Πρακτικό Συμμόρφωσης ΣΤΕ 3/2025 [Διαδικασία συμμόρφωσης προς την ακυρωτική απόφαση για το πολυώροφο ξενοδοχείο στην περιοχή Μακρυγιάννη]
Βασικές Σκέψεις
- Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση, η οποία εισάγεται προς συζήτηση, σύμφωνα με τα άρθρα 2 του ν. 3068/2002 (Α΄ 274), όπως ισχύει, και 2 του π.δ. 61/2004 (Α΄ 54), μετά την έκδοση των Πρακτικών 14/2024, 19/2023, 15/2023 και 11/2022 του παρόντος Συμβουλίου, οι αιτούντες παραπονούνται για τη μη συμμόρφωση της Διοίκησης προς την απόφαση 2102/2019 της Ολομέλειας του Δικαστηρίου, με την οποία ακυρώθηκε η 24/2019 άδεια δόμησης της Υπηρεσίας Δόμησης του Δήμου Αθηναίων. Με την άδεια αυτή αναθεωρήθηκε η 15/2017 άδεια δόμησης της ίδιας υπηρεσίας, με την οποία είχε επιτραπεί στην εταιρεία «Μ…… Κ…..» η ανέγερση δεκαώροφου ξενοδοχείου με τρία υπόγεια, φυτεμένο δώμα και ασκεπή πισίνα στην περιοχή Μακρυγιάννη του Δήμου Αθηναίων, εντός του κηρυγμένου αρχαιολογικού χώρου της πόλεως των Αθηνών.
- Επειδή, με το 14/2024 Πρακτικό το Τριμελές Συμβούλιο Συμμόρφωσης επελήφθη για τέταρτη φορά του ζητήματος της συμμόρφωσης της Διοίκησης προς την 2102/2019 απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας. Στο εν λόγω Πρακτικό παρατίθενται οι εξελίξεις που έλαβαν χώρα μετά την έκδοση του 19/2023 Πρακτικού, τόσο σε σχέση με την πρόοδο της διαδικασίας κατεδάφισης όσο και με τη σφράγιση του ξενοδοχείου. Συγκεκριμένα, στο χρονικό διάστημα που μεσολάβησε η Αποκεντρωμένη Διοίκηση Αττικής προχώρησε σε ενέργειες για την εξασφάλιση των απαιτούμενων για τη διεξαγωγή του διαγωνισμού ανάθεσης της μελέτης κατεδάφισης πιστώσεων, καθώς διαπίστωσε ότι η ανάληψη του συγκεκριμένου, πράγματι σύνθετου, όπως τεκμηρίωσε σχετικά, εγχειρήματος υπερέβαινε τις τεχνικές δυνατότητες του διαθέσιμου προσωπικού. Περαιτέρω, προχώρησε στη σύναψη προγραμματικής σύμβασης με το ΤΕΕ, προκειμένου να παρασχεθούν υπηρεσίες τεχνικού σύμβουλου τόσο στο πλαίσιο της κατάρτισης των τευχών δημοπράτησης όσο και καθαυτή τη διενέργεια της οικείας διαγωνιστικής διαδικασίας, καθώς κρίθηκε ότι ούτε οι εργασίες αυτές θα μπορούσαν να λάβουν χώρα χωρίς εξωτερική συνδρομή. Εξάλλου, το Υπουργείο Τουρισμού μετά την έκδοση των προσωρινών διαταγών του Προέδρου και της 74/2024 απόφασης αναστολής του Θ΄Τμήματος του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, προχώρησε στη μερική σφράγιση του κτιρίου κατά το τμήμα που αφορά τις κατασκευές άνω του ύψους των 24 μέτρων, σε συμμόρφωση προς το 15/2023 Πρακτικό. Με τα δεδομένα αυτά διαπιστώθηκε ότι στο χρονικό διάστημα που διέρρευσε από την έκδοση του 19/2023 Πρακτικού έως την επάνοδο του Συμβουλίου στο ζήτημα της συμμόρφωσης της Διοίκησης προς την 2102/2019 απόφαση της Ολομέλειας του Δικαστηρίου σημειώθηκε πρόοδος αναφορικά με την προώθηση της κατεδάφισης του επίμαχου κτιρίου, ενώ έγινε δεκτό ότι το χρονοδιάγραμμα της προγραμματικής σύμβασης, που συνήφθη μεταξύ της Αποκεντρωμένης Διοίκησης και του ΤΕΕ, καθιστά σαφή τη χρονική διάσταση του πρώτου σταδίου της κατεδάφισης, ήτοι της σύνταξης και παράδοσης της μελέτης κατεδάφισης. Κατά την προγραμματική σύμβαση, το ΤΕΕ θα παραδώσει σε πρώτη φάση τα τεύχη δημοπράτησης για τον διαγωνισμό ανάθεσης της μελέτης κατεδάφισης και σε δεύτερη φάση θα προβεί στις απαραίτητες εργασίες και ενέργειες που αφορούν τη διαγωνιστική διαδικασία μέχρι την υπογραφή της τελικής σύμβασης, οι φάσεις δε αυτές συνδέονται με τις περιόδους τιμολόγησης του έργου (πρώτη τιμολόγηση Μάιος έως και Αύγουστος 2024 και δεύτερη Σεπτέμβριος έως και Δεκέμβριος 2024). Κατόπιν αυτών, το Συμβούλιο έκρινε ότι ο έλεγχος της προόδου της διαδικασίας συμμόρφωσης της Διοίκησης θα έπρεπε να συσχετισθεί με το ως άνω χρονοδιάγραμμα της προγραμματικής σύμβασης ως ακολούθως: Μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2024 θα έπρεπε να χωρήσει τουλάχιστον η προκήρυξη της διαγωνιστικής διαδικασίας για την ανάθεση της μελέτης κατεδάφισης, ενώ η πρόοδος του διαγωνισμού για την ανάθεση της μελέτης κατεδάφισης θα επανεξεταζόταν συνολικά τον Ιανουάριο του 2025. Για την καλύτερη παρακολούθηση της εκτέλεσης της ως άνω προγραμματικής σύμβασης αλλά και γενικά του πρώτου σταδίου της συμμόρφωσης της Διοίκησης στο ζήτημα της κατεδάφισης (σύνταξη και παράδοση μελέτης κατεδάφισης) ορίστηκε ως εντεταλμένος δικαστής ο Πάρεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας Διονύσιος Μπουγάτσος. Κατόπιν τούτων, το Συμβούλιο Συμμόρφωσης, εκτιμώντας την πορεία της υπόθεσης, έκρινε ότι πρέπει να παρασχεθεί στην Αποκεντρωμένη Διοίκηση Αττικής εξάμηνη προθεσμία, αρχομένη από την κοινοποίηση σε αυτήν του οικείου πρακτικού, προκειμένου να προβεί στις απαραίτητες ενέργειες, σε συνάρτηση με το χρονοδιάγραμμα της προγραμματικής σύμβασης με το ΤΕΕ, με σκοπό την ταχεία προώθηση του διαγωνισμού προς εκπόνηση των απαραίτητων μελετών για την κατεδάφιση, ενώ επιφυλάχθηκε να επανέλθει, μετά την πάροδο της τασσομένης, κατά τα ανωτέρω, προθεσμίας, προκειμένου να εξετάσει εκ νέου το αίτημα συμμόρφωσης και να διαπιστώσει την πρόοδο της σχετικής διαδικασίας.
