ΣτΕ 1857/2016 [Νόμιμη οικοδομική άδεια για μεζονέτες και πισίνα στον ακάλυπτο του οικοπέδου]
Περίληψη
-Το τοπογραφικό διάγραμμα αποτελεί ένα από τα δικαιολογητικά που υποβάλλονται για τη χορήγηση οικοδομικής άδειας, το οποίο, μάλιστα, συγκαταλέγεται μεταξύ των στοιχείων που πρέπει να συνοδεύουν την αίτηση αυτή εξαρχής και είναι τμήμα της αρχιτεκτονικής μελέτης της άδειας που πρόκειται να εκδοθεί, αποτελεί δε, ως εκ τούτου, αντικείμενο πλήρους και διεξοδικού ελέγχου εκ μέρους εξουσιοδοτημένων υπαλλήλων της αρμόδιας πολεοδομικής αρχής, καθώς και νέου ελέγχου πριν υπογραφεί η οικοδομική άδεια. Η πιστότητα του υποβαλλομένου με την αίτηση τοπογραφικού διαγράμματος, το οποίο, κατά κανόνα, συνδέεται άρρηκτα με εμπράγματα δικαιώματα επί του γηπέδου του ενδιαφερομένου για την ανέγερση της οικοδομής ή τρίτων, καθώς και με την έκταση και τα όρια του οικοπέδου, αποτελεί ουσιώδες στοιχείο για την έκδοση οικοδομικής άδειας.
-Κατά την ανέγερση οικοδομής, οι τυχόν επιτρεπόμενες από τον νόμο επεμβάσεις επί της φυσικής στάθμης του εδάφους στον ακάλυπτο χώρο του οικοπέδου, από τις οποίες είναι ενδεχόμενο να επηρεάζεται και το τελικό νόμιμο ύψος της οικοδομής, επιτρέπονται μόνον αν είναι αναγκαίες για την προσαρμογή του κτιρίου στο έδαφος, όχι δε και στην αντίστροφη περίπτωση, δηλαδή για την προσαρμογή του εδάφους στις διαστάσεις και τα λοιπά τεχνικά χαρακτηριστικά που επιθυμεί να προσδώσει στο κτίριο ο κατασκευαστής του. Αντίθετη, ερμηνευτική εκδοχή θα επέτρεπε στον κατασκευαστή του κτιρίου να αναδιαμορφώσει εκείνος, ανάλογα με τον τρόπο κατασκευής που επιλέγει, ουσιώδεις όρους δόμησης του κτιρίου, καταστρατηγώντας, έτσι, τις αντίστοιχες προβλέψεις του πολεοδομικού νομοθέτη, που θεσπίσθηκαν για την εξασφάλιση των καλύτερων δυνατών όρων διαβίωσης στην περιοχή.
-Η κλίση του εδάφους, η οποία, κατά τα προβληθέντα, καθιστούσε μη νόμιμη την προσβληθείσα οικοδομική άδεια και την αναθεώρησή της, αφορούσε το όλο ΟΤ, το δε αρνητικό υψόμετρο στο απώτατο αντιδιαμετρικό σημείο του εν λόγω οικοδομικού τετραγώνου, που ευρίσκεται σε μεγάλη απόσταση από την ιδιοκτησία του εφεσιβλήτου κατά τρόπο ώστε μεταξύ της ιδιοκτησίας αυτής και του ως άνω αντιδιαμετρικού σημείου να παρεμβάλλονται και δύο εκτεταμένες ιδιοκτησίες τρίτων, ουδόλως αποδεικνύει ότι υπήρχε κλίση ειδικώς στο τμήμα του οικοδομικού τετραγώνου όπου εντοπίζεται η ιδιοκτησία του εφεσιβλήτου, τούτο δε ανεξάρτητα του κατά πόσον η κλίση αυτή θα μπορούσε να αποδειχθεί από μόνο το προσκομισθέν από τον εκκαλούντα διάγραμμα, το οποίο δεν προκύπτει ότι έχει ελεγχθεί από οποιαδήποτε πολεοδομική ή άλλη αρχή. Οι λόγοι ακυρώσεως του εκκαλούντος, σύμφωνα με τους οποίους οι προσβληθείσες με την αίτηση ακυρώσεως πράξεις έπρεπε να ακυρωθούν διότι η αποτύπωση των υψομέτρων στις τέσσερις κορυφές του οικοπέδου του εφεσιβλήτου στα υποβληθέντα τοπογραφικά διαγράμματα δεν ήταν ακριβής, ήταν αβάσιμοι και ορθώς απορρίφθηκαν από το διοικητικό εφετείο.
-Από κανένα κανόνα υπέρτερης των εφαρμοσθεισών διατάξεων ισχύος δεν απαγορεύεται η ανέγερση κτισμάτων μεγαλυτέρου ύψους αυτών που έχουν ήδη ανεγερθεί σε όμορες ιδιοκτησίες ούτε η διαμόρφωση της οριστικής στάθμης του εδάφους σε μεγαλύτερο ύψος αυτού που έχει διαμορφωθεί ομοίως σε όμορες ιδιοκτησίες.
