Επισκόπηση Νομολογίας του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) για το περιβάλλον
Κατά τη διάρκεια των πρώτων μηνών του 2025 το ΔΕΕ έκρινε μια σειρά υποθέσεων που αφορούν το περιβάλλον. Παρακάτω ενδεικτικά παρουσιάζονται αποφάσεις του ΔΕΕ που αφορούν είτε μη εμπρόθεσμη ενσωμάτωση οδηγιών, είτε μη συμμόρφωση σε καταδικαστικές αποφάσεις του ΔΕΕ, είτε προδικαστικά ερωτήματα προς το ΔΕΕ.
- Μη εμπρόθεσμη ενσωμάτωση οδηγιών
Με αποφάσεις της 17/05/2025 και 7/07/2025 αντίστοιχα η Ελλάδα [υπόθεση C-359/24, Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Ελλάδας[1]] και η Ισπανία [στην υπόθεση C-331/24, Επιτροπή κατά Ισπανίας[2]] καταδικάστηκαν για παράλειψη επανεξέτασης και εμπρόθεσμης επικαιροποίησης σχεδίων διαχείρισης λεκανών απορροής ποταμών[3] και (εδώ προστίθεται και η Σλοβακία [απόφαση της 6/02/2025 υπόθεση C-281/24, Επιτροπή κατά Σλοβακίας[4]]) των σχεδίων διαχείρισης των κινδύνων πλημμύρας [5] καθώς και για μη εμπρόθεσμη κοινοποίηση των εν λόγω σχεδίων στην Επιτροπή. Παράλληλα στις 3/05.2025 [υπόθεση C-128/24, Επιτροπή κατά Ελλάδας[6]] η Ελλάδα καταδικάστηκε για μη εμπρόθεσμη κατάρτιση και μη κοινοποίηση στην Επιτροπή και στα άλλα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη του θαλάσσιου χωροταξικού της σχεδιασμού[7].
- Μη συμμόρφωση σε καταδικαστικές αποφάσεις του ΔΕΕ
Το ΔΕΕ έκρινε μία σειρά υποθέσεων δυνάμει του άρθρου 260 παρ.2 ΣΛΕΕ για μη συμμόρφωση κράτους μέλους σε προηγούμενη απόφασή.
Α) Στις 27/03/2025 [υπόθεση C-515/23, Επιτροπή Ιταλίας[8]] η Ιταλία καταδικάστηκε για μη συμμόρφωση στην απόφαση της 10/04/2014 στο πλαίσιο της υπόθεσης C-85/13[9]. Η αρχική απόφαση αφορούσε τη μη λήψη μέτρων κατάλληλης επεξεργασίας αστικών λυμάτων[10] σε μία σειρά οικισμών.
Μεταξύ άλλων, αξίζει να επισημανθεί ότι η Ιταλία πρόβαλε το επιχείρημα ότι για έναν από τους πέντε υπολειπόμενους οικισμούς, για τους οποίους δεν είχαν γίνει τα κατάλληλα έργα, είχε στο μεταξύ μειωθεί ο όγκος λυμάτων και κατά συνέπεια δεν ήταν πλέον υποχρεωμένη να τηρήσει τις σχετικές υποχρεώσεις της οδηγίας. Το ΔΕΕ απέρριψε αυτό το επιχείρημα με το σκεπτικό ότι «εάν επιτρεπόταν σε κράτος μέλος, στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 260, παράγραφος 2 ΣΛΕΕ, να προβάλει το πρώτον ενώπιον του Δικαστηρίου αλλαγή της μεθόδου υπολογισμού του φορτίου που παράγεται από οικισμό τον οποίο αφορά η απόφαση περί διαπίστωσης της παράβασης, σε σχέση με τη μέθοδο στην οποία στηρίχθηκαν οι διαπιστώσεις του Δικαστηρίου στην απόφαση αυτή, θα υπονομευόταν ο απρόσβλητος χαρακτήρας της εν λόγω αποφάσεως η οποία έχει ισχύ δεδικασμένου» (σκέψη 40). Τελικά το ΔΕΕ έκρινε ότι η Ιταλία, μη λαμβάνοντας όλα τα αναγκαία μέτρα σε εκτέλεση της αρχικής απόφασης C-85/13, παρέβη την υποχρέωση που υπέχει δυνάμει του άρθρο 260 παρ.1 ΣΛΕΕ και της επιβλήθηκε η καταβολή ενός κατ’αποκοπήν ποσού ύψους 10.000.000 ευρώ. Παράλληλα η Ιταλία πρέπει να καταβάλλει στην Επιτροπή χρηματική ποινή 13.687. 500 ευρώ ανά εξάμηνο καθυστέρησης έως την πλήρη εκτέλεση της αρχικής απόφασης C‑85/13, το δε ποσό θα βαίνει μειούμενο ανάλογα με την πρόοδο στη λήψη μέτρων συμμόρφωσης[11].
Β) Ανάλογη απόφαση ήταν και αυτή της 6/03/2025 [υπόθεση C-315/23, Επιτροπή κατά Κροατίας[12]] για μη εκτέλεση προηγούμενης απόφασης της 2/05/2019 στο πλαίσιο της υπόθεσης C‑250/18[13]. Με την αρχική αυτή απόφαση η Κροατία είχε υποχρεωθεί να λάβει μέτρα για τη διαχείριση αδρανών υλικών σε χώρο απόρριψης δυνάμει της οδηγίας για τα απόβλητα[14] . Το ΔΕΕ τόνισε ότι μετά την αρχική καταδικαστική απόφαση τα κράτη μέλη πρέπει να συμμορφώνονται και να μην επανέρχονται με νέα στοιχεία (λ.χ. μελέτες) θέτοντας υπό αμφισβήτηση τα ήδη κριθέντα.
Η εν λόγω υπόθεση κρίθηκε από το ΔΕΕ ως ιδιαίτερα σοβαρή και υπογραμμίσθηκε ότι «Η σοβαρότητα της ως άνω παραβάσεως επιτείνεται από το γεγονός ότι η απόφαση Επιτροπή κατά Κροατίας αφορά θεμελιώδεις υποχρεώσεις τις οποίες προβλέπει η οδηγία 2008/98 και από το ότι, κατά παράβαση των υποχρεώσεων που υπέχουν τα κράτη μέλη από το άρθρο 260, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ να λαμβάνουν τα μέτρα που συνεπάγεται η εκτέλεση της σχετικής αποφάσεως του Δικαστηρίου, η Δημοκρατία της Κροατίας θεώρησε ότι η εκτέλεση της αποφάσεως Επιτροπή κατά Κροατίας εξαρτάται από τα πορίσματα της πραγματογνωμοσύνης σχετικά με τις ιδιότητες των επίμαχων σκωριών, κατά παράβαση όσων έκρινε το Δικαστήριο με την εν λόγω απόφαση. Επιπλέον, πρέπει να ληφθεί υπόψη, ως επιβαρυντική περίσταση, το γεγονός ότι οι εν λόγω σκωρίες, βάρους περίπου 140 000 τόνων και συνολικού όγκου μεγαλύτερου των 76 000 m³, εξακολουθούσαν επί μακρόν να εναποτίθενται αδικαιολόγητα στο χωριό Biljane Donje, πλησίον κατοικιών, χωρίς να υπάρξει ουσιώδης παρέμβαση των αρμόδιων εθνικών αρχών, καθώς και το ότι οι μνημονευθείσες από το εν λόγω κράτος μέλος μελέτες κατέδειξαν ότι οι επίμαχες σκωρίες ενείχαν κίνδυνο απορρίψεως βλαβερών ουσιών, η δε περιεκτικότητά τους σε επικίνδυνες ουσίες και η ραδιενέργειά τους υπερέβαιναν τα επιτρεπόμενα όρια. Πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψη, όσον αφορά τη σοβαρότητα της επίμαχης παραβάσεως, το γεγονός ότι το εν λόγω κράτος μέλος δεν προέβλεψε να συμμορφωθεί πλήρως προς τις απαιτήσεις της οδηγίας 2008/98 πριν από τον Αύγουστο του 2025, ήτοι περίπου δώδεκα έτη μετά την ημερομηνία κατά την οποία οι υποχρεώσεις εκ της συγκεκριμένης οδηγίας άρχισαν να ισχύουν έναντι της Δημοκρατίας της Κροατίας, κατόπιν της προσχωρήσεώς της στην Ένωση, δηλαδή επί χρονικό διάστημα ιδιαιτέρως μεγάλης διάρκειας […].» (σκέψη 120).
Όπως ήταν αναμενόμενο, το ΔΕΕ έκρινε ότι συντρέχει παράβαση του άρθρου 260 παρ.1 ΣΛΕΕ και η Κροατία υποχρεώθηκε να καταβάλει στην Επιτροπή κατ’αποκοπήν 1.000.000 ευρώ και 6.500 ευρώ για κάθε μέρα καθυστέρησης ως την εκτέλεση της αρχικής αποφάσης.
Γ) Με απόφαση της 8/05/2025 [υπόθεση C‑318/23, Επιτροπή κατά Σλοβενίας[15] ] το ΔΕΕ διαπίστωσε ότι η Σλοβενία δεν είχε λάβει μέτρα για την εκτέλεση προηγούμενης απόφασης της 16/07/2015 στο πλαίσιο της υπόθεσης C-140/14,[16] με την οποία το ΔΕΕ είχε διαπιστώσει παράβαση της οδηγίας για την υγειονομική ταφή αποβλήτων,[17] και της οδηγίας για τα απόβλητα[18].
Κατά τη διαδικασία ενώπιον του ΔΕΕ η Σλοβενία πρόβαλε το επιχείρημα ότι τα απόβλητα ήταν αδρανή υλικά και επομένως μη επικίνδυνα για την ανθρώπινη υγεία ή το περιβάλλον. Το επιχείρημα αυτό δεν έγινε δεκτό και το ΔΕΕ έκρινε ότι η παρατεταμένη παραμονή αποβλήτων αρκεί για να θέσει σε κίνδυνο την ανθρώπινη υγεία και το περιβάλλον (σκέψη 76) . Τελικά και αφού αναγνώρισε και ορισμένες ελαφρυντικές περιστάσεις, όπως η πρόοδος στη λήψη μέτρων, καθώς τη συνεργασία των σλοβενικών αρχών με την Επιτροπή (σκέψη 75),διαπιστώθηκε η παράβαση του άρθρου 260 παρ.1 ΣΛΕΕ και η Σλοβενία υποχρεώθηκε να καταβάλει στην Επιτροπή ένα κατ’αποκοπήν ποσό ύψους 1.200.000 ευρώ.
Δ) Στις 9/10/2025 [υπόθεση C-368/24, Επιτροπή κατά Ελλάδας[19]] το ΔΕΕ διαπίστωσε επίσης ότι η χώρα δεν έλαβε μέτρα για την εκτέλεση της απόφασης της 17/07/2014 [υπόθεση C‑600/12[20]] . Με αυτή την αρχική απόφαση η Ελλάδα είχε καταδικαστεί για παράβαση της οδηγίας 1999/31/ΕΚ περί υγειονομικής ταφής των αποβλήτων[21] και της οδηγίας 2008/98/ΕΚ για τα απόβλητα[22] στο πλαίσιο λειτουργίας ΧΥΤΑ στη Ζάκυνθο. Ο εν λόγω ΧΥΤΑ βρίσκεται εντός του χώρου του εθνικού θαλασσίου πάρκου της Ζακύνθου, όπου βρίσκεται και ο οικότοπος της θαλάσσιας χελώνας.
