ΣτΕ 4472/2015 [Μη έγκριση από το ΥΠΠΟ της ανέγερσης νέου ναού πλησίον του υπάρχοντος Ι.Ν Αγίας Φιλοθέης]
Περίληψη
-Η προσβαλλόμενη απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού εκδόθηκε μετά τη σύμφωνη γνώμη του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου, από τα πρακτικά της συνεδρίασης του οποίου προκύπτει, από τα ανωτέρω, ότι ελήφθησαν υπόψη τόσο ο προσκυνηματικός χαρακτήρας του υφιστάμενου ναού, όσο και τα χαρακτηριστικά εμβαδού και ύψους του νέου, προς ανέγερση ενοριακού ναού, καθώς και η αρμονία του σε σχέση με το περιβάλλον της περιοχής, ενώ, περαιτέρω αμφισβήτηση της ουσιαστικής κρίσης της Διοίκησης εκφεύγει του ακυρωτικού ελέγχου.
-Ο καθορισμός, από το νόμο, του χώρου που περιβάλλει τον υφιστάμενο ναό ως κοινόχρηστου, ο οποίος αποσκοπεί στην προστασία του κηρυγμένου μνημείου, καθώς και η 118/1993 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, με την οποία κρίθηκε ότι ολόκληρος ο χώρος, ο οποίος αποτελεί το Ο.Τ.47 του Δήμου Φιλοθέης, έχει εν τοις πράγμασι το χαρακτήρα κοινόχρηστου πρασίνου (άλσους), νομίμως, εν προκειμένω, ελήφθησαν υπόψη από τον Υπουργό Πολιτισμού. Επομένως, ο σχετικός λόγος ακυρώσεως, ανεξαρτήτως του αν προβάλλεται λυσιτελώς, διότι η εξέταση του επίδικου ζητήματος βάσει της νομοθεσίας της προστασίας της πολιτιστικής κληρονομιάς, παρέχει νόμιμο και επαρκές έρεισμα στην προσβαλλόμενη πράξη, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
Πρόεδρος: Αγγ. Θεοφιλοπούλου
Εισηγητής: Μ. Γκορτζολίδου
Δικηγόροι: Σπ. Βλαχόπουλος, Ευθ. Γκαράνη, Φ. Χατζηφώτης, Βασ. Παπαδημητρίου
Βασικές Σκέψεις
2. Επειδή, με την υπό κρίση αίτηση ζητείται η ακύρωση της ΥΠΠΟ/ΓΔΑΠΚ/Β1/ Φ26/ 40584/ 1712/21.4.2008 απόφασης του Υπουργού Πολιτισμού, με την οποία δεν εγκρίθηκε από την άποψη του αρχαιολογικού νόμου το αίτημα του εκκλησιαστικού Συμβουλίου του Ιερού Ναού της Αγίας Φιλοθέης Αττικής για την ανέγερση νέου ναού πλησίον του υπάρχοντος ναού στο Δήμο Φιλοθέης.
3. Επειδή, το αιτούν ν.π.δ.δ. «Ιερός ναός Αγίας Φιλοθέης» με έννομο συμφέρον ασκεί την υπό κρίση αίτηση κατά πράξεως που εκδόθηκε κατόπιν αιτήσεώς του και η οποία αφορά τη λειτουργία
του.
4. Επειδή, ο Δήμος Φιλοθέης Αττικής (νυν δημοτική κοινότητα Φιλοθέης του δήμου Φιλοθέης- Ψυχικού – βλ. άρθρο 1 παρ. 2 περ.5.1 Α.7 του ν. 3852/2010 ΦΕΚ Α΄ 87), στην περιφέρεια του
οποίου βρίσκεται η επίμαχη έκταση και ο Ι. Ναός Αγίας Φιλοθέης, με έννομο συμφέρον ασκεί παρέμβαση υπέρ του κύρους της προσβαλλόμενης πράξης. Ομοίως, με έννομο συμφέρον ασκείται παρέμβαση και από το σωματείο «Σύλλογος Προστασίας Περιβάλλοντος Φιλοθέης», το οποίο, άλλωστε, είχε συμμετάσχει στην προηγηθείσα της εκδόσεως της προσβαλλομένης διοικητική διαδικασία με υποβολή υπομνημάτων.
5. Επειδή, η προσβαλλόμενη απόφαση, ήτοι η άρνηση έγκρισης μελέτης και χορήγησης αδείας για την επέμβαση στον περιβάλλοντα χώρο διατηρητέου μνημείου, έχουσα ατομικό χαρακτήρα, εκδόθηκε στις 21.4.2008, η δε κρινόμενη αίτηση ασκήθηκε στις 1.7.2008. Δεδομένου δε ότι δεν προκύπτει κοινοποίησή της στον αιτούντα Ι.Ν. ή γνώση μετά βεβαιότητας του περιεχομένου της σε χρόνο καθιστώντα την αίτηση εκπρόθεσμη, η αίτηση ασκείται εμπροθέσμως (ΣτΕ 2540/2005 σκ.
6, 575/2012 σκ. 6).