-Δεν είναι κρίσιμος ο τρόπος με τον οποίο διαμορφώθηκε η οριστική στάθμη του φυσικού εδάφους στο οικόπεδο του εκκαλούντος και, ειδικότερα, δεν είναι κρίσιμη η μορφή των επεμβάσεων στο φυσικό έδαφος προκειμένου να διαμορφωθεί η οριστική του στάθμη, ούτε αν η φυσική στάθμη παρέμεινε όπως είχε διότι δεν έλαβαν χώρα επεμβάσεις που θα διαφοροποιούσαν τη φυσική στάθμη από την οριστική. Συνεπώς, το διοικητικό εφετείο νομίμως δεν ερεύνησε περαιτέρω το ζήτημα αυτό, αφού κρίσιμη είναι η οριστική στάθμη του εδάφους και ο τρόπος διαμόρφωσής της στο οικόπεδο όπου υλοποιείται η προσβληθείσα οικοδομική άδεια, και όχι σε άλλα οικόπεδα, ακόμη και παρακείμενα.
Πρόεδρος: Ν. Ρόζος
Εισηγητής: Χρ. Ντουχάνης
Βασικές σκέψεις
- Επειδή, με την έφεση αυτή ζητείται η εξαφάνιση της 1816/2007 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε αίτηση ακυρώσεως του εκκαλούντος κατά: α) της 90/2006 οικοδομικής άδειας της πολεοδομικής υπηρεσίας του Δήμου Κηφισιάς, με την οποία επετράπη στον εφεσίβλητο, Σπυρίδωνα Βαγγελάτο, η ανέγερση νέας διώροφης και νέας τριώροφης μεζονέτας με κοινό υπόγειο και πισίνα στον ακάλυπτο χώρο σε οικόπεδο επί της οδού Κρέσνας 4, στο οικοδομικό τετράγωνο 623 της περιοχής Κάτω Κηφισιάς του Δήμου Κηφισιάς, και β) της 209/2006 αναθεώρησης της ως άνω οικοδομικής άδειας βάσει νέων σχεδίων για αλλαγή θέσης κτιρίου.
- Επειδή, στο άρθρο 331 του Κώδικα Βασικής Πολεοδομικής Νομοθεσίας (π.δ. της 14.7.1999, Δ΄ 580), στο οποίο κωδικοποιήθηκαν, μεταξύ άλλων, οι διατάξεις του άρθρου 3 του π.δ. της 8.7.1993 «Τρόπος έκδοσης οικοδομικών αδειών και έλεγχος των ανεγειρομένων οικοδομών» (Δ΄ 795), εκδοθέντος κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 17 παρ. 12 του ν. 1337/1983, όπως είχε τροποποιηθεί με το άρθρο 8 παρ. 12 του ν. 1512/1985 (Α΄ 4) ορίζεται ότι «1. … 2. Για τη χορήγηση της οικοδομικής άδειας απαιτούνται τα ακόλουθα σχέδια και δικαιολογητικά: α) … β) τοπογραφικό διάγραμμα και διάγραμμα κάλυψης, σύμφωνα με τις προδιαγραφές, γ) …», στο δε άρθρο 333 του Κ.Β.Π.Ν., στο οποίο κωδικοποιήθηκαν οι διατάξεις του άρθρου 5 του ίδιου π.δ. της 8.7.1993, ορίζονται τα εξής: «1. Ο έλεγχος των υποβαλλομένων μελετών γίνεται από εξουσιοδοτημένους από τον προϊστάμενο της υπηρεσίας υπαλλήλους διπλωματούχους μηχανικούς… 2. Ο έλεγχος αυτός περιλαμβάνει: Α. Τον έλεγχο της αρχιτεκτονικής μελέτης που αναφέρεται: α) στον πλήρη και λεπτομερή έλεγχο του τοπογραφικού διαγράμματος και του διαγράμματος κάλυψης ως προς την τήρηση των γενικών και ειδικών πολεοδομικών διατάξεων και προδιαγραφών και τον έλεγχο όσων στοιχείων περιλαμβάνονται σ’ αυτά β) … 3. … 6. Οι οικοδομικές άδειες υπογράφονται τελικά από τους εξουσιοδοτημένους ελεγκτές μετά από επανέλεγχο του τοπογραφικού ως προς το ισχύον ρυμοτομικό σχέδιο και τους όρους δόμησης… 7. Οι μελετητές ευθύνονται για την εκπόνηση όλων των επιμέρους μελετών, ενώ οι ιδιοκτήτες δηλώνουν ενυπόγραφα στο τοπογραφικό διάγραμμα και ευθύνονται για την ακρίβεια των δηλουμένων ορίων των οικοπέδων τους και για την ύπαρξη και την αιτία του δικαιώματος αυτών να ζητήσουν την έκδοση της οικοδομικής άδειας». Εξάλλου, στο άρθρο 10 παρ. 1 του π.