ΤΟ ΔΕΕ, αφού υπενθύμισε ότι κατά πάγια νομολογία ο κρίσιμος χρόνος για την εκτίμηση του ζητήματος αν υπήρξε παράβαση κατά την έννοια του άρθρου 260, παράγραφος 2 ΣΛΕΕ είναι η ημερομηνία λήξεως της προθεσμίας που τάχθηκε με την προειδοποιητική επιστολή (εν προκειμένω η 28/06/2017) (σκέψεις 38 και 39), έκρινε ότι κατά τον κρίσιμο για την εκτίμηση της παράβασης χρόνο, ο ΧΥΤΑ Ζακύνθου δεν είχε παύσει τη λειτουργία του και δεν είχε αποκατασταθεί, αλλά είχε εξακολουθήσει να δέχεται απόβλητα, τούτο δε έως το τέλος του 2017 (σκέψεις 40-45).
Κατά την άποψή μας το ενδιαφέρον της υπόθεσης αυτής δεν έγκειται τόσο στη διαπίστωση της μη λήψης μέτρων εκτέλεσης της αρχικής απόφασης (που βεβαίως από μόνη της είναι προβληματική) όσο στο σκεπτικό του ΔΕΕ για τον καθορισμό των χρηματικών κυρώσεων. Εν προκειμένω αναδείχθηκε όχι μόνο η σοβαρότητα της συγκεκριμένης παράβασης αλλά τέθηκε συνολικά επί τάπητος το θέμα της διαχείρισης των αποβλήτων στην Ελλάδα με αποτέλεσμα να μην αναγνωρισθούν ελαφρυντικές περιστάσεις.
Το ΔΕΕ υπενθύμισε ότι επιβάλλει, σε κάθε υπόθεση και ανάλογα με τις συγκεκριμένες περιστάσεις καθώς και ανάλογα με τον βαθμό πειθούς και αποτροπής που κρίνει απαραίτητο, τις κατάλληλες χρηματικές κυρώσεις, προκειμένου να προλάβει και την επανάληψη ανάλογων παραβάσεων του δικαίου της Ένωσης (σκέψη 72).
Εν προκειμένω, αφού διαπίστωσε ότι δεν υπήρξε κάποιο μέτρο ικανό να αναιρέσει την διαπίστωση της παράβασης, συμπέρανε ότι «η παράβαση των υποχρεώσεων που υπέχει η Ελληνική Δημοκρατία από το άρθρο 14 της οδηγίας 1999/31, καθώς και από το άρθρο 13 και το άρθρο 36, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/98 εξακολούθησε να υφίσταται μέχρι την εξέταση των πραγματικών περιστατικών της υπό κρίση υπόθεσης από το Δικαστήριο, ήτοι ένδεκα και πλέον έτη μετά την έκδοση της απόφασης του 2014, Επιτροπή κατά Ελλάδα.ς» (σκέψη 76).
Στη συνέχεια, προκειμένου να καθορισθεί το ύψος των χρηματικών κυρώσεων το ΔΕΕ υπενθύμισε ότι, κατά πάγια νομολογία, «όταν μια παράβαση και, ιδίως, η παράλειψη εκτέλεσης απόφασης του Δικαστηρίου είναι ικανή να βλάψει το περιβάλλον και να θέσει σε κίνδυνο την ανθρώπινη υγεία, η παράβαση αυτή πρέπει να θεωρείται ιδιαιτέρως σοβαρή» (σκέψη 85) και τούτο συμβαίνει εν προκειμένω: «Η έλλειψη αποκατάστασης και οριστικής παύσης λειτουργίας του ΧΥΤΑ Ζακύνθου ενέχει σημαντικούς κινδύνους για το περιβάλλον και την ανθρώπινη υγεία, οπότε πρέπει να θεωρηθεί ιδιαιτέρως σοβαρή… Το επιχείρημα που αντλεί η Ελληνική Δημοκρατία από τα επίπεδα ποιότητας των επιφανειακών υδάτων που καθιστούν δυνατή την άσκηση ψυχαγωγικών και οικονομικών ανθρώπινων δραστηριοτήτων, χωρίς κίνδυνο για την ανθρώπινη ζωή και υγεία, δεν μπορεί να κλονίσει τη διαπίστωση αυτή.» (σκέψεις 87 και 88). Τα μέτρα δε που ελήφθησαν κατά καιρούς σύμφωνα με το ΔΕΕ «παρέμειναν πολύ περιορισμένα και δεν είναι αρκετά για να μπορεί να διαπιστωθεί πραγματική βελτίωση της κατάστασης του ΧΥΤΑ, εν πάση δε περιπτώσει, δεν κατέληξαν, ένδεκα και πλέον έτη μετά την έκδοση της απόφασης του 2014, Επιτροπή κατά Ελλάδας, στην οριστική παύση λειτουργίας και την αποκατάσταση του εν λόγω ΧΥΤΑ» (σκέψη 90).
Ως προς το επιχείρημα που πρόβαλε η Ελλάδα ότι ενημέρωνε συνεχώς την Επιτροπή για τις ενέργειες και για τα διοικητικά εμπόδια που ανέκυπταν κατά την εκτέλεση της αρχικής απόφασης του, το ΔΕΕ αφού υπενθύμισε ότι η καλόπιστη συνεργασία ενός κράτους μέλους με την Επιτροπή είναι αυτονόητη έκρινε ότι «στο πλαίσιο εκτίμησης της σοβαρότητας της παράβασης, μόνον μια συνεργασία με την Επιτροπή η οποία θα χαρακτηριζόταν από ενέργειες που μαρτυρούν την πρόθεση συμμόρφωσης το συντομότερο δυνατόν με την επίμαχη απόφαση περί διαπιστώσεως παραβάσεως που εκδόθηκε δυνάμει του άρθρου 258 ΣΛΕΕ θα μπορούσε να ληφθεί υπόψη ως ελαφρυντική περίσταση.» (σκέψη 92) και συνέχισε « Πλην όμως, εν προκειμένω, τα χρονοδιαγράμματα συμμορφώσεως του ΧΥΤΑ Ζακύνθου αποδείχθηκαν ελάχιστα αξιόπιστα, αν όχι αναξιόπιστα, και η διαδικασία παύσης της λειτουργίας και αποκατάστασης του χώρου αυτού εξακολουθεί να μην έχει ολοκληρωθεί. Υπό τις συνθήκες αυτές, η συνεργασία της Ελληνικής Δημοκρατίας με την Επιτροπή κατά την προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία δεν δύναται να ληφθεί υπόψη ως ελαφρυντική περίσταση.»(σκέψη 93).
« Δεν μπορεί επίσης να γίνει δεκτό ότι ο γεωμορφολογικός χαρακτήρας του εδάφους της Ελληνικής Δημοκρατίας και η πολυπλοκότητα των προς εκτέλεση ενεργειών συνιστούν ελαφρυντικές περιστάσεις, δεδομένου ότι το εν λόγω κράτος μέλος δεν τεκμηριώνει για ποιον λόγο τέτοιες εκτιμήσεις εμπόδισαν, εν προκειμένω, την εφαρμογή των αναγκαίων μέτρων για την πλήρη εκτέλεση της απόφασης του 2014, Επιτροπή κατά Ελλάδας, για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα όσο εκείνο που μεσολάβησε μεταξύ της έκδοσης της απόφασης αυτής και του χρόνου εξέτασης της υπό κρίση προσφυγής.» (σκέψη 94).
«Συνιστούν, αντιθέτως, επιβαρυντικές περιστάσεις, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου … αφενός, ο μεγάλος αριθμός αποφάσεων με τις οποίες διαπιστώθηκε ότι η Ελληνική Δημοκρατία είχε παραβεί τις υποχρεώσεις της, ιδίως σχετικά με τη διαχείριση των αποβλήτων…, και, αφετέρου, ο αριθμός των περιπτώσεων στις οποίες το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι το εν λόγω κράτος μέλος είχε, ιδίως στον τομέα αυτόν, παραλείψει να εκτελέσει αποφάσεις του Δικαστηρίου (σκέψη 95). « Επιπλέον, πρέπει να επισημανθεί ως επιβαρυντική περίσταση το γεγονός ότι η πλήρης εκτέλεση της απόφασης του 2014, Επιτροπή κατά Ελλάδας, δεν έχει ακόμη επέλθει. Εφόσον όμως παρήλθαν περισσότερα από ένδεκα έτη μετά την έκδοση της απόφασης αυτής, το Δικαστήριο δεν μπορεί παρά να διαπιστώσει την ιδιαιτέρως μακρά διάρκεια μιας παράβασης η οποία, λαμβανομένων υπόψη των σκοπών της προστασίας της ανθρώπινης υγείας και του περιβάλλοντος, είναι επιπλέον αναμφίβολα σοβαρή.» (σκέψη 96).
« [η] μη εκτέλεση της απόφασης του 2014…. , ένδεκα και πλέον έτη από την έκδοση της απόφασης αυτής, … συνιστά υπερβολική διάρκεια, έστω και αν πρέπει να ληφθεί υπόψη η σημαντική πολυετής περίοδος που απαιτείτο για τα απαραίτητα έργα υποδομής.» (σκέψη 98).
Σημειώνεται δε ότι το ΔΕΕ αρνήθηκε να κάνει δεκτό το αίτημα της Ελλάδας περί επιβολής προοδευτικώς μειούμενης χρηματικής ποινής, υπολογιζομένης σε εξαμηνιαία βάση διότι έκρινε ότι «μικρότερης σημασίας βλάβη του περιβάλλοντος και της υγείας του ανθρώπου θα μπορούσε να διαπιστωθεί μόνο μετά την πλήρη εκτέλεση, από το εν λόγω κράτος μέλος, της απόφασης του 2014, Επιτροπή κατά Ελλάδας, η οποία αφορά, εξάλλου, έναν και μόνο χώρο υγειονομικής ταφής» (σκέψη 103).
Οσον αφορά την καταβολή κατ’ αποκοπήν ποσού και τον καθορισμό του ύψους του το ΔΕΕ έκρινε ότι «Εν προκειμένω, το σύνολο των νομικών και πραγματικών στοιχείων που οδήγησαν στη διαπίστωση της παράβασης αποτελεί ένδειξη περί του ότι για την αποτελεσματική πρόληψη ανάλογων με την επίμαχη μελλοντικών παραβάσεων του δικαίου της Ένωσης απαιτείται η λήψη αποτρεπτικού μέτρου, όπως είναι η επιβολή κατ’ αποκοπήν ποσού.» (σκέψη 106) και ότι οι περιστάσεις που πρέπει να ληφθούν υπόψη προκύπτουν από τη σοβαρότητα και τη διάρκεια των παραβάσεων.
Τελικά το ΔΕΕ αποφάσισε ότι:
«Η Ελληνική Δημοκρατία, μη λαμβάνοντας όλα τα μέτρα που συνεπάγεται η εκτέλεση της απόφασης της 17ης Ιουλίου 2014, Επιτροπή κατά Ελλάδας (C‑600/12, EU:C:2014:2086), παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 260, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.
Υποχρεώνει την Ελληνική Δημοκρατία να καταβάλλει στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή χρηματική ποινή ύψους 12 500 ευρώ ημερησίως από τη δημοσίευση της παρούσας απόφασης έως την ημερομηνία εκτέλεσης της απόφασης της 17ης Ιουλίου 2014, Επιτροπή κατά Ελλάδας (C‑600/12, EU:C:2014:2086).
Υποχρεώνει την Ελληνική Δημοκρατία να καταβάλει στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατ’ αποκοπήν ποσόν ύψους 5 500 000 ευρώ.
