ΣτΕ 392/2014 [Ακύρωση σιωπηρής άρνησης της Διοίκησης να άρει ρυμοτομική απαλλοτρίωση]
Περίληψη
-Ο ανεραισίβλητος με τις δηλώσεις του προς τον Δήμο Νέας Φιλαδέλφειας, διατύπωσε απλώς την πρόθεσή του να παραιτηθεί, υπό όρους, από την αξίωση αποζημίωσης για την ένδικη ρυμοτομική απαλλοτρίωση. ΄Εθεσε δε την πρόθεση παραίτησης τέθηκε από τον Δ. Κ. ως αντικείμενο διαπραγμάτευσης με τη Διοίκηση, στο πλαίσιο της επιδιωκόμενης από τον ίδιο μεταφοράς συντελεστή δόμησης. Εξάλλου, δεν προκύπτει ούτε προβάλλεται ότι υπεγράφη η απαιτούμενη ανέκκλητη συμβολαιογραφική δήλωση για τη χορήγηση τίτλου μεταφοράς συντελεστή δόμησης ούτε προκύπτει ή προβάλλεται η χορήγηση τέτοιου τίτλου σχετικά με την ένδικη απαλλοτριωθείσα έκταση. Συνεπώς ορθώς, έστω και με άλλη αιτιολογία, απορρίφθηκαν από την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση οι ισχυρισμοί του Δήμου, περί εξωδικαστικής επίλυσης της διαφοράς και παραίτησης του αναιρεσίβλητου από την αποζημίωση για την ένδικη απαλλοτρίωση.
-Η Διοίκηση κατά τη διαδικασία τροποποίησης του ρυμοτομικού σχεδίου, οφείλει να κρίνει εάν η συγκεκριμένη ιδιοκτησία πρέπει, για κάποιο νόμιμο λόγο, να παραμείνει εκτός πολεοδομικού σχεδιασμού ή να δεσμευθεί εκ νέου, με την επανεπιβολή ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης ή ρυμοτομικού βάρους, εφόσον συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται η δυνατότητα αποζημίωσης του θιγόμενου ιδιοκτήτη, ή να καταστεί οικοδομήσιμη, είτε με τους γενικούς όρους δόμησης είτε, ενδεχομένως, με ειδικούς όρους δόμησης, προσαρμοσμένους στην κατάσταση που θα προκύψει μετά την άρση, αποτέλεσμα της οποίας μπορεί να είναι και η μείωση του ισοζυγίου κοινοχρήστων χώρων σε σχέση με το προηγούμενο πολεοδομικό καθεστώς.
-Η κρίση του πρωτοδικείου ότι το χρονικό διάστημα δέσμευσης της ιδιοκτησίας του αναιρεσίβλητου υπερβαίνει τον συνταγματικώς ανεκτό χρόνο, είναι νομίμως αιτιολογημένη, εφόσον στηρίχθηκε όχι μόνον στην παρέλευση διαστήματος μεγαλύτερου των δεκαοκτώ περίπου ετών από τη δέσμευση της ιδιοκτησίας, αλλά και στην εκτίμηση των ιδιαίτερων συνθηκών της επίδικης περίπτωσης.
Πρόεδρος: Ν. Ρόζος
Εισηγητής: Χρ. Παπανικολάου
Δικηγόροι: Γ. Μπάλιας, Χρ. Διβάνη, Σ. Διαμαντοπούλου
Βασικές σκέψεις
- Επειδή, με την υπό κρίση αίτηση ζητείται, παραδεκτώς, η αναίρεση της 478/2005 απόφασης του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών. Με την απόφαση αυτή έγινε δεκτή προσφυγή του αναιρεσίβλητου και ακυρώθηκε η σιωπηρή άρνηση της Διοίκησης να άρει ρυμοτομική απαλλοτρίωση, που είχε επιβληθεί με την 22974/318/16.9.1985 απόφαση του Νομάρχη Αθηνών, για τη δημιουργία κοινόχρηστου χώρου πρασίνου σε τμήμα του οικοδομικού τετραγώνου (Ο.Τ.) 448Δ του ρυμοτομικού σχεδίου Νέας Φιλαδέλφειας, το οποίο φέρεται ότι ανήκει στην ιδιοκτησία του αναιρεσίβλητου.
- Επειδή, στο άρθρο 11 του Κώδικα Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων Ακινήτων (Κ.Α.Α.A.), ο οποίος κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2882/2001 (Α΄ 17) και, σύμφωνα με το άρθρο δεύτερο του ίδιου νόμου, ισχύει από 7.5.2001, ορίζεται ότι: «1. Η αρχή που κήρυξε την αναγκαστική απαλλοτρίωση δύναται με απόφασή της να την ανακαλέσει, ολικώς ή μερικώς, πριν συντελεστεί, τηρώντας τη διαδικασία που ορίζεται από το άρθρο 1 για την κήρυξη αυτής. 2. Η αναγκαστική απαλλοτρίωση ανακαλείται υποχρεωτικά με πράξη της αρχής η οποία την έχει κηρύξει, ύστερα από αίτηση κάθε ενδιαφερομένου που πιθανολογεί εμπράγματο δικαίωμα στο απαλλοτριωμένο ακίνητο, εάν μέσα σε τέσσερα έτη από την κήρυξη της δεν ασκηθεί αίτηση για το δικαστικό καθορισμό της αποζημίωσης ή δεν καθοριστεί αυτή εξωδίκως. Η αίτηση είναι απαράδεκτη εάν ασκηθεί μετά την πάροδο έτους από την παρέλευση της τετραετίας αυτής, σε κάθε δε περίπτωση μετά τη δημοσίευση της απόφασης καθορισμού της αποζημίωσης […]. Οι διατάξεις της παρούσας παραγράφου δεν ισχύουν προκειμένου περί απαλλοτριώσεων προς εφαρμογή σχεδίων πόλεων, ανάπτυξη οικιστικών περιοχών και για αρχαιολογικούς σκοπούς. 3. Η αναγκαστική απαλλοτρίωση αίρεται αυτοδικαίως εάν δεν συντελεστεί μέσα σε ενάμισι έτος από τη δημοσίευση της απόφασης προσωρινού καθορισμού της αποζημίωσης και, σε περίπτωση απευθείας οριστικού καθορισμού αυτής, από τη δημοσίευση της σχετικής απόφασης. Η αρμόδια για την κήρυξη της απαλλοτρίωσης αρχή υποχρεούται να εκδώσει μέσα σε τέσσερις μήνες από τη λήξη της προθεσμίας του προηγούμενου εδαφίου βεβαιωτική πράξη για την επελθούσα αυτοδίκαιη άρση. Η πράξη αυτή δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. 4. Εάν περάσουν άπρακτες οι κατά τις προηγούμενες παραγράφους 2 και 3 προθεσμίες ή εκδοθεί πράξη αρνητική, κάθε ενδιαφερόμενος δύναται να ζητήσει από το τριμελές διοικητικό πρωτοδικείο, στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται το απαλλοτριωμένο ακίνητο, την έκδοση δικαστικής απόφασης, με την οποία να ακυρώνεται η προσβληθείσα πράξη ή παράλειψη και να βεβαιώνεται η αυτοδίκαιη ή υποχρεωτικώς επελθούσα άρση της απαλλοτρίωσης. Στην περίπτωση αυτή εφαρμόζεται αναλόγως η διαδικασία που ορίζεται από τον Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2717/1999), πλην του άρθρου 66 αυτού. Στη δίκη καλείται ο υπέρ ου η απαλλοτρίωση και το Δημόσιο. Η εκδιδόμενη απόφαση είναι ανέκκλητη. 5 […] 6 […]». Περαιτέρω, στο άρθρο 29 του ως άνω Κ.Α.Α.Α. ορίζεται ότι: «1. Οι διατάξεις του παρόντος εφαρμόζονται επί των απαλλοτριώσεων που κηρύσσονται από την έναρξη ισχύος του και εφεξής. 