6. Επειδή, στο άρθρο 24 του Συντάγματος ορίζονται τα εξής: «1. Η προστασία του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος αποτελεί υποχρέωση του Κράτους και δικαίωμα του καθενός. Για τη διαφύλαξή του το Κράτος έχει υποχρέωση να παίρνει ιδιαίτερα προληπτικά ή κατασταλτικά μέτρα στο πλαίσιο της αρχής της αειφορίας… 6. Τα μνημεία, οι παραδοσιακές περιοχές και τα παραδοσιακά στοιχεία προστατεύονται από το Κράτος…». Με τις διατάξεις αυτές του Συντάγματος καθιερώνεται ειδικώς αυξημένη προστασία του πολιτιστικού περιβάλλοντος, δηλαδή των μνημείων και λοιπών πολιτιστικών αγαθών που προέρχονται από την ανθρώπινη δραστηριότητα και συνθέτουν λόγω της ιστορικής, καλλιτεχνικής ή επιστημονικής σημασίας τους την εν γένει
πολιτιστική κληρονομιά της Χώρας. Η προστασία αυτή περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τη διατήρηση των εν λόγω πολιτιστικών στοιχείων στο διηνεκές. Επομένως, κάθε επέμβαση πλησίον μνημείου πρέπει, κατ’ αρχήν, να αποβλέπει στην προστασία και ανάδειξη αυτού, να ενεργείται δε ενόψει των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών και του είδους του μνημείου και επί τη βάσει των δεδομένων της επιστήμης, απαγορευμένων επεμβάσεων και χρήσεων μη συμβατών προς την κατά προορισμό
χρήση του μνημείου (Σ.τ.Ε. 828/2009 σκ. 4, 2540/2005 σκ. 7). Εξάλλου, η προστασία του πολιτιστικού περιβάλλοντος οργανώνεται και εξειδικεύεται με τις διατάξεις του ν. 3028/2002 «Για την προστασία των Αρχαιοτήτων και εν γένει της Πολιτιστικής Κληρονομιάς» (ΦΕΚ 153 Α΄), με τις οποίες ορίζονται, μεταξύ άλλων, οι προϋποθέσεις επεμβάσεως σε ακίνητο μνημείο και στο περιβάλλον του. Στο άρθρο 2, β, γγ του νόμου αυτού ορίζεται ότι στα ακίνητα μνημεία συμπεριλαμβάνεται το άμεσο περιβάλλον τους, ενώ στο άρθρο 10 αυτού υπό τον τίτλο “Ενέργειες σε ακίνητα μνημεία και στο περιβάλλον τους” ορίζονται ειδικότερα τα ακόλουθα: «1. Απαγορεύεται κάθε ενέργεια σε ακίνητο μνημείο η οποία είναι δυνατόν να επιφέρει με άμεσο ή έμμεσο τρόπο καταστροφή, βλάβη, ρύπανση ή αλλοίωση της μορφής του… 3. Η … οικοδομική δραστηριότητα πλησίον αρχαίου επιτρέπεται μόνο μετά από έγκριση του Υπουργού Πολιτισμού, η οποία εκδίδεται ύστερα από γνώμη του Συμβουλίου. Η έγκριση χορηγείται εάν η απόσταση από ακίνητο μνημείο ή
η σχέση με αυτό είναι τέτοια ώστε να μην κινδυνεύει να επέλθει άμεση ή έμμεση βλάβη αυτού λόγω του χαρακτήρα του έργου ή της επιχείρησης ή της εργασίας. 4. Για κάθε εργασία, επέμβαση
ή αλλαγή χρήσης σε ακίνητα μνημεία, ακόμη και αν δεν επέρχεται κάποια από τις συνέπειες της παραγράφου 1 σε αυτά, απαιτείται έγκριση που χορηγείται με απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού
ύστερα από γνώμη του Συμβουλίου…». Εξάλλου, στο άρθρο 73 παρ. 10 του ίδιου νόμου προβλέπεται ότι: «Πολιτιστικά αγαθά που έχουν χαρακτηρισθεί ως προστατευόμενα σύμφωνα με
