ΣτΕ 1942/2023 [Μη νόμιμη αναγνώριση οδού ως προϋφιστάμενης του 1923. Χορήγηση αναβολής προκειμένου να εκδοθεί π.δ.]
Περίληψη
– Η προθεσμία προσβολής με αίτηση ακυρώσεως πράξης με την οποία οδός, καίτοι μη προβλεπόμενη σε εγκεκριμένο ρυμοτομικό σχέδιο, αναγνωρίζεται ως προϋφισταμένη του 1923 δεν κινείται από τη δημοσίευση της πράξης στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως αλλά αρχίζει από τη γνώση ή την κοινοποίησή της στον αιτούντα. Και τούτο διότι, κατά την ειδική) διαδικασία που προβλέπεται στο νόμο για την αναγνώριση οδού, δεν διασφαλίζεται δημόσια ή ατομική γνωστοποίηση και πρόσκληση για τη συμμετοχή των ενδιαφερομένων και την υποβολή ενστάσεων, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να δημιουργηθεί τεκμήριο γνώσης από τη δημοσίευση της οικείας πράξης στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Οι ισχύουσες διατάξεις απαγορεύουν, κατ’ αρχήν, από τη θέση τους σε-ισχύ και εφεξής, την καθ’ οιονδήποτε τρόπο δημιουργία οδών ή άλλων κοινοχρήστων χώρων με ιδιωτική βούληση, αποσκοπούν στην παρεμπόδιση της δημιουργίας ιδιωτικών σχεδίων ρυμοτομίας και εφαρμόζονται επί περιοχών ευρισκομένων είτε εντός είτε εκτός ρυμοτομικού σχεδίου. Επιτρέπεται πάντως, κατά παρέκκλιση από την προαναφερθείσα απαγόρευση, η αναγνώριση από τη Διοίκηση κοινοχρήστων χώρων ως σχηματισθέντων από ιδιώτες πριν από τη θέση σε ισχύ των εν λόγω απαγορευτικών διατάξεων. Η κατ’ εφαρμογή των προπαρατεθεισών διατάξεων αναγνώριση οδών ως προϋφισταμένων του 1923, συνδεόμενη κατά την πολεοδομική νομοθεσία με την οικοδομησιμότητα των ακινήτων που έχουν πρόσωπο στις αναγνωριζόμενες αυτές οδούς, έχει τις συνέπειες της δημιουργίας κοινοχρήστου χώρου και εξομοιώνεται με τροποποίηση πολεοδομικού σχεδίου, επιτρεπτώς, όμως, ανατίθεται σε άλλα πλην του Προέδρου της Δημοκρατίας όργανα, ως εντοπισμένη ρύθμιση, εφόσον αφορά ένα ακίνητο ή μικρό αριθμό γειτονικών ακινήτων. Ωστόσο, εάν η εν λόγω αναγνώριση αφορά οδό ευρισκόμενη σε ευαίσθητη περιοχή του φυσικού ή του πολιτιστικού περιβάλλοντος, η αναγνώριση πρέπει να γίνεται με προεδρικό διάταγμα, διότι ακόμη και οι όλως εντοπισμένες τροποποιήσεις των πολεοδομικών σχεδίων στις περιοχές αυτές υπάγονται στην αποκλειστική αρμοδιότητα του Προέδρου της Δημοκρατίας.
Οι περιοχές που προορίζονται για την άντληση ύδατος για ανθρώπινη κατανάλωση και εντάσσονται, εξ αυτού του λόγου, στο μητρώο προστατευόμενων περιοχών υπάγονται σε ειδικό προστατευτικό καθεστώς, με σκοπό τη διασφάλιση της ποιότητας και της ποσότητας του ύδατος, ως φυσικού πόρου και ως “κληρονομιά[ς] που πρέπει να προστατεύεται” και ειδικότερα, του πόσιμου ύδατος, προκειμένου να διαφυλαχθούν οι φυσικοί πόροι και για τις επόμενες γενεές και να εξασφαλισθεί η οικολογική ισορροπία του φυσικού και ανθρωπογενούς περιβάλλοντος. Κατά συνέπεια, για την αναγνώριση οδού ως προϋφιστάμενης του 1923 απαιτείται π.δ. όχι μόνον στην περίπτωση που η οδός βρίσκεται σε περιοχή Natura ή σε Ζώνη Ειδικής Προστασίας της οδ. 2009/147/ΕΚ, αλλά και όταν εμπίπτει σε περιοχή η οποία, λόγω του υπόγειου ή επιφανειακού υδροφόρου ορίζοντα, χρησιμοποιείται ήδη ή προορίζεται στο μέλλον να χρησιμοποιηθεί για την άντληση πόσιμου ύδατος και έχει ενταχθεί, εξ αυτού του λόγου, στο μητρώο προστατευόμενων περιοχών της οδηγίας 2000/60/ΕΚ και της σχετικής εθνικής νομοθεσίας. Η αναγνώριση της επίμαχης οδού ως προϋφιστάμενης του 1923 θα μπορούσε να γίνει μόνο με π.δ., τόσο λόγω του ότι κείται σε απόσταση μικρότερη των 500 μ. από τη θάλασσα, όσο και λόγω της θέσης της εντός περιοχής που έχει ενταχθεί στο Μητρώο Προστατευόμενων Περιοχών της νομοθεσίας για την προστασία των υδατικών πόρων, ως προοριζόμενη για την άντληση πόσιμου ύδατος.
Η πρώτη προσβαλλόμενη απόφαση θα έπρεπε να ακυρωθεί, ως εκδοθείσα από αναρμόδιο όργανο, και ακυρωτέα θα απέβαινε και η σιωπηρή απόρριψη, από τον Υπουργό Περιβάλλοντος και Ενέργειας, της προσφυγής που άσκησε ο αϊτών κατ’ αυτής. Το Δικαστήριο κρίνει ότι για την αποκατάσταση της νομιμότητας δεν είναι αναγκαία η ακύρωση των προσβαλλόμενων πράξεων προτού παρασχεθεί στη Διοίκηση προθεσμία για την αναγνώριση της οδού με την έκδοση προεδρικού διατάγματος και τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Εν προκειμένω και κατ’ εκτίμηση των περιστάσεων, ιδίως δε του ότι το σχέδιο του π.δ. πρέπει να αποσταλεί προς επεξεργασία στο Συμβούλιο της Επικρατείας χορηγείται στη Διοίκηση προθεσμία εννέα (9) μηνών για να ολοκληρώσει την προεκτεθείσα διαδικασία, κατά τη διάρκεια της οποίας οι αιτούντες μπορούν να προσκομίσουν τα στοιχεία προς απόδειξη του ότι, όπως υποστηρίζουν με την κρινόμενη αίτηση, η επίμαχη οδός δεν είναι κοινόχρηστη ούτε προϋφίστατο της έναρξης ισχύος του ν.δ. της 17.7/16.8.1923, προκειμένου τα στοιχεία αυτά να εκτιμηθούν αιτιολογημένως από τη Διοίκηση.
Πρόεδρος: Μ. Γκορτζολίδου
Εισηγητής: Ελ. Μουργιά