δ. της 3.9.1983 «Τρόπος έκδοσης οικοδομικών αδειών και έλεγχος των ανεγειρομένων οικοδομών» (Δ΄ 394) το οποίο προστέθηκε με το άρθρο 2 του π.δ. της 29.1.1985 (Δ΄ 49) και διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 22 παρ. 2 του ν. 3399/2005 (Α΄ 255), ορίζεται ότι: «Εντός σχεδίου περιοχές. Το τοπογραφικό διάγραμμα προκύπτει από επακριβή αποτύπωση και περιλαμβάνει οπωσδήποτε: α) Το οικόπεδο που πρόκειται να κτιστεί η οικοδομή… Τα όρια του οικοπέδου πρέπει να σημειώνονται με έντονη αξονική γραμμή, να επισημαίνονται οι κορυφές τους, να γράφονται οι διαστάσεις και ό,τι άλλο στοιχείο χρειάζεται για το σαφή γεωμετρικά προσδιορισμό του και να υπολογίζεται το εμβαδόν του. β) Τη θέση και τις διαστάσεις των κτισμάτων που υπάρχουν στο οικόπεδο και αυτών που πρόκειται να κατασκευαστούν. γ) Υψόμετρα στις κορυφές και άλλα χαρακτηριστικά σημεία του οικοπέδου εξαρτημένα από την αφετηρία μέτρησης του ύψους. δ) Το περίγραμμα του οικοδομικού τετραγώνου και τους δρόμους που το περιβάλλουν με τα πλάτη και τις ονομασίες τους… ε) …». Από τις ως άνω διατάξεις προκύπτει ότι το τοπογραφικό διάγραμμα αποτελεί ένα από τα δικαιολογητικά που υποβάλλονται για τη χορήγηση οικοδομικής άδειας, το οποίο, μάλιστα, συγκαταλέγεται μεταξύ των στοιχείων που πρέπει να συνοδεύουν την αίτηση αυτή εξαρχής και είναι τμήμα της αρχιτεκτονικής μελέτης της άδειας που πρόκειται να εκδοθεί, αποτελεί δε, ως εκ τούτου, αντικείμενο πλήρους και διεξοδικού ελέγχου εκ μέρους εξουσιοδοτημένων υπαλλήλων της αρμόδιας πολεοδομικής αρχής, καθώς και νέου ελέγχου πριν υπογραφεί η οικοδομική άδεια. Από τις ίδιες διατάξεις συνάγεται, εξάλλου, ότι η πιστότητα του υποβαλλομένου με την αίτηση τοπογραφικού διαγράμματος, το οποίο, κατά κανόνα, συνδέεται άρρηκτα με εμπράγματα δικαιώματα επί του γηπέδου του ενδιαφερομένου για την ανέγερση της οικοδομής ή τρίτων, καθώς και με την έκταση και τα όρια του οικοπέδου, αποτελεί ουσιώδες στοιχείο για την έκδοση της οικοδομικής άδειας (ΣτΕ 5017/2013, 1605/2013, 2628/2010 κ.ά.).
- Επειδή, σύμφωνα με το άρθρο 9 παρ. 7 του Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού (Γ.Ο.Κ. – ν. 1577/1985, Α΄ 210), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 7 του ν. 2831/2000 (Α΄ 140), «7. Το μέγιστο επιτρεπόμενο ύψος του κτιρίου ορίζεται σε συνάρτηση με τον επιτρεπόμενο συντελεστή δόμησης της περιοχής (…) Το μέγιστο ύψος του κτιρίου σε κάθε σημείο των όψεών του μετριέται από την οριστική στάθμη του εδάφους του οικοπέδου ή από τη στάθμη του πεζοδρομίου, αν οι όψεις τοποθετούνται επί της ρυμοτομικής γραμμής και αυτή ταυτίζεται με την οικοδομική γραμμή. Αν δεν είναι δυνατόν να μετρηθεί το μέγιστο ύψος στην όψη του κτιρίου, λόγω εσοχής ορόφου από αυτήν ή λόγω επαφής του κτιρίου στο όριο του οικοπέδου, το μέγιστο ύψος μετριέται από τη στάθμη του φυσικού εδάφους στα σημεία προβολής του ορόφου σε αυτό ή στα σημεία επαφής του κτιρίου με το όριο. Το ύψος αυτό, σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 17, μπορεί να προσαυξηθεί μέχρι 1,50 μ. ή και περισσότερο μετά από έγκριση της Ε.Π.Α.Ε. (…)». Εξάλλου, στο άρθρο 2 παρ. 16 του Γ.Ο.Κ. (άρθρο 242 του Κώδικα Βασικής Πολεοδομικής Νομοθεσίας, π.