τις διατάξεις της προϊσχύουσας νομοθεσίας προστατεύονται στο εξής κατά τις διατάξεις του παρόντος νόμου. Πολιτιστικά αγαθά που έχουν ήδη χαρακτηρισθεί κατά κατηγορίες χαρακτηρίζονται εκ νέου σύμφωνα με τη διαδικασία και υπό τις προϋποθέσεις του παρόντος νόμου. Έως τότε προστατεύονται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου που εφαρμόζονται αναλόγως». Επειδή, κατά την έννοια των παραπάνω διατάξεων, οι οποίες
ερμηνεύονται ενόψει και της αυξημένης προστασίας του πολιτιστικού περιβάλλοντος που εισάγεται με το άρθρο 24 του Συντάγματος, επιβάλλεται στη Διοίκηση η λήψη κάθε μέτρου το οποίο κρίνεται αρμοδίως ως πρόσφορο για την προστασία των αρχαίων και νεώτερων μνημείων. Η προστασία αυτή συνίσταται, κατ’ αρχήν, στη διατήρηση στο διηνεκές αναλλοίωτων των ανωτέρω στοιχείων του πολιτιστικού περιβάλλοντος και του αναγκαίου για την ανάδειξή τους σε ιστορική, αισθητική και
λειτουργική ενότητα περιβάλλοντος χώρου, συνεπάγεται δε δυνατότητα επιβολής των απαιτούμενων για το σκοπό αυτό μέτρων και περιορισμών της ιδιοκτησίας. Περαιτέρω, από το
συνδυασμό των ίδιων διατάξεων προκύπτει ότι ο Υπουργός Πολιτισμού μπορεί με πράξη του να επιβάλει περιορισμούς δομήσεως ή και να απαγορεύει ακόμη τη δόμηση ακινήτου το οποίο μπορεί να βλάψει αισθητικώς και υλικώς παρακείμενο καλλιτεχνικό ή ιστορικό μνημείο ή οικοδόμημα που έχει υπαχθεί στην προστασία των διατάξεων αυτών (πρβλ. ΣτΕ 5206/1996, 4822/1998, 3224/2006 σκ. 5, 2231/2006 7μ σκ. 8, 903/2005 σκ. 5). Οι πιο πάνω διατάξεις εκκινούν από τη διάκριση σε επεμβάσεις επί και πλησίον ακινήτου μνημείου. Για τις επεμβάσεις πλησίον μνημείου ισχύει ο κανόνας του επιτρεπτού τους μόνο κατόπιν εγκρίσεως του Υπουργού Πολιτισμού, ειδικά δε για τις οικοδομικές εργασίες η έγκριση του Υπουργού Πολιτισμού χορηγείται εάν η απόσταση από το μνημείο – στην έννοια του οποίου συμπεριλαμβάνεται πλέον ρητώς και το άμεσο περιβάλλον του –
ή η σχέση με αυτό είναι τέτοια ώστε να μην κινδυνεύει να επέλθει άμεση ή έμμεση βλάβη σε αυτό. Από τα ανωτέρω παρέπεται ότι ο Υπουργός Πολιτισμού προκειμένου να χορηγήσει την έγκριση (άδεια) εκτελέσεως έργου πλησίον μνημείου αξιολογεί τα χαρακτηριστικά του έργου και εκτιμά τις άμεσες και έμμεσες επιπτώσεις που θα έχει η εκτέλεση του έργου σε αυτό. Η αιτιολογία της χορηγουμένης εγκρίσεως (αδείας) ελέγχεται συνεπώς ως προς τα ζητήματα αυτά, πρέπει δε, για να είναι πλήρης, να περιέχει: α) περιγραφή των προστατευτέων μνημείων, β) περιγραφή του προς
εκτέλεση έργου και γ) τεκμηριωμένη εκτίμηση των επιπτώσεων του έργου επί των μνημείων (575/2012, 3224/2006 σκ. 5, 4541/2009 σκ. 15 πρβλ. Σ.τ.Ε. Ολ. 3454/2004, Ολομ. 676/2005 σκ. 11). Τέλος, κατά την έκδοση των ειδικών πράξεων των αρμόδιων οργάνων, με τις οποίες εγκρίνεται η εκτέλεση έργων ή εργασιών πλησίον μνημείου κατ’ εφαρμογή της νομοθεσίας για την
προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς, πρέπει, ενόψει και του ενιαίου της Διοικήσεως, να εξετάζεται αν οι προτεινόμενες εργασίες είναι καταρχήν επιτρεπτές βάσει των ισχυουσών
πολεοδομικών ρυθμίσεων, μεταξύ των οποίων και οι αναφερόμενες στην επιτρεπόμενη, κατά νόμον, χρήση του ακινήτου (πρβλ. ΣτΕ 669/2010).
