ΣτΕ 1010/2023 [Εν μέρει παράνομη ΥΑ/ΥΠΠΟΑ περί μη χαρακτηρισμού ως νεωτέρων μνημείων κτιριακών τμημάτων της «Σεβαστοπούλειου Εργατικής Σχολής»
Περίληψη
– Με τις διατάξεις της κυρωθείσας με νόμο, Διεθνούς Σύμβασης της Γρανάδας, η οποία, κατά το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, έχει υπέρτερη του νόμου τυπική ισχύ, επιβάλλεται η προστασία της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς, στην οποία περιλαμβάνονται τόσο μεμονωμένα οικοδομήματα, όσο και αρχιτεκτονικά σύνολα και τόποι, και η μέριμνα για την ένταξη των προστατευομένων αυτών στοιχείων στην οικονομική και κοινωνική ζωή του οικισμού και για την, κατά το δυνατόν, εναρμόνισή τους με τον πολεοδομικό ιστό του οικισμού. Τα συμβαλλόμενα μέρη αναλαμβάνουν την υποχρέωση να απέχουν από κάθε ενέργεια που βλάπτει, αμέσως ή εμμέσως, τα μνημεία ή τα αρχιτεκτονικά σύνολα ή τον περιβάλλοντα χώρο τους αλλά και να λαμβάνουν θετικά μέτρα, που αποσκοπούν στην βελτίωση της ποιότητας του περιβάλλοντος τα ακίνητα μνημεία χώρου.
Όπως έχει κριθεί, τα μνημεία, ως μαρτυρίες του ανθρώπινου βίου, που, αφενός, αποτελούν αναγκαίο παράγοντα για τη διαμόρφωση και τη διατήρηση της ιστορικής μνήμης και για τη διασφάλιση, χάριν των επερχόμενών γενεών, της ιστορικής συνέχειας και παράδοσης, και, αφετέρου, συμβάλλουν στην ποιότητα ζωής, συνιστούν ουσιώδες στοιχείο της πολιτιστικής κληρονομιάς, η προστασία της οποίας αποτελεί υποχρέωση της Πολιτείας και συγχρόνως, δυνάμει του άρθρου 24 παρ. 1 του Συντάγματος, ευθύνη και δικαίωμα του καθενός. Ειδικότερα, τα ακίνητα μνημεία που χρονολογούνται πριν από τα εκάστοτε τελευταία εκατό έτη χαρακτηρίζονται, κατά το νόμο, μνημεία, “λόγω της αρχιτεκτονικής, πολεοδομικής, κοινωνικής, εθνολογικής, λαογραφικής, τεχνικής, βιομηχανικής ή εν γένει ιστορικής, καλλιτεχνικής ή επιστημονικής σημασίας τους”, ενώ όσα ανάγονται στην περίοδο των εκάστοτε τελευταίων εκατό ετών χαρακτηρίζονται ως μνημεία λόγω της “ιδιαίτερης” σημασίας τους, η οποία αναφέρεται στα αυτά, διαζευκτικώς μνημονευόμενα στο νόμο, κριτήρια. Για το χαρακτηρισμό ακινήτου ως μνημείου δεν εξετάζεται η έκταση των οικονομικών συνεπειών που μπορεί να προκληθούν στους ενδιαφερομένους, ούτε η τυχόν επίδραση του χαρακτηρισμού στις νομικές σχέσεις μεταξύ ιδιωτών, δεδομένου ότι η επιδιωκόμενη με τις ανωτέρω διατάξεις διαφύλαξη, για λόγους δημοσίου συμφέροντος, του προστατευόμενού εννόμου αγαθού αποτελεί υποχρέωση της Διοίκησης, κατά ρητή συνταγματική επιταγή. Τέλος, η νομιμότητα των διοικητικών πράξεων που εκδίδονται κατ’ εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων ελέγχεται από τον ακυρωτικό δικαστή, τόσο ως προς την πληρότητα της αιτιολογίας, όσο και ευθέως για την ορθή εφαρμογή του νόμου, εφόσον από τα στοιχεία του φακέλου διαπιστώνεται, με βάση και τα διδάγματα της κοινής πείρας, ότι συντρέχουν (ή μη) τα κριτήρια που προβλέπονται από το νόμο για τον χαρακτηρισμό.
