ΣτΕ 1376/2016 [Εξαίρεση από την κατεδάφιση συνιδιόκτητης οικοδομής]
Περίληψη
-Δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η τήρηση της διαδικασίας εξαιρέσεως από την κατεδάφιση εν προκειμένω «ενέχει» άρνηση ή παράλειψη ανακλήσεως της εν λόγω οικοδομικής άδειας, προεχόντως διότι η ανάκληση οικοδομικής άδειας, η οποία επιτρέπεται κατ’ εφαρμογήν των οικείων διατάξεων για συγκεκριμένους λόγους και η διαδικασία εξαιρέσεως από την κατεδάφιση αυθαίρετης «μικρής παραβάσεως» κατά τις εφαρμοσθείσες διατάξεις, είναι διαδικασίες αυτοτελείς και ανεξάρτητες μεταξύ τους.
-Αίτηση εξαιρέσεως από την κατεδάφιση αυθαίρετης κατασκευής που συνιστά «μικροπαράβαση» μπορεί κατά τις κρίσιμες διατάξεις να υποβάλει κάθε συνιδιοκτήτης. Η διαδικασία εκδόσεως ή αναθεωρήσεως οικοδομικής άδειας είναι διαφορετική και ανεξάρτητη από τη διαδικασία εξαιρέσεως αυθαιρέτου από την κατεδάφιση, μπορεί δε να ζητηθεί από τον ενδιαφερόμενο συνιδιοκτήτη χωρίς να απαιτείται η σύμπραξη όλων των συνιδιοκτητών.
Πρόεδρος: Χρ. Ράμμος
Εισηγητής: Θ. Αραβάνης
Βασικές σκέψεις
- Επειδή, για την άσκηση της κρινομένης εφέσεως έχει καταβληθεί παράβολο τριάντα (30) ευρώ (1559684/2006 γραμμάτιο παραβόλου), αντί παραβόλου δεκαπέντε (15) ευρώ που απητείτο κατά νόμον για την άσκηση εφέσεως σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο της παραγρ. 1 του άρθρου 36 του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8), όπως το εδάφιο αυτό αντικαταστάθηκε με την παράγρ. 3 του άρθρου 4 του ν. 2479/1997 (Α΄ 67). Συνεπώς, το μη οφειλόμενο ποσό παραβόλου πρέπει να επιστραφεί στον εκκαλούντα ανεξαρτήτως εκβάσεως της δίκης (ΣΕ 1896/2009, 3846/2008 κ.ά.).
- Επειδή, με την έφεση αυτή ο εκκαλών, συγκύριος οικοδομής επί των οδών Λ. Κατσώνη και Νικηταρά, στο Ο.Τ. 972 Α του εγκεκριμένου ρυμοτομικού σχεδίου της Λάρισας, ζητεί την εξαφάνιση της αποφάσεως 381/2005 του Διοικητικού Εφετείου Λάρισας, με την οποία απερρίφθη αίτηση ακυρώσεως αυτού κατά α) της 30/5.6.2001 αποφάσεως του Νομάρχη Λάρισας, με την οποία εξαιρέθηκε από την κατεδάφιση, κατόπιν αιτήσεως των λοιπών συγκυρίων της οικοδομής, αυθαίρετο τμήμα αυτής, κατασκευασθέν καθ’ υπέρβαση της 525/13.10.1989 οικοδομικής άδειας του Τμήματος Πολεοδομίας του Δήμου Λάρισας, β) της εν λόγω 525/13.10.1989 οικοδομικής άδειας, γ) της αρνήσεως του Δήμου Λάρισας να ανακαλέσει την οικοδομική αυτή άδεια και δ) της από 16.5.2001 αποφάσεως του Προϊσταμένου της Διεύθυνσης Πολεοδομίας του Δήμου Λάρισας περί επιβολής προστίμου ανέγερσης και διατήρησης του ως άνω αυθαίρετου τμήματος της οικοδομής.
- Επειδή, νομίμως συζητήθηκε η υπόθεση χωρίς την παράσταση των εφεσιβλήτων διοικητικών αρχών, δεδομένου ότι, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, έγιναν ως προς αυτές οι νόμιμες κοινοποιήσεις.