2. Απαλλοτριώσεις που κηρύχθηκαν από 1ης Φεβρουαρίου 1971 και εφεξής διέπονται από τις διατάξεις του παρόντος από το σημείο στο οποίο βρίσκονται κατά την έναρξη της ισχύος αυτού. Εξαιρούνται τα θέματα εκείνα για τα οποία κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος έχει κοινοποιηθεί εισαγωγικό δικόγραφο της σχετικής δίκης ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου ή έχει εκδοθεί σχετική διοικητική πράξη, ως προς τα οποία εφαρμόζονται μόνον οι διαδικαστικές διατάξεις του παρόντος. 3. […] 5. Απαλλοτριώσεις προς εφαρμογή σχεδίων πόλεων και ανάπτυξη οικιστικών περιοχών που κηρύχθηκαν οποτεδήποτε μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος Κώδικα διέπονται, κατά την έκταση που ορίζεται από την παράγραφο 2 από τις διατάξεις του Κώδικα τούτου, με την επιφύλαξη των εξαιρέσεων που ορίζονται από τις διατάξεις αυτές. 6 […] 8. Με την επιφύλαξη των οριζομένων από τις λοιπές διατάξεις του παρόντος Κώδικα, από την έναρξη ισχύος αυτού καταργείται κάθε γενική ή ειδική διάταξη η οποία αφορά θέματα που ρυθμίζονται από αυτόν ή αντίκειται στις διατάξεις τούτου. Κάθε παραπομπή στον α.ν. 1731/1939 ή στο ν.δ. 797/1971 ή γενικά στη νομοθεσία περί απαλλοτριώσεων νοείται από την έναρξη ισχύος του παρόντος Κώδικα ότι γίνεται στις αντίστοιχες διατάξεις τούτου. 9 […]». Από τις ανωτέρω διατάξεις του άρθρου 11 του Κ.Α.Α.Α., από τις οποίες διέπεται η παρούσα υπόθεση, δεδομένου ότι η αίτηση άρσης της επίμαχης αναγκαστικής απαλλοτρίωσης υποβλήθηκε και η απόρριψή της στοιχειοθετήθηκε μετά την έναρξη ισχύος του (πρβλ. ΣτΕ 603/2008 Ολομ.), δεν προβλέπεται αυτοδίκαιη ανάκληση των ρυμοτομικών απαλλοτριώσεων μετά την άπρακτη πάροδο ορισμένου χρονικού διαστήματος από την κήρυξή τους. Και αυτές, όμως, οι αναγκαστικές απαλλοτριώσεις, εφόσον μετά την κήρυξή τους διατηρούνται, χωρίς να πραγματοποιείται η συντέλεσή τους σύμφωνα με τον νόμο, επί μακρό χρονικό διάστημα, το οποίο, υπό τις ιδιαίτερες συνθήκες, που συντρέχουν σε κάθε περίπτωση, υπερβαίνει τα κατά την κρίση του αρμοδίου δικαστηρίου εύλογα όρια, αποτελούν νομικό και οικονομικό βάρος της ιδιοκτησίας, το οποίο είναι αντίθετο προς την συνταγματική προστασία της. Επομένως, στις περιπτώσεις αυτές, όπως και στις περιπτώσεις ρυμοτομικού βάρους, το οποίο συνεπάγεται ο χαρακτηρισμός ακινήτου ως χώρου κοινωφελών χρήσεων, ανακύπτει υποχρέωση της Διοίκησης να άρει την αναγκαστική απαλλοτρίωση ή το ρυμοτομικό βάρος, η υποχρέωση δε αυτή δεν αναιρείται από το γεγονός, ότι για την άρση απαιτείται η τροποποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου, για την οποία ο νόμος προβλέπει την τήρηση ορισμένων διατυπώσεων, διότι η τροποποίηση με σκοπό την άρση της ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης ή άλλου ρυμοτομικού βάρους είναι υποχρεωτική για την Διοίκηση (πρβλ. ΣτΕ 4858/2012, 2948/2011, 4429/2010, 3933/2009, 4010/2008, 3929/2008, 2084/2006, κ.ά.).
- Επειδή, εξάλλου, η κατ’ άρθρο 11 του Κώδικα Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων Ακινήτων, που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2882/2001 (Α΄ 17), διοικητική διαδικασία ελέγχου της συνδρομής των προϋποθέσεων άρσης απαλλοτρίωσης επί ακινήτου, αποβλέπουσα στην προστασία της ιδιοκτησίας από επιβαρύνσεις, που υπερβαίνουν το κατά το Σύνταγμα ανεκτό όριο, κινείται, κατ’ αρχήν, από τον ενδιαφερόμενο ιδιοκτήτη, υπέρ του οποίου και τάσσεται. Συνεπώς, ο αιτούμενος την άρση απαλλοτρίωσης λόγω παρόδου απράκτων των κατά νόμο χρονικών ορίων συντέλεσής της, πρέπει, με την προς την Διοίκηση αίτησή του, να υποβάλει και τα αποδεικτικά της ιδιοκτησίας του στοιχεία, τα οποία, συνεκτιμώμενα με τα λοιπά τυχόν υπάρχοντα σχετικά στοιχεία του οικείου διοικητικού φακέλου, άγουν στο συμπέρασμα ότι ο αιτών φέρεται, κατ’ αρχήν, ως κύριος του αντιστοίχου ακινήτου και νομιμοποιείται, επομένως, στην υποβολή του αιτήματος. Τα στοιχεία αυτά πρέπει να είναι, κατ’ αρχήν, επίκαιρα, να τείνουν, δηλαδή, στην απόδειξη της κυριότητας κατά τον χρόνο υποβολής του αιτήματος. Σε περίπτωση δε μη επαρκούς απόδειξης ή αμφισβήτησης της κυριότητας του αιτούντος, η Διοίκηση οφείλει να εκφέρει παρεμπίπτουσα επί του ζητήματος κρίση, ελεγκτή, περαιτέρω, από το τυχόν επιλαμβανόμενο της υπόθεσης αρμόδιο διοικητικό δικαστήριο. Εν πάση περιπτώσει, το τελευταίο αυτό δικαστήριο, οφείλει, στο πλαίσιο της κατά νόμο υποχρέωσής του προς αυτεπάγγελτη εξέταση του εννόμου συμφέροντος του αιτούντος, να εξετάζει εάν, με βάση τα προσκομιζόμενα ή υφιστάμενα στοιχεία, αυτός φέρεται ως κύριος του επιμάχου ακινήτου, υποχρεούμενο, στην περίπτωση αυτή, να συνεξετάσει και αντίστοιχους καταλλήλως τεκμηριούμενους αντίθετους ισχυρισμούς των λοιπών διαδίκων. Το δικαστήριο αυτό, πάντως, δεν επιλύει, κατά την ως άνω δίκη, οριστικώς το ζήτημα της τυχόν ύπαρξης εμπραγμάτων δικαιωμάτων στο επίμαχο ακίνητο, για το οποίο, κατά το Σύνταγμα, τελικώς αρμόδια είναι τα πολιτικά δικαστήρια. Συνεπώς, έστω και αν, κατ’ αποδοχή της προσφυγής του φερομένου ως ιδιοκτήτη, το δικαστήριο δεχθεί την συνδρομή των προϋποθέσεων άρσης της απαλλοτρίωσης και διατάξει την Διοίκηση να προβεί στην εν λόγω οφειλομένη νόμιμη ενέργεια, η Διοίκηση, επανερχομένη επί του θέματος, διατηρεί πάντοτε την δυνατότητα, επικαλούμενη αποφάσεις των πολιτικών δικαστηρίων ή άλλα στοιχεία, που δεν είχαν, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, τεθεί υπ’ όψιν του διοικητικού δικαστηρίου, να αρνηθεί την άρση της απαλλοτρίωσης εάν αποδείξει ότι ο επιτυχών την έκδοση της δικαστικής απόφασης δεν έχει κανένα εμπράγματο δικαίωμα στο επίμαχο ακίνητο (ΣτΕ 2924/2012, 3627/2007, 2129/2007, 2214/ 20067μ., 672/2006).
