ΣτΕ 266/2024 [Νόμιμο π.δ. τροποποίησης ρ.σ. του Δήμου Αθηναίων στην Ακαδημία Πλάτωνος]
Περίληψη
– Κατά παγία νομολογία, η Διοίκηση, όταν διαπιστώνει ότι συντρέχουν, κατ’ αρχήν, οι προϋποθέσεις για την άρση ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης ή ρυμοτομικού βάρους, είτε κατά την εξέταση αιτήματος του ενδιαφερομένου ιδιοκτήτη, που έχει υποβληθεί δια της διοικητικής οδού, είτε ύστερα από την δικαστική απόφαση που ακυρώνει την άρνηση της Διοίκησης να ικανοποιήσει το σχετικό αίτημα, οφείλει να επιληφθεί προκειμένου να προβεί στην άρση της ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης ή του ρυμοτομικού βάρους και, ταυτοχρόνως, να ρυθμίσει εκ νέου το πολεοδομικό καθεστώς του συγκεκριμένου ακινήτου. Στη ρύθμιση αυτή προβαίνει η Διοίκηση ενόψει της υποχρέωσης που απορρέει από τη συνταγματικώς κατοχυρωμένη προστασία της ιδιοκτησίας (άρθρο 17 Σ.), βάσει, όμως, των κριτηρίων του άρθρου 24 του Συντάγματος. Η Διοίκηση, δηλαδή, δεν δεσμεύεται να καταστήσει, άνευ ετέρου, το ακίνητο οικοδομήσιμο, αλλά οφείλει να εξετάσει εάν συντρέχουν λόγοι που εξ αντικειμένου δεν επιτρέπουν τη δόμησή του και, περαιτέρω, να συνεκτιμήσει, κατά τρόπο τεκμηριωμένο, αφενός μεν τα μορφολογικά χαρακτηριστικά του συγκεκριμένου ακινήτου, καθώς και τα χαρακτηριστικά και το νομοθετικό καθεστώς του οικισμού και της ευρύτερης περιοχής στην οποία αυτό εντάσσεται, αφετέρου δε τις πολεοδομικές ανάγκες, στις οποίες περιλαμβάνεται προεχόντως η ανάγκη δημιουργίας κοινοχρήστων και κοινωφελών χώρων, καθώς και τον πολεοδομικό σχεδίασμά της περιοχής και, τέλος, τις δεσμεύσεις και κατευθύνσεις τυχόν υφισταμένου χωροταξικού σχεδίου ή Γενικού Πολεοδομικού Σχεδίου ή άλλων συναφών σχεδίων, προκειμένου να αποφεύγονται οι αποσπασματικές ρυθμίσεις. Ενόψει όλων των ανωτέρω εκτιμήσεων, η Διοίκηση οφείλει να κρίνει εάν η ιδιοκτησία πρέπει να παραμείνει εκτός πολεοδομικού σχεδιασμού ή να δεσμευθεί εκ νέου, με την επανεπιβολή ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης ή ρυμοτομικού βάρους, εφόσον συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται η δυνατότητα άμεσης αποζημίωσης των θιγόμενων ιδιοκτητών, ή να καταστεί οικοδομήσιμη, είτε με τους γενικούς όρους δόμησης είτε με ειδικούς όρους, που πρέπει να καθορισθούν. Τέλος, η ευχέρεια επανεπιβολής της ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης ή του ρυμοτομικού βάρους προϋποθέτει, εκτός από την ύπαρξη σοβαρής πολεοδομικής ανάγκης, χάριν της οποίας επιβάλλεται η επιχειρούμενη ρύθμιση, και την ύπαρξη πρόθεσης και δυνατότητας για την άμεση κατά νόμο συντέλεση της νέας απαλλοτρίωσης, με την καταβολή της οφειλόμενης αποζημίωσης.
Το Διοικητικό Πρωτοδικείο έκρινε ότι “η επίδικη απαλλοτρίωση που αφορά το σύνολο των ρυμοτομούμενων ιδιοκτησιών των προσφυγόντων δεν έχει συντελεσθεί και ως εκ τούτου θεωρείται ότι έχει αυτοδικαίως αρθεί”. Επομένως, κατά την έννοιά της, που προκύπτει από το συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό, η δικαστική αυτή απόφαση αναγνώρισε την αυτοδίκαιη άρση της απαλλοτρίωσης και καθ’ όσον αφορά την έκταση που απαλλοτριώθηκε για τη διάνοιξη της οδού Σβώλου, με το β.δ. του έτους 1968. Υπό τα δεδομένα αυτά, αβασίμως υποστηρίζεται το αντίθετο και προβάλλεται ότι μη νομίμως η αδιάνοικτη αυτή οδός μετατρέπεται εν μέρει σε οικοδομήσιμο χώρο, ως μέρος του νέου Ο.Τ. 105 Α. Κατόπιν αυτών, όλοι οι περί του αντιθέτου λόγοι αποβαίνουν απορριπτέοι. Η Διοίκηση προέβη μεν σε αποχαρακτηρισμό κοινοχρήστων χώρων, κατόπιν αμετάκλητης δικαστικής απόφασης που αναγνώρισε την αυτοδίκαιη άρση της απαλλοτρίωσης, παραλλήλως όμως έλαβε υπόψη τη φυσιογνωμία των συγκεκριμένων Ο.Τ., τα οποία πάντως δεν γειτνιάζουν άμεσα με το κηρυγμένο Αρχαιολογικό Άλσος της Ακαδημίας Πλάτωνος, και τις πολεοδομικές ανάγκες της ευρύτερης περιοχής, επιβάλλοντας και ειδικούς όρους δόμησης (προκήπια 5 και 10 μ.). Με το περιεχόμενο αυτό, η προσβαλλόμενη εν μέρει άρση και μη επανεπιβολή της απαλλοτρίωσης στις ιδιοκτησίες των παρεμβαινόντων, επειδή δεν συντρέχουν και μάλιστα αθροιστικά οι προϋποθέσεις του νόμου [σοβαροί πολεοδομικοί λόγοι / πρόθεση και οικονομική δυνατότητα άμεσης καταβολής της αποζημίωσης στους δικαιούχους, που αποδεικνύεται με την εγγραφή της προσήκουσας αποζημίωσης σε ειδικό κωδικό στον προϋπολογισμό του Δήμου], κρίνεται σύμφωνη με τις προπαρατεθείσες διατάξεις, εφόσον μάλιστα δεν αμφισβητούνται με ειδικότερους ισχυρισμούς οι ανωτέρω παραδοχές και κρίσεις της Διεύθυνσης Χωρικού Σχεδιασμού και του ΣΥΠΟΘΑ ούτε προβάλλεται αντίθεση προς υπερκείμενο σχεδιασμό. Κατά συνέπεια, όλοι οι περί του αντιθέτου προβαλλόμενοι λόγοι είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Ιδιωτικά ακίνητα αποκτούν την ιδιότητα του κοινοχρήστου χωρίς την καταβολή αποζημιώσεως, εφόσον προβλέπονται από το εγκεκριμένο σχέδιο πόλεως ως κοινόχρηστοι χώροι και η κοινοχρησία είναι αποτέλεσμα της βούλησης του ιδιοκτήτη, ρητής ή συναγόμενης εμμέσως από ενέργειές του, ή προκύπτει από πραγματική κατάσταση διατηρηθείσα επί μακρό χρόνο με την ανοχή του ιδιοκτήτη. Η απώλεια της κυριότητας συνδέεται με την υποκειμενική συμπεριφορά του κυρίου του ακινήτου, ο οποίος, με τη συναίνεση ή την ανοχή του, αποδέχεται τον κοινόχρηστο χαρακτήρα, δηλαδή συνδέεται με δημιουργηθείσα πραγματική κατάσταση κοινοχρησίας, η οποία διατηρείται με την ανοχή του ιδιοκτήτη για μακρό χρονικό διάστημα.
