ΣτΕ 2585/2016 [Ιδιοκτησιακό καθεστώς Ιπποκράτειου Πολιτείας]
Περίληψη
-Η εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 9 του ν. 1341/1983 μπορεί να έχει ως συνέπεια την ανατροπή νομικών και πραγματικών καταστάσεων, που δημιουργήθηκαν με βάση πράξεις διοικητικών οργάνων, με τις οποίες αναγνωρίσθηκε ιδιοκτησιακό δικαίωμα ιδιωτών επί δασών ή δασικών εκτάσεων υπό την ισχύ του προϊσχύσαντος Δασικού Κώδικα (ν.δ. 86/1989) και ενδεχομένως και πριν από την ισχύ του Συντάγματος του 1975. Ενόψει τούτου, οι ανωτέρω διατάξεις πρέπει να ερμηνευθούν λαμβανομένων υπόψη των αρχών της ασφάλειας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, οι οποίες δικαιολογούν υπό προϋποθέσεις την διατήρηση καταστάσεων που έχουν δημιουργηθεί καλοπίστως. Περαιτέρω, κατά την ερμηνεία των εν λόγω διατάξεων πρέπει να ληφθεί υπόψη και η ανάγκη να εκκαθαρίζονται ταχέως ζητήματα αναγόμενα στην ιδιοκτησία δασών και δασικών εκτάσεων, που έχουν επιπτώσεις στη διαχείριση αυτών, αλλά ενδεχομένως και στη διατήρηση ανέπαφης της μορφής αυτών. Ενόψει όλων των ανωτέρω, κατά την έννοια των προαναφερθεισών διατάξεων, που είναι, άλλωστε, μεταβατικού χαρακτήρα, όχι μόνο η αρχική απόφαση του Υπουργού, με την οποία διατάσσεται η προσφυγή στο Α.Σ.Ι.Δ.Α προς επανάκριση υποθέσεων αναγνωρίσεως ως ιδιωτικών δασών ή δασικών εκτάσεων, πρέπει να έχει εκδοθεί εντός της σύντομης προθεσμίας (έξι μηνών) από την έναρξη ισχύος του ανωτέρω νόμου, που προβλέπει ο εν λόγω νόμος, αλλά και η γνωμοδότηση του Συμβουλίου και η εγκρίνουσα αυτήν απόφαση του Υπουργού πρέπει να εκδοθεί όχι μεν εντός συγκεκριμένης προθεσμίας, πάντως εντός ευλόγου χρόνου από την έναρξη ισχύος του νόμου. Περαιτέρω, ενόψει των επιπτώσεων που μπορεί να έχουν, κατά τα προεκτεθέντα, οι ανωτέρω διατάξεις σε διαμορφωμένες ήδη νομικές και πραγματικές καταστάσεις, οι διατάξεις αυτές δεν έχουν πάντως εφαρμογή σε περίπτωση που η έκταση, η οποία είχε αναγνωρισθεί, υπό την ισχύ του ν.δ/τος 86/1989, ως ιδιωτικό δάσος ή ιδιωτική δασική έκταση, είχε ήδη ενταχθεί, κατά την έναρξη ισχύος των εν λόγω διατάξεων, σε σχέδιο πόλεως και το σχετικό διάταγμα δεν είχε ανακληθεί ή ακυρωθεί.
-Η προσβαλλόμενη απόφαση έτους 2015 με την οποία έγινε αποδεκτή γνωμοδότηση του Α.Σ.Ι.Δ. του έτους 1984 με την οποία είχε αναγνωρισθεί η ιδιότητα της επίμαχης εκτάσεως ως δημοσίας δασικής, μη νομίμως εκδόθηκε, κατ’ επίκληση των διατάξεων του άρθρου 9 του ν. 1341/1983, σχεδόν τριάντα ένα έτη μετά την έκδοση της γνωμοδοτήσεως του Α.Σ.Ι.Δ.-και τριάντα δύο έτη μετά τη δημοσίευση του εν λόγω νόμου, εφόσον η έκταση αυτή είχε ήδη ενταχθεί στο σχέδιο πόλεως με το από 23.11.1977 π.δ. (Δ’ 482/25.11.1977), αίτηση δε ακυρώσεως κατά της παραλείψεως της Διοικήσεως να το ανακαλέσει απερρίφθη με την υπ’ αριθμ. 2282/1992 απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικράτειας, ενώ με το άρθρο 5 του από 19.7.2007 π.δ/τος “Καθορισμός Ζωνών Προστασίας του ορεινού όγκου Πάρνηθας (Ν. Αττικής)” (Δ’ 336/24.7.2007) τροποποιήθηκαν οι θεσπισθέντες με το ανωτέρω διάταγμα του έτους 1977 όροι και περιορισμοί δομήσεως των οικοπέδων της Ιπποκράτειου Πολιτείας, αίτηση δε ακυρώσεως της Νομαρχιακής Αυτοδιοικήσεως Ανατολικής Αττικής κατά του νεωτέρου αυτού διατάγματος απερρίφθη με την υπ’ αριθμ. 3501/2010 απόφαση της επταμελούς συνθέσεως του Ε’ Τμήματος του Δικαστηρίου. Για το λόγο αυτό, η προσβαλλόμενη υπουργική απόφαση πρέπει να ακυρωθεί, κατά τα βασίμως προβαλλόμενα με την κρινόμενη αίτηση.
Πρόεδρος: Αθ. Ράντος
Εισηγητής: Π. Ευστρατίου
Βασικές σκέψεις
- Επειδή, το δικόγραφο της κρινομένης αιτήσεως υπογράφεται από δύο δικηγόρους ως πληρεξουσίους των αιτούντων. Οι αιτούντες, όμως, υπ’ αριθ. 5, 9, 15, 16, 17, 30, 35, 38, 42, 43, 47, 49, 50, 51, 53, 54, 70, 74, 76, 79, 89, 90, 91, 97, 98, 99, 102, 105, 107, 109, 110, 111, 116, 117, 121, 127, 135, 140, 144 και 146 (κατά τη σειρά αναγραφής στο δικόγραφο) δεν νομιμοποίησαν τους ανωτέρω δικηγόρους με έναν από τους τρόπους που προβλέπονται στο άρθρο 27 του π.δ. 18/1989, όπως το άρθρο αυτό ισχύει. Συνεπώς, σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, καθ’ ο μέρος ασκείται από τους προαναφερόμενους αιτούντες, και να εξετασθεί περαιτέρω ως προς τους λοιπούς αιτούντες.
- Επειδή, με δήλωση της παραστάσης στο ακροατήριο πληρεξουσίας δικηγόρου, το επώνυμο του 80ού αιτούντος διορθώθηκε από «Μαυρακάκης» σε «Μαυράκης».