δ. της 14/27.7.1999), ορίζεται ότι «16. Οριστική στάθμη εδάφους οικοπέδου ή γηπέδου είναι η στάθμη του εδάφους όπως διαμορφώνεται οριστικά, σύμφωνα με το νόμο, με εκσκαφή, επίχωση ή επίστρωση». Τέλος, το άρθρο 17 παρ. 1 του αυτού Γ.Ο.Κ., του οποίου το περιεχόμενο αποδίδεται στο άρθρο 256 Κ.Β.Π.Ν. και στο οποίο παραπέμπει το ως άνω άρθρο 9 παρ. 7 του ίδιου Γ.Ο.Κ., ορίζει ότι «1 . Στους ακάλυπτους χώρους του οικοπέδου επιτρέπεται η μερική εκσκαφή ή επίχωση του εδάφους για την προσαρμογή του κτιρίου σε αυτό, με την προϋπόθεση ότι σε κανένα σημείο η οριστική στάθμη του εδάφους δεν θα βρίσκεται ψηλότερα ή χαμηλότερα από 1,50 μέτρο από τη φυσική του στάθμη. Μεγαλύτερη επέμβαση στο έδαφος επιτρέπεται ύστερα από γνωμοδότηση της Ε.Π.Α.Ε. … 2. … 4. Όλοι οι υποχρεωτικοί ακάλυπτοι χώροι του οικοπέδου πρέπει να προσαρμόζονται στη μορφολογία του εδάφους του οικοδομικού τετραγώνου. 5. …». Οι διατάξεις αυτές, με τις οποίες οριοθετούνται οι επιτρεπόμενες επεμβάσεις στο φυσικό έδαφος κατά την ανέγερση οικοδομής, πρέπει να ερμηνεύονται ενόψει της κατά το άρθρο 24 παρ. 1 του Συντάγματος προστασίας του φυσικού περιβάλλοντος, κατά τρόπο ώστε η εφαρμογή τους να κατατείνει στην ανέγερση κτιρίων εναρμονιζομένων, κατ’ αρχήν, προς το φυσικό ανάγλυφο και την μορφολογία του εδάφους, που αποτελούν στοιχεία του προστατευομένου φυσικού περιβάλλοντος, και να αποκλείεται η δόμηση με σημαντικές επεμβάσεις στο φυσικό έδαφος και σοβαρές αλλοιώσεις της αισθητικής του τοπίου. Από τις διατάξεις, συνεπώς, αυτές προκύπτει ότι, κατά την ανέγερση οικοδομής, οι τυχόν επιτρεπόμενες από τον νόμο επεμβάσεις επί της φυσικής στάθμης του εδάφους στον ακάλυπτο χώρο του οικοπέδου, από τις οποίες είναι ενδεχόμενο να επηρεάζεται και το τελικό νόμιμο ύψος της οικοδομής, επιτρέπονται μόνον αν είναι αναγκαίες για την προσαρμογή του κτιρίου στο έδαφος, όχι δε και στην αντίστροφη περίπτωση, δηλαδή για την προσαρμογή του εδάφους στις διαστάσεις και τα λοιπά τεχνικά χαρακτηριστικά που επιθυμεί να προσδώσει στο κτίριο ο κατασκευαστής του. Αντίθετη, ερμηνευτική εκδοχή θα επέτρεπε στον κατασκευαστή του κτιρίου να αναδιαμορφώσει εκείνος, ανάλογα με τον τρόπο κατασκευής που επιλέγει, ουσιώδεις όρους δόμησης του κτιρίου, καταστρατηγώντας, έτσι, τις αντίστοιχες προβλέψεις του πολεοδομικού νομοθέτη, που θεσπίσθηκαν για την εξασφάλιση των καλυτέρων δυνατών όρων διαβίωσης στην περιοχή (ΣτΕ 4933/2013, 3428/2012, 2699/2006 κ.ά.).
- Επειδή, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, με την 90/22.3.2006 οικοδομική άδεια της Διεύθυνσης Πολεοδομίας του Δήμου Κηφισιάς επετράπη στο δεύτερο εφεσίβλητο, Σπυρίδωνα Βαγγελάτο, η ανέγερση νέας διώροφης και νέας τριώροφης μεζονέτας με κοινό υπόγειο και πισίνα στον ακάλυπτο χώρο σε οικόπεδο επιφανείας 482,40 τ.μ. (βλ. από 23.11.2005 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού Φ. Διονυσόπουλου), που ευρίσκεται επί της οδού Κρέσνας 4, στο Ο.