- Επειδή, το άρθρο 28 του ν. 1337/1983 (Α΄ 33) ορίζει ότι: «Ιδιωτικοί δρόμοι, πλατείες και λοιποί χώροι κοινής χρήσεως που έχουν σχηματιστεί με οποιοδήποτε τρόπο έστω και κατά παράβαση των κειμένων πολεοδομικών διατάξεων και που βρίσκονται μέσα σε εγκεκριμένα σχέδια πόλεων, θεωρούνται ως κοινόχρηστοι χώροι που ανήκουν στον οικείο Δήμο ή Κοινότητα. Για τους χώρους αυτούς δεν οφείλεται καμία αποζημίωση λόγω ρυμοτομίας. Σε περίπτωση όμως που οι χώροι αυτοί καταργούνται με το σχέδιο πόλεως προσκυρώνονται κατά τις κείμενες διατάξεις». Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, αποκτούν την ιδιότητα του κοινοχρήστου χωρίς να καταβληθεί αποζημίωση ιδιωτικά ακίνητα, εφόσον αυτά προβλέπονται από το εγκεκριμένο ρυμοτομικό σχέδιο ως κοινόχρηστοι χώροι και έχουν τεθεί σε κοινή χρήση, με την προϋπόθεση ότι η κοινοχρησία είναι αποτέλεσμα της βούλησης του ιδιοκτήτη (ρητής ή συναγομένης εμμέσως από ενέργειές του) ή προκύπτει από πραγματική κατάσταση διατηρηθείσα επί μακρό χρόνο κατ’ ανοχήν του ιδιοκτήτη. Για τη μετάθεση λοιπόν της κυριότητας ακινήτων υπέρ του οικείου οργανισμού τοπικής αυτοδιοικήσεως δεν αρκεί οποιαδήποτε ενέργεια διάθεσης του ακινήτου στην κοινή χρήση, αλλά πρέπει να υπάρχουν οι προαναφερόμενες προϋποθέσεις, η συνδρομή των οποίων ελέγχεται παρεμπιπτόντως από τη Διοίκηση και κρίνεται οριστικώς από τα αρμόδια πολιτικά δικαστήρια. Με την έννοια αυτή, η ανωτέρω διάταξη δεν αντίκειται στη συνταγματική προστασία της ιδιοκτησίας, δεδομένου ότι η απώλεια της κυριότητας συνδέεται με την υποκειμενική συμπεριφορά του κυρίου του ακινήτου, ο οποίος με τη συναίνεση ή την ανοχή του απεδέχθη τον κοινόχρηστο χαρακτήρα του ακινήτου και δεν δύναται εκ των υστέρων να προβάλει καταχρηστικώς δικαιώματα αποζημίωσης. Εξάλλου, εφόσον συντρέχουν οι προαναφερθείσες προϋποθέσεις, επέρχεται μετάθεση της κυριότητας υπέρ του οικείου Ο.Τ.Α., αδιαφόρως αν το ακίνητο έχει αφεθεί σε κοινή χρήση πριν ή μετά την έγκριση του ρυμοτομικού σχεδίου, δεδομένου ότι τέτοια διάκριση δεν συνάγεται από την ως άνω διάταξη, αλλ’ αντιθέτως, ο δικαιολογητικός λόγος για τον οποίο θεσπίσθηκε η συγκεκριμένη ρύθμιση συντρέχει και στις δύο περιπτώσεις (βλ. ΣτΕ 744/1987 Ολ., 2877-8/2001, 2070/2007, ΑΠ 157/2009 κ.ά.).
- Επειδή, από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και τα λοιπά διαδικαστικά έγγραφα της δίκης προκύπτουν τα εξής: Με την 22974/318/16.9.1985 απόφαση του Νομάρχη Αθηνών (Δ΄ 494/24.9.1985) εγκρίθηκε η τροποποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου Νέας Φιλαδέλφειας και τμήμα του οικοδομικού τετραγώνου 448Δ, το οποίο φέρεται ότι ανήκε στον Δ. Κ., πατέρα του αναιρεσίβλητου, και εμφαίνεται με τα στοιχεία ΑΒΓΔΑ στο συνημμένο στην ανωτέρω νομαρχιακή απόφαση τοπογραφικό διάγραμμα, χαρακτηρίστηκε ως χώρος κοινόχρηστου πράσινου και διαχωρίστηκε από το υπόλοιπο Ο.Τ. με πεζόδρομο πλάτους 4,00 μ. Το εν λόγω απαλλοτριωθέν τμήμα αποτελεί το Ο.Τ. 448Θ, έκτασης 2.657,60 τ.μ., και περικλείεται από τις οδούς Κηφισσού, Μονεμβασίας και Μαραθώνος. Ακολούθως συντάχθηκε η υπ’ αριθ. 7/2.5.1996 πράξη αναλογισμού αποζημίωσης λόγω ρυμοτομίας της Διεύθυνσης Πολεοδομίας και Περιβάλλοντος της Νομαρχίας Αθηνών, η οποία κυρώθηκε με την 12343/880/418/2.9.1996 απόφαση της Διευθύντριας της ανωτέρω Υπηρεσίας. Στη συνέχεια, ο αναιρεσίβλητος Β. ή Β. Κ. ζήτησε, με την υπ’ αριθ. 6457/20.6.2003 αίτησή του προς τον Νομάρχη Αθηνών, την άρση της ανωτέρω απαλλοτρίωσης, λόγω παρόδου ευλόγου χρόνου από την επιβολή της, χωρίς τη συντέλεσή της, ισχυριζόμενος ότι είναι κύριος της ένδικης έκτασης, ως κληρονόμος του πατρός αυτού Δ. Κ. Μετά την πάροδο απράκτου τριμήνου από την υποβολή της εν λόγω αίτησης, ο αναιρεσίβλητος άσκησε ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών την από 16.10.2003 προσφυγή (αριθ. καταθ. 11887/22.10.2003), με την οποία ζήτησε την ακύρωση της σιωπηρής άρνησης της Διοίκησης να άρει την ανωτέρω ρυμοτομική απαλλοτρίωση. Στη δίκη παρέστησαν, πλην του προσφεύγοντος – αναιρεσίβλητου, το Ελληνικό Δημόσιο, εκπροσωπούμενο από τον Υπουργό Οικονομικών, η Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Αθηνών – Πειραιώς και ο ήδη αναιρεσείων Δήμος Νέας Φιλαδέλφειας. Ο τελευταίος είχε ασκήσει και πρόσθετη παρέμβαση, ζητώντας την απόρριψη της προσφυγής. Ο αναιρεσείων Δήμος υποστήριξε ενώπιον του δικάσαντος διοικητικού πρωτοδικείου, επαναλαμβάνει δε και με την κρινόμενη αίτηση, ότι ο φερόμενος ως δικαιοπάροχος του αναιρεσίβλητου Δ. Κ. είχε υποβάλει προς τον Δήμο Νέας Φιλαδέλφειας την υπ’ αριθ. πρωτ. 157/26.5.1995 αίτηση, στην οποία, κατά τον Δήμο, ανέφερε, μεταξύ άλλων τα εξής: «… λόγω του ότι το παραπάνω ΟΤ 448Δ διαμορφώθηκε από σας σε ένα καλαίσθητο χώρο πρασίνου και αναψυχής … για την συντέλεση της απαλλοτρίωσης και μεταβίβασης της