- Επειδή, από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτουν τα εξής: Με την από 11.6.1974 αίτησή του προς το Υπουργείο Γεωργίας (αρ. πρωτ. 55551/11.6.1974), ο οικοδομικός συνεταιρισμός υγειονομικών “ΔΙΕΘΝΗΣ ΙΠΠΟΚΡΑΤΕΙΟΣ ΠΟΛΙΤΕΙΑ” ζήτησε την κίνηση της προβλεπόμενης στον τότε ισχύοντα Δασικό Κώδικα (ν.δ. 86/1969) διαδικασίας για την αναγνώριση (“επιβεβαίωση”) του δικαιώματός του ιδιοκτησίας και νομής σε “συνιδιόκτητο δάσος” 7.635, περίπου, στρεμμάτων στη θέση “Αγία Τριάς Αφιδνών”, της Κοινότητας Αφιδνών Ν. Αττικής, με την παροχή σχετικής γνωμοδοτήσεως από το αρμόδιο Συμβούλιο Ιδιοκτησίας Δασών (ΣΙΔ). Το αίτημα αυτό ο οικοδομικός συνεταιρισμός το υπέβαλε ενόψει της ολοκληρώσεως της (κινηθείσης με δική του πρωτοβουλία, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 5 του ν.δ/τος 886/1971) διαδικασίας εγκρίσεως ρυμοτομικού σχεδίου για την οικιστική εκμετάλλευση της ως άνω εκτάσεως. Για την διατύπωση γνώμης επί του αιτήματος του οικοδομικού συνεταιρισμού συνετάγη η από 10.8.1974 “έκθεσις επί διεκδικουμένης δασικής εκτάσεως” δασολόγου του Δασαρχείου Πεντέλης, κατόπιν αυτοψίας που πραγματοποιήθηκε στις 13.7.1974. Σύμφωνα με την έκθεση αυτή, η επίμαχη έκταση καλύπτεται κατά ποσοστό 66% “υπό διφυούς και πολυορόφου δάσους χαλεπίου πεύκης (ως ανώροφος) και αειφύλλων πλατυφύλλων (ως υπόροφος) ακανονίστου υποκηπευτοειδούς έως ομηλίκου μορφής ηλικίας μέχρι 80 ετών, μέσης συγκομώσεως 0,6-0,7 και παραγωγικότητος περίπου 1,00 μ3 ξυλώδους όγκου κατ’ έτος και εκτάριον”, ενώ το υπόλοιπο ποσοστό της επιφάνειας “τυγχάνει γυμνόν δασικής βλαστήσεως, άγονον και γεωργοδενδροκομικώς καλλιεργημένον, είναι κατανεμημένον εις μικρά τμήματα διάσπαρτα εντός του ως ανωτέρω δάσους…”. Από άποψη εκμεταλλεύσεως, η έκταση χαρακτηρίζεται ως “δασοαγροτική” για τα μεγαλύτερα υψόμετρα, ως “οικιστική-βιομηχανική-αγροτική-τουριστική” για τα χαμηλότερα. Σε σχέση με την οικοπεδική αξία της εκτάσεως, στην έκθεση αναφέρεται ότι αυτή είναι μεγάλη, καθόσον προορίζεται για την ίδρυση της Διεθνούς Ιπποκρατείου Πολιτείας. Περαιτέρω, από την ίδια έκθεση προκύπτει ότι το επίμαχο δάσος τυγχάνει διαχειρίσεως ως “διακατεχόμενο”, δυνάμει των υπ’ αριθ. 130019/3608π.ε/
8.1.1972, 11348/304/14.2.1972 και 42558/1137/7.6.1972 εγγράφων της Γενικής Διευθύνσεως Δασών του Υπουργείου Γεωργίας και του υπ’ αριθ. 2247/19.2.1972 εγγράφου του Δασαρχείου Αθηνών, τα οποία απευθύνονται στον αναγκαστικό συνεταιρισμό διαχειρίσεως του συνιδιόκτητου δάσους “Αγία Τριάς”, καθώς και ότι συνέχεται με άλλα μεγάλα δάση της περιοχής, όπως το δημόσιο δάσος Τατοΐου. Εξάλλου, σε σχέση με το ιδιοκτησιακό καθεστώς της εκτάσεως, στην έκθεση αναφέρεται ότι οι τίτλοι ιδιοκτησίας των δικαιοπαρόχων του οικοδομικού συνεταιρισμού ανάγονται στο έτος 1835, οπότε ο Ομέρ Πασάς μεταβίβασε το “τσιφλίκι Γκιούρκα” (που περιλαμβάνει και το επίμαχο δάσος) στον Αλέξανδρο Ματθαίου Κατακουζινόν (μαζί με το “τσιφλίκι Τατοΐου”). Ο τελευταίος μεταβίβασε το 1838 την επίμαχη έκταση, ως προίκα, στην θυγατέρα του Ελπίδα σύζυγο Σκαρλάτου Σούτζου. Η έκταση αυτή εξαιρέθηκε της απαλλοτριώσεως που είχε κηρυχθεί με το από 22.2.1912 β.δ. στα δάση της ευρύτερης περιοχής υπέρ των ακτημόνων καλλιεργητών και υλοποιηθεί το έτος 1922 με την υπ’ αριθ. 8/1922 απόφαση της Επιτροπής Απαλλοτριώσεων. Το 1926 οι κληρονόμοι της ανωτέρω Ελπίδας Σούτζου μεταβίβασαν την έκταση στον Σωτήριο Αντωνίου Βλάχο και σε άλλους 165 κατοίκους Κιούρκων (κοινότητας Αφιδνών). Τμήματα της ευρύτερης εκτάσεως κηρύχθηκαν απαλλοτριωτέα μεταξύ των ετών 1953-1972 για τις ανάγκες των ενόπλων δυνάμεων, ως δικαιούχος δε της αποζημιώσεως αναγνωρίσθηκε ο αναγκαστικός συνεταιρισμός διαχειρίσεως συνιδιόκτητου δάσους “Αγία Τριάς”. Οι περισσότεροι από τους δικαιοδόχους των ως άνω κατοίκων της κοινότητας Αφιδνών (πλην τεσσάρων) είχαν μεταβιβάσει στον υποβαλόντα την προαναφερθείσα από 11.6.1974 αίτηση οικοδομικό συνεταιρισμό, δυνάμει συμβολαίων που συνετάγησαν το έτος 1973 (αφού προηγουμένως, με την υπ’ αριθ. 5403/Δ4δ/8544/128/27.7.1970 κοινή απόφαση των Υπουργών Κοινωνικών Υπηρεσιών και Δημοσίων Έργων εγκρίθηκε η απόκτηση της εκτάσεως από τον ανωτέρω οικοδομικό συνεταιρισμό και προεγκρίθηκε η ίδρυση οικισμού σε αυτή υπό όρους), τα τμήματα της εκτάσεως που τους ανήκαν. Σύμφωνα με την ίδια ως άνω έκθεση, από τα στοιχεία που τηρούντο στο Δασαρχείο Πεντέλης προέκυπτε ότι οι δικαιοπάροχοι του ανωτέρω οικοδομικού συνεταιρισμού είχαν προβεί σε πληθώρα πράξεων νομής και κατοχής επί της επίμαχης εκτάσεως (διακατοχικές πράξεις), οι οποίες και παρατίθενται στην έκθεση, το δε Ελληνικό Δημόσιο “δεν φαίνεται να πραγματοποίησεν ουδεμίαν πράξιν νομής και κατοχής επί του επιδίκου”. Επίσης, αναφέρονται στην έκθεση μαρτυρίες υπέρ της κατοχής και νομής της εκτάσεως από τους δικαιοπαρόχους του οικοδομικού συνεταιρισμού, ενώ επισημαίνεται ότι δεν ανευρέθη μάρτυρας υπέρ του Δημοσίου. Σε άλλο σημείο της εκθέσεως αναφέρεται ότι η επίμαχη έκταση αποτελεί αντικείμενο ιδιωτικής διαχειρίσεως από την Επανάσταση του 1821 έως το έτος 1926 και από το έτος αυτό έως το έτος 1972 χαρακτηρίζεται ως “συνιδιόκτητο ακίνητο”, ενώ με τα προαναφερθέντα έγγραφα της Γενικής Διευθύνσεως Δασών του Υπουργείου Γεωργίας του έτους 1972 (υπ’ αριθ. 130019/3608π.ε/
