ΟΡΓΑΝΩΜΕΝΑ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΑ ΚΑΙ ΕΚΡΟΕΣ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΈΝΩΣΗ. Η ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΛΥΣΕΩΝ ΓΙΑ ΤΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ (Ιούνιος 2005)
-
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΠΛΑΤΙΑΣ, Δρ. Πολιτικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου της Βόννης
Δευτέρα 27 Ιουνίου 2005
Ι. Οργανωμένα συμφέροντα στην Ευρωπαϊκή πολιτική για το περιβάλλον
Παράλληλα με τη θεσμική εξέλιξη της Κοινής Ευρωπαϊκής Πολιτικής για το περιβάλλον αναπτύχθηκε ένα σημαντικό θεσμικό-οργανωτικό πλαίσιο περιβαλλοντικής πολιτικής, καθώς και ένα σύνολο συστηματοποιημένων τυπικών, αλλά και άτυπων διαδικασιών, στις οποίες μετέχουν διάφοροι δρώντες, δηλαδή τα Κοινοτικά Όργανα, οι εθνικές κυβερνήσεις, τοπικές και περιφερειακές αρχές, οργανωμένες ομάδες συμφερόντων. Ρόλος και ειδικό βάρος των εμπλεκομένων, όπως και η αποτελεσματικότητα με την οποία προωθούν τα επιμέρους συμφέροντα τους, εξαρτώνται από την εκάστοτε θέση τους στο θεσμικό σύστημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς επίσης από συγκυριακούς παράγοντες που καθορίζουν τη μεταξύ τους διάδραση.
Αν στο παρελθόν η επιδίωξη άσκησης επιρροής στις κοινοτικές διεργασίες και τις εκροές των Κοινοτικών Οργάνων αποτέλεσε πρακτική στα όρια του θεμιτού, στη σύγχρονη πολιτική αντιμετωπίζεται κάτω από ένα θετικό πρίσμα[1]. Έτσι, η συμμετοχή αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο του νέου παραδείγματος που εισάγεται στην Κοινή Ευρωπαϊκή πολιτική για το περιβάλλον με το Πέμπτο και το Έκτο Πρόγραμμα Δράσης της Κοινότητας για το Περιβάλλον[2] και αποσκοπεί στην αειφόρο ανάπτυξη. Η επιτυχία των μέτρων, δράσεων, της πολιτικής γενικότερα προϋποθέτει τη σύμπραξη των πολιτών, επιχειρηματιών, καταναλωτών κλπ. Αφορά δε όλο το φάσμα, από το σχεδιασμό και την άσκηση πολιτικής έως το επίπεδο της υλοποίησης των συγκεκριμένων περιβαλλοντικών μέτρων και δράσεων.
Το φυσικό και πολιτιστικό περιβάλλον, ως ο χώρος μέσα στον οποίο συντελούνται οι ανθρώπινες δραστηριότητες και ως προστατευταίο αγαθό, συγκεντρώνει το ενδιαφέρον των ομάδων πίεσης που αναπτύσσονται εκατέρωθεν. Η Κοινή Ευρωπαϊκή πολιτική για το περιβάλλον αποτελεί πεδίο αντιπαράθεσης και διαμεσολάβησης οργανωμένων συμφερόντων σε Ευρωπαϊκό επίπεδο.
ΙΙ. Ανάπτυξη της πολιτικής και οργανωμένα συμφέροντα
Η δραστηριοποίηση ομάδων πίεσης που εκφράζουν και εκπροσωπούν οργανωμένα συμφέροντα αποσκοπεί στη συνδιαμόρφωση συγκεκριμένων πολιτικών εκροών, καθώς επίσης στον επηρεασμό της πολιτικής συνολικά. Σε κάθε περίπτωση, αναπτύσσονται και αξιοποιούνται πλατφόρμες και μηχανισμοί γνωστοποίησης και συμπερίληψης των επιμέρους θέσεων στο τελικό προϊόν της πολιτικής διεργασίας. Εξασφαλίζεται κατά τον τρόπο αυτό μια καλύτερη διακυβέρνηση που εδράζεται σε καλύτερη πληροφόρηση, περισσότερη διαφάνεια, πλουραλισμό, συμμετοχή, ευρεία συναίνεση και νομιμοποίηση των αποφάσεων, συνεπώς και στήριξή τους μέσω της αυτοδέσμευσης όλων των μερών, όπως άλλωστε και αποτελεσματικότερη εφαρμογή τους.