- Επειδή, στο άρθρο 9 παρ. 8 του ν. 1512/1985 (Α΄ 4), όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 23 παρ. 6 περ. γ΄ του ν. 2300/1995 (Α΄ 69), ορίζεται ότι: «Με απόφαση του Νομάρχη μπορεί να εγκρίνεται η εξαίρεση ή όχι από την κατεδάφιση αυθαιρέτων κατασκευών εάν πρόκειται για μικρές παραβάσεις, των οποίων κατασκευών η κατεδάφιση θα κατέληγε σε υπέρμετρη βλάβη του κτιρίου ή θα έθετε σε κίνδυνο τη φέρουσα κατασκευή αυτού ή θα παράβλαπτε την αισθητική εμφάνιση των κτιρίων ή θα απαιτούσε υπέρμετρες δαπάνες για την αποκατάσταση της αισθητικής και των οποίων η διατήρηση εν πάση περιπτώσει δεν θα έθετε σε κίνδυνο την ασφάλεια της κατασκευής ούτε θα απέβαινε σε βάρος της πόλεως. Η απόφαση της εξαίρεσης εκδίδεται με σύμφωνη γνώμη του Συμβουλίου Χωροταξίας, Οικισμού και Περιβάλλοντος του Νομού. Στην περίπτωση αυτή επιβάλλονται τα προβλεπόμενα από την παράγραφο 2 του άρθρου 17 του ν. 1337/1983 πρόστιμα. Με την απόφαση εξαίρεσης το επιβαλλόμενο πρόστιμο διατήρησης της περίπτωσης β΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 17 του ν. 1337/1983 μπορεί να μετατρέπεται σε πρόστιμο εφάπαξ. Το ύψος του εφάπαξ αυτού προστίμου ορίζεται στο τετραπλάσιο του προστίμου ανέγερσης της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 2 του ίδιου άρθρου. Σε περίπτωση που έχει εκδοθεί η απόφαση εξαίρεσης, μπορεί να εκδίδεται συμπληρωματική απόφαση του οικείου νομάρχη. Τυχόν βεβαιωθέντα πρόστιμα διατήρησης συμψηφίζονται με το εφάπαξ καταβαλλόμενο πρόστιμο. Τυχόν καταβληθέντα πρόστιμα διατήρησης κατά το ποσό που υπερβαίνουν το ποσό του εφάπαξ προστίμου δεν επιστρέφονται. Με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων καθορίζονται οι προϋποθέσεις για τη μετατροπή του προστίμου διατήρησης σε εφάπαξ καταβαλλόμενο πρόστιμο είτε αυτή γίνεται με την απόφαση της εξαίρεσης από την κατεδάφιση είτε με συμπληρωματική απόφαση νομάρχη, καθώς και η σχετική διαδικασία και κάθε άλλη λεπτομέρεια» [βλ. και ομοίου περιεχομένου διατάξεις του άρθ. 123 παρ. 3 – 4 του ΓΟΚ 1973, ν.δ. 8/1973 (Α΄ 124)]. Περαιτέρω, η παράγρ. 4 του άρθρου 17 του ν. 1337/1983 (Α΄ 33) ορίζει ότι: «4. Υπόχρεοι για την καταβολή των προστίμων είναι οι κύριοι ή συγκύριοι του αυθαιρέτου που ευθύνονται ο καθένας για την καταβολή ολόκληρου του προστίμου. Σε περίπτωση εκτέλεσης εργασιών με το σύστημα της οικοδόμησης “επί αντιπαροχή” τα πρόστιμα επιβάλλονται σε βάρος των “επί αντιπαροχή” κατασκευαστών που ευθύνεται ο καθένας για την καταβολή ολόκληρου του προστίμου.».
- Επειδή, όπως έχει κριθεί, κατά την έννοια του ανωτέρω άρθρου 9 παρ. 8 του ν. 1577/1985, στενώς ερμηνευτέου εν όψει του άρθρου 24 παρ. 2 του Συντάγματος που επιβάλλει την εξασφάλιση των καλύτερων δυνατών όρων διαβίωσης κατά τη διαμόρφωση, ανάπτυξη και πολεοδόμηση των πόλεων, η κατεδάφιση κάθε αυθαίρετης και κατεδαφιστέας κατασκευής αποτελεί τον κανόνα, η δε εξαίρεση από την κατεδάφιση αποτελεί την εξαίρεση από τον κανόνα αυτόν. Ως εκ τούτου, η απορριπτική σχετικού αιτήματος νομαρχιακή απόφαση δεν έχει ανάγκη ειδικής αιτιολογίας διότι ευρίσκει έρεισμα στην παραβιασθείσα διάταξη της πολεοδομικής νομοθεσίας και, συνεπώς, αρκεί για την αιτιολόγησή της η περιγραφή της συγκεκριμένης αυθαίρετης κατασκευής και η διαπίστωση ότι η παρέμβαση δεν είναι μικρή. Για την αποδοχή, όμως, του αιτήματος εξαιρέσεως από την κατεδάφιση απαιτείται να διαπιστώνεται η συνδρομή σωρευτικώς τεσσάρων προϋποθέσεων, από τις οποίες η δεύτερη μπορεί να υπάρχει εναλλακτικά σε μια από τις απαριθμούμενες στο νόμο τέσσερις περιπτώσεις. Έτσι απαιτείται να βεβαιώνεται αιτιολογημένα, πρώτον, ότι η παράβαση είναι μικρή, δεύτερον, ότι η κατεδάφιση του αυθαιρέτου θα κατέληγε σε υπέρμετρη βλάβη του κτιρίου ή θα έθετε σε κίνδυνο τη φέρουσα κατασκευή του ή θα παράβλαπτε την αισθητική του εμφάνιση ή θα απαιτούσε υπέρμετρες δαπάνες για την αποκατάσταση της αισθητικής, τρίτον, ότι η διατήρηση του αυθαιρέτου δεν θέτει σε κίνδυνο την ασφάλεια της κατασκευής και τέταρτον, ότι η διατήρηση του αυθαιρέτου δεν αποβαίνει σε βάρος της πόλης (ΣΕ 564/2005, 3678/1999, 2566/1999, 215/1996, κ.ά.), ως τοιαύτης νοουμένης όχι μόνο όλης της πόλης, αλλά και ορισμένης περιοχής ή και μικρού τμήματος αυτής ή και όμορης οικοδομής (ΣΕ 4459/1984, πρβλ. 2583/1975 Ολομ.).
