ΣτΕ 3982/2010 [Νόμιμη απόφαση για κατεδάφιση-απομάκρυνση αυθαίρετης καντίνας σε δασική έκταση]
Περίληψη
-Η απόφαση κατεδάφισης-απομάκρυνσης αιτιολογείται νομίμως, διότι από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτει ο δασικός χαρακτήρας της επίδικης έκτασης και η ανέγερση των επίμαχων κατασκευών χωρίς νόμιμη άδεια.
-Αλυσιτελώς προβάλλεται ότι η κατεδάφιση της καντίνας θα δημιουργήσει οικονομικό πρόβλημα στην εφεσίβλητη, ότι η κόρη της έχει προβλήματα υγείας, ότι η κατασκευή έχει κριθεί κατάλληλη από υγειονομικής απόψεως, ότι έχει εκδοθεί άδεια λιανικής πώλησης ορισμένων προϊόντων για τη συγκεκριμένη καντίνα, ότι η πολεοδομική αρχή έχει πραγματοποιήσει αυτοψία για τη διαπίστωση τυχόν πολεοδομικών παραβάσεων και ότι η εφεσίβλητη υπάγεται σε φορολογία, καταβάλλει δημοτικά τέλη και υπάγεται σε ασφάλιση για τη δραστηριότητα που ασκεί στην καντίνα. Όλα τα στοιχεία αυτά δεν ασκούν καμμία επιρροή στη νομιμότητα της απόφασης απομάκρυνσης της επίδικης καντίνας.
Πρόεδρος: Π. Ν. Φλώρος
Εισηγητής: Θ. Αραβάνης
Δικηγόροι: Π. Αθανασούλη
Βασικές σκέψεις
- Επειδή, με την κρινόμενη έφεση, για την άσκηση της οποίας δεν απαιτείται η καταβολή παραβόλου, ζητείται η εξαφάνιση της αποφάσεως 1109/2002 της Προέδρου του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία έγινε δεκτή αίτηση ακυρώσεως της εφεσίβλητου και ακυρώθηκε η απόφαση 2677/5.11.2001 του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας Αττικής. Με την πράξη αυτή αποφασίσθηκε η κατεδάφιση-απομάκρυνση αυθαίρετης καντίνας, που φέρεται ότι τοποθέτησε η εφεσίβλητη σε δασική έκταση, στη θέση «Κ.-Ο.» Κ. της περιφέρειας του Δήμου Μ. Αττικής.
- Επειδή, κατά την παρ. 1 του άρθρου 71 του ν. 998/1979 (Α’ 289), όπως η παραγρ. αυτή αντικαταστάθηκε με την παραγρ. 1 του άρθρου 46 του ν. 2145/1993 (Α’ 88), «Εργολάβοι, υπεργολάβοι, κατασκευαστές, οι εντολείς τους και κάθε τρίτος που επιχειρεί, άνευ δικαιώματος ή καθ’ υπέρβαση των υπό του παρόντος νόμου προβλεπομένων εξαιρέσεων, την ανέγερση οποιουδήποτε κτίσματος ή κατασκευάσματος, οριστικής ή προσωρινής μορφής ή πραγματοποιεί οποιασδήποτε φύσεως εγκατάσταση, εντός δάσους ή δασικής εκτάσεως, δημόσιας ή ιδιωτικής, τιμωρούνται με φυλάκιση […] και με χρηματική ποινή […]», ενώ, κατά την παρ. 2 του αυτού άρθρου 71 του ν. 998/1979, «[…] Η δασική αρχή διατάσσει και, εν αρνήσει του υπόχρεου, εκτελεί άνευ ετέρας διατυπώσεως την κατεδάφισιν των κτισμάτων». Εξ άλλου, στη μεν παρ. 1 του άρθρου 114 του ν. 1892/1990 (Α’ 101) ορίζεται ότι, «Απαγορεύεται η ανέγερση οικοδομών, κτισμάτων και πάσης φύσεως εγκαταστάσεων εντός δημόσιων ή ιδιωτικών δασών ή δασικών ή αναδασωτέων εκτάσεων, που καταστράφηκαν ή καταστρέφονται από πυρκαϊά […]», στη δε παρ. 2 του αυτού άρθρου, όπως η διάταξη αυτή τροποποιήθηκε με το άρθρο 9 παρ. 