Τ. 623 του εγκεκριμένου ρυμοτομικού σχεδίου του Δήμου Κηφισιάς, στην περιοχή Κάτω Κηφισιάς. Με την 13692/26.5.2006 αίτησή του προς τη Διεύθυνση Πολεοδομίας του Δήμου Κηφισιάς, ο Δημήτριος Παναγόπουλος, αδελφός του εκκαλούντος και φερόμενος ιδιοκτήτης ομόρου οικοπέδου, ζήτησε την επανεξέταση της νομιμότητας της ως άνω οικοδομικής άδειας ως προς την επιτραπείσα θέση ανεγέρσεως της οικοδομής, ισχυριζόμενος ότι ο ίδιος είχε ανεγείρει κατά το παρελθόν στην όμορη ιδιοκτησία του οικοδομή σε υποχρεωτική απόσταση από το κοινό όριο, διότι στην περιοχή ίσχυε τότε το πανταχόθεν ελεύθερο σύστημα δομήσεως, με συνέπεια να είναι σε κάθε περίπτωση υποχρεωτική η τήρηση της απόστασης Δ και κατά την ανέγερση της επίμαχης οικοδομής. Ακολούθησε η έκδοση της 209/15.6.2006 αναθεώρησης της 90/2006 οικοδομικής άδειας. Όπως προκύπτει από το 13692/23.6.2006 έγγραφο της Διεύθυνσης Πολεοδομίας του Δήμου Κηφισιάς προς τον ως άνω Δημήτριο Παναγόπουλο, με την εν λόγω 209/2006 αναθεώρηση, η ανεγειρόμενη οικοδομή προβλέφθηκε να τοποθετηθεί σε απόσταση Δ=4,00 μ. από το όριο μεταξύ των δύο ιδιοκτησιών (Παναγόπουλου και Βαγγελάτου). Με το ίδιο έγγραφο, εξάλλου, ενημερώθηκε ο Δημήτριος Παναγόπουλος ότι ως αφετηρία μέτρησης του ύψους της ανεγειρόμενης οικοδομής ορίσθηκε το υψόμετρο που εμφανίζεται στο υποβληθέν στην πολεοδομική αρχή τοπογραφικό διάγραμμα, δηλαδή +/- 0,00 μ. Όπως, πράγματι, προκύπτει από το προαναφερόμενο τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού Φ. Διονυσόπουλου, το οποίο υποβλήθηκε στην πολεοδομική υπηρεσία και ελέγχθηκε στις 19.12.2005 από την αρχιτέκτονα μηχανικό Μαρία – Άννα Κερασιώτη, και, στη συνέχεια ενόψει της αναθεώρησης, στις 15.6.2006 από τον πολιτικό μηχανικό Κων. Τζώρτσο, τα υψόμετρα στις τέσσερις κορυφές του οικοπέδου του εφεσιβλήτου, δηλαδή στις κορυφές Α και Β επί της οδού Κρέσνας, και Γ και Δ στο κοινό όριο μεταξύ των δύο ιδιοκτησιών, είναι μηδενικά. Στη συνέχεια, και αφού ο εκκαλών, Κωνσταντίνος Παναγόπουλος, αδελφός του ως άνω Δημητρίου Παναγόπουλου, υπέβαλε νέα αίτηση προς την πολεοδομική υπηρεσία Κηφισιάς, με την οποία ζήτησε τον επανέλεγχο της νομιμότητας της 90/2006 οικοδομικής άδειας και της 209/2006 αναθεώρησής της, διενεργήθηκε στις 4.5.2007, δηλαδή πριν από τη συζήτηση της αιτήσεως ακυρώσεως (9.5.2007), αυτοψία από υπαλλήλους της Διεύθυνσης Πολεοδομίας του Δήμου Κηφισιάς. Όπως, εξάλλου, προκύπτει από το 12247/7.5.2007 έγγραφο της εν λόγω Διεύθυνσης Πολεοδομίας προς το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών, οι διαπιστώσεις της διενεργηθείσης αυτοψίας υπήρξαν, κατά βάση, δύο: αφενός, μεν, επιβεβαιώθηκε το περιεχόμενο του υποβληθέντος τοπογραφικού διαγράμματος και διαπιστώθηκε ότι «η υφιστάμενη υψομετρική διαμόρφωση του εδάφους εντός του εν λόγω οικοπέδου [φερομένης ιδιοκτησίας Βαγγελάτου] εμφανίζεται επίπεδη (οριζόντια) και περίπου στη στάθμη του πεζοδρομίου με μόνη εξαίρεση μια μικρή περιοχή στη δυτική – πίσω πλευρά του οικοπέδου, όπου το έδαφος φαίνεται να έχει υποστεί καθίζηση…», αφετέρου, όμως, διαπιστώθηκε ότι η στάθμη του εδάφους του ομόρου οικοπέδου (Κωνσταντίνου Παναγόπουλου), πλησίον της πλευράς (ΓΔ), είναι περίπου 0,70 μ. χαμηλότερη. Κατά της ως άνω 90/2006 οικοδομικής άδειας, καθώς και της 209/2006 αναθεώρησής της, άσκησε αίτηση ακυρώσεως ο εκκαλών, επί της αιτήσεως δε αυτής εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση ακυρώσεως αυτή και έγινε δεκτή η παρέμβαση του δικαιούχου των προσβληθεισών αδειών, Σπυρίδωνα Βαγγελάτου.