- Επειδή, με την από 20.12.2024 «αίτηση/υπόμνημα» η ιδιοκτήτρια του ένδικου κτιρίου εταιρεία «Μ…. Κ…..» ζητεί την ανάκληση ή ακύρωση ή τροποποίηση του 14/2024 Πρακτικού, προβάλλοντας τους εξής ισχυρισμούς: Α) Το ως άνω πρακτικό, όπως και τα προηγούμενα Πρακτικά του Τριμελούς Συμβουλίου Συμμόρφωσης (11/2022, 15/2023 και 19/2023) που ενσωματώνει, δεν εντάσσεται σε μηχανισμό εξασφάλισης αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας αλλά αποτελεί απλή διοικητική πράξη εκδοθείσα από δικαστικούς λειτουργούς καθ’ υπέρβαση του δεδικασμένου της 2102/2019 απόφασης της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας. Β) Έχει παύσει η υποχρέωση συμμόρφωσης της Διοίκησης προς την ανωτέρω απόφαση, διότι παραβιάζει το κατ’ άρθρο 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) δικαίωμα αυτής σε δίκαιη δίκη και το κατ’ άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ δικαίωμα στην ειρηνική απόλαυση της περιουσίας της. Γ) Το Τριμελές Συμβούλιο Συμμόρφωσης του Συμβουλίου της Επικρατείας, το οποίο δεν είναι δικαιοδοτικός σχηματισμός, υπερέβη τα κριθέντα με δύναμη δεδικασμένου με την εν λόγω απόφαση και την αρμοδιότητά του αφενός μεν προβαίνοντας σε παρεμπίπτοντα έλεγχο ατομικής διοικητικής πράξης, ήτοι της 15/2017 οικοδομικής άδειας, η οποία είχε διαφύγει τον ακυρωτικό έλεγχο, αφετέρου δε υπαγορεύοντας, κατά τρόπο επιτακτικό και λεπτομερή, στη Διοίκηση την έκδοση διοικητικών πράξεων ιδιαίτερα επιβλαβών για τα συμφέροντά της. Παραβίασε δε και το δεδικασμένο της 2551/2018 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία είχε σιωπηρώς κριθεί ότι για την έκδοση της 15/2017 οικοδομικής άδειας δεν απαιτείτο έγκριση του Υπουργού Πολιτισμού και απορρίφθηκε αίτηση ακυρώσεως άλλων αιτούντων κατά της άδειας αυτής. Δ) Η μερική ανάκληση της ανωτέρω οικοδομικής άδειας δεν αποφασίστηκε κυριαρχικά από τον Δήμο Αθηναίων, κατ’ εφαρμογή των γενικών αρχών περί ανάκλησης των παράνομων διοικητικών πράξεων, αλλά ως πράξη συμμόρφωσης προς την προαναφερθείσα απόφαση, ως τέτοια δε έγινε αντιληπτή και από το αρμόδιο Διοικητικό Εφετείο Αθηνών, το οποίο επελήφθη αιτήσεως ακυρώσεως της ιδιοκτήτριας εταιρείας και περιορίστηκε να διαπιστώσει ότι η προσβληθείσα ενώπιόν του ανακλητική πράξη εκδόθηκε συμφώνως προς τα αναφερόμενα στο 15/2023 Πρακτικό, χωρίς να προβεί σε αυθεντική και εξ υπαρχής διάγνωση της διαφοράς. Αποτέλεσμα των ανωτέρω είναι, κατά τα διαλαμβανόμενα στο ίδιο υπόμνημα, η μερική ανάκληση της επίμαχης οικοδομικής άδειας 15/2017 να τοποθετηθεί, ως προς την ουσιαστική νομιμότητα, στο απυρόβλητο, κατά παράβαση του δικαιώματος πρόσβασης σε δικαστήριο, καθώς και των αρχών της διάκρισης των εξουσιών, του κράτους δικαίου, της ασφάλειας δικαίου και της ανεξαρτησίας των δικαστών των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων που επιλήφθηκαν της νομιμότητας των διοικητικών πράξεων οι οποίες εκδόθηκαν στο πλαίσιο της συμμόρφωσης. Περαιτέρω δε, ενόψει της αδυναμίας της εταιρείας να προασπίσει τα ζωτικά της συμφέροντα ενώπιον των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων παραβιάζεται αυτοτελώς και το άρθρο 13 της ΕΣΔΑ, που επιβάλλει την ύπαρξη αποτελεσματικής προσφυγής. Ε) Με την ανάκληση της προαναφερθείσας οικοδομικής άδειας επιβλήθηκαν καθ’ υπέρβαση του δεδικασμένου της 2102/2019 απόφασης του Δικαστηρίου περιορισμοί στη χρήση του κτίσματος σε σχέση με τον σκοπό, για τον οποίο οικοδομήθηκε, ενώ η υποχρέωση μερικής κατεδάφισης αυτού απομειώνει δραστικά την αξία του και αναιρεί τον επενδυτικό σχεδιασμό, στον οποίο εντάσσεται, ισοδυναμώντας πρακτικά με πλήρη αποστέρηση περιουσίας και de facto απαλλοτρίωση, κατά παράβαση του άρθρου 1 παρ. 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ.
