ΣΤΕ 1524/2020 [ΠΑΡΑΝΟΜΗ ΑΠΟΡΡΙΨΗ ΑΙΤΗΜΑΤΟΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗΣ ΑΔΕΙΟΔΟΤΗΣΗΣ ΜΕΤΑΛΛΕΥΤΙΚΟΥ ΈΡΓΟΥ]
Περίληψη
– Από το συνδυασμό των προβλέψεων του Περιφερειακού Πλαισίου Ανατ. Μακεδονίας και Θράκης προκύπτει ότι η Διοίκηση τελεί σε επίγνωση των βλαπτικών επιπτώσεων στο περιβάλλον που ενδέχεται να επιφέρουν δραστηριότητες, ιδίως εξορυκτικές, σχετικές µε τον επιθερμικὀ χρυσό, καθώς και του γεγονότος ότι η ισχυρά οχλούσα ρύπανση, γενικώς, δεν αντιμετωπίζεται µε οικονομικώς βιώσιμο τρόπο, προδήλως µε τα δεδοµένα που η ίδια έχει υπόψη. Αυτές, όμως, οι παραδοχές, όχι απλώς δεν οδήγησαν το ΠΠ Ανατ. Μακεδονίας και Θράκης να αποκλείσει σε κάθε περίπτωση τις εν λόγω εξορυκτικές δραστηριότητες, αλλά, αντιθέτως το ίδιο ΠΠ εντάσσει τη “συνετή” διαχείριση των φυσικών πόρων της Περιφέρειας, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται, ρητώς κατονοµαζόµενα, τα ορυκτά, τα μεταλλεύματα και τα γεωθερµικά πεδία, στην αναπαραγόµενη και αυξανόμενη αναπτυξιακή διαδικασία, η οποία, ειδικώς ως προς τον οικισµό των Σαπὠν, επιβάλλεται να είναι προγραμματισμένη και εκτιμάται ότι συνιστά προϋπόθεση για να αποκτήσει ο οικισμός αυτός, σήµερα αγροτικός, τον σχεδιαζόµενο χαρακτήρα “ημιαστικού κέντρου με ιδιαίτερη οικονοµικο – κοινωνική διάρθρωση”. Κατά συνέπεια, το αιτιολογικό έρεισμα της προσβαλλόμενης πρἀξης το οποίο, κατ᾽ επίκληση των ρητρών του ΠΠ Ανατ. Μακεδονίας και Θράκης, θεωρεί την περιβαλλοντική αδειοδότηση του επίµαχου ερευνητικού προγράµµατος μεταλλευτικού χώρου ως αντίθετη προς τον ισχύοντα περιφερειακό σχεδιασμό, είναι µη νόμιμο, διότι διατυπώνεται κατά παραγνώριση των λοιπών προβλέψεων του ΠΠ, οι οποίες, όχι απλώς δεν αποκλείουν, αλλά, αντιθέτως, ενθαρρύνουν παρόμοια προγράµµατα και δραστηριότητες έρευνας και εξόρυξης, εν γνώσει του γεγονότος ότι τέτοιες δραστηριότητες μπορούν να καταστούν περιβαλλοντικὠς οχληρὲς µε δυσχερώς, από οικονομική άποψη, αντιστρέψιµα αποτελέσµατα, αν δεν επιχειρηθούν κατά τρόπο συνετό και προγραμματισμένο. Οι εν λόγω κατευθύνσεις του ισχύοντος, κατά τον κρίσιµο χρόνο, ΠΠ δεν θα μπορούσαν, εξάλλου, να ανατραποὺν από την απὀ µηνός Αυγούστου 2013 έκθεση αξιολόγησης, αναθεώρησης και εξειδίκευσης του ΠΠ Ανατ. Μακεδονίας – Θράκης και πάντως, δεν ανετράπησαν από αυτήν, αφού και η µελέτη αυτή προβλέπει, μεταξύ άλλων, ότι “οι κλάδοι … της εξόρυξης … εμφανίζονται ιδιαίτερα δυναμικοί στην Περιφἑρεια”, ότι “Οι σχετικές δραστηριότητες παρουσιάζουν συνέργειες µε άλλους τοµείς και έχουν εν δυνάμει πολλαπλασιαστικἁ οφέλη για την Περιφέρεια, εντούτοις έχουν κατά κανόνα σημαντικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις, γεγονός