Καταδικάζει την Ελληνική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.»\
- Προδικαστικά Ερωτήματα προς το ΔΕΕ
Οδηγία 2011/92/ΕΕ[23] -Εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων (ΕΠΕ)
Α) H απόφαση της 1/08/2025 [υπόθεση C-461/24, Asociación Petón do Lobo κατά Dirección Xeral de Planificación Enerxética Recursos Naturais de la Xunta de Galicia.[24]] αφορά το εύρος της διαβούλευσης με το κοινό όταν πέρα από τη μελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων και πριν από την αδειοδότηση του έργου μεσολαβούν και γνωμοδοτήσεις εξειδικευμένων φορέων.
Εν προκειμένω η διαφορά αφορούσε την άδεια κατασκευής αιολικού πάρκου στη Γαλικία της Ισπανίας και το ζήτημα προέκυψε ως εξής: Τον Δεκέμβριο του 2017, ο κύριος του έργου (η Eurus Desarrollos Renovables SLU) ζήτησε άδεια κατασκευής αιολικού πάρκου. Το κοινό υπέβαλε παρατηρήσεις επί της μελέτης περιβαλλοντικών επιπτώσεων εντός προθεσμίας 30 ημερών. Συγχρόνως όμως μία σειρά φορέων με αρμοδιότητα στους τομείς των δασών, των υδάτων, της φυσικής και πολιτιστικής κληρονομιάς, του τουρισμού, της υγείας, της ηλεκτρικής ενέργειας και της αεροπορικής ασφάλειας κλήθηκαν να γνωμοδοτήσουν. Στη συνέχεια και χωρίς να παρασχεθεί στο κοινό η δυνατότητα παρατηρήσεων επί των γνωμοδοτήσεων, η Γενική Διεύθυνση ενεργειακού σχεδιασμού και φυσικών πόρων της Αυτόνομης Κοινότητας της Γαλικίας χορήγησε στον κύριο του έργου τις σχετικές άδειες.
Η περιβαλλοντική ένωση Petón do Lobo άσκησε διοικητική προσφυγή κατά της Γενικής Διεύθυνσης, αυτή δε σιωπηρά την απέρριψε. Κατόπιν τούτου, η εν λόγω ένωση προσέφυγε στο ανώτερο δικαστήριο της Γαλικίας ζητώντας την ακύρωση της άδειας. Το δικαστήριο υπέβαλε στο ΔΕΕ προδικαστικό ερώτημα σχετικά με το κατά πόσο συνάδει με το άρθρο 6 της οδηγίας ΕΠΕ η μη πληροφόρηση του κοινού επί των ειδικών γνωμοδοτήσεων και -ενδεχομένως- και η μη πληροφόρηση του κοινού επί του έργου που τελικά αδειοδοτείται.
Το ΔΕΕ αρχικά υπενθύμισε τις βασικές αρχές της διαβούλευσης με το κοινό που θέτει η οδηγία ΕΠΕ καθώς και την πάγια και απαρέγκλιτη νομολογιακή κατεύθυνση ότι δηλ. σε κάθε περίπτωση η διαβούλευση με το κοινό πρέπει να είναι έγκαιρη και αποτελεσματική (σκέψεις 37-40).
Προχωρώντας παραπέρα την ανάλυσή του, το ΔΕΕ διαπίστωσε ότι η οδηγία 2011/92 δεν ορίζει το στάδιο της διαδικασίας κατά το οποίο πρέπει να ζητούνται οι ειδικές γνωμοδοτήσεις των αρχών και ότι οι λεπτομέρειες αυτής της γνωμοδοτικής διαδικασίας καθορίζονται από τα κράτη μέλη (σκέψη 42). Η ίδια η οδηγία δεν αναφέρει τις ειδικές γνωμοδοτήσεις μεταξύ των πληροφοριών που πρέπει να τίθενται στη διάθεση του κοινού ούτε -πολλώ μάλλον- προβλέπει ότι το κοινό έχει δικαίωμα να υποβάλει παρατηρήσεις ή γνώμες επί των γνωμοδοτήσεων ( σκέψη 45). Και μολονότι το ΔΕΕ δεν απέκλεισε το ενδεχόμενο οι πλέον κρίσιμες γνωμοδοτήσεις να πρέπει να γνωστοποιηθούν εφόσον απευθύνονται στις αρμόδιες αρχές κατά τον χρόνο πληροφόρησης του κοινού, δεν μπορεί να συναχθεί από το γράμμα της οδηγίας ότι οι εν λόγω γνωμοδοτήσεις πρέπει, σε κάθε περίπτωση, να αποτελούν μέρος των πληροφοριών που χρησιμεύουν ως βάση για τη διαβούλευση με το ενδιαφερόμενο κοινό ( σκέψη 49).
Εξάλλου, το ΔΕΕ έκρινε όχι μόνο εύλογη αλλά και σύμφωνη με την αιτιολογική σκέψη 36 της οδηγίας ΕΠΕ την παρατήρηση της Γερμανικής Κυβέρνησης και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ότι αντίθετη λύση θα μπορούσε να αποδειχθεί υπερβολικά επαχθής για τις εθνικές αρχές και να επιμηκύνει τη διαδικασία, πράγμα που δεν θα συμβιβαζόταν με τον σκοπό της αποτελεσματικής διαδικασίας λήψεως αποφάσεων (σκέψη 55).
Κατόπιν τούτου το ΔΕΕ απάντησε στα προδικαστικά ερωτήματα του ανωτέρου δικαστηρίου της Γαλικίας ότι η οδηγία 2011/92/ΕΕ«…δεν αντιτίθεται σε νομοθεσία κράτους μέλους κατά την οποία, στο πλαίσιο διαδικασίας εκτιμήσεως των περιβαλλοντικών επιπτώσεων έργου το οποίο εμπίπτει στην οδηγία, διεξάγεται διαβούλευση με τις αρχές τις οποίες ενδέχεται να αφορά το έργο, λόγω της ειδικής τους αρμοδιότητας επί θεμάτων περιβάλλοντος ή λόγω των τοπικών και περιφερειακών αρμοδιοτήτων τους, ταυτοχρόνως με το ενδιαφερόμενο κοινό, το οποίο δεν έχει εν συνεχεία το δικαίωμα να απευθύνει, στην αρμόδια ή στις αρμόδιες για την αδειοδότηση του έργου αρχές, τις παρατηρήσεις και τις γνώμες του επί των γνωμοδοτήσεων που διατυπώθηκαν στο πλαίσιο αυτό από τις αρχές με τις οποίες διεξήχθη διαβούλευση.»
Β) Το ΔΕΕ με την απόφαση της 8/05/2025 [υπόθεση C-236/24, Provincie Oost-Vlaanderen και Sogent κατά KG και WA[25]] απάντησε σε προδικαστικό ερώτημα αναφορικά με την αρχή της μη σύγκρουσης συμφερόντων μεταξύ αδειοδοτούσας αρχής και κυρίου του έργου σε περιπτώσεις έργων όπου διενεργείται προέλεγχος προκειμένου να κριθεί αν απαιτείται ή όχι ΕΠΕ.
Τα περιστατικά που οδήγησαν το Συμβούλιο Επικρατείας του Βελγίου στην υποβολή ερωτήματος ήταν συνοπτικά τα ακόλουθα: Η Sogent (δημόσιος οργανισμός που έχει ιδρυθεί από τον Δήμο της Γάνδης) υπέβαλε στο δημοτικό συμβούλιο του ιδίου δήμου αίτηση αδείας προκειμένου να μετατρέψει ένα χώρο σε χώρο πλυντηρίων. Η Sogent, ως κύριος του έργου, παρέσχε επίσης όλες τις απαιτούμενες πληροφορίες προκειμένου να εκτιμηθεί αν απαιτείτο ή όχι ΕΠΕ.
Ο Δήμος της Γάνδης έκρινε ότι δεν απαιτείται ΕΠΕ διότι το έργο δεν αναμενόταν να έχει σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον. Έτσι τον Δεκέμβριο του 2020, χορηγήθηκε η σχετική άδεια. Δύο γείτονες, που μάλλον δεν είχαν την ίδια άποψη, άσκησαν διοικητική προσφυγή ενώπιον της Επαρχίας της Ανατολικής Φλάνδρας, η οποία την απέρριψε ως αβάσιμη. Στη συνέχεια οι δύο γείτονες προσέφυγαν στο «Συμβούλιο επίλυσης ενδίκων διαφορών σχετικά με άδειες» το οποίο τον Οκτώβριο του 2022 έκρινε ότι, αφού ο Δήμος της Γάνδης και η Sogent είναι ουσιαστικά το ίδιο πρόσωπο, η αίτηση χορήγησης αδείας έπρεπε να είχε εξετασθεί από την Επαρχία της Ανατολικής Φλάνδρας και όχι από τον Δήμο. Η Επαρχία της Ανατολικής Φλάνδρας και η Sogent άσκησαν αναίρεση και η υπόθεση έφτασε στο βελγικό Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣτΕ) το οποίο με τη σειρά του υπέβαλε στο ΔΕΕ προδικαστικό ερώτημα. Το ερώτημα ήταν κατά πόσο, «το άρθρο 9α της οδηγίας 2011/92[26] έχει την έννοια ότι, όταν η αρχή που είναι αρμόδια να κρίνει κατά πόσον ένα έργο που εμπίπτει στο άρθρο 4, παράγραφος 2, της οδηγίας πρέπει να υποβληθεί σε εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων, σύμφωνα με τα άρθρα 5 έως 10 της οδηγίας, είναι και κύριος του έργου αυτού, πρέπει να εφαρμόζεται τουλάχιστον κατάλληλος διαχωρισμός των αντικρουόμενων λειτουργιών κατά την εκτέλεση του εν λόγω καθήκοντος.» (σκέψη 19).
Πίσω από το προδικαστικό ερώτημα υπήρχε και ένα ζήτημα ορθής μεταφοράς της σχετικής διάταξης της οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο της περιφέρειας της Φλάνδρας . Το τελευταίο προβλέπει ότι για δημοτικά έργα, σε περίπτωση που από τον προέλεγχο κριθεί ότι δεν απαιτείται ΕΠΕ, η αδειοδότηση γίνεται από τον Δήμο. Αν όμως απαιτείται ΕΠΕ τότε η αδειοδότηση θα πρέπει να γίνει από το Επαρχιακό Συμβούλιο. Το βελγικό ΣτΕ εξέφρασε και την ανησυχία ότι σε περίπτωση όπου ένας Δήμος είναι και κύριος του έργου και η οδηγία δεν επιτρέπει να διενεργείται ο προέλεγχος από τον εν λόγω Δήμο τότε θα μπορούσε να εγερθεί και θέμα εσφαλμένης ενσωμάτωσης της οδηγίας ΕΠΕ στο εσωτερικό δίκαιο.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι η αρχή της μη σύγκρουσης συμφερόντων, που ορίζεται στο άρθρο 9α, καλύπτει τις διαδικασίες της οδηγίας ΕΠΕ στο σύνολό τους, άρα πρέπει να τηρείται και κατά τον προέλεγχο (σκέψη 25). Επιπλέον, «όταν η αρμόδια να αποφανθεί επ’ αυτού αρχή είναι ταυτόχρονα και ο κύριος του έργου, τότε τα κράτη μέλη, στο πλαίσιο της οργάνωσης των διοικητικών αρμοδιοτήτων τους, προβαίνουν τουλάχιστον σε κατάλληλο διαχωρισμό των αντικρουόμενων λειτουργιών κατά την εκτέλεση του εν λόγω καθήκοντος.» (σκέψη 37). Στη συνέχεια το ΔΕΕ εξήγησε και τι εννοεί εν προκειμένω ως «κατάλληλο διαχωρισμό»: Η εσωτερική διοικητική υπηρεσία της αρχής που είναι αρμόδια για τη λήψη της σχετικής αποφάσεως πρέπει να διαθέτει πραγματική αυτοτέλεια, ιδίως δε δικά της διοικητικά μέσα και δικό της προσωπικό και είναι, συνεπώς, σε θέση να εκπληρώνει τα καθήκοντά της με αντικειμενικό τρόπο (σκέψη 38).
