξίας, Οικισμού και Περιβάλλοντος παρασχεθείσα σύμφωνη γνώμη της υπηρεσίας για την εκτέλεση οικοδομικών εργασιών για την αποκατάσταση των όψεων του κτηρίου και γ) η υπ’ αρ. ΥΠΠΕ/ΓΔΠΑ/68112/ΔΠΚΑΝΜ/3515/9.12.1981 απόφαση της Υπουργού Πολιτισμού, με την οποία εγκρίθηκε η υποβληθείσα αρχιτεκτονική μελέτη, όπως θεωρήθηκε από τη Δ.Π.Κ.Α.Ν.Μ. και η εκτέλεση των αναφερομένων σε αυτήν εργασιών αποκαταστάσεως των όψεων του κτηρίου, σύμφωνα με υποβληθείσα τεχνική έκθεση. Το επίδικο διατηρητέο κτήριο υπέστη βλάβες και κατά τον σεισμό της 7ης Σεπτεμβρίου 1999. Κατόπιν της από 24.12.2002 αιτήσεως του εκ των παρεμβαινόντων Παν. Αγγιστριώτη προς το Τ.Α.Σ. Αθηνών για τη χορήγηση άδειας επισκευής του ως άνω διατηρητέου κτηρίου συνιδιοκτησίας του, το οποίο είχε υποστεί βλάβες από τον σεισμό της 7ης Σεπτεμβρίου 1999, εκδόθηκε η υπ’ αρ. 55/25.6.2004 άδεια του Τομέα Αποκατάστασης Σεισμοπλήκτων (Τ.Α.Σ.) Αθηνών [Υπηρεσία Αποκαταστάσεως Σεισμοπλήκτων (Υ.Α.Σ.) της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Έργων του Υπουργείου ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε.] με αντικείμενο την επισκευή/ενίσχυση (με χορήγηση στεγαστικής συνδρομής) του διατηρητέου κτηρίου, κατόπιν εγκρίσεως της σχετικής μελέτης αποκαταστάσεως από το Τμήμα Παραδοσιακών Οικισμών της Διευθύνσεως Πολεοδομικού Σχεδιασμού του Υπουργείου ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε (υπ’ αρ. 220/27.4.2004 πράξη). Το Τμήμα Παραδοσιακών Οικισμών του Υπουργείου ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. ενέκρινε, με την προαναφερθείσα πράξη του, τις «αιτούμενες οικοδομικές εργασίες ως προς το αρχιτεκτονικό μέρος αυτών» με την αιτιολογία ότι «δεν αλλοιώνουν τον αρχιτεκτονικό χαρακτήρα και δεν θίγονται [με αυτές] τα διατηρητέα στοιχεία του κτιρίου». Εξ άλλου, επί αιτήσεως του ιδίου προς το Τμήμα Παραδοσιακών Οικισμών της Διεύθυνσης Πολεοδομικού Σχεδιασμού του Υπουργείου ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. σχετικά με τον καθορισμό ειδικής ρυθμίσεως του διατηρητέου κτίσματος συνιδιοκτησίας του (υπ’ αρ. πρωτ. 28114/11.7.2003), εκδόθηκε η από 20.10.2003 αιτιολογική έκθεση της ανωτέρω υπηρεσίας, με την οποία εξετάσθηκε η έγκριση της χρήσεως γαλακτοπωλείου – ζαχαροπλαστείου. Στην αιτιολογική αυτή έκθεση αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι η (από το 1980) μέχρι τώρα χρήση του ισογείου του κτιρίου ήταν ζαχαροπλαστείο μετά εμφιαλωμένων ποτών, γάλακτος και παρασκευή καφέ, με ανάπτυξη εντός της αιθούσης πέντε τραπεζιών και εικοσιπέντε καθισμάτων εκτός, επί της πλατείας Λυσικράτους. Καθώς όμως το κτήριο βρίσκεται στη ζώνη Α2/01 των διατάξεων των άρθρων 2 και 7 παρ. 2 του από 5.10.1993 π.δ/τος περί καθορισμού χρήσεων γης στην περιοχή της Πλάκας, «.. με την αλλαγή ιδιοκτήτου και το ισχύον Διάταγμα χρήσεων δεν μπορεί να λειτουργεί με την ίδια χρήση». Εν συνεχεία επισημαίνεται η προνομιακή θέση του κτηρίου, σε μία από τις ωραιότερες πλατείες της Πλάκας και με άμεση θέα στην Ακρόπολη, και διατυπώνεται η εκτίμηση ότι «η .. παραδοσιακή χρήση του καταστήματος σηματοδοτεί όλη την περιοχή και αποτελεί σημείο αναφοράς της γειτονιάς». Η ανωτέρω υπηρεσία του Υπουργείου ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε., σύμφωνα με την ίδια αιτιολογική έκθεση, αφού έλαβε, βάσει των ανωτέρω, υπ’ όψιν «την αρχιτεκτονική διάρθρωση και δομή του κτιρίου, την επικρατούσα χρήση μετά το 1980 του ισογείου του υπόψη κτιρίου – ζαχαροπλαστείο, παραδοσιακό γαλακτοπωλείο – τη θέση του στο ευρύτερο πολεοδομικό περιβάλλον καθώς και την φυσιογνωμία της περιοχής και τις επικρατούσες χρήσεις», περαιτέρω δε ότι, σύμφωνα με την υπ’ αρ. 482/1996 γνωμοδότηση της Ολομελείας του Ν.Σ.Κ., νόμιμο κριτήριο καθορισμού κατά παρέκκλιση ειδικής χρήσεως διατηρητέου είναι «η διατήρηση και ανάδειξη του διατηρητέου κτιρίου και η εξασφάλιση και εξυπηρέτηση της λειτουργικότητας αυτού σε συνδυασμό και με την προστασία γενικότερα του φυσικού, οικιστικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος του κτιρίου» και ότι, τέλος, «η χρήση “παραδοσιακό γαλακτοπωλείο – ζαχαροπλαστείο” για το (επίδικο) κτίριο .. χαρακτηρίζεται ήπια και θα διατηρήσει την παράδοση μιας χρήσης 20 και πλέον ετών», συνηγόρησε υπέρ των ανωτέρω χρήσεων, του παραδοσιακού γαλακτοπωλείου και του ζαχαροπλαστείου, οι οποίες επιτρέπεται να καταλαμβάνουν μόνον το ισόγειο του κτηρίου, στο οποίο από τον 1ο όροφο και πάνω επιτρέπεται μόνο η κατοικία, υπό τον όρο, μεταξύ άλλων, «να μην αλλοιωθεί από την προτεινόμενη χρήση η μορφολογία και τα επί μέρους αρχιτεκτονικά στοιχεία του διατηρητέου κτιρίου». Κατ’ υιοθέτηση της ανωτέρω αιτιολογικής εκθέσεως εκδόθηκε, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 110 του Κ.Β.Π.Ν. (Δ΄ 580), στο οποίο κωδικοποιήθηκε το άρθρο 4 παρ. 2 του Γ.Ο.Κ. (ν. 1577/1985), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 παρ. 3 του ν. 2831/2000, η υπ’ αριθ. 9505/27.2.2004 απόφαση της Υφυπουργού ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε., με την οποίαν επετράπησαν οι χρήσεις παραδοσιακού γαλακτοπωλείου και ζαχαροπλαστείου στον ισόγειο χώρο, κατά παρέκκλιση των ισχυουσών στο τμήμα αυτό του παραδοσιακού οικισμού της Πλάκας χρήσεων. Με την απόφαση αυτή της Υφυπουργού ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. ορίσθηκε συγκεκριμένα ότι: «1. [Στο επίδικο κτίριο] επιτρέπεται η χρήση α. παραδοσιακό γαλακτοπωλείο και β. ζαχαροπλαστείο χωρίς χρήση μουσικής και μουσικών οργάνων. Οι χρήσεις αυτές επιτρέπεται να καταλαμβάνουν μόνο το ισόγειο. Από τον 1ο όροφο και πάνω επιτρέπεται μόνο η χρήση κατοικίας. 2. Κατά τα λοιπά εξακολουθούν να ισχύουν τα οριζόμενα με τις διατάξεις του από 24.10.80 Προεδρικού Διατάγματος (ΦΕΚ 617 Δ΄/80) με το οποίο το κτίριο χαρακτηρίσθηκε ως διατηρητέο».
