ΣτΕ 2117/2023 [Νόμιμη ανανέωση – τροποποίηση ΑΕΠΟ έργου ΑΣΠΗΕ]
Περίληψη
– Η ανανέωση ή και τροποποίηση της έγκρισης των περιβαλλοντικών όρων είναι επιτρεπτή πριν από τη λήξη ισχύος αυτών ή, πάντως, εντός ευλόγου χρόνου από τη λήξη τους, άλλως, απαιτείται να τηρηθεί εξ αρχής η διαδικασία έγκρισης περιβαλλοντικών όρων. Και τούτο διότι, στην τελευταία αυτή περίπτωση (της παρόδου χρόνου πέραν του ευλόγου μετά τη λήξη ισχύος της αρχικής ΑΕΠΟ), η ανανέωση ή και τροποποίηση περιβαλλοντικών όρων θεωρείται αρχική έγκριση αυτών, με όλες τις κατά νόμο συνέπειες, ασχέτως αν εισάγονται ουσιώδεις και δυσμενείς για το περιβάλλον τροποποιήσεις για την παράταση ισχύος των περιβαλλοντικών όρων δεν απαιτείται να τηρηθεί η διαδικασία που προ βλέπεται κατά νόμο για την αρχική έγκρισή τους, με τη σύνταξη και υποβολή νέας μελέτης περιβαλλοντικών επιπτώσεων της οικείας κατηγορίας, εάν, κατά την αιτιολογημένη κρίση του αρμοδίου για την έγκριση περιβαλλοντικών όρων οργάνου, δεν επέρχονται ουσιώδεις μεταβολές των δεδομένων, επί των οποίων στηρίχθηκε η αρχική έγκριση περιβαλλοντικών όρων ή ουσιαστικές διαφοροποιήσεις σε σχέση με τις επιπτώσεις στο περιβάλλον.
Η σχετική κρίση της Διοίκησης πρέπει να στηρίζεται σε πρόσφορα στοιχεία και κριτήρια αναγόμενα α) στο σχεδιασμό, την εξέλιξη και λειτουργία του έργου, β) στην υλοποίηση των περιβαλλοντικών όρων και περιορισμών που έχουν επιβληθεί και στην αποτελεσματικότητά τους, γ) σε ενδεχόμενες μεταβολές που έχουν επέλθει στο φυσικό και ανθρωπογενές περιβάλλον, δ) σε ενδεχόμενες μεταβολές του νομοθετικού καθεστώτος που ισχύει στην περιοχή του έργου ή της δραστηριότητας και ιδίως του χωροταξικού και πολεοδομικού σχεδιασμού και των κανόνων προστασίας του περιβάλλοντος, καθώς και ε) σε ενδεχόμενη ουσιαστική μεταβολή των βέλτιστων διαθέσιμων τεχνικών, κατά το διάστημα που έχει παρέλθει από την έκδοση της αρχικής απόφασης. Καθ’ όσον δε αφορά στην τροποποίηση των περιβαλλοντικών όρων, πρέπει να εκτιμάται και ο σκοπός τους, η επίδρασή τους στην όλη λειτουργία του έργου και οι περιβαλλοντικές συνέπειες που η τροποποίηση συνεπάγεται.
Απορριπτέος ως απαράδεκτος, είναι ο λόγος ακυρώσεως και κατά το σκέλος του με το οποίο προβάλλεται ότι δεν είχαν εξεταστεί εναλλακτικές λύσεις στην ΜΠΕ 2011 και ότι δεν είχε επαρκώς αξιολογηθεί το ζήτημα του μεγάλου όγκου των εκσκαφών και επιχώσεων στις ΑΕΠΟ του 2008 και 2011, δεδομένου ότι με αυτόν αμφισβητείται ευθέως η νομιμότητα των περιβαλλοντικών όρων της αρχικής ΑΕΠΟ και της τροποποίησής του 2011, οι οποίοι απλώς ανανεώθηκαν και τροποποιήθηκαν εκ νέου με την προσβαλλόμενη απόφαση.