Κατόπιν τούτου το ΔΕΕ απάντησε ότι το άρθρο 9α της οδηγίας 2011/92 έχει την έννοια ότι «…όταν η αρχή που είναι αρμόδια να κρίνει κατά πόσον ένα έργο που εμπίπτει στο άρθρο 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 2011/92 πρέπει να υποβληθεί σε εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων, … είναι και κύριος του έργου αυτού, πρέπει να εφαρμόζεται τουλάχιστον κατάλληλος διαχωρισμός των αντικρουόμενων λειτουργιών κατά την εκτέλεση του εν λόγω καθήκοντος.
Γ) Με την απόφαση της 6/03/2025 [υπόθεση C-41/24, Waltham Abbey Residents Association κατά [27]], το ΔΕΕ έκρινε προδικαστικό ερώτημα επί αντιδικίας η οποία εν συντομία προέκυψε ως εξής: Την περιοχή Ballincollig (Ιρλανδία) υπήρχε σχέδιο κατασκευής 123 διαμερισμάτων. Η οργάνωση των κατοίκων παρείχε στοιχεία στις αρχές σχετικά με τις αρνητικές επιπτώσεις του σχεδίου σε γειτνιάζον οικοσύστημα όπου διαβιούν -μεταξύ άλλων- και νυχτερίδες. Οι αρχές μάλλον δεν έδωσαν τη δέουσα προσοχή και προχώρησαν σε αδειοδότηση του έργου χωρίς ΕΠΕ. Η ένωση των κατοίκων αντέδρασε και η υπόθεση έφτασε ενώπιον του High Court το οποίο υπέβαλε κατ’ουσίαν το ερώτημα αν το άρθρο 4, παράγραφοι 4 έως 6, της οδηγίας 2011/92 έχει την έννοια ότι, σε περίπτωση που, στο πλαίσιο διαδικασίας προκαταρκτικού ελέγχου κάποιος τρίτος παρέσχε στην αρμόδια αρχή πληροφορίες οι οποίες μπορούν αντικειμενικά να δημιουργήσουν αμφιβολίες όσον αφορά τις δυνητικές σημαντικές επιπτώσεις συγκεκριμένου έργου στο περιβάλλον και, ειδικότερα, σε προστατευόμενο δυνάμει της οδηγίας 92/43 είδος, ο κύριος του έργου ή, κατά περίπτωση, η ίδια η αρμόδια αρχή οφείλει να συλλέξει όλες τις κρίσιμες πληροφορίες προκειμένου να αρθεί κάθε αμφιβολία ως προς τις επιπτώσεις αυτές και, εφόσον δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο ύπαρξης τέτοιας αμφιβολίας, η αρμόδια αρχή πρέπει να αποφασίσει ότι απαιτείται ΕΠΕ.
Υπό το πρίσμα της αρχής της προφύλαξης (σκέψη 41) και ακολουθώντας προηγούμενη νομολογία, το ΔΕΕ αφού ανέλυσε διεξοδικά τις υποχρεώσεις του κυρίου του έργου και των αρμοδίων αρχών έκρινε ότι «Το άρθρο 4, παράγραφοι 4 έως 6, της οδηγίας 2011/92/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2011, για την εκτίμηση των επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων δημοσίων και ιδιωτικών έργων στο περιβάλλον, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2014/52/UE του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Απριλίου 2014, έχει την έννοια ότι. σε περίπτωση που, στο πλαίσιο διαδικασίας προκαταρκτικού ελέγχου η οποία διεξάγεται βάσει της εν λόγω διάταξης, τρίτος παρέσχε στην αρμόδια αρχή αντικειμενικά στοιχεία σχετικά με τις δυνητικές σημαντικές επιπτώσεις συγκεκριμένου έργου στο περιβάλλον και, ειδικότερα, σχετικά με τέτοιες επιπτώσεις σε είδος προστατευόμενο δυνάμει της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Μαΐου 1992, για τη διατήρηση των φυσικών οικοτόπων καθώς και της άγριας πανίδας και χλωρίδας, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2013/17/ΕΕ του Συμβουλίου, της 13ης Μαΐου 2013, η αρμόδια αρχή οφείλει να ζητήσει από τον κύριο του έργου συμπληρωματικές πληροφορίες, τις οποίες και πρέπει να λάβει υπόψη της πριν αποφασίσει κατά πόσον για το συγκεκριμένο έργο απαιτείται εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων. Αντιθέτως, στην περίπτωση που, παρά τις παρατηρήσεις που έχει υποβάλει τρίτος στην αρμόδια αρχή, το ενδεχόμενο σημαντικών επιπτώσεων του έργου στο περιβάλλον μπορεί βάσει αντικειμενικών στοιχείων να αποκλειστεί, η αρμόδια αρχή δύναται να αποφασίσει ότι δεν απαιτείται εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων, χωρίς να υποχρεούται να ζητήσει την παροχή συμπληρωματικών πληροφοριών από τον κύριο του έργου».
Στην υπόθεση αυτή έχουν ενδιαφέρον και οι κρίσεις του ΔΕΕ σχετικά με τον καθοριστικό ρόλο του κυρίου του έργου όσον αφορά την παροχή των πληροφοριών κατά τον προκαταρκτικό έλεγχο. Ο κύριος του έργου πρέπει σε κάθε περίπτωση να παράσχει όσο γίνεται πληρέστερα πληροφοριακά στοιχεία σχετικά με τις επιπτώσεις στο περιβάλλον προσκομίζοντας ενδεχομένως και συμπληρωματικά στοιχεία (σκέψεις 34 και 43). Σε περίπτωση υποβολής παρατηρήσεων από τρίτους πρέπει να πληρούνται δύο προϋποθέσεις προκειμένου η αρμόδια αρχή να είναι υποχρεωμένη να ζητήσει από τον κύριο του έργου συμπληρωματικές πληροφορίες: Αφενός, οι υποβληθείσες παρατηρήσεις να αφορούν «σημαντικές» δυνητικές επιπτώσεις του έργου στο περιβάλλον. Αφετέρου, οι εν λόγω παρατηρήσεις πρέπει πράγματι να μπορούν να καταστήσουν αδύνατη τη διαπίστωση ότι δεν υφίσταται καμία εύλογη αμφιβολία, από επιστημονικής απόψεως, όσον αφορά το ενδεχόμενο να έχει το συγκεκριμένο έργο σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον (σκέψη 49). Με άλλα λόγια, σε περίπτωση εύλογης αμφιβολίας, ο κύριος του έργου πρέπει να παράσχει συμπληρωματικές πληροφορίες.
Οδηγία 2009/147/ΕΚ[28]– Προστασία πτηνών
Με την απόφαση της 1/08/2025 [υπόθεση C‑784/23, Voore Mets και Lemeks Põlva [29]] το ΔΕΕ εξέτασε προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλε το Riigikohus (Ανώτατο Δικαστήριο, Εσθονίας) στο πλαίσιο δίκης μεταξύ αφενός των δύο εταιριών υλοτομίας και αφετέρου της Υπηρεσίας Περιβάλλοντος (Keskkonnaamet) σχετικά με την ερμηνεία της οδηγίας 2009/147/ΕΚ περί της διατηρήσεως των αγρίων πτηνών καθώς και των άρθρων 16 (επιχειρηματική ελευθερία) και 17 (δικαίωμα ιδιοκτησίας) του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η αντιδικία προκλήθηκε όταν η υπηρεσία Περιβάλλοντος ανέστειλε τις εργασίες δασικής υλοτομίας των δύο εταιρειών με σκοπό την προστασία της αναπαραγωγής ορισμένων ειδών πτηνών. Οι ενδιαφερόμενες εταιρείες προσέφυγαν κατά της σχετικής και η υπόθεση έφτασε τελικά ενώπιον του Ανώτατου Δικαστηρίου της Εσθονίας το οποίο και υπέβαλε στο ΔΕΕ μία σειρά προδικαστικών ερωτημάτων σχετικά με την οδηγία για τα πτηνά.
Προκαταρκτικά οι δύο εταιρείες προέβαλαν ενώπιον του ΔΕΕ το επιχείρημα ότι η υποβολή του προδικαστικού ερωτήματος ήταν απαράδεκτη δεδομένου ότι το θέμα είχε ήδη κριθεί από τις προτάσεις της Γενικής Εισαγγελέως και από προηγούμενη απόφαση του ΔΕΕ[30] και ότι η καθυστέρηση λόγω προδικαστικού ερωτήματος μπορούσε ενδεχομένως να οδηγήσει σε μη απονομή δικαιοσύνης μέσα σε εύλογη προθεσμία. Αυτό το επιχείρημα απορρίφθηκε και ως προς τα δύο του σκέλη: Αφενός μεν, το ΔΕΕ μπορεί να εξετάσει προδικαστικό ερώτημα ακόμα κι ’αν έχει ήδη απαντήσει σε παρόμοιο ερώτημα αφετέρου δε, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου του Στρασβούργου η διαδικασία προδικαστικού ερωτήματος ενώπιον του ΔΕΕ δεν πρέπει να προσμετράται στη διάρκεια της διαδικασίας ενώπιον εθνικού δικαστηρίου (σκέψεις 31-38).
Επί της ουσίας, το Ανώτατο Δικαστήριο της Εσθονίας υπέβαλε επτά προδικαστικά ερωτήματα σχετικά με την ερμηνεία της οδηγίας των πτηνών τα οποία στη συνέχεια το ΔΕΕ τα συνέπτυξε σε τρία, εκ των οποίων το τρίτο δεν απαντήθηκε διότι κρίθηκε από το ΔΕΚ ως υποθετικό.
Με το πρώτο ερώτημα το εθνικό δικαστήριο ζήτησε να διευκρινισθεί η έκταση των απαγορεύσεων του άρθρου 5 της οδηγίας για τα πτηνά[31]: Αν δηλαδή οι απαγορεύσεις ισχύουν μόνο στο μέτρο που είναι αναγκαίες για τη διατήρηση ή την προσαρμογή του πληθυσμού των οικείων ειδών πτηνών εφόσον ο σκοπός της ανθρώπινης δραστηριότητας είναι άλλος και όχι η σύλληψη, θανάτωση, ενόχληση των πτηνών, ή καταστροφή των φωλιών ή των αυγών τους. Το ΔΕΕ υπενθύμισε ότι το άρθρο αυτό εγκαθιδρύει ένα γενικό καθεστώς προστασίας όλων των πτηνών που ζουν σε άγρια κατάσταση. Επομένως, η εφαρμογή των απαγορεύσεων δεν περιορίζεται σε ορισμένα συγκεκρι μένα είδη πτηνών ή σε είδη που απειλούνται (σκέψεις 44-45).