16. Επειδή, η πλατεία του Μνημείου Λυσικράτους «μετά των παρακειμένων κατά την οδόν Βύρωνος και Επιμενίδου, θεμελίων χορηγικού μνημείου», είχε ήδη, χαρακτηρισθεί, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 52 του κ.ν. 5351/1932 (Α΄ 275), ως αρχαιολογικός χώρος, με την υπ’ αρ. 125350/5591/26.11.1956 απόφαση του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων (Β΄ 268). Με την υπ’ αρ. ΥΠΠΟ/ΓΔΑΠΚ/ΑΡΧ/Α1/Φ43/ 7027/425/29-1-2004 απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού (Δ΄ 96/ 10.2.2004) αναοριοθετήθηκε ο αρχαιολογικός χώρος της πόλεως των Αθηνών, εντός των ορίων του οποίου ασκείται ο υποχρεωτικός αρχαιολογικός – ανασκαφικός έλεγχος στο πλαίσιο της διαδικασίας χορηγήσεως εγκρίσεως για την έκδοση οικοδομικών αδειών, το επίμαχο δε ακίνητο εμπίπτει στο χώρο αυτό. Κατόπιν της από 6.12.2004 αιτήσεως των παρεμβαινόντων ιδιοκτητών, εκδόθηκε το υπ’ αρ. 7103/9.12.2004 έγγραφο της αρμόδιας, σύμφωνα με την ως άνω απόφαση ανααοριοθετήσεως (βλ. και υπ’ αρ. Φ5/1/1833Β/17.4.2006 έγγραφο Γ΄ Ε.Π.Κ.Α) Γ΄ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασσικών Αρχαιοτήτων προς το Πολεοδομικό Γραφείο του Δήμου Αθηναίων, στο οποίο αναφέρεται ότι η εν λόγω υπηρεσία του ΥΠ.ΠΟ. δεν έχει κατ’ αρχάς αντίρρηση από πλευράς αρχαιολογικής νομοθεσίας για την αποκατάσταση και ενίσχυση του φέροντος οργανισμού του σεισμόπληκτου διατηρητέου κτηρίου σύμφωνα με τους όρους δομήσεως του Γ.Ο.Κ. και του π.δ./τος της 19.2.1975, και κατά τα θεωρημένα σχέδια που επισυνάπτονται στο ως άνω έγγραφο, υπό τον όρο, μεταξύ άλλων, να προηγηθεί έλεγχος θεμελίων και να γίνεται επίβλεψη των εκσκαφικών εργασιών από υπάλληλο της υπηρεσίας για τον τυχόν εντοπισμό αρχαιοτήτων. Εξ άλλου, με το υπ’ αρ. Φ22/Ι/3473/ 5.7.2005 έγγραφό της η Γ΄ Ε.Π.Κ.Α. συνήνεσε στη χρήση «γαλακτοπωλείο – ζαχαροπλαστείο» για το επίδικο κτήριο. Η απόφαση αυτή ανεκλήθη στις 18.4.2006, με το σκεπτικό ότι, σύμφωνα με το από 5.10/07.10.1993 π.δ/μα, η χρήση καφενείου, ζαχαροπλαστείου ή εστιατορίου δεν επιτρέπεται στο Ο.Τ. 01 της ζώνης Α2 όπου βρίσκεται το κτήριο ενώ, σύμφωνα με έγγραφα του Γραφείου Ιστορικού Κέντρου Αθήνας του Υ.ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. προς τη Γ΄ Ε.Π.Κ.Α. (υπ’ αρ. 120003/3/24.1.2002, 1120624/624/02, 120625/625/17.5.2002 και 180316/316/27.2.2006), δεν επιτρέπεται η λειτουργία ζαχαροπλαστείου στο εν λόγω ακίνητο (βλ. υπ’ αρ. Φ22/1/2055/18.4.2006 έγγραφο Γ΄ ΕΠΚΑ).
17. Επειδή, στις 6.4.2006 ο αιτών άσκησε αίτηση ακυρώσεως στρεφόμενος κατά της εγκριτικής της σχετικής μελέτης πράξεως του Τμήματος Παραδοσιακών Οικισμών της Διεύθυνσης Πολεοδομικού Σχεδιασμού του Υπουργείου ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε., και της βάσει αυτής εκδοθείσης υπ’ αρ. 55/25.6.2004 αδείας επισκευής του Τ.Α.Σ. όπως και κατά της αποφάσεως της Υφυπουργού ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. περί καθορισμού, κατά παρέκκλιση, των προαναφερθεισών χρήσεων για το ισόγειο του επίδικου διατηρητέου κτηρίου. Η άδεια επισκευής ανακλήθηκε με την 1378/25.5.2006 απόφαση Διευθυντή Υ.Α.Σ., λόγω αυθαίρετων εργασιών που διαπιστώθηκαν, κατόπιν αυτοψίας, κατά την εκτέλεση της αδείας, ο δε αιτών υπέβαλε παραίτηση από την ως άνω αίτηση ακυρώσεως στις 10.10.2012 (υπ’ αρ. 928 πρακτικό ).
18. Eπειδή, περαιτέρω, από το υπ’ αρ. πρωτ. 2003/6.6.2006 έγγραφο της Εφορείας Νεωτέρων Μνημείων Αττικής (Ε.Ν.Μ.) προκύπτει η εκ μέρους των παρεμβαινόντων συνιδιοκτητών υποβολή μελέτης για την αποκατάσταση του κτηρίου στην Εφορεία Νεωτέρων Μνημείων Αττικής. Η μελέτη αποτελείτο από τα σχέδια που είχαν υποβληθεί στον Τ.Α.Σ., σχέδια με την υφιστάμενη κατάσταση του κτηρίου και την πρόταση αποκαταστάσεως, καθώς και με τα εγκεκριμένα, από το Υπουργείο Πολιτισμού, σχέδια, ήτοι όψεις, κάτοψη ορόφου και τεχνική έκθεση της επισκευής του κτηρίου μετά το σεισμό του 1981 (υπ’ αρ. πρωτ. 3112/8.9.2006). Ο φάκελος της υποθέσεως διαβιβάσθηκε από την Ε.Ν.Μ. Αττικής στη Διεύθυνση Αναστήλωσης Νεώτερων και Σύγχρονων Μνημείων. Η Διεύθυνση Νεώτερης και Σύγχρονης Αρχιτεκτονικής Κληρονομιάς (εφ’ εξής: ΔΙΝΕΣΑΚ) της Γενικής Διευθύνσεως Αναστήλωσης Μουσείων και Τεχνικών Έργων του Υπουργείου Πολιτισμού εισηγήθηκε υπέρ της έγκρισης της μελέτης αποκατάστασης του κτηρίου, κατά τις διατάξεις του άρθρου 16 (ιστορικοί τόποι), το οποίο παραπέμπει και στο άρθρο 14 του ν. 3028/2002, σύμφωνα με την προϋπάρχουσα σχεδιαστική τεκμηρίωση που περιλαμβάνεται στην ως άνω μελέτη αποκατάστασης μετά το σεισμό του έτους 1981, η οποία είχε θεωρηθεί από το ΥΠΠΟ. Ειδικότερα, στο σχετικό, από 19.4.2007 εισηγητικό σημείωμα, μετά την παράθεση του καθεστώτος προστασίας του επίδικου κτηρίου, ότι, συγκεκριμένα, πέραν της κηρύξεώς του ως διατηρητέου από το Υπουργείο ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. με το από 24.10-8.11.1980 π.δ/μα, αυτό απολαμβάνει προστασίας και από το Υπουργείο Πολιτισμού, διότι βρίσκεται εντός περιοχής που έχει χαρακτηρισθεί ως ιστορικός τόπος με την υπ’ αρ. 24946/26.8.1967 υπουργική απόφαση, γίνεται αναφορά στην προηγηθείσα από 9.12.2004 έγκριση της Γ΄ Ε.Π.Κ.