Όπως έχει κριθεί, οι διατάξεις του άρθρου 40 παρ. 1 του ν. 3028/2002, που ρυθμίζουν, μεταξύ άλλων, τους όρους συντήρησης, αποκατάστασης και αναστήλωσης των μνημείων προκειμένου να διαφυλαχθεί η υλική υπόσταση και η αυθεντικότητά τους, δεν θέτουν, κατά το γράμμα και το σκοπό τους, ως αναγκαία προϋπόθεση για το χαρακτηρισμό ακινήτου ως μνημείου τη διατήρηση του κτίσματος και των αξιόλογων στοιχείων του ανέπαφων, δεδομένου ότι, υπό την αντίθετη εκδοχή, θα καθίστατο αδύνατος ο χαρακτηρισμός ως νεωτέρου μνημείου οποιουδήποτε κτίσματος, μεταγενεστέρου του έτους 1830, στο οποίο επήλθαν αλλοιώσεις και επεμβάσεις. Κατά συνέπεια, αν κτίσμα υφίσταται ως υλική μαρτυρία και είναι εφικτή η επιστημονική τεκμηρίωση και αξιολόγησή του, από την άποψη των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του και της επιδιωκόμενης κατά το Σύνταγμα και το νόμο προστασίας, δεν κωλύεται ο χαρακτηρισμός του ως μνημείου εκ μόνου του λόγου ότι έχει καταστραφεί ολοσχερώς ή ότι έχουν καταστραφεί ή αφαιρεθεί τα ιδιαιτέρως αξιόλογα αρχιτεκτονικά ή μορφολογικά του στοιχεία, υπό την προϋπόθεση ότι αυτά μπορεί να αποκατασταθούν, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο ανωτέρω άρθρο 40 παρ. 1 του ν. 3028/2002.
Η κρίση ότι το κτίσμα 1α δεν διαθέτει (αυτοτελώς) αξιόλογα χαρακτηριστικά, από αρχιτεκτονικής και μορφολογικής απόψεως, παρίσταται, όπως βασίμως προβάλλεται, πλημμελώς αιτιολογημένη, εφόσον δεν εξετάσθηκε αν ο μη χαρακτηρισμός ως μνημείου (και) της πτέρυγας 1α, αναπόσπαστου τμήματος του αρχικού συγκροτήματος της Σχολής [του 1908], ή τουλάχιστον της όψης του, διασπά την αρχιτεκτονική σύλληψη και ενότητα του ομοιογενούς συγκροτήματος, σχήματος Π, και τον άξονα συμμετρίας του. Επιπλέον, αν και η Διοίκηση αναγνώρισε ως αυτοτελές θεμέλιο του χαρακτηρισμού τον παράγοντα της ιστορικότητας του κτηρίου, δεν αιτιολογείται, κατά τα βασίμως προβαλλόμενα, η επάρκεια του εν μέρει χαρακτηρισμού του πρώτου συγκροτήματος του 1908 για τη διατήρηση της ιστορικής μνήμης, παρά το ότι, όπως και η Διοίκηση δέχεται, το κτήριο, στην πρώτη και ιστορικότερη από τις οικοδομικές του φάσεις, αποτυπώνει, προφανώς στο σύνολό του, το πνεύμα της εκπαίδευσης της εποχής και συμβάλλει στην τεκμηρίωση της τυπολογίας των κτηρίων της ειδικής αυτής χρήσης και των κοινωνικών και εκπαιδευτικών δομών του κράτους στις αρχές του 20ού αιώνα. Συναφώς, δεν τεκμηριώνεται ο λόγος για τον οποίον επαρκεί για την ανάδειξη και προστασία του αρχιτεκτονικού και ιστορικού αυτού συνόλου ο , χαρακτηρισμός ως μνημείων μόνον των δύο παράλληλων πλευρών του Π,, οι οποίες παραμένουν ασύνδετες χωρίς τον ταυτόχρονο χαρακτηρισμό της, ισότιμης προς αυτές, πτέρυγας 1α, με την οποία ολοκληρώνεται το σχήμα Π. Κατά δε το μέρος που η αξιολόγηση της πτέρυγας 1α έγινε από τη Διοίκηση κατά συνεκτίμηση α/ της μέχρι σήμερα διαμορφωθείσας εικόνας (δηλαδή της κατάστασης διατήρησης μέχρι την έκδοση του σήματος διακοπής των εργασιών κατεδάφισης), β/ της ενσωμάτωσης της πτέρυγας 1α, με την τοιχοποιία της, στο τριώροφο πλέον κτήριο, όπως διαμορφώθηκε μετά τις επεμβάσεις των ετών 1960 και 1967, γ/ της καθαίρεσης της στέγης της και δ/ της “σχεδόν πλήρους” αλλοίωσης της τυπολογίας της κατά τμήματα, η παράλειψη χαρακτηρισμού παρίσταται μη νομίμως αιτιολογημένη, για τον επιπλέον λόγο ότι συνεκτιμά μη νόμιμο κριτήριο πολλώ δε μάλλον που [i] όπως προκύπτει από την περιγραφή του αρχικού κτηρίου), το αρχικό συγκρότημα διασώζεται σε μεγάλο βαθμό, πλην της στέγης που έχει καθαιρεθεί, και είναι αναγνωρίσιμο παρά τις εκτεταμένες επεμβάσεις που έχει δεχθεί και [ii] ανευρέθησαν τα σχέδια ανέγερσης του κτηρίου του 1908, βάσει των οποίων μπορεί αυτό, σε κάθε περίπτωση, να αποκατασταθεί στην αυθεντική του μορφή. Τέλος, οι “προοπτικές εξέλιξης” του συγκροτήματος βάσει μελέτης ανέγερσης νέων κτηρίων, με σκοπό την επανάχρηση της Σχολής και τη διατήρηση του εκπαιδευτικού της χαρακτήρα, δεν μπορούν να δικαιολογήσουν τη διάσπαση και τη μερική κήρυξη του μνημείου, δεδομένου ότι, κατά νόμον, προηγείται η έρευνα της αρχιτεκτονικής και ιστορικής σημασίας του ενιαίου κτίσματος που ανεγέρθηκε το 1908 και ότι η κρίση περί χαρακτηρισμού δεν μπορεί να ρυμουλκείται από τις δυνατότητες που καταλείπονται για τη μελλοντική αξιοποίησή του, αν αυτό κηρυχθεί ως μνημείο. Πρέπει, κατόπιν των ανωτέρω, να απορριφθούν οι ισχυρισμοί της Διοίκησης και του παρεμβαίνοντος, κατά τους οποίους ο σεβασμός της ιστορικότητας της Σχολής επιβάλλει την επαναλειτουργία της σε κτήρια που πληρούν τις προδιαγραφές της νυν ισχύουσας νομοθεσίας και ότι δικαιολογείται, με γνώμονα τη δυνατότητα αναβίωσης της Σχολής σε νέο κτίσμα, ο μη χαρακτηρισμός της πτέρυγας 1α ως νεωτέρου μνημείου.
Για τους ίδιους ως άνω λόγους, δεν αιτιολογείται νομίμως και επαρκώς, σύμφωνα με την προαναφερθείσα Διεθνή Σύμβαση της Γρανάδας και το ν. 3028/2002, η [συναγόμενη από την πρώτη προσβαλλόμενη πράξη] μη συμπερίληψη στο χαρακτηρισμό και την προστασία του νεώτερου μνημείου, της αυλής. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, η αυλή I αποτελεί στοιχείο του περιβάλλοντος χώρου του αρχικού κτηρίου του έτους 1908 που επηρεάζει και τη μορφολογία του τελευταίου (λόγω του σχήματος Π), η σημασία της εξαίρετοι στις προπεριγραφείσες εισηγήσεις των Υπηρεσιών του Υπουργείου Πολιτισμού και αξιολογείται ως ουσιώδες, υψηλής αρχιτεκτονικής ποιότητας, στοιχείο του σχεδιασμού, της διαμόρφωσης των επιπέδων και κηπαρίων της Σχολής και της ιεραρχημένης οργάνωσης του όλου ιστορικού συγκροτήματος. Πρέπει, επομένως, να γίνει δεκτός ο σχετικός με το ζήτημα αυτό λόγος ακυρώσεως και να ακυρωθεί η πρώτη προσβαλλόμενη πράξη και κατά το μέρος αυτό, απορριπτομένων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών της Διοίκησης και του παρεμβαίνοντος Συλλόγου.
Όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, το νέο κτήριο του έτους 1950 κατασκευάσθηκε από οπλισμένο σκυρόδεμα, σύμφωνα με την τεχνολογία της εποχής του, μιμείται τα μορφολογικά χαρακτηριστικά του αρχικού τριμερούς κτίσματος, σχήματος Π, και εντάσσεται αρμονικά σε αυτό. Όμως, η μίμηση του παλαιότερου κτηρίου και η αρμονική ένταξη του νεώτερου κτίσματος σε αυτό δεν αρκούν, όπως έκρινε η Διοίκηση, για να του προσδώσουν “ιδιαίτερη” αρχιτεκτονική, μορφολογική ή ιστορική αξία, ώστε να ανακύψει υποχρέωση να κηρυχθούν ως νεώτερα μνημεία και τα κτίσματα που δεν ανάγονται στην παλιότερη των 100 τελευταίων ετών περίοδο, δηλαδή τα κτίσματα που προσετέθησαν από το 1950 και μετά. Ούτε, άλλωστε, τεκμηριώθηκε, κατά την εκτίμηση της Διοίκησης – συναγόμενη από το σύνολο των στοιχείων του φακέλου και τη συζήτηση μεταξύ των μελών του ΚΣΝΜ -, ότι τα ίδια τα νεώτερα αυτά κτίσματα διαθέτουν, λόγω της ένταξής τους στο ιστορικό κτήριο της Σεβαστοπουλείου Σχολής ή στην ευρύτερη περιοχή των Αμπελοκήπων, ιδιαίτερη ιστορική, κοινωνική ή πολεοδομική σημασία ή ότι συγκροτούν ένα ενιαίο αρχιτεκτονικό σύνολο από κοινού με το αρχικό κτήριο του 1908, κατά την έννοια της Σύμβασης της Γρανάδας). Το ίδιο ισχύει, κατά μείζονα λόγο, για τις μεταγενέστερες επεμβάσεις των ετών 1960 και 1967, με τις οποίες το κτήριο, έχοντας πλέον αποκτήσει σχήμα Ε, δέχθηκε προσθήκες κατ’ επέκταση και καθ’ ύψος, από τις οποίες μάλιστα η τελευταία (έτους 1967) αλλοίωσε ουσιωδώς το αρχικό κτήριο και την τυπολογία του, λόγω της προσθήκης ορόφου και ακραίων κλιμακοστασίων που προεξείχαν σε σχέση με τον υποκείμενο όγκο του αρχικού κτηρίου. Επίσης, το γεγονός ότι οι κτηριακές αυτές επεκτάσεις έλαβαν χώρα σε μία εκτεταμένη περιοχή της πρωτεύουσας όπου υπάρχουν και άλλα κοινωφελή κτήρια (Νοσοκομεία Ελπίς και Έλενα, Βυζαντινό Μουσείο κλπ) δεν αποτελεί τεκμήριο ιδιαίτερης πολεοδομικής σημασίας, ώστε να επιβάλλεται, άνευ ετέρου, ο χαρακτηρισμός τους ως μνημείων, απορριπτομένου του σχετικού λόγου ακυρώσεως. Υπό τα δεδομένα αυτά, αιτιολογείται προσηκόντως η έλλειψη ιδιαίτερης αρχιτεκτονικής, πολεοδομικής, κοινωνικής ή ιστορικής σημασίας των κτισμάτων των ετών 1950, 1960 και 1967 και νομίμως η Διοίκηση δεν προέβη σε χαρακτηρισμό των επεκτάσεων και προσθηκών ως διατηρητέων μνημείων, σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ. 1 γ του ν. 3028/2002. Η αιτιολογία αυτή στηρίζει αυτοτελώς το μη χαρακτηρισμό των μεταγενέστερων προσθηκών [στο αρχικό κτήριο του 1908] ως μνημείων και, κατά συνέπεια, αλυσιτελώς πλήσσεται η νομιμότητα της αιτιολογίας κατά το μέρος που αναφέρεται στην αλλοίωση του μεταγενέστερου κτηρίου λόγω των επεμβάσεων που πραγματοποιήθηκαν το 1967, με την προσθήκη επιπλέον ορόφου και κλιμακοστασίων. Επομένως, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι όλοι οι περί του αντιθέτου λόγοι, με τους οποίους προβάλλεται ότι μη νομίμως και χωρίς επαρκή αιτιολογία δεν χαρακτηρίσθηκαν ως μνημεία και τα μεταγενέστερα “κτήρια συνοδείας”. Τέλος, απαραδέκτως αμφισβητείται η ορθότητα της ουσιαστικής εκτίμησης της Διοίκησης ως προς τα μεταγενέστερα αυτά κτίσματα και την ιδιαίτερη ή μη αξία τους, κατ’ επίκληση εγγράφων της MONUMENTA, του ICOMOS και του Δήμου Αθηναίων, τα οποία ελήφθησαν, πάντως, υπόψη από το ΚΣΝΜ και το αποφασίζον όργανο πριν από την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης μη χαρακτηρισμού των προσθηκών ως μνημείων.
Προβάλλεται ότι μη νομίμως δεν επιβλήθηκαν περιορισμοί στη χρήση του κτηρίου της Σχολής, βάσει του άρθρου 10 παρ. 7 του ν. 3028/2002, που θεσπίζει δυνατότητα επιβολής περιορισμών, με απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού, “στη χρήση και στον τρόπο λειτουργίας …, καθώς και στους όρους δόμησης…, κατά παρέκκλιση από κάθε ισχύουσα διάταξη”, με σκοπό τη μείζονα προστασία των ακινήτων μνημείων, και ότι μη νομίμως δεν ορίσθηκαν εν προκειμένω τα κριτήρια και οι στόχοι προστασίας του μνημείου, ώστε να προκύπτουν κατά τρόπο δεσμευτικό και αναμφίλεκτο οι κατευθύνσεις της προστασίας του. Ωστόσο, η επιβολή περιορισμών στους όρους δόμησης ή στη χρήση μνημείου δεν προβλέπεται στο νόμο ως υποχρεωτική με αποτέλεσμα η παράλειψη επιβολής τέτοιων περιορισμών να μην προσάπτει πλημμέλεια στο χαρακτηρισμό ή μη της Σχολής ως μνημείου. Πρέπει, κατά συνέπεια, να απορριφθεί ο προεκτεθείς λόγος ακυρώσεως. Οίκοθεν νοείται ότι το αίτημα του παρεμβαίνοντος για την ανέγερση νέου πενταώροφου κτηρίου εκπαίδευσης στο χώρο της Σχολής θα κριθεί δυνάμει του άρθρου 10 του ν 3028/2002, με κριτήριο την απαγόρευση βλάβης ή αλλοίωσης της μορφής του μνημείου, και ότι κατά την εξέταση του αιτήματος αυτού η Διοίκηση οφείλει να εκτιμήσει αιτιολογημένος αν αυτό συμβιβάζεται, εν όλω ή εν μέρει, με το χαρακτήρα του αρχιτεκτονικού συνόλου και τους στόχους προστασίας του μνημείου.
Το άρθρο 6 παρ. 2 του ν. 3028/2002 προβλέπει ότι ο χαρακτηρισμός ενός μνημείου “είναι δυνατόν να αφορά και κινητά που συνδέονται με ορισμένη χρήση του ακινήτου”, όμως ο νόμος δεν επιβάλλει την ταυτόχρονη κήρυξη του ακινήτου μνημείου και των κινητών που συνδέονται με τη χρήση του. Υπό τα δεδομένα αυτά, ο λόγος ακυρώσεως ότι μη νομίμως παραλείφθηκε ο χαρακτηρισμός και των μηχανημάτων που ανευρέθησαν στη Σχολή ως μέρους των μνημείων πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, εφόσον η Υπηρεσία επιφυλάχθηκε να τα αξιολογήσει στο εγγύς μέλλον, αναγνωρίζοντας τη σπουδαιότητά τους ως κινητών αρρήκτως συνδεδεμένων με το σκοπό της Σχολής και την ιστορική της διαδρομή.
Πρόεδρος: Μ. Γκορτζολίδου
Εισηγητής: Μ. Σωτηροπούλου