8.1.1972, 11348/304/14.2.1972 και 42558/1137/7.6.1972) χαρακτηρίζεται ως διακατεχόμενο. Ο χαρακτήρας της εκτάσεως ως ιδιωτικής κτήσεως συνάγεται, κατά την έκθεση, από την υπ’ αριθ. 442/1902 απόφαση του Αρείου Πάγου, την υπ’ αριθ. 492/1959 Γνωμοδότηση του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους (για το “τσιφλίκι Καρελά”) και την υπ’ αριθ. 11505/1853 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, ενώ, εξάλλου, στα βιβλία του Δασαρχείου Πεντέλης η έκταση είναι καταγεγραμμένη στο βιβλίο ιδιωτικών δασών και όχι στο βιβλίο εθνικών δασών ως δημόσιο. Περαιτέρω, στην ως άνω έκθεση αναφέρεται ότι από το έτος 1926 το δάσος “Αγία Τριάς” διαχειρίζεται ο ομώνυμος αναγκαστικός συνεταιρισμός διαχειρίσεως συνιδιόκτητου δάσους, του οποίου το καταστατικό ανανεώθηκε το 1954 με την υπ’ αριθ. 219/110/22.1.1954 απόφαση του Υπουργού Γεωργίας, και ότι ο εν λόγω συνεταιρισμός είχε επίσης ζητήσει (269/31.3.1970 αίτηση) την αναγνώριση της εκτάσεως ως ιδιωτικού δάσους, πλην στις 29.7.1970 ανακάλεσε την αίτησή του. Εξάλλου, επί δικαστικής διαμάχης μεταξύ του αναγκαστικού συνεταιρισμού “Αγία Τριάς” και του Ελληνικού Δημοσίου για την κυριότητα της εκτάσεως εκδόθηκαν οι υπ’ αριθ. 13131/1972 και 13132/1972 αποφάσεις του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με τις οποίες η συζήτηση κηρύχθηκε απαράδεκτη. Ενόψει όλων των ανωτέρω, ο συντάκτης της εκθέσεως καταλήγει στο συμπέρασμα ότι «αβιάστως και ητιολογημένως» συνάγεται ότι πρόκειται για δασοαγρόκτημα, το οποίο κατέχουν και νέμονται διαδοχικά από απροσδιορίστου χρόνου και, πάντως, από την ανεξαρτησία του ελληνικού κράτους κι εντεύθεν, ιδιώτες με διάνοια κυρίου και καλή πίστη, με νόμιμους τίτλους και αδιάλειπτα, χωρίς διεκδικήσεις από το Δημόσιο, πραγματοποιώντας όλες τις προσιδιάζουσες σε κυρίους πράξεις νομής και κατοχής, και ότι οι ιδιώτες αυτοί, επομένως, έχουν καταστεί κύριοι και κατά παράγωγο και κατά πρωτότυπο τρόπο (έκτακτη χρησικτησία, συμπληρωθείσα στις 11.9.1915, ημερομηνία μετά την οποία άρχισε να ισχύει ο κανόνας περί μη δυνατότητας αντιτάξεως ενστάσεως χρησικτησίας έναντι του Δημοσίου). Υπό τα δεδομένα αυτά, στην ως άνω έκθεση προτείνεται η αναγνώριση της εκτάσεως ως ιδιωτικής κτήσεως, ανήκουσας κατά κυριότητα, μεταξύ άλλων, στον αιτούντα οικοδομικό συνεταιρισμό. Τα ίδια, εξάλλου, αναφέρονται και στο υπ’ αριθ. Χ16389/30.11.1973 έγγραφο του Δασάρχη Πεντέλης (και συντάκτη της ως άνω εκθέσεως) προς το Υπουργείο Γεωργίας με αφορμή την παροχή ή μη συγκαταθέσεως του εν λόγω Υπουργού στην έγκριση του ρυμοτομικού σχεδίου της Ιπποκρατείου Πολιτείας. Στο έγγραφο αυτό παρατίθενται, αφενός, τα ίδια με την έκθεση στοιχεία σχετικά με την ιδιοκτησία της εκτάσεως και σημειώνεται, αφετέρου, ότι η εν λόγω έκταση αντιμετωπιζόταν ανέκαθεν από το Δασαρχείο Πεντέλης ως ιδιωτική (αν και το Νομικό Τμήμα της Γενικής Διεύθυνσης Δασών με το υπ’ αριθ. 130019/3608π.ε/8.1.1972 έγγραφο ενημέρωσε το Δασαρχείο Πεντέλης ότι, εφόσον η έκταση δεν έχει αναγνωρισθεί ως ιδιωτική με κάποιον από τους μνημονευόμενους στην υπ’ αριθ. 138079/1204εγκ.951/29.11.1960 εγκύκλιο διαταγή τρόπους, προσήκει σε αυτή ο χαρακτηρισμός της ως διακατεχόμενης). Το Συμβούλιο Ιδιοκτησίας Δασών, με την υπ’ αριθ. 69/14/12.11.1974
πράξη του, γνωμοδότησε υπέρ της αποδοχής της αιτήσεως του προαναφερθέντος οικοδομικού συνεταιρισμού και την αναγνώριση της εξ αδιαιρέτου κυριότητάς του στο 89% της επίμαχης δασικής εκτάσεως, εμβαδού 7.635 στρεμμάτων, υιοθετώντας, ουσιαστικά, τις διαπιστώσεις της από 10.8.1974 εκθέσεως. Κατόπιν των ανωτέρω, με την υπ’ αριθ. 102700/7967/28.12.1974 απόφαση του Υπουργού Γεωργίας αναγνωρίσθηκε ότι η διεκδικούμενη από τον ανωτέρω οικοδομικό συνεταιρισμό “ΔΙΕΘΝΗΣ ΙΠΠΟΚΡΑΤΕΙΟΣ ΠΟΛΙΤΕΙΑ” δασική έκταση 7.633 στρεμμάτων αποτελεί ιδιωτική κτήση, ανήκουσα κατά κυριότητα σε αυτόν σε ποσοστό 89% εξ αδιαιρέτου. Με την ίδια απόφαση ο Υπουργός Γεωργίας κάλεσε τον Δασάρχη Πεντέλης να παραδώσει την έκταση αυτή στον ανωτέρω οικοδομικό συνεταιρισμό με πρωτόκολλο. Ακολούθως, με το από 23.11.1977 π.δ. (Δ΄ 482/25.11.1977) εγκρίθηκε ρυμοτομικό σχέδιο οικισμού στην επίμαχη έκταση του εν λόγω οικοδομικού συνεταιρισμού
