ΣτΕ 2629/2010 [Παράνομη κήρυξη αναδάσωσης σε έκταση αγροτικού χαρακτήρα]
Περίληψη
-Εφόσον, η ύπαρξη δασικής βλάστησης στην επίδικη έκταση ανάγεται στο έτος 1937, πριν η έκταση αυτή αποδοθεί στη γεωργική καλλιέργεια, η δε γεωργική καλλιέργεια που επακολούθησε διατηρήθηκε στη συνέχεια και δεν προκύπτει ότι εγκαταλείφθηκε -οπότε το ακίνητο θα άλλαζε χαρακτήρα και θα υπαγόταν ενδεχομένως στη δασική νομοθεσία, η έκταση έχει αγροτικό χαρακτήρα περιβαλλόμενη, μάλιστα, από εκτάσεις της ίδιας κατηγορίας.
-Εφόσον επομένως, εξακολουθεί η γεωργική χρήση της επίδικης έκτασης, μη νομίμως θεωρήθηκε από τη Διοίκηση ότι φέρει δασικό χαρακτήρα και συνακόλουθα παρανόμως κηρύχθηκε αναδασωτέα.
Πρόεδρος: Αγγ. Θεοφιλοπούλου
Εισηγητής: Χρ. Ντουχάνης
Δικηγόροι: Π. Αθανασούλης
Βασικές σκέψεις
- Επειδή, με την αίτηση αυτή, όπως συμπληρώνεται με το από 2.4.2004 δικόγραφο προσθέτων λόγων, ζητείται η ακύρωση της 2245/18.12.2001 πράξης του Γενικού Γραμματέα της Περιφέρειας Αττικής (ΦΕΚ 1122 Δ’, διόρθ. σφάλματος ΦΕΚ 818/2002 Δ’), με την οποία κηρύχθηκε αναδασωτέα έκταση 3.600 στρ. στη θέση «Ταράτσα» της Κοινότητας Συκαμίνου του Νομού Αττικής.
- Επειδή, το άρθρο 117 παρ. 3 του Συντάγματος ορίζει ότι «δημόσια ή ιδιωτικά δάση και δασικές εκτάσεις που καταστράφηκαν ή καταστρέφονται από πυρκαγιά ή που με άλλο τρόπο αποψιλώθηκαν ή αποψιλώνονται, δεν αποβάλλουν για το λόγο αυτό το χαρακτήρα που είχαν πριν καταστραφούν, κηρύσσονται υποχρεωτικά αναδασωτέες και αποκλείεται να διατεθούν για άλλο προορισμό». Εξ άλλου, κατά το άρθρο 38 παρ. 1 του ν. 998/1989 (ΦΕΚ 289 Α’) «κηρύσσονται υποχρεωτικώς ως αναδασωτέα τα δάση και αι δασικαί εκτάσεις, ανεξαρτήτως της ειδικωτέρας κατηγορίας αυτών ή της θέσεως εις ήν ευρίσκονται, εφ’ όσον ταύτα καταστρέφονται ή αποψιλούνται συνεπεία πυρκαϊάς ή παρανόμου υλοτομίας αυτών…», ενώ, κατά το άρθρο 41 παρ. 1 του ίδιου νόμου, «η κήρυξις εκτάσεων ως αναδασωτέων ενεργείται δι’ αποφάσεως του οικείου νομάρχου [και, ήδη, του Γενικού Γραμματέα της Περιφέρειας, Ν. 2503/1997 – ΦΕΚ 107 Α’], καθοριζούσης σαφώς τα όρια της εκτάσεως η οποία κηρύσσεται αναδασωτέα και συνοδευομένης υποχρεωτικώς υπό σχεδιαγράμματος, το οποίον δημοσιεύεται εν φωτοσμικρύνσει μετά της αποφάσεως εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως». Τέλος, σύμφωνα με το ίδιο άρθρο 41 παρ. 3 του ν. 998/1979 «ειδικώς προκειμένου περί κηρύξεως εκτάσεων ως αναδασωτέων ένεκα μερικής ή ολικής καταστροφής δάσους ή δασικής εκτάσεως εκ πυρκαϊάς ή άλλης αιτίας εκ των εν άρθρο) 38 παρ. 1 αναφερομένων, η κατά την παρ. 1 του παρόντος άρθρου απόφασις … εκδίδεται μετά εισήγησιν της αρμοδίας δασικής υπηρεσίας, υποχρεωτικώς εντός τριών μηνών [ήδη δύο μηνών, βλ. άρθρο 12 παρ. 2 του Ν. 2040/1992, ΦΕΚ 70 Α’] από της καταστολής της πυρκαϊάς ή της διαπιστώσεως της εξ άλλης αιτίας καταστροφής …». Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, κάθε αποψιλούμενη δασική έκταση, δημόσια ή ιδιωτική, κηρύσσεται υποχρεωτικώς αναδασωτέα με μόνη την αντικειμενική διαπίστωση της συνδρομής των προϋποθέσεων που προβλέπει η ως άνω συνταγματική διάταξη, η δε απόφαση περί αναδασώσεως πρέπει να αιτιολογείται πλήρως ως προς το χαρακτηρισμό της εκτάσεως ως δάσους ή δασικής εκτάσεως, η αιτιολογία, όμως, αυτή μπορεί να συμπληρώνεται και από τα λοιπά στοιχεία του φακέλου (πρβλ. ΣτΕ 2519/2009, 2875/2007, 1567/2006, 4323/2005, 3889/2004 κ.ά.).
