ΣτΕ 295/2024 [Νόμιμη κύρωση πράξης εφαρμογής]
Περίληψη
– Η κρινόμενη έφεση ασκείται παραδεκτώς, διότι, πράγματι, δεν υφίστατο μέχρι τώρα νομολογία για το κρίσιμο, εν προκειμένω, ζήτημα της (αντι)συνταγματικότητας της διάταξης του άρθρου 22 παρ. 15α του ν. 4258/2014, κατ’ επίκληση της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη πράξη. Επιλαμβανόμενο του ζητήματος υπό επταμελή σύνθεση, το Τμήμα κρίνει ότι, κατά την αληθή βούληση του νομοθέτη και με σύμφωνη με το Σύνταγμα ερμηνεία της ως άνω διάταξης, η επανακύρωση πράξης εφαρμογής που κυρώθηκε αρχικά από αναρμόδιο όργανο, δεν γίνεται απευθείας από τον νόμο με ατομική ρύθμιση, όπως προβάλλει κατ’ ουσίαν η εκκαλούσα, αλλά “δύναται” να διενεργείται από τον αρμόδιο Περιφερειάρχη, ήτοι κατόπιν τηρήσεως της οικείας διαδικασίας, με την έκδοση νέας πράξης, υποκείμενης αυτοτελώς στον δικαστικό έλεγχο. Περαιτέρω, η πρόβλεψη της ανωτέρω διάταξης ότι η επανακύρωση διενεργείται υπό την προϋπόθεση ότι η πράξη εφαρμογής κυρώνεται ως είχε κατά τον χρόνο της κύρωσης από το αναρμόδιο όργανο, έχει την έννοια ότι η επανακύρωση θεραπεύει μεν την πλημμέλεια της αναρμοδιότητας, αλλά δεν προϋποθέτει, σε κάθε περίπτωση, την επανάληψη της διαδικασίας σύνταξης και κύρωσης πράξης εφαρμογής, παρά μόνον εφόσον ο αρμόδιος Περιφερειάρχης: α) διαπιστώνει ότι η διαδικασία τηρήθηκε κατά την αρχική κύρωση της πράξης εφαρμογής και δεν διαγνώσθηκε δικαστικούς οποιαδήποτε πλημμέλεια σε σχέση με τη διαδικασία αυτή, β) εκτιμά αιτιολογημένα ή προκύπτει από τον φάκελο της υπόθεσης, ότι δεν υφίστανται νέα νομικά ή πραγματικά δεδομένα που επιβάλλουν την εκ νέου εξέταση των ουσιαστικών προϋποθέσεων της σύνταξης και κύρωσης πράξης εφαρμογής και ότι, συνακόλουθα, η κίνηση εκ νέου της διαδικασίας, με τη διενέργεια αναρτήσεων και την υποβολή ενστάσεων, δεν δύναται να οδηγήσει σε ουσιώδη μεταβολή του περιεχομένου της πράξης στη συγκεκριμένη περίπτωση, διότι δεν συναρτάται με τη διαφύλαξη της νομιμότητας ή τη διασφάλιση του δικαιώματος δικαστικής προστασίας.