και καθορίσθηκαν οι όροι και οι περιορισμοί δομήσεως των περιλαμβανομένων εντός των ορίων του οικοδομήσιμων χώρων (οικοπέδων). Ωστόσο, μετά την έναρξη ισχύος του ν. 1341/1983 (με το παρατιθέμενο στην επόμενη σκέψη άρθρο 9 του οποίου παρασχέθηκε στον Υπουργό Γεωργίας η δυνατότητα υποβολής αιτήσεως στο εν τω μεταξύ συσταθέν με το άρθρο 8 του ν. 998/1979 Αναθεωρητικό Συμβούλιο Ιδιοκτησίας Δασών για τον επανέλεγχο των πράξεων των Συμβουλίων Ιδιοκτησίας Δασών που είχαν εκδοθεί υπό το κράτος ισχύος του ν.δ/τος 86/1969 και με τις οποίες είχαν αναγνωρισθεί ως ιδιωτική κτήση δάση και δασικές εκτάσεις), ο Υφυπουργός Γεωργίας παρέπεμψε, με το υπ’ αριθ. 155741/9.6.1983 έγγραφό του, τον φάκελο της επίμαχης εκτάσεως στο Αναθεωρητικό Συμβούλιο Ιδιοκτησίας Δασών (ΑΣΙΔ), προκειμένου αυτό να γνωμοδοτήσει εκ νέου σχετικά με τη φύση της ως δημόσιας ή ιδιωτικής. Το ΑΣΙΔ με την υπ’ αριθ. 32/7/17.10.1984 γνώμη του έκρινε την προσφυγή παραδεκτή (μειοψηφούντος μέλους του, το οποίο υποστήριξε ότι η επίμαχη έκταση ευρίσκεται, πλέον, εντός εγκεκριμένου ρυμοτομικού σχεδίου, με συνέπεια να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 3 παρ. 6 εδ. ε΄ του ν. 998/1979 περί εξαιρέσεως από το πεδίο εφαρμογής του νόμου αυτού) και γνωμοδότησε υπέρ της αποδοχής της, με το σκεπτικό ότι από τα στοιχεία του φακέλου και την εν γένει διαδικασία ενώπιόν του δεν προέκυψε ότι η έκταση ανήκει στον ανωτέρω οικοδομικό συνεταιρισμό. Συγκεκριμένα, το ΑΣΙΔ έκρινε ότι τα προσκομισθέντα από τον συνεταιρισμό συμβόλαια των ετών 1834 και 1886 αφορούν, αντίστοιχα, σε προπώληση (και όχι πώληση) ρητίνης και σε ορισμό πληρεξουσίου, ότι δεν προκύπτει εάν τα συμβόλαια των ετών 1882 και 1883 αφορούν στην επίδικη έκταση και ότι οι μετά το 1887 διακατοχικές πράξεις δεν ασκούν επιρροή ως προς το επίμαχο ζήτημα. Ωστόσο, ο Υφυπουργός Γεωργίας με το υπ’ αριθ. 159648/1100/13.3.1985 έγγραφό του ζήτησε από το ΑΣΙΔ να γνωμοδοτήσει εκ νέου, εξαιτίας της αντιφάσεως ως προς το εν γένει παραδεκτό της προσφυγής επανακρίσεως κατ’ εφαρμογή του άρθρου 9 του ν. 1341/1983, αντίφαση που είχε δημιουργηθεί από άλλη πράξη του ΑΣΙΔ, με την οποία είχε απορριφθεί αντίστοιχη προσφυγή σε άλλη υπόθεση με το σκεπτικό που είχε διατυπώσει, κατά τα προεκτεθέντα, το μειοψηφήσαν μέλος του ΑΣΙΔ στην υπόθεση, που αφορούσε την επίμαχη έκταση (η άλλη υπόθεση αφορούσε σε έκταση 4.000, περίπου, στρεμμάτων στο Ντράφι Ν. Αττικής, ιδιοκτησίας του οικοδομικού συνεταρισμού «Ο ΠΑΝ»). Σε περίπτωση δε που η προσφυγή κρινόταν παραδεκτή, ο Υφυπουργός ζήτησε από το ΑΣΙΔ να εκφέρει εκ νέου γνώμη επί της ουσίας του ζητήματος της ιδιοκτησίας και στις δύο υποθέσεις. Το ΑΣΙΔ επελήφθη πρώτα της άλλης υποθέσεως και με την υπ’ αριιθ. 29/9/9.6.1986 πράξη του απέρριψε το νέο αίτημα του Υπουργού, με την αιτιολογία ότι η απορρέουσα από το άρθρο 9 του
ν. 1341/1981 αρμοδιότητά του ασκείται άπαξ. Ακολούθως, η Διεύθυνση Προστασίας Δασών ζήτησε από το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους (ΝΣΚ) να γνωμοδοτήσει επί του ερωτήματος εάν υφίσταται δυνατότητα επανακρίσεως των υποθέσεων από το ΑΣΙΔ. Το ΝΣΚ με την υπ’ αριθ. 584/1992 γνώμη του έκρινε ότι με τις διατάξεις του άρθρου 9 παρ. 1 του
ν. 1341/1983 αναγνωρίσθηκε υπέρ του Υπουργού Γεωργίας εξαιρετικό ένδικο βοήθημα «οριοθετούμενον εντός ανατρεπτικής προθεσμίας» και, συνεπώς, η κρίση του ΑΣΙΔ ότι το δικαίωμα προσφυγής ασκείται άπαξ είναι ορθή. Επομένως, οι γνώμες του ΑΣΙΔ είναι ισχυρές και δεσμευτικές για τον Υπουργό, χωρίς πάντως να συνεπάγονται αυτόματα την ακύρωση του εγκεκριμένου ρυμοτομικού σχεδίου, το οποίο θα πρέπει να ανακληθεί με ρητή διοικητική πράξη αντίθετου περιεχομένου. Εξάλλου, με την
υπ’ αριθ. 2282/1992 απόφαση της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας απερρίφθη αίτηση ακυρώσεως σωματείων, με καταστατικούς σκοπούς την προστασία των δασών, κατά της παραλείψεως της Διοικήσεως να ανακαλέσει, ικανοποιώντας σχετικό (από 15.12.1988) αίτημά τους, το από 23/25.11.1977 π.