Αναφορικά με την προϋπόθεση που θέτει η οδηγία για την «εκ προθέσεως» πρόκληση βλαπτικού αποτελέσματος το ΔΕΕ διευκρίνισε ότι η ενότητα και συνοχή της έννομης τάξης της Ένωσης απαιτεί να αποδίδεται το ίδιο νόημα στις έννοιες που χρησιμοποιούνται σε πράξεις του ιδίου τομέα (σκέψη 47). Έτσι, η έννοια της πρόθεσης είναι η ίδια στο πλαίσιο τόσο της οδηγίας τον φυσικών οικοτόπων (οδ. 92/43[32]) όσο και της οδηγίας των πτηνών (οδ. 2009/147). Επομένως, οι απαγορεύσεις που προβλέπονται στο άρθρο 5 της οδηγίας των πτηνών εφαρμόζονται όχι μόνο στις ανθρώπινες δραστηριότητες που έχουν ως σκοπό τη σύλληψη, θανάτωση και ενόχληση πτηνών, ή την καταστροφή ή τη βλάβη των φωλιών ή των αυγών τους, αλλά και σε εκείνες τις δραστηριότητες που, αν και προδήλως δεν έχουν τέτοιο σκοπό, συνεπάγονται την αποδοχή της πιθανότητας βλάβης (σκέψη 49) [33].
Λαμβάνοντας δε υπόψη και την ειδική προϋπόθεση που πρέπει να συντρέχει για την ενεργοποίηση της απαγόρευσης του άρθρου 5 στοιχείο δ) (σκόπιμη ενόχληση πτηνών κατά την περίοδο αναπαραγωγής)το ΔΕΕ απάντησε στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα ότι « το άρθρο 5, στοιχεία αʹ, βʹ και δʹ, της οδηγίας για τα πτηνά έχει την έννοια ότι η απαγόρευση την οποία προβλέπει το άρθρο 5, στοιχείο δʹ, είναι η μόνη η οποία εφαρμόζεται μόνον εφόσον είναι αναγκαία για την πρόληψη ενοχλήσεων που θα είχαν σημαντικές συνέπειες στον σκοπό του άρθρου 2 της οδηγίας αυτής, ήτοι τη διατήρηση ή την προσαρμογή του πληθυσμού όλων των ειδών πτηνών που ζουν εκ φύσεως σε άγρια κατάσταση στο ευρωπαϊκό έδαφος των κρατών μελών στο οποίο εφαρμόζονται οι Συνθήκες σε επίπεδο που να ανταποκρίνεται μεταξύ άλλων στις οικολογικές, επιστημονικές και πολιτιστικές απαιτήσεις, λαμβανομένων υπόψη των οικονομικών και ψυχαγωγικών απαιτήσεων. Αντιθέτως, η εφαρμογή των απαγορεύσεων του άρθρου 5, στοιχεία αʹ και βʹ, της εν λόγω οδηγίας δεν εξαρτάται από τέτοια προϋπόθεση, ακόμη και όταν ο σκοπός της οικείας ανθρώπινης δραστηριότητας είναι άλλος πλην της σύλληψης ή της θανάτωσης των πτηνών ή της καταστροφής ή βλάβης των φωλιών ή των αυγών τους».
Στη συνέχεια το εθνικό δικαστήριο ζήτησε να διευκρινισθεί αν η πραγματοποίηση των υλοτομήσεων κατά την περίοδο αναπαραγωγής και εξάρτησης των πτηνών εμπίπτει στις απαγορεύσεις του άρθρου 5 όταν από τα επιστημονικά δεδομένα και τις παρατηρήσεις διαφόρων πτηνών μπορεί να συναχθεί ότι στο δάσος στο οποίο προβλέπεται να πραγματοποιηθεί η πλήρης ή η μερική υλοτομία η κατάσταση των πτηνών μπορεί να χαρακτηρισθεί ως μη δυσμενής.
Απαντώντας σε αυτό το ερώτημα το ΔΕΕ υπενθύμισε ότι το σύστημα προστασίας και οι απαγορεύσεις του άρθρου 5 της οδηγίας δεν περιορίζονται μόνο σε εκείνα τα είδη πτηνών που βρίσκονται σε μη ικανοποιητική κατάσταση(σκέψη 59). ΄Οταν μάλιστα διαπιστώνεται, όπως εν προκειμένω, ότι υπάρχει φωλεοποίηση δέκα περίπου ζευγών φωλεοποιών πτηνών ανά εκτάριο σε δάσος που πρόκειται να υλοτομηθεί, το γεγονός ότι πραγματοποιούνται σε αυτό εργασίες αποψιλωτικής υλοτομίας και εργασίες αραίωσης κατά την περίοδο αναπαραγωγής και εξάρτησης των πτηνών συνεπάγεται την αποδοχή του ενδεχομένου θανάτωσης ή ενόχλησης των πτηνών κατά την περίοδο αυτή ή καταστροφής ή βλάβης των φωλιών ή των αυγών τους. Επομένως, οι ολικές ή μερικές υλοτομήσεις εμπίπτουν σε κάθε περίπτωση στις απαγορεύσεις του άρθρου 5, στοιχεία αʹ και βʹ, της οδηγίας και, εφόσον η ενόχληση από τις υλοτομήσεις έχει σημαντικές συνέπειες για τη διατηρήση ή την προσαρμογής του πληθυσμού των εν λόγω ειδών πτηνών σε ικανοποιητικό επίπεδο, εμπίπτουν επίσης στην απαγόρευση του άρθρου 5, στοιχείο δʹ, της οδηγίας αυτής (σκέψη 60). Επιπλέον, σύμφωνα με την αρχή της προφύλαξης υπάρχουν και άλλοι παράγοντες που θα μπορούσαν να συμβάλλουν στη φωλεοποίηση, όπως εν προκειμένω ο τύπος και η ηλικία του δάσους, καθώς και η ύπαρξη άλλων ειδών (σκέψη 61).
Κατόπιν τούτου, το ΔΕΕ απάντησε στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα ότι «το άρθρο 5, στοιχεία αʹ, βʹ και δʹ, της οδηγίας για τα πτηνά έχει την έννοια ότι, όταν από τα επιστημονικά δεδομένα και τις παρατηρήσεις διαφόρων πτηνών μπορεί να συναχθεί ότι στο δάσος στο οποίο προβλέπεται να πραγματοποιηθεί πλήρης υλοτομία (αποψιλωτική υλοτομία) ή μερική υλοτομία (αραίωση) αναπαράγονται περίπου δέκα ζευγάρια φωλεοποιών πτηνών ανά εκτάριο, χωρίς να αποδεικνύεται η παρουσία φωλεοποίησης ειδών πτηνών σε μη ικανοποιητική κατάσταση διατηρήσεως εντός της περιοχής υλοτόμησης, η πραγματοποίηση των υλοτομήσεων αυτών κατά την περίοδο αναπαραγωγής και εξάρτησης των πτηνών εμπίπτει στις απαγορεύσεις του άρθρου 5, στοιχεία αʹ και βʹ, της οδηγίας και, εφόσον η ενόχληση την οποία συνεπάγονται οι υλοτομήσεις έχει σημαντικές συνέπειες στον σκοπό της διατηρήσεως ή της προσαρμογής του πληθυσμού των οικείων ειδών πτηνών σε ικανοποιητικό επίπεδο, στην απαγόρευση του άρθρου 5, στοιχείο δʹ, της εν λόγω οδηγίας.»
Οδηγία 92/43/ΕΟΚ όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2013/17/ΕΕ[34]– Προστασία φυσικών οικοτόπων.
Στην υπόθεση C‑629/23 MTÜ Eesti Suurkiskjad το ΔΕΕ με την απόφαση της 12/06/2025[35] για άλλη μία φορά τοποθετήθηκε πάνω σε ένα θέμα που σε πολλά κράτη μέλη έχει προκαλέσει έντονες αντιπαραθέσεις: την προστασία του λύκου.
Τα προδικαστικά ερωτήματα υπεβλήθησαν από το Riigikohus (Ανώτατο Δικαστήριο της Εσθονίας) στο πλαίσιο της ένδικης διαφοράς μεταξύ της MTÜ Eesti Suurkiskjad και της Keskkonnaamet (Αρχής Περιβάλλοντος,) με αντικείμενο τη νομιμότητα διοικητικής πράξης σχετικά με τις ποσοστώσεις θήρας του λύκου. Σημειώνεται ότι στο μεταξύ τον Ιούνιο του 2025 με απόφαση του Συμβουλίου ΕΕ το καθεστώς προστασίας του λύκου από «αυστηρά προστατευόμενο» τροποποιήθηκε σε «προστατευόμενο».
Αιτία της αντιδικίας απετέλεσε το εσθονικό σχέδιο δράσης 2012-2021 όπου αναφερόταν ότι η κατάσταση των πληθυσμών μεγάλων σαρκοφάγων ζώων συμπεριλαμβανομένων και των λύκων μπορούσε να θεωρηθεί ικανοποιητική. Κατόπιν τούτου, το εν λόγω σχέδιο καθόριζε ως στόχο σε ετήσια βάση, τη διατήρηση 15 έως 25 αγέλες λύκων συνολικού πληθυσμού στο εσθονικό έδαφος 150 -250 λύκων. Το σχέδιο δράσης επιδίωκε επίσης τον περιορισμό των ζημιών που προκαλεί ο λύκος, προκρίνοντας ιδίως τη θήρα στις περιοχές όπου οι λύκοι προκαλούσαν ζημιές.
Το 2020, η Αρχή Περιβάλλοντος καθόρισε το πρώτο τμήμα της ποσόστωσης για τη θήρα του λύκου κατά τη θηρευτική περίοδο 2020/2021 στην Εσθονία σε 140 δείγματα, κατανεμημένα σε 20 ζώνες διαχείρισης, προκρίνοντας τις κτηνοτροφικές περιοχές και τις περιοχές όπου αυτό το ζωικό είδος είχε προκαλέσει ζημίες. Η περιβαλλοντική ένωση MTÜ Eesti Suurkiskjad άσκησε προσφυγή κατά της απόφασης περί ποσοστώσεων διότι θεωρούσε ότι η κατάσταση διατήρησης του λύκου στην Εσθονία δεν ήταν ικανοποιητική και ότι η θήρα 140 λύκων θα την επιδεινώσει έτι περαιτέρω. Η θέση της ένωσης βασιζόταν σε αξιολόγηση της International Union for Conservation of Nature (IUCN) για το 2022-23. Τελικά η υπόθεση έφθασε στο Ανώτατο δικαστήριο το οποίο και υπέβαλε τέσσερα προδικαστικά ερωτήματα.
Το τρία πρώτα ερωτήματα εξετάσθηκαν από κοινού και αφορούν τον τρόπο αξιολόγησης της κατάστασης διατήρησης ενός είδους και τη γεωγραφική βάση επί της οποίας αξιολογείται αυτή η κατάσταση. Η κατάσταση διατήρησης ορίζεται στο άρθρο 1 στοιχείο θ) της οδηγίας περί φυσικών οικοτόπων[36].
Εισαγωγικά το ΔΕΕ παρατήρησε ότι ναι μεν σύμφωνα με την οδηγία 92/43 ο λύκος είναι είδος «κοινοτικού ενδιαφέροντος» και χρήζει «αυστηρής προστασίας», πλην όμως το παράρτημα IV, εξαιρεί από την αυστηρή αυτή προστασία, μεταξύ άλλων, τους πληθυσμούς του λύκου που βρίσκονται στην Εσθονία. Επομένως, σύμφωνα με το άρθρο 14 της οδηγίας, υπό τον όρο ότι υπάρχει μέριμνα για την ικανοποιητική διατήρηση του είδους η σύλληψη και εκμετάλλευση του είδους στην Εσθονία υπόκεινται ενδεχομένως σε διαχειριστικά μέτρα (σκέψεις 33-35).
Το ότι ο λύκος στην Εσθονία περιλαμβάνεται στην κόκκινη λίστα των τρωτών ειδών της IUCN είναι ένα στοιχείο που πρέπει να ληφθεί υπόψη πλην όμως δεν αναιρεί την υποχρέωση αξιολόγησης βάσει των διατάξεων και των κριτηρίων της οδηγίας και της σχετικής νομολογίας (σκέψεις 49-51).