Α., με την επισήμανση ότι στα θεωρημένα από την ως άνω τοπική εφορεία από Δεκεμβρίου 2002 σχέδια υπεύθυνου μηχανικού «το κτίριο εμφανίζει ουσιαστικά τα ίδια στοιχεία ως προς τις μετρήσεις» εν σχέσει προς τα σχέδια που είχε θεωρήσει, το έτος 1981, η Διεύθυνση Αναστήλωσης Νεώτερων και Σύγχρονων Μνημείων (τέως ΔΠΚΑΝΜ) του ΥΠ.ΠΟ. Αναφέρεται ακολούθως, στην ίδια εισήγηση, ότι «μετά την έναρξη των πρώτων εργασιών διαπιστώθηκαν σημαντικά προβλήματα που δεν ήταν εξ αρχής ορατά και το εύρος των οποίων ουσιαστικά απέκλειε τη δυνατότητα επεμβάσεων μικρής κλίμακας», όπως δε προκύπτει από το παρατιθέμενο στην εισήγηση περιεχόμενο (άνευ ημερομηνίας) τεχνικής εκθέσεως του προαναφερθέντος υπεύθυνου μηχανικού, τα προβλήματα αυτά αφορούσαν τις τοιχοποιΐες, τους υπάρχοντες ενδιάμεσους τοίχους σε όλους τους ορόφους, τα κτίσματα στο δώμα και τη στέγη, κατέστησαν δε αναγκαία τη νέα μορφή του φέροντος συστήματος του κτηρίου, με αμφίπλευρες επιμανδυώσεις από τη στάθμη του υπάρχοντος υπογείου μέχρι τις στέψεις των στεγών, την τοποθέτηση νέας ξύλινης στέγης στον κύριο χώρο του ορόφου και την κατασκευή νέας κάλυψης των κτισμάτων του δώματος. Στην ίδια εισήγηση επισημαίνονται, μεταξύ άλλων, οι υπερβάσεις της αδείας επισκευής που διαπιστώθηκαν κατά τις διενεργηθείσες από μηχανικούς του Τ.Α.Σ. Πειραιώς αυτοψίες, όπως συγκεφαλαιώνονται στο Α.Π. 2421/11.10.2006 έγγραφο της εν λόγω υπηρεσίας προς τον Υφυπουργό ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. Η υπερύψωση του κυρίως κτίσματος κατά 30 εκ., συμπεριλαμβανομένου δε και του δώματος κατά 45 εκ., οφείλεται, κατά την άποψη της υπηρεσίας, είτε στην κατασκευή ενός περιμετρικού σενάζ, είτε σε μικρές αποκλίσεις κατά την κατασκευή. Θεωρώντας, περαιτέρω, ως βασικό στοιχείο της μελέτης την αποκατάσταση της τυπολογίας και προπαντός των όψεων του κτηρίου, που αποκτά ιδιαίτερη σημασία λόγω της θέσης του στη συγκεκριμένη περιοχή της Πλάκας και είναι δυνατή, λόγω της προϋπάρχουσας σχεδιαστικής τεκμηρίωσης, που περιλαμβάνεται στην ως άνω μελέτη αποκατάστασης μετά το σεισμό του 1981 που είχε θεωρηθεί από το ΥΠ.ΠΟ., εκτιμώντας δε, κατ’ αναλογία προς τα προβλεπόμενα στο από 24.10-8.11.1980 π.δ/μα («κήρυξη του ΥΠΕΧΩΔΕ») όπως ερμηνεύθηκαν και από την υπ’ αρ. 2128/2006 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, ότι και επεμβάσεις στο εσωτερικό διατηρητέου κτηρίου για τον εκσυγχρονισμό και τη βελτίωση της λειτουργικότητάς του μπορούν να γίνουν δεκτές, εφ’ όσον δεν επηρεάζουν ή δεν αλλοιώνουν τις όψεις και τη γενική τυπολογία του κτηρίου, η εισήγηση διατυπώνει την άποψη ότι η νέα μελέτη αποκαταστάσεως του κτηρίου που κατέθεσαν οι παρεμβαίνοντες ιδιοκτήτες, υιοθετεί τα στοιχεία της αμέσως προαναφερθείσας, εγκεκριμένης από το Υπουργείο, μελέτης αποκαταστάσεως και αποκαθιστά τον γενικό αρχιτεκτονικό χαρακτήρα και τις βασικές αρχές της σύνθεσης του κτηρίου, με την άρση των μεταγενεστέρων υπερβάσεων. Σχετικά δε με τις εσωτερικές εργασίες στο επίδικο κτήριο, διατυπώνεται η άποψη ότι αυτές έγιναν στο πλαίσιο του εκσυγχρονισμού του κτηρίου, της βελτίωσης της λειτουργικότητας και της στατικής του επάρκειας. Ως εκ τούτου αναφέρεται ότι «κατά το σκέλος αυτό, η Διεύθυνσή μας εισηγείται την έγκριση της μελέτης». Κατόπιν δε της εκτιμήσεως ότι οι γενόμενες επεμβάσεις είναι πλήρως αντιστρεπτές και οι απαιτούμενες προς τούτο εργασίες τεχνικά εύκολο να υλοποιηθούν, η υπηρεσία τάσσεται υπέρ της αποκατάστασης κάθε όψης σύμφωνα με τη «μελέτη του 1981», δηλαδή, στην αρχική και ιστορικά παραδεκτή της μορφή και της αφαιρέσεως – απομακρύνσεως των «νεωτερικών στοιχείων», «δηλαδή σύμφωνα με τη νέα μελέτη που προσκομίσθηκε στη [ΔΙΝΕΣΑΚ] από τους ενδιαφερομένους». Τέλος, επί του ζητήματος της εγκρίσεως της χρήσεως του ισογείου του κτηρίου ως γαλακτοπωλείου – ζαχαροπλαστείου, που προβλεπόταν στην υποβληθείσα προς έγκριση μελέτη, η ΔΙΝΕΣΑΚ αναφέρει την ισχύουσα για τις χρήσεις γης στην περιοχή ρύθμιση του από 5.10/07.10.1993 π.δ/τος, τα καταστήματα που κατά καιρούς στεγάστηκαν στο ισόγειο ή και τους (ημι)υπόγειους χώρους του κτηρίου, μεταξύ των οποίων ένα καφενείο σύμφωνα με το υπ’ αρ. ΥΠΠΕ/ΓΔΠΑ/64573/ ΔΠΚΑΝΜ/10357/25.10.1980 έγγραφο, γαλακτοπωλείο κατά το έτος 1985, σύμφωνα με το υπ’ αρ. 180316/316/27.2.2006 έγγραφο του Γραφείου Ιστορικού Κέντρου Αθήνας, «πρατήριο πώλησης ειδών ζαχαροπλαστικής και παρασκευής καφέ» σύμφωνα με το Α.Π. 100689/689/30.6.2000 έγγραφο, επίσης, του Γραφείου Ιστορικού Κέντρου Αθήνας, την υπ’ αρ. 9505/2004 απόφαση της Υφυπουργού ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. και την καθορισθείσα με αυτήν για το ισόγειο ειδική χρήση παραδοσιακού γαλακτοπωλείου και ζαχαροπλαστείου, και τη χορηγηθείσα αρχικώς, ανακληθείσα όμως στη συνέχεια, κατά τα προεκτεθέντα, συναίνεση της Γ΄ Ε.Π.Κ.Α. για την χρήση γαλακτοπωλείου – ζαχαροπλαστείου. Λαμβάνοντας υπ’ όψιν όλα τα ανωτέρω, «αλλά και το γεγονός ότι στην περιοχή λειτουργούν αρκετά παρόμοια καταστήματα (γαλακτοπωλεία, ζαχαροπλαστεία κ.λπ.)», η ΔΙΝΕΣΑΚ εισηγήθηκε υπέρ της χρήσης γαλακτοπωλείου ή ζαχαροπλαστείου χωρίς μουσική ή μουσικά όργανα στο χώρο του ισογείου, με την αιτιολογία ότι «η χρήση αυτή εναρμονίζεται με το χαρακτήρα και τη δομή του κτίσματος και δεν επιφέρει με άμεσο ή έμμεσο τρόπο καταστροφή, βλάβη, ρύπανση ή αλλοίωση της μορφής του κτιρίου και του ιστορικού τόπου».