- Επειδή, Α) Ως προς το ζήτημα της υπέρβασης του δεδικασμένου της 2102/2019 απόφασης της Ολομέλειας του Δικαστηρίου: Με την απόφαση κρίθηκε, μεταξύ άλλων, ότι α) τόσο η πράξη αναθεώρησης 24/2019 όσο και η οικοδομική άδεια 15/2017 εκδόθηκαν παρανόμως χωρίς προηγούμενη έγκριση του Υπουργού Πολιτισμού μετά γνώμη του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου (Κ.Α.Σ.) ιδίως ως προς το ύψος του κτιρίου και β) ο έλεγχος του ύψους ήταν επιτακτικότερος λόγω της επί μακρόν παράλειψης της Διοικήσεως να θεσπίσει ειδικούς όρους δόμησης για την περιοχή, που αποτελεί ενεργό οικισμό εντός αρχαιολογικού χώρου. Οι κρίσεις αυτές, τόσο η ευθεία (παρανομία της αναθεώρησης 24/2019 λόγω μη έγκρισης του ΥΠΠΟ) όσο και οι παρεμπίπτουσες (παρανομία της οικοδομικής άδειας 15/2017 για τον ίδιο λόγο, παράλειψη θέσπισης ειδικών όρων δόμησης για την περιοχή) συνάπτονται στενά με το κριθέν διοικητικής φύσεως ζήτημα, ήτοι την παράνομη έκδοση της 24/2019 πράξης αναθεώρησης της 15/2017 άδειας δόμησης λόγω έλλειψης έγκρισης του ύψους του κτιρίου από τον Υπουργό Πολιτισμού σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας έκδοσης των οικοδομικών αυτών αδειών και, συνεπώς, στηρίζουν αναγκαίως το διατακτικό της απόφασης (ακύρωση της 24/2019 αναθεώρησης). Κατ’ ακολουθίαν, από τις κρίσεις αυτές παράγεται δεδικασμένο που δεσμεύει τους διατελέσαντες διαδίκους στη δίκη εκείνη, οι οποίοι, επομένως, υπεχρεούντο να λάβουν όλα τα αναγκαία μέτρα για την πλήρη συμμόρφωση προς τα κριθέντα με την απόφαση ΣτΕ 2102/2019 Ολομ. (Πρακτικό Συμβουλίου ΣτΕ 11/2022 Ολομ.). Κατά συνέπεια, με βάση τα κριθέντα με την ακυρωτική απόφαση της Ολομέλειας, η προέχουσα υποχρέωση συμμόρφωσης της Διοίκησης ήταν η αποκατάσταση της ελλείπουσας αναγκαίας προϋπόθεσης της έγκρισης, δηλαδή, του Υπουργού Πολιτισμού για την ανέγερση της ένδικης οικοδομής, μετά τον έλεγχο του ύψους αυτής. Κατά την πάγια, εξάλλου, νομολογία του Δικαστηρίου, η χορήγηση της κατά το άρθρο 10 του ν. 3028/2002 (Α΄ 153) έγκρισης του Υπουργού Πολιτισμού, ήδη άρθρο 10 ν. 4858/2021 (Α΄ 220), απαιτείται σε κάθε περίπτωση που εκδίδονται άδειες από άλλες, πλην του Υπουργού Πολιτισμού, αρμόδιες αρχές τόσο για την έναρξη όσο και για τη συνέχιση ενός έργου ή μιας δραστηριότητας. Συνεπώς, αν εκδοθεί οικοδομική άδεια χωρίς να έχει προηγηθεί η απαιτούμενη κατά νόμο πράξη του Υπουργού Πολιτισμού ή κατ’ απόκλιση αυτής, η πολεοδομική αρχή έχει υποχρέωση να ανακαλέσει με δική της πράξη, για λόγους δημοσίου συμφέροντος που ανάγονται στην προστασία των αρχαίων μνημείων (ΣτΕ 4574/2009 7μ., 3660/2000, πρβλ. ΣτΕ 2103/2019 Ολομ.). Η ανάκληση αυτή χωρεί ανεξαρτήτως του χρόνου, ο οποίος παρήλθε από τη χορήγηση της οικοδομικής αδείας και ασχέτως προς την εν τω μεταξύ δημιουργηθείσα, τυχόν, πραγματική κατάσταση, δηλαδή την έναρξη ή και αποπεράτωση των οικοδομικών εργασιών, οι οποίες έγιναν μη νομίμως, παρά την έλλειψη αδείας του Υπουργείου Πολιτισμού (βλ. ΣτΕ 121/2024, 3660/2000, πρβλ. ΣτΕ 1402/1998, 3634/1987, 2519/1982, Πρακτικό Συμβουλίου ΣτΕ 11/2022 Ολομ.). Στη συγκεκριμένη περίπτωση, το Κ.