Όσον αφορά τη γεωγραφική βάση επί της οποίας διενεργείται η αξιολόγηση, η κατάσταση διατήρησης πρέπει να αξιολογείται, κατά πρώτο λόγο και οπωσδήποτε, σε τοπικό και εθνικό επίπεδο, ούτως ώστε η τυχόν μη ικανοποιητική κατάσταση διατήρησης στο έδαφος κράτους μέλους ή σε τμήμα αυτού να μην αποκρύπτεται συνεπεία εκτιμήσεως διενεργηθείσας αποκλειστικώς σε διασυνοριακό επίπεδο (σκέψη 47). Επιπλέων όμως, σε περιπτώσεις όπως αυτές των λύκων που μετακινούνται σε μεγάλες εκτάσεις κατά την αξιολόγηση θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη και η κατάσταση στην ευρύτερη γεωγραφική περιοχή. (σκέψεις 52-55).
Τέλος, το ΔΕΕ έθεσε ως θέμα προς αξιολόγηση όχι μόνο την τρέχουσα κατάσταση που μπορεί να θεωρείται ικανοποιητική αλλά και κάθε προβλέψιμη μεταβολή που μπορεί να επηρεάσει τη μελλοντική βιωσιμότητα του είδους (σκέψεις 57-58). Στην περίπτωση των λύκων της Εσθονίας, Λετονίας και Λιθουανίας λ.χ. οι περιφράξεις που κατασκευάζονται στα σύνορα με τη Λευκορωσία και τη Ρωσική Ομοσπονδία είναι ικανές να επηρεάζουν τις διασυνοριακές επαφές του είδους (σκέψη 59).
Επίσης θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη και η νομική προστασία του είδους στα γειτονικά κράτη μέλη και τρίτες χώρες (σκέψη 60) καθώς και η ύπαρξη ή μη διασυνοριακής συνεργασίας και συντονισμού (σκέψεις 63-64). Επομένως εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο με βάση τα παραπάνω κριτήρια να εξετάσει αν η προστασία του λύκου στην Εσθονία είναι ικανοποιητική ή μη.
Μα βάση τις παραπάνω σκέψεις το ΔΕΕ απάντησε στα τρία πρώτα προδικαστικά ερωτήματα ότι το άρθρο 1, στοιχείο θʹ της οδηγίας περί οικοτόπων θα πρέπει να ερμηνευθεί ως εξής:
« – [Η] κατάταξη του πληθυσμού ενός ζωικού είδους ο οποίος βρίσκεται στο έδαφος ενός κράτους μέλους στην κατηγορία «τρωτό[ς]» του κόκκινου καταλόγου της IUCN δεν αποκλείει τον χαρακτηρισμό της κατάστασης διατήρησης του είδους αυτού στο συγκεκριμένο κράτος μέλος ως «ικανοποιητικής», κατά την έννοια της εν λόγω διάταξης·
- η ικανοποιητική κατάσταση διατήρησης του ζωικού είδους πρέπει να υφίσταται και να αξιολογείται, κατά πρώτο λόγο και οπωσδήποτε, σε τοπικό και εθνικό επίπεδο. Εντούτοις, το κράτος μέλος μπορεί, στο πλαίσιο της αξιολόγησης, ενόψει της λήψης διαχειριστικών μέτρων δυνάμει του άρθρου 14, παράγραφος 1, της οδηγίας, του «ικανοποιητικού» χαρακτήρα, κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο θʹ, της κατάστασης διατήρησης ενός ζωικού είδους που αποτελεί τμήμα πληθυσμού του οποίου η περιοχή φυσικής κατανομής εκτείνεται πέραν του εδάφους του κράτους μέλους αυτού, να λάβει υπόψη τις επαφές μεταξύ, αφενός, του πληθυσμού του συγκεκριμένου είδους που βρίσκεται στο έδαφός του και, αφετέρου, των πληθυσμών του που βρίσκονται στα γειτονικά κράτη ή τρίτες χώρες. Για την εκτίμηση της σημασίας που πρέπει να αποδοθεί στις επαφές αυτές, το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος πρέπει να λάβει ιδίως υπόψη κάθε προβλέψιμη μεταβολή που μπορεί να τις επηρεάσει, το επίπεδο της νομικής προστασίας που διασφαλίζουν τα άλλα κράτη μέλη και τρίτες χώρες και τον βαθμό συνεργασίας μεταξύ των αρμόδιων αρχών τους.»
Με το τέταρτο προδικαστικό ερώτημα, το εθνικό δικαστήριο ήγειρε το καυτό ζήτημα : Εάν, ενόψει της λήψης διαχειριστικών μέτρων δυνάμει του άρθρου 14 της οδηγίας, μπορούν να λαμβάνονται υπόψη και οι οικονομικές, κοινωνικές και πολιτιστικές απαιτήσεις, καθώς και περιφερειακές και τοπικές ιδιομορφίες, κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 3 της εν λόγω οδηγίας.
Απαντώντας στο ερώτημα αυτό το ΔΕΕ έκρινε ότι:
«Το άρθρο 1, στοιχείο θʹ, της οδηγίας περί οικοτόπων, ερμηνευόμενο σε συνδυασμό με το άρθρο 2, παράγραφος 3, της ίδιας οδηγίας, έχει την έννοια ότι, στο πλαίσιο της αξιολόγησης της κατάστασης διατήρησης ενός ζωικού είδους, ενόψει της λήψης διαχειριστικών μέτρων δυνάμει του άρθρου 14 της οδηγίας, μπορούν να λαμβάνονται υπόψη οικονομικές, κοινωνικές και πολιτιστικές απαιτήσεις, καθώς και περιφερειακές και τοπικές ιδιομορφίες, κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 3, εφόσον οι απαιτήσεις και ιδιομορφίες αυτές συνιστούν παράγοντες που, επιδρώντας στο οικείο είδος, είναι δυνατόν να αλλοιώσουν μακροπρόθεσμα την κατανομή και το μέγεθος των πληθυσμών του στο έδαφος που προσδιορίζεται στο άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας. Εντούτοις, η κατάσταση διατήρησης του εν λόγω είδους δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ικανοποιητική λόγω των απαιτήσεων και ιδιομορφιών αυτών, αν δεν πληρούνται οι τρεις σωρευτικές προϋποθέσεις του δεύτερου εδαφίου του άρθρου 1, στοιχείο θʹ».]
Με άλλα λόγια οι όποιες απαιτήσεις, ιδιαιτερότητες και ιδιομορφίες δεν μπορούν να αποτελέσουν πρόσχημα για τη μη ικανοποιητική διατήρηση του είδους, πολλώ δε μάλλον δεν μπορεί κανείς λόγω των εν λόγω ιδιαιτεροτήτων να χαρακτηρίσει ικανοποιητική τη κατάσταση διατήρησης ενός είδους ενώ δεν πληρούνται τα σχετικά κριτήρια της οδηγίας (βλ, υποσημ. 36).
Οδηγία για απόβλητα 2008/98/ΕΚ[37] όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2018/851[38]
Με την απόφαση της 10/07/2025 [υπόθεση C-254/23 Interzero και Surovina [39]] το ΔΕΕ έκρινε μία σειρά προδικαστικών ερωτημάτων που υπεβλήθησαν από το Συνταγματικό Δικαστήριο της Σλοβενίας στο πλαίσιο αίτησης που υπέβαλαν οι δύο προαναφερθείσες εταιρείες καθώς και άλλες εταιρείες για τον έλεγχο συνταγματικότητας της νομοθεσίας περί διευρυμένης ευθύνης παραγωγού (ΔΕΠ) στο πλαίσιο της διαχείρισης αποβλήτων Σύμφωνα με την οδηγία ένα κράτος μέλος μπορεί να υιοθετήσει σύστημα ΔΕΠ [40]. Πολύ συνοπτικά και απλουστευτικά[41], τα πραγματικά περιστατικά είχαν ως εξής: Στη Σλοβενία, σε μία πρώτη φάση, οι επιχειρήσεις υπείχαν υποχρεώσεις ΔΕΠ σε ατομική ή συλλογική βάση, πλην όμως το σύστημα απεδείχθη δυσλειτουργικό ιδίως όσον αφορά ορισμένα προϊόντα. Ο εθνικός νομοθέτης, αφού παρενέβη δύο φορές διορθωτικά (2018, 2021), με την τρίτη παρέμβασή του τροποποίησε ριζικά το σύστημα (2022), επιφορτίζοντας έναν μη κερδοσκοπικό οργανισμό με υποχρεώσεις ΔΕΠ. Οι ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις θεωρώντας ότι η τροποποίηση του συστήματος ΔΕΠ προσκρούει στις αρχές της ελεύθερης εγκατάστασης και παροχής υπηρεσιών, στις διατάξεις του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ περί επιχειρηματικής ελευθερίας και δικαιώματος ιδιοκτησίας καθώς και της αρχής της αναλογικότητας προσέφυγαν στο Συνταγματικό Δικαστήριο. Το Δικαστήριο υπέβαλε δέκα προδικαστικά ερωτήματα στο ΔΕΕ, το οποίο τα συνέπτυξε σε δυο.
Το πρώτο ερώτημα που τέθηκε είναι αν η ενιαία οργάνωση που έχει αποκλειστικό δικαίωμα να ασκεί χωρίς κερδοσκοπικό σκοπό τη δραστηριότητα συλλογικής εκπλήρωσης υποχρεώσεων ΔΕΠ σε ολόκληρη την επικράτεια μπορεί να θεωρηθεί ως επιχείρηση επιφορτισμένη με τη διαχείριση υπηρεσίας γενικού οικονομικού συμφέροντος (ΥΓΟΣ) σύμφωνα με το άρθρο 106 παρ.2 ΣΛΕΕ.
Το ΔΕΕ υπενθύμισε κατ’αρχήν ότι η οδηγία για τα απόβλητα δεν επιβάλλει τον τρόπο με τον οποίο οι παραγωγοί πρέπει να εκπληρώνουν τις υποχρεώσεις ΔΕΠ. Επομένως η χρήση από τους παραγωγούς ενιαίας οργάνωσης που εκπληρώνει συλλογικά τις υποχρεώσεις ΔΕΠ δεν προσκρούει στην οδηγία για τα απόβλητα (σκέψη 31).
Στη συνέχεια το ΔΕΕ έκρινε ότι η εν λόγω οργάνωση ασκεί οικονομική δραστηριότητα συνιστά επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 106 παρ.2 ΣΛΕΕ (σκέψη 58).
Ως προς το ερώτημα αν μπορεί να θεωρηθεί η εν λόγω ενιαία οργάνωση ως ΥΓΟΣ, τα κράτη μέλη διαθέτουν ευρεία διακριτική ευχέρεια πλην όμως το ΔΕΕ υπενθύμισε ότι αυτή η διακριτική ευχέρεια δεν πρέπει να ασκείται αυθαίρετα με μοναδικό σκοπό την εξαίρεση ενός συγκεκριμένου τομέα δραστηριότητας από τις διατάξεις των Συνθηκών (σκέψη 60). Επίσης, θα πρέπει η εν λόγω υπηρεσία να εμφανίζει ειδικά χαρακτηριστικά σε σχέση με άλλες δραστηριότητες της οικονομικής ζωής και επιπλέον να ασκείται κατ’εκπλήρωση ειδικής αποστολής δημοσίου συμφέροντος που να έχει ανατεθεί στον πάροχο από το οικείο κράτος μέλος (σκέψεις 62-63).