- Επειδή, με την αίτηση ακυρώσεως ο εφεσίβλητος προέβαλε ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις είναι μη νόμιμες, διότι στηρίχθηκαν σε τοπογραφικά διαγράμματα, τα οποία δεν αποτυπώνουν με ακρίβεια τα υψόμετρα των κορυφών του κοινού ορίου των δύο ιδιοκτησιών (πλευρά ΓΔ διαγραμμάτων Διονυσόπουλου), τούτο δε κατά παράβαση των διατάξεων του από 3/8.9.1983 πρ. δ/τος. Ισχυρίσθηκε, ειδικότερα, προσκομίζοντας το από μηνός Ιουνίου 2006 τοπογραφικό διάγραμμα του τοπογράφου μηχανικού, Χρήστου Μυλωνά, ότι το επίμαχο οικόπεδο είναι κεκλιμένο προς τη διασταύρωση των οδών Κοκκινάκη και Κονίτσης, στην οποία το υψόμετρο είναι -3,62 μ. με βάση το και κατά τον μηχανικό αυτόν μηδενικό υψόμετρο της κορυφής Α του οικοπέδου του εφεσιβλήτου. Ισχυρίσθηκε, εξάλλου, ο εκκαλών ότι τα υψόμετρα των κορυφών Γ και Δ του οικοπέδου του εφεσιβλήτου στο όριο με τη δική του ιδιοκτησία δεν είναι μηδενικά, όπως εμφανίζονται στα υποβληθέντα από τον εκκαλούντα τοπογραφικά διαγράμματα Διονυσόπουλου, αλλά στην κορυφή Δ των διαγραμμάτων Διονυσόπουλου (Γ, διαγράμματος Μυλωνά) και Γ των διαγραμμάτων Διονυσόπουλου το υψόμετρο είναι αρνητικό, (-)0,83 μ. (ή -0,88 κατά το διάγραμμα Μυλωνά) χαμηλότερα από τα εμφαινόμενα στο διάγραμμα Διονυσόπουλου εν αναφορά με την μηδενικού υψομέτρου κορυφή Α της ιδιοκτησίας του εφεσιβλήτου. Η εν λόγω υψομετρική διαφορά, η οποία δεν αποτυπώνεται στα υποβληθέντα διαγράμματα, οφείλεται, κατά τους ισχυρισμούς του εκκαλούντος, στην ύπαρξη μαντρότοιχου μήκους 15 μ. στην ιδιοκτησία του, και έχει ως συνέπεια, αφενός μεν τη δημιουργία βαθμίδας που υποβιβάζει την ιδιοκτησία του, με αποτέλεσμα να μειώνεται η αξία της και να πλήττεται η προσωπικότητά του, αφετέρου δε, ομοίως κατά τους ισχυρισμούς του εκκαλούντος, συνεπάγεται τη δυνατότητα ανέγερσης κτισμάτων υψηλοτέρων του νομίμου στο όμορο οικόπεδο του εφεσιβλήτου. Η κλίση, όμως, του εδάφους, η οποία, κατά τα προβληθέντα, καθιστούσε μη νόμιμη την προσβληθείσα οικοδομική άδεια και την αναθεώρησή της, αφορούσε, κατά το προσκομισθέν από τον εκκαλούντα διάγραμμα Μυλωνά, το όλο ΟΤ 623, το δε αρνητικό υψόμετρο -3,62 μ. στο απώτατο αντιδιαμετρικό σημείο του εν λόγω οικοδομικού τετραγώνου, που ευρίσκεται σε μεγάλη απόσταση από την ιδιοκτησία του εφεσιβλήτου κατά τρόπο ώστε μεταξύ της ιδιοκτησίας αυτής και του ως άνω αντιδιαμετρικού σημείου να παρεμβάλλονται και δύο εκτεταμένες ιδιοκτησίες τρίτων, ουδόλως αποδεικνύει ότι υπήρχε κλίση ειδικώς στο τμήμα του οικοδομικού τετραγώνου όπου εντοπίζεται η ιδιοκτησία του εφεσιβλήτου, τούτο δε ανεξαρτήτως του κατά πόσον η κλίση αυτή θα μπορούσε να αποδειχθεί από μόνο το προσκομισθέν από τον εκκαλούντα διάγραμμα Μυλωνά, το οποίο δεν προκύπτει ότι έχει ελεγχθεί από οποιαδήποτε πολεοδομική ή άλλη αρχή. Περαιτέρω, το αρνητικό υψόμετρο -0,83 ή 0,88 μ. στις κορυφές Γ και Δ της ιδιοκτησίας του εφεσιβλήτου εντοπίζεται επέκεινα του κοινού ορίου στην πλευρά της ιδιοκτησίας του εκκαλούντος και οφείλεται, κατά τους ισχυρισμούς του τελευταίου, στην ύπαρξη μαντρότοιχου, και, πάντως, όχι στην πλευρά της ιδιοκτησίας του εφεσιβλήτου, όπου η μόνη ανισοσταθμία του εδάφους που προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου είναι η οφειλόμενη στην μερική καθίζησή του στην πλευρά ΓΔ, η οποία διαπιστώθηκε κατά την αυτοψία που διενεργήθηκε στις 4.5.2007, σύμφωνα με το προμνημονευόμενο 12247/7.5.2007 έγγραφο της Διεύθυνσης Πολεοδομίας του Δήμου Κηφισιάς προς το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών. Κατόπιν τούτου, οι λόγοι ακυρώσεως του εκκαλούντος, σύμφωνα με τους οποίους οι προσβληθείσες με την αίτηση ακυρώσεως πράξεις έπρεπε να ακυρωθούν διότι η αποτύπωση των υψομέτρων στις τέσσερεις κορυφές του οικοπέδου του εφεσιβλήτου στα υποβληθέντα τοπογραφικά διαγράμματα δεν ήταν ακριβής, ήταν αβάσιμοι και ορθώς απορρίφθηκαν από το διοικητικό εφετείο, αβασίμως δε προβάλλεται το αντίθετο με την παρούσα έφεση.