7. Επειδή, από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτουν τα εξής: η επίμαχη έκταση, στο λόφο Φιλοθέης που ορίζεται από τις οδούς Μάλεμε, Μακεδονίας, Αγ. Φιλοθέης και Βορείου Ηπείρου, συνολικού εμβαδού 16.000 τ.μ., εντάχθηκε στο ρυμοτομικό σχέδιο με το από 25.5.1907 β.δ/γμα “Περί εγκρίσεως διαγράμματος ρυμοτομίας του κατά θέσιν Καλογρέζα του Δήμου Αθηναίων συνοικισμού Νέα Αλεξάνδρεια” (Α΄ 104), όπως αυτό τροποποιήθηκε με τα π.δ. της 28.4.1931 (Α΄ 124), της 21.9.1932 (Α΄ 349) και της 21.3.1934 (Α΄ 120), και χαρακτηρίσθηκε αρχικώς ως
οικοδομήσιμος χώρος. Εν συνεχεία, μετά την ανακάλυψη, το έτος 1934, της Κρύπτης της Αγίας Φιλοθέης μέσα στην επίδικη έκταση, τη μετονομασία της Κοινότητας Νέας Αλεξανδρείας σε Κοινότητα Φιλοθέης (βλ. 32901/6.5.1936 απόφαση του Υπουργού των Εσωτερικών – ΦΕΚ Β΄85) και την ανέγερση, το έτος 1937 μικρού προσκυνηματικού ναού της Αγίας Φιλοθέης, μέσα στην έκταση αυτή, με το β.δ/γμα της 18.7.1957 (Α΄113) τροποποιήθηκε το ρυμοτομικό σχέδιο της Κοινότητας Φιλοθέης Αττικής και η επίμαχη έκταση, αποτελούσα το οικοδομικό τετράγωνο 47, χαρακτηρίστηκε ως κοινόχρηστος χώρος και έτσι παρέμεινε έκτοτε. Ο προαναφερθείς Ι. Ναός απέκτησε τη σημερινή του μορφή με διαστάσεις 22,10 μ. x 8,00 μ., εμβαδόν 175 μ2 και ύψος 7,40 μ., μετά από επεκτάσεις που πραγματοποιήθηκαν κατά τη δεκαετία του 1950. Με την 1118/1993 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας κρίθηκε ότι ολόκληρος ο χαρακτηρισθείς ως κοινόχρηστος χώρος των 16.000 τ.μ. του λόφου, έχει το χαρακτήρα κοινοχρήστου πρασίνου (άλσους), το οποίο απολαμβάνει αδιαίρετης προστασίας κατ’ άρθρον 24 του Συντάγματος. Με την ΥΠΠΟ/ΑΡΧ/Β1/Φ26/ΚΗΡ/6259/21.2.2000 (ΦΕΚ Β΄ 312/10.3.2000), απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού χαρακτηρίστηκε “η Κρύπτη της Οσίας Φιλοθέης στο Δήμο Φιλοθέης Αττικής ως ιστορικό διατηρητέο μνημείο, με Ζώνη Προστασίας όλο το λόφο που ορίζεται από τις οδούς Μάλεμε, Μακεδονίας, Αγίας Φιλοθέης και Βορείου Ηπείρου, με το άλσος και το νεώτερο ναό της Αγίας Φιλοθέης, διότι αποτελούν ενιαίο σύνολο και συνδέονται αναπόσπαστα με την ανακάλυψη της Κρύπτης και τη διαχρονική λατρεία της Αγ. Φιλοθέης». Με το 64229/18.11.2003 έγγραφο της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών, κατατέθηκε στη Διεύθυνση Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών
Μνημείων (ΔΒΜΜ) του καθ’ ου Υπουργείου Πολιτισμού η 91/7.11.2003 αίτηση του Ι.Ν. Αγίας Φιλοθέης για την έγκριση ανέγερσης νέου ναού με σχετική προμελέτη, η οποία εκπονήθηκε από τον, ήδη αιτούντα, I. Ν. Αγ. Φιλοθέης. Με την αίτηση αυτή, ο αιτών Ι.Ναός προέβαλε ότι ο υφιστάμενος ναός, που είναι ο μοναδικός ενοριακός ναός του Δήμου Φιλοθέης, λόγω της μεγάλης
αύξησης του πληθυσμού, αδυνατεί να εξυπηρετήσει τις θρησκευτικές ανάγκες των ενοριτών, ότι πρόθεση είναι η ανέγερση ενός νέου ναού, χωρίς να κατεδαφιστεί ο παλιότερος, ο οποίος θα εφάπτεται στη νότια πλευρά του υπάρχοντος ναού και θα ευρίσκεται σε απόσταση από την Κρύπτη τόση που να μην επηρεάζει καθόλου το μνημείο της Κρύπτης, διότι μεσολαβεί ο παλαιός ναός, πλούσια δενδροφύτευση, καθώς και μια απόσταση 55 μέτρων και ότι η αναγκαία κοπή έντεκα δένδρων θα γίνει κατόπιν άδειας του Δασαρχείου. Με το 7346/11.3.2004 έγγραφο της η 1η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, λαμβάνοντας υπόψη αφενός τη μελέτη που προέβλεπε την κατασκευή νέου ναού σε επαφή με τη νότια πλευρά του παλαιού, με συνολικό εμβαδόν 507,30 τμ στο ισόγειο (κυρίως ναός 379 τμ και δύο στοές στα δυτικά και στα νότια) και 507,30 τμ στο υπόγειο (αποθήκες, λεβητοστάσιο, μηχανοστάσιο, χώρος κυλικείου, χώρος πολλαπλών χρήσεων, W.C., γραφεία, αίθουσες κατηχητικού) και μέγιστο ύψος 12,5 μ., για την οικοδόμηση του οποίου απαιτείτο η κοπή έντεκα πεύκων, αφετέρου την κήρυξη της Κρύπτης ως ιστορικού διατηρητέου μνημείου με ζώνη προστασίας όλο το λόφο, το άλσος και το ναό, και τέλος την προαφερόμενη 1118/1993 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, με την οποία, τελικώς, ακυρώθηκε