Α.Σ., επιλαμβανόμενο μετά τη δημοσίευση της 2102/2019 απόφασης της Ολομέλειας του Δικαστηρίου, γνωμοδότησε ότι το ύψος, στο οποίο ανήλθε η ένδικη οικοδομή, προκαλεί βλάβη στο μνημείο της Ακρόπολης και πρότεινε τον περιορισμό του ύψους αυτού. Σε συνέχεια της εν λόγω γνωμοδότησης εκδόθηκε η ΥΠΠΟΑ/ΓΔΑΠΚ/ΔΙΠΚΑ/ ΤΠΚΑΧΜΑΕ/116714/79457/2446/1259/22.7.2020 απόφαση της Υπουργού Πολιτισμού, με την οποία δεν εγκρίθηκε η μελέτη ανέγερσης του επίμαχου ακινήτου ως προς το ύψος του, αποφασίσθηκε η μείωση του υλοποιημένου ύψους του ήδη ανεγερθέντος κτιρίου και ορίσθηκε ότι το μέγιστο ύψος δεν πρέπει να υπερβαίνει τα 24 μέτρα «συν τις επιτρεπόμενες κατασκευές» πάνω από αυτό, κατά συνεκτίμηση της διαμορφωμένης κατάστασης του ευρύτερου δομημένου περιβάλλοντος, του ύψους των όμορων και πέριξ οικοδομών καθώς και του γεγονότος ότι το κτίριο έχει ολοκληρωθεί. Η αίτηση δε ακυρώσεως που άσκησε η «Μ… Κ….» κατά της ως άνω απόφασης της Υπουργού Πολιτισμού απορρίφθηκε με την 1190/2024 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας. Ως εκ τούτου, μετά την έκδοση της προαναφερθείσας απόφασης της Υπουργού Πολιτισμού ιδρύθηκε, κατά τον νόμο και τη νομολογία του Δικαστηρίου και, κατά συνέπεια, εντός του εξεταζόμενου πλαισίου συμμόρφωσης, η υποχρέωση της πολεοδομικής αρχής, εν προκειμένω της Υπηρεσίας Δόμησης του Δήμου Αθηναίων, να προσαρμόσει τη νομική κατάσταση του συγκεκριμένου ακινήτου στα οριζόμενα με την απόφαση της Υπουργού, προχωρώντας στη μερική ανάκληση της ισχύουσας οικοδομικής άδειας (15/2017). Επόμενη και αναγκαία ενέργεια συμμόρφωσης της Διοίκησης προς την 2102/2019 απόφαση της Ολομέλειας του Δικαστηρίου συνιστούσε και η πραγματική προσαρμογή του επίμαχου κτιρίου στο ύψος που θα προσδιοριζόταν με τη σχετική απόφαση της Υπουργού Πολιτισμού και τη νέα οικοδομική άδεια, διά της κατεδαφίσεως του τμήματος του κτιρίου που θα υπερέβαινε το ύψος αυτό.
- Επειδή, Β) Ως προς το ζήτημα της παραβίασης του δεδικασμένου της 2551/2018 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών από το Συμβούλιο Συμμόρφωσης: Με το 11/2022 Πρακτικό του παρόντος Συμβουλίου έγινε δεκτό ότι η εν λόγω απόφαση δεν παράγει δεδικασμένο στη συγκεκριμένη περίπτωση αφενός λόγω ελλείψεως ταυτότητας διαδίκων και αφετέρου εξαιτίας του γεγονότος ότι δεν έλαβε θέση επί του κρίσιμου ζητήματος της έλλειψης εγκρίσεως του Υπουργού Πολιτισμού. Εξάλλου, αντικείμενο ελέγχου από το παρόν Συμβούλιο είναι η συμμόρφωση προς την 2102/2019 απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, η οποία περιλαμβάνει ρητή κρίση, σύμφωνα με την οποία για την ανέγερση του ένδικου ακινήτου απαιτείτο προηγούμενη έγκριση του Υπουργού Πολιτισμού, κατόπιν γνωμοδότησης του Κ.Α.Σ. Κατά συνέπεια, ο ισχυρισμός περί υπάρξεως σιωπηρής αντίθετης κρίσης έτερου κατώτερου δικαστηρίου δεν ασκεί επιρροή στο περιεχόμενο της συμμόρφωσης της Διοίκησης προς την ανωτέρω απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας.