- Επειδή, κατά την έννοια των διατάξεων που παρατίθενται στην τέταρτη σκέψη, η οριστική στάθμη του εδάφους ως αφετηρία μέτρησης των υψών ορισμένης οικοδομής είναι αυτή που προκύπτει, μεταξύ άλλων, από τη διαμόρφωση της φυσικής στάθμης του εδάφους με εκσκαφή ή επίχωσή του. Ως αφετηρία μέτρησης του ύψους των επίμαχων οικοδομών πρέπει, επομένως, να νοηθεί η οριστική στάθμη του εδάφους στο οικόπεδο του εφεσιβλήτου, όπως αυτή έχει, τυχόν, διαμορφωθεί με εκσκαφή ή επίχωση, και όχι σε εκείνο του εκκαλούντος, όπως αυτή έχει ομοίως διαμορφωθεί σε αυτό (βλ. ΣτΕ 1251/2003 Ολομ.). Επομένως, οι λόγοι ακυρώσεως, οι οποίοι στηρίχθηκαν στην εκδοχή ότι η κατασκευή των επίμαχων οικοδομών με αφετηρία μέτρησης των υψών την οριστική στάθμη του εδάφους στο οικόπεδο του εφεσιβλήτου, η οποία είναι υψηλότερη αυτής στο οικόπεδο του εκκαλούντος κατά 0,83 ή 0,88 μ. (0,70 μ., σύμφωνα με το προμνημονευόμενο 12247/7.5.2007 έγγραφο της Διεύθυνσης Πολεοδομίας του Δήμου Κηφισιάς προς το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών), θα έχει ως συνέπεια την ανέγερση κτισμάτων με ύψος μεγαλύτερο του νομίμου, ήταν αβάσιμοι και ορθώς απορρίφθηκαν από το διοικητικό εφετείο. Οι συναφείς, εξάλλου, λόγοι ακυρώσεως του εκκαλούντος, σύμφωνα με τους οποίους η διαφοροποίηση των οριστικών σταθμών του εδάφους δημιουργεί βαθμίδα σε βάρος της ιδιοκτησίας του, η οποία στερεί την ιδιοκτησία αυτή από το φωτισμό, τον ηλιασμό και τον αερισμό, ήταν επίσης αβάσιμοι και ορθώς απορρίφθηκαν, διότι, ανεξαρτήτως του ότι η οικοδομή του εφεσιβλήτου προς το κοινό όριο με την ιδιοκτησία του εκκαλούντος τοποθετείται μετά την 209/2006 αναθεώρηση της οικοδομικής άδειας σε απόσταση 4,00 – 8,40 μ. από το κοινό όριο, από κανένα, πάντως, κανόνα υπέρτερης των εφαρμοσθεισών διατάξεων ισχύος δεν απαγορεύεται η ανέγερση κτισμάτων μεγαλυτέρου ύψους αυτών που έχουν ήδη ανεγερθεί σε όμορες ιδιοκτησίες ούτε η διαμόρφωση της οριστικής στάθμης του εδάφους σε μεγαλύτερο ύψος αυτού που έχει διαμορφωθεί ομοίως σε όμορες ιδιοκτησίες, τηρουμένων, βεβαίως των περιορισμών που εκτίθενται στην τέταρτη σκέψη, των οποίων ούτε προκύπτει ούτε προβάλλεται ότι έχει λάβει χώρα, εν προκειμένω, υπέρβαση.
- Επειδή, με την έφεση προβάλλεται, κατ’ εκτίμηση του δικογράφου, ότι μη νομίμως το διοικητικό εφετείο απέρριψε τους ως άνω λόγους ακυρώσεως χωρίς να σχηματίσει πλήρη δικανική πεποίθηση, εν ανάγκη και δια της εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως για τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης, ως προς το ζήτημα αν η ανισότητα των οριστικών σταθμών του εδάφους των δύο ιδιοκτησιών οφειλόταν ή μη σε επέμβαση στο φυσικό έδαφος της ιδιοκτησίας του εκκαλούντος εκ μέρους του ιδίου. Κρίσιμο, όμως, για την αφετηρία μέτρησης των υψών των οικοδομών του εφεσιβλήτου είναι η οριστική στάθμη του εδάφους στο οικόπεδο όπου αυτές ανεγείρονται και όχι εκείνη του οικοπέδου του εκκαλούντος, όπως και να έχει αυτή διαμορφωθεί (πρβλ. προμν. ΣτΕ 1251/2003 Ολ.). Δεν είναι, κατά συνέπεια, κρίσιμος ο τρόπος με τον οποίο διαμορφώθηκε η οριστική στάθμη του φυσικού εδάφους στο οικόπεδο του εκκαλούντος και, ειδικότερα, δεν είναι κρίσιμη η μορφή των επεμβάσεων στο φυσικό έδαφος προκειμένου να διαμορφωθεί η οριστική του στάθμη, ούτε αν η φυσική στάθμη παρέμεινε όπως είχε διότι δεν έλαβαν χώρα επεμβάσεις που θα διαφοροποιούσαν τη φυσική στάθμη από την οριστική. Συνεπώς, το διοικητικό εφετείο νομίμως δεν ερεύνησε περαιτέρω το ζήτημα αυτό, αφού κρίσιμη, κατά τα ανωτέρω, είναι η οριστική στάθμη του εδάφους και ο τρόπος διαμόρφωσής της στο οικόπεδο όπου υλοποιείται η προσβληθείσα οικοδομική άδεια, και όχι σε άλλα οικόπεδα, ακόμη και παρακείμενα. Πρέπει, επομένως, να απορριφθεί και αυτός ο λόγος εφέσεως.