κυριότητος στον Δήμο Ν. Φιλ/φειας προτείνω όπως η μεταβίβαση της παραπάνω πλήρους κυριότητος του ΟΤ 448Δ στον Δήμο Ν. Φιλ/φειας επιτευχθεί αδαπάνως για τον Δήμο Ν. Φιλ/φειας, με την ευχέρεια που παρέχουν οι διατάξεις του Ν. 2300/95 περί μεταφοράς συντελεστή δόμησης …». Περαιτέρω, σύμφωνα πάντα με τον αναιρεσείοντα Δήμο, ο ίδιος ως άνω Δ. Κ. υπέβαλε και δεύτερη αίτηση προς τον Δήμο Νέας Φιλαδέλφειας (αριθ. πρωτ. 188/11.10.1995), στην οποία, κατά τον Δήμο, ανέφερε, μεταξύ άλλων τα εξής: «… προτίθεμαι … α) να μην προσφύγω στο ΣτΕ για την ακύρωση της απόφασης Νομάρχη (ΦΕΚ 494/Δ/24-9-95) με την οποία χαρακτηρίσθηκε το παραπάνω τμήμα ΑΒΓΔΑ του ΟΤ 448Δ ως πράσινο β) να μην διεκδικήσω αποζημίωση και γ) να προσαρμοσθώ στον Ν. 2300/95 άρθρο 3Α2, με το οποίο περιέρχονται αδαπάνως στην κυριότητα των ΟΤΑ εκτάσεις που χαρακτηρίζονται ως πράσινο κατά την υπ’ αυτού οριζόμενη διαδικασία …», δήλωσε δε ότι συναινεί να υπογράψει την απαιτούμενη ανέκκλητη συμβολαιογραφική δήλωση του άρθρου 8 του Ν. 2300/95 για τη χορήγηση τίτλου μεταφοράς συντελεστή δόμησης και ζήτησε να προβεί ο Δήμος Νέας Φιλαδέλφειας στις νόμιμες ενέργειες για τη σύνταξη της απαιτούμενης πράξης αναλογισμού. Περαιτέρω, κατά τον Δήμο, με την 416/1995 απόφασή του, το Δημοτικό Συμβούλιο του Δήμου Νέας Φιλαδέλφειας αποδέχθηκε τις ανωτέρω προτάσεις του Δημοσθένη Κάκκαβα, καθώς και την παραίτηση αυτού (κατά τον Δήμο) από την αξίωση αποζημίωσης και την άσκηση ενδίκων βοηθημάτων κατά της 22974/318/1985 νομαρχιακής απόφασης, στη συνέχεια δε, κατόπιν σχετικής αίτησης του Δήμου προς την Διεύθυνση Πολεοδομίας Αθηνών (αριθ. πρωτ. 17091/1.12.1995 έγγραφο) συνετάγη η υπ’ αριθ. 7/1996 πράξη αναλογισμού και αποζημίωσης λόγω ρυμοτομίας, η οποία επικυρώθηκε με την 12343/880/418/2.9.1996 απόφαση του Νομάρχη Αθηνών. Με την αναιρεσιβαλλομένη 478/2005 απόφασή του το δικάσαν Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών δέχθηκε ότι «… από τα στοιχεία του φακέλου, προκύπτει ο νομικός δεσμός του προσφεύγοντος με το επίδικο ακίνητο, το οποίο περιήλθε σ’ αυτόν από κληρονομιά του αποβιώσαντος στις 13.9.2001 πατέρα του Δ. Κ., την οποία απεδέχθη αυτός με την 2206/26.9.2003 δήλωση αποδοχής κληρονομιάς της Συμβολαιογράφου Αθηνών Μ. Γ.-Τ., νόμιμα μεταγεγραμμένης στα βιβλία μεταγραφών του Δήμου Νέας Φιλαδέλφειας την 17.10.2003 (σε τόμο .. και αριθμό ..), ενώ εξάλλου το εν λόγω ακίνητο έχει διαγραφεί από τα βιβλία καταγραφής δημοσίων κτημάτων της Κτηματικής Υπηρεσίας Αθηνών, δυνάμει της 1671/1995 απόφασης του Νομάρχη Αθηνών κατόπιν της σχετικής 1144579/9020πε/Α0010/18.1.1995 απόφασης του Υπουργού Οικονομικών με την οποία επιλύθηκε η αμφισβήτηση του ιδιοκτησιακού καθεστώτος …». Με την ίδια απόφαση, περαιτέρω, έγινε δεκτή η προσφυγή του αναιρεσίβλητου και ακυρώθηκε η άρνηση της Διοίκησης να άρει την επίμαχη ρυμοτομική απαλλοτρίωση, λόγω της παρόδου ευλόγου χρόνου (δεκαοκτώ περίπου ετών) χωρίς τη συντέλεσή της και η υπόθεση αναπέμφθηκε στη Διοίκηση για να προβεί στις νόμιμες ενέργειες.
- Επειδή, με την αίτηση αναιρέσεως προβάλλεται ότι το δικαστήριο της ουσίας δεν απάντησε στον ουσιώδη ισχυρισμό του αναιρεσείοντος Δήμου ότι η ένδικη έκταση ανήκει στη δική του κυριότητα και ότι ο δικαιοπάροχος του αναιρεσίβλητου δεν ήταν κύριος ουδεμίας εδαφικής έκτασης εντός των διοικητικών ορίων του Δήμου Νέας Φιλαδέλφειας, όπου ευρίσκεται και η εν λόγω έκταση. Σύμφωνα με τους ειδικότερους ισχυρισμούς του Δήμου: (α) Στην ένδικη έκταση ο Δήμος Νέας Φιλαδέλφειας έχει, με δική του επιμέλεια και δαπάνες, δημιουργήσει από το 1985 κοινόχρηστο χώρο πρασίνου («Πλατεία Ειρήνης» και ήδη «Πλατεία Γ. Γεννηματά») και πεζόδρομο που χωρίζει το κοινόχρηστο πράσινο από το υπόλοιπο Ο.Τ. 448Δ κατά τη σχετική πρόβλεψη του εγκεκριμένου ρυμοτομικού σχεδίου του Δήμου, χωρίς την καταβολή αποζημίωσης και με την σύμφωνη και πανηγυρικά εκπεφρασμένη ρητή και συναγόμενη αμέσως ή εμμέσως από τις παρατιθέμενες στην κρινόμενη αίτηση ενέργειες του Δ. Κ., (β) δεν υπήρξε ποτέ δικαστική αντιδικία και αντίστοιχο δεδικασμένο μεταξύ του Δήμου και του Δ. Κ., σχετικά με την ένδικη έκταση, η οποία ευρίσκεται ανέκαθεν εντός των, καθορισθέντων από το 1938 (10/1938 απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου καθορισμού ορίων), διοικητικών ορίων του Δήμου Νέας Φιλαδέλφειας και ουδέποτε εντός των διοικητικών ορίων του Δήμου Ν. Ιωνίας, ενώ ο Δήμος Νέας Φιλαδέλφειας ουδέποτε υπήγετο στην αρμοδιότητα του Υποθηκοφυλακείου Ν. Ιωνίας. Περαιτέρω, ο Δ. Κ. ουδέποτε υπήρξε κύριος, νομέας ή κάτοχος της ένδικης έκτασης, υπάρχει δε έγγραφη ομολογία αυτού ότι ουδεμιάς εκτάσεως ετύγχανε ούτε τυγχάνει κύριος «εις την περιοχήν ταύτην του Δήμου Ν. Φιλ/φειας», ενώ οι τίτλοι τους οποίους επικαλέσθηκε ο Δ. Κ. δεν έχουν καμία απολύτως σχέση με την ένδικη έκταση.