Υπό τις ανωτέρω προϋποθέσεις και εφόσον πληρούνται κατ’ ουσίαν οι προϋποθέσεις του άρθρου 11 παρ. 1 του ν. 3212/2003 που ισχύουν γενικά, για την ανάκληση / διόρθωση όλων των πράξεων εφαρμογής, δεν προσκρούει στα άρθρα 4 παρ. 1, 20 παρ. 1 και 26 του Συντάγματος και του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, η πρόσδοση αναδρομικής ισχύος στην επανακύρωση της πράξης εφαρμογής. Τούτο ισχύει, για την ταυτότητα του νομικού λόγου, και στην περίπτωση που η αρχική πράξη εφαρμογής είχε ακυρωθεί δικαστικώς για τον λόγο της αναρμοδιότητας, εφόσον η πλημμέλεια της αναρμοδιότητας, η οποία δύναται να αποδεικνύεται από τα πράγματα μη κρίσιμη για τη διαφύλαξη των εννόμων συμφερόντων των εμπλεκόμενων, θεραπεύεται στο μεταξύ με την επανακύρωση της πράξης εφαρμογής από το αρμόδιο όργανο, σε συμφωνία με το ισχύον δίκαιο για την αρμοδιότητα των Περιφερειαρχών επί κυρώσεως πράξεων εφαρμογής. Στην προκειμένη περίπτωση δεν προκύπτει από τον φάκελο της υπόθεσης ότι υφίσταντο νεότερα δεδομένα τα οποία θα καθιστούσαν αναγκαία την τήρηση εκ νέου της διαδικασίας κύρωσης πράξης εφαρμογής, ούτε ότι υφίσταντο λόγοι ακυρότητας, πέραν των προβαλλόμενων με την αίτηση ακυρώσεως και την έφεση, που θα επέβαλαν την επανεξέταση των σχετικών ζητημάτων στο πλαίσιο μιας νέας διοικητικής διαδικασίας. Αντιθέτως, προκύπτει, όσον αφορά μεν τη Διοίκηση, ότι ο επίμαχος χώρος δεν είχε αφορισθεί με την αρχική πολεοδομική μελέτη ως χώρος κοινωφελής και εξαιρούμενος από την υποχρέωση εισφοράς σε γη, τουναντίον, με την τροποποίηση της πολεοδομικής μελέτης καθορίστηκε ως χώρος ιδιωτικών εγκαταστάσεων της Δ…, υποκείμενος σε εισφορά σύμφωνα με τις πάγιες διατάξεις, όσον αφορά δε τη Δ…, προκύπτει ότι η επιχείρηση ανέκαθεν επιδίωκε να απαλλαγεί από την υποχρέωση εισφοράς σε γη και χρήμα επικαλούμενη προεχόντως τον κοινωφελή χαρακτήρα που έχει το επίμαχο ακίνητο ως ανήκον στην ιδιοκτησία μιας κοινωφελούς επιχείρησης, αλλά και όλους τους λόγους που προβλήθηκαν με την αίτηση ακυρώσεως και επαναφέρονται ήδη με την κρινόμενη έφεση. Όμως, μόνον ο πολεοδομικός αφορισμός του συγκεκριμένου χώρου ως κοινωφελούς είναι κρίσιμος, κατά την έννοια των ειδικών διατάξεων των άρθρων 8 παρ. 9 και 6 παρ. 2 και 4 του ν. 1337/1983, για την απαλλαγή του ιδιοκτήτη του από την εισφορά σε γη και χρήμα, όχι δε και η ιδιότητα της εκκαλούσας ως επιχείρησης κοινωφελούς σκοπού, έστω και αν η γραφειοκρατική της λειτουργία εξυπηρετεί κατ’ επέκταση καίριο κοινωνικό σύνολο. Η κρίση αυτή είναι σύμφωνη προς τη νομολογία κατά την οποία για τον χαρακτηρισμό ορισμένης ιδιοκτησίας, που ανήκει στο Δημόσιο, σε ΟΤΑ, ή σε κρατικά νομικά πρόσωπα δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, ως κοινωφελούς χώρου εντός σχεδίου πόλεως, κρίσιμος είναι ο προορισμός της ιδιοκτησίας από πολεοδομική άποψη, όπως αυτός καθορίζεται από την προβλεπόμενη στην πολεοδομική μελέτη χρήση της ιδιοκτησίας για την κάλυψη της αναγκαίας για τη λειτουργία του οικισμού υποδομής και ότι ο κοινωφελής σκοπός, για την εξυπηρέτηση του οποίου προορίζεται η ιδιοκτησία, μπορεί να προκύπτει είτε από την αποτύπωση της ιδιοκτησίας ως “κοινής ωφέλειας” στο διάγραμμα της πολεοδομικής μελέτης είτε από τη φύση των εγκαταστάσεων οι οποίες επιτρέπεται να ανεγερθούν, καθώς και ότι οι χώροι που προορίζονται για την ανέγερση κτιρίων γραφείων των Κεντρικών Υπηρεσιών της Δ… δεν αποτελούν κοινωφελείς χώρους, η διαφύλαξη των οποίων σε ορισμένο ποσοστό οφείλει να διασφαλίζεται σε κάθε τροποποίηση ρυμοτομικού σχεδίου.
Πρόεδρος: Μ. Γκορτζολίδου
Εισηγητής: Θ. Ζιάμου