Με το προσβαλλόμενο π.δ. η οδός Ηρούς εξακολουθεί να προβλέπεται ως κοινόχρηστος χώρος και, επομένως, δεν αίρεται η επιβληθείσα απαλλοτρίωση κατά το μέρος αυτό, ούτε βεβαίως η διανοιγμένη οδός καθίσταται οικοδομήσιμος χώρος αποδιδόμενος στην ιδιοκτησία των παρεμβαινόντων ή άλλων παρόδιων ιδιοκτητών. Ωστόσο, οι δικαιοπάροχοι των παρεμβαινόντων προέβησαν σε αλλεπάλληλες ενέργειες διεκδίκησης της αποζημίωσης για την απαλλοτρίωση της ιδιοκτησίας τους και ότι, στη συνέχεια, οι νέοι κύριοι των απαλλοτριωθέντων ακινήτων επιφυλάχθηκαν, στα οικεία συμβόλαια μεταβίβασης, να εισπράξουν την οφειλόμενη σε αυτούς πλέον, αποζημίωση ή και να επιδιώξουν την άρση της απαλλοτρίωσης, για το λόγο δε αυτό συμφωνήθηκε ότι τους μεταβιβάζεται η πρόσθετη έκταση που ενδέχεται να προκύψει μετά την άρση της απαλλοτρίωσης και την τροποποίηση του σχεδίου πόλεως. Επίσης, παρατηρείται ότι, ενόψει του ανωτέρω περιεχομένου των συμβολαίων μεταβίβασης εμπραγμάτων δικαιωμάτων, δεν αρκεί, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει ο Δήμος, η αναφορά στα συμβόλαια κτήσης ότι οι μεταβιβαζόμενες εκτάσεις έχουν πρόσωπο επί της “οδού Ηρούς” ούτε το μεμονωμένο απόσπασμα που επικαλείται ο αιτών Δήμος, περί οδών “που έχουν τεθεί σε κοινή χρήση αυτοδικαίως επί σειρά δεκαετιών και ως προς τις οποίες έχει συντελεστεί η ρυμοτομία”, “με βάση την πραγματική κατάσταση που δημιουργήθηκε αναφορικά με τη διάνοιξ[ή τους]”, προεχόντως διότι οι εν λόγω οδοί δεν κατονομάζονται. Εξάλλου, κατά τη διοικητική διαδικασία που προηγήθηκε της εκδόσεως του π.δ. ο αιτών Δήμος δεν προσδιόρισε το χρόνο διάνοιξης της οδού Ηρούς, ούτε με την κρινόμενη αίτηση προβάλλονται συναφείς προς το ζήτημα αυτό ισχυρισμοί. Ως εκ τούτου, δεν διαπιστώνεται ότι εκδηλώθηκε βούληση των αρχικών ή των νέων ιδιοκτητών, ρητή ή εμμέσως πλην σαφώς συναγόμενη, να αφεθεί σε κοινή χρήση χωρίς αποζημίωση η επίδικη έκταση των 921 τ.μ. που κατέλαβε η οδός Ηρούς κατά τη διάνοιξή της μέσα από την ιδιοκτησία τους. Κατόπιν τούτου, το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν συνέτρεξαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 28 του ν. 1337/1983, όπως νομίμως δέχθηκε και η Διοίκηση. Πρέπει επομένως να απορριφθεί ο περί του αντιθέτου λόγος ως αβάσιμος.
Εφόσον διαπιστώθηκε με δικαστική απόφαση ότι η αποζημίωση δεν είχε καταβληθεί και ότι η απαλλοτρίωση ήρθη αυτοδικαίως στο σύνολό της, δεν αποδεικνύεται ότι στο νεώτερο διάγραμμα που έλαβε υπόψη η Διοίκηση κατά την έκδοση του προσβαλλόμενου π.δ., μη νομίμως συνυπολογίσθηκε έκταση μη ανήκουσα στους παρεμβαίνοντες ως συνεισφερόμενη, προκειμένου να συμπληρωθεί η οφειλόμενη εισφορά τους σε γη. Περαιτέρω, σε σχέση με την παρατηρούμενη διαφορά εμβαδών μεταξύ των δύο διαγραμμάτων, η Διοίκηση απεφάνθη ότι αυτή οφείλεται στο γεγονός ότι μόνον το μεταγενέστερο διάγραμμα έχει συνταχθεί με εξάρτηση από το ΕΓΣΑ και έκρινε ότι η απόκλιση είναι μικρή και κείται εντός των αποδεκτών ορίων, η αιτιολογία δε αυτή είναι κατ’ αρχήν νόμιμη και απαραδέκτως αμφισβητείται η σχετική ουσιαστική εκτίμηση των αρμοδίων Υπηρεσιών ως προς το τεχνικό αυτό ζήτημα. Κατόπιν αυτών, δεν προκύπτει ότι η Διοίκηση πλανήθηκε ως προς την έκταση ή το περίγραμμα των επίδικων ιδιοκτησιών και ο προπεριγραφείς λόγος προβάλλεται αβασίμως.
Πρόεδρος: Μ. Γκορτζολίδου
Εισηγητής: Ε. Μουργιά