- Επειδή, Γ) Ως προς την υπέρβαση αρμοδιοτήτων του Συμβουλίου Συμμόρφωσης: Στα άρθρα 94 παρ. 4 και 95 παρ. 5 του Συντάγματος κατοχυρώνεται ρητώς η υποχρέωση της Διοίκησης να συμμορφώνεται προς τις δικαστικές αποφάσεις. Σε εκτέλεση των ως άνω συνταγματικών διατάξεων εκδόθηκε ο ν. 3068/2002 και κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 3 παρ. 8 του εκτελεστικού αυτού νόμου εκδόθηκε το π.δ. 61/2004, οι διατάξεις των οποίων διέπουν τη λειτουργία του Συμβουλίου Συμμόρφωσης, μεταξύ άλλων, και του Συμβουλίου της Επικρατείας. Στο άρθρο 3 του ν. 3068/2002 προβλέφθηκαν τα μέτρα που λαμβάνει το αρμόδιο τριμελές συμβούλιο σε περίπτωση που, μετά από αίτηση του ενδιαφερομένου, διαπιστωθεί καθυστέρηση, παράλειψη ή άρνηση συμμόρφωσης ή πλημμελής συμμόρφωση της Διοίκησης προς τα κριθέντα με δικαστική απόφαση. Περαιτέρω, το δικαίωμα στη δίκαιη δίκη, που εγγυάται τόσο το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος όσο και το άρθρο 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών (ΕΣΔΑ), η οποία κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν.δ. 53/1974 (Α΄ 256), περιλαμβάνει όχι μόνο το δικαίωμα της πρόσβασης σε δικαστήριο, αλλά και το δικαίωμα κάθε προσώπου να επιτύχει την εκτέλεση της απόφασης που θα εκδοθεί κατ’ αποδοχήν ασκουμένου από το εν λόγω πρόσωπο ενδίκου βοηθήματος, όπως είναι η αίτηση του ενδιαφερομένου ενώπιον του τριμελούς συμβουλίου συμμόρφωσης, η οποία συνιστά αποτελεσματική «προσφυγή» κατά την έννοια του άρθρου 13 της ΕΣΔΑ προς διασφάλιση των απορρεόντων από το άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ δικαιωμάτων (Πρακτικά Συμβουλίου ΣτΕ 11 και 12/2009). Έτσι, η εκτέλεση δικαστικής απόφασης αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της δίκης κατά την έννοια των άρθρων αυτών, άλλως το σχετικό δικαίωμα δεν θα είχε νόημα. Οι αρχές αυτές ισχύουν και στο πεδίο των διοικητικών διαφορών [βλ. αποφάσεις ΕΔΔΑ της 21.2.2008, Κανελλόπουλος κατά Ελλάδας, 11325/06, σκ. 23, της 21.6.2007, Γεωργούλης κ.λπ. / Ελλάδας, 38752/04, σκ. 23, της 25.1.2007, Ρομποτή και Ρομποτής / Ελλάδας, 14263/04, σκ. 24, της 6.7.2006, Μπέκα–Κουλοχέρη / Ελλάδας, 38878/03, σκ. 21]. Όθεν, η Διοίκηση υποχρεούται να συμμορφώνεται απροφασίστως και προς τις δεσμευτικές αποφάσεις των οργάνων που ο ειδικός νόμος, προς εκπλήρωση της συνταγματικής επιταγής, κατέστησε αρμόδια για τη διαπίστωση της συμμόρφωσης ή μη της Διοίκησης προς τις δικαστικές αποφάσεις, με τον τρόπο που εκείνα κρίνουν, βάσει της δικαστικής απόφασης, ως προσήκοντα, καθώς και για την επιβολή, σε περίπτωση μη συμμόρφωσης, των κατά τον νόμο κυρώσεων (ΣτΕ 1125/2016 Ολομ., 201/2024, 235/2021, Πρακτικά Συμβουλίου ΣτΕ 11/2022 Ολομ., 6/2016 Ολομ., 11, 12/2009, Αποφάσεις Συμβουλίου ΣτΕ 18-21/2015). Κατά την έννοια των άρθρων 95 παρ. 5 του Συντάγματος, 50 παρ. 4 του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8) και 3 παρ. 1 και 3 του ν. 3068/2002, η υποχρέωση συμμόρφωσης της Διοίκησης προς ακυρωτική απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας προσδιορίζεται κατά περιεχόμενο, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, από το διατακτικό της απόφασης και το αντικείμενο της ακυρώσεως, το οποίο, μεταξύ άλλων, καθορίζεται από το είδος και τη φύση της ακυρωθείσας πράξης ή τα νόμιμα στοιχεία που συγκροτούν την παράλειψη, καθώς και από την κρίση ή τις κρίσεις πάνω στα ζητήματα τα οποία εξέτασε και για τα οποία αποφάνθηκε το δικαστήριο στο σκεπτικό της απόφασής του (βλ. μεταξύ άλλων Απόφαση Συμβουλίου 10/2024). Εφόσον διαπιστωθεί ότι η Διοίκηση αρνείται να συμμορφωθεί προς δικαστική απόφαση ή ότι η συμμόρφωσή της είναι ελλιπής ή πλημμελής, το Συμβούλιο Συμμόρφωσης, σύμφωνα και με τη σχετική νομολογία του ΕΔΔΑ επί του θέματος, έχει εξουσία να διατάξει επιτακτικώς τη Διοίκηση να συμμορφωθεί εντός τασσομένης εύλογης προθεσμίας προς τη δικαστική απόφαση, προσδιορίζοντας δεσμευτικώς τις δέουσες προς τούτο ενέργειες, ενώ η υποχρέωση της Διοίκησης προς συμμόρφωση και εκτέλεση παραμένει ακέραια και μετά την καταβολή του τυχόν καταλογισθέντος, βάσει των ανωτέρω διατάξεων, εις βάρος της χρηματικού ποσού (Πρακτικά του Συμβουλίου 11-12/2009). Κατά συνέπεια, το Τριμελές Συμβούλιο Συμμόρφωσης, στην προκειμένη περίπτωση, υπαγορεύοντας αναλυτικά και με σαφήνεια στη Διοίκηση τις ενδεδειγμένες και υποχρεωτικές, κατά τον νόμο και τη νομολογία του, ενέργειες για τον έλεγχο και την προσαρμογή του ύψους του επίμαχου κτιρίου σε συμμόρφωση προς την 2102/2019 απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, δηλαδή, α) την έκδοση της άδειας Υπουργού Πολιτισμού μετά γνώμη Κ.Α.Σ., β) τη μερική ανάκληση της 15/2017 άδειας δόμησης από τον Δήμο Αθηναίων, γ) τη σφράγιση του ξενοδοχείου από το Υπουργείο Τουρισμού, δ) την κίνηση και τον συντονισμό της διαδικασίας κατεδάφισης του τμήματος του κτιρίου που υπερβαίνει το τελικώς εγκριθέν ύψος, ουδόλως υπερέβη την αρμοδιότητά του. Από τα ανωτέρω προκύπτει αβίαστα ότι το Τριμελές Συμβούλιο Συμμόρφωσης ερμήνευσε και εφήρμοσε τις ως άνω διατάξεις του Συντάγματος και του ν. 3068/2002 εναρμονιζόμενο πλήρως με τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, προς διασφάλιση της ταχείας και πλήρους εκτέλεσης της 2102/2019 απόφασης της Ολομέλειας του Δικαστηρίου.
- Επειδή, Δ) Ως προς τον ισχυρισμό ότι η πράξη μερικής ανάκλησης της επίμαχης οικοδομικής άδειας περιεβλήθη ως πράξη συμμόρφωσης ένα είδος «δικαστικής ασυλίας», κατά παράβαση του δικαιώματος δικαστικής προστασίας της ιδιοκτήτριας του ακινήτου εταιρείας, της αρχής του κράτους δικαίου, της διάκρισης των εξουσιών και της ανεξαρτησίας των δικαστών των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων: Τα παραπάνω αποδίδουν σοβαρότατες μομφές στο Συμβούλιο Συμμόρφωσης του Συμβουλίου της Επικρατείας αλλά και σε δικαστικούς λειτουργούς των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, καθώς στις σελ. 15-16 του από 20.12.2024 υπομνήματος αναφέρεται ότι «το Τριμελές Συμβούλιο Συμμόρφωσης … παραβίασε με τη συμπεριφορά του την αρχή της διάκρισης των εξουσιών, η οποία εντάσσεται στον σκληρό πυρήνα του κράτους δικαίου … Δεσμεύοντας τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια … παραβίασε επιπλέον την εσωτερική ανεξαρτησία των δικαστών που επιλήφθηκαν της νομιμότητας των πράξεων ανάκλησης της οικοδομικής άδειας και σφράγισης των ορόφων του ξενοδοχείου … η “εσωτερική δικαστική ανεξαρτησία” απαιτεί οι δικαστές να μην δέχονται οδηγίες ή πιέσεις κατά την άσκηση των καθηκόντων τους από συναδέλφους τους». Όμως, οι ανωτέρω αιτιάσεις περί «παραβίασης της εσωτερικής δικαστικής ανεξαρτησίας» ουδόλως σχετίζονται με την προκείμενη περίπτωση που αφορά άσκηση αρμοδιοτήτων εκ μέρους οργάνων της δικαιοσύνης εντός των προβλεπομένων ορίων του Συντάγματος και της νομοθεσίας. Κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα, το Τριμελές Συμβούλιο Συμμόρφωσης άσκησε την αρμοδιότητά του, στο πλαίσιο του Συντάγματος και της ΕΣΔΑ προσδιορίζοντας ως αναγκαία πράξη συμμόρφωσης της Διοίκησης προς την 2102/2019 απόφαση της Ολομέλειας τη μερική ανάκληση της 15/2017 άδειας δόμησης. Από την 898/2024 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών προκύπτει ότι το δικαστήριο έθεσε στη μείζονα σκέψη τις διατάξεις του Συντάγματος και του ν. 3068/2002 καθώς και την ερμηνεία τους και περαιτέρω εξέτασε τους προβληθέντες λόγους ακυρώσεως κατά της πράξης μερικής ανάκλησης ορισμένοι εκ των οποίων αναφέρονταν στο πρακτικό του Συμβουλίου Συμμόρφωσης. Στο πλαίσιο αυτό διαπίστωσε ότι η πράξη αυτή έχει το περιεχόμενο που υπέδειξε το 15/2023 Πρακτικό του Συμβουλίου Συμμόρφωσης απορρίπτοντας ως αβάσιμο λόγο ακυρώσεως, με τον οποίο είχε προβληθεί ότι η ανάκληση ήταν παράνομη, διότι εκδόθηκε κατά παράβαση του 15/2023 Πρακτικού του Τριμελούς Συμβουλίου του ΣτΕ, εφόσον δεν επρόκειτο για «ορθή επανάληψη» της αρχικής πράξης, όπως το Πρακτικό αυτό επέτασσε, αλλά για μία νέα πράξη ανάκλησης, η οποία παρανόμως είχε αναδρομική ισχύ.
- Επειδή, Ε) Ως προς τον ισχυρισμό ότι παραβιάζεται το δικαίωμα της ιδιοκτήτριας εταιρείας στην περιουσία: Η ανάκληση της παράνομης οικοδομικής άδειας αποτελεί μεν επέμβαση στο δικαίωμα της ιδιοκτησίας, εφόσον συνεπάγεται περιορισμό στη χρήση του ακινήτου για την εξυπηρέτηση σκοπού δημοσίου συμφέροντος, εν προκειμένω της προστασίας του μνημείου της Ακρόπολης, δεν συνιστά, όμως, στέρηση ιδιοκτησίας ούτε εξομοιούται προς αυτήν, εφόσον το τμήμα του κτιρίου που δεν υπερβαίνει το καθορισθέν ύψος μπορεί να λειτουργήσει ως ξενοδοχείο. Περαιτέρω, δεν αποτελεί πλημμέλεια της ανακλητικής πράξης η περιουσιακή ζημία που προκαλείται από την ανάκληση παράνομης οικοδομικής άδειας, ενώ είναι διαφορετικό το ζήτημα της δυνατότητας του διοικούμενου να επιδιώξει την αποκατάσταση της ζημίας που προκλήθηκε σε αυτόν από την εν λόγω ανάκληση, ασκώντας τα τυχόν προβλεπόμενα για την περίπτωση αυτή ένδικα βοηθήματα (ΣτΕ 1140/2020 σκ. 17).
- Επειδή, το Τριμελές Συμβούλιο Συμμόρφωσης του Συμβουλίου της Επικρατείας ενημερώθηκε για τις ενέργειες της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Αττικής σε συμμόρφωση προς την 2102/2019 απόφαση της Ολομέλειας μετά την έκδοση του 14/2024 Πρακτικού, κατόπιν σχετικού αιτήματος του εντεταλμένου για την παρακολούθηση της διαδικασίας συμμόρφωσης Παρέδρου, με το υπ’ αριθ. 73197/17.10.2024 έγγραφο του Γραμματέα της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Αττικής. Σύμφωνα με το έγγραφο αυτό, στο πλαίσιο της προγραμματικής σύμβασης μεταξύ της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Αττικής και του ΤΕΕ, το τελευταίο υποβοηθά την προετοιμασία της διαγωνιστικής διαδικασίας για τη σύνταξη της μελέτης κατεδάφισης των αυθαίρετων τμημάτων του κτιρίου επί της οδού Φαλήρου 5 στον Δήμο Αθηναίων τόσο διά ζώσης όσο και μέσω μηνυμάτων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, όποτε παρίσταται σχετική ανάγκη. Προς τον σκοπό της ταχύτερης συγγραφής των τευχών δημοπράτησης, με την 52146/10.7.2024 απόφαση του Γραμματέα της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Αττικής, συστάθηκε ειδική ομάδα εργασίας, με αντικείμενο την προετοιμασία και τη διενέργεια διαγωνιστικής διαδικασίας για την ανάδειξη αναδόχου της μελέτης μερικής κατεδάφισης μέχρι την υπογραφή της τελικής σύμβασης. Συναφώς, με την ίδια απόφαση ορίστηκε ότι η εν λόγω ομάδα εργασίας θα συνεδριάζει τακτικώς μία φορά τον μήνα και εκτάκτως όταν αυτό ζητηθεί από τον συντονιστή της, ενώ στις συνεδριάσεις δύνανται να παρίστανται και οι εκπρόσωποι του ΤΕΕ που έχουν οριστεί δυνάμει της οικείας προγραμματικής σύμβασης. Περαιτέρω, με το από 30.7.2024 μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου του Προέδρου του ΤΕΕ προς τον Γραμματέα της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Αττικής ορίστηκε διπλωματούχος Πολιτικός Μηχανικός ως εμπειρογνώμονας για τα ζητήματα που άπτονται της επίμαχης κατεδάφισης. Σύμφωνα με το ίδιο ενημερωτικό έγγραφο κατά τον χρόνο σύνταξης αυτού α) λάμβανε χώρα η επεξεργασία των τελικών συμπληρώσεων και, τυχόν διορθώσεων από το ΤΕΕ, των τευχών δημοπράτησης (Διακήρυξη, Συγγραφή Υποχρεώσεων, Προκήρυξη, ΕΕΕΣ, Φάκελος Σύμβασης με τα αναλυτικά οικονομικά στοιχεία), β) είχε υποβληθεί το 71129/10.10.2024 αίτημα προς τη Διεύθυνση Οικονομικού για την προώθηση των απαραίτητων ενεργειών προς ανάληψη υποχρέωσης για τα έτη 2025 και 2026, ύψους 349.999,92 ευρώ για έκαστο εξ αυτών, προκειμένου να καλυφθεί το ποσό της σύμβασης της μελέτης κατεδάφισης, γ) με το 71027/10.10.2024 έγγραφο της Αναπληρώτριας Προϊσταμένης της Διεύθυνσης Περιβάλλοντος και Χωρικού Σχεδιασμού είχε ζητηθεί από το ΤΕΕ ο ορισμός μέλους της Επιτροπής του Διαγωνισμού, η εκκίνηση του οποίου καταβαλλόταν προσπάθεια να γίνει εντός του πρώτου δεκαημέρου του μηνός Νοεμβρίου.