- Επειδή, εξ άλλου, στον ν. 3741/1929 «Περί της ιδιοκτησίας κατ’ ορόφους» (Α΄ 4), ο οποίος διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ δυνάμει του άρθρου 54 του Εισαγωγικού Νόμου αυτού, ορίζονται, μεταξύ άλλων, τα εξής: «Άρθρο 1: 1. Αναγνωρίζεται η διηρημένη κατ’ ορόφους ή μέρη αυτών ιδιοκτησία επί του αυτού οικοδομήματος. Άρθρο 2: 1. Αδιαίρετος είναι η ιδιοκτησία επί του εδάφους, των θεμελίων, των πρωτοτοίχων, της στέγης, των καπνοδόχων, των αυλών, φρεάτων, ανελκυστήρων, βόθρων, εγκαταστάσεων κεντρικής θερμάνσεως και παντός άλλου πράγματος χρησιμεύοντος προς κοινήν των ιδιοκτητών χρήσιν. 2. … 3. Αγωγή προς διαίρεσιν των αδιαιρέτων ως άνω πραγμάτων επιτρέπεται μόνον μετά πλήρη καταστροφήν του οικοδομήματος …. Άρθρο 3: 1. Ο ιδιοκτήτης εκάστου ορόφου ή μέρους αυτού έχει πάντα τα εις τον κύριον ανήκοντα δικαιώματα, εφ’ όσον η άσκησις αυτών δεν παραβλάπτει την χρήσιν των άλλων ιδιοκτητών ή δεν μειοί την ασφάλειαν αυτών ή του οικοδομήματος. 2. Υπό τους αυτούς όρους δύναται να επιχειρήση μεταβολάς ή προσθήκας επί των αδιαιρέτως κοινών μερών του οικοδομήματος». Εξ άλλου, ο Α.Κ. [π.δ. 456/1984 (Α΄ 164)] στο 25ο Κεφάλαιο περί κοινωνίας ορίζει, μεταξύ άλλων, τα εξής: «Άρθρο 785, Έννοια: Αν ένα δικαίωμα ανήκει σε περισσοτέρους από κοινού, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, υπάρχει ανάμεσά τους κοινωνία κατ’ ιδανικά μέρη. Σε περίπτωση αμφιβολίας λογίζεται ότι τα μέρη είναι ίσα», «Άρθρο 788, Διοίκηση του κοινού: Η διοίκηση του κοινού ανήκει σε όλους μαζί τους κοινωνούς. Στις μεταξύ τους σχέσεις ευθύνονται για κάθε πταίσμα. Αν επίκειται κίνδυνος, καθένας από αυτούς έχει δικαίωμα, και χωρίς τη συναίνεση των λοιπών, να λάβει τα μέτρα που απαιτούνται για τη συντήρηση του πράγματος», «Άρθρο 789, Αποφάσεις με πλειοψηφία: Με απόφαση της πλειοψηφίας των κοινωνών μπορεί να καθοριστεί ο τρόπος της τακτικής διοίκησης και εκμετάλλευσης που αρμόζει στο κοινό αντικείμενο. Η πλειοψηφία υπολογίζεται με βάση το μέγεθος των μερίδων.» Τα ανωτέρω άρθρα εφαρμόζονται και επί συγκυριότητας, σύμφωνα με το άρθρο 1113 του ίδιου Κώδικα, το οποίο ορίζει ότι «Άρθρο 1113, Κοινό πράγμα: Αν η κυριότητα του πράγματος ανήκει σε περισσοτέρους εξ αδιαιρέτου κατ’ ιδανικά μέρη, εφαρμόζονται οι διατάξεις για την κοινωνία». Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών με εκείνες που παρατίθενται στην 4η σκέψη, προκύπτει ότι η κατεδάφιση αυθαίρετης κατασκευής σε οικοδομή, η οποία ανήκει σε περισσότερους από κοινού, εμπίπτει στην έννοια του «επικείμενου κινδύνου» κατά την έννοια του άρθρου 788 ΑΚ και, συνεπώς, σε περίπτωση διαφωνίας των συγκυρίων όσον αφορά την εξαίρεσή της από την κατεδάφιση, η σχετική αίτηση, ως κατάλληλο «μέτρο συντηρήσεως» κατά την έννοια της ίδιας διατάξεως, μπορεί να υποβληθεί από οποιονδήποτε συγκύριο, ο οποίος άλλωστε ευθύνεται εις ολόκληρο για την καταβολή των σχετικών προστίμων σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγρ. 4 του ν. 1337/1983, κατ’ απόκλιση από την αρχή της “συλλογικής διοικήσεως” που αποτελεί τον κανόνα στην κοινωνία δικαιώματος κατ’ ιδανικά μέρη (πρβλ. ΣΕ 250/1965 Ολομ., 2413/1997 7μ. σκ. 10, ΑΠ 1160/2010).
- Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, από την εκκαλουμένη και τα στοιχεία του φακέλου προκύπτουν τα εξής: Με την οικοδομική άδεια 170/10.6.1985 του Τμήματος Πολεοδομίας του Δήμου Λάρισας επετράπη στην Γλυκερία Αντωνίου, δικαιοπάροχο (μητέρα) του εκκαλούντος, η ανέγερση διώροφης οικοδομής (ισόγειο και 1ος όροφος) με υπόγειο σε οικόπεδό της, εμβαδού 201,73 τ.μ., επί των οδών Λάμπρου Κατσώνη και Νικηταρά στην Λάρισα. Προτιθέμενη μελλοντικώς να ανεγείρει εκεί πενταώροφη πολυκατοικία, η ανωτέρω ιδιοκτήτρια με την 12108/ 16.12.1985 δήλωσή της ενώπιον του συμβολαιογράφου Λάρισας Γ. Φυτιλή προέβη σε σύσταση οριζόντιας ιδιοκτησίας και ορισμό κανονισμού της μέλλουσας να ανεγερθεί πολυκατοικίας, κατόπιν δε τούτου πώλησε και μεταβίβασε στους 3η, 4η, 5ο και 6η των εφεσιβλήτων Ευαγγελία, Αναστασία, Χαράλαμπο και Ιωάννα Καραθανάση, αντιστοίχως, ένα ισόγειο κατάστημα (Κ1), ένα διαμέρισμα (Δ1) στον μέλλοντα να ανεγερθεί 2ο υπέρ το ισόγειο όροφο, ένα διαμέρισμα στον μέλλοντα να ανεγερθεί 3ο υπέρ το ισόγειο όροφο και έτερο διαμέρισμα στον ίδιο όροφο (βλ. αντιστοίχως τα 12109/16.12.1985, 12180/11.2.1986, 12945/22.7.1987 και 12946/ 22.7.1987 συμβόλαια του αυτού ως άνω συμβολαιογράφου). Ακολούθως, με την 3951/88/4.9.1989 πράξη του Τμήματος Πολεοδομίας Λάρισας, η οποία εκδόθηκε στο όνομα της Γλυκερίας Αντωνίου, αναθεωρήθηκε η 170/1985 οικοδομική άδεια «ως προς το περιτύπωμα της οικοδομής». Στο οικείο, από Δεκεμβρίου 1988 τοπογραφικό διάγραμμα του μηχανικού Ν. Καραΐσκου, το επίδικο οικόπεδο φέρεται να έχει εμβαδόν 247,53 τ.μ., περιλαμβάνεται δε και «δήλωση υλοποίησης ορίων», υπογραφόμενη από την Γλυκερία Αντωνίου, σύμφωνα με την οποία τα όρια που έχουν «υλοποιηθεί» στο οικόπεδο «είναι ορθά». Στη συνέχεια, με την οικοδομική άδεια 525/13.10.1989 του Τμήματος Πολεοδομίας του Δήμου Λάρισας, η οποία εκδόθηκε επ’ ονόματι των Γλυκερίας Αντωνίου και της 7ης εφεσιβλήτου Αλεξάνδρας Καραθανάση – Σακκά (μητέρας των λοιπών ως άνω εφεσιβλήτων), επετράπη η προσθήκη 2ου, 3ου, 4ου και 5ου ορόφων και δώματος στην επίμαχη οικοδομή, εκ των οποίων, όπως προκύπτει από σχετική θεώρηση επί του στελέχους της οικοδομικής άδειας, στις 2.11.2001 είχαν περατωθεί οι 2ος και 3ος όροφοι, όπου τα διαμερίσματα των εφεσιβλήτων. Στο συνημμένο στη άδεια αυτή, από Δεκεμβρίου 1988, τοπογραφικό διάγραμμα κάλυψης του μηχανικού Χ. Παπαδούλη, το επίδικο οικόπεδο φέρεται επίσης να έχει εμβαδόν 247,53 τ.