Παράλληλα, αναπτύσσεται ένα σημαντικό συγκρουσιακό δυναμικό, το οποίο τροφοδοτεί το σύστημα με εντάσεις, αλλά συμβάλλει επίσης στην επίτευξη ισορροπίας, μέσα από την διαμεσολάβηση των επιμέρους συμφερόντων. Πρόκειται για δυναμικές διεργασίες, το δε σημείο ισορροπίας και η ποιότητα της πολιτικής διαφοροποιούνται συνεχώς. Στην ανάπτυξη της πολιτικής επιδρούν σημαντικές και ισχυρές δυνάμεις. Τα αποτελέσματα εκφράζουν τη σύνθεση των δυνάμεων αυτών και το συγκερασμό των επιμέρους συμφερόντων. Η πρόοδος σε θεσμούς, δράσεις, μηχανισμούς, μέσα κλπ. δεν μπορεί και δεν θα πρέπει συνεπώς να αναμένεται θεαματική. Παρά τις όποιες μαξιμαλιστικές προσδοκίες αναφορικά με την Κοινή Ευρωπαϊκή πολιτική για το περιβάλλον, η ολοκλήρωση και η πρόοδος στο εν λόγω πεδίο εύλογα απαιτούν βάθος χρόνου.
Μολονότι πάντως η περιεχομενική διευθέτηση της πολιτικής επιδέχεται πιέσεις, μέσω της επιρροής που ασκείται στο σύστημα από οργανωμένες ομάδες συμφερόντων, οι εκροές κινούνται εντός ενός συγκεκριμένου πλαισίου που οριοθετείται στη βάση του νέου παραδείγματος και των κατευθύνσεων που έχουν τεθεί, αλλά επίσης της δυναμικής που φέρει η Κοινοτική πολιτική, λόγω της κρίσιμης μάζας που έχει επιτευχθεί. Αρχές, στόχοι, στρατηγικές και αρθρωμένες διαδικασίες καθορίζουν συνεπώς τα περιθώρια των παρεμβάσεων και τις πιθανότητες επιτυχίας τους. Σε κάθε περίπτωση, το σύστημα χαρακτηρίζεται από την «ωρίμανση» και την «ενηλικίωσή» του στη διάρκεια του χρόνου, που οδηγούν σε μια συνολικά θετική εξέλιξη της Κοινής Ευρωπαϊκής πολιτικής για το περιβάλλον σε επίπεδο θεσμών, αρχών, στόχων, μέσων, μηχανισμών, διαδικασιών, εργαλείων κλπ.[3]. Η ανάπτυξη και πύκνωση της ευνοεί την επιρροή των περιβαλλοντικών συμφερόντων στη βάση μιας σχέσης θετικής αλληλεξάρτησης. Εξάλλου, στην νέα Ευρωπαϊκή διακυβέρνηση που διαμορφώνεται[4], αλλά και στο πλαίσιο του νέου παραδείγματος της αειφόρου ανάπτυξης, τα περιβαλλοντικά συμφέροντα αποκτούν μια προνομιακή αντιμετώπιση. Αυτό βεβαίως δεν σημαίνει ότι οι ομάδες πίεσης με φιλοπεριβαλλοντικό προσανατολισμό έχουν εύκολο έργο.