19. Επειδή, ακολούθως, το Κεντρικό Συμβούλιο Νεωτέρων Μνημείων, στο οποίο εισήχθη το θέμα, στις 21.6.2007, κατά την υπ’ αρ. 20 συνεδρίαση, στην οποία παρέστησαν οι παρεμβαίνοντες συνιδιοκτήτες του κτηρίου μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου τους, οι αρμόδιοι πολιτικός μηχανικός και αρχιτέκτων μηχανικός καθώς και ο πληρεξούσιος δικηγόρος του αιτούντος και άλλων καταγγελλόντων, γνωμοδότησε κατά πλειοψηφία υπέρ της έγκρισης της υποβληθείσας μελέτης αποκατάστασης του κτηρίου «διότι αποκαθίστανται οι όψεις του κτηρίου στην ιστορικά αποδεκτή τους μορφή, όπως αυτή τεκμηριώνεται και από την ΥΠΠΕ/ΓΔΠΑ/68112/ ΔΠΚΑΝΜ/3535/8.12.1981 απόφαση του Υπουργείου Πολιτισμού και τα σχέδια που τη συνοδεύουν», ομοφώνως δε υπέρ της έγκρισης χρήσης ως γαλακτοπωλείου ή ζαχαροπλαστείου, χωρίς χρήση μουσικής ή μουσικών οργάνων στο χώρο του ισογείου, με την αιτιολογία ότι «η χρήση αυτή εναρμονίζεται με το χαρακτήρα και τη δομή του κτίσματος και δεν επιφέρει με άμεσο ή έμμεσο τρόπο καταστροφή, βλάβη, ρύπανση ή αλλοίωση της μορφής του κτιρίου και του ιστορικού τόπου». Επακολούθησε η έκδοση της προσβαλλομένης υπ’ αρ. ΥΠΠΟ/ΔΝΣΑΚ/62724/1698/22.8.2007 αποφάσεως του Υπουργού Πολιτισμού. Με την απόφαση αυτή, στο προοίμιο της οποίας μνημονεύονται η από 27.4.1977 υπουργική απόφαση χαρακτηρισμού της οδού Λυσικράτους ως διατηρητέας και χρήζουσας ειδικής προστασίας και η από 26.8.1967 υπουργική απόφαση περί κηρύξεως της περιοχής ανατολικώς και βορείως του βράχου της Ακροπόλεως, με όριο και την οδό Βύρωνος, ως ιστορικού τόπου, ο Υπουργός Πολιτισμού, αποδεχόμενος την ανωτέρω γνωμοδότηση του Κ.Σ.Ν.Μ., αφού έλαβε επίσης υπ’ όψιν την από 9.12.1981 απόφαση της Υπουργού Πολιτισμού και Επιστημών, με την οποία είχε εγκριθεί η τότε εκπονηθείσα αρχιτεκτονική μελέτη για την αποκατάσταση των όψεων του κτηρίου, την από 9.12.2004 έγκριση της Γ΄ Ε.Π.Κ.Α. για την αποκατάσταση και ενίσχυση του φέροντος οργανισμού του κτηρίου, την εισήγηση της ΔΙΝΕΣΑΚ και «την πρόταση της Εφορείας Νεωτέρων Μνημείων Αττικής», ενέκρινε, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3028/2002, «την υποβληθείσα μελέτη αποκατάστασης του κτιρίου», με την αιτιολογία ότι «αποκαθίστανται οι όψεις του κτιρίου στην ιστορικά αποδεκτή τους μορφή, όπως αυτή τεκμηριώνεται και από την ΥΠΠΕ/ΓΔΠΑ/68112/ ΔΠΚΑΝΜ/3535/8.12.1981 απόφαση του Υπουργείου Πολιτισμού και τα σχέδια που τη συνοδεύουν». Η έγκριση της υποβληθείσας μελέτης χορηγήθηκε υπό την προϋπόθεση ότι πληρούνται οι κατά τις ισχύουσες πολεοδομικές και άλλες διατάξεις προϋποθέσεις για την έκδοση οικοδομικής αδείας, υποχρεώθηκαν δε οι μελετητές να προσκομίσουν τα σχέδια προς έλεγχο και θεώρηση στη ΔΙΝΕΣΑΚ. Με την ίδια απόφαση, ο Υπουργός Πολιτισμού, αφού έλαβε επιπροσθέτως υπ’ όψιν το από 5.10/07.10.1993 π.δ/μα περί των ισχυουσών χρήσεων γης και την υπ’ αρ. 9505/27.2.2004 απόφαση της Υφυπουργού ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε., με την οποία επετράπη η χρήση παραδοσιακού γαλακτοπωλείου και ζαχαροπλαστείου στο ισόγειο του διατηρητέου κτηρίου κατά παρέκκλιση των ισχυουσών στην περιοχή χρήσεων, ενέκρινε και τη χρήση ως γαλακτοπωλείο ή ζαχαροπλαστείο χωρίς χρήση μουσικής ή μουσικών οργάνων στο χώρο του ισογείου, υιοθετώντας τη διαλαμβανόμενη στην εισήγηση της ΔΙΝΕΣΑΚ και τη γνωμοδότηση του ΚΣΝΜ αιτιολογία. Τέλος, μετά την άσκηση της υπό κρίση αιτήσεως, κατόπιν δε εγκρίσεως της δευτεροβάθμιας Ε.Π.Α.Ε., η οποία στο σχετικό υπ’ αρ. 19/1.11.2007 πρακτικό της αναφέρεται στην αρχιτεκτονική μελέτη που εγκρίθηκε με την προσβαλλόμενη υπ’ αρ. ΥΠΠΟ/ΔΝΣΑΚ/62724/1698/22.8.2007 απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού, εκδόθηκε η υπ’ αρ. 5/24.1.2008 οικοδομική άδεια της Υπηρεσίας Πολεοδομίας (Γραφείο Πλάκας) του Δήμου Αθηναίων επ’ ονόματι των παρεμβαινόντων συνιδιοκτητών του διατηρητέου.
20. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση προβάλλεται παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας, λόγω έλλειψης, εν προκειμένω, προηγούμενης γνωμοδοτήσεως του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου (Κ.Α.Σ.). Ειδικότερα, προβάλλεται, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού είναι ακυρωτέα κατ’ αμφότερα τα σκέλη της, ήτοι τόσο ως προς τις εγκριθείσες εργασίες αποκατάστασης όσο και ως προς την εγκριθείσα για το ισόγειο χρήση, διότι, πέραν της γνωμοδοτήσεως του Κ.Σ.Ν.Μ., η οποία αφορά το επίδικο κτήριο ως νεότερο μνημείο, απαιτείτο επί πλέον, λόγω της άμεσης γειτνίασης του κτηρίου με το αρχαίο χορηγικό μνημείο του Λυσικράτους, γνωμοδότηση και του Κ.Α.Σ..
