ΣτΕ 1111/2023 [Εν μέρει παράνομες αποφάσεις τροποποίησης ΑΕΠΟ εργοστασίου παραγωγής τσιμέντου]
Περίληψη
– Τόσο η Μελέτη Περιβάλλοντος του μηνός Οκτωβρίου του έτους 2016 όσο και η Διοίκηση για τη χορήγηση, με την προσβαλλόμενη υπ’ αριθ. οικ. 9999/24.02.2017 απόφαση, της επίμαχης παρέκκλισης στα όρια εκπομπών TOC, η οποία οδήγησε στον τετραπλασιασμό των ορίων αυτών ερεύνησαν, προεχόντως και σχεδόν αποκλειστικώς, εάν συνέτρεχε η προϋπόθεση που προβλέπεται στο σημείο 2.3. του Μέρους 4 του Παραρτήματος VI της εφαρμοστέας οδηγίας και της κ.υ.α. ότι, δηλαδή, η αιτηθείσα αύξηση των ορίων εκπομπής TOC δεν προερχόταν από τη συναποτέφρωση αποβλήτων αλλά, στη συγκεκριμένη περίπτωση, από τη χημική σύσταση των χρησιμοποιούμενων πρώτων υλών της αργίλου και της ιπτάμενης τέφρας. Ως προς το ζήτημα της επιρροής των νέων αυξημένων ορίων εκπομπών TOC στο φυσικό και ανθρωπογενές περιβάλλον της περιοχής τόσο η Μελέτη Περιβάλλοντος όσο και η Διοίκηση στο προοίμιο της προσβαλλόμενης απόφασης περιορίστηκαν σε μία απλή αναφορά ότι με την αύξηση (τετραπλασιασμό) των ορίων δεν επέρχονται ουσιαστικές διαφοροποιήσεις ως προς τις επιπτώσεις στο περιβάλλον σε σχέση με το υφιστάμενο περιβαλλοντικά αδειοδοτηθέν έργο. Η αιτιολογία, όμως, αυτή δεν αρκεί για να στηρίξει την κρίση της Διοίκησης ότι η επίμαχη τροποποίηση δεν ήταν ουσιώδης και ότι, κατ’ επέκταση, δεν έπρεπε να υπαχθεί σε διαδικασία διαβούλευσης με το ενδιαφερόμενο κοινό. Ούτε, άλλωστε, η αιτιολογία αυτή μπορεί να αναπληρωθεί από τα μοντέλα διασποράς που κατήρτισε η παρεμβαίνουσα εταιρεία κατά την έκδοση της ΑΕΠΟ του έτους 2014 και της συμπροσβαλλόμενης τροποποίησης του έτους 2021, εφόσον τα μοντέλα αυτά είναι, αντίστοιχα, προγενέστερα και μεταγενέστερα της εξεταζόμενης τροποποίησης του έτους 2017. Σε κάθε περίπτωση, από τα στοιχεία του φακέλου δεν προκύπτει ότι η Διοίκηση έλαβε υπόψη κατά την κρίση της περί του μη ουσιώδους της τροποποιήσεως τα συμπεράσματα του μοντέλου διασποράς της ΑΕΠΟ του έτους 2014, το οποίο, άλλωστε, καταρτίστηκε βάσει του αρχικού ορίου εκπομπών TOC. H πλημμέλεια της προσβαλλομένης δεν θεραπεύεται ούτε με την θέσπιση περιβαλλοντικών όρων με την μεταγενέστερη απόφαση του έτους 2021, με τους οποίους επιβλήθηκε στην παρεμβαίνουσα η υποχρέωση να λειτουργεί ανοιχτή πλατφόρμα καταγραφής των αέριων ρύπων με ελεύθερη πρόσβαση, η υποχρέωση να εκπονεί ανά τετραετία επικαιροποιημένη μελέτη διασποράς αέριων ρύπων, καθώς και η υποχρέωση συνεχούς μέτρησης και καταγραφής των εκπομπών μεταξύ άλλων και του TOC, εφόσον οι σχετικές μετρήσεις θα έχουν ως δεδομένο το επίμαχο αυξημένο όριο των εκπομπών TOC. Για τον λόγο αυτόν που βασίμως προβάλλεται πρέπει να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη υπ’ αριθ. οικ. 9999/24.02.2017 απόφαση της Γενικής Διευθύντριας Περιβαλλοντικής Πολιτικής του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας κατά το μέρος αυτής, με το οποίο ενέκρινε, κατόπιν διαδικασίας που δεν περιλάμβανε διαβούλευση με το ενδιαφερόμενο κοινό, την παρέκκλιση από το όριο εκπομπών TOC που είχε οριστεί με την ΑΕΠΟ του έτους 2014 κατ’ εφαρμογή του σημείου 2.3. του Μέρους 4 του Παραρτήματος VI της οδηγίας και της κ.υ.α. Κατόπιν τούτου, πρέπει να ακυρωθεί και η συμπροσβαλλόμενη απόφαση του Γενικού Διευθυντή Περιβαλλοντικής Πολιτικής του ΥΠΕΝ, κατά το μέρος αυτής, με το οποίο εγκρίνει τη συνέχιση της εφαρμογής της ως άνω παρέκκλισης από το όριο εκπομπών TOC.
Οι Μελέτες Περιβάλλοντος των ετών 2016 και 2020, ως προς τη θέσπιση και τροποποίηση του περιβαλλοντικού όρου 4.4.38 που επέτρεψε τη διακίνηση των δευτερογενών καυσίμων και με πλοία προς τις λιμενικές εγκαταστάσεις της εταιρείας με συχνότητα αρχικώς 1-2 το μήνα και τελικώς 4-5 φορές το μήνα, αφενός μεν τονίζουν την οικονομική διάσταση της συγκεκριμένης δυνατότητας μεταφοράς εκτιμώντας ότι η χρήση πλοίων, πέραν των φορτηγών αυτοκινήτων, μειώνει το κόστος των μεταφορών αφετέρου δε αναφέρονται και στην περιβαλλοντική διάσταση αυτής εκτιμώντας ότι η μεταφορά αποκλειστικώς με φορτηγά δημιουργεί σημαντική επιβάρυνση στην οδική κυκλοφορία της περιοχής, σημαντική περιβαλλοντική επιβάρυνση και αυξημένο κίνδυνο ατυχήματος. Εντούτοις, οι μελέτες δεν περιλαμβάνουν συγκεκριμένα στοιχεία για την υφιστάμενη κατάσταση των θαλάσσιων μεταφορών στην περιοχή εγκατάστασης και στην ευρύτερη θαλάσσια περιοχή που επιβαρύνεται από τις εν γένει θαλάσσιες μεταφορές, ούτε για την κατάσταση του οδικού δικτύου της περιοχής και την υφιστάμενη δυνατότητα του να εξυπηρετεί ικανοποιητικώς τον όγκο των απαραίτητων οδικών μεταφορών ούτε περιλαμβάνουν ειδικές εκτιμήσεις και προβλέψεις για να προσδιορισθούν ποσοτικώς και ποιοτικώς οι αναμενόμενες κατά περίπτωση μεταβολές των επίμαχων στοιχείων και, συνακόλουθα να γίνει αξιολόγηση και επιλογή της βέλτιστης λύσης όσον αφορά το εν λόγω ζήτημα. Ως εκ τούτου η αιτιολογία αυτή δεν αρκεί για να στηρίξει την κρίση της Διοικήσεως ότι η επίμαχη τροποποίηση δεν ήταν ουσιώδης και ότι, κατ’ επέκταση, δεν έπρεπε να υπαχθεί σε διαδικασία διαβούλευσης με το ενδιαφερόμενο κοινό. Για τον λόγο αυτόν, που βασίμως προβάλλεται πρέπει να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη απόφαση της Γενικής Διευθύντριας Περιβαλλοντικής Πολιτικής του Υπουργείου Περιβάλλοντος και ενέργειας κατά το μέρος αυτής με το οποίο προβλέφθηκε δια της θεσπίσεως του όρου 4.4.38, η δυνατότητα μεταφοράς των δευτερογενών στερεών καυσίμων με πλοία προς τις λιμενικές εγκαταστάσεις του εργοστασίου, κατόπιν διαδικασίας που δεν περιλάμβανε διαβούλευση με το ενδιαφερόμενο κοινό, καθώς και η συμπροσβαλλόμενη απόφαση του Γενικού Διευθυντή Περιβαλλοντικής Πολιτικής του ΥΠΕΝ, κατά το μέρος αυτής, με το οποίο αύξησε τη μηνιαία συχνότητα των εν λόγω μεταφορών.
Πρόεδρος: Αικ. Χριστοφορίδου
Εισηγητής: Χρ. Ντουχάνης