μ., προσαρτάται δε ομοίως ενυπόγραφη δήλωση της Γλυκερίας Αντωνίου περί του ότι τα υλοποιηθέντα όρια του οικοπέδου είναι ορθά. Μετά ταύτα, με το 4207/26-10-1992 έγγραφό του προς την Πολεοδομία του Δήμου Λάρισας ο εκκαλών, ο οποίος εν τω μεταξύ απέκτησε από την μητέρα του Γλυκερία Αντωνίου την ψιλή κυριότητα ενός ισόγειου καταστήματος, δύο διαμερισμάτων στον 1ο όροφο, καθώς και το δικαίωμα ανέγερσης 4ου ορόφου στην επίμαχη οικοδομή (βλ. 565/31.12.1991 συμβόλαιο γονικής παροχής της συμβολαιογράφου Λάρισας Μ. Πετρωτού), κατήγγειλε ότι τα όρια του οικοπέδου, όπως αυτά αποτυπώνονται στο τοπογραφικό διάγραμμα της οικοδομικής άδειας 525/13.10.1989 «που αντιστοιχεί στους 2ο, 3ο, 4ο και 5ο όροφο της οικοδομής» είναι «ανύπαρκτα και παραποιημένα», κάλεσε δε την ανωτέρω αρχή να πραγματοποιήσει σχετικό έλεγχο. Σε αυτοψία της 10.11.1991 διαπιστώθηκε, μεταξύ άλλων, ότι το τοπογραφικό διάγραμμα της «525/4.9.1989 οικοδομικής άδειας» [πλην, δεδομένου ότι δεν υφίσταται οικοδομική άδεια με στοιχεία «525/4.9.1989», νοείται προφανώς είτε η «525/13.10.1989» οικοδομική άδεια, είτε η «3951/88/4.9.1989» πράξη αναθεώρησης, είτε αμφότερες] «δεν συμφωνεί με την υφιστάμενη κατάσταση του οικοπέδου και ειδικά στα όμορα αυτών» (βλ. 353/16.11.1992 έγγραφο του Τμήματος Πολεοδομικών Εφαρμογών του Δήμου Λάρισας προς τον εκκαλούντα). Όπως προκύπτει από τα ανωτέρω στοιχεία, η διαφορά στο εμβαδόν του επίδικου οικοπέδου προέκυψε από το γεγονός ότι η ιδιοκτήτρια Γλυκερία Αντωνίου εμφάνισε οικόπεδο μεγαλύτερο από το πραγματικό δια της «προσθήκης» επιφάνειας 38 περίπου τ.μ. όμορου οικοπέδου, εμβαδού 700 τ.μ. περίπου, κειμένου νοτίως του επίδικου και ανήκοντος επίσης στην ιδιοκτησία της, το οποίο μάλιστα περιήλθε τελικά στον εκκαλούντα (βλ. 2635/16.10.1997 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Λάρισας Στυλ. Νούλα), τούτο δε είχε ως αποτέλεσμα μικρή αύξηση της καλύψεως της οικοδομής σε όλους τους ορόφους αυτής, δεκτική εξαιρέσεως από την κατεδάφιση με νομαρχιακή απόφαση (βλ. 3194/3.4.2000 έγγραφο του Αντιδημάρχου Λάρισας προς το Υπουργείο ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε., βλ. επίσης από 3.1.1995 εξώδικη δήλωση των 3ης, 4ης, 5ου και 6ης των εφεσιβλήτων). Κατόπιν τούτου οι άνω εφεσίβλητοι, με τις 7530 – 7533/12.9.2000 αιτήσεις τους προς τη Δ/νση Πολεοδομίας του Δήμου Λάρισας ζήτησαν να χαρακτηρισθεί ως «μικροπαράβαση» και να εξαιρεθεί από την κατεδάφιση η σημειωθείσα αύξηση της καλύψεως, ανερχόμενη σε 3 – 4 τ.μ. περίπου ανά όροφο της τετραώροφης οικοδομής, και να τους επιτραπεί να καταβάλουν εφ’ άπαξ το επιβληθησόμενο πρόστιμο. Κατόπιν αυτού, με την 7532Β/16.05.2001 απόφαση του Προϊσταμένου του Τμήματος Πολεοδομικών Εφαρμογών του Δήμου Λάρισας επιβλήθηκε στους ανωτέρω εφ’ άπαξ πρόστιμο ανέγερσης και διατήρησης για την αυθαίρετη κατασκευή των 13.57 τ.μ. Περαιτέρω, βάσει της 7/31.5.2001 σύμφωνης γνωμοδοτήσεως του Σ.Χ.Ο.