ΣτΕ 368/2016 [Άρση ρυμοτομικής δέσμευσης ακινήτου]
Περίληψη
– Όταν το δικαστήριο εξετάζει εάν, υπό τις ιδιαίτερες συνθήκες που συντρέχουν σε κάθε συγκεκριμένη υπόθεση, στοιχειοθετείται υποχρέωση της Διοικήσεως να άρει τη μη συντελεσθείσα ρυμοτομική απαλλοτρίωση, λαμβάνει υπόψη όχι αποκλειστικά το χρονικό διάστημα που παρήλθε από την επιβολή της ρυμοτομικής επιβαρύνσεως, αλλά και τις τυχόν ενέργειες, στις οποίες έχει προβεί η Διοίκηση και από τις οποίες μπορεί να συναχθεί πρόθεσή της για τη συντέλεση ή μη της απαλλοτριώσεως.
– Η αναιρεσιβαλλόμενη συνεκτίμησε την πάροδο οκταετίας χωρίς να έχει λάβει χώρα καμία ενέργεια για τη συντέλεση της απαλλοτριώσεως, καθώς για την έγγραφη ομολογία του οικείου Δήμου ότι έχουν εξασφαλιστεί άλλες εκτάσεις για την κατασκευή παιδικού σταθμού στην περιοχή και υπό τα δεδομένα αυτά, έκρινε ότι πρέπει να γίνει δεκτή η προσφυγή/
– Οι αποφάσεις τις οποίες επικαλείται το αναιρεσείον Δημόσιο έχουν εκδοθεί σε υποθέσεις, στις οποίες οι πραγματικές συνθήκες δεν ήταν όμοιες, αλλά ούτε ουσιωδώς παρεμφερείς προς τα δεδομένα της κρινόμενης υποθέσεως.
Πρόεδρος: Χρ. Ράμμος
Εισηγητής: Ο. Παπαδοπούλου
Δικηγόροι: Νικ. Μπελίτση, Χρ. Κακαράς
Βασικές Σκέψεις
- Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση ζητείται η αναίρεση της 24/2010 αποφάσεως του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, με την οποία, κατ’ αποδοχή της προσφυγής του αναιρεσιβλήτου, ακυρώθηκε η σιωπηρή άρνηση της Διοικήσεως να άρει ρυμοτομική δέσμευση που επιβλήθηκε σε ακίνητο ευρισκόμενο στο οικοδομικό τετράγωνο 16 στην επικοισθείσα περιοχή του συνοικισμού Ασπροβάλτας του Δήμου Αγίου Γεωργίου Νομού Θεσσαλονίκης και φερόμενο ως ανήκον σε αυτόν, αναπέμφθηκε δε η υπόθεση στη Διοίκηση για τη διενέργεια των νομίμων, σύμφωνα με το διατακτικό.
- Επειδή, στο άρθρο 53 του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8), όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο της ασκήσεως της κρινομένης αιτήσεως, μετά δηλαδή την τροποποίησή του με το άρθρο 35 παρ. 1 και 2 του ν. 3772/2009 (Α΄ 112) και πριν τροποποιηθεί εκ νέου με το άρθρο 12 παρ. 1 του ν. 3900/2010 (Α΄ 213/17.12.2010), ορίζονται τα εξής: «1. … 3. Δεν επιτρέπεται η άσκηση αίτησης αναιρέσεως όταν το ποσό της διαφοράς που άγεται ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας είναι κατώτερο από σαράντα χιλιάδες (40.000) ευρώ. Ειδικώς στις διαφορές από διοικητικές συμβάσεις το όριο αυτό ορίζεται σε διακόσιες χιλιάδες (200.000) ευρώ … Κατ’ εξαίρεση, ασκείται παραδεκτώς αίτηση αναιρέσεως με αντικείμενο κατώτερο από τα ανωτέρω ποσά, όταν προβάλλεται από τον διάδικο με συγκεκριμένους ισχυρισμούς που περιέχονται στο δικόγραφο της αιτήσεως αναιρέσεως ότι: α) η επίλυση της διαφοράς έχει γι’ αυτόν ευρύτερες οικονομικές ή δημοσιονομικές επιπτώσεις που δικαιολογούν την άσκηση της αίτησης, β) με αυτήν τίθεται σπουδαίο νομικό ζήτημα ή υφίσταται αντίθεση της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως προς τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανώτατου δικαστηρίου ή προς άλλες αποφάσεις διοικητικών δικαστηρίων … 4. Η παράγραφος 3 δεν έχει εφαρμογή επί αιτήσεων αναιρέσεως κατά αποφάσεων που εκδίδονται επί προσφυγών ουσίας, εφόσον αφορούν περιοδικές παροχές ή αφορούν στη θεμελίωση του δικαιώματος σε σύνταξη ή στη θεμελίωση του δικαιώματος σε εφάπαξ παροχή και τον καθορισμό του ύψους της. Προκειμένου περί διαφορών που δεν έχουν χρηματικό αντικείμενο, η άσκηση αίτησης αναιρέσεως επιτρέπεται εφόσον με αυτήν τίθεται σπουδαίο νομικό ζήτημα ή υφίσταται αντίθεση της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως προς τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου ή προς άλλες αποφάσεις διοικητικών δικαστηρίων». Εξ άλλου, σύμφωνα με τα άρθρα 35 παρ. 3 και 51 του ν. 3772/2009, οι ως άνω διατάξεις του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989, όπως αντικαταστάθηκαν με τον νόμο αυτό, ισχύουν από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, την 10.7.2009, και καταλαμβάνουν τις εφεξής ασκούμενες αιτήσεις αναιρέσεως (βλ. ΣΕ 4245/2012 επτ, 4089/2014 κ.ά.).
- Επειδή, με τις μνημονευμένες στην προηγούμενη σκέψη διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989 θεσπίζεται, ως πάγια ρύθμιση, το απαράδεκτο της ασκήσεως αιτήσεως αναιρέσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας σε όλες γενικώς τις υποθέσεις, εάν το ποσό της διαφοράς που άγεται ενώπιόν του είναι κατώτερο από 40.000 ευρώ και, ειδικώς στις διοικητικές συμβάσεις, εάν αυτό είναι κατώτερο από 200.000 ευρώ. Θεσπίζεται περαιτέρω, ως εξαίρεση, το παραδεκτό της ασκήσεως αιτήσεως αναιρέσεως εάν ο αναιρεσείων προβάλλει με το εισαγωγικό δικόγραφο και με συγκεκριμένους ισχυρισμούς, μεταξύ άλλων, ότι, καίτοι το ποσό της διαφοράς είναι κατώτερο από 40.000 ευρώ (ή 200.000 ευρώ), με την αίτηση τίθεται σπουδαίο νομικό ζήτημα ή υφίσταται αντίθεση της προσβαλλόμενης αποφάσεως προς τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανώτατου δικαστηρίου ή προς άλλες αποφάσεις διοικητικών δικαστηρίων. Κατά την έννοια δε της πιο πάνω διατάξεως του άρθρου 53 παρ. 3 εδάφιο τέταρτο περίπτ. β΄ του π.δ. 18/1989, η οποία είναι στενώς ερμηνευτέα ενόψει του επιδιωκόμενου σκοπού, της αποσυμφορήσεως δηλαδή του Συμβουλίου της Επικρατείας από μεγάλο αριθμό αιτήσεων αναιρέσεως που δεν έχουν σημαντικό χρηματικό αντικείμενο και της επιταχύνσεως του ρυθμού απονομής της δικαιοσύνης (βλ. τη συνοδεύουσα τον ν. 3772/2009 αιτιολογική έκθεση), για να κριθεί εάν παραδεκτώς ασκείται αίτηση αναιρέσεως, ο αναιρεσείων πρέπει απαραιτήτως με το εισαγωγικό δικόγραφο είτε (α) να εκθέτει με αυτοτελείς και συγκεκριμένους ισχυρισμούς ποιο είναι το τιθέμενο νομικό ζήτημα, να εξηγεί δε με σαφήνεια και να τεκμηριώνει την άποψή του αυτή, χωρίς να αρκούν προς τούτο μόνη η αναφορά των κρίσιμων διατάξεων και ο ισχυρισμός αορίστως ότι τίθεται σπουδαίο νομικό ζήτημα, είτε (β) να επικαλείται