Εν προκειμένω, εκ πρώτης όψεως η απλή οργανωτική ανάληψη οικονομικών πράξεων για λογαριασμό τρίτων δεν εμφανίζει κάποια «ειδικά χαρακτηριστικά». (σκέψη 65) Από την άλλη μεριά ωστόσο, δεδομένης της σημασίας για την προστασία του περιβάλλοντος και της ανθρώπινης υγείας ορισμένες πτυχές της διαχείρισης αποβλήτων, όπως η συλλογή και επεξεργασία τους, μπορούν να αποτελέσουν ΥΓΟΣ (σκέψη 66).
Κρινόμενο στο πλαίσιο της οδηγίας των αποβλήτων, ένα πρόγραμμα ΔΕΠ που ρυθμίζει από οικονομική και οργανωτική πλευρά τη διαχείριση αποβλήτων που προκύπτουν από ορισμένες κατηγορίες προϊόντων συμβάλλει άμεσα στην επίτευξη των σκοπών της οδηγίας (σκέψεις 67-68).
Με βάση τα παραπάνω το ΔΕΕ έκρινε ότι: «ένα νομικό πρόσωπο το οποίο, αφενός κατέχει το αποκλειστικό δικαίωμα να ασκεί σύμφωνα με τα άρθρα 8 και 8α της οδηγίας για τα απόβλητα δραστηριότητα συνιστάμενη στην εκπλήρωση, για δεδομένη κατηγορία προϊόντων και σε ολόκληρη την επικράτεια κράτους μέλους, υποχρεώσεων στο πλαίσιο της διευρυμένης ευθύνης παραγωγού για λογαριασμό οικείων παραγωγών και το οποίο, αφετέρου, υποχρεούται να ασκεί τη δραστηριότητα αυτή σε μη κερδοσκοπική βάση πρέπει να θεωρηθεί ως επιχείρηση που είναι επιφορτισμένη με τη διαχείριση υπηρεσίας γενικού οικονομικού συμφέροντος κατά την έννοια του … άρθρου 106 παρ.2 [ΣΛΕΕ] υπό την προϋπόθεση ότι το εν λόγω νομικό πρόσωπο είναι πράγματι επιφορτισμένο με την εκπλήρωση παροχής δημόσιας υπηρεσίας και ότι η φύση, η διάρκεια και το περιεχόμενο των υποχρεώσεων αυτών είναι σαφώς καθορισμένα από το εθνικό δίκαιο.»
Τα λοιπά ερωτήματα του Συνταγματικού Δικαστηρίου αφορούσαν τόσο τις προϋποθέσεις άσκησης της μονοπωλιακής δραστηριότητας ΔΕΠ όσο και ορισμένα μέτρα που επιβάλλονται στην ενιαία οργάνωση (κάτοχο του μονοπωλίου) και στους παραγωγούς. Υπό το πρίσμα των σχετικών ενωσιακών διατάξεων το ΔΕΕ έκρινε ότι:
«Τα άρθρα 8 και 8α της οδηγίας 2008/98, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2018/851, το άρθρο 15 της οδηγίας 200«6/123/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2006, σχετικά με τις υπηρεσίες στην εσωτερική αγορά, τα άρθρα 49, 56 και 106 ΣΛΕΕ, τα άρθρα 16 και 17 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης καθώς και οι αρχές της ασφάλειας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης έχουν την έννοια ότι:
υπό την επιφύλαξη της τήρησης της αρχής της αναλογικότητας, δεν αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση η οποία:
– καθιερώνει μονοπώλιο μέσω της σύστασης οργάνωσης η οποία είναι επιφορτισμένη με τη συλλογική εκπλήρωση των υποχρεώσεων στο πλαίσιο της διευρυμένης ευθύνης του παραγωγού και η οποία κατέχει το αποκλειστικό δικαίωμα να ασκεί τη δραστηριότητα αυτή για δεδομένη κατηγορία προϊόντων, προβλέποντας συγχρόνως τόσο την ex lege ανάκληση των αδειών δυνάμει των οποίων επιτρεπόταν μέχρι τότε στους επιχειρηματίες να ασκούν την εν λόγω δραστηριότητα όσο και την ex lege καταγγελία του συνόλου των συμβάσεων που είχαν συνάψει οι εν λόγω επιχειρηματίες κατά την άσκηση της ίδιας δραστηριότητας, υπό την προϋπόθεση ωστόσο ότι η ρύθμιση αυτή, αφενός, συνοδεύεται από τη δημιουργία ενός κανονιστικού πλαισίου ικανού να εγγυηθεί ότι ο φορέας του εν λόγω μονοπωλίου θα είναι πράγματι σε θέση να επιδιώξει, κατά τρόπο συνεπή και συστηματικό, τους σκοπούς της προστασίας του περιβάλλοντος και της δημόσιας υγείας τους οποίους έχει θέσει το οικείο κράτος μέλος, μέσω μιας προσφοράς υπολογιζόμενης ποσοτικώς και διαμορφούμενης ποιοτικώς σε συνάρτηση με τους εν λόγω σκοπούς, καθώς και υποκείμενης σε αυστηρό έλεγχο εκ μέρους των δημοσίων αρχών, και, αφετέρου, προβλέπει προσαρμογές κατά την εφαρμογή των νέων κανόνων κατάλληλες ώστε να αποφευχθεί κάθε υπερβολική επιβάρυνση για τους οικείους επιχειρηματίες, και ειδικότερα μεταβατική περίοδο με διάρκεια επαρκή ώστε να μπορέσουν να προσαρμοστούν στις τροποποιήσεις ή σύστημα εύλογης αποζημιώσεως για τη ζημία την οποία υπέστησαν·
– επιβάλλει στην οργάνωση αυτή να ασκεί τη δραστηριότητά της σε μη κερδοσκοπική βάση·
– προβλέπει την υποχρέωση, για τους παραγωγούς οι οποίοι υπέχουν υποχρεώσεις στο πλαίσιο της διευρυμένης ευθύνης του παραγωγού και διαθέτουν στην αγορά τουλάχιστον το 51 % της συνολικής ποσότητας ίδιας κατηγορίας προϊόντων για τα οποία ισχύει η διευρυμένη ευθύνη του παραγωγού, να συστήσουν τέτοια οργάνωση και να κατέχουν συμμετοχή σε αυτήν·
– προβλέπει την υποχρέωση, για όσους κατέχουν συμμετοχή στην οργάνωση αυτή, να είναι παραγωγοί στη σχετική αγορά·
– απαγορεύει στους παραγωγούς αυτούς να ασκούν δραστηριότητα συλλογής και επεξεργασίας των αποβλήτων αλλά και την ύπαρξη κεφαλαιακών ή συγγενικών δεσμών μεταξύ, αφενός, της εν λόγω οργάνωσης, των μελών του διοικητικού της οργάνου και των εν λόγω παραγωγών και, αφετέρου, των προσώπων που πραγματοποιούν τη συλλογή και την επεξεργασία των αποβλήτων καθώς και των προσώπων που κατέχουν δικαίωμα ψήφου στο διαχειριστικό ή στο εποπτικό όργανό της·
– καθιστά υποχρεωτική τη συλλογική εκπλήρωση των υποχρεώσεων στο πλαίσιο της διευρυμένης ευθύνης του παραγωγού για τους παραγωγούς προϊόντων οι οποίοι υπόκεινται στην εν λόγω διευρυμένη ευθύνη και τους επιβάλλει να συνάψουν σύμβαση με την ίδια οργάνωση, υπό την προϋπόθεση ωστόσο ότι οι υποχρεώσεις αυτές συνοδεύονται από επαρκείς διαδικαστικές εγγυήσεις, ιδίως όσον αφορά ενδεχόμενες συγκρούσεις συμφερόντων ή ανταγωνιστικά μειονεκτήματα, χάρη στις οποίες καθίσταται δυνατό να αποφευχθεί, κατά την άσκηση της οικονομικής τους δραστηριότητας, κάθε υπερβολική επιβάρυνση για τους ενδιαφερόμενους παραγωγούς απορρέουσα από αυθαίρετες ή απρόβλεπτες συνέπειες επί των συμβατικών τους σχέσεων.»
[1] https://eur-lex.europa.eu/legal-content/EL/TXT/?uri=CELEX:62024CJ0359 ECLI:EU:C:2025:403
[2] https://eur-lex.europa.eu/legal-content/FR/TXT/?uri=CELEX:62024CJ0331 ECLI:EU:C:2025:557
[3] Οδηγία 2000/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 23ης Οκτωβρίου 2000 για τη θέσπιση πλαισίου κοινοτικής δράσης στον τομέα της πολιτικής των υδάτων, ΕΕ L 327 της 22.12.2000, σ. 1-73.
[4] https://eur-lex.europa.eu/legal-content/fr/TXT/?uri=CELEX:62024CJ0281 ECLI:EU:C:2025:57
[5] Οδηγία 2007/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 2007 , για την αξιολόγηση και τη διαχείριση των κινδύνων πλημμύρας, ΕΕ L 288 της 6.11.2007, σ. 27-34.
[6] https://eur-lex.europa.eu/legal-content/EL/TXT/?uri=CELEX:62024CJ0128 ECLI:EU:C:2025:121
[7] Οδηγία 2014/89/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 2014 , περί θεσπίσεως πλαισίου για τον θαλάσσιο χωροταξικό σχεδιασμό, ΕΕ L 257 της 28.8.2014, σ. 135-145.
[8] https://eur-lex.europa.eu/legal-content/en/TXT/?uri=CELEX:62023CJ0515 ECLI:EU:C:2025:209
[9] https://eur-lex.europa.eu/legal-content/FR/TXT/?uri=CELEX:62013CJ0085 ECLI:EU:C:2014:251
[10] Οδηγία 91/271/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 21ης Μαΐου 1991 για την επεξεργασία των αστικών λυμάτων ΕΕ L 135 της 30.5.1991, σ. 40-52.
[11] Στη σκέψη 87 της απόφασης υπενθυμίζεται ότι η χρηματική ποινή φαίνεται κατάλληλη προκειμένου ένα κράτος μέλος να παύσει την παράβαση το ταχύτερον δυνατόν. Το κατ’ αποκοπήν ποσό στηρίζεται περισσότερο στην αποτίμηση των συνεπειών της μη εκτέλεσης των υποχρεώσεων του κράτους μέλους επί των ιδιωτικών και δημοσίων συμφερόντων, ιδίως όταν η παράβαση έχει συνεχιστεί για μεγάλο χρονικό διάστημα αφότου εκδόθηκε η αρχική απόφαση.
Επίσης, αξίζει να σημειωθεί ότι ενώ το ΔΕΕ έκρινε ότι η παράβαση της Ιταλίας ήταν μεν σοβαρή (σκέψη 103), αναγνώρισε όμως και ορισμένα ελαφρυντικά. Υπήρξε πρόοδος στη συμμόρφωση της Ιταλίας στην αρχική απόφαση (από τους 40 οικισμούς της αρχικής απόφασης, τελικά για 5 δεν είχαν ληφθεί τα κατάλληλα μέτρα), υπήρξε συνεργασία με ην Επιτροπή καθόλη τη διάρκεια της διαδικασίας, διαπιστώθηκε ότι στο μεταξύ είχαν γίνει σημαντικές επενδυτικές προσπάθειες στον τομέα της διαχείρισης λυμάτων και είχε διορισθεί ειδικός αρμόδιος επίτροπος (σκέψη 105).
[12] https://eur-lex.europa.eu/legal-content/EL/TXT/?uri=CELEX:62023CJ0315 ECLI:EU:C:2025:154
[13] https://eur-lex.europa.eu/legal-content/EL/TXT/?uri=CELEX:62018CJ0250 ECLI:EU:C:2019:343
[14] Οδηγία 2008/98/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Νοεμβρίου 2008 για τα απόβλητα και την κατάργηση ορισμένων οδηγιών ΕΕ L 312 της 22.11.2008, σ. 3-30. Η οδηγία αυτή έχει τροποποιηθεί από την Οδηγία (ΕΕ) 2018/851 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2018, ΕΕ L 150 της 14.6.2018, σ. 109-140.