21. Επειδή, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στη σκέψη 10, ο ν. 3028/2002 καθιερώνει, πλην των εξαιρετικών περιπτώσεων του άρθρου 50 παρ. 6, την αρμοδιότητα ενός μόνο κεντρικού συμβουλίου, Κ.Α.Σ. ή Κ.Σ.Ν.Μ. αναλόγως του προέχοντος κατά περίπτωση χαρακτήρα των προστατευτέων αρχαίων ή νεότερων πολιτιστικών στοιχείων (πρβλ ΣτΕ 2034/2015). Περαιτέρω, κατά τις διατάξεις του αυτού άρθρου 50, το Κ.Α.Σ. είναι αρμόδιο για τα θέματα που σχετίζονται με την προστασία των αρχαίων μνημείων, των αρχαιολογικών χώρων, καθώς και των ιστορικών τόπων που αποτέλεσαν το χώρο εξαίρετων ιστορικών ή μυθικών γεγονότων πριν το έτος 1830, ενώ στην αρμοδιότητα του Κ.Σ.Ν.Μ. ανήκουν τα αντίστοιχα θέματα που αφορούν τα νεότερα μνημεία και τους λοιπούς ιστορικούς τόπους, δηλαδή εκείνους, των οποίων ο χαρακτηρισμός δεν στηρίζεται σε επίκληση γεγονότων προγενεστέρων του 1830. Εξάλλου, ο χαρακτηρισμός της περιοχής της Πλάκας ως ιστορικού τόπου με την προμνησθείσα 24946/1967 υπουργική απόφαση δεν στηρίζεται σε επίκληση ιστορικών ή μυθικών γεγονότων προγενέστερων του έτους 1830 και, επομένως, τα θέματα προστασίας του οικισμού αυτού βάσει των διατάξεων της νομοθεσίας περί της πολιτιστικής κληρονομιάς ανήκουν στη γνωμοδοτική αρμοδιότητα του Κ.Σ.Ν.Μ. (ΣτΕ 3350/2014).
22. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, κατά τα εκτιθέμενα στη σκέψη 15, το επίδικο κτήριο, που κηρύχθηκε διατηρητέο από το Υπουργείο ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. με το από 24.10-8.11.1980 π.δ/μα, απολαμβάνει και της προστασίας του Υπουργείου Πολιτισμού, διότι βρίσκεται εντός περιοχής που έχει χαρακτηρισθεί ως ιστορικός τόπος με την υπ’ αρ. 24946/26.8.1967 υπουργική απόφαση, ενώ με την υπ’ αρ. Α/Φ29/7901/ 1019/27.4.1977 απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού και Επιστημών (Β΄ 427/5.5.1977), ολόκληρη η οδός Λυσικράτους χαρακτηρίσθηκε «ως διατηρητέα και ως οικιστικό σύνολο που χρειάζεται ειδική Κρατική Προστασία γιατί στην οδό αυτή υπερτερούν αριθμητικά οι νεοκλασσικές οικίες, οι οποίες αποτελούν το κατάλληλο πλαίσιο για το μνημείο του Λυσικράτους και το άμεσο περιβάλλον της Ακροπόλεως». Κατά συνέπεια, αρμόδιο να γνωμοδοτήσει για τις επίμαχες εργασίες, βάσει του αναφερομένου στην προηγούμενη σκέψη κριτηρίου του προέχοντος χαρακτήρος του προστατευτέου μνημείου, χρονολογουμένου περί το τέλος του 19ου αιώνα ήταν το Κ.Σ.Ν.Μ., ενώ, εξ άλλου, δεν ετέθη ζήτημα άρσεως της προστασίας γειτνιάζοντος αρχαίου μνημείου ώστε να απαιτείται η γνωμοδότηση του συγκροτουμένου από τις Ολομέλειες των δύο Συμβουλίων ειδικού οργάνου που προβλέπεται στο ως άνω άρθρο 50 παρ. 6 του ν. 3028/2002. Εξάλλου, το γεγονός ότι το επίμαχο προστατευτέο ακίνητο ευρίσκεται σε περιοχή κειμένη εντός των ορίων του αρχαιολογικού χώρου της πόλεως των Αθηνών, μετά την αναοριοθέτηση αυτού με την ΥΠΠΟ/ΓΔΑΠΚ/ΑΡΧ/Α1/Φ43/7027/425/29.1.2004, όπου ασκείται ο υποχρεωτικός αρχαιολογικός – ανασκαφικός έλεγχος στο πλαίσιο της διαδικασίας χορηγήσεως εγκρίσεων για την έκδοση οικοδομικών αδειών για πάσης φύσεως δημόσια και ιδιωτικά έργα (ΣτΕ 2331/2009), ο οποίος αφορά στη διερεύνηση και προστασία των αρχαιοτήτων στο υπέδαφος και στον έλεγχο του ύψους των οικοδομών, κατά τα οριζόμενα στο από 19.2.1975 (Δ΄ 53), είχε ως συνέπεια την έκδοση της υπ’ αρ. 7103/9.12.2004 πράξης της αρμόδιας για τον αναοριοθετηθέντα χώρο αρχαιολογικής υπηρεσίας (Γ΄ Ε.Π.Κ.Α.) που αναφέρεται στο προοίμιο της προσβαλλομένης, δεν συνεπαγόταν δε, αυτό και μόνο, την εμπλοκή και του Κ.Α.Σ. στη σχετική διαδικασία, εφόσον εν προκειμένω, κατά τα ήδη εκτεθέντα, το κρίσιμο και προέχον στοιχείο για την έκδοση των σχετικών αδειών ήταν η μορφή, η προστασία και οι επιτρεπόμενες χρήσεις σε νεώτερο μνημείο.
23. Επειδή, ο αιτών, στρεφόμενος κατά του σκέλους της προσβαλλομένης που αφορά την έγκριση της υποβληθείσας μελέτης αποκαταστάσεως του επίδικου κτηρίου, προβάλλει ότι μη νομίμως και «υπό το πρόσχημα της αποκατάστασης των όψεων του κτιρίου εγκρίθηκαν εκ των υστέρων η αυθαίρετη και παράνομη υπερύψωση του εν λόγω κτηρίου και όλες οι παράνομες εργασίες που είχαν λάβει χώρα στο εσωτερικό του», οι οποίες «ήταν τόσο εκτεταμένες ώστε να αλλοιωθούν όλα τα διατηρητέα στοιχεία του εσωτερικού του, το δε κτήριο από προοριζόμενο ως χώρος κατοικίας με δευτερεύουσας σημασίας εμπορικές χρήσεις στο ισόγειο, να καταστεί στην ουσία ολόκληρο ένας τεράστιος χώρος εστιατορίου». Τα ανωτέρω συνιστούν, κατά τους ισχυρισμούς του αιτούντος, παράβαση των διατάξεων των άρθρων 1 έως και 5 του προαναφερθέντος από 24.10-8.11.1980 π.δ/τος, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 329 παρ. 1 και 330 παρ. 1 του Κ.Β.Π.Ν., σύμφωνα με τις οποίες απαιτείτο η προηγούμενη έκδοση οικοδομικής αδείας μετά από έγκριση της ΕΠΑΕ συνοδευομένης από πρακτικό, στο οποίο να αναγράφονται λεπτομερώς οι εκτελεσθησόμενες εργασίες. Η εκ των υστέρων νομιμοποίηση παράνομων και αυθαίρετων οικοδομικών εργασιών – επεμβάσεων επί ακινήτου μνημείου και συγκεκριμένα τόσο της υπερυψώσεως του κτηρίου όσο και των οικοδομικών εργασιών δια των οποίων αλλοιώθηκε πλήρως το εσωτερικό του προκειμένου να αξιοποιηθεί επιχειρηματικώς συνιστά, κατά τους ισχυρισμούς του αιτούντος, εκτός από υπέρβαση εξουσιοδοτήσεως, παράβαση των διατάξεων του άρθρου 24 παρ. 1 και 6 του Συντάγματος, οι οποίες επιβάλλουν όχι μόνον την προληπτική αλλά και, κατά μείζονα λόγο, την κατασταλτική προστασία των μνημείων, η οποία περιλαμβάνει την υποχρέωση άρσεως της προσβολής και αποκαταστάσεως της αρχικής προστατευόμενης μορφής τους, όπως και εκείνων του άρθρου 10 παρ. 4 του ν. 3028/2002, οι οποίες παρέχουν στον Υπουργό Πολιτισμού εξουσία να εγκρίνει την εκτέλεση οικοδομικών εργασιών επί ακινήτου μνημείου μόνο πριν από την εκτέλεσή τους και δεν παρέχουν δυνατότητα, εκ των υστέρων εγκρίσεως και νομιμοποιήσεως αυθαιρέτων εργασιών.