συγκεκριμένα την απόφαση του ανώτατου δικαστηρίου ή τις τελεσίδικες ή ανέκκλητες αποφάσεις των διοικητικών δικαστηρίων προς τις οποίες υπάρχει, κατά την άποψή του, αντίθεση της προσβαλλόμενης αποφάσεως ως προς το ίδιο νομικό ζήτημα, η επίλυση του οποίου ήταν αναγκαία για τη διάγνωση των σχετικών υποθέσεων. Στην τελευταία αυτή περίπτωση υπάρχει αντίθεση όταν αυτή προκύπτει από τις αναγκαίες για τη θεμελίωση του διατακτικού των αποφάσεων αιτιολογίες τους. Εξ άλλου, όπως συνάγεται από την ίδια διάταξη, οι δικαστικές αποφάσεις, των οποίων γίνεται επίκληση κατά τα ανωτέρω, πρέπει να προσκομίζονται από τον αναιρεσείοντα κατά την κατάθεση της αιτήσεως, εκτός εάν πρόκειται για αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανώτατου δικαστηρίου, οπότε, κατ’ εξαίρεση αρκεί να προσδιορίζονται ειδικώς στο εισαγωγικό δικόγραφο κατά τρόπο που επιτρέπει την εξατομίκευσή τους. Εάν τεκμηριωθεί δε η σπουδαιότητα του τιθέμενου νομικού ζητήματος ή η αντίθεση της προσβαλλόμενης δικαστικής αποφάσεως προς απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανώτατου δικαστηρίου ή αποφάσεις διοικητικών δικαστηρίων για το ίδιο νομικό ζήτημα, η αίτηση είναι παραδεκτή και εξετάζεται μόνο κατά το μέρος αυτής και ως προς τους λόγους που αφορούν το συγκεκριμένο σπουδαίο νομικό ζήτημα που ανακύπτει στην ένδικη υπόθεση ή το συγκεκριμένο νομικό ζήτημα για το οποίο υπάρχει αντίθεση προς τις σχετικές δικαστικές αποφάσεις, εφόσον βέβαια αυτό κρίνεται αναγκαίο για την επίλυση της όλης υποθέσεως. Αντιθέτως, από το περιεχόμενο του εισαγωγικού δικογράφου της δίκης και μόνο δεν μπορεί να συναχθεί ότι με την αίτηση τίθεται σπουδαίο νομικό ζήτημα και το Συμβούλιο της Επικρατείας την απορρίπτει ως απαράδεκτη (ΣΕ 4089/2014 κ.ά.).
- Επειδή, περαιτέρω, οι ανωτέρω όροι σχετικά με την προβολή ισχυρισμών πρέπει να συντρέχουν και στην περίπτωση του δευτέρου εδαφίου της παραγράφου 4 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989, όπως η παράγραφος αυτή τροποποιήθηκε κατά τα ανωτέρω, δηλαδή προκειμένου περί διαφορών που δεν έχουν χρηματικό αντικείμενο, για τις οποίες επίσης θεσπίζεται ο κανόνας του κατ’ αρχήν απαραδέκτου της αιτήσεως αναιρέσεως, αφού και η διάταξη αυτή είναι στενώς ερμηνευτέα ενόψει του σκοπού της. Επομένως, και στην περίπτωση αυτή ο αναιρεσείων πρέπει, με το εισαγωγικό δικόγραφο, είτε να εκθέτει, υπό τις ανωτέρω προϋποθέσεις, το τιθέμενο νομικό ζήτημα, είτε να επικαλείται, επίσης με τις ανωτέρω προϋποθέσεις, τις αποφάσεις εκείνες προς τις οποίες υπάρχει, κατά την άποψή του, αντίθεση της προσβαλλομένης ως προς το ίδιο νομικό ζήτημα, ώστε το Δικαστήριο να κρίνει εάν η προβαλλόμενη σπουδαιότητα του τιθέμενου νομικού ζητήματος ή η αντίθεση της προσβαλλομένης προς απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανώτατου δικαστηρίου ή αποφάσεις διοικητικών δικαστηρίων για το ίδιο νομικό ζήτημα τεκμηριώνονται, με τις εντεύθεν συνέπειες (ΣΕ 4245/2012 επτ, 4089/2014 κ.ά.).