- Επειδή, όπως, εν προκειμένω, προκύπτει από το φάκελο της υπόθεσης, σε έκταση 3.600 τ.μ., η οποία ευρίσκεται στη θέση «Ταράτσα» της Κοινότητας Συκαμίνου του Νομού Αττικής διενεργήθηκε αυτοψία από δασική υπάλληλο. Κατάτην αυτοψία αυτή (από 15.3.2001 έκθεση), διαπιστώθηκε ότι η εν λόγω έκταση έχει βόρειο προσανατολισμό, κλίση 10%-20%, έδαφος γαιώδες και ασβεστολιθικό και συνορεύει προς βορρά με γεωργική έκταση και προς νότο, ανατολάς και δυσμάς επίσης με γεωργική έκταση, η οποία έχει εκχερσωθεί. Σύμφωνα, εξάλλου, με την από 15.3.2001 φωτοερμηνεία αεροφωτογραφιών της ίδιας δασικής υπαλλήλου, η έκταση είχε τη μορφή δάσους κατά το έτος 1937, όπως και η περιβάλλουσα αυτήν έκταση, καλυπτόμενη από άτομα χαλεπίου πεύκης και αειφύλλων – πλατύφυλλων με πυκνότητα 90%, το έτος 1945 η έκταση είναι ενδεχομένως αποτεφρωμένη και, πάντως, ήδη εκχερσωμένη, το έτος 1962, δηλαδή, μετά τη νομιμοποίηση των παράνομων εκχερσώσεων για μόνιμη γεωργική καλλιέργεια, η οποία διενεργήθηκε με απόφαση του Υπουργού Γεωργίας, η έκταση είναι γεωργική και κατά τα έτη 1978 και 1989 η έκταση εμφανίζεται επίσης γεωργική με κτίσμα στη νότια πλευρά της. Κατόπιν τούτου, και αφού εκδόθηκε η 1481/16.3.2001 πρόταση για αναδάσωση της έκτασης αυτής από το Δασάρχη Καπανδριτίου, εκδόθηκε η προσβαλλόμενη 2245/18.12.2001 πράξη του Γενικού Γραμματέα της Περιφέρειας Αττικής (ΦΕΚ 1122 Δ’, διόρθ. σφάλματος ΦΕΚ 818/2002 Δ’), με την οποία αυτή κηρύχθηκε αναδασωτέα.
- Επειδή, με την με την υπό κρίση αίτηση προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αναιτιολόγητη, διότι το όργανο που την εξέδωσε παρέλειψε να εξετάσει τη συνδρομή και των άλλων στοιχείων, πλην του χαρακτήρα της βλαστήσεως, που καλύπτει τη συγκεκριμένη έκταση, τα οποία συναπαρτίζουν την έννοια του δάσους, δηλαδή την εξυπηρέτηση των λειτουργιών της παραγωγής δασικών προϊόντων κ.λπ. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, διότι, όπως έχει παγίως κριθεί, ο νομοθέτης θεωρεί επαρκή, προκειμένου να προσδοθεί σε μία έκταση δασικός χαρακτήρας, τη μορφή της βλάστησης, από την οποία αυτή καλύπτεται, μνημονεύει δε τα λοιπά στοιχεία της έννοιας του δάσους κατά πλεονασμό, αφού η συνδρομή τους θεωρείται αυταπόδεικτη, εφόσον, βεβαίως, η έκταση για την οποία πρόκειται, καλύπτεται, πράγματι, από δασική βλάστηση (πρβλ. ΣτΕ 3851/2007 1672/2007, 3889/2004 κ.ά).