Π. Ν. Λάρισας εκδόθηκε η 30/5.6.2001 απόφαση του Νομάρχη Λάρισας, με την οποία η ανωτέρω «αυθαίρετη κατασκευή» εμβαδού 13,57 τ.μ. εξαιρέθηκε από την κατεδάφιση. Ειδικότερα, στην απόφαση αυτή αναφέρεται ότι «Η αυθαίρετη κατασκευή βρίσκεται στο υπόγειο, ισόγειο, Α΄, Β΄, Γ΄ και Δ΄ όροφο της οικοδομής, προέκυψε από μείωση της επιφάνειας του οικοπέδου και είναι εντός των ορίων του συντελεστή δομήσεως» και ότι «[η] απόφαση αυτή αφορά μόνο την υπάρχουσα οικοδομή και όχι πιθανόν μελλοντικούς ορόφους». Κατά των άνω πράξεων επιβολής προστίμου, εξαιρέσεως από την κατεδάφιση, 525/13.10.1989 οικοδομικής άδειας και της «αρνήσεως» της Πολεοδομίας να ανακαλέσει την εν λόγω άδεια ο εκκαλών άσκησε αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Λάρισας, η οποία απερρίφθη με την εκκαλούμενη απόφαση. Ειδικότερα, η αίτηση απερρίφθη ως εκπρόθεσμη καθ’ ο μέρος στρεφόταν κατά της 525/1989 και της 170/1985 οικοδομικής άδειας, ως απαράδεκτη καθ’ ο μέρος στρεφόταν κατά της αρνήσεως του Δήμου Λάρισας να ανακαλέσει την οικοδομική άδεια 525/1989, με την αιτιολογία ότι η Διοίκηση δεν έχει υποχρέωση ανακλήσεως παράνομων πράξεων, και ως ασκούμενη άνευ εννόμου συμφέροντος κατά της πράξεως επιβολής προστίμου με την αιτιολογία ότι το πρόστιμο αφορούσε τους λοιπούς συνιδιοκτήτες και όχι τον αιτούντα. Τέλος, λόγος ακυρώσεως ότι η πράξη εξαιρέσεως από την κατεδάφιση εκδόθηκε χωρίς τη συναίνεση όλων των συνιδιοκτητών απερρίφθη με την αιτιολογία ότι προς αποτροπή επικείμενου κινδύνου, όπως η κατεδάφιση του κοινού ακινήτου λόγω αυθαίρετης κατασκευής, αίτηση για την εξαίρεση από την κατεδάφιση μπορεί να υποβάλει καθένας των συνιδιοκτητών, χωρίς να απαιτείται η συναίνεση όλων, σύμφωνα με το άρθρο 788 εδ. γ΄ ΑΚ, που εφαρμόζεται αναλογικά λόγω απουσίας σχετικής ρυθμίσεως στο άρθρο 9 παρ.8 του ν. 1512/1985, και επομένως αρκούσε η υπογραφή των λοιπών συνιδιοκτητών.
- Επειδή, το Διοικητικό Εφετείο απέρριψε ως εκπρόθεσμη την αίτηση ακυρώσεως καθ’ ο μέρος στρεφόταν κατά της 525/1989 οικοδομικής άδειας διότι από σειρά εγγράφων, που παρατίθενται αναλυτικά στην εκκαλούμενη απόφαση, συνήγαγε ότι ο εκκαλών είχε πλήρη γνώση της οικοδομικής αυτής άδειας δέκα και πλέον έτη πριν την άσκηση της αιτήσεως ακυρώσεως. Η αιτιολογία αυτή είναι νόμιμη και επαρκής και δεν αμφισβητείται ειδικότερα με την κρινόμενη έφεση. Επομένως, ο λόγος με τον οποίο προβάλλεται ότι μη νομίμως το Διοικητικό Εφετείο απέρριψε την αίτηση καθ’ ο μέρος στρεφόταν κατά της ανωτέρω οικοδομικής άδειας, πέραν της αοριστίας του, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, ενώ οι λόγοι με τους οποίους αμφισβητείται η νομιμότητα της εν λόγω οικοδομικής άδειας είναι απορριπτέοι ως απαράδεκτοι.
