ΣτΕ 1229/2014 [Απόρριψη αιτήματος για επανακαθορισμό ορίων αιγιαλού, παραλίας και παλαιού αιγιαλού στην Αγία Μαρίνα Χανίων]
Περίληψη
-Προ της κατασκευής του επίμαχου αντιπλημμυρικού έργου, δεν απαιτείτο η σύμφωνη γνώμη του Γ.Ε.Ν., διότι, όπως βασίμως προβάλλεται με την κρινόμενη αίτηση, το έργο αυτό, ανεξαρτήτως του αν αποτελεί, κατά την έννοια του νόμου, τεχνικό έργο προς αποτροπή της διαβρώσεως της ακτής, δεν ευρίσκεται, πάντως, εντός των ορίων του αρχικώς καθορισθέντος αιγιαλού. Για το λόγο αυτό, ο επανακαθορισμός της οριογραμμής του αιγιαλού και της παραλίας της συγκεκριμένης περιοχής δεν κωλυόταν όπως εσφαλμένως υπολαμβάνει η διοίκηση, και, ως εκ τούτου, η πρώτη από τις επάλληλες αιτιολογίες της προσβαλλομένης γνωμοδοτήσεως είναι εξ αυτού του λόγου πλημμελής.
-Ανεπαρκής είναι, περαιτέρω, και η δεύτερη από τις αιτιολογικές βάσεις της αρνητικής γνωμοδοτήσεως του Γ.Ε.Ν., η οποία περιορίζεται στην παράθεση στοιχείων για την ευρύτερη ζώνη του παλαιού αιγιαλού και όχι, ειδικώς, για την περιοχή που αφορούσε η αίτηση επανακαθορισμού. Η υποχρέωση, ωστόσο, παραθέσεως ειδικότερης αιτιολογίας ήταν, εν προκειμένω, επιβεβλημένη, λόγω και των αντίθετων διαπιστώσεων στις οποίες κατέληξαν, μετά από εκτίμηση των υποβληθέντων στοιχείων και κατόπιν αυτοψίας, τα μέλη της επιτροπής καθορισμού αιγιαλού και παραλίας του Ν. Χανίων, κατά την εκτίμηση των οποίων στην επίμαχη περιοχή δεν υπήρχε φυσικό ρέμα αλλά τεχνικό έργο απορροής των ομβρίων υδάτων της παλαιάς εθνικής οδού Χανίων – Κισσάμου.
Πρόεδρος: Χρ. Ράμμος
Βασικές σκέψεις
- Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση ζητείται η ακύρωση της αρνήσεως της διοικήσεως να αποδεχθεί αίτημα των αιτούντων περί επανακαθορισμού των ορίων του αιγιαλού, της παραλίας και του παλαιού αιγιαλού στην περιοχή περιοχή Αγίας Μαρίνας του πρώην Δήμου Νέας Κυδωνίας (και ήδη Δήμου Χανίων), η οποία εκδηλώθηκε με το 2079/3.8.2007 έγγραφο της Κτηματικής Υπηρεσίας του Νομού Χανίων και την Φ. 544.5/373/07Σ 8858/24.4.2007 αρνητική γνωμοδότηση του Γενικού Επιτελείου Ναυτικού (Γ.Ε.Ν.).
- Επειδή, μόνη παραδεκτώς προσβαλλόμενη πράξη είναι η αρνητική σύμφωνη γνώμη του Γ.Ε.Ν., η οποία, κατά νόμο, κωλύει την έκδοση εκτελεστής διοικητικής πράξεως από το αποφασίζον όργανο (ήτοι τον Υπουργό Οικονομικών και ήδη Γενικό Γραμματέα Αποκεντρωμένης Διοίκησης). Απαραδέκτως, κατά συνέπεια, προσβάλλεται το υπ’ αριθμ. 2079/3.8.2007 έγγραφο της Κτηματικής Υπηρεσίας του Νομού Χανίων, με το οποίο, κατά τα ήδη εκτεθέντα, ενημερώθηκαν οι αιτούντες για την απόρριψη του αιτήματός τους.
- Επειδή, οι αιτούντες ασκούν την υπό κρίση αίτηση με προφανές έννομο συμφέρον, καθόσον η προσβαλλόμενη πράξη εκδόθηκε στο πλαίσιο διαδικασίας που κινήθηκε κατόπιν αιτήσεώς τους (ΣτΕ 4608/2011, 1250/2006). Εξάλλου, οι αιτούντες ομοδικούν παραδεκτώς προβάλλοντας κοινούς λόγους ακυρώσεως που στηρίζονται στην αυτή νομική και ιστορική βάση.