- Επειδή, οι προεκτεθείσες ρυθμίσεις του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989, όπως τροποποιήθηκαν με το άρθρο 35 του ν. 3772/2009, καταλαμβάνουν την κρινόμενη αίτηση, δεδομένου ότι κατατέθηκε στο Διοικητικό Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης την 14.6.2010, πριν δηλαδή από την ισχύ του ν. 3900/2010, επί διαφοράς σχετικής με την άρνηση άρσεως ρυμοτομικής απαλλοτριώσεως, η οποία δεν έχει άμεσο χρηματικό αντικείμενο (βλ. 4089/2014).
- Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση προβάλλεται ότι η αναιρεσιβαλλομένη μη νομίμως δέχθηκε ως εμπρόθεσμη την προσφυγή του αναιρεσιβλήτου. Ειδικότερα, προβάλλεται ότι όπως προκύπτει από τα εκτιθέμενα στην αναιρεσιβαλλομένη πραγματικά περιστατικά, η αίτηση του αναιρεσιβλήτου προς τη Διοίκηση, με αίτημα την άρση του επίδικου πολεοδομικού βάρους, κοινοποιήθηκε αρχικώς στον Υπουργό Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων την 21.1.2009, ότι η σχετική παράλειψη συντελέσθηκε με την άπρακτη πάροδο τριμήνου από την πρώτη αυτή κοινοποίηση, ήτοι την 20.4.2009, ότι η εξηκονθήμερη προθεσμία για την άσκηση της προσφυγής κατά της ανωτέρω παραλείψεως έληγε την 22.6.2009 ημέρα Δευτέρα και ότι, συνεπώς, η προσφυγή που κατατέθηκε στη Γραμματεία του αρμοδίου δικαστηρίου την 23.6.2009 ήταν απορριπτέα ως εκπρόθεσμη. Επικαλείται δε το αναιρεσείον Δημόσιο την 570/2007 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, ισχυριζόμενο ότι υπάρχει αντίθεση της αναιρεσιβαλλόμενης προς την ανωτέρω απόφαση. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος, ως αβάσιμος, διότι με την 570/2007 απόφαση του Β΄ Τμήματος του Δικαστηρίου κρίθηκε ζήτημα που ανέκυψε κατά την εφαρμογή της νομοθεσίας περί ανταγωνισμού και είναι εντελώς διαφορετικό εν σχέσει προς το τιθέμενο εν προκειμένω: Ειδικότερα, με την απόφαση αυτή του Β΄ Τμήματος ερμηνεύθηκαν οι διατάξεις (α) του άρθρου 14 του ν. 703/1977 (Α΄ 43), όπως ίσχυε μετά την τροποποίηση του με το άρθρο 4 παρ. 14 του ν. 2296/1995 (Α΄ 43) και την επαναφορά του σε ισχύ και την εκ νέου τροποποίησή του με το άρθρο 1 παρ. 25 του ν. 2837/2000 (Α΄ 178), (β) του άρθρου 8 παρ. 15 του ίδιου νόμου, το οποίο έχει τροποποιηθεί με το άρθρο 4 του ν. 1934/1991 (Α΄ 31) και με τα άρθρα 20 και 21 του ν. 2000/1991 (Α΄ 206), όπως ίσχυε μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 4 παρ. 1 του ν. 2296/1995 (Α΄ 43) και πριν από την εκ νέου τροποποίησή του με το άρθρο 10 παρ. 8 του ν. 3373/2005 (Α΄ 188),(γ) του άρθρου 13 α παρ. 1 του αυτού ν. 703/1977, (δ) των άρθρων 66 και 285 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2717/1999, Α΄ 97), καθώς και (δ) της κ.υ.α. 963/2001 (Β΄ 361) περί Κανονισμού Λειτουργίας και Διαχείρισης της Επιτροπής Ανταγωνισμού, ερμηνεύθηκαν δηλαδή διατάξεις που ρυθμίζουν την κοινοποίηση των αποφάσεων της Επιτροπής Ανταγωνισμού σε τρίτους έχοντες έννομο συμφέρον να ασκήσουν προσφυγή και δεν κρίθηκε ο τρόπος υπολογισμού της προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής επί υποθέσεων σχετικών με την άρση πολεοδομικών δεσμεύσεων.