- Επειδή, με την αίτηση ακυρώσεως ο εκκαλών προέβαλε ότι η προσβληθείσα οικοδομική άδεια και η αναθεώρησή της εκδόθηκαν κατά παράβαση του άρθρου 17 παρ. 4 του Γ.Ο.Κ. 1985 (άρθρο 256 παρ. 4 Κ.Β.Π.Ν.), το οποίο επιβάλλει την προσαρμογή των υποχρεωτικών ακαλύπτων χώρων του οικοπέδου στη μορφολογία του εδάφους του οικοδομικού τετραγώνου. Προέβαλε, ειδικότερα, ότι η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε διττώς, αφενός μεν, διότι η ύπαρξη πισίνας δεν εναρμονίζεται με τη συνολική μορφολογία του οικοδομικού τετραγώνου, αφετέρου δε διότι το οικοδομικό τετράγωνο χαρακτηρίζεται από κλίση, η οποία φθάνει μέχρι το αρνητικό υψόμετρο -3,62, στο δε δικό του οικόπεδο το έδαφος έχει ομοίως αρνητικό υψόμετρο και δημιουργείται βαθμίδα, κατά τα προαναφερόμενα. Ο λόγος αυτός ήταν αβάσιμος, κατά το πρώτο του σκέλος διότι η κατασκευαζόμενη πισίνα δεν αποτελεί ακάλυπτο χώρο του οικοπέδου ώστε να τίθεται, εν πάση περιπτώσει, ζήτημα εναρμόνισής της με τη φυσιογνωμία του οικοδομικού τετραγώνου κατά την έννοια του άρθρου 17 παρ. 4 του Γ.Ο.Κ. 1985. Περαιτέρω, η συνολική κλίση του οικοδομικού τετραγώνου, η οποία φθάνει, κατά τους ισχυρισμούς του εκκαλούντος στο αρνητικό υψόμετρο -3,62 μ., και, πάντως, επιβεβαιώνεται μόνον από το προαναφερόμενο διάγραμμα Μυλωνά, ουδόλως καθιστούσε μη επιτρεπτή, κατά την έννοια του ως άνω άρθρου 17 παρ. 4, την κατασκευή πισίνας βάσει της προσβληθείσης οικοδομικής αδείας, όπως αορίστως, άλλωστε, ισχυρίσθηκε ο εκκαλών. Η ίδια, τέλος, διάταξη, αναφερόμενη κατά τα ανωτέρω, στον ακάλυπτο χώρο του οικοπέδου, δεν αποκλείει, βεβαίως, την εφαρμογή της παρ. 1 του ίδιου άρθρου, η οποία επιτρέπει, υπό τις οριζόμενες στη διάταξη αυτή προϋποθέσεις, τη διαμόρφωση του εδάφους ώστε να προσαρμοσθεί σ’ αυτό το κτίριο που θα ανεγερθεί, ούτε των προαναφερομένων διατάξεων του ίδιου Γ.Ο.Κ. 1985, οι οποίες προβλέπουν τον τρόπο καθορισμού της αφετηρίας μέτρησης των υψών εν αναφορά προς την οριστική στάθμη του εδάφους του οικοπέδου όπου θα κατασκευασθούν οι υπό ανέγερση οικοδομές, και όχι προς αυτήν άλλων ιδιοκτησιών ή άλλων σημείων του οικοδομικού τετραγώνου. Κατά συνέπεια, νομίμως απορρίφθηκε από το διοικητικό εφετείο και αυτός ο λόγος ακυρώσεως, αβασίμως δε προβάλλεται το αντίθετο με την έφεση. Νομίμως, τέλος, απορρίφθηκε από το διοικητικό εφετείο ο λόγος ακυρώσεως, σύμφωνα με τον οποίο μη νομίμως επετράπη η διαμόρφωση της οριστικής στάθμης του εδάφους στην ιδιοκτησία του εφεσιβλήτου σε απόσταση μεγαλύτερη του 1,50 μ. από το φυσικό έδαφος, χωρίς να έχει προηγηθεί γνωμοδότηση της αρμόδιας ΕΠΑΕ, με τη σκέψη ότι από κανένα στοιχείο του φακέλου δεν προέκυπτε η διεξαγωγή εργασιών επίχωσης ή εκσκαφής του εδάφους στην ιδιοκτησία του εφεσιβλήτου μεγαλύτερη του 1,50 μ. Πρέπει, επομένως, να απορριφθεί και ο σχετικός λόγος εφέσεως.
- Επειδή, κατόπιν τούτου, η κρινόμενη έφεση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.