- Επειδή, προβάλλεται ότι μη νομίμως απερρίφθη η αίτηση ακυρώσεως καθ’ ο μέρος στρεφόταν κατά της «αρνήσεως» της Διοικήσεως να ανακαλέσει την οικοδομική άδεια 525/1989. Στην προκειμένη περίπτωση όμως δεν προβάλλεται ούτε προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου ότι ο εκκαλών υπέβαλε στη Διοίκηση αίτηση ανακλήσεως της εν λόγω οικοδομικής άδειας, η οποία να απερρίφθη ρητώς ή σιωπηρώς, και συνεπώς προεχόντως για τον λόγο αυτόν δεν στοιχειοθετήθηκε ρητή ή σιωπηρή «άρνηση» ανακλήσεως, υπό την έννοια της παραλείψεως οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας κατ’ άρθρο 45 παράγρ. 4 του π.δ. 18/1989, παραδεκτώς προσβλητή με αίτηση ακυρώσεως (βλ. ΣΕ 2815/2012 σκ. 8, 3824/2007 σκ. 10 κ.ά.). Επομένως νομίμως η εκκαλουμένη, ανεξαρτήτως αιτιολογίας, απέρριψε την αίτηση ακυρώσεως κατά το μέρος αυτό, ο δε αντίθετος λόγος είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Εξ άλλου δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η τήρηση της διαδικασίας εξαιρέσεως από την κατεδάφιση εν προκειμένω «ενέχει» άρνηση ή παράλειψη ανακλήσεως της εν λόγω οικοδομικής άδειας, προεχόντως διότι η ανάκληση οικοδομικής άδειας, η οποία επιτρέπεται κατ’ εφαρμογήν των οικείων διατάξεων για συγκεκριμένους λόγους (βλ. ΣΕ 2132/2008, 3047/2002, 900/1998, 2880/1997, 420/1995, 1974/1994, 2726/1993 κ.λπ.), και η διαδικασία εξαιρέσεως από την κατεδάφιση αυθαίρετης «μικρής παραβάσεως» κατά τις εφαρμοσθείσες διατάξεις, είναι διαδικασίες αυτοτελείς και ανεξάρτητες μεταξύ τους.
- Επειδή, προβάλλεται ότι η νομαρχιακή απόφαση 30/5.6.2001 περί εξαιρέσεως από την κατεδάφιση ήταν μη νόμιμη και ακυρωτέα α) διότι αίτηση εξαιρέσεως από την κατεδάφιση κατά τις κρίσιμες διατάξεις μπορούσε να υποβάλει το σύνολο ή η πλειοψηφία των συνιδιοκτητών, όχι δε οι εφεσίβλητοι, που κατέχουν μειοψηφία των ιδανικών μεριδίων της οικοδομής, και β) διότι, πάντως, η πράξη αυτή ήταν αναιτιολόγητη και συνεπώς η εκκαλουμένη, που έκρινε τα αντίθετα, είναι μη νόμιμη και πρέπει να εξαφανισθεί. Ανεξαρτήτως όμως του ζητήματος αν ο εκκαλών είχε έννομο συμφέρον να ζητήσει την ακύρωση της πράξεως αυτής, η οποία τον ωφελεί, αφού η εξαίρεση από την κατεδάφιση αφορά ολόκληρη την οικοδομή, άρα και τα μέρη αυτής των οποίων είναι κύριος ή συγκύριος, οι προβαλλόμενοι λόγοι είναι απορριπτέοι. Ειδικότερα, ο πρώτος λόγος είναι απορριπτέος ως αβάσιμος διότι, κατά τα εκτεθέντα σε προηγούμενη σκέψη, αίτηση εξαιρέσεως από την κατεδάφιση αυθαίρετης κατασκευής που συνιστά «μικροπαράβαση» μπορεί κατά τις κρίσιμες διατάξεις να υποβάλει κάθε συνιδιοκτήτης. Περαιτέρω, στην από την 56/3.1.2001 υπηρεσιακή εισήγηση του Τμήματος Πολεοδομίας του Δήμου Λάρισας προς το Σ.Χ.Ο.Π. Ν. Λάρισας αναφέρεται ότι η συνολική υπέρβαση της καλύψεως για την τετραώροφη οικοδομή ανέρχεται σε 13,57 τ.μ. και ότι η εν λόγω υπέρβαση διανέμεται σε όλους τους ορόφους και το υπόγειο και συνεπώς η κατεδάφιση είναι αδύνατη χωρίς βλάβη του φέροντος οργανισμού, τούτου δε παρέπεται ότι η διατήρηση της υπέρβασης όχι μόνο δεν βλάπτει το κτίριο, αλλά είναι αναγκαία για την ασφάλειά του. Περαιτέρω, από την ίδια έκθεση προκύπτει ότι η υπέρβαση αποτελεί μικρό ποσοστό της συνολικής δομήσεως της οικοδομής, ανερχομένης σε 601,24 τ.