- Επειδή, οι ως άνω παρατιθέμενες δηλώσεις του Δ. Κ. προς τον Δήμο Νέας Φιλαδέλφειας, με τις οποίες διατυπώνει απλώς την πρόθεσή του να παραιτηθεί, υπό όρους, από την αξίωση αποζημίωσης για την ένδικη ρυμοτομική απαλλοτρίωση, ως εκ του ανωτέρω περιεχομένου τους, δεν συνιστούν, κατά τα δεδομένα της κοινής πείρας, εκδήλωση βούλησης για την απόδοση της ένδικης έκτασης στην κοινή χρήση ή επίδειξη αντίστοιχης εκ μέρους του ανοχής, κατά την έννοια του άρθρου 28 του ν. 1337/1983, αλλ’ αντιθέτως, έτειναν στην προς όφελός του αξιοποίηση της έκτασης αυτής, μέσω διαπραγματεύσεων με τη Διοίκηση, με αντάλλαγμα τη μεταφορά συντελεστή δόμησης. Περαιτέρω, κατά τα ανελέγκτως γενόμενα δεκτά από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το εν λόγω ακίνητο έχει διαγραφεί από τα βιβλία καταγραφής δημοσίων κτημάτων της Κτηματικής Υπηρεσίας Αθηνών, δυνάμει της 1671/1995 απόφασης του Νομάρχη Αθηνών κατόπιν της σχετικής 1144579/9020ΠΕ/Α0010/18.1.1995 απόφασης του Υπουργού Οικονομικών, με την οποία επιλύθηκε η αμφισβήτηση του ιδιοκτησιακού καθεστώτος. Εξάλλου, όπως ο ίδιος ο αναιρεσείων Δήμος εκθέτει, με το δικόγραφο της κρινομένης αιτήσεως, με την ανωτέρω 1144579/9020ΠΕ/Α0010/18.1.1995 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών απορρίφθηκε αίτηση του ιδίου (Δήμου) για την ανάκληση της 1072646/4234/Α0010/18.6.1993 απόφασης του Υφυπουργού Οικονομικών, με την οποία είχε γίνει αποδεκτή η υπ’ αριθ. 24/1993 γνωμοδότηση του Γνωμοδοτικού Συμβουλίου Δημοσίων Κτημάτων και Ανταλλάξιμης Περιουσίας, σύμφωνα με την οποία το Δημόσιο δεν προέβαλε δικαιώματα κυριότητας στην έκταση των 2.657,60 τ.μ. του ΟΤ 446Δ του Δήμου Νέας Φιλαδέλφειας. Με τα δεδομένα αυτά, η κρίση της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης περί του νομικού δεσμού του αναιρεσίβλητου με το ένδικο ακίνητο, παρίσταται νομίμως και επαρκώς αιτιολογημένη, τα δε περί του αντιθέτου προβαλλόμενα από τον αναιρεσείοντα Δήμο πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα, ως απαράδεκτα δε καθ’ ό μέρος πλήττουν ευθέως την ανέλεγκτη αναιρετικώς, περί πραγμάτων κρίση του δικαστηρίου της ουσίας.
- Επειδή, ο αναιρεσείων Δήμος προέβαλε, εξάλλου, ενώπιον του δικάσαντος διοικητικού πρωτοδικείου και επαναλαμβάνει με την κρινόμενη αίτηση ότι η προσφυγή του αναιρεσίβλητου ασκήθηκε χωρίς έννομο συμφέρον, καθόσον ο δικαιοπάροχος του τελευταίου, με σχετικές αιτήσεις του προς το Δήμο κατά το έτος 1995, είχε παραιτηθεί ρητά από την άσκηση ενδίκων μέσων κατά της νομαρχιακής απόφασης κήρυξης της ένδικης απαλλοτρίωσης και το δικαίωμα αποζημίωσης έναντι του Δήμου. Ο ισχυρισμός αυτός απορρίφθηκε με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση «προεχόντως ως ερειδόμενος επί εσφαλμένης νομικής προϋπόθεσης καθόσον είναι ανίσχυρη οποιαδήποτε εκ των προτέρων παραίτηση από συνταγματικά κατοχυρωμένα ατομικά δικαιώματα όπως είναι το δικαίωμα δικαστικής προστασίας (άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος) και το δικαίωμα αποζημίωσης λόγω αναγκαστικής απαλλοτρίωσης (άρθρο 17 παρ. 2 του Συντάγματος) …». Με την αίτηση αναιρέσεως προβάλλεται ότι η ανωτέρω κρίση της αναιρεσιβαλλομένης δεν είναι νόμιμη, διότι το ύψος, το είδος κ.λπ. της αποζημίωσης μπορεί να καθορισθεί ελεύθερα μεταξύ των διαδίκων, εναπόκειται δε στον ίδιο τον ενδιαφερόμενο, στο πλαίσιο της αυτονομίας της ιδιωτικής βούλησης, να δεχθεί και να αποφασίσει τον τρόπο αποζημίωσης. Όπως ήδη εκτέθηκε, ο Δ. Κ. με τις ως άνω δηλώσεις του προς τον Δήμο Νέας Φιλαδέλφειας, διατύπωσε απλώς την πρόθεσή του να παραιτηθεί, υπό όρους, από την αξίωση αποζημίωσης για την ένδικη ρυμοτομική απαλλοτρίωση η δε πρόθεση παραίτησης τέθηκε από τον Δ. Κ. ως αντικείμενο διαπραγμάτευσης με τη Διοίκηση, στο πλαίσιο της επιδιωκόμενης από τον ίδιο μεταφοράς συντελεστή δόμησης. Εξάλλου, δεν προκύπτει ούτε προβάλλεται ότι ο Δ. Κ. υπέγραψε την απαιτούμενη ανέκκλητη συμβολαιογραφική δήλωση του άρθρου 8 του ν. 2300/1995 για τη χορήγηση τίτλου μεταφοράς συντελεστή δόμησης (πρβλ. ΣτΕ 1673/1993), ούτε προκύπτει ή προβάλλεται η χορήγηση τέτοιου τίτλου στον Δ. Κ., σχετικά με την ένδικη απαλλοτριωθείσα έκταση. Συνεπώς ορθώς, έστω και με άλλη αιτιολογία, απορρίφθηκαν από την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση οι ανωτέρω ισχυρισμοί του Δήμου, περί εξωδικαστικής επίλυσης της διαφοράς και παραίτησης του Δ. Κ. από την αποζημίωση για την ένδικη απαλλοτρίωση και ο περί του αντιθέτου προβαλλόμενος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
- Επειδή, όπως έχει κριθεί, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 24 του Συντάγματος, η έγκριση και τροποποίηση των πολεοδομικών σχεδίων οποιασδήποτε κλίμακας, και η θέσπιση με ρυθμίσεις κανονιστικού χαρακτήρα πάσης φύσεως όρων δομήσεως, δεν μπορεί να θεωρηθεί ούτε ειδικότερο θέμα, κατά την έννοια του άρθρου 43 παρ. 2 του Συντάγματος, αλλά ούτε και θέμα τοπικού ενδιαφέροντος ή τεχνικού ή λεπτομερειακού χαρακτήρα. Συνεπώς οι ρυθμίσεις αυτές μπορεί να γίνονται μόνον με την έκδοση προεδρικού διατάγματος. Ο κανόνας εξάλλου αφορά τόσο τις αμιγώς κανονιστικές πράξεις (λ.χ. όροι δομήσεως και χρήσεις) και τις πράξεις μικτού χαρακτήρα (λ.χ. τροποποίηση σχεδίου πόλεως με ταυτόχρονο καθορισμό όρων δομήσεως) όσο και τις ατομικές πράξεις (λ.χ. απλή τροποποίηση σχεδίου πόλεως χωρίς ταυτόχρονο καθορισμό όρων δομήσεως), διότι, κατά το Σύνταγμα, ο πολεοδομικός σχεδιασμός συνδέει, λόγω του μεγάλου βαθμού της εσωτερικής συνοχής του, αρρήκτως τις κατηγορίες αυτές πράξεων, κατά τρόπο ώστε η τροποποίηση από άλλο όργανο ατομικής πολεοδομικής ρυθμίσεως να επιδρά αφεύκτως στο υπόλοιπο, κανονιστικό, μέρος αυτής, με αποτέλεσμα τον κίνδυνο ανατροπής της συνοχής της. Δεν ασκεί δε εν προκειμένω επιρροή η κατά το άρθρο 102 παρ. 1 του Συντάγματος, όπως αναθεωρήθηκε το έτος 2001, παροχή της δυνατότητας ανάθεσης στους Ο.Τ.