ΣΤΕ 2794/2017 [ΝΟΜΙΜΗ ΕΠΙΚΥΡΩΣΗ ΤΟΥ ΚΑΘΟΡΙΣΜΟΥ ΟΡΙΟΓΡΑΜΜΩΝ ΡΕΜΑΤΟΣ ΔΙΕΡΧΟΜΕΝΟΥ ΑΠΟ ΤΟ ΓΗΠΕΔΟ ΤΟΥ ΑΗΣ ΑΛΙΒΕΡΙΟΥ]
Περίληψη
-Με τις διατάξεις του άρθρου 10 ν. 3028/2002 και, αφετέρου του άρθρου 4 του ν. 1650/1986 που προβλέπουν την έγκριση περιβαλλοντικών όρων για την κατασκευή και λειτουργία έργων και δραστηριοτήτων, θεσπίζονται δύο εκ παραλλήλου ισχύουσες διαδικασίες, μεταξύ των οποίων δεν υφίσταται χρονική ιεράρχηση και, επομένως, δεν είναι υποχρεωτική κατά νόμον η τήρηση ορισμένης σειράς για την έκδοση των σχετικών πράξεων.
-Ο καθορισμός των οριογραμμών ρέματος αποτελεί κατά τον νόμο προϋπόθεση για την έκδοση των πράξεων χωροθέτησης και έγκρισης περιβαλλοντικών όρων έργου ή δραστηριότητας που βρίσκεται πλησίον ρέματος.
-Λόγος ακυρώσεως, προβαλλόμενος κατ’ επίκληση πράξεων μεταγενεστέρων της προσβαλλόμενης υπουργικής απόφασης, εκτός του ότι είναι οψιγενής και δεν θα μπορούσε να προβληθεί παραδεκτώς, εν πάση περιπτώσει δεν αναφέρεται σε νομική πλημμέλεια της προσβαλλομένης, αφού το από 14.2.2017 π.δ. εκδόθηκε με αναδρομική ισχύ και σύμφωνα με το καθεστώς που ίσχυε κατά τον χρόνο της έκδοσής της.
-Προβάλλεται, ότι η προσβαλλόμενη είναι ακυρωτέα, διότι τόσο με την απόφαση αυτή όσο και με το από 14.2.2017 π.δ. η επικύρωση των οριογραμμών έγινε παρανόμως και προκειμένου να «νομιμοποιηθεί» εκ των υστέρων ο σχεδιασμός της ΔΕΗ ως προς τη θέση του αντλιοστασίου και τη νέα μονάδα της παρεμβαίνουσας εντός της φυσικής κοίτης του ρέματος. Σύμφωνα, όμως, με τα στοιχεία του φακέλου, η ΑΕΠΟ του έργου εκδόθηκε στο πλαίσιο παράλληλων διαδικασιών, οι οποίες, με βάση και την άδεια παραγωγής που έταξε σύντομη προθεσμία για την κατασκευή της νέας μονάδας V προκειμένου να καταστεί εφικτή η σταδιακή απόσυρση των παλαιών μονάδων της παρεμβαίνουσας στο πλαίσιο συμμόρφωσης της Χώρας στις διεθνείς υποχρεώσεις της για τη μείωση των εκπομπών ρύπων, αφορούσαν, πλην άλλων, τη διενέργεια ανασκαφών και την έγκριση, από την άποψη της αρχαιολογικής νομοθεσίας, της θέσης των εγκαταστάσεων της νέας μονάδας, τη χορήγηση απόφασης έγκρισης περιβαλλοντικών όρων (ΑΕΠΟ) και την επικύρωση των οριογραμμών τμήματος υδατορέματος στον ΑΗΣ Αλιβερίου.
-Δοθέντος ότι, σύμφωνα με τη ΜΠΕ, οι αρχαιολογικές υπηρεσίες διενεργούσαν από το έτος 2005 ανασκαφές εντός του γηπέδου του ΑΗΣ, ο δε σχεδιασμός της μονάδας και ιδίως των συνοδών εγκαταστάσεων πλησίον του ρέματος τελούσε υπό την προϋπόθεση έγκρισης της θέσης τους από τις αρμόδιες Υπηρεσίες του Υπουργείου Πολιτισμού, ο ανωτέρω λόγος ακυρώσεως, κατά τον οποίο με την προσβαλλομένη επιχειρείται η «νομιμοποίηση» ενεργειών της παρεμβαίνουσας για την καταστροφή της κοίτης του ρέματος, προβάλλεται αβασίμως και πρέπει να απορριφθεί
-Η επικύρωση του καθορισμού των οριογραμμών ρέματος δεν έχει ως σκοπό, κατ’ ακολουθίαν ούτε ως συνέπεια, τη γένεση ή αλλοίωση δικαιωμάτων ιδιωτικού δικαίου, αλλά χωρεί βάσει σχετικής μελέτης και της προβλεπόμενης διαδικασίας για λόγους προστασίας σημαντικών στοιχείων του φυσικού περιβάλλοντος.
Πρόεδρος: Αθ. Ράντος
Εισηγητής: Δ. Βασιλειάδης
Δικηγόροι: Παν. Δημητρόπουλος, Σωτ. Κοσμά, Στ. Ασημακοπούλου
Βασικές Σκέψεις
2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται, παραδεκτώς, η ακύρωση της απόφασης 32083/20.7.2010 του Υφυπουργού Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής (Δ΄ 432/2.9.2010), με την οποία επικυρώθηκε ο καθορισμός των οριογραμμών τμήματος του ρέματος που διέρχεται από το γήπεδο του ΑΗΣ Αλιβερίου στην περιφέρεια του πρώην Δήμου Ταμυνέων Ν. Ευβοίας.
3. Επειδή, η ΔΕΗ Α.Ε. με έννομο συμφέρον και εν γένει παραδεκτώς παρεμβαίνει στη δίκη υπέρ της ισχύος της προσβαλλόμενης πράξης.
4. Επειδή, η υπόθεση εισάγεται προς συζήτηση μετά την 1602/2016 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, με την οποία κρίθηκε ότι η επικύρωση του καθορισμού των οριογραμμών του προαναφερομένου ρέματος έπρεπε, στη συγκεκριμένη περίπτωση, να γίνει με προεδρικό διάταγμα και ότι, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 50
παρ. 3α του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8), δεν είναι αναγκαία, στην προκειμένη περίπτωση, η ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης για την αποκατάσταση της νομιμότητας και τη διασφάλιση του δικαιώματος δικαστικής προστασίας των αιτούντων, πριν παρασχεθεί στη Διοίκηση προθεσμία για την οριοθέτηση του προαναφερθέντος τμήματος του ρέματος με προεδρικό διάταγμα. Κατόπιν αυτών, το Δικαστήριο έταξε προθεσμία 6 μηνών στη Διοίκηση για την οριοθέτηση του ρέματος με π.δ., ανέβαλε την οριστική κρίση επί της υπόθεσης και όρισε νέα δικάσιμο. Στη συνέχεια, εκδόθηκε το από 14.2.2017 π.δ. (Δ΄ 44/24.2.2017), με το οποίο επικυρώθηκε ο καθορισμός οριογραμμών τμήματος του ρέματος και ορίσθηκε ότι οι ρυθμίσεις του διατάγματος ισχύουν αναδρομικά από τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης απόφασης του Υφυπουργού ΠΕΚΑ. Όπως δε προκύπτει από την αντιπαραβολή των οικείων ΦΕΚ (Δ΄ 44/2017 και Δ΄ 432/2010) τα δημοσιευθέντα με το ανωτέρω π.δ. διαγράμματα δεν αφίστανται κατ’ αρχήν, ως προς τη θέση των οριογραμμών του ρέματος, από τις αντίστοιχες ρυθμίσεις της προσβαλλόμενης υπουργικής απόφασης. Οι αιτούντες κατέθεσαν μη αναγκαίο εν προκειμένω δικόγραφο συνέχισης της δίκης, κατ’ άρθρο 32 παρ. 3 του π.δ. 18/1989 [αρ. κατ. Ε.161/21.3.2017], καθώς και το από 22.3.2017 υπόμνημα, με τα οποία προβάλλουν ότι και το από 14.2.2017 π.δ. έχει τις αυτές πλημμέλειες και ότι πρέπει η προσβαλλόμενη 32083/20.7.2010 απόφαση, όπως αντικαταστάθηκε με το ως άνω π.δ., να ακυρωθεί, ιδίως, διότι δεν οριοθετήθηκε η φυσική κοίτη του ρέματος, αλλά αποτυπώθηκε, όπως και με την προσβαλλομένη, η εκτροπή τμημάτων της φυσικής κοίτης του ρέματος και κατ’ ουσίαν επετράπη η κατασκευή τεχνικού έργου απορροής των υδάτων.
5. Επειδή, με τις διατάξεις του άρθρου 24 παρ. 1 και 6 του Συντάγματος, το φυσικό και το πολιτιστικό περιβάλλον έχουν αναχθεί σε αυτοτελώς προστατευόμενα αγαθά προκειμένου να εξασφαλιστεί στα όρια της Χώρας αφενός η οικολογική ισορροπία και η διαφύλαξη των φυσικών πόρων προς χάριν και των επόμενων γενεών και αφετέρου η διάσωση και προστασία των μνημείων και άλλων στοιχείων προερχόμενων από την ανθρώπινη δραστηριότητα που συνθέτουν την ιστορική, καλλιτεχνική, τεχνολογική και γενικώς την πολιτιστική κληρονομιά της Χώρας και συμβάλλουν στη διατήρηση της ιστορικής μνήμης. Ο συντακτικός νομοθέτης, μάλιστα, δεν αρκέστηκε στη πρόβλεψη δυνατότητας να θεσπίζονται μέτρα για την προστασία του περιβάλλοντος, αλλά επέβαλε στα όργανα του Κράτους που έχουν τη σχετική αρμοδιότητα να προβαίνουν σε θετικές ενέργειες για τη διαφύλαξη του προστατευόμενου αγαθού και, ειδικότερα, να λαμβάνουν τα απαιτούμενα νομοθετικά και διοικητικά, προληπτικά και κατασταλτικά, μέτρα, παρεμβαίνοντας στον αναγκαίο βαθμό και στην οικονομική ή άλλη ατομική ή συλλογική δραστηριότητα. Κατά τη λήψη, εξάλλου, των μέτρων αυτών τα όργανα της νομοθετικής και εκτελεστικής εξουσίας οφείλουν, κατά την έννοια των παραπάνω διατάξεων, να σταθμίζουν και άλλους παράγοντες, αναγόμενους στο γενικότερο εθνικό και δημόσιο συμφέρον, όπως είναι εκείνοι που σχετίζονται με την προστασία της υγείας και την εξασφάλιση των καλύτερων δυνατών όρων διαβίωσης των κατοίκων των πόλεων και των οικιστικών εν γένει περιοχών, καθώς και εκείνοι που σχετίζονται με τους σκοπούς της οικονομικής ανάπτυξης, για τους οποίους επίσης λαμβάνεται πρόνοια στο άρθρο 106 (παρ. 1) του Συντάγματος. Η επιδίωξη όμως της εξασφάλισης των όρων διαβίωσης στους οικισμούς και ενίσχυσης της οικονομικής ανάπτυξης, η οποία προϋποθέτει την ύπαρξη βασικών έργων υποδομής, πρέπει να συμπορεύεται προς την υποχρέωση της Πολιτείας να μεριμνά για την προστασία του περιβάλλοντος κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να εξασφαλίζεται βιώσιμη ανάπτυξη, στην οποία απέβλεψε ο συντακτικός νομοθέτης (πρβλ. ΣτΕ 5460/2012 7μ. σκ. 5, 2636/2009 Ολ., 3478/2000 Ολ., 2537/1996 Ολ., 2755/1994 Ολ. κ.ά.). Ειδικότερα, ως προς τα στοιχεία της πολιτιστικής κληρονομιάς από τις αυτές συνταγματικές διατάξεις συνάγεται ότι δεν επιτρέπονται επεμβάσεις, οι οποίες συνεπάγονται την καταστροφή, την αλλοίωση ή την με οποιονδήποτε τρόπο υποβάθμισή τους, και ότι κατ’ αρχήν επιβάλλεται να διατηρούνται τα στοιχεία αυτά, αναλόγως και προς το είδος και τον χαρακτήρα τους, στον τόπο στον οποίο βρίσκονται. Εξάλλου, κάθε επέμβαση επί ή πλησίον αρχαίου ή νεοτέρου μνημείου πρέπει κατ’ αρχήν να αποβλέπει στην προστασία και ανάδειξη αυτού, να ενεργείται δε εν όψει των ιδιαιτέρων χαρακτηριστικών και του είδους των προστατευτέων στοιχείων και επί τη βάσει των δεδομένων της επιστήμης, απαγορευομένων, κατ’ αρχήν, επεμβάσεων και χρήσεων μη συμβατών προς την κατά προορισμό χρήση του αρχαίου ή του μνημείου, για το οποίο πρόκειται (ΣτΕ 5460/2012 7μ. σκ. 5, πρβλ. 2224/2008, 1100/2005, 2175/2004 Ολ., 3279/2003 Ολ.).