- Επειδή, εξάλλου, η κρίση της Διοίκησης ως προς το δασικό χαρακτήρα της επίμαχης έκτασης στηρίζεται, κατά τα προαναφερόμενα, αποκλειστικώς και μόνο σε αεροφωτογραφίες του έτους 1937, ενώ η ίδια έκταση εμφανίζεται γυμνή οποιασδήποτε βλαστήσεως ήδη από το έτος 1945. Περαιτέρω, από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτει ότι η έκταση αυτή, της οποίας είχε εγκριθεί η απόδοση στη γεωργική καλλιέργεια με απόφαση του Υπουργού Γεωργίας ήδη από το 1954, δηλαδή μετά την πάροδο μακρού χρόνου από την απώλεια της δασικής της βλάστησης, είχε πράγματι προσλάβει γεωργική μορφή κατά το έτος 1962, την οποία διατήρησε και μεταγενεστέρως (1978 και 1989). Υπό τα δεδομένα αυτά, εφόσον, δηλαδή, η ύπαρξη δασικής βλάστησης ανάγεται στο έτος 1937, πριν η έκταση αυτή αποδοθεί στη γεωργική καλλιέργεια, η δε γεωργική καλλιέργεια που επακολούθησε διατηρήθηκε στη συνέχεια και δεν προκύπτει ότι εγκαταλείφθηκε, οπότε το ακίνητο θα άλλαζε χαρακτήρα και θα είχαν, ενδεχομένως, επ’ αυτού εφαρμογή οι διατάξεις της δασικής νομοθεσίας (πρβλ. ΣτΕ 2476/2009, 137/2009, 3753/2007, 1661/2005 κ.ά.), η έκταση, για την οποία πρόκειται, έχει αγροτικό χαρακτήρα περιβαλλόμενη, μάλιστα, από εκτάσεις της ίδιας κατηγορίας προς ανατολάς, νότο και δυσμάς και από έκταση, η οποία φαίνεται να είχε ανέκαθεν αγροτικό χαρακτήρα προς βορρά (βλ. από 15.3.2001 έκθεση αυτοψίας και φωτοερμηνείας αεροφωτογραφιών). Ο αγροτικός εξάλλου, χαρακτήρας της επίμαχης έκτασης δεν αλλοιώνεται από την ανέγερση κτίσματος σε μικρό τμήμα της βάσει της 4265/28.6.1975 οικοδομικής άδειας της Υπηρεσίας Πολεοδομίας Ανατολικής Αττικής, με την οποία επετράπη σε δικαιοπάροχο της αιτούσας η ανέγερση κτιρίου εμβαδού 43,01 τ.μ., αφού ο Δασάρχης Πεντέλης είχε βεβαιώσει με το Χ 3364/26.4.1975 έγγραφό του, ότι η επίδικη έκταση δεν αποτελεί δάσος ή δασική έκταση κατά την έννοια του άρθρου 1 του Ν.Δ. 86/69 ούτε έχει κηρυχθεί αναδασωτέο και δεν υφίσταται καμία δέσμευση για την εγκατάσταση οικήματος σ’ αυτή. Εφόσονεπομένως, εξακολουθεί η γεωργική χρήση της έκτασης αυτής, μη νομίμως η εν λόγω έκταση θεωρήθηκε από τη Διοίκηση ότι φέρει δασικό χαρακτήρα. Για το λόγο αυτό, ο οποίος προβάλλεται βασίμως, η υπό κρίση αίτηση πρέπει να γίνει δεκτή και να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη πράξη.
- Επειδή, μετά την ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης για τον προαναφερόμενο λόγο, η εξέταση των λοιπών προβαλλομένων λόγων ακυρώσεως αποβαίνει αλυσιτελής.