- Επειδή, ο ν. 2971/2001 «Αιγιαλός, παραλία και άλλες διατάξεις» (Α΄ 285) ορίζει στο μεν άρθρο 1 αυτού ότι «αιγιαλός είναι η ζώνη της ξηράς, που βρέχεται από τη θάλασσα από τις μεγαλύτερες και συνήθεις αναβάσεις των κυμάτων της» (παρ. 1), ότι «παραλία είναι η ζώνη ξηράς που προστίθεται στον αιγιαλό, καθορίζεται δε σε πλάτος μέχρι και πενήντα (50) μέτρα από την οριογραμμή του αιγιαλού, προς εξυπηρέτηση της επικοινωνίας της ξηράς με τη θάλασσα και αντίστροφα» (παρ. 2) και ότι «παλαιός αιγιαλός είναι η ζώνη της ξηράς, που προέκυψε από τη μετακίνηση της ακτογραμμής προς τη θάλασσα, οφείλεται σε φυσικές προσχώσεις ή τεχνικά έργα και προσδιορίζεται από τη νέα γραμμή αιγιαλού και το όριο του παλαιότερα υφιστάμενου αιγιαλού» (παρ. 3), στο δε άρθρο 2 παρ. 1 ότι ο αιγιαλός και η παραλία «είναι πράγματα κοινόχρηστα και ανήκουν κατά κυριότητα στο Δημόσιο, το οποίο τα προστατεύει και τα διαχειρίζεται». Εξάλλου, στο άρθρο 3 παρ. 1 του ίδιου νόμου ορίζεται ότι «ο καθορισμός των ορίων του αιγιαλού, της παραλίας και του παλαιού αιγιαλού γίνεται από Επιτροπή, η οποία συγκροτείται σε επίπεδο νομού με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών», ενώ στο άρθρο 4 παρ. 1, με το οποίο καθορίζονται οι προδιαγραφές των διαγραμμάτων που συντάσσονται για τον καθορισμό των ορίων του αιγιαλού και της παραλίας, ορίζεται ότι «η οριογραμμή του αιγιαλού χαράσσεται από την Επιτροπή του άρθρου 3 ως πολυγωνική γραμμή πλησιέστερη στην πραγματική φυσική γραμμή και απεικονίζεται σε σχετικό διάγραμμα με ερυθρό χρώμα», ότι «οι οριογραμμές της παραλίας και του παλαιού αιγιαλού απεικονίζονται με κίτρινο και κυανούν χρώμα αντίστοιχα, καθώς και ότι «οι κορυφές των πολυγωνικών γραμμών έχουν ορθογώνιες συντεταγμένες εξαρτημένες από το τριγωνομετρικό δίκτυο της χώρας». Στην παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου προβλέπεται, συναφώς, ότι η επιτροπή «παράλληλα με τη χάραξη των οριογραμμών συντάσσει υποχρεωτικά έκθεση, που συνοδεύεται από το σχετικό διάγραμμα». Περαιτέρω, στη μεν παράγραφο 5 του άρθρου 5, με το οποίο ρυθμίζεται η διαδικασία καθορισμού οριογραμμών αιγιαλού, παραλίας και παλαιού αιγιαλού, ορίζεται ότι η έκθεση της ως άνω επιτροπής και το συνοδεύον αυτήν διάγραμμα επικυρώνονται, κατόπιν σύμφωνης γνώμης του Γ.Ε.Ν., από τον Υπουργό Οικονομικών και δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, στην δε παράγραφο 9 του ίδιου άρθρου, η οποία, κατά ρητή πρόβλεψη της παραγράφου 10, έχει εφαρμογή και στις περιπτώσεις, κατά τις οποίες τα όρια του αιγιαλού, παλαιού αιγιαλού ή παραλίας έχουν καθορισθεί βάσει των διατάξεων του α.ν. 2344/ 1940, ορίζονται τα εξής: «Σε περίπτωση εσφαλμένου καθορισμού της οριογραμμής του αιγιαλού ή του παλαιού αιγιαλού ή της παραλίας επιτρέπεται ο επανακαθορισμός κατά τη διαδικασία του παρόντος άρθρου. Η διαδικασία για τον επανακαθορισμό κινείται είτε αυτεπαγγέλτως από την Κτηματική Υπηρεσία είτε ύστερα από αίτηση κάθε ενδιαφερομένου και προσκόμιση στοιχείων που να αποδεικνύουν το σφάλμα του πρώτου καθορισμού . . . ». Ο ίδιος νόμος ορίζει, περαιτέρω, στο μεν άρθρο 6 ότι η επιτροπή «αναζητά και συνεκτιμά όλα τα απαιτούμενα για την ακριβή οριοθέτηση του παλαιού αιγιαλού στοιχεία, τα οποία και παραθέτει στην έκθεσή της, ιδίως φυσικές ενδείξεις (όπως το αμμώδες, ελώδες ή βαλτώδες εκτάσεων συνεχομένων του αιγιαλού), αεροφωτογραφίες, χάρτες και διαγράμματα διαφόρων ετών, γεωλογικές μελέτες», στο δε άρθρο 7 τα εξής: «1. Η Επιτροπή του άρθρου 3 ταυτόχρονα με τον προσδιορισμό και τη χάραξη του αιγιαλού προσδιορίζει και την παραλία, εφόσον κρίνεται απαραίτητο για να εξυπηρετηθεί ο σκοπός της παραγράφου 2 του άρθρου 1. Η παραλία χαράσσεται στο ίδιο διάγραμμα για τον αιγιαλό με κίτρινη πολυγωνική γραμμή, όπως αναφέρεται στο άρθρο 4. 2. Εμπράγματα δικαιώματα ιδιωτών, επί ακινήτων της παραλίας, απαλλοτριώνονται λόγω δημόσιας ωφέλειας με και από τη δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως της απόφασης του Υπουργού Οικονομικών, που επικυρώνει την έκθεση και το διάγραμμα του αιγιαλού και παραλίας κατά την παράγραφο 5 του άρθρου 5, χωρίς να απαιτείται άλλη πρόσθετη διαδικασία για την κήρυξη της απαλλοτρίωσης . . . . ». Συναφώς, στο άρθρο 9 ορίζεται ότι η επιτροπή, κατά τη χάραξη της οριογραμμής του αιγιαλού και της παραλίας, λαμβάνει υπόψη, μετά από αυτοψία, «τις φυσικές και λοιπές ενδείξεις, που επηρεάζουν το πλάτος του αιγιαλού και της παραλίας και ενδεικτικά: α) τη γεωμορφολογία του εδάφους, αναφορικά με κατηγορίες υψηλών και χαμηλών ακτών, τη σύστασή του, καθώς και το φυσικό όριο βλάστησης, β) την ύπαρξη, τα όρια και το είδος των παράκτιων φυσικών πόρων, γ) τα πορίσματα από την εκτίμηση των μετεωρολογικών στοιχείων της περιοχής, δ) τη μορφολογία του πυθμένα, ε) τον τομέα ανάπτυξης κυματισμού σε σχέση με το μέτωπο της ακτής, στ) την ύπαρξη τεχνικών έργων στην περιοχή, που νομίμως υφίστανται, ζ) τις τυχόν εγκεκριμένες χωροταξικές κατευθύνσεις και χρήσεις γης που επηρεάζουν την παράκτια ζώνη, η) την ύπαρξη δημόσιων κτημάτων κάθε κατηγορίας που βρίσκονται σε άμεση γειτνίαση με την παράκτια ζώνη, θ) τυχόν υφιστάμενο Κτηματολόγιο και ι) την ύπαρξη ευπαθών οικοσυστημάτων και προστατευόμενων περιοχών». Κατ’ εξουσιοδότηση, εξάλλου, της παραγράφου 2 του ως άνω άρθρου 9, εκδόθηκε η ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. 1089532π.ε./8205π.ε./Β0010/20.4.2005 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομιών και Περιβάλλοντος (Β΄ 595), με τις διατάξεις της οποίας εξειδικεύθηκαν τα στοιχεία που η αρμόδια επιτροπή συνεκτιμά κατά τον καθορισμό των ορίων του αιγιαλού και της παραλίας (ΣτΕ 3906/2012). Στο άρθρο 4 της κοινής αυτής υπουργικής αποφάσεως, το οποίο αναφέρεται στην ύπαρξη νομίμως υφισταμένων έργων, ορίζονται, ειδικότερα, τα εξής: «1. Ένα τεχνικό έργο επηρεάζει κατά κανόνα το κυματικό πεδίο και κατ’ επέκταση την ανάβαση του κυματισμού. Επίσης διαμορφώνει άμεσα ή έμμεσα την ακτή και περαιτέρω τη ζώνη του αιγιαλού. 2. Για να ληφθεί υπόψη το τεχνικό έργο από την επιτροπή του άρθρου 3 του Ν. 2971/2001, θα πρέπει αυτό να είναι νόμιμο. Στη περίπτωση αυτή ο αιγιαλός χαράσσεται στη νέα διαμορφωμένη κατάσταση της ακτής. 3. Στη περίπτωση που το έργο είναι παράνομο, αυτό δεν λαμβάνεται υπόψη κατά τον καθορισμό του αιγιαλού και ο αιγιαλός καθορίζεται στο αρχικό φυσικό του όριο που είναι δυνατό να αναγνωριστεί ή που προκύπτει από άλλα στοιχεία».
- Επειδή, όπως έχει κριθεί (ΣτΕ 5516/2012, 3906/2012, 4513/2009, 3923/2008, 3869/2008, 3288/2008, 3460/2007, 2688/2007, 361/2005, 3778/2004, 2644/1999), με τις ανωτέρω διατάξεις καθιερώνεται διοικητική διαδικασία για τον κατά δέσμια αρμοδιότητα καθορισμό της οριογραμμής του αιγιαλού ως φυσικού φαινομένου, της μεγίστης, δηλαδή, συνήθους αναβάσεως των χειμερίων κυμάτων σε δεδομένη χερσαία ζώνη. Η διαπίστωση αυτή μπορεί να γίνει με οποιοδήποτε πρόσφορο, κατά τα δεδομένα της κοινής ή της επιστημονικής πείρας, μέσο, όπως είναι και η αυτοψία των μελών της οικείας επιτροπής καθορισμού ορίων, εφόσον αυτή διενεργείται στον κατάλληλο χρόνο. Έχει, συναφώς, κριθεί ότι η ανάγκη δημιουργίας, με διοικητική πράξη, ζώνης παραλίας πρέπει να διαπιστώνεται από τη διοίκηση κατά τρόπο σαφή και αιτιολογημένο, ενόψει της φύσεως της συνεχόμενης προς τον αιγιαλό ξηράς και της αδυναμίας να εξυπηρετηθεί από τον αιγιαλό ο κατά νόμον προβλεπόμενος προορισμός της παραλίας. Η ανάγκη, εξάλλου, για τη δημιουργία παραλίας μπορεί να προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, όπως είναι το προς τούτο συνταχθέν διάγραμμα και η μορφολογία της περιοχής που εμφαίνεται σ’ αυτό, στα οποία είναι δυνατόν να στηριχθεί ευθέως ο ακυρωτικός δικαστής κατά τον έλεγχο νομιμότητας της οικείας διοικητικής πράξεως (ΣτΕ 3906/2012, 4513/2009, 3288/2008, 3615/2007). Από τις ίδιες διατάξεις συνάγεται, περαιτέρω, ότι οι οριογραμμές του αιγιαλού, της παραλίας και του παλαιού αιγιαλού χαράσσονται από την επιτροπή του άρθρου 3 του ν. 2917/2001, το διάγραμμα της οποίας συνοδεύεται υποχρεωτικώς και από σχετική έκθεση. Η έκθεση και το διάγραμμα αυτό επικυρώνονται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών (και ήδη του Γενικού Γραμματέα Αποκεντρωμένης Διοίκησης, βλ. άρθρα 6, 280 και 283 παρ. 4 του ν. 3852/2010, Α´ 87), κατόπιν σύμφωνης γνώμης του Γ.Ε.Ν., η οποία, κατά ρητή πρόβλεψη του άρθρου 5 παρ. 3 του ν. 2971/2001, πρέπει να διατυπωθεί εντός τριών μηνών από της περιελεύσεως σε αυτό του φακέλου της υποθέσεως (ΣτΕ 3906/2012). Υπό την ισχύ του προϊσχύσαντος νομοθετικού καθεστώτος, είχε, περαιτέρω, κριθεί ότι καθένα από τα ως άνω διοικητικά όργανα (επιτροπή καθορισμού ορίων και Γ.Ε.Ν.) έπρεπε, κατά την ενάσκηση της αρμοδιότητάς του, να κάνει τη δική του διαπίστωση για τη θέση των ορίων, καθώς και ότι, ως προς τη χάραξη της οριογραμμής, θα έπρεπε να υπάρξει σύμπτωση των διαπιστώσεων των συναρμόδιων οργάνων. Είχε, συναφώς, κριθεί ότι στην περίπτωση που η επιτροπή καθορισμού δεν προβεί σε ιδία εκτίμηση των διαθέσιμων στοιχείων και σε ιδία κρίση περί των ορίων του αιγιαλού και της παραλίας, η σχετικώς συνταχθείσα έκθεση είναι πλημμελής, η δε διαδικασία καθορισμού ακυρωτέα στο σύνολό της (ΣτΕ 4513/2009, 3153/1999, 2953/1998, 1752/1988). Εξάλλου, κατά την αληθή έννοια των διατάξεων του άρθρου 5 του ν. 2971/2001, πλην της περιπτώσεως μεταβολής του αιγιαλού συνεπεία φυσικών φαινομένων, περίπτωση επανακαθορισμού της οριογραμμής του αιγιαλού, και, κατ’ επέκταση, των οριογραμμών της παραλίας και του παλαιού αιγιαλού, ανακύπτει, όταν αποδεδειγμένως, συνεπεία πλάνης περί τα πράγματα, εχώρησε εσφαλμένος καθορισμός της οριογραμμής αυτής. Αν δε, κατά τον επανακαθορισμό, η οριογραμμή του αιγιαλού μετατεθεί προς την πλευρά της θαλάσσης, ανακύπτει, κατ’ αρχήν, σύμφωνα με τις προπαρατεθείσες διατάξεις, υποχρέωση καθορισμού ζώνης παλαιού αιγιαλού στην περιοχή μεταξύ της προηγουμένης και της νέας οριογραμμής, εκτός εάν, λόγω της πλάνης περί τα πράγματα που είχε, κατά τα ανωτέρω, εμφιλοχωρήσει, προκύπτει ότι στην περιοχή αυτή δεν υπήρχε αιγιαλός κατά τον χρόνο του αρχικού καθορισμού (ΣτΕ 3906/2012, 4513/2009, 3615/2007). Όπως έχει, συναφώς, κριθεί, εφόσον ζητείται ο επανακαθορισμός των ορίων αιγιαλού, παλαιού αιγιαλού και παραλίας, η διοίκηση υποχρεούται να επιλαμβάνεται του σχετικού αιτήματος, υπό την αυτονόητη προϋπόθεση ότι ο ενδιαφερόμενος προσκομίζει συγκεκριμένα κρίσιμα στοιχεία για την απόδειξη του εμφιλοχωρήσαντος κατά τον αρχικό καθορισμό σφάλματος. Εκ τούτων παρέπεται ότι η παράλειψη της διοικήσεως να αποφανθεί επί αιτήματος επανακαθορισμού των ορίων αιγιαλού, παλαιού αιγιαλού ή παραλίας, συνοδευομένης από σχετικά στοιχεία, συνιστά παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας, υποκείμενη σε αίτηση ακυρώσεως, οι δε πράξεις, με τις οποίες η διοίκηση απορρίπτει για οποιοδήποτε λόγο ή αρνείται να εξετάσει την αίτηση αυτή έχουν εκτελεστό χαρακτήρα (ΣτΕ 4608/2011, 4598/2011, 4502/2011, 457/2009, 3860, 1250-1/2006, πρβλ. ΣτΕ 2312/2001 κ.α.). Η αρνητική γνωμοδότηση του Γ.Ε.Ν., που εκδίδεται κατά τη διαδικασία επανακαθορισμού, αποτελεί αρνητική σύμφωνη γνώμη, η οποία εμποδίζει την έκδοση εκτελεστής διοικητικής πράξης του έχοντος αποφασιστική αρμοδιότητα για τον επανακαθορισμό των ορίων του αιγιαλού και της παραλίας Υπουργού Οικονομικών (ΣτΕ 4608/2011, 2312/2001). Συναφώς, έχει γίνει δεκτό ότι η άπρακτη πάροδος της τρίμηνης προθεσμίας του άρθρου 5 παρ. 5 του ν. 2917/2001 για τη σύμφωνη γνώμη του Γενικού Επιτελείου Ναυτικού, συνιστά παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας, εφόσον ο φάκελος που υποβάλλεται στην αρμόδια υπηρεσία του Γ.Ε.Ν. περιέχει τα στοιχεία που απαιτούνται για την εξέταση της ορθότητας της οριοθέτησης, η οποία έγινε από την επιτροπή καθορισμού αιγιαλού και παραλίας του οικείου νομού (ΣτΕ 3863/2004).
- Επειδή, στο άρθρο 12 (Προστατευτικά έργα – Προσχώσεις) του ν. 2971/2001 ορίζονται, περαιτέρω, τα εξής: «1. Αν η Επιτροπή του άρθρου 3 διαπιστώσει ότι η ακτή διαβρώνεται από τη θάλασσα, επιτρέπεται η κατασκευή, κατά τις διατάξεις περί δημοσίων έργων, των αναγκαίων τεχνικών έργων στον αιγιαλό, την παραλία ή στη θάλασσα για την αποτροπή της διάβρωσης. 2. . . . . 3. Τα έργα των παραγράφων 1 και 2 του παρόντος άρθρου ανήκουν στο Δημόσιο, το οποίο μπορεί να τα καταργεί ή να τα μετατρέπει οποτεδήποτε για λόγους δημοσίου συμφέροντος και ασφάλειας ή εθνικής άμυνας, χωρίς καμία υποχρέωσή του, για αποζημίωση ή για καταβολή της δαπάνης του ιδιώτη. Τα έργα αυτά εκτελούνται κατόπιν αδείας του Υπουργού Οικονομικών, που εκδίδεται μετά από σύμφωνη γνώμη του Γ.Ε.Ν., του Υ.Ε.Ν. και του Υπουργείου Πολιτισμού και απλή γνώμη της αρμόδιας Επιτροπής Αρχιτεκτονικού Ελέγχου (Ε.Π.Α.Ε.) ύστερα από εμπεριστατωμένη ακτομηχανική μελέτη θεωρημένη από τη Διεύθυνση Λιμενικών Έργων της Γ.Γ.Δ.Ε. του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων, καθώς και ύστερα από την προβλεπόμενη από το Ν. 1650/1986 (ΦΕΚ 160 Α) μελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων . . . 4. Αν γίνουν προσχώσεις χωρίς άδεια ή με υπέρβαση της άδειας ή δεν εκτελούνται νόμιμα τα σχετικά έργα, δεν επιτρέπεται η αναχάραξη του αιγιαλού ή της παραλίας. Οι εκτάσεις που δημιουργούνται από τις προσχώσεις αυτές θεωρούνται αιγιαλός». Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων συνάγεται ότι, για την εκτέλεση επί του αιγιαλού ή της παραλίας τεχνικών έργων διαμόρφωσης της ακτογραμμής προς αποφυγή διαβρώσεώς της από θαλάσσιους κυματισμούς, απαιτείται προηγούμενη άδεια του Υπουργού Οικονομικών, η οποία εκδίδεται μετά από σύμφωνη γνώμη του Γ.Ε.Ν. και κατόπιν τηρήσεως της προβλεπομένης εκ του νόμου διαδικασίας περιβαλλοντικής αδειοδοτήσεώς του (πρβλ. ΣτΕ 2736/2011, 3733/2010, 4255/2009). Από τις διατάξεις, εξάλλου, αυτές, ερμηνευόμενες σε συνδυασμό προς τις προπαρατεθείσες διατάξεις της κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 9 παρ. 2 του ν. 2971/2001 εκδοθείσης κοινής υπουργικής αποφάσεως (ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε.1089532π.ε./8205π.ε./ Β0010/2005), συνάγεται ότι στην περίπτωση που τα τεχνικά έργα εκτελεσθούν χωρίς άδεια, δεν χωρεί επανακαθορισμός της οριογραμμής του αιγιαλού και της παραλίας, καθόσον τα άνευ αδείας εκτελεσθέντα έργα, θεωρούμενα ως αυθαίρετα και κατεδαφιστέα, δεν μπορούν να δικαιολογήσουν την επαναχάραξη. Κατά την έννοια των ίδιων διατάξεων, τα νομίμως εκτελεσθέντα τεχνικά έργα λαμβάνονται υπόψη κατά τον αρχικό ή τον εκ νέου καθορισμό του αιγιαλού και της παραλίας, η οριογραμμή των οποίων χαράσσεται βάσει της μεταγενεστέρως διαμορφωθείσης και όχι της αρχικής καταστάσεως της ακτής, μετά, δηλαδή, από εκτίμηση και των αλλοιώσεων που επήλθαν στην ακτογραμμή συνεπεία της εκτελέσεως νομίμου τεχνικού έργου διαμορφώσεώς της.
- Επειδή, στην προκείμενη περίπτωση, από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτουν τα εξής: οι αιτούντες με αίτησή τους προς την Κτηματική Υπηρεσία του Νομού Χανίων (αρ. πρωτ. εισερχ. 100/24.1.2007), ζήτησαν τον επανακαθορισμό της οριογραμμής του αιγιαλού και της παραλίας στην περιοχή Αγία Μαρίνα του Δήμου Νέας Κυδωνίας Χανίων, η οποία είχε καθορισθεί με την 8126/17.5.1977 απόφαση του Νομάρχη Χανίων (Δ΄ 215) και την 1886/16.11.1977 απόφαση της Τριμελούς Διϋπουργικής Επιτροπής (Δ΄ 504/1977), που είχε συγκροτηθεί με την 135/29.7.1974 πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου. Η αίτηση αυτή συνοδευόταν από: (α) το από Δεκεμβρίου 2006 τοπογραφικό διάγραμμα που είχε συνταχθεί από τον τοπογράφο – μηχανικό Γ. Φ. και είχε θεωρηθεί από τον προϊστάμενο της Κτηματικής Υπηρεσίας του Νομού Χανίων, (β) την από 29.10.1985 τεχνική έκθεση της Διευθύνσεως Τεχνικών Υπηρεσιών της Νομαρχίας Χανίων, στην οποία είχαν περιληφθεί οι εργασίες που είχαν εκτελεσθεί για την κατασκευή αντιπλημμυρικών έργων στην ένδικη περιοχή (Αγία Μαρίνα – Στυλός Χανίων), καθώς και (γ) την 8213/8.12.1996 βεβαίωση του Δήμου Νέας Κυδωνίας, στην οποία αναφέρεται ότι μεταξύ των ιδιοκτησιών των αιτούντων είχε κατασκευασθεί τεχνικό έργο για την απορροή των ομβρίων υδάτων της παλαιάς εθνικής οδού Χανίων – Κισσάμου, το οποίο δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως ρέμα, καθόσον δεν αποτελεί φυσικό δέκτη των ομβρίων υδάτων της ευρύτερης περιοχής. Με την αίτησή τους, οι αιτούντες, επικαλούμενοι τα ως άνω στοιχεία, ισχυρίσθηκαν ότι η οριοθέτηση του αιγιαλού και της παραλίας της ένδικης περιοχής ήταν εσφαλμένη, καθόσον, κατά τον αρχικό καθορισμό τους, η διοίκηση είχε πεπλανημένως εκλάβει ως φυσικό ρέμα τεχνικό αντιπλημμυρικό έργο ανοικτού τύπου, το οποίο είχε κατασκευασθεί για την απορροή των ομβρίων υδάτων της παλαιάς εθνικής οδού, περιλαμβάνοντας στην καθορισθείσα ζώνη αιγιαλού και παραλίας την έκταση που κατελάμβανε το τεχνικό αυτό έργο. Επιλαμβανόμενη της αιτήσεως, η κατ’ άρθρο 3 του ν. 2971/2001 επιτροπή καθορισμού των ορίων αιγιαλού και παραλίας του Νομού Χανίων διενήργησε αυτοψία, μετά την ολοκλήρωση της οποίας συνέταξε την από 16.2.2007 έκθεση, με την οποία γνωμοδότησε υπέρ του επανακαθορισμού του αιγιαλού και της παραλίας της επίμαχης περιοχής. Και τούτο, διότι, κατά εκτίμηση των μελών της επιτροπής, στην περιοχή είχε νομίμως κατασκευασθεί τεχνικό έργο, διά του οποίου εξυπηρετείτο αποκλειστικώς και μόνον η απορροή των ομβρίων υδάτων της παλαιάς εθνικής οδού Χανίων – Κισσάμου και το οποίο, λόγω της θέσεώς του, καθιστούσε επιβεβλημένο τον επανακαθορισμό της οριογραμμής του αιγιαλού και της παραλίας. Όπως, εξάλλου, προκύπτει από την έκθεση της επιτροπής και το συνοδεύον αυτήν τοπογραφικό διάγραμμα, στο οποίο αποτυπώνεται η επανακαθορισθείσα οριογραμμή αιγιαλού και παραλίας, καταργούνται οι πολυγωνικές γραμμές αιγιαλού, παραλίας και παλαιού αιγιαλού που υπήρχαν μεταξύ των παράλληλων προς την ακτή κορυφών του τοπογραφικού διαγράμματος και της κορυφής που ταυτίζεται με τη θέση του επίμαχου τεχνικού έργου, με αποτέλεσμα οι εναπομείνασες κορυφές να ενώνονται απευθείας σε σχεδόν ευθεία γραμμή παραλλήλως της υφιστάμενης ακτογραμμής. Η έκθεση της επιτροπής, μαζί με την αίτηση των αιτούντων και τα συνοδεύοντα αυτήν στοιχεία, διαβιβάσθηκαν, εν συνεχεία, στο Γ.Ε.Ν., προκειμένου το τελευταίο να γνωμοδοτήσει σχετικώς (βλ. το 834/2.4.2009 διαβιβαστικό έγγραφο της Κτηματικής Υπηρεσίας Ν. Χανίων). Εντούτοις, με την Φ.544.5/373/07Σ8858/24.4.2007 αρνητική γνωμοδότησή του, το Γ.Ε.Ν. διαφώνησε με τον προτεινόμενο επανακαθορισμό, με την αιτιολογία ότι, προ της κατασκευής του προαναφερόμενου τεχνικού έργου, δεν είχε ζητηθεί η γνώμη του, παράλειψη, η οποία αφενός μεν καθιστούσε έργο παράνομο, αφετέρου δε κώλυε τον επανακαθορισμό των ορίων του έμπροσθεν αυτού αιγιαλού σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 12 παρ. 4 του ν. 2971/2001. Σύμφωνα με την ίδια γνωμοδότηση, το αίτημα περί επανακαθορισμού δεν μπορούσε να γίνει δεκτό για τον πρόσθετο λόγο ότι, όπως προέκυπτε από την επανεξέταση των τηρούμενων στο αρχείο του Γ.Ε.Ν. στοιχείων (αεροφωτογραφίες των ετών 1945, 1960, 1983 και 2004), η καθορισθείσα ζώνη παλαιού αιγιαλού ήταν «αμιγώς αμμώδης, χέρσα, ακαλλιέργητη, χωρίς ίχνη νομής και κατοχής και ειδικά κατά τα έτη 1945 και 1960 αποτελούσε δέλτα εκβολής ρέματος – χειμάρρου». Κατόπιν τούτων, η Κτηματική Υπηρεσία Νομού Χανίων, με το υπ’ αριθμ. 2079/3.8.2007 έγγραφο της, ενημέρωσε τους αιτούντες ότι, κατόπιν της αρνητικής γνωμοδότησης του Γ.Ε.Ν., δεν μπορούσε να προβεί στον επανακαθορισμό του αιγιαλού και της παραλίας της επίμαχης περιοχής.
- Επειδή, προβάλλεται από τους αιτούντες ότι η αιτιολογία, κατ’ επίκληση της οποίας η διοίκηση απέρριψε το αίτημά τους περί επανακαθορισμού του αιγιαλού και της παραλίας της επίμαχης περιοχής, είναι ανεπαρκής και ως προς τα δύο σκέλη της, ενώ η πρώτη από τις επάλληλες αιτιολογίες της αρνητικής γνωμοδοτήσεως του Γ.Ε.Ν. είναι ασαφής και αόριστη, καθόσον δι’ αυτής ουδόλως διευκρινίζονται οι λόγοι, για τους οποίους απαιτείτο η κατ’ άρθρο 12 παρ. 1 του ν. 2971/2001 προηγούμενη έγκριση του προαναφερόμενου αντιπλημμυρικού έργου από το Γ.Ε.Ν. Προβάλλεται, συναφώς, ότι η αιτιολογία αυτή στηρίζεται επί της εσφαλμένης εκδοχής ότι το επίδικο έργο ευρίσκεται εντός του αιγιαλού, εκτίμηση η οποία η οποία έρχεται σε ευθεία αντίθεση προς τις διαπιστώσεις που περιέχονται στο 2905/29.10.2007 έγγραφο της Κτηματικής Υπηρεσίας του Νομού Χανίων, με το οποίο βεβαιώνεται ότι το συγκεκριμένο τεχνικό έργο ευρίσκεται εκτός του κοινόχρηστου χώρου του αιγιαλού. Προβάλλεται, περαιτέρω, ότι στην άρνηση της διοικήσεως δεν μπορεί να παράσχει επαρκές αιτιολογικό έρεισμα ούτε η δεύτερη αιτιολογική βάση της γνωμοδοτήσεως του Γ.Ε.Ν., η οποία βρίσκεται, άλλωστε, σε αντίθεση προς το περιεχόμενο της προμνησθείσης εκθέσεως της επιτροπής καθορισμού αιγιαλού και παραλίας του Ν. Χανίων. Κατά τους ειδικότερους ισχυρισμούς των αιτούντων, τα στοιχεία που επικαλείται το Γ.Ε.Ν. για τη θεμελίωση των απόψεών του αναφέρονται στην ευρύτερη περιοχή, για την οποία είχαν καθορισθεί, με την νομαρχιακή απόφαση του 1977, οι γραμμές αιγιαλού, παραλίας και παλαιού αιγιαλού. Δεν παρατίθενται, αντιθέτως, συγκεκριμένα στοιχεία για την περιοχή, στην οποία αναφερόταν η αίτηση επανακαθορισμού των αιτούντων, όπως απαιτείτο από τις κείμενες διατάξεις. Υποστηρίζουν, επίσης, οι αιτούντες ότι η συγκεκριμένη περιοχή ουδέποτε αποτέλεσε εκβολή ρέματος ή χειμάρρου, όπως εσφαλμένως εξέλαβε το Γ.Ε.Ν., γεγονός που επιβεβαιώνεται και από τις διαπιστώσεις της διενεργηθείσας από τα μέλη της επιτροπής του άρθρου 3 του ν. 2971/2001 αυτοψίας.
- Επειδή, από τα παραπάνω προκύπτει ότι, προ της κατασκευής του επίμαχου αντιπλημμυρικού έργου, δεν απαιτείτο η κατ’ άρθρο 12 παρ. 1 του ν. 2971/2001 σύμφωνη γνώμη του Γ.Ε.Ν., διότι, όπως βασίμως προβάλλεται με την κρινόμενη αίτηση, το έργο αυτό, ανεξαρτήτως του αν αποτελεί, κατά την έννοια του νόμου, τεχνικό έργο προς αποτροπή της διαβρώσεως της ακτής, δεν ευρίσκεται, πάντως, εντός των ορίων του αρχικώς καθορισθέντος αιγιαλού, όπως προκύπτει και από το προμνησθέν έγγραφο της Κτηματικής Υπηρεσίας του Νομού Χανίων (2905/29.10.2007). Για το λόγο αυτό, ο επανακαθορισμός της οριογραμμής του αιγιαλού και της παραλίας της συγκεκριμένης περιοχής δεν κωλυόταν από τις διατάξεις του άρθρου 12 παρ. 4 του ν. 2971/2001, όπως εσφαλμένως υπολαμβάνει η διοίκηση, και, ως εκ τούτου, η πρώτη από τις επάλληλες αιτιολογίες της προσβαλλομένης γνωμοδοτήσεως είναι εξ αυτού του λόγου πλημμελής. Ανεπαρκής είναι, περαιτέρω, και η δεύτερη από τις αιτιολογικές βάσεις της αρνητικής γνωμοδοτήσεως του Γ.Ε.Ν., η οποία, όπως προκύπτει και από το προεκτεθέν περιεχόμενό της, περιορίζεται στην παράθεση στοιχείων για την ευρύτερη ζώνη του παλαιού αιγιαλού και όχι, ειδικώς, για την περιοχή που αφορούσε η αίτηση επανακαθορισμού. Η υποχρέωση, ωστόσο, παραθέσεως ειδικότερης αιτιολογίας ήταν, εν προκειμένω, επιβεβλημένη, λόγω και των αντίθετων διαπιστώσεων στις οποίες κατέληξαν, μετά από εκτίμηση των υποβληθέντων στοιχείων (βλ. μ.α. και την 8213/8.12.1996 βεβαίωση του Δήμου Νέας Κυδωνίας) και κατόπιν αυτοψίας, τα μέλη της επιτροπής καθορισμού αιγιαλού και παραλίας του Ν. Χανίων, κατά την εκτίμηση των οποίων στην επίμαχη περιοχή δεν υπήρχε φυσικό ρέμα αλλά τεχνικό έργο απορροής των ομβρίων υδάτων της παλαιάς εθνικής οδού Χανίων – Κισσάμου. Για τους λόγους αυτούς, βασίμως προβαλλόμενους, πρέπει να γίνει δεκτή η υπό κρίση αίτηση, να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη αρνητική γνωμοδότηση και να αναπεμφθεί η υπόθεση στη διοίκηση, προκειμένου αυτή να προβεί σε αιτιολογημένη κρίση επί του αιτήματος των αιτούντων περί επανακαθορισμού του έμπροσθεν των ακινήτων τους αιγιαλού και παραλίας (πρβλ. ΣτΕ 4608/2011, 457/2009, 3860/2006, 1250 – 51/2006).