- Επειδή, όπως θα εκτεθεί σε επόμενες σκέψεις, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ακύρωσε την άρνηση της Διοικήσεως να άρει την επιβληθείσα στο ακίνητο του αναιρεσιβλήτου ρυμοτομική δέσμευση, αφού δέχθηκε ότι, υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες, παρήλθε το εύλογο χρονικό διάστημα κατά το οποίο θα ήταν ανεκτή η διατήρηση της δεσμεύσεως της επίμαχης ιδιοκτησίας χωρίς τη συντέλεση της απαλλοτριώσεως. Με το δικόγραφο της αιτήσεως αναιρέσεως προβάλλεται ότι η αναιρεσιβαλλομένη δεν αιτιολογείται νομίμως, καθόσον, κατά παράβαση του άρθρου 17 του Συντάγματος και των διατάξεων του άρθρου 11 του ν. 2882/2001, του άρθρου 11 παρ. 2 του ν.δ. 797/1971 και του άρθρου 36 παρ. 2 του ν. 1337/1983, δέχθηκε ότι εν προκειμένω η πάροδος οκτώ ετών από την επιβολή του βάρους υπερβαίνει τα εύλογα όρια διατηρήσεώς του.
- Επειδή, το άρθρο 11 παρ. 2 του ν.δ. 797/1971 (Α΄ 1), όπως είχε αντικατασταθεί με το άρθρο 1 του ν. 212/1975 (Α΄ 252), προέβλεπε, ότι οι αναγκαστικές απαλλοτριώσεις ανακαλούνται αυτοδικαίως, εάν παρέλθει ορισμένος χρόνος από την κήρυξή τους χωρίς να έχει καθορισθεί η οφειλομένη αποζημίωση. Ειδικότερα προέβλεπε ότι οι αναγκαστικές απαλλοτριώσεις οι οποίες κηρύσσονται κατ’ εφαρμογή της νομοθεσίας περί σχεδίων πόλεων ανακαλούνται εάν παρέλθει οκταετία. Με το άρθρο 36 παρ. 2 του ν. 1337/1983 (Α΄ 33) καταργήθηκε το άρθρο 11 παρ. 2 του ν.δ. 797/1991 και, συνεπώς, και ο θεσμός της αυτοδίκαιης ανακλήσεως της απαλλοτριώσεως μετά την άπρακτη πάροδο οκταετίας από την κήρυξή της. Εξ άλλου, σύμφωνα με το άρθρο 11 παρ. 2 – 4 του ν. 2882/2001 (Α΄ 17), «2. Η αναγκαστική απαλλοτρίωση ανακαλείται υποχρεωτικά με πράξη της αρχής η οποία την έχει κηρύξει, ύστερα από αίτηση κάθε ενδιαφερομένου που πιθανολογεί εμπράγματο δικαίωμα στο απαλλοτριωμένο ακίνητο, εάν μέσα σε τέσσερα έτη από την κήρυξή της δεν ασκηθεί αίτηση για τον δικαστικό καθορισμό της αποζημίωσης ή δεν καθορισθεί αυτή εξωδίκως. Η αίτηση είναι απαράδεκτη εάν ασκηθεί μετά την πάροδο έτους από την παρέλευση της τετραετίας αυτής, σε κάθε δε περίπτωση μετά τη δημοσίευση της απόφασης καθορισμού της αποζημίωσης … Οι διατάξεις της παρούσας παραγράφου δεν ισχύουν προκειμένου περί απαλλοτριώσεων προς εφαρμογή σχεδίων πόλεων, ανάπτυξη οικιστικών περιοχών και για αρχαιολογικούς σκοπούς. 3. Η αναγκαστική απαλλοτρίωση αίρεται αυτοδικαίως εάν δεν συντελεστεί μέσα σε ενάμισι έτος από τη δημοσίευση της απόφασης προσωρινού καθορισμού της αποζημίωσης και, σε περίπτωση απευθείας οριστικού καθορισμού αυτής, από τη δημοσίευση της σχετικής απόφασης. Η αρμόδια για την κήρυξη της απαλλοτρίωσης αρχή υποχρεούται να εκδώσει μέσα σε τέσσερις μήνες από τη λήξη της προθεσμίας του προηγούμενου εδαφίου βεβαιωτική πράξη για την επελθούσα αυτοδίκαιη άρση. Η πράξη αυτή δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. 