απόφαση του Νομάρχη Ανατολικής Αττικής περί τροποποίησης του ρυμοτομικού σχεδίου του Δήμου Φιλοθέης στο ως άνω Ο.Τ 47 και χαρακτηρισμού τμήματός του ως χώρου ανέγερσης ιερού ναού, όπου επισημαίνεται ο χαρακτηρισμός του Ο.Τ. 47 ως χώρου κοινοχρήστου πρασίνου με πλούσια δασική βλάστηση, καθώς και ότι το άλσος με τον υπάρχοντα ιερό ναό αποτελούν σύνολο ιδιαίτερου φυσικού κάλλους, γνωμοδότησε ότι δεν μπορεί να εξετάσει το ενδεχόμενο ανέγερσης οποιουδήποτε οικοδομήματος, εφόσον δεν συντρέχει μεταβολή του χαρακτήρα της εν λόγω περιοχής. Με το 1014/2.4.2004 έγγραφο προς την ΔΒΜΜ, η 1η ΕΒΑ συμπλήρωσε την ανωτέρω εισήγηση με την άποψη ότι δεν πρέπει να αλλοιωθεί ο κηρυγμένος περιβάλλων χώρος της Κρύπτης και του ναού της Οσίας Φιλοθέης με την ανέγερση νέου ναού, διότι με την καθαίρεση του προστώου στα νότια και την ανέγερση του νέου ναού, ο υπάρχων ναός θα χάσει την αυτονομία του στο χώρο και θα υποβαθμιστεί σε πρόσκτισμα του νέου ευμεγέθους ναού. Με την ΥΠΠΟ/ΓΔΑΠΚ/ΑΡΧ/Β1/ Φ26/27538/1615/29.9.2004 απορρίφθηκε το αίτημα της ανέγερσης νέου ναού πλησίον του Ι. Ν. Αγίας Φιλοθέης, κατά το άρθρο 3 παρ. 2 του ν. 3028/2002, καθώς «…σύμφωνα με το 3464/12.7.2004 έγγραφο του Δασαρχείου Πεντέλης καθώς και το 12220/1021 έγγραφο της Δ/νσης Πολεοδομίας, το άλσος της Φιλοθέης (Ο.Τ.47), που βρίσκεται στο λόφο που ορίζεται από τις οδούς Μάλεμε, Αγ. Φιλοθέης και Βορείου Ηπείρου, είναι κοινόχρηστος χώρος, και ως εκ τούτου το αίτημα ανέγερσης νέου ναού πλησίον του Ι.Ν. Αγίας Φιλοθέης δεν είναι δυνατόν να εξετασθεί κατά τις διατάξεις του Ν. 3028/2002». Κατά της ως άνω απορριπτικής απόφασης, το Εκκλησιαστικό Συμβούλιο του αιτούντος ναού, υπέβαλε την 95/12.11.2004 αίτηση θεραπείας. Με
την αίτηση επαναλαμβανόταν ότι με τη συγκεκριμένη αρχιτεκτονική λύση προκρίθηκε η ανέγερση ενός ναού σχετικά μικρών διαστάσεων, ότι η θέση του αύλειου χώρου που προτάθηκε για την ανέγερση του νέου ναού απείχε πολύ από την Κρύπτη και δεν είναι ορατή από αυτή λόγω της υψομετρικής διαφοράς μεταξύ Κρύπτης και Ναού και της μεσολάβησης υψηλόκορμων πεύκων και του υπάρχοντος ναού. Περαιτέρω, προέβαλε ότι το Υπουργείο απέρριψε το αίτημα χωρίς να υπεισέλθει στο θέμα της αρμοδιότητας του, ήτοι την προστασία του μνημείου, επικαλούμενο λόγους πολεοδομικού χαρακτήρα σε σχέση με τον επιλεγέντα χώρο, ο οποίος, κατά την άποψη του αιτούντος, ως αύλειος χώρος του ναού έχει διαμορφωθεί από μακρού χρόνου σε κοινωφελή χώρο, ενώ όφειλε να εξετάσει το ζήτημα από άποψη αρχαιολογικού νόμου και μόνο. Προσέθεσε ακόμα ότι με τη προταθείσα μελέτη θα κατεδαφιστεί το νότιο προστώο του υφιστάμενου Ιερού Ναού, όμως αυτό δεν έχει σχέση με την προστασία και την ανάδειξη της Κρύπτης που είναι από
την άλλη πλευρά του λόφου και επιπλέον τα προστώα αυτά ανεγέρθηκαν πολύ μεταγενέστερα από το κυρίως ναό για να καλύψουν τις ανάγκες των πιστών που παρέμεναν εκτός ιερού ναού, και δεν έχουν σχέση με τον αρχιτεκτονικό τύπο του κυρίως ναού. Με το από 28.2.2005 υπόμνημα προς το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο (ΚΑΣ), ο Σύλλογος Προστασίας Περιβάλλοντος Φιλοθέης ζήτησε τη μη εξέταση του θέματος κατ’ ουσίαν, επικαλούμενος αφενός το ιδιοκτησιακό καθεστώς του λόφου, που ως κοινόχρηστος χώρος ανήκει κατά κυριότητα στο Δήμο Φιλοθέης, αφετέρου το δεδικασμένο που απορρέει από την ΣτΕ 1118/1993, με την οποία κρίθηκε, κατά τους ισχυρισμούς του, ότι σε όλη την κοινόχρηστη έκταση του λόφου δεν επιτρέπεται καμία δόμηση. Ακολούθησε το με αριθμό κατάθεσης 397/29.3.2005 υπόμνημα του Δήμου Φιλοθέης, με το οποίο ζητήθηκε ομοίως από το Κ.Α.Σ. η απόρριψη του αιτήματος του Ι.Ν., κατ’ επίκληση του κοινόχρηστου χαρακτήρα του χώρου αυτού, του χαρακτήρα του ως άλσους εν τοις πράγμασι και της συνακόλουθης προστατευτικής δασικής νομοθεσίας, της απόφασης με την οποία κηρύχθηκε η Κρύπτη ως ιστορικό διατηρητέο μνημείο με ζώνη προστασίας που περιλαμβάνει όλο το λόφο, τον υφιστάμενο ναό και το άλσος ως ενιαίο σύνολο και τέλος της ΣτΕ 1118/1993 απόφασης. Από τα ανωτέρω, κατά το Δήμο Φιλοθέης προκύπτει ότι απαγορεύεται απολύτως κάθε οικοδομική επέμβαση είτε στο άλσος, είτε στο ναό. Ο αιτών Ι.Ν. με το από 18.4.2005 υπόμνημα του εκκλησιαστικού του Συμβουλίου προς το Κ.Α.Σ. αντέκρουσε τα ανωτέρω ισχυριζόμενος ότι το ιδιοκτησιακό ζήτημα του Ο.Τ. 47 δεν σχετίζεται με το ζήτημα, για το οποίο καλείται να γνωμοδοτήσει το Κ.Α.Σ, το οποίο μάλιστα οφείλει να εξετάσει τη συμβατότητα της επιδιωκόμενης λύσης σύμφωνα με τις διατάξεις για την προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς, ανεξαρτήτως της επίδρασης από την τυχόν χορήγηση της άδειας σε έννομες σχέσεις ή καταστάσεις ιδιωτικού δικαίου. Το Κ.Α.Σ με την 5/19.2.2008 γνωμοδότησή του, η οποία εκδόθηκε κατόπιν ακροάσεως όλων των ενδιαφερομένων και τοποθετήσεως των μελών του, τάχθηκε κατά της έγκρισης του αιτήματος του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου του Ιερού Ναού Αγίας Φιλοθέης Αττικής για ανέγερση νέου Ναού πλησίον του υπάρχοντος στο Δήμο Φιλοθέης, διότι «… πρόκειται για ένα σημαντικό μνημείο της ιστορίας της Αρχιεπισκοπής Αθηνών και του Δήμου Φιλοθέης και θα προκληθεί έμμεση βλάβη στο κηρυγμένο μνημείο που είναι η κρύπτη της Οσίας Φιλοθέης με ζώνη προστασίας όλο το λόφο, όσο και στον περιβάλλοντα χώρο πέριξ αυτού, διότι αποτελούν ενιαίο σύνολο και συνδέονται αναπόσπαστα με την αποκάλυψη της Κρύπτης και τη διαχρονική λατρεία της Αγίας Φιλοθέης». Ειδικότερα, κατά την επίμαχη συνεδρίαση, σύμφωνα με την εισήγηση της Προϊσταμένης της Διεύθυνσης Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Αρχαιοτήτων «… ο νέος ναός θα εφάπτεται στη νότια πλευρά του ήδη υπάρχοντος και θα είναι στον αρχιτεκτονικό τύπο του σταυροειδούς εγγεγραμμένου με τρούλο κτίσματος και με περίστρωση στη νότια και δυτική πλευρά, το ισόγειο θα έχει συνολικό εμβαδόν 507,30 τ.μ. και το ανώτερο ύψος του ναού φτάνει τα 12,5 μ. Προβλέπεται, επίσης, η κατασκευή υπογείου με εμβαδόν 507,5 τ.μ., όσο δηλαδή και το συνολικό εμβαδόν του ναού, όπου προτείνονται να στεγαστούν αποθήκες, λεβητοστάσιο, μηχανοστάσιο, χώροι κυλικείου, αίθουσα πολλαπλών χρήσεων, αίθουσα κατηχητικού, γραφείο κατηχητικού κλπ. “Στην εν λόγω εισήγηση τονίζεται ότι με την απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού περί κηρύξεως της Κρύπτης ως ιστορικού διατηρητέου μνημείου έχει καθοριστεί ως Ζώνη Προστασίας ολόκληρος ο λόφος που ορίζεται από τις οδούς Μάλεμε, Αγ. Φιλοθέης και Βορείου Ηπείρου, με το άλσος και το νεώτερο ναό της Αγίας Φιλοθέης και ότι επιπλέον, το άλσος προστατεύεται και από τις δασικές διατάξεις. Εν συνεχεία, η εισηγήτρια αναφέρει ότι κατά την ως άνω υπ’ αριθμ. 118/1993 απόφαση του Τμήματος Ε’ του Συμβουλίου της Επικρατείας, την οποία επικαλείται και το Δασαρχείο Πεντέλης, η απαγόρευση της δόμησης στην προκειμένη περίπτωση επιβάλλεται σε αρμονία και με τις διατάξεις του άρθρου 24 του Συντάγματος, διότι δεν εξαφανίζει ούτε περιορίζει υπέρμετρα το δικαίωμα αυτό, δηλαδή της θρησκευτικής ελευθερίας, αφού είναι πάντοτε δυνατή η ανέγερση νέου ναού σε άλλα ακίνητα του Δήμου Φιλοθέης, ενώ ήδη εξακολουθεί να λειτουργεί μέσα στο επίδικο άλσος ο Ιερός Ναός της Αγίας Φιλοθέης, ο οποίος μάλιστα αποτελεί ενιαίο σύνολο ιδιαιτέρου φυσικού κάλλους με το άλσος αυτό. Τέλος στην εισήγηση επισημαίνεται ότι η ΔΒΜΑ εισηγείται τη μη έγκριση του αιτήματος ανέγερσης νέου ναού, διότι θα προκληθεί έμμεση βλάβη στο μνημείο που είναι η Κρύπτη της Αγίας Φιλοθέης και ο περιβάλλων χώρος του, αλλά και διότι και η διοίκηση οφείλει να συμμορφωθεί με την απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας». Στη συζήτηση που ακολούθησε κατά τη διάρκεια της ως άνω συνεδρίασης του Κ.Α.Σ τονίσθηκε ότι το μόνο σημείο που διατηρεί ακόμη τη φυσιογνωμία και το χαρακτήρα της Φιλοθέης είναι το εκκλησάκι της Αγίας Φιλοθέης με το λόφο, ενώ το εκκλησάκι αυτό κτίσθηκε ως προσκύνημα και όχι ως ενοριακός ναός. Ειδικότερα, ο Π. Θέμελης, Ομότιμος Καθηγητής Κλασικής Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης, εξέφρασε την άποψη ότι δεδομένου ότι η Κρύπτη της Φιλοθέης φαίνεται ότι βρίσκεται στη θέση ενός παλαιότερου μνημείου, πιθανόν του Αδριάνειου υδραγωγείου που περνάει από την Καλογρέζα και πάει με λοξή κατεύθυνση προς τη Φιλοθέη, γίνεται σαφές ότι και στο υπέδαφος υπάρχουν μεγάλες σήραγγες και φρεάτια, τα οποία άμεσα θα επηρεαστούν αρνητικά από την κατασκευή αυτή. Ο Ν. Μουρτζάς, Γεωλόγος, Διδάκτορας του Ε.Μ.Π., διευκρίνισε ότι είναι αναφαίρετο δικαίωμα οι λειτουργικές ανάγκες μιας τόσο μεγάλης κοινότητας να λαμβάνονται υπόψη και να μην παρακάμπτονται χρησιμοποιώντας το μνημείο ως επιχείρημα και ότι ουσιαστικά δεν υπάρχει πρόταση εναλλακτική από το Δήμο, και ότι δεν μπορούν να πάρουν άλλη απόφαση από αυτή που προτείνει η Διεύθυνση της Εφορείας. Ο Ν.Γκιολές, καθηγητής Βυζαντινής Αρχαιολογίας επισήμανε ότι οπωσδήποτε βλάπτει, αφού είναι κηρυγμένος χώρος και αυτός ήταν ένα προσκύνημα, και ότι έχει μια ιδιαίτερη σημασία για την Αρχιεπισκοπή Αθηνών η λεγόμενη κρύπτη της Αγίας Φιλοθέης και ότι πρέπει να δοθεί κάποιος χώρος από το Δήμο αλλού και ότι προκαλείται έμμεση βλάβη στον περιβάλλοντα χώρο που συνδέεται με την παράδοση αυτή. Τέλος, με βάση την γνωμοδότηση αυτή εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση ΥΠΠΟ/ΓΔΑΠΚ/Β1/ Φ26/ 40584/ 1712/ 21.4.2008 του Υπουργού Πολιτισμού, με την οποία δεν εγκρίθηκε από την άποψη του αρχαιολογικού νόμου το αίτημα του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου του Ιερού Ναού της Αγίας Φιλοθέης Αττικής για την ανέγερση νέου ναού πλησίον του ήδη υπάρχοντος, εντός του Ο.Τ. 47 στο Δήμο Φιλοθέης, “διότι θα προκληθεί έμμεση βλάβη τόσο στο κηρυγμένο μνημείο της κρύπτης της Οσίας Φιλοθέης, όσο και στην περιβάλλουσα ζώνη προστασίας του μνημείου, οριζόμενη από από τις οδούς Μάλεμε, Αγ. Φιλοθέης και Βορείου Ηπείρου, και διότι αποτελούν ενιαίο σύνολο, συνδεδεμένο αναπόσπαστα με τη διαχρονική λατρεία της Αγίας Φιλοθέης, καθώς και με την ιστορία της Αρχιεπισκοπής Αθηνών και του Δήμου Φιλοθέης”.