24. Επειδή, κατά τα διαλαμβανόμενα στη σκέψη 18, μετά την ανάκληση της χορηγηθείσας από τον αρμόδιο Τομέα Αποκαταστάσεως Σεισμοπλήκτων του Υ.ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε., κατά τη διαγραφόμενη στις υπ’ αρ. οικ. 11689/ΤΠ31.2/4.2.2000 και οικ. 6940/19.11.1999 αποφάσεις του Υφυπουργού ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. ταχεία και ειδική διαδικασία, αδείας επισκευής, οι παρεμβαίνοντες κατέθεσαν προς έγκριση, τον Ιούνιο του 2006, στην Ε.Ν.Μ. Αττικής, νέα διαφορετική μελέτη αποκαταστάσεως του κτηρίου «με την αφαίρεση των εργασιών που κρίθηκαν ότι δεν ανήκουν στην αρχική αυθεντική φυσιογνωμία του κτιρίου όπως π.χ. το δώμα με την κεραμοσκεπή στέγη, οι επεμβάσεις στις όψεις του κτιρίου κτλ», και υπέβαλαν βελτιωμένη πρόταση αποκατάστασης του κτηρίου στην αρχική του μορφή, κατόπιν συνεργασίας με την ως άνω Εφορεία και συμμορφώσεώς τους στις υποδείξεις της, σύμφωνα και με τα υποβληθέντα συμπληρωματικώς στοιχεία που αφορούσαν στα εγκεκριμένα σχέδια της επισκευής του κτηρίου μετά το σεισμό του 1981. Μετά την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως, με την οποία εγκρίθηκε η μελέτη, και μετά την βάσει αυτής εκδοθείσα (κατόπιν ελέγχου και εγκρίσεως της αρμόδιας ΕΠΑΕ, με το υπ’ αρ. 19/9/1.11.2007 πρακτικό της) υπ’ αρ. 5/2008 άδεια οικοδομής του Πολεοδομικού Γραφείου Πλάκας, το κτήριο αποκαταστάθηκε στην ιστορικά τεκμηριωμένη του μορφή. Από τα ανωτέρω προκύπτει, ότι η προσβαλλομένη δεν αφορά νομιμοποίηση αυθαίρετων κατασκευών, αλλά, αντιθέτως, καθαίρεση εργασιών που έγιναν και κρίθηκαν ότι δεν ανήκουν στην αρχική αυθεντική φυσιογνωμία του κτηρίου και επαναφορά των όψεων στην τεκμηριωμένη ιστορικά αποδεκτή τους μορφή. Εξάλλου, κατά τα προαναφερθέντα, η προσβαλλομένη προηγήθηκε της ως άνω 5/2008 οικοδομικής αδείας, που εκδόθηκε κατόπιν εγκρίσεως της ΕΠΑΕ. Περαιτέρω, από τα αναφερόμενα στην ίδια σκέψη προκύπτει ότι, σχετικά με τις επεμβάσεις στο εσωτερικό του κτηρίου, οι οποίες, κατά την ως άνω εισήγηση της Δ.Ν.Σ.Α.Κ., είναι εν γένει απαραίτητες για λόγους στατικής ενίσχυσης και εξυπηρέτησης της λειτουργικότητας και εκσυγχρονισμού του κτηρίου και δεν θίγουν τον γενικό αρχιτεκτονικό χαρακτήρα και τις βασικές αρχές της σύνθεσης του κτηρίου, αυτές είναι σύμφωνες με τους όρους του άρθρου 3 του από 24.10-8.11.1980 π.δ/τος, διότι πρόκειται για επιτρεπτές επεμβάσεις που δικαιολογούνται από λόγους στατικούς και λειτουργικούς (ΣΕ 2128/2006) και δεν αλλοιώνουν τον γενικό αρχιτεκτονικό χαρακτήρα του κτηρίου ούτε θίγουν τα διατηρητέα στοιχεία του, ενώ, με την εγκριθείσα μελέτη αποκατάστασης προβλέπεται η διαμόρφωση του Α΄ ορόφου σε κατοικία και η αφαίρεση των στοιχείων που αλλοιώνουν τη χρήση του αυτή. Κατά συνέπεια, εν προκειμένω, τα περί αντιθέτου προβαλλόμενα από τον αιτούντα είναι απορριπτέα, το μεν ως ερειδόμενα επί ανακριβούς προϋποθέσεως, το δε ως αβάσιμα.
25. Επειδή, σχετικώς με την παράνομη, κατά τους ισχυρισμούς του αιτούντος, υπερύψωση του κυρίως όγκου του κτηρίου, η αιτιολογία της παρασχεθείσας εγκρίσεως προκύπτει από την εισήγηση της Δ.Ν.Σ.Α.Κ. και τα πρακτικά της επίμαχης συνεδριάσεως του Κ.Σ.Ν.Μ., κατά την οποία εξετάσθηκε ενδελεχώς το ζήτημα των επεμβάσεων που έγιναν για τη στατική ενίσχυση του κτηρίου και είχαν ως αποτέλεσμα την υπερύψωση αυτού, συνίσταται δε στην παραδοχή ότι η εν λόγω υπερύψωση, οφειλόμενη είτε σε μικρές αποκλίσεις κατά τη φάση της κατασκευής είτε στην κατασκευή ενός περιμετρικού σενάζ για την επίδεση του κτηρίου στο επίπεδο της στέψης αυτού, υπαγορεύθηκε από λόγους ενισχύσεως της στατικότητάς του, ενώ δεν αλλοιώνει τα γενικά αρχιτεκτονικά και μορφολογικά χαρακτηριστικά του κτηρίου, ούτε προκαλεί άμεση ή έμμεση βλάβη ή αισθητική υποβάθμιση της ευρύτερης περιοχής (βλ. και υπ’ αρ. ΥΠΠΟ/ΔΝΣΑΚ/64386/1622/13.10.2009 έκθεση απόψεων του Υπουργείου Πολιτισμού και Τουρισμού). Επομένως, η ως άνω επέμβαση νομίμως εγκρίθηκε, είναι δε απορριπτέα ως αβάσιμα τα περί του αντιθέτου προβαλλόμενα. Ο ίδιος λόγος ακυρώσεως, κατά το σκέλος του με το οποίο προβάλλεται ότι μη νομίμως η στάθμη του δώματος υπερυψώθηκε κατά 36 εκατοστά με τη δημιουργία δύο αναβαθμίδων (18 εκ. εκάστη), με συνέπεια η σε αρχικώς ενιαίο επίπεδο «ταράτσα» να διαμορφωθεί αυθαιρέτως σε τρία επίπεδα, είναι απορριπτέος ως στηριζόμενος σε εσφαλμένη προϋπόθεση, διότι, όπως εμφαίνεται στα σχέδια που συνοδεύουν την προσβαλλόμενη απόφαση (υπ’ αρ. Α6 σχέδιο: κάτοψη δώματος – πρόταση), το βατό τμήμα του δώματος είναι διαμορφωμένο σε ενιαίο επίπεδο (σημειούται υψόμετρο 9,15), ενώ το σημειούμενο στο χώρο που καταλαμβάνει το κτίσμα επί του δώματος υψόμετρο είναι 9,20.