δ., με το οποίο είχε εγκριθεί, κατά τα προεκτεθέντα, το ρυμοτομικό σχέδιο της Ιπποκρατείου Πολιτείας, με τη σκέψη ότι, λόγω της φύσεως και των επιπτώσεων των ρυμοτομικών σχεδίων, δεν επιτρέπεται, κατ’ αρχήν, η ανάκλησή τους, έστω και αν με αυτά ρυμοτομήθηκαν δασικές εκτάσεις. Κατόπιν των ανωτέρω, ο Υφυπουργός Γεωργίας, με την υπ’ αριθ. 91069/8663/20.9.1993 απόφασή του, αποδέχθηκε μόνο τη γνωμοδότηση του ΑΣΙΔ επί της προσφυγής του κατά της γνώμης του Συμβουλίου Ιδιοκτησίας Δασών αναφορικά με την έκταση του οικοδομικού συνεταιρισμού «Ο Παν». Αντιθέτως, δεν εξέδωσε πράξη αποδοχής της υπ’ αριθ. 32/7/17.10.1984 γνωμοδοτήσεως του ΑΣΙΔ, αλλά με το νεώτερο, υπ’ αριθ. 76693/4290/13.7.1995, έγγραφό του προς το ΑΣΙΔ απέσυρε τα διατυπωθέντα με το ως άνω υπ’ αριθ. 159648/1100/13.3.1985 έγγραφο ερωτήματά του, ενόψει του ότι το ΑΣΙΔ είχε ήδη γνωμοδοτήσει στην άλλη υπόθεση ότι το δικαίωμα του Υπουργού να ζητήσει επανάκριση βάσει του άρθρου 9 του ν. 1341/1983 εξαντλείται με την άσκησή του μια μόνο φορά.. Με το άρθρο 5 του από 19.7.2007 π.δ/τος “Καθορισμός Ζωνών Προστασίας του ορεινού όγκου Πάρνηθας (Ν. Αττικής)” (Δ΄ 336/24.7.2007), με το οποίο καθορίσθηκαν ζώνες και επιβλήθηκαν όροι για την προστασία του ορεινού όγκου της Πάρνηθας και το οποίο έτυχε επεξεργασίας από το Συμβούλιο της Επικρατείας (βλ. ΠΕ 305/2006), τροποποιήθηκαν οι όροι και περιορισμοί δομήσεως των οικοπέδων της Ιπποκρατείου Πολιτείας με σκοπό την αποτροπή της περαιτέρω υποβαθμίσεως του τμήματος αυτού του ορεινού όγκου της Πάρνηθας. Αίτηση ακυρώσεως της Νομαρχιακής Αυτοδιοικήσεως Ανατολικής Αττικής κατά του ανωτέρω διατάγματος απερρίφθη με την υπ’ αριθ. 3501/2010 απόφαση της επταμελούς συνθέσεως του Ε΄ Τμήματος του Δικαστηρίου. Με την απόφαση αυτή έγινε δεκτό ότι με τα κατ’ εξουσιοδότηση της παρ. 3 του άρθρου 4 του ν. 1515/1985 εκδιδόμενα προεδρικά διατάγματα, προς συμπλήρωση και εξειδίκευση του προγράμματος προστασίας περιβάλλοντος της ευρύτερης περιοχής της Αθήνας, δύνανται να τροποποιούνται οι όροι και περιορισμοί δομήσεως και των οικισμών με εγκεκριμένα σχέδια πόλεως, οι οποίοι περιλαμβάνονται στα όρια της περιοχής παρέμβασης, και ότι κατ’ εξαίρεση είναι ανεκτή η διατήρηση των από μακρού χρόνου υφισταμένων στους ορεινούς όγκους εγκαταστάσεων και δραστηριοτήτων, εφόσον, πάντως, πρόκειται για ήπιες χρήσεις, οι οποίες δεν επιδεινώνουν τη λειτουργία τους ως οικοσυστημάτων. Περαιτέρω, με την ανωτέρω απόφαση έγινε δεκτό ότι οι θεσπιζόμενες με το προαναφερθέν από 19.7.2007 π.δ. ρυθμίσεις, με τις οποίες επιτρέπεται η δόμηση μόνο σε δύο ζώνες, εκ των οποίων η μία (ζώνη Γ2) περιλαμβάνει τον έχοντα, όπως αναφέρεται στην απόφαση, σχέδιο πόλεως οικισμό “Ιπποκράτειος Πολιτεία”, αποβλέπουν στην εξυπηρέτηση δημοσίου συμφέροντος, κείνται εντός εξουσιοδοτήσεως και είναι σύμφωνες προς τις διατάξεις του ν. 1515/1985. Το έτος 2015, με το υπ’ αριθ. 2686/19.5.2015 ενημερωτικό σημείωμα προς τον αρμόδιο Αναπληρωτή Υπουργό, ο Προϊστάμενος της Γενικής Διευθύνσεως Ανάπτυξης και Προστασίας Δασών και Αγροπεριβάλλοντος του Υπουργείου Παραγωγικής Ανασυγκρότησης, Περιβάλλοντος και Ενέργειας έθεσε εκ νέου το ζήτημα της αποδοχής της υπ’ αριθ. 32/7/17.10.1984 γνωμοδοτήσεως του ΑΣΙΔ, με την επισήμανση ότι η αποδοχή των αρνητικών γνωμοδοτήσεων του εν λόγω συλλογικού οργάνου (δηλαδή εκείνων που απορρίπτουν αιτήσεις τρίτων για αναγνώριση κυριότητας) είναι δεσμευτική για τον Υπουργό, σύμφωνα με το άρθρο 8 παρ. 4 του
ν. 998/1979. Κατόπιν τούτου, ο Αναπληρωτής Υπουργός Παραγωγικής Ανασυγκρότησης, Περιβάλλοντος και Ενέργειας, με την υπ’ αριθ. 129182/4530/27.8.2015 απόφασή του, αποδέχθηκε την ως άνω υπ’ αριθ. 32/7/17.10.1984 γνωμοδότηση του ΑΣΙΔ κατ’ επίκληση των διατάξεων του α.ν. 1539/1938 «περί προστασίας των δημοσίων κτημάτων», του άρθρου 8 του ν. 998/1979 και του άρθρου 9 του ν. 1341/1983. Ειδικότερα, με την απόφαση αυτή απερρίφθη η από 10.6.1974 αίτηση του οικοδομικού συνεταιρισμού υγειονομικών «ΔΙΕΘΝΗΣ ΙΠΠΟΚΡΑΤΕΙΟΣ ΠΟΛΙΤΕΙΑ» για την αναγνώριση υπέρ αυτού δικαιώματος κυριότητας σε έκταση δασικού χαρακτήρα εμβαδού 7.635 στρεμμάτων στις θέσεις «Αγία Τριάς» – «Λούσι» – «Άρμες» – «Μαυροχώραφο» – «Μπελέτσι» κ.λπ. της περιφέρειας της (πρώην) Κοινότητας Αφιδνών Ν. Αττικής (και ήδη του Δήμου Ωρωπού, βλ. άρθρο 1 παρ. 2 Κεφ. 5 αριθ. 5.3 περ. Α 1 του ν. 3852/2010, Α΄ 87), με την αιτιολογία ότι δεν αποδείχθηκε ότι ασκήθηκαν συγκεκριμένες διακατοχικές πράξεις καρπώσεως στην έκταση του δάσους καθ’ όλο το χρονικό διάστημα των 30 ετών από 1885 έως 1915, ούτε εάν οι πράξεις αυτές καλύπτουν ολόκληρη την έκταση, ώστε να γίνει δεκτή η απόκτηση κυριότητας έναντι του Δημοσίου με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας. Επιπλέον, στην ίδια απόφαση αναφέρεται ότι η επίμαχη έκταση «θα διαχειρίζεται και προστατεύεται ως δημόσια», ζητείται δε από το Δασαρχείο Καπανδριτίου να ενημερώσει τον οικοδομικό συνεταιρισμό ότι, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 8 του ν. 998/1979, έχει δικαίωμα να προσφύγει μόνο στα πολιτικά δικαστήρια. Κατόπιν τούτου, η ασκούσα καθήκοντα Γενικού Γραμματέα Αποκεντρωμένης Διοίκησης με το υπ’ αριθ. 4147/26.10.2015 έγγραφό της προς την Περιφερειακή Διεύθυνση Δημόσιας Περιουσίας Αττικής και το Δασαρχείο Καπανδριτίου ζήτησε από τις υπηρεσίες αυτές να προβούν στις αναγκαίες ενέργειες για τη δήλωση της επίμαχης εκτάσεως ως δημόσιας δασικής στο Κτηματολόγιο,
κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του ν. 2308/1995. Με την κρινόμενη αίτηση ζητείται η ακύρωση της ως άνω υπ’ αριθ. 129182/4530/27.8.2015 αποφάσεως του Αναπληρωτή Υπουργού Παραγωγικής Ανασυγκρότησης, Περιβάλλοντος και Ενέργειας, καθώς και της υπ’ αριθ. 32/7/17.10.1984 γνωμοδοτήσεως του Αναθεωρητικού Συμβουλίου Ιδιωτικών Δασών. - Επειδή, με το άρθρο 9 του ν. 1341/1983 (Α΄ 38) ορίσθηκαν τα εξής: «1. Ο Υπουργός Γεωργίας έχει το δικαίωμα, μέσα σε προθεσμία έξι (6) μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, να προσφύγει στο Αναθεωρητικό Συμβούλιο Ιδιοκτησίας Δημοσίων Δασών που συνεστήθη με το άρθρο 8 παράγραφος 4 του Ν. 998/1979 και να επιδιώξει, κατά τη διαδικασία που προβλέπει ο Ν 998/1979, την επανάκριση ιδίων αυτού αποφάσεων που ενέκριναν, κάτω από την ισχύ του Ν.Δ. 86/1969, γνωμοδοτήσεις του Συμβουλίου Ιδιοκτησίας Δημοσίων Δασών οι οποίες αναγνώριζαν σαν ιδιωτικά δάση ή δασικές εκτάσεις. 2. Με την άσκηση από τον Υπουργό Γεωργίας κατά την παράγραφο 1 του άρθρου αυτού, του δικαιώματος προσφυγής στο Αναθεωρητικό Συμβούλιο Ιδιοκτησίας Δημοσίων Δασών αυτοδίκαια ανακαλείται τυχόν πρωτόκολλο παράδοσης του δάσους ή της δασικής έκτασης που αφορά η προσφυγή αυτή». Εξάλλου, το άρθρο 8 του ν. 998/1979 (Α΄ 289), στο οποίο παραπέμπει το ανωτέρω άρθρο 9 του ν. 1341/1983, ορίζει, μεταξύ άλλων, τα εξής:
«1. Δια την διοικητικήν αναγνώρισιν εκ μέρους του Δημοσίου της κυριότητος ή άλλων εμπραγμάτων δικαιωμάτων ιδιωτών ή νομικών προσώπων δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου επί δασών ή δασικών εκτάσεων, συνιστώνται… Συμβούλια Ιδιοκτησίας Δασών… . 2. … 3. Τα Συμβούλια Ιδιοκτησίας Δασών επιλαμβάνονται της αναγνωρίσεως της κυριότητος η άλλου εμπραγμάτου δικαιώματος τη αιτήσει του ενδιαφερομένου ιδιώτου ή νομικού προσώπου, κρίνουν δε επί τη βάσει των υπό τούτου προσκομιζομένων, ως και των παρά τη δασική υπηρεσία τηρουμένων στοιχείων, δυνάμενα να ζητήσουν και την παρ’ άλλων δημοσίων υπηρεσιών αποστολήν παντός χρησίμου εγγράφου ή άλλου στοιχείου ή να διατάξουν την διενέργειαν ειδικής ερεύνης ή πραγματογνωμοσύνης προς μόρφωσιν ασφαλούς κρίσεως περί των προβαλλομένων ιδιωτικών δικαιωμάτων. … Τα ως άνω Συμβούλια, …, γνωμοδοτούν ητιολογημένως εφ’ εκάστης υποθέσεως. Η κρίσις των Συμβουλίων σχηματίζεται διά ελευθέρας εκτιμήσεως των ως άνω αποδεικτικών στοιχείων. Η απορριπτική της αιτήσεως ιδιώτου ή νομικού προσώπου γνωμοδότησις είναι δεσμευτική δια τον Υπουργόν, μη δυνάμενον να προβή
δι’ αποφάσεώς του εις αναγνώρισιν δικαιώματός τινος του ασκήσαντος την αίτησιν. Εφ’ όσον το Συμβούλιον ήθελεν αποφανθή υπέρ της αναγνωρίσεως ιδιωτικών δικαιωμάτων επί δάσους ή δασικής εκτάσεως, ο Υπουργός δύναται είτε να αποδεχθή την γνωμοδότησιν είτε να απορρίψη την αίτησιν του ενδιαφερομένου δι’ ειδικώς ητιολογημένης αποφάσεώς του είτε να προσφύγη εις το Αναθεωρητικόν Συμβούλιον Ιδιοκτησίας Δασών… 4. … Το Αναθεωρητικόν Συμβούλιον… επιλαμβάνεται… των υποθέσεων εφ’ ών εξεδόθη γνωμοδότησις ενός εκ των Συμβουλίων Ιδιοκτησίας Δασών είτε κατόπιν προσφυγής του ενδιαφερομένου ιδιώτου ή νομικού προσώπου εντός προθεσμίας εξ (6) μηνών από της κοινοποιήσεως αυτώ της απορριπτικής αποφάσεως εφ’ όσον ο Υπουργός δεν απεδέχθη την θετικήν γνωμοδότησιν του συμβουλίου ή εφ’ όσον ή αρνητική γνωμοδότησις του εν λόγω συμβουλίου ελήφθη δια ψήφων τριών κατά δύο, είτε κατόπιν παραπομπής υπό του Υπουργού Γεωργίας εις περίπτωσιν εκδόσεως θετικής γνωμοδοτήσεως του πρωτοβαθμίου συμβουλίου. Αι αρνητικαί γνωμοδοτήσεις του Αναθεωρητικού Συμβουλίου, ως και αι παμψηφεί λαμβανόμεναι θετικαί γνωμοδοτήσεις αυτού είναι δεσμευτικαί δια τον Υπουργόν, υποχρεούμενον εις έκδοσιν αποφάσεως του αυτού περιεχομένου. Τας λοιπάς θετικάς γνωμοδοτήσεις του ως άνω Συμβουλίου δύναται ο Υπουργός να μη αποδεχθή διά ητιολογημένης αποφάσεώς του. 5. Ο Υπουργός Γεωργίας δύναται εις πάσαν περίπτωσιν να παραπέμψη αυτεπαγγέλτως την έρευναν και κρίσιν περί της υπάρξεως ή μη ιδιωτικών δικαιωμάτων επί δάσους ή δασικής εκτάσεως εις το
οικείον Συμβούλιον Ιδιοκτησίας Δασών. Άμα τη ανωτέρω παραπομπή προσκαλούνται οι διεκδικούντες ή προβάλλοντες δικαίωμα κυριότητος επί του δάσους ή της δασικής εκτάσεως, περί ης πρόκειται, όπως εντός προθεσμίας έξ μηνών από της επί αποδείξει προσκλήσεώς των υποβάλουν τα αποδεικτικά του ζητουμένου υπ’ αυτών δικαιώματος στοιχεία. Παρερχομένης απράκτου της ταχθείσης ανωτέρω προθεσμίας