που εγείρει την ανάγκη προγραμματισμού µε στόχο την αποφυγή συγκρούσεων µε άλλες παραγωγικές χρήσεις και την αποτροπή της υποβάθµισης του φυσικού περιβάλλοντος …”, περαιτέρω δε, αφού διατυπωθεί η γενικἡ διαπίστωση ότι “οι πιέσεις από τη διαχείριση των βιομηχανικών και πετρελαϊκών εγκαταστάσεων και των απορριμμάτων και παραπροϊόντων της εξόρυξης του ορυκτού πλούτου αποτελούν θέµατα που δεν έχουν αντιμετωπιστεί επαρκώς …”, αναφέρεται ότι “Η βασική προοπτική της Περιφέρειας βρίσκεται στον πλούτο των πόρων της. Πολιτισμός, φύση, ορυκτός πλούτος, ενέργεια … είναι οι βασικοί άξονες που πρέπει να αλληλοσυμπληρώνονται και να οργανώνονται σε επιµέρους χωρικά και διαχειριστικἁ σχέδια. … η Περιφέρεια να εκμεταλλευτεί µε αειφόρο προοπτική όλους τους πόρους της. Η αναζήτηση στρατηγικών που θα εµπλέκουν την ολοκληρωμένη διαχείριση πολλών πόρων ταυτόχρονα πρέπει να πριμοδοτηθεί για να αντιμετωπιστούν εσωτερικές συγκρούσεις και αντιθέσεις…” . Τέλος η εν λόγω µελέτη θεωρεί επιβεβλημένο “… να οριστούν οι όροι και οι δυνατότητες συνύπαρξης μεταξύ εκμετάλλευσης του ορυκτού πλούτου, ανάδειξης και προστασίας του φυσικού περιβάλλοντος … στα πλαίσια της αειφορίας …”. Κατά συνέπεια, ούτε το σχετικό µε την αξιολόγηση του ισχύοντος ΠΠ από την ως άνω µελέτη αιτιολογικό έρεισμα της προσβαλλόμενης πράξης ευσταθεί, δεδομένου ότι οι “επιφυλάξεις” που διατυπώθηκαν κατά τη µελέτη και που σχετίζονται, μεταξύ άλλων, µε τις “σοβαρές ανησυχίες” για τη δυνατότητα αντιμετώπισης των περιβαλλοντικών κινδύνων, ερμηνευόµενες από κοινού µε τις λοιπὲς παραδοχές της μελέτης, έχουν την έννοια ότι η ανάπτυξη των εξορυκτικών δραστηριοτήτων, κεφαλαιώδους σημασίας για την Περιφέρεια Ανατ. Μακεδονίας και Θράκης, η οποία έχει, ως προς αυτός, συγκριτικὸ πλεονέκτημα σε πανελλαδικό επίπεδο, αποτελούν λόγο να πραγµατοποιηθεἰ αυτὴ υπό όρους βιωσιμότητας, δηλαδή µε τον δέοντα σχεδιασμό και κατά τρόπο που να ενσωματώνει την ανάγκη προστασίας του περιβάλλοντος, και δεν μπορεί να γίνεται επίκλησή τους για να αποκλεισθεί εκ προοιµίου η ανάπτυξη των δραστηριοτήτων αυτὼν σε κάθε περίπτωση.
Δραστηριότητες όπως η επίµαχη, θα ήταν, καταρχήν, συμβατές µε το χωροταξικό σχεδιασμό της Περιφέρειας Ανατ. Μακεδονίας και Θράκης, ο οποίος, εξειδικεύοντας, άλλωστε, τη συνταγματική επιταγή του άρθρου 106 παρ. 1, ρυθµίζει την αξιοποίηση των υπαρχόντων στην περιοχή υπογείων κοιτασμάτων, δηλαδή πηγής εθνικού πλούτου, κατά τρὀπο διασφαλίζοντα την προστασία του περιβάλλοντος, εντὸς των πλαισίων της αρχής της αειφορίας. Επομένως, η αντίθετη εκτίµηση της προσβαλλόµενης πράξης δεν είναι νόμιμη.