26. Επειδή, ενόψει των ανωτέρω, η προσβαλλόμενη απόφαση περιέχει επαρκή αιτιολογία, προσανατολισμένη στην ανάγκη προστασίας και διατήρησης των στοιχείων του διατηρητέου κτηρίου, η αιτιολογία δε αυτή συμπληρώνεται και από τα στοιχεία του φακέλου και ειδικότερα, μεταξύ άλλων, τη γνωμοδότηση του Κ.Σ.Ν.Μ. και την εισήγηση της ΔΙΝΕΣΑΚ, όπου διαλαμβάνεται αιτιολογία και ως προς τις εσωτερικές διαρρυθμίσεις και την ελαφρά υπερύψωση του κτηρίου, τα σχέδια της υφιστάμενης κατάστασης και τα σχέδια και την τεχνική έκθεση της πρότασης αποκατάστασης. Είναι, επομένως, απορριπτέα ως αβάσιμα τα περί του αντιθέτου προβαλλόμενα.
27. Επειδή, στις παρ. 1 και 2 του άρθρου 4 του ΓΟΚ 1985 (ν. 1577/1985, Α΄ 210) [άρθρο 110 του ΚΒΠΝ (π.δ. της 14.07.1999, Δ΄ 580)], όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 3 του ν. 2831/2000 (Α΄ 140) ορίζεται ότι: «1. Με προεδρικά διατάγματα, που εκδίδονται με πρόταση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων ΄Εργων … με σκοπό τη διατήρηση και ανάδειξη της ιδιαίτερης ιστορικής, πολεοδομικής, αρχιτεκτονικής, λαογραφικής, κοινωνικής και αισθητικής φυσιογνωμίας τους, μπορεί να χαρακτηρίζονται: α) οικισμοί ή τμήματα πόλεων ή οικισμών … ως παραδοσιακά σύνολα … και να θεσπίζονται ειδικοί όροι και περιορισμοί δόμησης και να καθορίζονται χρήσεις κατά παρέκκλιση από τις διατάξεις του νόμου αυτού και από κάθε άλλη γενική ή ειδική διάταξη … 2. Με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων ΄Εργων … που εκδίδεται ύστερα από αιτιολογημένη έκθεση της αρμόδιας υπηρεσίας του Υπουργείου και δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως μπορεί να χαρακτηρίζονται ως διατηρητέα μεμονωμένα κτίρια ή τμήματα κτιρίων … για το σκοπό που αναφέρεται στην προηγούμενη παράγραφο και να καθορίζονται ειδικοί όροι προστασίας και περιορισμοί δόμησης και χρήσης, κατά παρέκκλιση από τις διατάξεις του νόμου αυτού και από κάθε άλλη γενική ή ειδική διάταξη …».
28. Επειδή, κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, ο χαρακτηρισμός οικισμού ή τμήματός του ως παραδοσιακού αποσκοπεί στη διατήρηση και στην ανάδειξη του ιδιαιτέρου χαρακτήρα του, μέσο δε για την επίτευξη του σκοπού αυτού είναι η θέσπιση, για τα εντός αυτού ευρισκόμενα κτήρια, πρόσφορων χρήσεων, που για το λόγο αυτό επιτρέπεται να παρεκκλίνουν από κάθε άλλη γενική ή ειδική διάταξη, ώστε να επιτυγχάνεται και η μη αλλοίωση του ιδιαιτέρου χαρακτήρα τους. Εξ άλλου, και για μεμονωμένα κτήρια, τα οποία έχουν χαρακτηρισθεί ως διατηρητέα, δύνανται, για τη διατήρηση και την ανάδειξη του ιδιαιτέρου χαρακτήρα αυτών, να καθορίζονται χρήσεις, κατά παρέκκλιση εκείνων που ισχύουν στην περιοχή όπου αυτά ευρίσκονται. Η ως άνω δυνατότητα θέσπισης παρεκκλίσεων αφορά και τα ευρισκόμενα εντός παραδοσιακών οικισμών κτήρια, τα οποία έχουν κηρυχθεί αυτοτελώς διατηρητέα, ακόμη και εάν έχουν καθορισθεί ειδικές χρήσεις για τον οικισμό αυτόν. Ειδικότερα, η κατά τα ανωτέρω πρόβλεψη χρήσεων σε διατηρητέα κτήρια, κατά παρέκκλιση από εκείνες που έχουν καθορισθεί για την περιοχή ή για το τμήμα του παραδοσιακού οικισμού, όπου αυτά ευρίσκονται, επιτρέπεται υπό την προϋπόθεση ότι η προβλεπομένη, κατά παρέκκλιση χρήση σχετίζεται με τον λόγο χαρακτηρισμού του κτηρίου ως διατηρητέου και ότι η πρόβλεψη της χρήσεως αυτής είναι αναγκαία για την διατήρηση και την ανάδειξη του διατηρητέου κτηρίου (ΣΕ 2513/2009, 3303/2007, βλ. και ΣΕ 1786/2000).
29. Επειδή, προβάλλεται ότι κατά παράβαση των άρθρων 24 παρ. 1 και 6 και 43 παρ. 2 του Συντάγματος και, ως εκ τούτου, αναρμοδίως επετράπη από τον Υπουργό Πολιτισμού, κατά παρέκκλιση από τις διατάξεις του από 5.10/07.10.1993 π.δ/τος (Δ΄ 1329), η χρήση παραδοσιακού γαλακτοπωλείου και ζαχαροπλαστείου στο ισόγειο του επίδικου κτηρίου, το οποίο έχει κηρυχθεί μνημείο και διατηρητέο και ευρίσκεται σε ελάχιστη απόσταση από το αρχαίο χορηγικό μνημείο του Λυσικράτους, δοθέντος ότι, κατά τους ισχυρισμούς του αιτούντος, πρόκειται περί πολεοδομικής ρυθμίσεως που αφορά σε προστατευόμενη περιοχή, και επομένως, ανεξαρτήτως του όλως εντοπισμένου, κανονιστικού, μικτού ή ατομικού της χαρακτήρα, πρέπει να θεσπίζεται με την έκδοση π.δ/τος.
30. Επειδή, ο ως άνω λόγος ακυρώσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι ο Υπουργός Πολιτισμού δύναται να επιτρέπει συγκεκριμένη χρήση σε κτήριο υπαγόμενο στις διατάξεις της αρχαιολογικής νομοθεσίας επί τη βάσει της ειδικής αρμοδιότητας που παρέχουν σε αυτόν οι προαναφερθείσες διατάξεις του ν. 3028/2002. O ίδιος λόγος, ερμηνευόμενος υπό την έννοια ότι δεν είναι νόμιμη, διότι καθορίσθηκε με πράξη διάφορη του προεδρικού διατάγματος, η χρήση του επίμαχου κτηρίου, κατ’ εφαρμογή της πολεοδομικής νομοθεσίας περί διατηρητέων με την υπ’ αρ. 9505/27.2.2004 απόφαση της Υφυπουργού ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε, προς την οποία συναρτάται η επιτραπείσα από τον Υπουργό Πολιτισμού χρήση, ομοίως προβάλλεται αβασίμως. Και τούτο διότι ο κατά το άρθρο 4 παρ. 2 του ν. 1577/1985 καθορισμός ειδικών όρων προστασίας και περιορισμών δόμησης και χρήσης συγκεκριμένου διατηρητέου ακινήτου νομίμως αποτελεί, κατά την εν λόγω ειδική διάταξη, αντικείμενο υπουργικής αποφάσεως και όχι προεδρικού διατάγματος, δεδομένου ότι ο εν λόγω καθορισμός αφορά τεχνικό ζήτημα αμέσως συναρτημένο προς τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και τη φυσιογνωμία εκάστου διατηρητέου κτηρίου, τις ειδικές συνθήκες υπό τις οποίες τελεί και τις ανάγκες αυτού. Πρόκειται, δηλαδή, για μέτρα προστασίας συγκεκριμένου διατηρητέου ακινήτου και όχι κανονιστικές ρυθμίσεις πολεοδομικού σχεδιασμού οποιασδήποτε κλίμακας (ΣτΕ 2513/2009).
31. Επειδή, συναφώς προβάλλεται ότι η συγκεκριμένη χρήση που θεσπίσθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση είναι παράνομη ως τυγχάνουσα εκτός της εξουσιοδοτήσεως του άρθρου 10 του ν. 3028/2002, διότι, ενώ θα έπρεπε, εφ’ όσον θεσπίσθηκε κατά παρέκκλιση των χρήσεων που ισχύουν για τη συγκεκριμένη περιοχή, να είναι αναγκαία για την πραγματοποίηση του σκοπού της κηρύξεως του κτηρίου ως διατηρητέου, δεν εξασφαλίζει, εν προκειμένω, την προστασία και διατήρηση του εν λόγω κτηρίου, αλλά αντιθέτως οδηγεί στην υποβάθμιση και την αλλοίωσή του, ενώ δεν αξιολογούνται οι συνέπειες της χορηγηθείσας χρήσεως για τη διατήρηση και ανάδειξη του σημαντικότατου αρχαίου μνημείου του Λυσικράτους.
32. Επειδή, λόγω του ατομικού και όχι κανονιστικού χαρακτήρα της προσβαλλομένης αποφάσεως (ΣΕ 575/2012, 2540/2005), ο λόγος αυτός θα πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η επίμαχη χρήση θεσπίσθηκε χωρίς νόμιμη αιτιολογία, για τους ανωτέρω λόγους που επικαλείται ο αιτών. Από την επί του ζητήματος, όμως, αυτού αιτιολογία της προσβαλλομένης, στηριζόμενης και σε ομόφωνη επί του θέματος της χρήσεως του επιδίκου κτηρίου γνωμοδότηση του Κ.Σ.Ν.Μ., περί ελλείψεως αρνητικών επιπτώσεων από την επιτρεπόμενη χρήση και επί του ιστορικού τόπου, προκύπτει ότι συνεκτιμήθηκε και η γειτνίαση με το μνημείο Λυσικράτους, ενώ εξάλλου η αιτιολογία αυτή συμπληρώνεται από την τεκμηρίωση που παρέχει η εισήγηση της ΔΙΝΕΣΑΚ ως προς τις όμοιες χρήσεις που είχαν στεγασθεί στο κτήριο και την αναφορά ότι τέτοιες χρήσεις ασκούνται και σε αρκετά άλλα καταστήματα της περιοχής, στοιχείο, άλλωστε, του ιδιαίτερου χαρακτήρα της οποίας είναι η παρουσία της σύγχρονης ζωής σε συνδυασμό με τη συνύπαρξη μνημείων και στοιχείων όλων των ιστορικών περιόδων της πόλεως. Συνεπώς, τα περί του αντιθέτου προβαλλόμενα πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα.
33. Επειδή, στη συνέχεια ο αιτών προβάλλει ότι η απόφαση αυτή εκδόθηκε αναρμοδίως από την Υφυπουργό ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε., καθώς η σχετική αρμοδιότητα ανήκε στον Υπουργό Πολιτισμού και ότι, εν πάση περιπτώσει, είναι εκτός της παρασχεθείσας στον Υπουργό ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. με το άρθρο 4 παρ. 2 του ν. 1577/1985 (Γ.Ο.Κ.) εξουσιοδοτήσεως, διότι η χρήση παραδοσιακού γαλακτοπωλείου και ζαχαροπλαστείου, ενώ θεσπίσθηκε κατά παρέκκλιση των χρήσεων που επιτρέπονται στην περιοχή σύμφωνα με το από 5.10/07.10.1993 π.δ/μα (Δ΄ 1329), δεν πληροί τη νόμιμη προϋπόθεση να είναι αναγκαία για την πραγματοποίηση του σκοπού της κηρύξεως του κτηρίου ως διατηρητέου, περαιτέρω δε δεν εξασφαλίζει την προστασία και διατήρηση του κτηρίου αλλά αντιθέτως θα οδηγήσει στην υποβάθμιση και αλλοίωσή του.
34. Επειδή, ο περί αναρμοδιότητας της Υφυπουργού ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. λόγος ακυρώσεως προβάλλεται αβασίμως, διότι η παρατιθέμενη στη σκέψη 27 διάταξη του άρθρου 4 παρ. 2 του ν. 1577/1985 προβλέπει διαδικασία χαρακτηρισμού κτηρίων ως διατηρητέων από τον Υπουργό ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. διακεκριμένη από την προβλεπόμενη από την αρχαιολογική νομοθεσία διαδικασία χαρακτηρισμού κτηρίων ως μνημείων από τον Υπουργό Πολιτισμού, η οποία χωρεί επί τη βάσει διαφορετικών κριτηρίων (βλ. ΣΕ 2128/2006 7μ), παρέχει δε στον Υπουργό ΠΕ.ΧΩ.ΔΕ. τη δυνατότητα όπως, πέραν του χαρακτηρισμού ενός κτηρίου ως διατηρητέου, θεσπίζει πρόσθετους όρους προστασίας και περιορισμούς δομήσεως και χρήσεως αυτού (ΣΕ 2983/2002). Αρμοδίως, επομένως, σύμφωνα και με τα διαλαμβανόμενα στη σκέψη 30, εκδόθηκε η ελεγχόμενη πράξη από την Υφυπουργό ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. Ροδούλα Ζήση, στην οποία είχε ανατεθεί, με την υπ’ αρ. Υ6/31.10.2001 κοινή απόφαση του Πρωθυπουργού και της Υπουργού ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. (Β΄ 1484/31.10.2001), η άσκηση των αρμοδιοτήτων επί θεμάτων της Γενικής Διευθύνσεως Πολεοδομίας του Υπουργείου, μεταξύ των οποίων η αρμοδιότητα χαρακτηρισμού κτηρίων ως διατηρητέων και καθορισμού όρων και περιορισμών δομήσεως αυτών (διατηρηθείσα από τον Υπουργό ΠΕ.ΧΩ.ΔΕ. με το άρθρο 1 παρ. Β περ. 15 του π.δ/τος 28/93 – Α΄ 9, βλ. και ΣτΕ 2983/2002).
35. Επειδή, από το περιεχόμενο της από 20.10.2003 αιτιολογικής έκθεσης του Τμήματος Παραδοσιακών Οικισμών που συνοδεύει την υπ’ αρ. 9505/27.2.2004 απόφαση της Υφυπουργού ΠΕ.ΧΩ.ΔΕ., και το οποίο αναλυτικά αναφέρεται στη σκέψη 15, προκύπτει, εν προκειμένω, η συνδρομή των προϋποθέσεων που απαιτούνται από την εξουσιοδοτική διάταξη του άρθρου 4 παρ. 2 του ν. 1577/1985 και, επομένως, η απόφαση της Υφυπουργού ΠΕ.ΧΩ.ΔΕ. περί καθορισμού ειδικής χρήσεως στο επίμαχο ακίνητο, ευρισκομένη εντός νομοθετικής εξουσιοδοτήσεως, αποτελεί νόμιμο έρεισμα για την προσβαλλόμενη απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού, κατά το μέρος που εγκρίνει, από πλευράς αρχαιολογικής νομοθεσίας, την ως άνω θεσπισθείσα χρήση για το επίδικο κτήριο. Συνεπώς, τα περί του αντιθέτου προβαλλόμενα με την υπό κρίση αίτηση είναι απορριπτέα ως αβάσιμα.
36. Επειδή, ενόψει των ανωτέρω, η υπό κρίση αίτηση είναι απορριπτέα στο σύνολό της, ενώ πρέπει να γίνουν δεκτές οι παραδεκτώς ασκηθείσες παρεμβάσεις.