6. Επειδή, σε εναρμόνιση προς τις προπαρατεθείσες διατάξεις του άρθρου 24 παρ. 1 και 6 Συντάγματος, η προστασία του πολιτιστικού περιβάλλοντος οργανώνεται και εξειδικεύεται με τον ν. 3028/2002 «Για την προστασία των Αρχαιοτήτων και εν γένει της Πολιτιστικής Κληρονομιάς»
(Α΄ 153). Στο άρθρο 3 του νόμου αυτού ορίζεται ότι «1. Η προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς της Χώρας συνίσταται κυρίως: α) στον εντοπισμό, την έρευνα, την καταγραφή, την τεκμηρίωση και τη μελέτη των στοιχείων της, β) στη διατήρηση και στην αποτροπή της καταστροφής, της αλλοίωσης και γενικά κάθε άμεσης ή έμμεσης βλάβης της, γ) […] δ) στη συντήρηση και την κατά περίπτωση αναγκαία αποκατάστασή της, ε) στη διευκόλυνση της πρόσβασης και της επικοινωνίας του κοινού με αυτήν, στ) στην ανάδειξη και την ένταξή της στη σύγχρονη κοινωνική ζωή […]» και στο άρθρο 10 του αυτού νόμου, τιτλοφορούμενο «Ενέργειες σε ακίνητα μνημεία και στο περιβάλλον τους», ορίζεται ότι «1. Απαγορεύεται κάθε ενέργεια σε ακίνητο μνημείο, η οποία είναι δυνατόν να επιφέρει με άμεσο ή έμμεσο τρόπο καταστροφή, βλάβη, ρύπανση ή αλλοίωση της μορφής του […] 3. Η εγκατάσταση ή η λειτουργία βιομηχανικής, βιοτεχνικής ή εμπορικής επιχείρησης, η τοποθέτηση τηλεπικοινωνιακών ή άλλων εγκαταστάσεων, η επιχείρηση οποιουδήποτε τεχνικού ή άλλου έργου ή εργασίας, καθώς και η οικοδομική δραστηριότητα πλησίον αρχαίου επιτρέπεται μόνο μετά από έγκριση του Υπουργού Πολιτισμού, η οποία εκδίδεται ύστερα από γνώμη του Συμβουλίου. Η έγκριση χορηγείται εάν η απόσταση από ακίνητο μνημείο ή η σχέση με αυτό είναι τέτοια ώστε να μην κινδυνεύει να επέλθει άμεση ή έμμεση βλάβη αυτού λόγω του χαρακτήρα του έργου ή της επιχείρησης της εργασίας […] 4. Για κάθε εργασία, επέμβαση ή αλλαγή χρήσης σε ακίνητα μνημεία, ακόμα και αν δεν επέρχεται κάποια από τις συνέπειες της παραγράφου 1 σε αυτά [καταστροφή, βλάβη, ρύπανση ή αλλοίωση], απαιτείται έγκριση που χορηγείται με απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού ύστερα από γνώμη του Συμβουλίου […]». Από τα ανωτέρω παρέπεται, μεταξύ άλλων, ότι προκειμένου να εγκριθεί η εκτέλεση έργου επί ή πλησίον αρχαίων απαιτείται να αξιολογούνται τα χαρακτηριστικά του έργου και να εκτιμώνται οι άμεσες και έμμεσες επιπτώσεις που θα έχει η εκτέλεσή του στα ακίνητα μνημεία, η χορήγηση δε της σχετικής έγκρισης πρέπει να στηρίζεται σε ειδική αιτιολογία που να περιέχει α) περιγραφή των προστατευτέων αρχαίων, β) περιγραφή του προς εκτέλεση έργου και
γ) τεκμηριωμένη εκτίμηση των επιπτώσεων του έργου επί των αρχαίων
(βλ. ΣτΕ 5460/2012 7μ. σκ. 7, 676/2005 Ολ. σκ. 11, 3454/2004 Ολ. σκ. 8, 2175/2004 Ολ. σκ. 12). Εξάλλου, με τις διατάξεις, αφενός, του ανωτέρω άρθρου 10 του ν. 3028/2002 και, αφετέρου, του άρθρου 4 του ν. 1650/1986 που προβλέπουν την έγκριση περιβαλλοντικών όρων για την κατασκευή και λειτουργία έργων και δραστηριοτήτων, θεσπίζονται δύο εκ παραλλήλου ισχύουσες διαδικασίες, μεταξύ των οποίων δεν υφίσταται χρονική ιεράρχηση και, επομένως, δεν είναι υποχρεωτική κατά νόμον η τήρηση ορισμένης σειράς για την έκδοση των σχετικών πράξεων (πρβλ. ΣτΕ 676/2005 Oλ. σκ.6, 3454/2004 Ολ σκ.7, 2175/2004 Ολ. σκ.11).
7. Επειδή, εξάλλου, με το άρθρο 6 του ν. 880/1979 (Α΄ 58), όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 5 του ν. 3010/2002 (Α΄ 91) και ίσχυε πριν καταργηθεί με το άρθρο 10 του ν. 4258/2014 (Α΄ 94), προβλέπεται η οριοθέτηση των υδατορεμάτων, δηλαδή, κατά τη διατύπωση του νόμου, των μη πλεύσιμων ποταμών, χειμάρρων, ρεμάτων και ρυακιών που ευρίσκονται εντός ή εκτός ρυμοτομικού σχεδίου ή εντός οικισμών που δεν έχουν ρυμοτομικό σχέδιο. Ειδικότερα, κατά την παρ. 1 του ανωτέρω άρθρου 6, «[…] Η οριοθέτηση συνίσταται στον καθορισμό και επικύρωση των πολυγωνικών γραμμών εκατέρωθεν της βαθιάς γραμμής του υδατορέματος, οι οποίες περιβάλλουν τις γραμμές πλημμύρας, τις όχθες, καθώς και τα τυχόν φυσικά ή τεχνητά στοιχεία, που αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του υδατορέματος. Ο κατά τα ανωτέρω καθορισμός μπορεί να γίνεται και σε τμήματα μόνο των υδατορεμάτων. Στην περίπτωση αυτή η τεχνική έκθεση […] συνοδεύεται από υδρολογικά, υδραυλικά και περιβαλλοντικά στοιχεία ή μελέτες για το συνολικό μήκος του υδατορέματος». Όπως έχει κριθεί, τα ρέματα ως στοιχεία του φυσικού περιβάλλοντος αποτελούν αντικείμενο συνταγματικής προστασίας που αποβλέπει στη διατήρηση της φυσικής τους κατάστασης και στη διασφάλιση της επιτελούμενης από αυτά λειτουργίας της απορροής των υδάτων και, συνεπώς, η εκτέλεση τεχνικών έργων πλησίον ρέματος επιτρέπεται μόνο εφόσον διασφαλίζεται η ανεμπόδιστη εκτέλεση της φυσικής τους λειτουργίας. Για να εξασφαλισθεί ο σκοπός αυτός απαιτείται, πριν από την εκτέλεση των τεχνικών έργων πλησίον ρέματος, ο καθορισμός της οριογραμμής τους σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 6 του ν. 880/1979, έτσι ώστε η μελετώμενη επέμβαση να γίνεται εν όψει της ύπαρξης του ρέματος, αποκλειομένης της εργασίας επιχωματώσεως ή καλύψεως αυτού. Συνεπώς, ο καθορισμός των οριογραμμών του ρέματος αποτελεί κατά τον νόμο προϋπόθεση για την έκδοση των πράξεων χωροθέτησης και έγκρισης περιβαλλοντικών όρων έργου ή δραστηριότητας που βρίσκεται πλησίον ρέματος (πρβλ. ΣτΕ Ολ. 462 – 3/2010, 1990/2007 7μ.).
8. Επειδή, εν προκειμένω από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτουν, μεταξύ άλλων, τα εξής: Η βιομηχανική μονάδα παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας (ΑΗΣ) Αλιβερίου της παρεμβαίνουσας, που βρίσκεται στην περιφέρεια του Δήμου Κύμης – Αλιβερίου, λειτουργεί από το έτος 1955 σε γήπεδο εμβαδού 402 στρεμμάτων περίπου, από το οποίο διέρχεται ρέμα που φαίνεται να διευθετήθηκε τα έτη 1955 – 1956 στο τμήμα του που εισέρχεται στο γήπεδο του ΑΗΣ καθώς και στην εκβολή του. Στον σταθμό αυτόν λειτούργησαν αρχικώς δύο ατμοηλεκτρικές μονάδες (Ι και II) εγκατεστημένης θερμικής ισχύος 2×40 MWe, με καύσιμη ύλη τον λιγνίτη, η λειτουργία των οποίων έπαυσε περί το έτος 2000, ενώ μετά το έτος 1969 στον σταθμό λειτουργούν και οι μονάδες ΙΙΙ και IV, εγκατεστημένης ισχύος 2×150 MWe, με καύσιμη ύλη το πετρέλαιο τύπου «μαζούτ». Η παρεμβαίνουσα το έτος 2005 ζήτησε την ανανέωση των περιβαλλοντικών όρων λειτουργίας των μονάδων του ΑΗΣ και, συγχρόνως, στο πλαίσιο εφαρμογής των διατάξεων της περ. ζ΄ της παρ. 2 του άρθρου 19 του ν. 2773/1999, ζήτησε την εγκατάσταση στο γήπεδο του ΑΗΣ Αλιβερίου νέας «Μονάδας Συνδυασμένου Κύκλου» συνολικής ισχύος 360 – 400 MWe, με καύσιμη ύλη το φυσικό αέριο, με σκοπό τη συνέχιση της παραγωγής και την αντικατάσταση των παλαιών μονάδων ΙΙΙ και IV. Με την απόφαση Δ5/ΗΛ/Α/Φ7/1756/17654/5.10.2006 του Γενικού Γραμματέα του Υπουργείου Ανάπτυξης καθορίστηκαν οι προϋποθέσεις για την εγκατάσταση της νέας μονάδας βάσει της νομοθεσίας που διέπει την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας. Παράλληλα, στο πλαίσιο του σχεδιασμού για τη θέση της νέας μονάδας και των συνοδών της εγκαταστάσεων (κέντρο υψηλής τάσης – ΚΥΤ, δεξαμενές, αντλιοστάσιο, μονάδες αφαλάτωσης κ.ά.) και λόγω του αρχαιολογικού ενδιαφέροντος στην περιοχή διενεργήθηκε από τις αρχαιολογικές υπηρεσίες έρευνα στο γήπεδο του ΑΗΣ, η οποία αργότερα επεκτάθηκε και στην κοίτη του ρέματος. Συγκεκριμένα, στο 7788π.ε./26.1.2007 έγγραφο της ΙΑ΄ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων (ΕΠΚΑ) προς τη ΔΕΗ εκτίθεται ότι από τις διερευνητικές τομές δεν προέκυψαν θετικά αποτελέσματα από αρχαιολογικής πλευράς για τον χώρο στον οποίο θα κατασκευαστεί το Κέντρο Υψηλής Τάσης (ΚΥΤ) και η Εφορεία συμφωνεί, κατ’ αρχήν, για την κατασκευή του, στο δε 2259/26.4.2007 έγγραφο της ίδιας Εφορείας προς τη ΔΕΗ διατυπώνεται η σύμφωνη γνώμη της Εφορείας για την κατασκευή των νέων δεξαμενών μαζούτ. Επακολούθησε η τήρηση της διαδικασίας Προκαταρκτικής Περιβαλλοντικής Εκτίμησης και Αξιολόγησης (ΠΠΕΑ) για την πραγματοποίηση του έργου, επί της οποίας ο Γενικός Διευθυντής Περιβάλλοντος του ΥΠΕΧΩΔΕ γνωμοδότησε θετικά με το 146050/25.10.2007 έγγραφό του και στη συνέχεια, η παρεμβαίνουσα υπέβαλε Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων Τύπου Ι (Δεκεμβρίου 2007), στην οποία επισημαίνεται η σημασία της νέας μονάδας και αξιολογούνται οι επιπτώσεις στο περιβάλλον τόσο από την κατασκευή και λειτουργία της νέας μονάδας V όσο και από τη λειτουργία των υφιστάμενων μονάδων ΙΙΙ και ΙV. Σύμφωνα με τη ΜΠΕ, στους χώρους που έχουν επιλεγεί για την ανέγερση των νέων εγκαταστάσεων της μονάδας πραγματοποιούνται από το έτος 2005 αρχαιολογικές τομές, οι οποίες απεικονίζονται στο Σχέδιο Γενικής Διάταξης – Ερευνητικές Αρχαιολογικές Τομές που προσαρτάται στη μελέτη ως συνημμένο ΧIV