Α. της ασκήσεως αρμοδιοτήτων που συνιστούν αποστολή του Κράτους, προεχόντως διότι η δυνατότητα αυτή ευρίσκει ως όριο την τήρηση των προϋποθέσεων του άρθρου 43 παρ. 2 του Συντάγματος, οι οποίες, κατά τα ήδη εκτεθέντα, δεν συντρέχουν εν προκειμένω. Περαιτέρω, όμως, οι αρμοδιότητες εφαρμογής των πολεοδομικών σχεδίων και οι συναφείς εκτελεστικές αρμοδιότητες, που δεν έχουν τον κατά τα ανωτέρω γενικότερο χαρακτήρα, επιτρεπτώς ανατίθενται σε άλλα, πλην του Προέδρου της Δημοκρατίας, όργανα. Προς την αρμοδιότητα δε εφαρμογής των πολεοδομικών σχεδίων εξομοιώνεται, από τη άποψη αυτή, και η όλως εντοπισμένη τροποποίησή τους, που μπορεί να επιχειρείται ομοίως με πράξη διάφορη του διατάγματος, δεδομένου ότι η τροποποίηση αυτή διενεργείται εντός του πλαισίου ευρύτερου σχεδιασμού που έχει ήδη χωρήσει από τα προς τούτο αρμόδια κατά το Σύνταγμα και τον νόμο όργανα. Και οι τελευταίες, όμως, αυτές όλως εντοπισμένες τροποποιήσεις πολεοδομικών σχεδίων παύουν να διατηρούν τον ως άνω ειδικότερο χαρακτήρα όταν αφορούν προστατευόμενες περιοχές του φυσικού ή πολιτιστικού περιβάλλοντος, λόγω της ιδιαίτερης κατά το Σύνταγμα σημασίας των ως άνω περιοχών, οπότε οι σχετικές ρυθμίσεις πρέπει, στην περίπτωση αυτή, να διενεργούνται με την έκδοση προεδρικού διατάγματος (ΣτΕ 3661/2005 Ολ., 4569/2009 7μ. κ.ά.). Ειδικότερα, όπως επίσης έχει κριθεί, η τροποποίηση σχεδίου πόλεως ή η αναθεώρηση πολεοδομικής μελέτης είναι, κατ’ αρχήν, όλως εντοπισμένη όταν με αυτή επέρχεται μικρής εκτάσεως μεταβολή και θίγεται ένα οικόπεδο ή μικρός αριθμός γειτονικών οικοπέδων, έστω και αν αυτά ευρίσκονται σε διαφορετικά οικοδομικά τετράγωνα. Πλην, και στην περίπτωση αυτή η τροποποίηση δεν θεωρείται όλως εντοπισμένη όταν, λόγω του χαρακτήρα της, συνιστά σημαντική πολεοδομική παρέμβαση για το συγκεκριμένο οικιστικό σύνολο. Συνεπώς, τέτοιας σημασίας και εκτάσεως επεμβάσεις στο σχέδιο πόλεως δεν επιτρέπεται να ανατίθενται σε άλλα όργανα πλην του Προέδρου της Δημοκρατίας και μόνο με προεδρικό διάταγμα είναι δυνατή η τροποποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου ή της πολεοδομικής μελέτης στην περίπτωση αυτή (ΣτΕ 2826/2013, 861/20087μ., 2071/20077μ. κ.ά.). Εξάλλου, στο άρθρο 63 (παρ. 1, 2) του, κυρωθέντος με το άρθρο πρώτο του ν. 2717/1999 (Α΄ 97), Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας ορίζεται ότι: «1. Με την επιφύλαξη όσων ορίζονται σε ειδικές διατάξεις του Κώδικα, οι εκτελεστές ατομικές διοικητικές πράξεις ή παραλείψεις, από τις οποίες δημιουργούνται κατά νόμο διοικητικές διαφορές ουσίας, υπόκεινται σε προσφυγή. 2. Παράλειψη υπάρχει όταν η διοικητική αρχή, αν και υποχρεούται κατά νόμο, δεν εκδίδει εκτελεστή ατομική διοικητική πράξη για να ρυθμίσει ορισμένη έννομη σχέση. Η παράλειψη συντελείται με την πάροδο άπρακτης της προθεσμίας που τυχόν τάσσει ο νόμος για την έκδοση, είτε αυτεπαγγέλτως είτε ύστερα από αίτηση του ενδιαφερομένου, της πράξης αυτής. Στην τελευταία αυτήν περίπτωση (σιωπηρή άρνηση), αν από το νόμο δεν τάσσεται τέτοια προθεσμία, η παράλειψη συντελείται με την πάροδο απράκτου τριμήνου από την υποβολή της σχετικής αίτησης στη Διοίκηση. Η κατά τις προηγούμενες περιόδους παράλειψη συντελείται, επίσης, με την έκδοση θετικής διοικητικής πράξης, από την οποία συνάγεται εμμέσως η βούληση της Διοίκησης να μην προβεί στη ρύθμιση ορισμένης έννομης σχέσης». Περαιτέρω, το άρθρο 4 (παρ. 1) του, κυρωθέντος με το άρθρο πρώτο του ν. 2690/1999 (Α΄ 45), Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο της υποβολής της υπ’ αριθμ. πρωτ. 6457/20.6.2003 αίτησης του αναιρεσίβλητου για άρση της ένδικης ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης, όριζε, υπό τον τίτλο «Διεκπεραίωση υποθέσεων από τη Διοίκηση», μεταξύ άλλων, τα εξής: «1. Οι διοικητικές αρχές, όταν υποβάλλονται αιτήσεις, οφείλουν να διεκπεραιώνουν τις υποθέσεις των ενδιαφερομένων και να αποφαίνονται για τα αιτήματά τους μέσα στην προθεσμία που τυχόν καθορίζεται από τις σχετικές ειδικές διατάξεις, αλλιώς μέσα σε προθεσμία εξήντα (60) ημερών. Η προθεσμία αρχίζει από την υποβολή της αίτησης στην αρμόδια υπηρεσία. Αν η αίτηση υποβληθεί σε αναρμόδια υπηρεσία, η υπηρεσία αυτή οφείλει, μέσα σε πέντε (5) ημέρες, να τη διαβιβάσει στην αρμόδια υπηρεσία και να γνωστοποιήσει τούτο στον ενδιαφερόμενο. 2. Αν κάποια υπόθεση δεν μπορεί να διεκπεραιωθεί μέσα στην προθεσμία της προηγούμενης παραγράφου, η αρμόδια υπηρεσία οφείλει να γνωστοποιήσει εγγράφως στον ενδιαφερόμενο: α) τους λόγους της καθυστέρησης, β) τον υπάλληλο που έχει αναλάβει την υπόθεση και τον αριθμό τηλεφώνου του, για την παροχή πληροφοριών, γ) τα δικαιολογητικά που τυχόν λείπουν, καθώς και δ) κάθε άλλη χρήσιμη πληροφορία. 3. Οι υπηρεσίες απαλλάσσονται από τις κατά την παρ. 1 υποχρεώσεις αν το αίτημα είναι προδήλως παράνομο ή επαναλαμβάνεται κατά τρόπο καταχρηστικό…. 4. …». Η κατά την παράγραφο 1 του ανωτέρω άρθρου υποχρέωση της αναρμόδιας υπηρεσίας, στην οποία υποβάλλεται η αίτηση, να διαβιβάσει αυτήν στην αρμόδια υπηρεσία και να γνωστοποιήσει τούτο στον ενδιαφερόμενο διατηρήθηκε και μετά την τροποποίηση της παραγράφου αυτής, αρχικώς με το άρθρο 11 (παρ. 1) του ν. 3230/2004 (Α΄ 44) και εν συνεχεία με το άρθρο 6 (παρ. 1) του ν. 3242/2004 (Α΄ 102). Από τον συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων συνάγεται ότι αίτηση για την άρση ρυμοτομικής απαλλοτριώσεως επιτρεπτώς υποβάλλεται όχι μόνον στον Υπουργό Περιβάλλοντος Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων αλλά και σε κάθε όργανο της κρατικής Διοίκησης ή της τοπικής αυτοδιοίκησης, στο οποίο έχουν ανατεθεί αποφασιστικού χαρακτήρα αρμοδιότητες σε θέματα έγκρισης και τροποποίησης πολεοδομικών σχεδίων, ή έστω και γνωμοδοτικού χαρακτήρα αρμοδιότητα στο πλαίσιο της διαδικασίας της σχετικής πολεοδομικής ρύθμισης. Εάν δε η αρχή, στην οποία υποβάλλεται το αίτημα, δεν έχει, στη συγκεκριμένη περίπτωση κατά το Σύνταγμα, και το νόμο, αρμοδιότητα τροποποιήσεως του πολεοδομικού σχεδίου, όπως είναι οι Ο.Τ.Α. πριν από την αναθεώρηση του Συντάγματος το έτος 2001, οφείλει να διαβιβάσει περαιτέρω τη σχετική αίτηση στο κατά περίπτωση αρμόδιο όργανο δεν συντελείται όμως, σιωπηρή άρνηση της αρχής αυτής να άρει την απαλλοτρίωση με την πάροδο άπρακτου τριμήνου από την υποβολή της αιτήσεως (ΣτΕ 4569/2009 7μ.).
- Επειδή, με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση έγινε δεκτό ότι «…ο … ισχυρισμός του καθού Δήμου, περί έλλειψης εκτελεστότητας της προσβαλλόμενης σιωπηρής άρνησης, λόγω αναρμοδιότητας του Νομάρχη προς άρση της επίδικης απαλλοτρίωσης, επειδή είναι ανίσχυρη ως αντισυνταγματική, η προβλεπόμενη από το άρθρο 10 ν. 3044/2002 μεταβίβαση της αρμοδιότητας πολεοδομικού σχεδιασμού σε όργανα της τοπικής αυτοδιοίκησης, είναι απορριπτέος, ως νόμω αβάσιμος. Και τούτο διότι, όπως έχει κριθεί …. είναι συνταγματικώς θεμιτή η πρόβλεψη από τη διάταξη του εδαφίου β της παρ. 1 του άρθρου 10 του ν. 3044/2002 της αρμοδιότητας του Νομάρχη για την τροποποίηση σχεδίων πόλεων και οικισμών, που δεν είναι παράκτιοι ούτε έχουν γενικότερη σημασία, εφόσον η τροποποίηση αυτή είναι όλως εντοπισμένη και σημειακή, όπως συμβαίνει στην περίπτωση της άρσης ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης ως προς συγκεκριμένο ακίνητο». Η κρίση αυτή της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης παρίσταται νομίμως και επαρκώς αιτιολογημένη, εφόσον, κατά τα ήδη εκτεθέντα, ο Νομάρχης έχει, καταρχήν, κατά το Σύνταγμα και το νόμο, την αρμοδιότητα να εγκρίνει εντοπισμένες τροποποιήσεις των πολεοδομικών σχεδίων, κατά τα ανελέγκτως δε γενόμενα δεκτά από την αναιρεσιβαλλομένη στη συγκεκριμένη περίπτωση επρόκειτο για μία τέτοια σημειακή και εντοπισμένη τροποποίηση. Συνεπώς, τα περί του αντιθέτου προβαλλόμενα από τον αναιρεσείοντα Δήμο, είναι απορριπτέα ως αβάσιμα, ως απαράδεκτα δε καθ’ ό μέρος πλήττουν ευθέως την ανέλεγκτη αναιρετικώς, περί πραγμάτων κρίση του δικαστηρίου της ουσίας.
- Επειδή, η διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 29 του ν. 2831/2000 (Α΄140) , όπως αντικαταστάθηκε από τη διάταξη του άρθρου 10 του ν. 3044/2002 (Α΄197) ορίζει τα εξής: «Όπου στις προηγούμενες παραγράφους προβλέπεται τροποποίηση εγκεκριμένων σχεδίων πόλεων και οικισμών, οι σχετικές πολεοδομικές ρυθμίσεις πρέπει: α ) να μην επιφέρουν μείωση της συνολικής επιφάνειας κοινόχρηστων χώρων ούτε των αναγκαίων κοινωφελών χώρων σύμφωνα με τα γενικά πλαίσια χρήσεων γης ( Γ.Π.Σ. , Σ.Χ.Ο.Ο.Α.Π. ). Επιτρέπεται η μείωση όταν η τροποποίηση γίνεται σε συμμόρφωση αποφάσεων των αρμόδιων Δικαστηρίων , με τις οποίες ακυρώνεται η άρνηση της διοίκησης να άρει την απαλλοτρίωση…». Περαιτέρω, όπως έχει κριθεί, όταν η Διοίκηση διαπιστώνει ότι συντρέχουν κατ’ αρχήν οι προϋποθέσεις για την άρση ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης ή ρυμοτομικού βάρους, είτε κατά την εξέταση σχετικού αιτήματος του ενδιαφερόμενου ιδιοκτήτη, που έχει υποβληθεί δια της διοικητικής οδού, είτε κατόπιν έκδοσης δικαστικής απόφασης, που ακυρώνει την άρνηση της Διοίκησης να ικανοποιήσει το σχετικό αίτημα, οφείλει, χωρίς καθυστέρηση και αφού τηρήσει τις διατυπώσεις δημοσιότητας που προβλέπονται από τις οικείες διατάξεις, ώστε να παρασχεθεί η δυνατότητα τόσο στους ιδιοκτήτες όσο και σε άλλους ενδιαφερόμενους να εκθέσουν τις απόψεις τους, να επιληφθεί προκειμένου να προβεί στην άρση της ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης ή του ρυμοτομικού βάρους και, ταυτοχρόνως, να ρυθμίσει εκ νέου το πολεοδομικό καθεστώς του συγκεκριμένου ακινήτου, καθόσον, με μόνη την άρση της απαλλοτρίωσης ή του βάρους, το ακίνητο δεν καθίσταται αυτομάτως οικοδομήσιμο. Στη ρύθμιση αυτή προβαίνει η Διοίκηση, ενόψει της υποχρέωσής της που απορρέει από τη συνταγματικώς κατοχυρωμένη προστασία της ιδιοκτησίας, που δεν επιτρέπει την υπέρμετρη κατά χρόνο δέσμευσή της χωρίς τη συντέλεση της απαλλοτρίωσης, βάσει, όμως, των κριτηρίων που απορρέουν από το άρθρο 24 του Συντάγματος. Η Διοίκηση, δηλαδή, δεν δεσμεύεται να καταστήσει, άνευ ετέρου, το ακίνητο οικοδομήσιμο, αλλά οφείλει να εξετάσει εάν συντρέχουν λόγοι που εξ αντικειμένου δεν επιτρέπουν τη δόμηση του, όπως στις περιπτώσεις ακινήτων που έχουν δασικό χαρακτήρα ή βρίσκονται εντός αιγιαλού ή σε ζώνη προστασίας ρέματος, και, περαιτέρω, να συνεκτιμήσει, κατά τρόπο τεκμηριωμένο, αφενός τα μορφολογικά χαρακτηριστικά του συγκεκριμένου ακινήτου, καθώς και τα χαρακτηριστικά και το νομοθετικό καθεστώς του οικισμού και της ευρύτερης περιοχής στην οποία αυτό εντάσσεται [π.χ. πυκνοδομημένος οικισμός, οικισμός παραδοσιακός κατά τις διατάξεις του ν. 1577/1985, οικισμός υπαγόμενος στις διατάξεις του ν. 3028/2002, οικισμός σε περιοχή φυσικού κάλλους, οικισμός σε περιοχή προστασίας της φύσεως κλπ], αφετέρου τον πολεοδομικό σχεδιασμό της περιοχής και τις πολεοδομικές ανάγκες, όπως η ανάγκη δημιουργίας κοινοχρήστων και κοινωφελών χώρων, και, τέλος, τις δεσμεύσεις και κατευθύνσεις τυχόν υφισταμένου χωροταξικού σχεδίου ή Γενικού Πολεοδομικού Σχεδίου ή άλλων συναφών σχεδίων, προκειμένου να αποφεύγονται οι αποσπασματικές ρυθμίσεις. Ενόψει δε όλων των ανωτέρω εκτιμήσεων, η Διοίκηση οφείλει να κρίνει εάν η ιδιοκτησία πρέπει, για κάποιο νόμιμο λόγο, να παραμείνει εκτός πολεοδομικού σχεδιασμού ή να δεσμευθεί εκ νέου, με την επανεπιβολή ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης ή ρυμοτομικού βάρους, εφόσον συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται η δυνατότητα αποζημίωσης των θιγομένων ιδιοκτητών, ή να καταστεί οικοδομήσιμη, είτε με τους γενικούς όρους δόμησης είτε, ενδεχομένως, με ειδικούς όρους δόμησης, που πρέπει να καθορισθούν (πρβλ. ΣτΕ 4569/2009 7μ., 2247/2013, Π.Ε. 63/2010 5μ.). Εξάλλου, όπως συνάγεται από τη διάταξη της παρ. 4α του άρθρου 29 του ν. 2831/2000, όπως αντικαταστάθηκε από τη διάταξη του άρθρου 10 του ν. 3044/2002 , οι ανωτέρω ειδικοί όροι δόμησης επιβάλλονται από τη Διοίκηση, αφού επανεκτιμηθεί η συνολική πολεοδομική φυσιογνωμία της περιοχής, στην οποία βρίσκεται η επίμαχη ιδιοκτησία, δεδομένου ότι η άρση, έστω κατόπιν δικαστικής απόφασης, των επιβληθέντων ρυμοτομικών βαρών δεν συνεπάγεται αυτομάτως την εφαρμογή των όρων δόμησης που ίσχυαν γενικώς και οι οποίοι είχαν τεθεί σύμφωνα με τον πολεοδομικό σχεδιασμό που προέβλεπε στην εν λόγω περιοχή συγκεκριμένους κοινόχρηστους και κοινωφελείς χώρους, αλλά μπορεί, ενδεχομένως, να απαιτεί τον καθορισμό ειδικών όρων δόμησης, προσαρμοσμένους στην κατάσταση που έχει προκύψει μετά την άρση, αποτέλεσμα της οποίας μπορεί να είναι και η μείωση του ισοζυγίου κοινοχρήστων χώρων σε σχέση με το προηγούμενο πολεοδομικό καθεστώς (ΣτΕ 2247/2013, Π.Ε. 63/2010 5μ.).
- Επειδή, προβάλλεται ότι το δικαστήριο της ουσίας έσφαλε απορρίπτοντας σιωπηρά τον ουσιώδη ισχυρισμό του αναιρεσείοντος Δήμου ότι οι διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 11 του ν. 2882/2001, όπως ρητώς ορίζεται στην ίδια ως άνω παράγραφο (εδ. γ΄) δεν ισχύουν περί απαλλοτριώσεων προς εφαρμογή των σχεδίων πόλεων, δεδομένου και του σκοπού των ρυμοτομικών απαλλοτριώσεων, οι οποίες αποτελούν το μέσο υλοποίησης της συνταγματικά θεσπιζόμενης αποστολής και αρμοδιότητας του Κράτους προς αξιοποίηση των κοινοχρήστων χώρων και των κοινωφελών χώρων που δημιουργούνται με την έγκριση ή την τροποποίηση του πολεοδομικού σχεδίου και κατ’ επέκταση της αναβάθμισης του οικιστικού περιβάλλοντος προς τον σκοπό της βελτίωσης της ποιότητας ζωής διά της χωροταξικής αναδιάρθρωσης της χώρας, της πολεοδομικής ανάπτυξης των πόλεων και των οικιστικών εν γένει περιοχών. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι, όπως ήδη εκτέθηκε, ναι μεν από τις ανωτέρω διατάξεις του Κ.Α.Α.Α. δεν προβλέπεται αυτοδίκαιη ανάκληση των ρυμοτομικών απαλλοτριώσεων μετά την άπρακτη πάροδο ορισμένου χρονικού διαστήματος από την κήρυξή τους, ωστόσο και αυτές οι αναγκαστικές απαλλοτριώσεις, εφόσον μετά την κήρυξή τους διατηρούνται, χωρίς να πραγματοποιείται η συντέλεσή τους σύμφωνα με τον νόμο, επί μακρό χρονικό διάστημα, το οποίο, υπό τις ιδιαίτερες συνθήκες, που συντρέχουν σε κάθε περίπτωση, υπερβαίνει τα κατά την κρίση του αρμοδίου δικαστηρίου εύλογα όρια, αποτελούν νομικό και οικονομικό βάρος της ιδιοκτησίας, το οποίο είναι αντίθετο προς την συνταγματική προστασία της και, επομένως, η Διοίκηση υποχρεούται στην άρση τους (ΣτΕ 2247/2013).
- Επειδή, προβάλλεται ότι το δικαστήριο της ουσίας απέρριψε σιωπηρά τον ουσιώδη ισχυρισμό του αναιρεσείοντος Δήμου ότι κατά συνταγματική επιταγή δεν συγχωρείται μείωση των κοινοχρήστων χώρων, στη δε κρινόμενη περίπτωση, δεν υφίσταται άλλος χώρος τουλάχιστον ίσου εμβαδού με την ένδικη έκταση, ώστε να υπάρξει ισοζύγιο στους κοινόχρηστους χώρους του εγκεκριμένου ρυμοτομικού σχεδίου. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι η Διοίκηση κατά τη διαδικασία τροποποίησης του ρυμοτομικού σχεδίου, οφείλει να κρίνει εάν η συγκεκριμένη ιδιοκτησία πρέπει, για κάποιο νόμιμο λόγο, να παραμείνει εκτός πολεοδομικού σχεδιασμού ή να δεσμευθεί εκ νέου, με την επανεπιβολή ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης ή ρυμοτομικού βάρους, εφόσον συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται η δυνατότητα αποζημίωσης του θιγόμενου ιδιοκτήτη, ή να καταστεί οικοδομήσιμη, είτε με τους γενικούς όρους δόμησης είτε, ενδεχομένως, με ειδικούς όρους δόμησης, προσαρμοσμένους στην κατάσταση που θα προκύψει μετά την άρση, αποτέλεσμα της οποίας μπορεί να είναι και η μείωση του ισοζυγίου κοινοχρήστων χώρων σε σχέση με το προηγούμενο πολεοδομικό καθεστώς (ΣτΕ 2247/2013).
- Επειδή, τέλος, υπό τα ανωτέρω δεδομένα, η κρίση του πρωτοδικείου ότι το χρονικό διάστημα δέσμευσης της ιδιοκτησίας του αναιρεσίβλητου υπερβαίνει τον συνταγματικώς ανεκτό χρόνο, παρίσταται επαρκώς και νομίμως αιτιολογημένη, εφόσον στηρίχθηκε όχι μόνον στην παρέλευση διαστήματος μεγαλύτερου των δεκαοκτώ περίπου ετών από τη δέσμευση της ιδιοκτησίας, αλλά και στην εκτίμηση των ιδιαίτερων συνθηκών της επίδικης περίπτωσης.
- Επειδή κατόπιν τούτων η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.