4. Εάν περάσουν άπρακτες οι κατά τις προηγούμενες παραγράφους 2 και 3 προθεσμίες ή εκδοθεί πράξη αρνητική, κάθε ενδιαφερόμενος δύναται να ζητήσει από το τριμελές διοικητικό πρωτοδικείο, στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται το απαλλοτριωμένο ακίνητο, την έκδοση δικαστικής απόφασης, με την οποία να ακυρώνεται η προσβληθείσα πράξη ή παράλειψη και να βεβαιώνεται η αυτοδίκαιη ή υποχρεωτικώς επελθούσα άρση της απαλλοτρίωσης. Στην περίπτωση αυτή εφαρμόζεται αναλόγως η διαδικασία που ορίζεται από τον Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2719/1999) πλην του άρθρου 66 αυτού. Στη δίκη καλείται ο υπέρ ου η απαλλοτρίωση και το Δημόσιο. Η εκδιδόμενη απόφαση είναι ανέκκλητη». Οι ανωτέρω διατάξεις δεν προβλέπουν αυτοδίκαιη ανάκληση των ρυμοτομικών απαλλοτριώσεων μετά την άπρακτη πάροδο ορισμένου χρονικού διαστήματος από την κήρυξή τους. Όπως όμως έχει κριθεί, ενόψει των διατάξεων του άρθρου 17 του Συντάγματος περί προστασίας της ιδιοκτησίας, ρυμοτομικές απαλλοτριώσεις, καθώς και άλλα ρυμοτομικά βάρη που επιβάλλονται κατ’ εφαρμογή της νομοθεσίας περί εγκρίσεως και τροποποιήσεως σχεδίων πόλεων ή πολεοδομικών μελετών, με τον καθορισμό κοινοχρήστων χώρων ή χώρων προοριζομένων για κοινωφελείς εν γένει χρήσεις, δεν επιτρέπεται να διατηρούνται επί μακρό χρονικό διάστημα, το οποίο, υπό τις ιδιαίτερες συνθήκες που συντρέχουν σε κάθε περίπτωση, υπερβαίνει τα εύλογα όρια, χωρίς να πραγματοποιείται η συντέλεση των απαλλοτριώσεων σύμφωνα με τον νόμο. Επομένως, όταν οι πολεοδομικές αυτές δεσμεύσεις της ιδιοκτησίας διατηρούνται πέραν του ευλόγου κατά τις περιστάσεις χρόνου, χωρίς τη συντέλεση της απαλλοτριώσεως των βαρυνομένων ακινήτων, ανακύπτει υποχρέωση του αρμοδίου κατά περίπτωση οργάνου της Διοικήσεως να άρει τη ρυμοτομική απαλλοτρίωση ή το ρυμοτομικό βάρος, η υποχρέωση δε αυτή δεν αναιρείται από το γεγονός, ότι για την άρση της απαλλοτριώσεως ή του βάρους απαιτείται η τροποποίηση του σχεδίου πόλεως ή της πολεοδομικής μελέτης. Εξ άλλου, η Διοίκηση, όταν διαπιστώνει ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις για την άρση ρυμοτομικής απαλλοτριώσεως ή ρυμοτομικού βάρους, οφείλει, πάραυτα και αφού τηρήσει τις διατυπώσεις δημοσιότητας που προβλέπονται από τις οικείες διατάξεις, να επιληφθεί προκειμένου να βεβαιώσει την άρση της ρυμοτομικής απαλλοτριώσεως ή του ρυμοτομικού βάρους και, ταυτοχρόνως, να ρυθμίσει εκ νέου το πολεοδομικό καθεστώς του συγκεκριμένου ακινήτου, καθόσον με μόνη την άρση της απαλλοτριώσεως ή του βάρους το ακίνητο δεν καθίσταται αυτομάτως οικοδομήσιμο. Στη ρύθμιση αυτή προβαίνει η Διοίκηση ενόψει της υποχρεώσεώς της που απορρέει από τη συνταγματικώς κατοχυρωμένη προστασία της ιδιοκτησίας, βάσει, όμως, των κριτηρίων που απορρέουν από το άρθρο 24 του Συντάγματος (βλ. ΣΕ 903/2015, 653/2015, 4124/2013, 4842/2012 , 3908/2007 επτ κ.ά.).