- Επειδή, ενόψει της επανόδου του Τριμελούς Συμβουλίου στο ζήτημα της συμμόρφωσης της Διοίκησης προς την 2102/2019 απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας και σε συνέχεια του προαναφερθέντος εγγράφου του Γραμματέα της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Αττικής, απεστάλη στο Δικαστήριο το 88252/20.12.2024 έγγραφο του ίδιου ως άνω Γραμματέα. Με το έγγραφο ενημερώνεται το Συμβούλιο ότι, ενόσω η κατάρτιση των τευχών δημοπράτησης της σύμβασης μελέτης μερικής κατεδάφισης του επίμαχου κτιρίου βρισκόταν στο στάδιο των τελικών διορθώσεων, διαπιστώθηκε ότι οι απαιτούμενες για το έτος 2025 πιστώσεις για τη διενέργεια της διαγωνιστικής διαδικασίας, ποσού 349.999,92 ευρώ δεν κατανεμήθηκαν στον προϋπολογισμό της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Αττικής για το συγκεκριμένο έτος. Σύμφωνα, άλλωστε, με το ίδιο έγγραφο για την επίλυση του ανωτέρω ζητήματος χρηματοδότησης ο Γραμματέας της Αποκεντρωμένης Διοίκησης βρίσκεται σε επαφές με την ηγεσία του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, προς το οποίο απέστειλε το 81700/25.11.2024 «ενημερωτικό σημείωμα». Στο έγγραφο αναφέρεται ότι, σύμφωνα με την εισηγητική έκθεση του προϋπολογισμού του έτους 2025 που κατατέθηκε στη Βουλή των Ελλήνων, δεν περιλαμβάνονται στον προϋπολογισμό της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Αττικής οι πιστώσεις που απαιτούνται για τη διενέργεια του διαγωνισμού ανάθεσης της μελέτης κατεδάφισης, παρότι είχε υποβληθεί συγκεκριμένο αίτημα με την εισηγητική έκθεση τεκμηρίωσης οικονομικών μεγεθών του προϋπολογισμού του φορέα, τονίζεται δε η ιδιαίτερη σημασία του εν λόγω έργου ενόψει και της υποχρέωσης συμμόρφωσης της Διοίκησης. Στο παρόν Συμβούλιο διαβιβάστηκε, πέραν του τελευταίου εγγράφου προς το Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών και της εισηγητικής έκθεσης τεκμηρίωσης οικονομικών μεγεθών του προϋπολογισμού της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Αττικής, αντίγραφο του σχεδίου Διακήρυξης και του Φακέλου Δημόσιας Σύμβασης του διαγωνισμού που συνέταξε η συγκροτηθείσα για την προώθηση της διαγωνιστικής διαδικασίας ομάδα εργασίας σε συνεργασία με το μέλος του ΤΕΕ που ορίστηκε στο πλαίσιο της σχετικής προγραμματικής σύμβασης. Τέλος, στο Δικαστήριο απεστάλη και το 262/3.1.2025 συμπληρωματικό έγγραφο, σύμφωνα με το οποίο για το ζήτημα της ανεύρεσης των αναγκαίων για την εκκίνηση της διαγωνιστικής διαδικασίας πιστώσεων έλαβε χώρα συνάντηση του Γραμματέα της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Αττικής με τον Υφυπουργό Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, κατά την οποία συμφωνήθηκε η κάλυψη του απαιτούμενου ποσού από το αποθεματικό του Κρατικού Προϋπολογισμού.
- Επειδή, υπό τα ανωτέρω δεδομένα, διαπιστώνεται ότι στη διαδικασία κατεδάφισης των αυθαίρετων τμημάτων του ένδικου κτιρίου έχει σημειωθεί περιορισμένη πρόοδος, η οποία υπολείπεται τόσο του χρονοδιαγράμματος που προκύπτει από την προγραμματική σύμβαση ανάμεσα στην Αποκεντρωμένη Διοίκηση Αττικής και το ΤΕΕ όσο και των υποδείξεων που διατυπώθηκαν στο 14/2024 Πρακτικό του παρόντος Συμβουλίου. Το Συμβούλιο Συμμόρφωσης εκφράζει προβληματισμό για την αδυναμία της Διοίκησης να ανταποκριθεί α) στους χρόνους που η ίδια υπολογίζει ότι απαιτούνται για την προώθηση της διαδικασίας κατεδάφισης και β) στα χρονοδιαγράμματα που τίθενται με τα Πρακτικά του Συμβουλίου. Κατόπιν τούτων και λαμβανομένου υπόψη του ζητήματος χρηματοδότησης που η Αποκεντρωμένη Διοίκηση Αττικής επικαλέστηκε για την καθυστέρηση της εκκίνησης της διαγωνιστικής διαδικασίας, το Συμβούλιο κρίνει ότι α) παρέχεται στη Διοίκηση προθεσμία έξι μηνών από την κοινοποίηση του παρόντος πρακτικού, εντός της οποίας η Αποκεντρωμένη Διοίκηση Αττικής και ο Υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών (ο οποίος υπήρξε διάδικος στη δίκη, επί της οποίας δημοσιεύθηκε η 2102/2019 απόφαση της Ολομέλειας και στον οποίο θα κοινοποιηθεί το παρόν Πρακτικό) προκειμένου να επιλύσουν το ζήτημα της χρηματοδότησης της διαγωνιστικής διαδικασίας, β) εντός της ίδιας προθεσμίας πρέπει να προκηρυχθεί ο διαγωνισμός ανάθεσης της μελέτης κατεδάφισης. Το Συμβούλιο επιφυλάσσεται, σε αντίθετη περίπτωση, να προχωρήσει στην επιβολή χρηματικής κύρωσης.
Πρόεδρος: Μ. Πικραμένος
Εισηγητής: Χρ. Παπανικολάου