III. Θεσμικό και οργανωτικό περιβάλλον των οργανωμένων συμφερόντων
Η διάρθρωση και οι δομές της Ευρωπαϊκής Κοινότητας συνιστούν το θεσμικό και οργανωτικό περιβάλλον της διαμεσολάβησης συμφερόντων και της επίτευξης συναίνεσης στα πλαίσια μίας περίπλοκης διαδικασίας ολοκλήρωσης. Η Ευρωπαϊκή Ένωση διαθέτει διάφορες πλατφόρμες και μηχανισμούς έκφρασης των οργανωμένων συμφερόντων. Τα θεσμοθετημένα συμβουλευτικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και η Επιτροπή των Περιφερειών, αλλά επίσης το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο εκπληρώνουν κατεξοχήν το ρόλο αυτό. Οι διεκδικήσεις των οικονομικών και κοινωνικών οργανώσεων στα Κράτη-Μέλη και των τοπικών και περιφερειακών αρχών αποκτούν, βάσει των Συνθηκών, τη δυνατότητα να παρεισφρύσουν στην κοινοτική νομοπαραγωγή. Παράλληλα, το Κοινοβούλιο, ως εκλεγμένο όργανο που αντιπροσωπεύει τους Ευρωπαίους πολίτες, συνιστά ένα σημαντικό δίαυλο επικοινωνίας με την κοινωνία των πολιτών και τους ενδιαφερόμενους, αλλά επίσης ουσιαστικό δίαυλο επιρροής στην Ευρωπαϊκή πολιτική.
Η άσκηση επιρροής στην πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης πραγματοποιείται όμως επίσης μέσω άτυπων ή λιγότερο επίσημων επαφών με τα ενδιαφερόμενα μέρη. Η διαβούλευση των ενδιαφερομένων με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή αποσκοπεί ακριβώς στην πληρότητα των εισροών για το σχεδιασμό της πολιτικής, στη βάση μιας bottom up προσέγγισης και στην παροχή της δυνατότητας στους πολίτες να εμπλακούν περισσότερο ενεργά στην επίτευξη των στόχων της Ένωσης, μέσα σε ένα διαρθρωμένο πλαίσιο. Η προσέγγιση της Επιτροπής στηρίζεται στον ανοιχτό και διαφανή χαρακτήρα της διαβούλευσης, ώστε να παρέχεται η δυνατότητα σε όλα τα ενδιαφερόμενα μέρα, ανεξαρτήτως μεγέθους ή οικονομικού υπόβαθρου, να υποβάλλουν θέσεις και απόψεις, ενώ ακριβώς για το λόγο αυτό δεν υφίσταται ένα σύστημα πιστοποίησης των ομάδων που εκπροσωπούν οργανωμένα συμφέροντα.
Για τη διαβούλευση με τα ενδιαφερόμενα μέρη η Επιτροπή έχει αναπτύξει μια σειρά σημαντικών εργαλείων, όπως τις Πράσινες και τις Λευκές Βίβλους, τις ανακοινώσεις, τα έγγραφα διαβούλευσης, τις συμβουλευτικές επιτροπές, τις ομάδες εμπειρογνωμόνων και τις ad hoc διαβουλεύσεις, και συνήθως υφίσταται ένας συνδυασμός των μέσων που πραγματοποιείται σε πολλά στάδια της νομοπαραγωγικής διαδικασίας. Συγκροτήθηκε δε ένα συγκεκριμένο πλαίσιο για τη διαβούλευση, που καλείται να διασφαλίσει την ποιότητα και τα αποτελέσματα της διαδικασίας και αφορά τις αρχές και τις προδιαγραφές της διαβούλευσης, τις σχέσεις της Επιτροπής με τα ενδιαφερόμενα μέρη και ιδιαίτερα με τις Μη-Κυβερνητικές Οργανώσεις, αλλά και ένα κώδικα δεοντολογίας για τους κοινοτικούς υπαλλήλους σχετικά[5].
Η συμμετοχή των Κοινοτικών Οργάνων στη διαμόρφωση του συστήματος διαφοροποιείται ανάλογα με την θεσμικά προσδιορισμένη εμπλοκή τους στην παραγωγή της πολιτικής, από τη χάραξη των γενικών προσανατολισμών και κατευθύνσεων, την οριοθέτηση του προς διευθέτηση ζητήματος και τον καθορισμό της ατζέντας έως τα στάδια της νομοπαραγωγικής διαδικασίας. Το γεγονός αυτό προσδιορίζει προφανώς και την ελκυστικότητα των Οργάνων για τα οργανωμένα συμφέροντα, αλλά επίσης τους τρόπους και τα μέσα άσκησης επιρροής από τις ομάδες πίεσης[6].
Η Επιτροπή επενεργεί καθοριστικά στο σύστημα, δεδομένης της μονοπωλιακής της θέσης για τη νομοθετική πρωτοβουλία στο σύστημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Καθίσταται σαφές ότι ο προσεταιρισμός της Επιτροπής από τις ομάδες πίεσης προσλαμβάνει ιδιαίτερη σημασία κατά τις πρώιμες φάσεις παραγωγής της πολιτικής, από τη στρατηγική σύλληψη έως και τη συγκεκριμενοποίηση της πρότασης για την υιοθέτηση μιας συγκεκριμένης νομοθετικής πράξης ή δράσεων. Προτεραιότητες και περιεχόμενο της πολιτικής διαμορφώνονται στο πλαίσιο αυτό και προδικάζουν σε σημαντικό βαθμό την έκβαση των εκροών και την ποιότητα της πολιτικής[7]. Η Επιτροπή συγκεντρώνει εδώ τα κλασσικά χαρακτηριστικά ενός γραφειοκρατικού συστήματος[8]. Και μολονότι στη συνέχεια οι δυνατότητες της Επιτροπής περιορίζονται ουσιαστικά, αφού Συμβούλιο και Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, λόγω της αποφασιστικής τους αρμοδιότητας, ανάγονται σε βασικούς νομοθετικούς δρώντες, η αξία της Επιτροπής παραμένει υψηλή στο βαθμό που συμμετέχει μορφοποιητικά στα διάφορα στάδια της διαδικασίας. Σε επόμενες φάσεις, οι εθνικές κυβερνήσεις και τα μέλη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου γίνονται οι κύριοι αποδέκτες της άσκησης επιρροής. Σημειώνεται, εξάλλου, η σταθερά αυξανόμενη τάση προσέγγισης του Κοινοβουλίου, η οποία συνδέεται με τη συνεχή ενίσχυση της σημασίας και του ρόλου του στη κοινοτική νομοπαραγωγή[9].
IV. Οργανωτικά και λειτουργικά στοιχεία των ομάδων πίεσης
Οι ομάδες πίεσης προσαρμόζονται ως προς τα οργανωτικά και λειτουργικά χαρακτηριστικά τους, αλλά επίσης ως προς τις στρατηγικές που επιλέγουν προς την ιδιαίτερη φύση του κοινοτικού συστήματος. Η πολυεπίπεδη διακυβέρνηση και η κατανομή των αρμοδιοτήτων μεταξύ των διαφόρων επιπέδων, η συνύπαρξη του υπερεθνικού με το διακυβερνητικό στοιχείο, καθώς επίσης η θεσμική διάρθρωση της παραγωγής πολιτικής και δικαίου επενεργούν καθοριστικά στην οργάνωση και την προώθηση των συμφερόντων στην Κοινότητα.
Κατά συνέπεια, οι ομάδες πίεσης δραστηριοποιούνται αφενός στο εσωτερικό των επιμέρους Κρατών-Μελών για την άσκηση επιρροής στις εθνικές διοικήσεις και την πολιτική των εθνικών κυβερνήσεων, αφετέρου σε Ευρωπαϊκό επίπεδο, μέσω της επαφής τους με τα Κοινοτικά Όργανα. Για την επίτευξη των στόχων τους μετέρχονται μέσα, όπως η πληροφόρηση και η παροχή στατιστικών στοιχείων και επιστημονικής τεκμηρίωσης για την ενίσχυση των θέσεων τους. Εξοπλίζουν κατά τον τρόπο αυτό τους θεσμικούς παράγοντες του συστήματος, οι οποίοι εμφανίζουν αδυναμία ως προς τα στοιχεία αυτά, λόγω περιορισμών που συνδέονται με δομικά χαρακτηριστικά τους, αλλά και δυσχέρειες, που αφορούν στην έλλειψη επαρκούς και εξειδικευμένου προσωπικού, στον υψηλό τεχνοκρατικό χαρακτήρα των ζητημάτων κλπ.
Παράλληλα, αποδύονται σε μια προσπάθεια γνωστοποίησης και προβολής των θέσεων τους, χρησιμοποιώντας επικοινωνιακές πλατφόρμες και μηχανισμούς, προκειμένου να διαμορφώσουν κατάλληλα την κοινή γνώμη και την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, ώστε να προκαταλάβουν την πολιτική προς την κατεύθυνση που επιδιώκουν. Τέλος, επιδιώκουν τον επηρεασμό συγκεκριμένων ατόμων σε θέσεις που μπορούν να επιτύχουν ουσιαστικές παρεμβάσεις (υπαλλήλων των εθνικών διοικήσεων και των Κοινοτικών Οργάνων, Ευρωβουλευτών, κλπ.).
Από την εξέταση των ομάδων πίεσης που δραστηριοποιούνται σε Ευρωπαϊκό επίπεδο διαπιστώνεται ένας εξαιρετικά μεγάλος αριθμός και αντίστοιχα μια ιδιαίτερα μεγάλη ποικιλομορφία αναφορικά με τα οργανωτικά χαρακτηριστικά τους ή τους στόχους τους[10]. Φορείς περιβαλλοντικών συμφερόντων είναι για παράδειγμα οι Οργανώσεις European Environmental Bureau, Friends of the Earth, World Wildlife Fund for Nature, Greenpeace, Climate Network Europe, Birdlife International και European Federation for Transport and Environment[11].
Οι περιβαλλοντικές οργανώσεις επιδιώκουν μεν γενικά την προστασία του περιβάλλοντος και την καλύτερη διαχείριση των φυσικών πόρων και ως εκ τούτου συγκλίνουν στην επιδίωξη της προαγωγής προωθημένης περιβαλλοντικής νομοθεσίας, εξειδικεύονται ωστόσο, συνήθως, σε διαφορετικά πεδία δραστηριότητας. Μολονότι ενίοτε παρατηρείται ένας ανταγωνισμός μεταξύ τους, που εστιάζεται κυρίως στη χρηματοδότηση, υφίσταται συχνά μια σύμπνοια, η οποία αποσκοπεί στη διασφάλιση ενός αυξημένου ειδικού βάρους των περιβαλλοντικών έναντι των οικονομικών συμφερόντων.
Η αποτελεσματικότητα των ομάδων πίεσης που δραστηριοποιούνται υπέρ περιβαλλοντικών στόχων δεν μπορεί παρά να κρίνεται τελικά από την έκβαση της κοινοτικής νομοπαραγωγής και την ανάπτυξη της πολιτικής στο εν λόγω πεδίο. Συνολικά, παρατηρείται ότι οι ομάδες αυτές αποδεικνύονται σχετικά επιτυχείς ως προς την διαμόρφωση της ατζέντας και την επιρροή της πολιτικής στα πρώιμα στάδια, εμφανίζονται όμως λιγότερο ικανές να διατηρήσουν την επιρροή τους στην ίδια ένταση μέχρι την τελική φάση της διαδικασίας[12]. Το γεγονός αυτό έγκειται στην ιδιαιτερότητα του κοινοτικού συστήματος που χαρακτηρίζεται από την εμπλοκή υπερεθνικών και διακρατικών στοιχείων και τον κινητήριο ρόλο που η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο διαδραματίζουν, σε συνδυασμό με τον φιλοευρωπαϊκό προσανατολισμό τους. Συνδέεται όμως επίσης με τις οικονομικές δυνατότητες και τα περιορισμένα μέσα που οι ομάδες αυτές διαθέτουν για να επιτύχουν τους σκοπούς τους.
Μολονότι δεν υφίσταται μια μηχανιστική σχέση μεταξύ της αποτελεσματικότητας, με την οποία οι ομάδες πίεσης προωθούν τα συμφέροντα τους και της οικονομικής βάσης που διαθέτουν για τον σκοπό αυτό, είναι προφανές ότι η κινητοποίηση ικανών οικονομικών μέσων αυξάνει σημαντικά τις πιθανότητες επιτυχίας. Ως προς αυτό, διαπιστώνεται συνεπώς μια σημαντική υπεροχή των οικονομικών έναντι των περιβαλλοντικών συμφερόντων. Η Επιτροπή, επιζητώντας Ευρωπαϊκές λύσεις που ανταποκρίνονται στην καλύτερη δυνατή πολιτική, επιδιώκει την εξισορρόπηση της δομικής αυτής ανισότητας μέσων. Η οικονομική υποστήριξη, αλλά και η προνομιακή αντιμετώπιση καταξιωμένων στον ευρωπαϊκό χώρο περιβαλλοντικών οργανώσεων από την Επιτροπή[13] δεν αίρουν ωστόσο μια πραγματικά διαμορφωμένη κατάσταση.
V. Τελικές παρατηρήσεις
Η ανάληψη στόχων και η οργάνωση συμφερόντων σε ευρωπαϊκό επίπεδο συγκροτούν έναν ευρωπαϊκό δημόσιο χώρο και παραπέμπουν στη σύσταση μιας Ευρωπαϊκής κοινωνίας σε αρχικά στάδια. Οι εξελίξεις συνάδουν με γενικότερες τάσεις της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης που αφορούν, μεταξύ άλλων, την ολοένα περισσότερη και βαθύτερη κοινοτικοποίηση των πολιτικών διαδικασιών, την αναζήτηση ήπιων και αποτελεσματικότερων μορφών διακυβέρνησης, την ανάπτυξη της κοινωνίας των πολιτών και την προώθηση της δικτύωσης σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Ο τομέας του περιβάλλοντος συνιστά εδώ πρόσφορο έδαφος.
Το άνοιγμα της διαδικασίας παραγωγής εκροών και πολιτικής γενικότερα στην Ευρωπαϊκή Ένωση οδηγεί στο συμπέρασμα, ότι η διασφάλιση της προστασίας του περιβάλλοντος και η καλύτερη διαχείριση των φυσικών πόρων συνδέονται με την ισχυροποίηση των ομάδων πίεσης που δραστηριοποιούνται για το σκοπό αυτό. Βασικές απαιτήσεις συνιστούν εδώ η ανάπτυξη περιβαλλοντικής συνείδησης και η συμμετοχή σε ευρεία βάση, δεδομένου ότι τα αποτελέσματα οποιασδήποτε πολιτικής δεν μπορεί παρά να εξαρτώνται από τον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι αντιλαμβάνονται και βιώνουν το φυσικό τους περιβάλλον, αλλά επίσης από την ενέργεια που επενδύουν προς την κατεύθυνση αυτή. Η περιβαλλοντική εκπαίδευση καλείται να επιτελέσει πρωταρχικό ρόλο για την ανάπτυξη του συστήματος. Τεκμαίρεται πάντως ένα θετικό σπιράλ μεταξύ γνωστοποίησης, ευαισθητοποίησης, περιβαλλοντικής συνείδησης και συμμετοχής, ενώ η πύκνωση και η βελτίωση της Κοινής Ευρωπαϊκής πολιτικής για το περιβάλλον δημιουργεί μια σημαντική δυναμική, η οποία προάγει τα επιμέρους αυτά στοιχεία και κατατείνει σε περισσότερη και βαθύτερη ολοκλήρωση στο εν λόγω πεδίο.
[1] Βλ. επίσης Lunghofer, S./Lamport, Chr., Das EU-Umwelthandbuch, 2η έκδοση, Raabe, Berlin κ.α, 1998, σ. 124 και επ.
[2] Ψήφισμα του Συμβουλίου και των εκπροσώπων των κυβερνήσεων των κρατών μελών που συνήλθαν στο πλαίσιο του Συμβουλίου, της 1ης Φεβρουαρίου 1993, σχετικά με το κοινοτικό πρόγραμμα πολιτικής και δράσεως σε θέματα περιβάλλοντος και βιώσιμης ανάπτυξης, Επίσημη Εφημερίδα C 138, 17.05.1993, σ. 1. Απόφαση αριθ. 1600/2002/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Ιουλίου 2002, για τη θέσπιση του έκτου κοινοτικού προγράμματος δράσης για το περιβάλλον, Επίσημη Εφημερίδα L 242, 10.09.2002, σ. 1.
[3] Αναφορικά με την άρθρωση και την εξέλιξη της πολιτικής αυτής, καθώς επίσης για τη σχέση της με την Ευρωπαϊκή ολοκλήρωση βλ. αναλυτικότερα Πλατιάς, Χ., Ευρωπαϊκή πολιτική περιβάλλοντος: Η ωρίμανση μιας πολιτικής και η αναζήτηση νέων παραδειγμάτων, στο έργο: Γρ. Ι. Τσάλτας – Κ.Κ. Κατσιμπάρδης (επιμ. – παρουσίαση), Αειφορία και Περιβάλλον. Η Ευρωπαϊκή και Εθνική Προοπτική, Ι. Σιδέρης, Αθήνα, 2004, σ. 167-174.
[4] Βλ. την Ανακοίνωση της Επιτροπής, COM (2001) 428 τελικό, «Ευρωπαϊκή διακυβέρνηση – μια Λευκή Βίβλος» της 25ης Ιουλίου 2001, σ. 13 και επ.
[5] Το πλαίσιο αυτό οριοθετείται μέσα από μια σειρά κειμένων: Communication of the Commission “An open and structured dialogue between the Commission and Special Interested Groups” of 2 December 1992, Commission Discussion Paper (2000), The Commission and Non-Gonvermental Organisations: Building a Stronger Partnership, European Commission (2000), Code of Good Administrative Behavior, Ανακοίνωση της Επιτροπής, COM (2002) 277 τελικό, «Προς ενίσχυση της διαβούλευσης και του διαλόγου – Πρόταση σχετικά με τις γενικές αρχές και τις ελάχιστες προδιαγραφές για τη διαβούλευση των ενδιαφερόμενων μερών από την Επιτροπή» της 5ης Ιουνίου 2002. Στο πλαίσιο της Λευκής Βίβλου για την Ευρωπαϊκή Διακυβέρνηση, η Επιτροπή ανέλαβε να συμβάλλει στην ενίσχυση της διαβούλευσης και του διαλόγου στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
[6] Βλ. επίσης Kohler-Koch, B., Die Gestaltungsmacht organisierter Interessen, στο έργο: M. Jachtenfuchs/B. Kohler-Koch (Hrsg.), Europäische Intregration, Leske+Budrich, Opladen, 1996, σ. 198 επ.
[7] Βλ. επίσης Knill, Chr., Europäische Umweltpolitik: Steuerungsprobleme und Regulierungsmuster im Mehrebenensystem, Leske+Budrich, Opladen, 2003, σελ. 89 και επ., καθώς και Weale A. et al., Environmental Governance in Europe. An Ever Closer Ecological Union, Oxford University Press, Oxford, 2000, σ. 114.
[8] Βλ. Mazey, S./Richardson, J., Interest Groups and EU Policy Making: Organizational Logic and Venue Shopping, στο έργο: J. Richardson (Edt.), European Union: Power and Policy-Making, 2nd ed., Routledge, London, 2001, σ. 219 και επ.
[9] Βλ. επίσης Knill, Chr. ό.π. (σημ. 6), σελ. 97 και Sbargia A.M., Environmental Policy, στο έργο: H. Wallace/W. Wallace (Eds.), Policy Making in the European Union, Fourth Edition, Oxford University Press, Oxford, 2000, σ. 302. Ακόμη Kohler-Koch, B., ό.π. (σημ 7) σ. 200 επ.
[10] Βλ. Aspinwall, M./Greenwood, J., Conceptualising Collective Action in the European Union: An Introduction, στο έργο: J. Greenwood/M. Aspinwall (Eds.), Collective Action in the European Union, Routledge, London, 1998, σ. 1-30. Βλ. επίσης Platzer, H.-W., Interessenverbände und europäischer Lobbyismus, στο έργο: W. Weidenfeld (Hrsg.), Europa-Handbuch, Bundeszentrale für politische Bildung, Bonn, 2002, σ. 412 και επ.
[11] Για τις Οργανώσεις αυτές μπορούν να αναζητηθούν στοιχεία στην τράπεζα πληροφοριών CONECCS, στην ιστοσελίδα: https://europa.eu.int/comm/civil_society/coneccs/index_en.htm (22.06.2005). Βλ. επίσης Lunghofer, S./Lamport, Chr., ό.π., σ. 127 και επ.
[12] Βλ. European Parliament, Directorate General for Research, Lobbying in the European Union: Current Rules and Practices, Working Paper, Constitutional Affairs Series, April 2004, σελ. 7.
[13] Βλ. Hix, S., The political system of the European Union, Macmillan, Houndmills, 1999, σ. 196.