- Επειδή, το κρίσιμο για την επίλυση της παρούσας υποθέσεως νομικό ζήτημα είναι εάν έχει παραβιασθεί το συνταγματικώς κατοχυρωμένο δικαίωμα στην ιδιοκτησία λόγω της διατηρήσεως της ρυμοτομικής απαλλοτριώσεως στο ακίνητο του αναιρεσιβλήτου χωρίς να έχει συντελεσθεί κατά νόμο η απαλλοτρίωσή του. Στις συνταγματικές διατάξεις δεν ορίζεται το χρονικό διάστημα, κατά το οποίο είναι ανεκτή η διατήρηση ρυμοτομικής απαλλοτριώσεως ή ρυμοτομικού βάρους, σύμφωνα δε με τη νομολογία που έχει διαμορφωθεί καθ’ ερμηνεία των διατάξεων αυτών, η διατήρηση της ρυμοτομικής επιβαρύνσεως είναι ανεκτή μόνο για εύλογο χρόνο, μετά την πάροδο του οποίου ανακύπτει υποχρέωση της Διοικήσεως να άρει την απαλλοτρίωση και το βάρος. Εξ άλλου, ο εύλογος χρόνος, που αποτελεί στοιχείο του συνταγματικού κανόνα, εξαρτάται από τις ιδιαίτερες συνθήκες οι οποίες συντρέχουν σε κάθε συγκεκριμένη υπόθεση, δηλαδή από πραγματικά δεδομένα, όπως είναι το χρονικό διάστημα που παρήλθε από την επιβολή της ρυμοτομικής επιβαρύνσεως, οι ενέργειες, στις οποίες έχει τυχόν προβεί η Διοίκηση και από τις οποίες μπορεί να συναχθεί πρόθεσή της για τη συντέλεση της απαλλοτριώσεως, και οι τυχόν ενέργειες των ιδιοκτητών. Εφόσον, επομένως, η νομική έννοια του εύλογου χρόνου εξειδικεύεται μέσω των πραγματικών δεδομένων, ζήτημα νομολογιακού προηγούμενου, κατά την έννοια της παραπάνω διατάξεως του άρθρου 53 παρ. 3 του π.δ. 18/1989 όπως ισχύει, μπορεί να τεθεί μόνον εάν έχει επιλυθεί από το δικαστήριο υπόθεση υπό τα ίδια ή ουσιωδώς παρεμφερή πραγματικά περιστατικά, διότι μόνο στην περίπτωση αυτή μπορεί να θεωρηθεί ότι πρόκειται για το ίδιο νομικό ζήτημα (βλ. ΣΕ 266/2014, 4783/2014).
- Επειδή, κατά τα εκτιθέμενα στην αναιρεσιβαλλομένη, ο αναιρεσίβλητος φέρεται ως κύριος οικοπέδου, συνολικού εμβαδού 399,00 τμ, στο ΟΤ 16 της επικοισθείσας περιοχής του συνοικισμού Ασπροβάλτας του Δήμου Αγίου Γεωργίου Θεσσαλονίκης. Με την 6785ΠΕ/14.12.2000 απόφαση του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας, η οποία δημοσιεύθηκε στην ΕτΚ την 19.1.2001 (Δ΄ 23), εγκρίθηκε η «μελέτη αναθεώρησης» του ανωτέρω οικισμού και χαρακτηρίσθηκε το προαναφερθέν οικόπεδο ως χώρος παιδικού σταθμού. Ο αναιρεσίβλητος με την από 10.1.2009 αίτηση, που επιδόθηκε στον Υπουργό Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων την 21.1.2009, στον Γενικό Γραμματέα Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας την 20.1.2009 και στον Δήμαρχο του Δήμου Αγίου Γεωργίου την 27.1.2009, ζήτησε την άρση του ρυμοτομικού βάρους με τον αποχαρακτηρισμό του ακινήτου του, ακολούθως δε μετά την πάροδο τριμήνου, άσκησε προσφυγή και ζήτησε την ακύρωση της σιωπηρής αρνήσεως της Διοικήσεως να ικανοποιήσει το αίτημά του. Η αναιρεσιβαλλομένη, αφού έλαβε υπόψη (α) ότι από την κατά τα ανωτέρω επιβολή του ρυμοτομικού βάρους μέχρι την υποβολή της αιτήσεως του αναιρεσιβλήτου στη Διοίκηση παρήλθε χρονικό διάστημα πλέον των οκτώ ετών, χωρίς να έχει καθ’οιονδήποτε τρόπο προωθηθεί η διαδικασία της αναγκαστικής απαλλοτριώσεως, καθώς και (β) τα αναφερόμενα στην έκθεση απόψεων του Δήμου Αγίου Γεωργίου προς το δικαστήριο, ότι δηλαδή «έχουν εξασφαλισθεί από τον Δήμο εκτάσεις για την κατασκευή παιδικού σταθμού στην περιοχή, ενώ ήδη λειτουργεί δημοτικός παιδικός σταθμός από το έτος 1999 σε δημοτικό οικόπεδο εντός της περιοχής της πολεοδομικής μελέτης β΄ κατοικίας συνοικισμού Ασπροβάλτας» και ότι ο Δήμος, ενόψει και της αδυναμίας καταβολής αποζημιώσεως, συναινεί στον αποχαρακτηρισμό του επίδικου οικοπέδου, έκρινε ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση το διαρρεύσαν χρονικό διάστημα υπερβαίνει τα εύλογα όρια εντός των οποίων θα ήταν συνταγματικώς ανεκτή η επιβάρυνση της ιδιοκτησίας και δέχθηκε την προσφυγή.
- Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση προβάλλεται ότι η αναιρεσιβαλλομένη που δέχθηκε ότι παρήλθε ο εύλογος χρόνος δεν αιτιολογείται νομίμως, καθόσον κατά τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας πρέπει πάντως να παρέρχεται χρόνος μείζων της οκταετίας και να συνεκτιμώνται οι ιδιαίτερες κάθε φορά περιστάσεις, εν προκειμένω δε η από 10.1.2009 αίτηση του αναιρεσιβλήτου ανάγεται σε χρόνο προγενέστερο της συμπληρώσεως της οκταετίας και επιδόθηκε μόλις συμπληρώθηκε το χρονικό αυτό διάστημα. Στο δικόγραφο δε της αιτήσεως αναιρέσεως γίνεται μνεία «ενδεικτικά» των 380/1998, 639/1998, 2671/1999, 3365/1999 και 894/2002 αποφάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας. Όπως προεκτέθηκε, όταν το δικαστήριο εξετάζει εάν, υπό τις ιδιαίτερες συνθήκες που συντρέχουν σε κάθε συγκεκριμένη υπόθεση, στοιχειοθετείται υποχρέωση της Διοικήσεως να άρει την μη συντελεσθείσα ρυμοτομική απαλλοτρίωση, λαμβάνει υπόψη όχι αποκλειστικά το χρονικό διάστημα που παρήλθε από την επιβολή της ρυμοτομικής επιβαρύνσεως, αλλά και τις τυχόν ενέργειες, στις οποίες έχει προβεί η Διοίκηση και από τις οποίες μπορεί να συναχθεί πρόθεσή της για τη συντέλεση ή μη της απαλλοτριώσεως. Εν προκειμένω δε, η αναιρεσιβαλλομένη συνεκτίμησε την πάροδο οκταετίας χωρίς να έχει λάβει χώρα καμία ενέργεια για τη συντέλεση της απαλλοτριώσεως, καθώς και την έγγραφη ομολογία του οικείου Δήμου ότι έχουν εξασφαλισθεί άλλες εκτάσεις για την κατασκευή παιδικού σταθμού στην περιοχή και, υπό τα δεδομένα αυτά, έκρινε ότι πρέπει να γίνει δεκτή η προσφυγή. Εξ άλλου, όπως συνάγεται από το σκεπτικό τους, οι αποφάσεις τις οποίες επικαλούνται το αναιρεσείον Δημόσιο έχουν εκδοθεί σε υποθέσεις, στις οποίες οι πραγματικές συνθήκες δεν ήταν όμοιες, αλλά ούτε ουσιωδώς παρεμφερείς προς τα δεδομένα της κρινόμενης υποθέσεως. Κατά συνέπεια, ο ανωτέρω λόγος αναιρέσεως, ανεξαρτήτως του παραδεκτού του από την άποψη των προϋποθέσεων του εφαρμοστέου εν προκειμένω άρθρου 35 του ν. 3772/2009 (βλ. ανωτέρω, σκέψεις 3-6), δηλαδή και υπό την εκδοχή ότι αναφέρεται είτε σε σπουδαίο νομικό ζήτημα είτε σε αντίθεση της αναιρεσιβαλλόμενης προς τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, είναι απορριπτέος.
- Επειδή, ενόψει των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση.