ΣτΕ 706/2024 [Νόμιμος χαρακτηρισμός συγκροτήματος κτιρίων στο Θησείο ως νεώτερου μνημείου]
Περίληψη
– Εν προκειμένω, ο χαρακτηρισμός των επίδικων κτιρίων ως διατηρητέων έγινε βάσει άλλης νομοθεσίας (άρθρο 4 παρ. 2 ν. 1577/1985-ΓΟΚ, Α’ 210), με διακεκριμένη διαδικασία και διαφορετικά κριτήρια σε σχέση με τον χαρακτηρισμό τους ως μνημείων, βάσει των διατάξεων της αρχαιολογικής νομοθεσίας, οι οποίες ισχύουν παράλληλα με τις ως άνω πολεοδομικές διατάξεις. Συνεπώς, ο επίμαχος χαρακτηρισμός, ερειδόμενος στις προαναφερθείσες διατάξεις του ν. 3028/2002, με τις οποίες επιδιώκεται η επιβαλλόμενη από το άρθρο 24 παρ. 1 και 6 του Συντάγματος διάσωση των πολιτιστικών στοιχείων και η προστασία εν γένει της πολιτιστικής κληρονομιάς, δεν καθίσταται ακυρωτέος εκ του λόγου ότι τα ίδια κτίρια έχουν ήδη χαρακτηρισθεί ως διατηρητέα με τις διατάξεις τις πολεοδομικής νομοθεσίας. Εξάλλου, όπως έχει επίσης κριθεί, η εφαρμογή της αρχής του κράτους δικαίου, καθώς και των απορρεουσών εξ αυτής αρχών της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του διοικουμένου έναντι της Διοικήσεως και της αρχής της χρηστής διοίκησης, προϋποθέτει την δυνατότητα επιλογής της διοικήσεως μεταξύ περισσοτέρων λύσεων, ενώ ο χαρακτηρισμός μνημείου κατ’ άρθρο 6 παρ. 1 του ν. 3028/2002 αποτελεί για τη Διοίκηση αρμοδιότητα που ασκείται κατά δεσμία εξουσία, στα πλαίσια της υποχρέωσης της Πολιτείας για την προστασία του πολιτιστικού περιβάλλοντος, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις που τίθενται προς τούτο από το Σύνταγμα και το νόμο, και δεν απόκειται στη διακριτική της ευχέρεια, απορριπτομένων ως αβασίμων των σχετικών ισχυρισμών της αιτούσας. Περαιτέρω, όπως επίσης, έχει κριθεί, ο χαρακτηρισμός κτηρίου ως μνημείου συνιστά θεμιτό περιορισμό του δικαιώματος της ιδιοκτησίας, έστω και αν οδηγεί σε αδυναμία επωφελέστερης οικονομικής εκμετάλλευσης του ακινήτου, συνεπώς ο περί του αντιθέτου σχετικός λόγος είναι επίσης απορριπτέος ως αβάσιμος.
Η προσβαλλόμενη πράξη στηρίζεται σε ειδική αιτιολογία για τον ενιαίο χαρακτήρα του συγκροτήματος, που προκύπτει από τον πλήρως και επαρκώς τεκμηριωμένο διοικητικό φάκελο, έχει λάβει υπόψη της νόμιμα κριτήρια, ενώ, όπως προκύπτει από το ιστορικό που περιλαμβάνεται στην εισήγηση της ΔΠΑΝΣΜ προς το ΚΑΣ – ΚΣΝΜ, λήφθηκαν υπόψη τόσο το π.δ. περί χαρακτηρισμού των επίμαχων κτηρίων ως διατηρητέων κατά την πολεοδομική νομοθεσία, όσο και η υπουργική απόφαση περί καθορισμού συμπληρωματικών όρων και περιορισμών δόμησης για τα κτήρια αυτά, τα οποία εκδόθηκαν σε προηγούμενο χρόνο και στο πλαίσιο διαφορετικών διαδικασιών. Συνεπώς, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα τα προβαλλόμενα με την κρινόμενη αίτηση περί πλημμελούς αιτιολογίας της προσβαλλόμενης πράξης, ενώ καθ’ ο μέρος πλήττουν την ανέλεγκτη ακυρωτικώς ουσιαστική κρίση της Διοικήσεως, οι σχετικοί ισχυρισμοί της αιτούσας είναι απορριπτέοι ως απαράδεκτοι.
Πρόεδρος: Π. Καρλή
Εισηγητής: Μ. Μπαμπίλη