(βλ. σελ. 6 της ΜΠΕ). Στο σχέδιο αυτό αποτυπώνεται μεγάλος αριθμός αρχαιολογικών τομών αφενός ολοκληρωμένων με πράσινο χρώμα και αφετέρου ανοικτών τομών με καφέ χρώμα, καθώς και αρχαιολογικό σκάμμα με καφέ διαγράμμιση, ειδικώς δε στη θέση στην οποία προβλέπεται η κατασκευή της μονάδας άντλησης θαλασσινού νερού εμφανίζονται ορισμένες αρχαιολογικές τομές με πράσινο χρώμα (πρβλ. και διάγραμμα ενδεικτικής γενικής διάταξης έργων της νέας μονάδας). Η Νομαρχιακή Επιτροπή της Ν.Α. Εύβοιας, αφού έλαβε υπόψη την 121/2008 αρνητική γνωμοδότηση του Δημοτικού Συμβουλίου Ταμυνέων, με την 38/25.7.2008 πράξη της, γνωμοδότησε θετικά, υπό όρους, για την εγκατάσταση της μονάδας V. Επίσης, η Προϊσταμένη της ΙΑ΄ ΕΠΚΑ στο 3344/20.8.2008 έγγραφο προς το ΥΠΕΧΩΔΕ εξέθεσε ότι η Εφορεία συμφωνεί, κατ’ αρχήν, για την εγκατάσταση της νέας μονάδας όπως προβλέπεται στη ΜΠΕ, επισήμανε, ωστόσο, ότι η αρχαιολογική έρευνα συνεχίζεται στον συγκεκριμένο χώρο λόγω της αποκάλυψης αρχαίων οικοδομικών λειψάνων και ότι η τελική έγκριση θα δοθεί αφού ολοκληρωθούν οι ανασκαφικές εργασίες. Μετά ταύτα, εκδόθηκε η κ.υ.α. 160235/17.10.2008 (ΑΕΠΟ – ορθή επανάληψη 10.3.2009) των Υπουργών Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων, Ανάπτυξης, Εμπορικής Ναυτιλίας, Αιγαίου και Νησιωτικής Πολιτικής και Πολιτισμού, με την οποία εγκρίθηκαν, έως 31.12.2014, οι περιβαλλοντικοί όροι για την εγκατάσταση και λειτουργία της νέας μονάδας V καθώς και για τη λειτουργία των υφιστάμενων μονάδων ΙΙΙ και ΙV, προβλέφθηκε η απόσυρση των μονάδων ΙΙΙ και ΙV έως 31.12.2012 και, μεταξύ άλλων, επιβλήθηκαν όροι για την προστασία των αρχαίων που είχαν ήδη αποκαλυφθεί, την ολοκλήρωση της ανασκαφικής έρευνας και την προστασία των μη ορατών αρχαίων που ενδέχεται να αποκαλυφθούν στο γήπεδο του ΑΗΣ. Συγκεκριμένα, με την ανωτέρω ΑΕΠΟ ορίσθηκε ρητώς ότι πριν από την έναρξη των εργασιών κατασκευής της νέας μονάδας και των λοιπών εγκαταστάσεων η παρεμβαίνουσα υποχρεούται να ενημερώσει εγγράφως τις αρμόδιες υπηρεσίες του Υπουργείου Πολιτισμού (23η ΕΒΑ, ΙΑ΄ ΕΠΚΑ), ότι ναι μεν στον χώρο της βασικής μονάδας (βόρειο τμήμα) δεν αποκαλύφθηκαν αρχαιότητες και δεν υπάρχει αντίρρηση για τη συνέχιση των εργασιών στον χώρο αυτόν, πλην εντοπίσθηκαν αρχαιότητες στην υπόλοιπη έκταση και απαιτείται ολοκλήρωση της ανασκαφικής έρευνας, ότι μετά το πέρας της έρευνας θα εξετασθεί κατόπιν γνώμης του αρμόδιου Συμβουλίου του ΥΠΠΟ η ενδεχόμενη μετατόπιση των προτεινόμενων κατασκευών για λόχους προστασίας των αρχαιοτήτων, ότι θα ληφθούν μέτρα συντήρησης, στερέωσης και ανάδειξης των αρχαιοτήτων, ότι οι εργασίες θα πραγματοποιηθούν υπό την εποπτεία εξειδικευμένου υπαλλήλου που θα προσληφθεί καθ’ υπόδειξη της 23ης ΕΒΑ και θα αμείβεται από τον προϋπολογισμό του έργου και ότι σε περίπτωση αποκάλυψης μη ορατών αρχαιοτήτων οι εργασίες θα διακόπτονται για την πραγματοποίηση ανασκαφικής έρευνας (βλ. όρους Δ6.1 και Δ6.2). Επίσης, για τις προτεινόμενες από τη ΜΠΕ εργασίες που επηρεάζουν την κοίτη του διερχόμενου από τον ΑΗΣ ρέματος τέθηκε όρος ότι πρέπει να τηρούνται τα οριζόμενα στις διατάξεις του ν. 3010/2002 (όρος Δ5.3). Ύστερα από έγγραφες διαμαρτυρίες των αιτούντων, με τις οποίες κατήγγειλαν ότι πραγματοποιούνται αυθαίρετες επεμβάσεις στο υδατόρεμα, διενεργήθηκε αυτοψία (13.11.2008) από επιτροπή υπαλλήλων της Ν.Α. Εύβοιας και συνετάγη το από 9.12.2008 πόρισμα της επιτροπής, στο οποίο εκτίθεται, μεταξύ άλλων, ότι ο χώρος τον οποίο καταλαμβάνει το ρέμα δεν μπορεί να προβλεφθεί ως οικοδομήσιμος, ότι η αρχαιολογική έρευνα, ανεξάρτητα από τον λόγο για τον οποίο ξεκίνησε, έφερε στο φως σημαντικά αρχαιολογικά ευρήματα, ότι ακόμη και για αρχαιολογικές ανασκαφές στην κοίτη του ρέματος έπρεπε να ζητηθεί η έγκριση της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης (Ν.Α.) Ευβοίας, ότι η επιτροπή εκφράζει τον προβληματισμό της για την παράταση της καταστροφής της κοίτης του ρέματος στην εκβολή του και ότι πρέπει να υποβληθεί μελέτη οριοθέτησης και διευθέτησης του ρέματος. Στη συνέχεια, λόγω της αποκάλυψης αρχαίων ευρημάτων, η παρεμβαίνουσα με το 11555/6.11.2008 έγγραφό της προς το ΥΠΕΧΩΔΕ ζήτησε την τροποποίηση της ΑΕΠΟ ως προς τις θέσεις των κύριων εγκαταστάσεων της νέας μονάδας και της όδευσης και ανακατασκευής της «τάφρου συλλογής ομβρίων υδάτων» περιμετρικά της παλαιάς αυλής του λιγνίτη η οποία κατασκευάστηκε τη δεκαετία του 1950, και συνυπέβαλε υδρολογική έκθεση καθώς και αεροφωτογραφίες των ετών 1945 και 1980, σύμφωνα με τις οποίες, κατά τα εκτιθέμενα στο έγγραφο αυτό, το φυσικό ρέμα που υπήρχε το έτος 1945 αντικαταστάθηκε από τεχνικό έργο (αποχετευτική τάφρο) στις αρχές της δεκαετίας του 1950. Επίσης, η παρεμβαίνουσα υπέβαλε στη Ν.Α. Εύβοιας Τεχνική Μελέτη Οριοθέτησης Υδατορέματος ΑΗΣ Αλιβερίου (2008) και ο Προϊστάμενος της Διεύθυνσης Τεχνικών Υπηρεσιών της Ν.Α. Εύβοιας καθόρισε τις οριογραμμές του ρέματος επί των διαγραμμάτων με την 3221/Φ.1.10.7/ 15.4.2009 πράξη του. Στην τεχνική μελέτη αναφέρεται ότι η νέα ΜΣΚ γειτνιάζει με ανώνυμο ρέμα, ότι στη δεκαετία του 1950 η ΔΕΗ προκειμένου να αναπτύξει τις εγκαταστάσεις της προέβη στη μετακίνηση, σε μικρή απόσταση, της κοίτης του ρέματος σε συνολικό μήκος 435 μ. με ανοικτή ανεπένδυτη διατομή, ότι προ της εκβολής κατασκεύασε κλειστούς αγωγούς σε μήκος περίπου 90 μ. προκειμένου να εξασφαλιστεί η ασφαλής παροχέτευση των απορροών προς τη θάλασσα, ότι στο πλαίσιο αρχαιολογικών ανασκαφών που πραγματοποιούνται εντός του γηπέδου αποξηλώθηκαν και απομακρύνθηκαν οι κλειστοί αγωγοί και ότι απαιτείται η οριοθέτηση και διευθέτηση του ρέματος σε μήκος 517 μ., προκειμένου να καταστεί δυνατή η υλοποίηση των έργων της ΔΕΗ, η αντιπλημμυρική προστασία του γηπέδου και η συνέχεια του ρέματος προς τη θάλασσα. Στην ίδια μελέτη περιγράφεται η ευρύτερη περιοχή (κεφ. 2), γίνεται υδρολογική και υδραυλική ανάλυση (κεφ. 3 – 4) και παρατίθεται η υδραυλική μελέτη των προτεινόμενων έργων (κεφ. 5, σελ. 43 επόμ.). Κατά τη μελέτη (σελ. 49 επόμ.), ο υδραυλικός σχεδιασμός του ρέματος περιλαμβάνει 3 εναλλακτικές λύσεις, συνιστάμενες στη διατήρηση του ρέματος στην υφιστάμενη κατάσταση (λύση 1), τη διευθέτηση του ρέματος με ανοιχτή διατομή με συρματοκιβώτια (λύση 2) και τη διευθέτηση του ρέματος με τραπεζοειδή διατομή από σκυρόδεμα στη θέση του υφισταμένου ρέματος και διαμόρφωση του κατάντη τμήματος με κλειστό αγωγό σε μικρή απόσταση από τη ζώνη διέλευσης των παλαιότερων αγωγών και σε θέση που υπαγορεύεται από τα αρχαιολογικά ευρήματα (λύση 3). Περαιτέρω, σύμφωνα με τη μελέτη η λύση 1 απορρίφθηκε, πλην άλλων, διότι η υφιστάμενη διατομή επαρκεί για την παροχέτευση 1 m3/s ενώ απαιτείται παροχευτική ικανότητα 8,2 m3/s, η δε λύση 2 απορρίφθηκε, επίσης, διότι απαιτεί μεγαλύτερο εύρος κατάληψης για τη διαμόρφωση της διατομής (12,5 μ.), η οποία δεν μπορεί να επιτευχθεί λόγω των αρχαιολογικών ευρημάτων και επιπλέον καθιστά αδύνατη τη χωροθέτηση των έργων της νέας μονάδας. Σύμφωνα με την υιοθετούμενη από τη μελέτη λύση 3, προτείνεται η διαμόρφωση ανοικτής τραπεζοειδούς διατομής μήκους 354 μ. [με πλάτος διατομής 6μ., πλάτος πυθμένα 2,5 μ. κλίση πρανών 1:1 και ύψος 1,5 μ.], η κατασκευή δίδυμου ορθογωνικού κλειστού αγωγού από οπλισμένο σκυρόδεμα μήκους 162,5 μ. εσωτερικών διαστάσεων 2 Χ (2Χ1) μ., η διαμόρφωση της ανοικτής διατομής στη θέση της υφιστάμενης κοίτης και της κλειστής διατομής σε νέα θέση που απέχει μέγιστη απόσταση 31 μ. από τον άξονα διέλευσης των κλειστών αγωγών, τα προτεινόμενα δε αυτά έργα διευθέτησης επαρκούν για την παροχέτευση της πλημμυρικής αιχμής των 8,2 m3/s που αντιστοιχεί σε περίοδο επαναφοράς 50 ετών τόσο από το κλειστό όσο και από το ανοικτό τμήμα του ρέματος. Εξάλλου, ως προς την αιτιολόγηση της ως άνω πρότασης στην τεχνική μελέτη εκτίθεται (κεφ. 6 σελ. 51) ότι τα προτεινόμενα έργα υπαγορεύονται από τους εξής περιορισμούς: α) η υφιστάμενη διατομή του ανοιχτού τμήματος του ρέματος αλλά και του κλειστού τμήματος που έχει πλέον αποξηλωθεί δεν επαρκεί για την ασφαλή παροχέτευση των ομβρίων απορρoών 50ετίας (Q=8,2 m3/sec), καθόσον οι υφιστάμενες διατομές ανοικτού και κλειστού τμήματος επαρκούν γενικά για παροχή Q=1 m3/sec), β) οι διατομές που διαμορφώνονται πρέπει να έχουν περιορισμένο εύρος ώστε να μην θίγονται αρχαιολογικά ευρήματα που υπάρχουν διάσπαρτα κατά μήκος του υπό μελέτη ρέματος σύμφωνα και με τις φωτογραφίες που επισυνάπτονται στη μελέτη και γ) η εκτροπή του κατάντη κλειστού τμήματος υπαγορεύεται μονοσήμαντα από αρχαιολογικά ευρήματα στη θέση όπου παλαιότερα είχαν τοποθετηθεί οι κλειστοί αγωγοί αλλά και από τα έργα της νέας μονάδας. Στη συνέχεια, υποβλήθηκε προς το Τοπικό Συμβούλιο Μνημείων Στερεάς Ελλάδας το 1292/17.3.2009 έγγραφο της ΙΑ΄ ΕΠΚΑ στο οποίο περιγράφονται αναλυτικά οι ανασκαφικές έρευνες και τα ευρήματα που προέκυψαν. Κατά τα εκτιθέμενα στο έγγραφο αυτό διερεύνηση πραγματοποιήθηκε στις ακόλουθες θέσεις: α) στη λεγόμενη αυλή του λιγνίτη, στα βόρεια της οποίας προβλέπεται η εγκατάσταση του κυρίου τμήματος της μονάδας, όπου τα αποτελέσματα (γενική εκσκαφή) ήταν αρνητικά από αρχαιολογικής πλευράς, β) στα νότια της αυλής του λιγνίτη, στην οποία προβλέπεται η εγκατάσταση της μονάδας αφαλάτωσης από προκατασκευασμένους οικίσκους (Modules) εδραζόμενους σε πλάκα από μπετόν και με θεμελίωση σε μικρό σχετικά βάθος που δεν θα επηρεάσει τα οικιστικά λείψανα, όπως και τον κτιστό από πήλινες πλάκες τάφο της Ρωμαϊκής εποχής που ήταν ακτέριστος, γ) στον χώρο που μεσολαβεί μεταξύ της βασικής μονάδας και της μονάδας αφαλάτωσης, προκειμένου να επιλεγούν οι θέσεις των πασσάλων οι οποίοι θα στηρίξουν τους δύο υπέργειους αγωγούς (εισόδου και εξόδου θαλασσινού νερού) έτσι ώστε να μην θιγούν τα οικιστικά λείψανα στις θέσεις ορισμένων πασσάλων που πρέπει να μετατοπισθούν, και στα δυτικά της διακλάδωσης των αγωγών όπου έχει αποκαλυφθεί κυκλικό λουτρό της Ελληνιστικής εποχής που πρόκειται να αναδειχθεί ώστε να είναι επισκέψιμο, σε συσχετισμό με κυκλικό πηγάδι στα δυτικά του, δ) στον χώρο υποδοχής του φυσικού αερίου (GRS), δυτικά της αυλής του λιγνίτη, στον οποίο αποκαλύφθηκαν ένα κυκλικό πηγάδι, το οποίο δεν θα θιγεί από την συγκεκριμένη εγκατάσταση τουναντίον θα αναδειχθεί, και ο κτιστός κιβωτιόσχημος τάφος, ε) στο αντλιοστάσιο, στο οποίο αποκαλύφθηκε τμήμα λουτρικής μάλλον εγκατάστασης της Ύστερης Ελληνιστικής – Ρωμαϊκής εποχής και άλλα διάσπαρτα λείψανα, με αποτέλεσμα να επιλεγεί για την κατασκευή του χώρος ελεύθερος ευρημάτων, μεταξύ λουτρού και υπολοίπων τομών στα νότια του οικοπέδου και στ) στο τεχνητό ρέμα παροχέτευσης ομβρίων. Στο προαναφερθέν έγγραφο της Εφορείας αναφέρεται, ακόμη, ότι το ρέμα αυτό προϋπήρχε για την εξυπηρέτηση των παλαιών εγκαταστάσεων του ΑΗΣ Αλιβερίου κατά μήκος του δυτικού ορίου του οικοπέδου της αυλής του λιγνίτη, ότι η μετατόπισή του ρέματος κρίθηκε απαραίτητη λόγω της ανεύρεσης αρχαίων λειψάνων αλλά και για την καλύτερη εξυπηρέτηση της νέας μονάδας V, ότι η αρχαιολογική έρευνα κατά μήκος του νέου άξονα του ρέματος αυτού μήκους 85 μ. και βάθους 2,20 μ. με κατεύθυνση από ΒΑ – ΝΔ δεν απέδωσε αρχαιότητες, ότι η ανασκαφική έρευνα στους προαναφερθέντες χώρους έφερε σε φως λείψανα αρχαίας πόλης, της οποίας η ταυτότητα δεν είναι γνωστή, ότι η Εφορεία έχει ήδη φροντίσει για τη φωτογραφική και τη σχεδιαστική τεκμηρίωση των αρχαίων, ότι το αίτημα της ΔΕΗ αφορά σε κοινωφελές έργο και ότι κατ’ αρχήν η Εφορεία συμφωνεί για τη δημιουργία της νέας Μονάδας (V) με καύσιμο φυσικό αέριο που θα αντικαταστήσει τις υπάρχουσες ρυπογόνες μονάδες παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας. Επακολούθησε, ύστερα από ομόφωνη θετική γνωμοδότηση του Τοπικού Συμβουλίου Μνημείων Στερεάς Ελλάδας (συνεδρ. 4/18.3.2009), η απόφαση ΥΠΠΟ/ΓΔΑΠΚ/ΑΡΧ/Α1/Φ11/32059/ 1576/11.5.2009 της Γενικής Διευθύντριας Αρχαιοτήτων και Πολιτιστικής Κληρονομιάς του Υπουργείου Πολιτισμού, με την οποία εγκρίθηκε, από πλευράς αρχαιολογικού νόμου, η εγκατάσταση νέας μονάδας (V) και των συνοδών της εγκαταστάσεων στον ΑΗΣ Αλιβερίου. Η έγκριση αυτή περιλαμβάνει την κατασκευή της βασικής μονάδας, την εγκατάσταση μονάδας αφαλάτωσης, τους επίγειους αγωγούς, τη δημιουργία του GRS (χώρου υποδοχής του φυσικού αερίου), το αντλιοστάσιο και, τέλος, τη νέα πορεία του τεχνητού ρέματος σε χώρους ελεύθερους ευρημάτων ή με τέτοιο τρόπο ώστε να μην θίγονται οι αποκαλυφθείσες αρχαιότητες, με διατήρηση μέρους αυτών σε κατάχωση και υπό την περαιτέρω προϋπόθεση ότι θα τηρούνται οι περιγραφόμενοι στην απόφαση αυτή όροι και προϋποθέσεις για την προστασία και ανάδειξη των αρχαιοτήτων. Μετά την έκδοση της τελευταίας αυτής απόφασης και προκειμένου να τροποποιηθεί η προαναφερθείσα ΑΕΠΟ για τη διευθέτηση του ρέματος, διατυπώθηκε θετική γνωμοδότηση της Ειδικής Υπηρεσίας Περιβάλλοντος (ΕΥΠΕ) του ΥΠΕΧΩΔΕ για την εν μέρει διευθέτηση του ρέματος σε μήκος 517 μ. εντός του γηπέδου του ΑΗΣ με διαμόρφωση ανοικτής τραπεζοειδούς διατομής σε μήκος 354 μ. και την κατασκευή δίδυμου ορθογωνικού κλειστού αγωγού σε μήκος 162,5 μ. (βλ. 142001/24.8.2009 έγγραφο της ΕΥΠΕ). Στη συνέχεια, μετά από γνωμοδότηση του ΚΑΣ
(συν. 38/22.8.2009) εκδόθηκε η απόφαση ΥΠΠΟΤ/ΓΔΑΠΚ/ΑΡΧ/Α1/Φ11/ 3760/51/7.1.2010 του Υπουργού Πολιτισμού και Τουρισμού με την οποία εγκρίθηκε η μελέτη για την ανάδειξη και προστασία των αρχαιολογικών καταλοίπων και τη χωροθέτηση-ανέγερση κτιρίου φύλαξης και συντήρησης ευρημάτων που εντοπίσθηκαν στον χώρο του ΑΗΣ. Επακολούθησε η 165502/9.6.2010 κοινή απόφαση των Υπουργών Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής, Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας και Πολιτισμού και Τουρισμού, με την οποία τροποποιήθηκε η 160235/17.10.2008 κ.υ.α. (ΑΕΠΟ του έργου) και, μεταξύ άλλων, α) επετράπη η διευθέτηση τμήματος του ρέματος, καθορίσθηκαν τα έργα διευθέτησης και τα μέτρα προστασίας του περιβάλλοντος (όροι Δ.5.3.3 έως Δ.5.3.7), β) ορίσθηκε ότι πριν από την έναρξη εργασιών διευθέτησης του ρέματος πρέπει να εκδοθεί απόφαση οριοθέτησής του και εφόσον κατά την οριοθέτηση δεν γίνει δεκτή η πρόταση διευθέτησης πρέπει να υποβληθεί νέο αίτημα (όρος Δ.5.3.1) και γ) προβλέφθηκε ότι οι προτεινόμενες επεμβάσεις πρέπει να εξασφαλίζουν παροχέτευση με ασφάλεια προς τη θάλασσα πλημμυρικής αιχμής 8,2 m3/s, που αντιστοιχεί σε περίοδο επαναφοράς 50 ετών τόσο από το ανοιχτό όσο και από το κλειστό τμήμα του ρέματος (όρος Δ.5.3.2). Κατόπιν, με την 32083/ 20.7.2010 απόφαση του Υφυπουργού Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής (Δ΄ 432/2.9.2010), η οποία εκδόθηκε κατ’ επίκληση της ανωτέρω κ.υ.α. που τροποποίησε την ΑΕΠΟ του έργου, επικυρώθηκε ο καθορισμός των οριογραμμών στο τμήμα του ρέματος που διέρχεται από τον ΑΗΣ και προβλέφθηκε η εκτροπή της κοίτης του ρέματος στην εκβολή του, σε σχέση με την υφιστάμενη θέση της. Κατά της τελευταίας ασκήθηκε η υπό κρίση αίτηση ακυρώσεως. Μεταγενεστέρως, εκδόθηκαν οι αποφάσεις ΥΠΠΟΤ/ΓΔΑΠΚ/ΑΡΧ/Α1/Φ11/81849/3674/31.8.2011 και ΥΠΠΟΤ/ΓΔΑΠΚ/ΑΡΧ/Α1/Φ11/43893/2189/30.4.2012 του Υπουργού Πολιτισμού και Τουρισμού, με τις οποίες εγκρίθηκαν οι μελέτες για την προστασία των αρχαίων καταλοίπων, αντιστοίχως, α) στέγασης και προστασίας δύο λουτρικών εγκαταστάσεων, συντήρησης, επισκευής και ανάδειξης του μεσαιωνικού πύργου, ανέγερσης κτιρίου φύλαξης κινητών ευρημάτων, προμελέτης αποκατάστασης και ανάπλασης του χώρου και
β) εφαρμογής στεγάστρου προστασίας και διαμόρφωσης περιβάλλοντος χώρου του κυκλικού λουτρού Ελληνιστικών χρόνων. Μετά την πρώτη συζήτηση της υπόθεσης επί της κρινόμενης αίτησης και τη δημοσίευση της 1602/2016 απόφασης του Δικαστηρίου, με την οποία κρίθηκε ότι η επικύρωση των οριογραμμών του ρέματος έπρεπε να γίνει με διάταγμα και ότι πρέπει να τύχουν εφαρμογής οι διατάξεις του άρθρου 50 παρ. 3α του π.δ. 18/1989, η Διοίκηση απέστειλε στο Συμβούλιο της Επικρατείας σχέδιο π.δ. που έτυχε επεξεργασίας με το 5/2017 πρακτικό επεξεργασίας. Με το εν λόγω πρακτικό έγινε δεκτό ότι το σχέδιο διατάγματος νομίμως προτείνεται, ότι πρέπει να υπογραφεί και από την Υπουργό Πολιτισμού και Αθλητισμού και ότι, εφόσον το διάταγμα προτείνεται βάσει των
κατ’ επίκληση του άρθρου 50 παρ. 3α του π.δ. 18/1989 κριθέντων με την 1602/2016 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, πρέπει στο διάταγμα να προσδοθεί αναδρομική ισχύς από της δημοσιεύσεως της 32083/20.7.2010 απόφασης του Υφυπουργού ΠΕ.Κ.Α. Ακολούθως, εκδόθηκε το από 14.2.2017 π.δ. (Δ΄ 44), με το οποίο επικυρώθηκε ο καθορισμός των οριογραμμών του τμήματος του ρέματος που διέρχεται από το γήπεδο του ΑΗΣ Αλιβερίου.
9. Επειδή, όπως προαναφέρθηκε (ανωτ. σκ. 4), οι αιτούντες κατέθεσαν «αίτηση συνέχισης δίκης» κατά το άρθρο 32 παρ. 3 του
π.δ. 18/1989 καθώς και το από 22.3.2017 υπόμνημα, το οποίο αποτελεί το προβλεπόμενο στο άρθρο 50 παρ. 3α του π.δ. 18/1989 δικόγραφο, και προβάλλουν ότι η προσβαλλόμενη 32083/20.7.2010 απόφαση, όπως αντικαταστάθηκε με το από 14.2.2017 π.δ., είναι ακυρωτέα για τους ακόλουθους λόγους: α) με το από 14.2.2017 π.δ. δεν οριοθετήθηκαν οι γραμμές του ρέματος στη φυσική του κοίτη, αλλά το τεχνητό έργο της ΔΕΗ για την απορροή υδάτων μήκους περίπου 350 μ. όπως είχε διαμορφωθεί κατά το παρελθόν καθώς και η εκτροπή τμήματος του ρέματος μήκους
167 μ. με παράλληλο εγκιβωτισμό σε μήκος 162,5 μ. της ροής του νερού, β) σύμφωνα με τη νομολογία του ΣτΕ η εν λόγω οριοθέτηση δεν είναι νόμιμη, καθώς το ρέμα δεν οριοθετήθηκε στη φυσική του κοίτη, την οποία η ΔΕΗ φρόντισε να επιχωματώσει ώστε να κατασκευάσει τη μονάδα εγκατάστασης και το αντιλιοστάσιο της μονάδας, αλλά σε άλλο σημείο στο οποίο παρανόμως και αυθαιρέτως κατασκευάσθηκε τεχνητό έργο, γ) η αποτύπωση του ρέματος δεν πρέπει να αφορά στην κατάσταση της κοίτης που είχε διαμορφωθεί κατόπιν αυθαιρέτων επιχώσεων ή άλλων ανθρώπινων επεμβάσεων, δ) με την προσβαλλομένη και με τη νέα πράξη που την αντικατέστησε δεν αποτυπώθηκε η φυσική κοίτη του ρέματος, αλλά η νέα πρόσθετη εκτροπή με μετακίνηση 167 μέτρων της κοίτης του ρέματος δυτικότερα και με την κατασκευή νέων δίδυμων κλειστών αγωγών διατομής 2 + 2 μέτρων στο όριο της ιδιοκτησίας των αιτούντων και ε) η οριοθέτηση των οριογραμμών του ρέματος σε άλλη θέση, από εκείνη της φυσικής του κοίτης, για μεν τα πρώτα 350 μέτρα από την είσοδο του ρέματος στο γήπεδο της ΔΕΗ δεν δικαιολογείται για λόγους προστασίας των αρχαίων, καθώς αρχαία άξια προστασίας δεν βρέθηκαν στη φυσική του κοίτη, αντιθέτως η ΔΕΗ προέβη σε επιχωματώσεις για την αποθήκευση στον επίμαχο χώρο αφενός λιγνίτη αφετέρου -και στη συνέχεια- για την κατασκευή της κύριας μονάδας, για δε τα υπόλοιπα
167 μ. η εκτροπή δεν δικαιολογείται για λόγους προστασίας των αρχαίων, καθώς εντός της φυσικής κοίτης κατασκευάσθηκε το αντλιοστάσιο της μονάδας, τα δε αρχαία και συγκεκριμένα το ανασκαφέν λουτρό -για το οποίο είχε προβλεφθεί στέγαστρο προστασίας και ανάδειξής του καθώς και τοιχίο- καταχώθηκαν για να κατασκευασθεί το αντλιοστάσιο της μονάδας. Εξάλλου, οι αιτούντες προσκόμισαν διάφορα στοιχεία (τοπογραφικό διάγραμμα ιδιοκτησίας, συμβόλαια κ.λπ.), από τα οποία προκύπτει, κατά τους ισχυρισμούς τους, τόσο η ύπαρξη του ρέματος από το έτος 1950 όσο και η πορεία της φυσικής του κοίτης καθώς και την από 21.3.2017 ιδιωτική τεχνική έκθεση ιδιώτη τοπογράφου μηχανικού. Η τελευταία, όπως εκτίθεται σ’ αυτήν, συνετάγη με βάση ορθοφωτοχάρτες των ετών 1945, 1997 και 2008, την αεροφωτογραφία ΕΚΧΑ 1951, το διάγραμμα ΓΥΣ 6418-1 από Α/Φ 1968, τις εικόνες από δορυφορική λήψη Google Earth των ετών 2003, 2010, 2016, την προσβαλλόμενη υπουργική απόφαση, το από 14.2.2017 π.δ., το αντίγραφο τοπογραφικού διαγράμματος της 18.2.1951, 10 συμβόλαια ιδιοκτητών που αναφέρονται στο διάγραμμα απαλλοτρίωσης και στα οποία εμφανίζεται το ρέμα ως όριο των ιδιοκτησιών, το αντίγραφο του σχεδίου (Ιανουαρίου 2009 αρ. 4-629) με τίτλο «Ιδιοκτησιακό διάγραμμα» της ΔΕΗ Α.Ε, όπως αυτό κατατέθηκε στις αρμόδιες υπηρεσίες και το αντίγραφο του σχεδίου 4-653 της 20.2.2012 με τη θέση της φυσικής κοίτης, το οποίο κατέθεσε η παρεμβαίνουσα ΔΕΗ στο Πρωτοδικείο Χαλκίδας σε αγωγή κατά του Δημοσίου. Περαιτέρω, στην ανωτέρω τεχνική έκθεση αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι το ρέμα μνημονεύεται στο διάγραμμα απαλλοτρίωσης ιδιοκτησιών έτους 1951 ως «χάνδαξ» (“Drainage Ditch”), ότι τμήμα που έχει κτηματογραφηθεί το 1951 ως «χάνδαξ» ταυτίζεται με το ρέμα που προϋπάρχει του έτους 1945 και το οποίο με την ίδια μορφή υπάρχει και στις αεροφωτογραφίες του 1950, ότι στον χάρτη ΓΥΣ 1:5000 το ρέμα αυτό εμφανίζεται έως την είσοδο της ιδιοκτησίας της ΔΕΗ, ότι εντός αυτής διακλαδώνεται σε δύο κλάδους, εκ των οποίων ο ένας καταλήγει στη θάλασσα ενώ ταυτόχρονα έχει εξαφανιστεί η κοίτη του φυσικού ρέματος σε μήκος 470 μ., ότι από παλαιότερες εικόνες και από προσωπική γνώση του συντάκτη της έκθεσης στη θέση της κοίτης είχε αναπτυχθεί η υπαίθρια αποθήκη λιγνίτη του εργοστασίου της ΔΕΗ, ότι για την απορροή της επιφάνειας απόθεσης του λιγνίτη αλλά και για την απορροή των υδάτων του υδατορέματος κατασκευάσθηκαν περιμετρικοί τάφροι απορροής με ταυτόχρονη κατάργηση και καταπάτηση από τη ΔΕΗ της φυσικής κοίτης του υδατορέματος μετά την κατασκευή του λιγνιτικού σταθμού το έτος 1955, ότι η κατάσταση αυτή εμφανίζεται και τους επόμενους ορθοφωτοχάρτες των ετών 1997 και 2008, ότι με την Υ.Α. του 2010 αλλά και το από 14.2.2017 π.δ. «τακτοποιείται» η εκτροπή της φυσικής κοίτης του υδατορέματος, αφού στην απόφαση δεν εμφανίζεται το
ρέμα ως φυσική κατάσταση, αλλά οι δύο εκτροπές του που πραγματοποιήθηκαν το έτος 1956 και ότι σήμερα στη θέση της φυσικής κοίτης του ρέματος, όπως αυτό προϋπήρχε πριν από την κατασκευή του εργοστασίου της ΔΕΗ, υπάρχουν οι κύριες εγκαταστάσεις του νέου εργοστασίου (νέα μονάδα ηλεκτροπαραγωγής), η μεγάλη δεξαμενή πετρελαίου, το αντλιοστάσιο παραγωγής θαλασσινού νερού ψύξης, ο αγωγός απαγωγής των υδάτων ψύξης και άλλες βοηθητικές εγκαταστάσεις. Τέλος, στην ανωτέρω τεχνική έκθεση διατυπώνεται το συμπέρασμα ότι «… η ΔΕΗ Α.Ε. έχει αποκρύψει στοιχεία κατά τη διαδικασία καθορισμού του υδατορέματος το οποίο, διήρχετο μέσω του γηπέδου που εμφανίζει ως ιδιοκτησία της, καθ’ όσον δεν εμφανίζεται η φυσική του κοίτη στις πιο πάνω αποφάσεις καθορισμού του ΥΠΕΚΑ, αλλά και από έλεγχο στο Υποθηκοφυλακείο Ταμυνέων δεν έχει αποδοθεί ως δημόσιο κτήμα στη ΔΕΗ, αλλά και δεν έχει καταγραφεί ως τέτοιο. Η εξαφάνιση της κοίτης έχει γίνει σε μήκος 470 μ. και σε επιφάνεια
2834 τ.μ.». Αντιθέτως προς τους ανωτέρω ισχυρισμούς των αιτούντων, η παρεμβαίνουσα υποστηρίζει ότι στο γήπεδο του ΑΗΣ Αλιβερίου δεν υπάρχουν ορατά ίχνη ρέματος ούτε και στοιχεία επαρκή να βεβαιώσουν με τη δέουσα ασφάλεια και αξιοπιστία την ακριβή διέλευση του ρέματος κατά το παρελθόν, ότι οι υφιστάμενοι κλειστοί υπόγειοι αγωγοί αποξηλώθηκαν στο πλαίσιο της ανασκαφικής έρευνας, ότι με την από 11.5.2009 απόφαση της Γενικής Διευθύντριας Αρχαιοτήτων και Πολιτιστικής Κληρονομιάς του Υπουργείου Πολιτισμού εγκρίθηκαν νέες κατάλληλες θέσεις για τη χωροθέτηση των επίγειων αγωγών και του αντλιοστασίου της νέας μονάδας καθώς και για την πορεία του τεχνητού ρέματος σε χώρους ελεύθερους ευρημάτων, ότι τηρήθηκε η διαδικασία οριοθέτησης του ρέματος κατά το άρθρο 5 του ν. 3010/2002, στο πλαίσιο της οποίας η υφιστάμενη τεχνητή αποστραγγιστική τάφρος αντιμετωπίσθηκε ως πραγματικό φυσικό ρέμα και ότι ο λόγος ακυρώσεως, κατά τον οποίο το ρέμα υποβάλλεται σε διπλή εκτροπή της κοίτης του, στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση, καθόσον δεν προκύπτει ούτε η ύπαρξη ρέματος ούτε η ακριβής όδευσή του ενώ, εξάλλου, η παροχέτευση των ομβρίων στην αποστραγγιστική τάφρο ουδέποτε δημιούργησε τυπικό παραρεμάτιο φυσικό οικοσύστημα.
10. Επειδή, από τα προαναφερθέντα στοιχεία του φακέλου, σε συνδυασμό με τα λοιπά έγγραφα, συμβόλαια, διαγράμματα, χάρτες, αεροφωτογραφίες της περιοχής, τεχνικές εκθέσεις κ.ά. που προσκόμισαν οι αιτούντες και η παρεμβαίνουσα, προκύπτει ότι από το γήπεδο στο οποίο βρίσκεται σήμερα ο ΑΗΣ Αλιβερίου διήρχετο κατά το παρελθόν ρέμα, του οποίου η διαδρομή και εκβολή στη θάλασσα αποτυπώθηκε με την ένδειξη «Drainage ditch» σε τοπογραφικό σχέδιο του έτους 1950
(κλ. 1:2000) της εντολοδόχου της Ελληνικής Κυβέρνησης EBASCO SERVICES INCORPOPATED. Επίσης, με την ένδειξη «Drainage ditch – χάνδαξ – Drainage ditch» αποτυπώθηκε η πορεία του ρέματος και στο προσκομισθέν από τους αιτούντες κτηματολογικό διάγραμμα με ημερομηνία 18.2.1951, στο οποίο περιελήφθησαν οι υπό απαλλοτρίωση ιδιοκτησίες για τις ανάγκες του θερμοηλεκτρικού σταθμού. Με την 96317/23.10.1952 απόφαση του Υπουργού Βιομηχανίας (Β΄ 235) απαλλοτριώθηκε, μεταξύ άλλων, έκταση εμβαδού 116.380 τ.μ. για την επέκταση των εγκαταστάσεων του θερμοηλεκτρικού εργοστασίου της ΔΕΗ με σκοπό την αποθήκευση λιγνίτη και την ανέγερση νέων οικιών του προσωπικού του εργοστασίου. Την περίοδο 1955 – 1956 το προαναφερθέν ρέμα διευθετήθηκε με μετατόπιση της κοίτης περιμετρικά της έκτασης υπαίθριας αποθήκευσης λιγνίτη («αυλής του λιγνίτη»), προκειμένου να λειτουργήσουν οι δύο μονάδες (Ι και ΙΙ) του ΑΗΣ με καύσιμο τον λιγνίτη (πρβλ. και το από 11.8.1956 εγκεκριμένο διάγραμμα «Θ.Η.Σ Αλιβερίου – Αποστράγγισις Χώρου Λιγνίτου – Γενική Κάτοψις»). Επίσης, το ρέμα διευθετήθηκε στην εκβολή του, σε μήκος 90 μ. περίπου, με την κατασκευή δίδυμων αγωγών για την απορροή των ομβρίων υδάτων. Από τα στοιχεία του φακέλου δεν προκύπτει ότι κατά τη διευθέτηση του ρέματος την περίοδο 1955 – 1956 είχαν καθορισθεί οι οριογραμμές του ρέματος, το εύρος της φυσικής συνεχούς του κοίτης, οι γραμμές πλημμύρας κ.λπ., πλην οι αιτούντες ισχυρίζονται ότι σε πρόσφατο τοπογραφικό διάγραμμα ιδιοκτησιών της παρεμβαίνουσας ΔΕΗ αποτυπώνεται και η πορεία του ρέματος ως είχε πριν από τις επεμβάσεις του έτους 1956. Μεταγενεστέρως, στο γήπεδο του ΑΗΣ κατασκευάσθηκαν δύο ακόμη μονάδες παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας με τις συνοδές τους εγκαταστάσεις (μονάδες ΙΙΙ και ΙV). Το διάστημα 1956 – 2008 το ρέμα λειτούργησε για την απορροή των ομβρίων υδάτων όπως είχε διευθετηθεί τα έτη 1955 – 1956 και κατά την εκπόνηση της τεχνικής μελέτης οριοθέτησης (2008) το ρέμα αποτυπώθηκε στην ίδια θέση ως προς τη διαδρομή του, με εξαίρεση την εκτροπή στο σημείο της εκβολής του στη θάλασσα (βλ. διάγραμμα οριοθέτησης και αεροφωτογραφία που συνοδεύουν τη μελέτη). Εξάλλου, το γεγονός ότι η φυσική κοίτη του ρέματος είχε καταργηθεί το έτος 1956 με τη δημιουργία νέας κοίτης για την απορροή των υδάτων αναφέρεται όχι μόνον στην τεχνική έκθεση οριοθέτησης του ρέματος, αλλά και στην προσκομισθείσα από τους αιτούντες από 21.3.2017 ιδιωτική τεχνική έκθεση, στην οποία εκτίθεται ότι «… έχει εξαφανιστεί η κοίτη του φυσικού υδατορέματος κατά το τμήμα που αυτή διήρχετο εντός του γηπέδου … και … κατασκευάστηκαν περιμετρικοί τάφροι απορροής …» (βλ. σελ. 5, 6 της τελευταίας). Περαιτέρω, τόσο στην υφιστάμενη κοίτη του ρέματος όσο και κατά μήκος αυτής διενεργήθηκαν μετά το έτος 2005 αρχαιολογικές ανασκαφές οι οποίες οδήγησαν στην αποκάλυψη διάσπαρτων αρχαιολογικών ευρημάτων που φωτογραφήθηκαν και καταγράφηκαν από τις αρχαιολογικές υπηρεσίες με σκοπό την προστασία τους, η περαιτέρω δε μικρή μετατόπιση της κοίτης του ρέματος στην εκβολή του κρίθηκε αναγκαία από τα όργανα του Υπουργείου Πολιτισμού για την προστασία των αρχαίων ευρημάτων και την κατασκευή της νέας μονάδας της παρεμβαίνουσας. Από την άποψη της αρχαιολογικής νομοθεσίας η έγκριση για τη θέση των εγκαταστάσεων και την εν μέρει μετατόπιση της κοίτης του ρέματος χορηγήθηκε με την απόφαση ΥΠΠΟ/ΓΔΑΠΚ/ΑΡΧ/Α1/ Φ11/32059/1576/11.5.2009 της Γενικής Διευθύντριας Αρχαιοτήτων και Πολιτιστικής Κληρονομιάς του Υπουργείου Πολιτισμού, ύστερα από την ολοκλήρωση των ανασκαφικών ερευνών. Εξάλλου, κατά τα εκτιθέμενα στην τεχνική μελέτη οριοθέτησης (2008), η διατήρηση της κοίτης του ρέματος στην εκβολή του, δηλαδή στη θέση που προβλέφθηκε να κατασκευαστεί το αντλιοστάσιο, δεν πληροί τις απαιτήσεις για την απορροή των ομβρίων υδάτων σε περίοδο 50ετίας, αφού η υφιστάμενη διατομή επαρκεί για την παροχέτευση 1 m3/s, ενώ η λύση για τη διευθέτηση του ρέματος στην ίδια θέση δεν υιοθετήθηκε, καθόσον η απαιτούμενη διατομή 12,5 μ. δεν είναι εφικτή λόγω των αρχαιολογικών ευρημάτων που εμφαίνονται στις επισυναφθείσες στη μελέτη φωτογραφίες, η δε περιορισμένη μετατόπιση της κοίτης του ρέματος αιτιολογείται για λόγους προστασίας των αρχαίων ευρημάτων, διασφάλισης της υδραυλικής λειτουργίας του ρέματος για την περίοδο των επόμενων 50 ετών και χωροθέτησης των συνοδών εγκαταστάσεων της νέας μονάδας. Επομένως, σύμφωνα με τα ανωτέρω στοιχεία, α) το διερχόμενο από τον ΑΗΣ Αλιβερίου ρέμα διευθετήθηκε εν μέρει πριν από 55 περίπου έτη λόγω της κατασκευής και λειτουργίας των μονάδων ηλεκτροπαραγωγής του ΑΗΣ, με τη διαμόρφωση νέας κοίτης για την απορροή των υδάτων από το σημείο της εισόδου του ρέματος στο γήπεδο του ΑΗΣ έως την εκβολή του στη θάλασσα, β) πριν από την εγκατάσταση της νέας μονάδας V διενεργήθηκαν ανασκαφές οι οποίες οδήγησαν στην αποκάλυψη αρχαίων καταλοίπων γ) η εκτροπή τμήματος του ρέματος στην εκβολή του επετράπη προκειμένου να προστατευθούν τα αρχαία κατάλοιπα και να κατασκευασθεί η νέα μονάδα που πρόκειται να αντικαταστήσει τις δύο παλαιές μονάδες παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας και, επιπλέον, σύμφωνα με την τεχνική μελέτη, για να εξασφαλιστεί η δυνατότητα απορροής των ομβρίων υδάτων για περίοδο 50 ετών και δ) η μερική εκτροπή του ρέματος στην εκβολή του και τα έργα διευθέτησης εγκρίθηκαν, υπό τον όρο της επικύρωσης του καθορισμού, με την 165502/ 9.6.2010 κ.υ.α. που τροποποίησε την ΑΕΠΟ του έργου. Υπό τα δεδομένα αυτά, και ανεξαρτήτως του ζητήματος αν ήταν εφικτό να προσδιοριστούν επακριβώς κατά τον χρόνο έκδοσης της προσβαλλομένης η συνεχής κοίτη του ρέματος και το εύρος της στο γήπεδο του ΑΗΣ την περίοδο
1945 – 1956, πριν δηλαδή από την κατάργησή της με τη διευθέτηση του ρέματος και τη δημιουργία το έτος 1956 νέας πορείας απορροής των ομβρίων υδάτων λόγω της λειτουργίας των εγκαταστάσεων του ΑΗΣ, στην προκειμένη πάντως περίπτωση οι ανωτέρω λόγοι που παρατίθενται στα στοιχεία του φακέλου και, ειδικότερα, η προστασία των διάσπαρτων αρχαίων καταλοίπων, η εξασφάλιση της απορροής των ομβρίων υδάτων για περίοδο 50 ετών και η ασφαλής λειτουργία της νέας μονάδας ηλεκτροπαραγωγής της παρεμβαίνουσας, δικαιολογούν κατά τις προπαρατεθείσες διατάξεις τόσο την οριοθέτηση της κοίτης του ρέματος στη θέση στην οποία βρίσκεται μετά το έτος 1956 όσο και την εκτροπή τμήματος του ρέματος στην εκβολή του που είχε διευθετηθεί στο παρελθόν με δίδυμους αγωγούς σε μήκος 90 μ., εφόσον, κατά τα βεβαιούμενα στη σχετική υδραυλική μελέτη, με τον τρόπο αυτόν διασφαλίζεται η προστασία των αρχαίων και η επαρκής απορροή των ομβρίων υδάτων για την αποτροπή πλημμυρών. Εξάλλου, η απόφαση 4577/1998 του ΣτΕ, την οποία επικαλούνται οι αιτούντες προς υποστήριξη της βασιμότητας των ισχυρισμών τους, δεν αφορά την επικύρωση των οριογραμμών ρέματος υπό δεδομένα παρεμφερή με την παρούσα υπόθεση (βλ. σκέψη 8 της απόφασης αυτής), διότι η προσβαλλόμενη απόφαση αφορά την επικύρωση των οριογραμμών τμήματος ρέματος το οποίο είχε μετατοπισθεί και διευθετηθεί το έτος 1956, η δε ανάγκη περαιτέρω μερικής εκτροπής του διευθετημένου τμήματός του υπαγορεύθηκε από την ανάγκη προστασίας των διάσπαρτων αρχαίων ευρημάτων που αποκαλύφθηκαν στο γήπεδο του ΑΗΣ και κατά μήκος της διαδρομής του ρέματος και επιπροσθέτως από υδραυλικούς λόγους, που αφορούν τη διασφάλιση της επαρκούς απορροής των ομβρίων υδάτων. Συνεπώς, όλοι οι αναφερόμενοι στην προηγούμενη σκέψη λόγοι ακυρώσεως, με τους οποίους προβάλλεται ότι παρά τον νόμο με την προσβαλλόμενη υπουργική απόφαση, όπως αντικαταστάθηκε με το από 14.2.2017 π.δ., δεν επικυρώθηκαν οι οριογραμμές της φυσικής κοίτης του ρέματος όπως είχε την περίοδο 1945 – 1956 και πριν ακόμη από την περίοδο αυτήν, αλλά επετράπη η κατασκευή τεχνητού έργου με την εκτροπή της φυσικής του κοίτης, είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν. Με το αρχικό δικόγραφο της κρινόμενης αίτησης προβάλλεται, επίσης, α) ότι δεν δικαιολογείται για λόγους προστασίας των αρχαίων η οριοθέτηση των οριογραμμών του ρέματος σε άλλη θέση και η εκτροπή του, καθώς στην εκβολή της κοίτης κατασκευάσθηκε το αντλιοστάσιο της μονάδας και καταχώθηκαν ορισμένα αρχαία κατάλοιπα και β) ότι παρανόμως με την προσβαλλόμενη πράξη επιχειρείται εκτροπή και καταστροφή της φυσικής του κοίτης του ρέματος, που αποτελεί δημόσιο κτήμα, για την κατασκευή του αντλιοστασίου. Οι λόγοι αυτοί κατά το μέρος που πλήττουν ευθέως την προσβαλλόμενη απόφαση είναι επίσης απορριπτέοι ως αβάσιμοι, δεδομένου ότι η περιορισμένη εκτροπή της κοίτης του ρέματος κρίθηκε αναγκαία, λόγω της αποκάλυψης αρχαίων καταλοίπων, και εγκρίθηκε από τα όργανα του Υπουργείου Πολιτισμού, κατά το μέρος δε που αναφέρονται, εμμέσως, στη νομιμότητα άλλων διοικητικών πράξεων, που δεν προσβάλλονται με την υπό κρίση αίτηση, και συγκεκριμένα στην απόφαση ΥΠΠΟ/ΓΔΑΠΚ/ΑΡΧ/Α1/Φ11/32059/1576/ 11.5.2009 της Γενικής Διευθύντριας Αρχαιοτήτων και Πολιτιστικής Κληρονομιάς του Υπουργείου Πολιτισμού και την 165502/9.6.2010 κ.υ.α, είναι απορριπτέοι ως απαράδεκτοι.
11. Επειδή, προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη υπουργική απόφαση είχε εκδοθεί πριν από την έναρξη ισχύος του ν. 4258/2014 «Διαδικασία Οριοθέτησης και ρυθμίσεις θεμάτων για τα υδατορέματα − ρυθμίσεις πολεοδομικής νομοθεσίας» και κατά την έκδοση του από 14.2.2017 π.δ. δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις για την οριοθέτηση του ρέματος με βάση τις προϊσχύουσες διατάξεις, ήτοι οι προϋποθέσεις για την εφαρμογή της παρ. 2 του άρθρου 9 του ως άνω νόμου που διέπει τις εκκρεμείς διαδικασίες οριοθέτησης. Ο λόγος αυτός ακυρώσεως, μολονότι οψιγενής, είναι εξεταστέος, διότι αμφισβητεί την οριοθέτηση του ρέματος, όπως επικυρώθηκε με την προσβαλλομένη και εκ νέου με το από 14.2.2017 π.δ. Κατά τα ήδη εκτεθέντα, με το από 14.2.2017 π.δ. επαναλήφθηκε η επικύρωση των οριογραμμών του επίμαχου τμήματος του ρέματος, όπως αυτές είχαν επικυρωθεί και με την προσβαλλόμενη απόφαση, η δε διαγνωσθείσα με την 1602/2016 απόφαση του Δικαστηρίου πλημμέλεια της προσβαλλομένης αφορούσε την αρμοδιότητα του οργάνου που εξέδωσε την πράξη, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 6 του ν. 880/1979 οι οποίες ίσχυαν κατά τον χρόνο έκδοσής της. Ενόψει τούτων, νομίμως με το ανωτέρω π.δ. εχώρησε η επικύρωση του καθορισμού των οριογραμμών του ρέματος δυνάμει των προγενέστερων αυτών διατάξεων, κατ’ εφαρμογήν, μεταξύ άλλων, και της παρ. 2 του άρθρου 9 του ν. 4258/2014. Άλλωστε, η τελευταία αυτή διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 9 του νόμου έχει μεταβατικό χαρακτήρα και προβλέπει ρητώς την εφαρμογή του άρθρου 6 του ν. 880/1979 σε εκκρεμείς διαδικασίες και, συνεπώς, δεν απέκλεισε την εφαρμογή των προγενέστερων διατάξεων κατά την έκδοση πράξης οριοθέτησης ρέματος από το αρμόδιο όργανο, σε συμμόρφωση, μάλιστα, προς απόφαση του Δικαστηρίου που εκδόθηκε δυνάμει της παρ. 3α του άρθρου 50 του π.δ. 18/1989. Επομένως, ο ανωτέρω λόγος ακυρώσεως δεν είναι βάσιμος και πρέπει να απορριφθεί.
12. Επειδή, προβάλλεται ότι η προσβαλλομένη είναι ακυρωτέα, διότι στη νέα πράξη οριοθέτησης του ρέματος [π.δ. 14.2.2017] δεν αναφέρονται οι αποφάσεις του Υπουργού Πολιτισμού και Τουρισμού για την προστασία των λουτρικών εγκαταστάσεων στον χώρο του ΑΗΣ και ειδικότερα α) η απόφαση ΥΠΠΟΤ/ΓΔΑΠ/ΑΡΧ/Α1/Φ.11/81849/3674/ 31.8.2011, με την οποία προβλέπεται η τροποποίηση της χωροθέτησης του στεγάστρου προστασίας του κυκλικού λουτρού και ορίζεται ότι το στέγαστρο πρέπει να διαταχθεί παράλληλα με το ρέμα με χρήση και επεκτάσεων προβόλου και β) η απόφαση ΥΠΠΟΤ/ΓΔΑΠΚ/ΑΡΧ/Φ.11/ 43893/2189/30.4.2012 για την τροποποιημένη μελέτη εφαρμογής στεγάστρου προστασίας και διαμόρφωσης περιβάλλοντος χώρου του κυκλικού λουτρού ελληνιστικών χρόνων. Κατά τους αιτούντες, οι όροι των ανωτέρω αποφάσεων παραβιάσθηκαν από την παρεμβαίνουσα με κατάχωση των αρχαίων προκειμένου να κατασκευασθεί το αντλιοστάσιο της μονάδας. Ο λόγος αυτός ακυρώσεως, προβαλλόμενος κατ’ επίκληση πράξεων μεταγενεστέρων της προσβαλλόμενης υπουργικής απόφασης, εκτός του ότι είναι οψιγενής και δεν θα μπορούσε να προβληθεί παραδεκτώς, εν πάση περιπτώσει δεν αναφέρεται σε νομική πλημμέλεια της προσβαλλομένης, αφού το από 14.2.2017 π.δ. εκδόθηκε με αναδρομική ισχύ και σύμφωνα με το καθεστώς που ίσχυε κατά τον χρόνο της έκδοσής της. Επομένως, και ο λόγος αυτός ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.
13. Επειδή, οι αιτούντες ισχυρίζονται, περαιτέρω, ότι δεν αναφέρονται στην προσβαλλομένη και δεν έχουν τηρηθεί οι αποφάσεις του Υπουργού Πολιτισμού ΥΠΠΟ/ΓΔΑΠΚ/ΑΡΧ/Α1/Φ11/32059/1576/2009 και ΥΠΠΟ/ΓΔΑΠ/ΑΡΧ/Α1/3760/51/2010 σχετικά με τους όρους προστασίας και ανάδειξης του κυκλικού λουτρού, αλλά ούτε και η γνωμοδότηση 142001/24.8.2009 της ΕΥΠΕ για τη διευθέτηση του υδατορέματος στον ΑΗΣ Αλιβερίου, στην οποία τίθεται ως όρος για τη διευθέτηση του ρέματος η συντήρηση και η ανάδειξη του κυκλικού λουτρού. Από τα προαναφερθέντα, όμως, στοιχεία του φακέλου προκύπτει ότι η οριοθέτηση του ρέματος εχώρησε κατ’ εκτίμηση και σύμφωνα με τους όρους των ανωτέρω πράξεων, οι οποίες μάλιστα μνημονεύονται στην προσβαλλόμενη υπουργική απόφαση αλλά και στο από 14.2.2017 π.δ. (βλ. στοιχείο 7 του προοιμίου της προσβαλλομένης, καθώς και στοιχείο 12 του προοιμίου του από 14.2.2017 π.δ.). Εξάλλου, στο ΥΠΠΟΑ/ΓΔΑΠΚ/ ΕΦΑΕΥΒ/39678/23422/499/30.3.2017 έγγραφο της Εφορείας Αρχαιοτήτων Εύβοιας, το οποίο απευθύνεται στο Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού και προσκομίσθηκε από την παρεμβαίνουσα με το από 5.4.2017 υπόμνημα, εντός της προθεσμίας που ζήτησε και έλαβε από τον Πρόεδρο του Δικαστηρίου κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, αναφέρονται, πλην άλλων, τα ακόλουθα: Στο γήπεδο του ΑΗΣ εντοπίσθηκαν τρεις διαφορετικές λουτρικές εγκαταστάσεις, από τις οποίες η πρώτη βρίσκεται όπισθεν του κτιρίου του Διοικητηρίου και χρονολογείται στους ύστερους ρωμαϊκούς και πρώιμους βυζαντινούς χρόνους, ενώ στους χώρους της νέας μονάδας V βρίσκονται η δεύτερη λουτρική εγκατάσταση ορθογωνικής κάτοψης κλασικών χρόνων που σώζεται σε προσωρινή κατάχωση σύμφωνα με την απόφαση ΥΠΠΟΤ/ΓΔΑΠΚ/ΑΡΧ/Α1/Φ11/3760/51/ 7.1.2010 του Υπουργού Πολιτισμού και Τουρισμού καθώς και η τρίτη κυκλικής κάτοψης εγκατάσταση ελληνιστικών χρόνων, η οποία είναι ορατή και πρόκειται να αναδειχθεί σύντομα, κατόπιν μνημονίου συνεργασίας με την παρεμβαίνουσα. Κατά συνέπεια, ο ανωτέρω λόγος ακυρώσεως είναι αβάσιμος στο σύνολό του και πρέπει να απορριφθεί.
14. Επειδή, προβάλλεται, περαιτέρω, ότι η προσβαλλόμενη είναι ακυρωτέα, διότι τόσο με την απόφαση αυτή όσο και με το από 14.2.2017 π.δ. η επικύρωση των οριογραμμών έγινε παρανόμως και προκειμένου να «νομιμοποιηθεί» εκ των υστέρων ο σχεδιασμός της ΔΕΗ ως προς τη θέση του αντλιοστασίου και τη νέα μονάδα της παρεμβαίνουσας εντός της φυσικής κοίτης του ρέματος. Σύμφωνα, όμως, με τα προαναφερθέντα στοιχεία του φακέλου, η ΑΕΠΟ του έργου (κ.υ.α. 2008) εκδόθηκε στο πλαίσιο παράλληλων διαδικασιών, οι οποίες, με βάση και την άδεια παραγωγής που έταξε σύντομη προθεσμία για την κατασκευή της νέας μονάδας V προκειμένου να καταστεί εφικτή η σταδιακή απόσυρση των παλαιών μονάδων της παρεμβαίνουσας στο πλαίσιο συμμόρφωσης της Χώρας στις διεθνείς υποχρεώσεις της για τη μείωση των εκπομπών ρύπων, αφορούσαν, πλην άλλων, τη διενέργεια ανασκαφών και την έγκριση, από την άποψη της αρχαιολογικής νομοθεσίας, της θέσης των εγκαταστάσεων της νέας μονάδας, τη χορήγηση απόφασης έγκρισης περιβαλλοντικών όρων (ΑΕΠΟ) και την επικύρωση των οριογραμμών τμήματος υδατορέματος στον ΑΗΣ Αλιβερίου. Περαιτέρω, για την έναρξη των εργασιών η ΑΕΠΟ έθεσε αρχικώς ως προϋπόθεση την ολοκλήρωση των ερευνών από τις αρχαιολογικές υπηρεσίες και τη λήψη της σχετικής έγκρισης σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3028/2002 (όροι Δ6.1, Δ6.2), συγχρόνως δε έθεσε και ως γενικό όρο (Δ5.3) την τήρηση των διατάξεων του άρθρου 5 του ν. 3010/2002, σε περίπτωση πραγματοποίησης εργασιών που επηρεάζουν την κοίτη του ρέματος. Εξάλλου, o σχεδιασμός της μονάδας V της παρεμβαίνουσας προέβλεψε μεν την κατασκευή αντλιοστασίου στην υφιστάμενη εκβολή του ρέματος, πλην ο σχεδιασμός δεν είχε εγκριθεί οριστικά, διότι τελούσε υπό την προϋπόθεση εκπλήρωσης των ανωτέρω όρων που είχε θέσει η ΑΕΠΟ ως προς την έγκριση της θέσης της μονάδας V και των συνοδών της εγκαταστάσεων από τα όργανα του ΥΠΠΟ και την οριοθέτηση του ρέματος. Άλλωστε, και στο σχετικό διάγραμμα της ΜΠΕ, που εγκρίθηκε με την ΑΕΠΟ, οι εγκαταστάσεις της νέας μονάδας φαίνεται να αποτυπώνονται ενδεικτικώς (βλ. τον τίτλο του διαγράμματος «ενδεικτική γενική διάταξη»). Επομένως, δοθέντος ότι, σύμφωνα με τη ΜΠΕ, οι αρχαιολογικές υπηρεσίες διενεργούσαν από το έτος 2005 ανασκαφές εντός του γηπέδου του ΑΗΣ, ο δε σχεδιασμός της μονάδας και ιδίως των συνοδών εγκαταστάσεων πλησίον του ρέματος τελούσε υπό την προϋπόθεση έγκρισης της θέσης τους από τις αρμόδιες Υπηρεσίες του Υπουργείου Πολιτισμού, ο ανωτέρω λόγος ακυρώσεως, κατά τον οποίο με την προσβαλλομένη επιχειρείται η «νομιμοποίηση» ενεργειών της παρεμβαίνουσας για την καταστροφή της κοίτης του ρέματος, προβάλλεται αβασίμως και πρέπει να απορριφθεί.
15. Επειδή, προβάλλεται ότι η ληφθείσα περιβαλλοντική αδειοδότηση δεν είναι σύννομη, διότι δεν είχε κατατεθεί αυτοτελής προμελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων για το υδρόρεμα, και πριν από την εκπόνηση της ΜΠΕ δεν είχε τηρηθεί η διαδικασία της Προκαταρκτικής Περιβαλλοντικής Εκτίμησης και Αξιολόγησης. Προβάλλεται, επίσης, ότι η προσβαλλόμενη είναι ακυρωτέα, διότι με το επίμαχο έργο δεν επιδιώκεται η εκτέλεση των αναγκαίων έργων διευθέτησης της κοίτης και των πρανών του υδρορέματος, αλλά η πλήρης κάλυψη της κοίτης του στην έξοδο προς τη θάλασσα, μήκους 162,5 μέτρων, με εγκιβωτισμό αυτής και κατασκευή διδύμου ορθογωνικού κλειστού αγωγού από οπλισμένο σκυρόδεμα. Όπως, όμως, προεκτέθηκε, μετά την τήρηση της διαδικασίας Προκαταρκτικής Περιβαλλοντικής Εκτίμησης και Αξιολόγησης (2007), την έκδοση της ΑΕΠΟ του έργου (2008), την εκπόνηση τεχνικής μελέτης οριοθέτησης του ρέματος (2008) και την έγκριση της θέσης των εγκαταστάσεων από την άποψη της αρχαιολογικής νομοθεσίας (2009), εκδόθηκε η κ.υ.α. 165502/9.6.2010 με την οποία τροποποιήθηκε η ΑΕΠΟ του έργου και επετράπη η διευθέτηση τμήματος του διερχομένου από τον ΑΗΣ ρέματος σύμφωνα με την πρόταση της τεχνικής μελέτης, δηλαδή με ανοικτή διατομή και στην εκβολή με κλειστό αγωγό και μικρή εκτροπή και, επιπροσθέτως, σύμφωνα με τις αποφάσεις των οργάνων του Υπουργείου Πολιτισμού που ενέκριναν τις τελικές θέσεις των εγκαταστάσεων. Κατ’ επίκληση δε και της ανωτέρω κ.υ.α. εκδόθηκε ακολούθως η προσβαλλόμενη υπουργική απόφαση περί επικύρωσης των οριογραμμών του ρέματος. Εξάλλου, με την ως άνω κ.υ.α. 165502/9.6.2010 έγινε δεκτό ότι με βάση τα στοιχεία που υποβλήθηκαν και αξιολογήθηκαν δεν απαιτείτο για την τροποποίηση της ΑΕΠΟ η τήρηση της διαδικασίας ΠΠΕΑ και ΜΠΕ, δεδομένου ότι δεν επέρχεται ουσιαστική μεταβολή ή επιδείνωση όσον αφορά τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις του έργου (βλ. στοιχείο 22 του προοιμίου αυτής). Συνεπώς, εφόσον πριν από την έκδοση της προσβαλλομένης, και με βάση τις σχετικές μελέτες (ΠΠΕΑ, ΜΠΕ, τεχνική μελέτη οριοθέτησης του ρέματος, γνωμοδότηση ΕΥΠΕ) αξιολογήθηκαν με την κ.υ.α. 165502/9.6.2010 οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις από τη διευθέτηση του ρέματος, οι ανωτέρω λόγοι ακυρώσεως καθ’ ο μέρος στρέφονται κατά της προσβαλλομένης είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Υπό την εκδοχή ότι οι ίδιοι λόγοι ακυρώσεως στρέφονται ευθέως και κατά της ανωτέρω κ.υ.α., το κύρος της οποίας δεν μπορεί να ελεγχθεί παρεμπιπτόντως στην παρούσα δίκη, οι λόγοι αυτοί είναι απορριπτέοι ως απαράδεκτοι.
16. Επειδή, στο άρθρο 40 του ν. 3028/2002, το οποίο εντάσσεται στο Τμήμα Δεύτερο του νόμου («Εργασίες Προστασίας Μνημείων», άρθρα 40 έως 44), ορίζεται ότι «1. Οι εργασίες σε ακίνητα μνημεία και ιδίως η συντήρηση, η στερέωση, η αποκατάσταση, η αναστήλωση, η κατάχωση, η τοποθέτηση προστατευτικών στεγών, η διαμόρφωση του περιβάλλοντος χώρου και οι εργασίες που αποβλέπουν σε απόδοση σε χρήση ή σε φιλοξενία χρήσεων αποσκοπούν στη διατήρηση της υλικής υπόστασης και της αυθεντικότητάς τους, την ανάδειξη και εν γένει στην προστασία τους. Διενεργούνται σύμφωνα με μελέτη, η οποία εγκρίνεται από την Υπηρεσία ύστερα από γνώμη του Συμβουλίου, ή αν αυτές είναι μείζονος σημασίας, με απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού ύστερα από γνώμη του Συμβουλίου. Για την έγκριση της μελέτης απαιτείται να έχει προηγηθεί η τεκμηρίωση του μνημειακού χαρακτήρα του ακινήτου […]». Επίσης, στο άρθρο 49 του νόμου ορίζεται ότι «1. Με απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού συγκροτούνται Τοπικά Συμβούλια Μνημείων (ΤΣΜ) στην έδρα κάθε διοικητικής περιφέρειας και στις νησιωτικές περιοχές, όπου αυτό κρίνεται αναγκαίο. Τα Τοπικά Συμβούλια Μνημείων αποτελούνται από έντεκα (11) μέλη […] 2. Τα ΤΣΜ είναι αρμόδια να γνωμοδοτούν για όλα τα ζητήματα που αφορούν σε μνημεία, χώρους και τόπους της περιφέρειάς τους, εκτός από εκείνα που αναφέρονται στις διατάξεις της παραγράφου 5γ του άρθρου 50 […]» και στο άρθρο 50 ορίζεται ότι «1. Με απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού συγκροτείται Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο (ΚΑΣ) […] 4. Στην αρμοδιότητα του ΚΑΣ ανήκουν θέματα που αφορούν στην προστασία αρχαίων μνημείων, αρχαιολογικών χώρων και ιστορικών τόπων που αποτέλεσαν τον χώρο εξαίρετων ιστορικών ή μυθικών γεγονότων έως το 1830 […]. 5. Υπό την επιφύλαξη της διάταξης της προηγούμενης παραγράφου, τα Κεντρικά Συμβούλια: α) … γ) Γνωμοδοτούν για ζητήματα που σχετίζονται με: αα) … ββ) την προστασία των μνημείων που είναι εγγεγραμμένα στον Κατάλογο της Παγκόσμιας Κληρονομιάς, καθώς και των άλλων μείζονος σημασίας μνημείων, αρχαιολογικών χώρων και ιστορικών τόπων, γγ) επεμβάσεις μείζονος σημασίας σε μνημεία, χώρους και τόπους, δδ) … ιγιγ) για κάθε άλλο μείζον θέμα που παραπέμπεται σε αυτά από τον Υπουργό Πολιτισμού […]». Εν προκειμένω, η επικύρωση των οριογραμμών του ρέματος με την προσβαλλομένη 32083/20.7.2010 απόφαση του Υφυπουργού Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής εχώρησε ύστερα από ομόφωνη γνώμη του οικείου Τοπικού Συμβουλίου Μνημείων Στερεάς Ελλάδας και την έγκριση, με την απόφαση ΥΠΠΟ/ΓΔΑΠΚ/ΑΡΧ/Α1/Φ11/ 32059/1576/11.5.2009 της Γενικής Διευθύντριας Αρχαιοτήτων και Πολιτιστικής Κληρονομιάς του Υπουργείου Πολιτισμού, της πραγματοποίησης έργου πλησίον αρχαίου ως προς τη θέση των εγκαταστάσεων του έργου και τη διαδρομή του ρέματος. Περαιτέρω, από τα στοιχεία του φακέλου δεν προκύπτει ότι το ρέμα διέρχεται από κηρυγμένο αρχαιολογικό χώρο (βλ. το 4885/27.9.2016 έγγραφο της Εφορείας Αρχαιοτήτων Εύβοιας προς την παρεμβαίνουσα). Υπό τα δεδομένα αυτά, ο λόγος ακυρώσεως, κατά τον οποίο η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε κατά παράβαση του άρθρου 50 παρ. 5 περ. γγ΄ του
ν. 3028/2002 χωρίς να προηγηθεί απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού, κατόπιν γνωμοδότησης του ΚΑΣ, στηρίζεται στην εσφαλμένη εκδοχή ότι η απόφαση ΥΠΠΟ/ΓΔΑΠΚ/ΑΡΧ/Α1/Φ11/32059/1576/11.5.2009 της Γενικής Διευθύντριας Αρχαιοτήτων και Πολιτιστικής Κληρονομιάς του Υπουργείου Πολιτισμού δεν συνιστά την προβλεπόμενη στο νόμο έγκριση για την επιχείρηση έργου πλησίον μνημείου και κατά τα λοιπά πλήττει κατ’ ουσίαν τη νομιμότητα της απόφασης αυτής, η οποία δεν προσβάλλεται με την κρινόμενη αίτηση ούτε μπορεί, λόγω του ατομικού της χαρακτήρα, να ελεγχθεί παρεμπιπτόντως στο πλαίσιο της παρούσας δίκης. Εξάλλου, με την ανωτέρω απόφαση της Γενικής Διευθύντριας Αρχαιοτήτων εγκρίθηκε, όπως αναφέρθηκε, η θέση των εγκαταστάσεων της μονάδας V της παρεμβαίνουσας και δεν επετράπη επέμβαση στα αρχαία κατάλοιπα, για την προστασία των οποίων άλλωστε εκδόθηκαν στη συνέχεια αποφάσεις του Υπουργού Πολιτισμού (βλ. και την προμνησθείσα ΥΠΠΟΤ/ΓΔΑΠΚ/ ΑΡΧ/Α1/Φ11/3760/51/7.1.2010 απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού και Τουρισμού). Συνεπώς, ο ανωτέρω λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.
17. Επειδή, με το από 22.3.2017 υπόμνημα οι αιτούντες ισχυρίζονται ότι κατά την οριοθέτηση του ρέματος με το από 14.2.2017 π.δ. η Διοίκηση δεν έλαβε υπόψη στοιχεία του φακέλου της υπόθεσης τα οποία είχαν κατατεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου, μεταξύ των οποίων, την αίτηση ακυρώσεως και άλλα στοιχεία (συμβόλαια ιδιοκτητών της περιοχής, διαγράμματα στα οποία αποτυπώνεται η φυσική κοίτη του ρέματος πριν από τις επεμβάσεις το έτος 1955, φωτογραφίες της αρχικής εκβολής του ρέματος, όπως αυτή είχε διαμορφωθεί, φωτογραφίες της σημερινής κατάστασης κ.ά.), στη δε από 21.3.2017 ιδιωτική τεχνική έκθεση διατυπώνεται το συμπέρασμα ως προς το ρέμα ότι «… δεν εμφανίζεται η φυσική του κοίτη στις πιο πάνω αποφάσεις καθορισμού του ΥΠΕΚΑ, αλλά και από έλεγχο στο Υποθηκοφυλακείο Ταμυνέων δεν έχει αποδοθεί ως δημόσιο κτήμα στη ΔΕΗ, αλλά και δεν έχει καταγραφεί ως τέτοιο …». Δεδομένου ότι με το από 14.2.2017 π.δ. επικυρώθηκε ο καθορισμός των οριογραμμών, όπως αυτές είχαν επικυρωθεί και με την προσβαλλόμενη υπουργική απόφαση, οι ανωτέρω ισχυρισμοί παραδεκτώς μεν προβάλλονται, καθόσον συνιστούν ανάπτυξη των προαναφερομένων λόγων ακυρώσεως του κυρίου δικογράφου, δεν είναι, όμως, βάσιμοι. Και τούτο, διότι, καθ’ ο μέρος με τους ως άνω ισχυρισμούς επαναλαμβάνονται τα παράπονα των αιτούντων για την οριοθέτηση της κοίτης του ρέματος προ του έτους 1955, οι ισχυρισμοί αυτοί, είναι, κατά τα ήδη εκτεθέντα, απορριπτέοι, κατά τα λοιπά δε είναι επίσης αβάσιμοι, διότι, σύμφωνα με τις προαναφερθείσες διατάξεις του άρθρου 6 του ν. 880/1979 η επικύρωση του καθορισμού των οριογραμμών ρέματος δεν έχει ως σκοπό, κατ’ ακολουθίαν ούτε ως συνέπεια, τη γένεση ή αλλοίωση δικαιωμάτων ιδιωτικού δικαίου, αλλά χωρεί βάσει σχετικής μελέτης και της προβλεπόμενης διαδικασίας για λόγους προστασίας σημαντικών στοιχείων του φυσικού περιβάλλοντος. Συνεπώς, οι ανωτέρω ισχυρισμοί είναι απορριπτέοι.
18. Επειδή, μετά την έκδοση της 1602/2016 αποφάσεως του Δικαστηρίου και του από 14.2.2017 π.δ. κατέστη περιττή η έρευνα του λόγου ακυρώσεως του αρχικού δικογράφου, με τον οποίο προβάλλεται ότι η επίμαχη οριοθέτηση των οριογραμμών του ρέματος έπρεπε να περιβληθεί τον τύπο προεδρικού διατάγματος.
19. Επειδή, κατόπιν των ανωτέρω η υπό κρίση αίτηση πρέπει να απορριφθεί και να γίνει δεκτή η παρέμβαση. Κατ’ εκτίμηση δε του ότι με την 1602/2016 απόφαση έτυχε εφαρμογής η παρ. 3α του άρθρου 50 του π.δ. 18/1989, το Δικαστήριο κρίνει ότι η δικαστική δαπάνη πρέπει να συμψηφιστεί μεταξύ των διαδίκων.