το Συμβούλιον Ιδιοκτησίας Δασών γνωμοδοτεί βάσει των υπαρχόντων
εις την υπηρεσίαν στοιχείων και ο Υπουργός αποφαίνεται βάσει της γνωμοδοτήσεως ταύτης. 6. … 7. … 8. Η κατά το παρόν άρθρον διαδικασία, ως και η τυχόν αρνητική γνωμοδότησις των συμβουλίων ή απόφασις του Υπουργού Γεωργίας δεν παρακωλύει τους ενδιαφερομένονς προς επιδίωξιν της αναγνωρίσεως των προβαλλομένων υπ’ αυτού δικαιωμάτων ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων. … 9. … 10. … 11. …». Στο άρθρο 9 του προϊσχύσαντος Δασικού Κώδικα (ν.δ. 86/1969, Α΄ 7) ορίζονταν τα εξής: «Επί αιτήσεων, αφορωσών εις την διεκδίκησιν ή αμφισβήτησιν κυριότητος ή οιουδήποτε ετέρου δικαιώματος επί δασών, μερικώς δασοσκεπών εκτάσεων ή χορτολιβαδικών εδαφών και παντός είδους ακινήτου εντός αυτών ευρισκομένου, ιδία δε επί των κατά τον
α.ν. 1539 της 24/29.12.1938 (περί προστασίας των δημοσίων κτημάτων ως ούτος εκάστοτε ισχύει) εισαγομένων εις αυτό υποθέσεων, γνωμοδοτεί το παρά τω Υπουργείω Γεωργίας Συμβούλιον Ιδιοκτησίας Δημοσίων Δασών…». Τέλος, το άρθρο 14 του ν. 998/1979 ορίζει ότι αρμόδιος για τον χαρακτηρισμό εκτάσεως ως δάσους είναι ο κατά τόπο αρμόδιος δασάρχης ή ο διευθυντής δασών, εάν δεν υπάρχει δασάρχης. - Επειδή, ανεξαρτήτως αν οι διατάξεις που επικαλείται η προσβαλλόμενη υπουργική απόφαση αποβλέπουν, στις συνήθεις περιπτώσεις εφαρμογής τους, στην επίλυση ζητημάτων αναγομένων
στην διάγνωση ιδιωτικών δικαιωμάτων του Δημοσίου επί δασών ή
δασικών εκτάσεων, εφόσον, πάντως, στην συγκεκριμένη περίπτωση, η
επίμαχη έκταση έχει ενταχθεί στο σχέδιο πόλεως με το από 23.11.1977 π.δ. (Δ΄ 482/25.11.1977), οι δε όροι και περιορισμοί δομήσεως των δημιουργηθέντων με το εν λόγω διάταγμα εντός αυτής οικοπέδων τροποποιήθηκαν με το από 19.7.2007 π.δ. (Δ΄ 336/24.7.2007), με την απόφαση αυτή επιδιώκεται, προεχόντως, όχι η διάγνωση της υπάρξεως κυριότητας του Δημοσίου επί της επίμαχης εκτάσεως, αλλά αφενός μεν ο χαρακτηρισμός αυτής ως δάσους, με συνέπεια να τυγχάνει εφαρμογής
επ’ αυτής το ιδιαίτερο καθεστώς διαχειρίσεως των δημοσίων δασικών εκτάσεων, η διαχείριση των οποίων χωρεί κατ’ ενάσκηση δημοσίας εξουσίας, αφετέρου δε, κατά συνεκδοχή, η αμφισβήτηση της νομιμότητος εντάξεώς της σε σχέδιο πόλεως, ζήτημα, δηλαδή, διοικητικής φύσεως. Ενόψει των ανωτέρω, η προσβαλλόμενη υπ’ αριθ. 129182/4530/27.8.2015 υπουργική απόφαση έχει τον χαρακτήρα εκτελεστής διοικητικής πράξεως και η διαφορά που γεννάται από την αμφισβήτηση της νομιμότητας αυτής είναι διαφορά διοικητική, υπαγόμενη στην δικαιοδοσία του Συμβουλίου της Επικρατείας. Η δικαιοδοσία δε του Δικαστηρίου να εξετάσει την νομιμότητα της προσβαλλομένης πράξεως, με την οποία έκταση, ενταχθείσα σε σχέδιο πόλεως πριν από 37 έτη και οκτώ περίπου μήνες και εν μέρει ανοικοδομηθείσα, χαρακτηρίζεται ως δασική, δεν αναιρείται από το γεγονός ότι για την επίλυση των ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων επί της εκτάσεως αυτής αρμόδια είναι τα πολιτικά δικαστήρια. Εξάλλου, παραδεκτώς προσβάλλεται με την κρινόμενη αίτηση μόνον η ανωτέρω υπουργική απόφαση, με την οποία έγινε αποδεκτή η στερουμένη εκτελεστότητας υπ’ αριθ. 32/7/17.10.1984 γνωμοδότηση του Αναθεωρητικού Συμβουλίου Ιδιωτικών Δασών. - Επειδή, από τους αιτούντες, οι οποίοι νομιμοποίησαν τους υπογράφοντες το δικόγραφο δικηγόρους, όλοι, πλην του τελευταίου, δηλαδή του σωματείου με την επωνυμία «Σύλλογος Οικιστών Ιπποκράτειος Πολιτεία» (υπ’ αριθ. 153 στο δικόγραφο), φέρονται ως ιδιοκτήτες ακινήτων κειμένων εντός της εκτάσεως, στην οποία αφορά η προσβαλλόμενη απόφαση, και χαρακτηρισμένων ως οικοδομήσιμων χώρων. Το ανωτέρω δε σωματείο έχει, όπως προκύπτει από τα άρθρα 2 και 3 του καταστατικού του, ως μέλη τους ιδιοκτήτες ακινήτων κειμένων εντός της επίμαχης εκτάσεως και ως σκοπό την επίλυση των πάσης φύσεως οικιστικών προβλημάτων του οικισμού. Με τα δεδομένα αυτά οι αιτούντες έχουν έννομο συμφέρον για την άσκηση της κρινομένης αιτήσεως, παραδεκτώς δε ομοδικούν προβάλλοντες λόγους που στηρίζονται στην αυτή νομική και πραγματική βάση. Εξάλλου, η κρινόμενη αίτηση ασκήθηκε εμπροθέσμως στις 11.11.2015 κατά της προσβαλλομένης υπουργικής αποφάσεως, η οποία εκδόθηκε στις 27.8.2015, δηλαδή κατά τη διάρκεια των δικαστικών διακοπών. Ασκηθείσα δε και κατά τα λοιπά παραδεκτώς, η κρινόμενη αίτηση είναι περαιτέρω εξεταστέα ως προς τους ανωτέρω αιτούντες, οι οποίοι νομιμοποίησαν τους υπογράφοντες το δικόγραφο δικηγόρους.