8. Επειδή, εν όψει των παρατιθεμένων στην προηγούμενη σκέψη, η αιτιολογία της προσβαλλόμενης πράξης, όπως αυτή, συμπληρώνεται νομίμως από τα στοιχεία του φακέλλου της υποθέσεως και συγκεκριμένα από τα προαναφερόμενα υπ’ αριθμ. 1014/2004 και 7346/2004 έγγραφα της καθ’ ύλην αρμόδιας 1ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, είναι νόμιμη και επαρκής. Επομένως, ο λόγος ακυρώσεως με τον οποίο προβάλλεται ότι αναιτιολόγητα έγινε δεκτό με τη γνωμοδότηση του Κ.Α.Σ και κατά συνέπεια με την προσβαλλόμενη απόφαση που υιοθέτησε τη γνωμοδότηση, ότι η ανέγερση του ναού θα επιφέρει έμμεση βλάβη στο μνημείο της Κρύπτης της Οσίας Φιλοθέης και στον περιβάλλοντα χώρο, διότι, κατά τους ισχυρισμούς του αιτούντος, η κρίση αυτή εκφέρεται αξιωματικά, γενικόλογα, χωρίς την παράθεση κανενός ειδικότερου στοιχείου και ότι θα έπρεπε να αξιολογηθούν τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά του ναού, ήτοι η θέση ανέγερσης, το εμβαδό, το ύψος, τα αρχιτεκτονικά και μορφολογικά χαρακτηριστικά, η απόσταση από την Κρύπτη, η ενδεχόμενη οπτική επαφή ώστε βάσει αυτών να προκύπτει ότι δεν συνάδουν με την προστασία του μνημείου και του περιβάλλοντος χώρου και ότι προκαλείται έμμεση βλάβη στο μνημείο είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Και τούτο διότι, η προσβαλλόμενη απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού εκδόθηκε μετά τη σύμφωνη γνώμη του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου, από τα πρακτικά της συνεδρίασης του οποίου προκύπτει, κατά τα ανωτέρω, ότι ελήφθησαν υπόψη τόσο ο προσκυνηματικός χαρακτήρας του υφισταμένου ναού, όσο και τα χαρακτηριστικά εμβαδού και ύψους του νέου, προς ανέγερση ενοριακού ναού, καθώς και η αρμονία του σε σχέση με το περιβάλλον της περιοχής, ενώ, περαιτέρω αμφισβήτηση της ουσιαστικής κρίσης της Διοίκησης εκφεύγει του ακυρωτικού ελέγχου.
9. Επειδή, με το δεύτερο λόγο της κρινόμενης αίτησης προβάλλεται ότι παρά το νόμο ο Υπουργός Πολιτισμού, κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης απορριπτικής απόφασής του, εξέτασε ζητήματα τα οποία ουδεμία σχέση έχουν με τις νομοθετικές διατάξεις περί προστασίας της πολιτιστικής κληρονομιάς (ν. 3028/2002). Ειδικότερα, κατά τον αιτούντα, όταν υποβάλλεται στο Υπουργείο Πολιτισμού αίτημα για την έγκριση ανέγερσης κτιρίου στον περιβάλλοντα χώρο ενός μνημείου, η διοίκηση το στάδιο αυτό εξετάζει αποκλειστικά και μόνον, εάν το αίτημα αυτό συνάδει με τις προϋποθέσεις που τάσσουν οι ανωτέρω διατάξεις. Επομένως, κατά τους ισχυρισμούς του αιτούντος, παρά το νόμο το σχετικό αίτημα, εξετάσθηκε στην προκειμένη περίπτωση και με βάση τις διατάξεις της πολεοδομικής νομοθεσίας.
10. Επειδή, ο καθορισμός, από το νόμο, του χώρου που περιβάλλει τον υφιστάμενο ναό ως κοινόχρηστου, ο οποίος αποσκοπεί στην προστασία του κηρυγμένου μνημείου, καθώς και η 118/1993 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, με την οποία, κατά τα προεκτεθέντα κρίθηκε ότι ολόκληρος ο χώρος, ο οποίος αποτελεί το Ο.Τ.47 του Δήμου Φιλοθέης, έχει εν τοις πράγμασι το χαρακτήρα κοινοχρήστου πρασίνου (άλσους), νομίμως, εν προκειμένω, ελήφθησαν υπόψη από τον Υπουργό Πολιτισμού, σύμφωνα και με τα διαλαμβανόμενα στη σκέψη 6. Επομένως, ο σχετικός λόγος ακυρώσεως, ανεξαρτήτως του αν προβάλλεται λυσιτελώς, διότι η εξέταση του επίδικου ζητήματος βάσει της νομοθεσίας της προστασίας της πολιτιστικής κληρονομιάς, κατά τα αναφερόμενα στη σκέψη 8, παρέχει νόμιμο και επαρκές έρεισμα στην προσβαλλόμενη πράξη, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
11. Επειδή, μη προβαλλομένου άλλου λόγου ακυρώσεως, η κρινόμενη αίτηση είναι απορριπτέα στο σύνολό της.