5 του ν. 2880/2001 (Α’9), ορίζεται ότι, «Ανεγερθείσες ή ανεγειρόμενες οικοδομές, κτίσματα και πάσης φύσεως εγκαταστάσεις, στις ανωτέρω εκτάσεις, κατεδαφίζονται υποχρεωτικά κατόπιν αποφάσεως του οικείου Γενικού Γραμματέα της Περιφέρειας με τεχνική υποστήριξη που διατίθεται και από τεχνική υπηρεσία νομαρχιακής αυτοδιοίκησης της οικείας Περιφέρειας, ύστερα από αίτημα του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας και με τη συνδρομή της αρμόδιας δασικής υπηρεσίας». Τέλος, σύμφωνα με την παρ. 3 του ως άνω άρθρου 114 του ν. 1892/1990, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή της με την παρ. 1 του άρθρου 45 του ν. 2145/1993, «Η απόφαση περί κατεδαφίσεως εκδίδεται μετά από κλήτευση προ δύο (2) τουλάχιστον εργάσιμων ημερών, του φερόμενου ως κυρίου ή νομέα ή κατόχου ή του εργολάβου της οικοδομής, του κτίσματος ή της εγκαταστάσεως. Η κλήτευση αυτή ενεργείται κατά τις διατάξεις του Κώδικα Φορολογικής Δικονομίας. Αν τα παραπάνω πρόσωπα είναι άγνωστα ή άγνωστης διαμονής, η κλήση τοιχοκολλάται στην είσοδο του κτίσματος. Κατά της αποφάσεως του νομάρχη περί κατεδαφίσεως επιτρέπεται προσφυγή ενώπιον του προέδρου του διοικητικού πρωτοδικείου της τοποθεσίας του ακινήτου, εντός πέντε (5) ημερών από την κοινοποίηση της στον προσφεύγοντα ή από την τοιχοκόλλησή της στο κτίσμα …», ενώ, κατά την παρ. 6 του αυτού άρθρου, «Οι προηγούμενες παράγραφοι 2 έως και 5 εφαρμόζονται αναλόγως και για τις περιπτώσεις κατεδάφισης κτιρίων ή εγκαταστάσεων, που προβλέπονται στην παρ. 2 του άρθρου 71 του ν. 998/1979». Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, προϋπόθεση για τη νομιμότητα της διαταγής κατεδαφίσεως αυθαίρετου κτίσματος ή κατασκευής είναι η διαπίστωση ότι το κτίσμα ή η κατασκευή στερούνται της απαιτούμενης κατά νόμο άδειας για την ανέγερση, κατασκευή ή τοποθέτησή τους και ότι ανεγέρθηκαν, κατασκευάσθηκαν ή τοποθετήθηκαν εντός δάσους ή δασικής ή αναδασωτέας εκτάσεως. Η σχετική κρίση της Διοικήσεως πρέπει, εν όψει των συνεπειών της. να είναι πλήρως αιτιολογημένη, η αιτιολογία δε αυτή μπορεί να προκύπτει και από τα στοιχεία του φακέλου (βλ. ΣΕ 678/06, 3633/03 κ.ά.). Περαιτέρω, η κατά το άρθρο 114 παρ. 3 του ν. 1892/1990 κλήτευση του φερομένου ως κυρίου, νομέα ή κατόχου της αυθαίρετης κατασκευής εντός δάσους, δασικής ή αναδασωτέας εκτάσεως πριν την έκδοση της αποφάσεως περί κατεδαφίσεώς της, σκοπεί να του παράσχει τη δυνατότητα να εκθέσει τις απόψεις του επί του θέματος και αποτελεί ουσιώδη τύπο της οικείας διαδικασίας, η μη τήρηση ή η πλημμελής τήρηση του οποίου συνεπάγεται ακυρότητα της ως άνω αποφάσεως. Εφ’ όσον δε η τήρηση του ουσιώδους αυτού τύπου προβλέπεται ευθέως από το νόμο, παρέλκει η κλήτευση προς παροχή εξηγήσεων κατά το άρθρο 20 παρ. 2 του Συντάγματος (βλ. ΣΕ 655/05, 80/04 κ.ά.)
- Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το από 18.6.2001 «Πρακτικό διαπίστωσης δημιουργίας παράνομης και αυθαίρετης κατασκευής εντός δάσους-δασικής έκτασης», σε αυτοψία που διενεργήθηκε αυθημερόν από δασικό υπάλληλο σε έκταση εμβαδού 250 τ.μ. στη θέση «Κόκκινη -Οινόη» της περιφέρειας του Δήμου Μαραθώνα, διαπιστώθηκε ότι η εκκαλούσα, από το θέρος του έτους” 2000 μέχρι το πρώτο τρίμηνο του έτους 2001, διαμόρφωσε και επεξέτεινε πλάτωμα του επαρχιακού δρόμου Μαραθώνα – Καλεντζίου ρίχνοντας μπάζα με φορτηγά οχήματα στο κατάντη πρανές του δρόμου, στη συνέχεια δε φύτεψε εκεί οπωροφόρα δένδρα και τοποθέτησε παράνομα και χωρίς άδεια της δασικής αρχής καντίνα διαστάσεων 2,5 Χ 5,5 μ. Η έκταση, σύμφωνα με την από 21.6.2001 έκθεση αυτοψίας-φωτοερμηνείας δασικών υπαλλήλων, είχε πριν την επέμβαση έδαφος ημιβραχώδες ως πρανές, με κλίση 20% και νοτιοδυτικό προσανατολισμό, καλυπτόταν δε από θάμνους αειφύλλων – πλατύφυλλων και, στη συνέχεια αποτέλεσε πλάτωμα του ως άνω επαρχιακού δρόμου. Σύμφωνα με την ίδια έκθεση αυτοψίας, η έκταση συνορεύει προς βορρά με την επαρχιακή οδό υπ΄ αριθμ. 83 Μαραθώνα – Καλεντζίου, προς ανατολάς με πλάτωμα (πρανές) του επαρχιακού δρόμου, προς δυσμάς ομοίως με πλάτωμα του επαρχιακής οδού, όπου έχουν φυτευθεί δασικά δένδρα από το Δήμο Μαραθώνα, και προς νότο με βραχώδη έκταση και πρανές με αραιή δασική βλάστηση. Όπως, εξάλλου, προκύπτει από την αυτή έκθεση αυτοψίας-φωτοερμηνείας, η έκταση καλυπτόταν από δασική βλάστηση θάμνων αείφυλλων – πλατύφυλλων σε ποσοστό 40 – 50% κατά τα έτη 1938 και 1945, σε ποσοστό 30 – 40% τα έτη 1962, οπότε διακρίνεται στο βόρειο άκρο της εκτάσεως δρόμος, και 1978, ενώ το έτος 1987 το ποσοστό δασικής βλαστήσεως ανέρχεται σε 60 – 70% και ο προς βορράν δρόμος έχει διαπλατυνθεί και σχεδόν εφάπτεται της έκταση. Τέλος, σύμφωνα με την ίδια έκθεση, η επίμαχη έκταση καταγράφηκε ως δασική έκταση κατά την κτηματογράφηση της περιοχής Μαραθώνα (φ/χ 115938/47/4147). Με το έγγραφο 4054/25.6.2001 του Δασάρχη Καπανδριτίου η εφεσίβλητος εκλήθη να απομακρύνει την αυθαίρετη καντίνα, επειδή δε δεν συμμορφώθηκε, εκδόθηκε αφ’ ενός μεν η απόφαση 2514/16.7.2001 του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας Αττικής (Δ’ 726), με την οποία η επίδικη έκταση κηρύχθηκε αναδασωτέα και κατά της οποίας αίτηση ακυρώσεως της εφεσίβλητου απερρίφθη με την απόφαση 4323/2005 του Δικαστηρίου, αφ’ ετέρου δε, κατόπιν σχετικής προτάσεως του Δασαρχείου Καπανδριτίου (υπ’ αριθ. 4602/9.7.2005), εκδόθηκε η προσβληθείσα ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου απόφαση 2677/5.11.2001 του Γ.Γ.Π., με την οποία διετάχθη η κατεδάφιση-απομάκρυνση της αυθαίρετης καντίνας. Αίτηση ακυρώσεως της εφεσίβλητου κατά της τελευταίας αποφάσεως έγινε δεκτή με την εκκαλούμενη απόφαση, με τη σκέψη ότι από τα στοιχεία του φακέλου δεν προκύπτει με βεβαιότητα ότι ολόκληρη η έκταση, εντός της οποίας έχει τοποθετηθεί η λυόμενη κατασκευή, έχει δασικό χαρακτήρα. Με τα ανωτέρω δεδομένα, όμως, η προσβληθείσα απόφαση του Γ.Γ.Π. αιτιολογείται νομίμως και επαρκώς, διότι από τα στοιχεία του φακέλου που προαναφέρθηκαν προκύπτει ο δασικός χαρακτήρας της επίδικης εκτάσεως και η ανέγερση των επίμαχων κατασκευών χωρίς νόμιμη άδεια (βλ. και προαναφερθείσα ΣΕ 4323/05). Επομένως, η εκκαλούμενη δεν αιτιολογείται νομίμως, αβασίμως δε η εφεσίβλητος ισχυρίζεται τα αντίθετα με το από 6.12.2004 υπόμνημα της επί της εφέσεως του Δημοσίου. Περαιτέρω αλυσιτελώς προβάλλεται με το ίδιο υπόμνημα ότι η τυχόν κατεδάφιση της καντίνας θα δημιουργήσει οικονομικό πρόβλημα στην εφεσίβλητο, ότι η κόρη της έχει προβλήματα υγείας, ότι η κατασκευή έχει κριθεί κατάλληλη από υγειονομικής απόψεως, ότι έχει εκδοθεί άδεια λιανικής πώλησης ορισμένων προϊόντων για τη συγκεκριμένη καντίνα (βλ. 4165/4.9.1998 προσωρινή άδεια λιανικής πώλησης καπνό βιομηχανικών προϊόντων της Ν.Α. Ανατολικής Αττικής), ότι η πολεοδομική αρχή έχει πραγματοποιήσει αυτοψία για τη διαπίστωση τυχόν πολεοδομικών παραβάσεων (βλ. 6873/1697/11.5.2000 έγγραφο της Δ/νσης ΧΩ.ΠΟ.ΠΕ. της Ν. Α. Ανατολικής Αττικής προς την εκκαλούσα, το οποίο διαλαμβάνει απλώς ότι «το λυόμενο είναι τοποθετημένο πάνω σε βάση») και ότι η εφεσίβλητος υπάγεται σε φορολογία, καταβάλλει δημοτικά τέλη και υπάγεται σε ασφάλιση για τη δραστηριότητα που ασκεί στην καντίνα, δεδομένου ότι τα στοιχεία αυτά δεν ασκούν επιρροή στη νομιμότητα της προσβληθείσας πράξεως. Συνεπώς, για τον λόγο αυτό, που προβάλλεται βασίμως, η εκκαλουμένη πρέπει να εξαφανισθεί, ακολούθως δε πρέπει να εκδικασθεί η αίτηση ακυρώσεως, κατ’ άρθρο 64 του π.δ. 18/1989 (Α’ 8).
- Επειδή, η διαδικασία της κλητεύσεως του κυρίου ή νομέως ή κατόχου αυθαίρετου κτίσματος εντός δασικής εκτάσεως ρυθμίζεται ειδικώς από την διάταξη του άρθρου 114 παρ. 3 του ν. 1892/1990, όπως ισχύει, η οποία πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 20 παρ. 2 του Συντάγματος και του άρθρου 6 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας [ν. 2690/1999 (Α’ 45), ΣΕ 179/07]. Βάσει της διατάξεως αυτής κοινοποιήθηκε στην αιτούσα, κατά τα ανωτέρω, η υπ΄αριθμ. 4054/25.6.2001 πρόσκληση του Δασάρχη Καπανδριτίου για την απομάκρυνση της αυθαίρετης καντίνας. Συνεπώς, ο λόγος κατά τον οποίο η αιτούσα ουδόλως κλητεύθηκε προς παροχή εξηγήσεων είναι απορριπτέος ως ερειδόμενος επί ανακριβούς προϋποθέσεως, ενώ ο λόγος ότι δεν εκλήθη σε ακρόαση κατά το άρθρο 20 παραγρ. 2 του Συντάγματος και το άρθρο 6 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας είναι απορριπτέος ως αβάσιμος (ΣΕ 179/07, 3265/05, 2076/04 κ.ά.).
- Επειδή, όπως προαναφέρθηκε, η προσβαλλόμενη πράξη αιτιολογείται νομίμως και επαρκώς ως προς το είδος και την πυκνότητα της δασικής βλαστήσεως της επίμαχης εκτάσεως, η οποία περιγράφεται σαφώς κατά τη θέση και τα όρια της, καθώς και ως προς την τοποθέτηση αυθαίρετης κατασκευής, και επομένως οι λόγοι με τους οποίους προβάλλονται τα αντίθετα είναι απορριπτέοι. Ειδικότερα, αβασίμως προβάλλεται ότι η έκταση εμφανίζεται ως αγροτική σε συμβόλαιο μεταβιβάσεως, διότι ο χαρακτηρισμός εκτάσεως ως αγροτικής σε ιδιωτικά έγγραφα δεν ασκεί επιρροή στη νομιμότητα της πράξεως κατεδαφίσεως (ΣΕ 2064/04 κ.ά.). Ο λόγος κατά τον οποίο το πλάτωμα, στο οποίο τοποθετήθηκε η καντίνα, δεν δημιουργήθηκε από την αιτούσα αλλά κατά την κατασκευή του δρόμου, ανεξαρτήτως αν προβάλλεται λυσιτελώς, είναι απορριπτέος προεχόντως ως αναπόδεικτος. Επίσης, αβασίμως προβάλλεται ότι η καντίνα δεν αποτελεί κτίσμα κατά ΓΟΚ και ότι ως εκ τούτου δεν εμπίπτει στις κρίσιμες διατάξεις, διότι οι εφαρμοστέες διατάξεις, που είναι ειδικές, απαγορεύουν την ανέγερση οποιουδήποτε κτίσματος ή κατασκευάσματος, οριστικής ή προσωρινής μορφής, εντός δάσους ή δασικής εκτάσεως, χωρίς να παραπέμπουν στις διατάξεις περί κτισμάτων του ΓΟΚ.. Περαιτέρω, όπως ήδη εκτέθηκε, αλυσιτελώς προβάλλεται ότι η αιτούσα είχε εφοδιασθεί με άδεια λειτουργίας καντίνας και ότι για τη δραστηριότητα της κατέβαλλε φόρους και τέλη, διότι τα στοιχεία αυτά δεν ασκούν επιρροή στη νομιμότητα της προσβαλλομένης. Τέλος, οι λόγοι οι οποίοι στρέφονται κατά της αποφάσεως 2514/16.7.2001 του Γ.Γ.Π. περί αναδασώσεως και κατά του εγγράφου 5544/3.10.2001 του Δασάρχη Καπανδριτίου, με το οποίο κοινοποιήθηκε στην αιτούσα η πράξη αναδασώσεως, είναι απορριπτέοι ως απαράδεκτοι, διότι κατά των πράξεων αυτών, το κύρος των οποίων δεν ελέγχεται παρεμπιπτόντως, ασκήθηκε ήδη αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του Δικαστηρίου, η οποία απερρίφθη κατά τα ήδη εκτεθέντα.
- Επειδή, επομένως, πρέπει να γίνει δεκτή η έφεση του Δημοσίου, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη και να απορριφθεί η αίτηση ακυρώσεως.