- Επειδή, η εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων του άρθρου 9 του ν. 1341/1983 μπορεί να έχει ως συνέπεια την ανατροπή νομικών και πραγματικών καταστάσεων, που δημιουργήθηκαν με βάση πράξεις διοικητικών οργάνων, με τις οποίες αναγνωρίσθηκε ιδιοκτησιακό δικαίωμα ιδιωτών επί δασών ή δασικών εκτάσεων υπό την ισχύ του προϊσχύσαντος Δασικού Κώδικα (ν.δ. 86/1989) και ενδεχομένως και πριν από την ισχύ του Συντάγματος του 1975. Ενόψει τούτου, οι ανωτέρω διατάξεις πρέπει να ερμηνευθούν λαμβανομένων υπόψη των αρχών της ασφάλειας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, οι οποίες δικαιολογούν υπό προϋποθέσεις την διατήρηση καταστάσεων που έχουν δημιουργηθεί καλοπίστως. Περαιτέρω, κατά την ερμηνεία των εν λόγω διατάξεων πρέπει να ληφθεί υπόψη και η ανάγκη να εκκαθαρίζονται ταχέως ζητήματα αναγόμενα στην ιδιοκτησία δασών και δασικών εκτάσεων, που έχουν επιπτώσεις στην διαχείριση αυτών, αλλά ενδεχομένως και στη διατήρηση ανέπαφης της μορφής αυτών. Ενόψει όλων των ανωτέρω, κατά την έννοια των προαναφερθεισών διατάξεων, που είναι, άλλωστε, μεταβατικού χαρακτήρα, όχι μόνον η αρχική απόφαση του Υπουργού, με την οποία διατάσσεται η προσφυγή στο Α.Σ.Ι.Δ. προς επανάκριση υποθέσεων αναγνωρίσεως ως ιδιωτικών δασών ή δασικών εκτάσεων, πρέπει να έχει εκδοθεί εντός της σύντομης προθεσμίας (έξι μηνών) από την έναρξη ισχύος του ανωτέρω νόμου, που προβλέπει ο εν λόγω νόμος, αλλά και η γνωμοδότηση του Συμβουλίου και η εγκρίνουσα αυτήν απόφαση του Υπουργού πρέπει να έχει εκδοθεί όχι μεν εντός συγκεκριμένης προθεσμίας, πάντως εντός ευλόγου χρόνου από την έναρξη ισχύος του νόμου. Περαιτέρω, ενόψει των επιπτώσεων που μπορεί να έχουν, κατά τα προεκτεθέντα, οι ανωτέρω διατάξεις σε διαμορφωμένες ήδη νομικές και πραγματικές καταστάσεις, οι διατάξεις αυτές δεν έχουν πάντως εφαρμογή σε περίπτωση που η έκταση, η οποία είχε αναγνωρισθεί, υπό την ισχύ του ν.δ/τος 86/1989, ως ιδιωτικό δάσος ή ιδιωτική δασική έκταση, είχε ήδη ενταχθεί, κατά την έναρξη ισχύος των
εν λόγω διατάξεων, σε σχέδιο πόλεως και το σχετικό διάταγμα δεν είχε ανακληθεί ή ακυρωθεί. - Επειδή, ενόψει των εκτεθέντων στην προηγούμενη σκέψη, η προσβαλλόμενη απόφαση, έτους 2015, με την οποία έγινε αποδεκτή γνωμοδότηση του Α.Σ.Ι.Δ. του έτους 1984, με την οποία είχε αναγνωρισθεί η ιδιότητα της επίμαχης εκτάσεως ως δημοσίας δασικής, μη νομίμως εκδόθηκε, κατ’ επίκληση των διατάξεων του άρθρου 9 του ν. 1341/1983, σχεδόν τριάντα ένα έτη μετά την έκδοση της γνωμοδοτήσεως του Α.Σ.Ι.Δ. και τριάντα δύο έτη μετά την δημοσίευση του εν λόγω νόμου, εφόσον, κατά τα εκτεθέντα στη τέταρτη σκέψη, η έκταση αυτή είχε ήδη ενταχθεί στο σχέδιο πόλεως με το από 23.11.1977 π.δ. (Δ΄ 482/25.11.1977), αίτηση δε ακυρώσεως κατά της παραλείψεως της Διοικήσεως να το ανακαλέσει απερρίφθη με την υπ’ αριθ. 2282/1992 απόφαση της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας, ενώ με το άρθρο 5 του από 19.7.2007 π.δ/τος “Καθορισμός Ζωνών Προστασίας του ορεινού όγκου Πάρνηθας (Ν. Αττικής)” (Δ΄ 336/24.7.2007) τροποποιήθηκαν οι θεσπισθέντες με το ανωτέρω διάταγμα του έτους 1977 όροι και περιορισμοί δομήσεως των οικοπέδων της Ιπποκρατείου Πολιτείας, αίτηση δε ακυρώσεως της Νομαρχιακής Αυτοδιοικήσεως Ανατολικής Αττικής κατά του νεωτέρου αυτού διατάγματος απερρίφθη με την υπ’ αριθ. 3501/2010 απόφαση της επταμελούς συνθέσεως του Ε΄ Τμήματος του Δικαστηρίου. Για το λόγο αυτό, η προσβαλλόμενη υπουργική απόφαση πρέπει να ακυρωθεί, κατά τα βασίμως προβαλλόμενα με την κρινόμενη αίτηση. Κατόπιν τούτου παρέλκει ως αλυσιτελής η έρευνα των λοιπών προβαλλομένων λόγων ακυρώσεως. Το Δικαστήριο δε, εκτιμώντας τις περιστάσεις (απόρριψη της αιτήσεως ως προς ορισμένους αιτούντες, αποδοχή ως προς τους λοιπούς), κρίνει ότι δεν πρέπει να επιβληθεί δικαστική δαπάνη σε κανένα από τους διαδίκους.