Κατά το άρθρο 106 παρ. 1 του Συντάγματος, η οικονομική δραστηριότητα της Χώρας, την οποία το Κράτος οφείλει να προγραμματίζει και συντονίζει, αποσκοπεί και στην εδραίωση της κοινωνικής ειρήνης. Η κοινωνική συνοχή, επομένως, αναγορεύεται σε στοιχείο το οποίο, από κοινού µε την προστασία του περιβάλλοντος, προσδιορίζει τον αειφόρο χαρακτήρα της οικονοµικής ανάπτυξης. Στη διασφἁλισή της αποβλέπει και ο νοµοθέτης, εθνικός και υπερεθνικός, ο οποίος καταστρώνει διαδικασίες διαβούλευσης των κρατικὠν αρχών µε άλλους φορείς και το κοινό. Η τήρηση, ειδικότερα, της διαδικασίας διαβούλευσης, ιδίως µε το ενδιαφερόμενο κοινό, αποσκοπεί πράγματι να διαφωτίσει τα αποφασίζοντα δημόσια όργανα ως προς πλευρές του σχεδίου ή έργου, στις οποίες η κοινωνία αποδίδει ιδιαίτερη βαρύτητα και μπορεί να σχετίζονται είτε αμιγώς µε την προστασία του φυσικού ή πολιτιστικού περιβάλλοντος, είτε µε τις ανθρωπογενείς επιπτώσεις του σχεδίου ή έργου.
Η κοινωνικἡ συνοχή, όμως, ως θεμέλιο της βιώσιμης ανάπτυξης, οφείλει να είναι και η ίδια βιώσιμη και να έχει διαμορφωθεί κατά τρόπο που να απηχεί την ιδιότητα των συμμετασχόντων στη διαβούλευση µελών της κοινωνίας, αλλά και των, τυχόν, δημοσίων οργάνων που την εκφράζουν, Ιδίως των αυτοδιοικητικὠν, ως µερὼν του κοινού προβληματισμού που αναπτύσσεται κατά την προβλεπόμενη διαδικασία και έχει ως περιεχόμενο τη συνεισφορά πληροφοριών, απόψεων και, ενδεχομένως, διαφορετικής οπτικής, και όχι την επιβολή τους στα αποφασίζοντα όργανα. Δεν είναι, επομένως, στοιχείο προσδιοριστικὀ της βιωσιμότητας έργου ή δραστηριότητας η “κοινωνική συνοχή”, όταν αυτή δεν εμφανίζεται ως επιστέγασμα υγιούς και νηφάλιας διαβούλευσης, δηλαδή ανταλλαγής περιβαλλοντικής πληροφορίας και έκφρασης γνήσιου προβληματισμού, συγκλίσεων και διαφωνιών, αλλά προκύπτει από την επιβολή των επιλογών τμημάτων της κοινωνίας, ακόµη και όταν αυτή εκφράζεται από τοπικούς θεσμούς και φορείς, αφού αυτό θα µετέθετε, παρὰ το νόμο, την αποφασιστική αρμοδιότητα στους γνωμοδοτούντες και διαβουλευόμενους φορείς. Κατά συνέπεια, δεν επιτρέπεται στα αρμόδια για την περιβαλλοντική αδειοδότηση κρατικά όργανα να αρκούνται στη διαπίστωση της ελλείψεως “Κοινωνικής συνοχής” υπὀ την έννοια αυτή, και, απεκδυόµενα, κατ’ ουσίαν, των αποφασιστικὠν τους αρμοδιοτήτων, να απορρίπτουν αιτήματα περιβαλλοντικής αδειοδότησης χωρίς να εξετάζουν αν συντρέχουν οι σχετικές νόμιμες προϋποθέσεις.
Υπό τα δεδοµένα αυτά, ούτε το δεύτερο αιτιολογικὸ έρεισμα της προσβαλλόμενης πράξης είναι νόμιμο. Εξάλλου, και σε κάθε περίπτωση, δεν επρόκειτο για μεταλλευτική εκμετάλλευση, αλλά για μεταλλευτική έρευνα, συμβαλλόμενη τόσο από τη μεταλλευτική νομοθεσία, όσο και από την εν ισχύ σύμβαση της αιτούσης με το Δημόσιο, η οποία δεν προκύπτει ότι έχει καταγγελθεί εκ μέρους του. Ούτε το στοιχείο αυτό, όμως, συνεκτιμήθηκε.
Πρόεδρος: Αθ. Ράντος
Εισηγητής: Μ. Γκορτζολίδου
Το πλήρες κείμενο της απόφασης θα αναρτηθεί αμέσως μετά την καθαρογραφή του από το Δικαστήριο.