[15] Στα γαλλικά, διότι κατά τον χρόνο συγγραφής του άρθρου η απόφαση δεν ήταν διαθέσιμη στα ελληνικά https://eur-lex.europa.eu/legal-content/FR/TXT/?uri=CELEX:62023CJ0318 ECLI:EU:C:2025:342
[16] https://eur-lex.europa.eu/legal-content/EL/TXT/?uri=CELEX:62014CJ0140 ECLI:EU:C:2015:501
[17] Οδηγία 1999/31/ΕΚ του Συμβουλίου της 26ης Απριλίου 1999 περί υγειονομικής ταφής των αποβλήτων ΕΕ αριθ. L 182 της 16/07/1999 σ. 0001 – 0019.
[18] Οδηγία 2008/98/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Νοεμβρίου 2008 για τα απόβλητα και την κατάργηση ορισμένων οδηγιών ΕΕ L 312 της 22.11.2008, σ. 3-30. Αυτή η οδηγία τροποποιήθηκε με την οδηγία (ΕΕ) 2018/851 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2018, ΕΕ L 150 της 14.6.2018, σ. 109-140.
[19] https://eur-lex.europa.eu/legal-content/EL/TXT/?uri=CELEX:62024CJ0368 ECLI:EU:C:2025:770
[20] https://eur-lex.europa.eu/legal-content/EL/TXT/?uri=CELEX:62012CJ0600 ECLI:EU:C:2014:2086
[21] Οδηγία 1999/31/ΕΚ του Συμβουλίου της 26ης Απριλίου 1999 περί υγειονομικής ταφής των αποβλήτων ΕΕ αριθ. L 182 της 16/07/1999 σ. 0001 – 0019.
[22] Οδηγία 2008/98/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Νοεμβρίου 2008 για τα απόβλητα και την κατάργηση ορισμένων οδηγιών ΕΕ L 312 της 22.11.2008, σ. 3-30. Βλ. υποσ.17.
[23] Οδηγία 2011/92/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2011 , για την εκτίμηση των επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων δημοσίων και ιδιωτικών έργων στο περιβάλλον (κωδικοποιημένο κείμενο) Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ ΕΕ L 26 της 28.1.2012, σελ.. 1–21
[24] https://eur-lex.europa.eu/legal-content/EL/TXT/?uri=CELEX:62024CJ0461 ECLI:EU:C:2025:620
[25] https://eur-lex.europa.eu/legal-content/EL/TXT/?uri=CELEX:62024CJ0236 ECLI:EU:C:2025:321
[26] Το άρθρο 9α της οδηγίας 2011/92 ορίζει τα εξής: «Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι η αρμόδια αρχή ή οι αρμόδιες αρχές εκτελούν τα καθήκοντα που απορρέουν από την παρούσα οδηγία με αντικειμενικό τρόπο και δεν βρίσκονται σε σύγκρουση συμφερόντων. Σε περίπτωση που μια αρμόδια αρχή είναι και κύριος του έργου, τα κράτη μέλη, στο πλαίσιο της οργάνωσης των διοικητικών αρμοδιοτήτων τους, προβαίνουν τουλάχιστον σε κατάλληλο διαχωρισμό των αντικρουόμενων λειτουργιών κατά την εκτέλεση των καθηκόντων που απορρέουν από την παρούσα οδηγία.»
[27] https://eur-lex.europa.eu/legal-content/EL/TXT/?uri=CELEX:62024CJ0041 ECLI:EU:C:2025:140
[28] Οδηγία 2009/147/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Νοεμβρίου 2009, περί της διατήρησης των αγρίων πτηνών ΕΕ 2010, L 20, σ. 7-25, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2013/17/ΕΕ του Συμβουλίου, της 13ης Μαΐου 2013, για την προσαρμογή ορισμένων οδηγιών στον τομέα του περιβάλλοντος, λόγω της προσχώρησης της Δημοκρατίας της Κροατίας, ΕΕ 2013, L 158, σ. 193-229.
[29] https://eur-lex.europa.eu/legal-content/EL/TXT/?uri=CELEX:62023CJ0784 ECLI:EU:C:2025:609
[30] Πρόκειται για τις προτάσεις της Γενικής Εισαγγελέως στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις και τη σχετική απόφαση του ΔΕΕ της 4.05.2021 [ συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C‑473/19 και C‑474/19, Föreningen Skydda Skogen]. Bλ. https://eur-lex.europa.eu/legal-content/EL/TXT/?uri=CELEX:62019CJ0473 ECLI:EU:C:2021:166
[31] Το άρθρο 5 της οδηγίας 2009/47 για τα πτηνά ορίζει ότι; «Με την επιφύλαξη των άρθρων 7 και 9, τα κράτη μέλη υιοθετούν τα αναγκαία μέτρα για να εγκαθιδρύσουν ένα γενικό καθεστώς προστασίας όλων των ειδών πτηνών που αναφέρονται στο άρθρο 1 και περιλαμβάνουν ειδικότερα την απαγόρευση:
α) του εκ προθέσεως φόνου ή συλλήψεως πτηνών με οιονδήποτε τρόπο·
β) της εκ προθέσεως καταστροφής ή βλάβης των φωλιών και των αυγών και της αφαιρέσεως των φωλιών·
γ) της συλλογής των αυγών στη φύση και της κατοχής τους, έστω και κενών·
δ) της σκόπιμης ενόχλησης των πτηνών, ιδιαίτερα κατά την περίοδο αναπαραγωγής και εξαρτήσεως, όταν αυτή έχει σημαντικές συνέπειες σε σχέση με τους αντικειμενικούς σκοπούς της παρούσας οδηγίας· ε) της κατοχής των ειδών πτηνών, των οποίων απαγορεύεται η θήρα και η σύλληψη.»
[32] Οδηγία 92/43/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Μαΐου 1992, για τη διατήρηση των φυσικών οικοτόπων καθώς και της άγριας πανίδας και χλωρίδας, ΕΕ 1992, L 206, σ. 7 όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2013/17/ΕΕ του Συμβουλίου της 13ης Μαΐου 2013 ΕΕ 2013, L 158, σ. 193-.
[33] Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-473/19 και C-473/19 Skydda Skogen, η Γενική Εισαγγελέας είχε υποστηρίξει την άποψη ότι η απαγόρευση της από «πρόθεση» πρόκλησης βλαπτικού αποτελέσματος με την έννοια ότι απαγορεύεται όχι μόνο ο εκ προθέσεως φόνος, σύλληψη ή καταστροφή αλλά και η αποδοχή της πιθανότητας θανάτου, καταστροφής κλπ δεν είναι απολύτως η ίδια στο πλαίσιο της οδηγίας 2009/147 (άρθρο 5) με αυτή της οδηγίας 92/43 (άρθρο 12 παρ.1). Διαπιστώνοντας ότι αφενός, η οδηγία 2009/147 αφορά όλα τα πτηνά της Ευρώπης, κοινά και σπάνια, ενώ η οδηγία 92/43 καλύπτει μόνο ορισμένα και -κατά κανόνα- σπάνια είδη, και αφετέρου ότι η οδηγία των πτηνών αποσκοπεί στη διατήρηση του πληθυσμών και όχι μεμονωμένα στη προστασία του κάθε πτηνού, η Γενική Εισαγγελέας υποστήριξε την άποψη ότι οι απαγορεύσεις του άρθρου 5 δεν θα πρέπει ισχύουν αυτόματα όταν το βλαπτικό αποτέλεσμα δεν προκαλείται από πρόθεση αλλά είναι απλά «αποδεκτό». Σύμφωνα με τη Γενική Εισαγγελέα υπάρχουν μεν είδη πτηνών για τα οποία χρειάζονται τέτοιες απαγορεύσεις, αλλά και κοινά είδη που είναι τόσο ευρέως διαδεδομένα ακριβώς επειδή οι ανθρώπινες δραστηριότητες δεν απειλούν τον πληθυσμό τους (βλ. σημεία 80-87).
[34] Οδηγία 92/43/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 21ης Μαΐου 1992 για τη διατήρηση των φυσικών οικοτόπων καθώς και της άγριας πανίδας και χλωρίδας ΕΕ, 1992 L 206, σ. 7-50 όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία του Συμβουλίου 2013/17/ΕΕ της 13ης Μαίου 2013, ΕΕ 2013 L 158, σ. 193-229.
[35] https://eur-lex.europa.eu/legal-content/EL/TXT/?uri=CELEX:62023CJ0629 ECLI:EU:C:2025:429
[36] Σύμφωνα με το άρθρο 1 στοιχείο θ) της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ η «κατάσταση διατήρησης» ενός είδους ορίζεται ως το αποτέλεσμα του συνόλου των παραγόντων που, επιδρώντας στο οικείο είδος, είναι δυνατόν, να αλλιώσουν μακροπρόθεσμα την κατανομή και το μέγεθος των πληθυσμών του στο αναφερόμενο στο άρθρο 2 έδαφος.
Η «κατάσταση της διατήρησης» κρίνεται ως «ικανοποιητική» όταν:
– τα δεδομένα τα σχετικά με την πορεία των πληθυσμών του οικείου είδους δείχνουν ότι το είδος αυτό εξακολουθεί και μπορεί να εξακολουθεί μακροπρόθεσμα να αποτελεί ένα ζωτικό στοιχείο των φυσικών οικοτόπων στους οποίους ανήκει και
– η περιοχή της φυσικής κατανομής του είδους αυτού δεν φθίνει ούτε υπάρχει κίνδυνος να μειωθεί κατά το προβλεπτό μέλλον και
-υπάρχει και θα συνεχίσει πιθανόν να υπάρχει ένας οικότοπος σε επαρκή έκταση ώστε οι πληθυσμοί του να διατηρηθούν μακροπρόθεσμα·
[37] Οδηγία 2008/98/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Νοεμβρίου 2008 , για τα απόβλητα και την κατάργηση ορισμένων οδηγιών, ΕΕ L 312 της 22.11.2008, σ. 3-30.
[38] Οδηγία (ΕΕ) 2018/851 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2018, για την τροποποίηση της οδηγίας 2008/98/ΕΚ για τα απόβλητα , ΕΕ L 150 της 14.6.2018, σ. 109-140.
[39] https://eur-lex.europa.eu/legal-content/EL/TXT/?uri=CELEX:62023CJ0254 ECLI:EU:C:2025:569.
[40] Το άρθρο 3 σημείο 21 της οδηγίας 2008/98 /ΕΚ που προστέθηκε με την οδηγία ( 2018/851 ορίζει την ΔΕΠ ως δέσμη κανόνων που καθορίζονται από τα κράτη μέλη προκειμένου να διασφαλίζεται ότι οι παραγωγοί των προϊόντων φέρουν οικονομική ευθύνη ή οικονομική και οργανωτική ευθύνη για τη διαχείριση του σταδίου του κύκλου ζωής ενός προϊόντος που καθίσταται απόβλητο. Επίσης το άρθρο 8α που προστέθηκε με την ίδια οδηγία καθορίζει τις γενικές ελάχιστες απαιτήσεις ΔΕΠ.
[41] Δεδομένης της σημασίας αυτής της απόφασης του ΔΕΕ συνιστάται και η ανάγνωση των προτάσεων του Γενικού Εισαγγελέα.
Μυρτώ Ζορμπαλά
Νομικός