Είναι απορριπτέοι οι ισχυρισμοί των αιτούντων ότι με την προσβαλλόμενη πράξη δεν λαμβάνονται μέτρα για την προστασία της άγριας πανίδας και της σπάνιας ορνιθοπανίδας και ότι δεν εξετάστηκαν επιπτώσεις επί ειδών ορνιθοπανίδας με πιθανή παρουσία στην περιοχή του έργου κατά τη φάση κατασκευής και λειτουργίας. Εξάλλου, όπως προκύπτει από το ως άνω περιεχόμενο της Μελέτης Περιβάλλοντος, ελήφθησαν υπόψη οι ΖΕΠ που θεσπίστηκαν μετά την αρχική περιβαλλοντική αδειοδότηση, ο δε περί του αντιθέτου προβαλλόμενος ισχυρισμός είναι απορριπτέος ως ερειδόμενος επί εσφαλμένης προϋποθέσεως. Ελήφθη, επίσης, υπόψη από τη Διοίκηση ότι το έργο βρίσκεται εκτός των κύριων μεταναστευτικών διαδρόμων της Ελλάδας, ενώ απέχει σημαντικά και από τις Σημαντικές περιοχές για τα Πουλιά της ευρύτερης περιοχής. Παράλληλα, η Μελέτη Περιβάλλοντος και η προσβαλλόμενη πράξη προβλέπουν μέτρα προστασίας των πτηνών κατά την αναπαραγωγική περίοδο, ιδίως στη φάση κατασκευής του έργου, ενώ επιβάλλεται πρόγραμμα παρακολούθησης των ενδεχόμενων επιπτώσεων του αιολικού πάρκου στην ορνιθοπανίδα κατά τα τρία πρώτα έτη λειτουργίας του (με συχνότητα παρακολούθησης 35-40 ημέρες ανά έτος), τα μέτρα δε αυτά παρίστανται επαρκώς αιτιολογημένα ως προς τη δυνατότητά τους να αποτρέψουν περιβαλλοντικούς κινδύνους για την ορνιθοπανίδα. Κατόπιν τούτων, είναι απορριπτέος ο λόγος ακυρώσεως με τον οποίο προβάλλεται ότι παραβιάστηκαν οι διατάξεις του άρθρου 5 της οδηγίας 2009/147/ΕΕ και 7 παρ. 2 του ν. 4014/2011, καθώς και του άρθρου 2 παρ. β’ και ε’ της 48963/2012 λόγω λήψης ανεπαρκών μέτρων προστασίας των πτηνών κατά την αναπαραγωγική περίοδο.
Παρίσταται νομίμως και επαρκώς αιτιολογημένη η κρίση της Διοικήσεως ότι στην προκειμένη περίπτωση δεν απαιτείται να επαναληφθεί διαδικασία νέας περιβαλλοντικής αδειοδότησης με την εκπόνηση Μελέτης Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων και τη διενέργεια διαβούλευσης. Από τα στοιχεία δε του φακέλου δεν προκύπτει ανάγκη διενέργειας ειδικής οικολογικής αξιολόγησης και δέουσας εκτίμησης, όπως αβασίμως υποστηρίζουν οι αιτούντες.
Εξάλλου, ναι μεν η Μελέτη Περιβάλλοντος εστιάζει στα είδη χαρακτηρισμού των ΖΕΠ και όχι στο σύνολο των ειδών που διαβιούν σε αυτές, όμως το γεγονός αυτό δεν καθιστά πλημμελή την προσβαλλόμενη πράξη, καθώς αυτή αιτιολογείται νομίμως και επαρκώς, στηριζόμενη στην κρίση ότι το επίμαχο έργο έχει ήδη χωροθετηθεί σε μεγάλη απόσταση από τα όρια των ΖΕΠ που έχουν καθοριστεί στην ευρύτερη περιοχή και ότι με την προσβαλλόμενη πράξη, αντί της εγκατάστασης δεκαπέντε ανεμογεννητριών προβλέπονται πλέον μόνο οκτώ.
Προβάλλεται ότι κατά παράβαση νόμου εχώρησε παράνομη κατάτμηση του έργου και παραλείφθηκε η εκτίμηση επιπτώσεων όσον αφορά το ζήτημα της διέλευσης του ποταμού Παμίσου κατά τη μεταφορά των εξαρτημάτων των ανεμογεννητριών, έργο το οποίο δεν έχει αδειοδοτηθεί, ούτε η σχετική λύση έχει μελετηθεί ενδελεχώς. Ο λόγος αυτός, όσον αφορά το σκέλος του περί παράνομης τεχνητής κατατμήσεως μιας ενιαίας δραστηριότητας, δηλαδή ζητήματος που συνδέεται με την καταστρατήγηση της περιβαλλοντικής νομοθεσίας, προκειμένου ένα έργο να υπαχθεί σε διαφορετική, ήσσονος σημασίας, κατηγορία περιβαλλοντικής αδειοδότησης, πρέπει να απορριφθεί. Και τούτο διότι με την προσβαλλόμενη πράξη η επίμαχη δραστηριότητα έχει καταταγεί στην ανώτερη, από άποψη περιβαλλοντικής όχλησης, κατηγορία έργων που ενδέχεται να προκαλέσουν πολύ σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον, και, ως εκ τούτου, δεν δύναται να συναχθεί πρόθεση καταστρατήγησης της περιβαλλοντικής νομοθεσίας ούτε, άλλωστε, προβάλλεται σχετικός ισχυρισμός από τους αιτούντες. Απορριπτέος είναι ο ως άνω πρόσθετος λόγος ακυρώσεως και όσον αφορά το δεύτερο σκέλος του, δοθέντος ότι το ζήτημα της διέλευσης του ποταμού Παμίσου εξετάστηκε επαρκώς από την περιβαλλοντική αρχή.
Πρόεδρος: Μ. Γκορτζολίδου
Εισηγητής: Δ. Πυργάκης