μ., ήτοι ποσοστό 2,25% αυτής, και ότι η πραγματοποιούμενη δόμηση ευρίσκεται εντός των ορίων του ισχύοντος στην περιοχή, βάσει της 811/17.2.1989 αποφάσεως του Νομάρχη Λάρισας (Δ΄ 183/30.3.1989), συντελεστή δομήσεως 2,4 [βλ. την εν λόγω έκθεση, σύμφωνα με την οποία το εμβαδόν του οικοπέδου είναι 213,89 τ.μ., κατά νεώτερη προφανώς καταμέτρηση, ο σ.δ. είναι 2,4, η επιτρεπόμενη δόμηση είναι 641,67 τ.μ., η δε πραγματοποιηθείσα δόμηση ανέρχεται σε 601,24 τ.μ.]. Με τα δεδομένα αυτά, και λαμβανομένου υπ’ όψη ότι από κανένα στοιχείο του φακέλου δεν προκύπτει ότι η επίμαχη υπέρβαση επάγεται δυσμενείς συνέπειες για το άμεσο δομημένο περιβάλλον της περιοχής ή για την επίδικη οικοδομή, η προσβαλλόμενη πράξη εξαιρέσεως από την κατεδάφιση αιτιολογείται επαρκώς από πλευράς συνδρομής των προϋποθέσεων του νόμου και συνεπώς ο ανωτέρω δεύτερος λόγος, με τον οποίο προβάλλονται τα αντίθετα, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Και ναι μεν ο εκκαλών ισχυρίζεται ότι, συνεπεία της επίδικης εξαιρέσεως από την κατεδάφιση, υφίσταται οικονομική ζημία και περιορίζονται τα ιδιοκτησιακά του δικαιώματα, εφ’ όσον δεν πρόλαβε να ανοικοδομήσει 4ο και 5ο όροφο στην επίδικη οικοδομή εντός του τριετούς χρόνου ισχύος της 525/1989 οικοδομικής άδειας, δεν μπορεί δε να ανεγείρει πλέον τους ορόφους αυτούς λόγω της εν τω μεταξύ μειώσεως του συντελεστή δομήσεως στην περιοχή (από 3 σύμφωνα με την οικοδομική άδεια 525/1989 σε 2,4 με την προαναφερθείσα νομαρχιακή απόφαση), πλην οι ισχυρισμοί αυτοί είναι απορριπτέοι ως αλυσιτελείς, δεδομένου ότι τα πραγματικά και νομικά γεγονότα των οποίων γίνεται επίκληση και από τα οποία ο εκκαλών ισχυρίζεται ότι υφίσταται βλάβη δεν συνάπτονται με την επίδικη πράξη εξαιρέσεως από την κατεδάφιση. Περαιτέρω, ναι μεν, μετά την διαπίστωση της ανακρίβειας των δηλωθέντων στοιχείων του οικοπέδου κατά την αυτοψία της 10.11.1991, για την προσθήκη ορόφων στην επίδικη οικοδομή απαιτείτο η νομιμοποίησή της με την έκδοση οικοδομικής άδειας ή η αναθεώρηση της υφισταμένης βάσει ορθής αποτυπώσεως των ορίων και του εμβαδού του οικοπέδου (βλ. ΣΕ 4612/2009 σκ. 13), πλην η διαδικασία εκδόσεως ή αναθεωρήσεως οικοδομικής άδειας είναι διαφορετική και ανεξάρτητη από την διαδικασία εξαιρέσεως αυθαιρέτου από την κατεδάφιση, μπορεί δε να ζητηθεί από τον ενδιαφερόμενο συνιδιοκτήτη χωρίς να απαιτείται η σύμπραξη όλων των συνιδιοκτητών (βλ. ΣΕ 597-599/1992 7μ., σκ. 5). Συνεπώς αβασίμως προβάλλεται ότι παρανόμως εν προκειμένω επιχειρήθηκε η εξαίρεση από την κατεδάφιση ενώ έπρεπε να προηγηθεί η νομιμοποίηση της οικοδομής και ότι η προσβαλλόμενη πράξη κωλύει την περαιτέρω ανοικοδόμηση από τον ίδιο. Τέλος, αβασίμως προβάλλεται, ανεξαρτήτως της λυσιτέλειας του σχετικού ισχυρισμού, ότι η ανακριβής δήλωση του εμβαδού του οικοπέδου έγινε με ευθύνη των εφεσιβλήτων συνιδιοκτητών κατά την έκδοση της 525/13.10.1989 οικοδομικής άδειας, διότι, όπως προεκτέθηκε, ανακριβής δήλωση ορίων υπεβλήθη από την δικαιοπάροχο του εκκαλούντος ήδη κατά την έκδοση της 3951/88/4.9.1989 πράξης αναθεώρησης, που αφορούσε την αρχική διώροφη οικοδομή, επανελήφθη δε κατά την έκδοση της οικοδομικής άδειας 525/13.10.1989, η οποία αφορά την προσθήκη ορόφων και η οποία εκδόθηκε επ’ ονόματι και της ιδίας.
11. Επειδή, επομένως, η κρινόμενη έφεση πρέπει να απορριφθεί.






