ΣτΕ 1600/2023 [Μη στοιχειοθέτηση παράλειψης νόμιμα οφειλόμενης λόγω μη διόρθωσης των ορίων οικισμού και μη έγκρισης ΣΧΟΑΑΠ]
Περίληψη
– Δεν επιτρέπεται επανακαθορισμός των ορίων οικισμού με βάση νέα πραγματική κατάσταση, η οποία προέκυψε μετά τον αρχικό καθορισμό τους, αφού, άλλωστε, μεταβολή της πραγματικής κατάστασης, σχετιζόμενη με κριτήρια που προβλέπονται στο από 24.4./3.5.1985 π.δ. για τον καθορισμό των ορίων οικισμού, είναι δυνατό να επέλθει και λόγω των νέων οικιστικών δεδομένων, τα οποία δημιουργούνται από την ίδια την οριοθέτηση και την παρεπόμενη εφαρμογή των όρων δόμησης που θεσπίζονται με το διάταγμα αυτό για τους οριοθετημένους οικισμούς. Τα δε όρια οικισμού που καθορίζονται επιτρέπεται να τροποποιηθούν μόνο για λόγους νομιμότητας, όπως είναι η πλάνη περί τα πράγματα, με πράξη, η οποία επιβάλλεται να αιτιολογείται ειδικώς με αναφορά σε συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά και στοιχεία. Συναφώς και η διάταξη του άρθρου 19 παρ. 1 του ν. 2508/1997 “Βιώσιμη οικιστική ανάπτυξη των πόλεων και οικισμών της χώρας και άλλες διατάξεις” ορίζει ότι “για τους ήδη οριοθετημένους οικισμούς δεν επιτρέπεται η διεύρυνση των ορίων τους με νέα διοικητική πράξη”. Και υπό το καθεστώς, όμως, της νεότερης αυτής διατάξεως επιτρέπεται, σε όλως εξαιρετικές περιπτώσεις, και η διεύρυνση ορίων οικισμού, αν αποδεικνύεται ότι είχε συντρέξει περίπτωση πλάνης περί τα πράγματα κατά την αρχική οριοθέτηση.
Παράλειψη ή άρνηση οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας υπάρχει όταν ο νόμος επιβάλλει στη διοίκηση την υποχρέωση να επιχειρήσει ενέργεια ή να ρυθμίσει συγκεκριμένη σχέση με την έκδοση εκτελεστής διοικητικής πράξης, όχι όμως και όταν παρέχει σε αυτήν την εξουσία να ρυθμίζει με κανονιστικές πράξεις σχέσεις ή καταστάσεις μέσα στα όρια της παρεχόμενης εξουσιοδότησης, διότι η εκτίμηση της σκοπιμότητας για την έκδοση κανονιστικής πράξης δεν είναι ελεγκτή από τον ακυρωτικό δικαστή. Θεμιτή περίπτωση εξαίρεσης από τη γενική αυτή αρχή συντρέχει όταν με την ίδια τη νομοθετική εξουσιοδότηση, ερμηνευόμενη υπό το φως και των κανόνων υπέρτερης ισχύος, οι οποίοι ενδεχομένως διέπουν την υπό ρύθμιση έννομη σχέση, επιβάλλεται στη Διοίκηση, εφόσον συντρέχουν ορισμένες αντικειμενικές προϋποθέσεις, η έκδοση ή τροποποίηση ή η κίνηση της διαδικασίας για την έκδοση ή τροποποίηση κανονιστικής πράξης. Κατά την έννοια δε του άρθρου 24 του Συντάγματος, καθίσταται υποχρεωτική για μεν τον κοινό νομοθέτη και τη διοίκηση η λήψη των αναγκαίων κανονιστικών, γενικών ατομικών ή ατομικών μέτρων, προληπτικού ή κατασταλτικού χαρακτήρα, για δε τα δικαστήρια η παροχή αποτελεσματικής προστασίας στο περιβάλλον. Συνεπώς, η παράλειψη της Διοικήσεως προς λήψη των μέτρων τούτων, που μπορεί να συνίστανται ακόμη και στην έκδοση ή τροποποίηση κανονιστικών διοικητικών πράξεων, συνιστά παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας υποκείμενη σε ακύρωση από το Συμβούλιο της Επικράτειας κατά το άρθρο 45 παρ. 4 του π.δ/τος 18/1989, διότι διαφορετικά η συνταγματική επιταγή θα μετέπιπτε σε απλή θεωρητική διακήρυξη αρχής με αποτέλεσμα να παραμένει το περιβάλλον χωρίς ουσιαστική προστασία, παρά την σαφώς αντίθετη βούληση του συνταγματικού νομοθέτη. Η παράλειψη αυτή μπορεί καταρχήν, να συντρέχει και σε περίπτωση εγκρίσεως ή τροποποίησης ρυμοτομικού σχεδίου και επιβολής πολεοδομικών περιορισμών, όταν λ.χ. μια περιοχή μελετήθηκε ενιαία ή έχει κοινά χαρακτηριστικά που επιβάλλουν την πολεοδομική της μεταχείριση ως συνόλου.
Ο οικισμός της Ποσειδωνίας Σύρου χαρακτηρίστηκε ως παραδοσιακός, επί τη βάσει της οριοθετήσεώς του, το έτος 1986, μεταξύ άλλων, ως διάσπαρτου, ήτοι ως προσδιοριζόμενου κατά τμήματα μη συνεχόμενα, διαμορφωμένα ως διακεκριμένες οικιστικές ενότητες, χωρίς συγκεκριμένο κέντρο, νοούμενο είτε ως συγκέντρωση βασικών κοινωνικών λειτουργιών κοινωνική είτε ως γεωμετρικό σχήμα. Με τους χαρακτηρισμούς αυτούς, οι οποίοι συνεπάγονται τη θέσπιση ειδικών όρων και περιορισμών δόμησης και υποχρεώσεων εισφοράς σε γη και χρήμα, δεδομένης δε της αναγνωρίσεώς του, με πράξη της Διοικήσεως, ως προϋφιστάμενου του έτους 1923, ο οικισμός αυτός τελεί υπό ειδικό προστατευτικό καθεστώς, ως στοιχείο της πολιτιστικής κληρονομιάς της χώρας και σύμφωνα με τη συνταγματική επιταγή που απορρέει από το άρθρο 24 (παρ. 6) του Συντάγματος.
Οι αιτούντες, με την κρινόμενη αίτηση, επιδιώκουν, κατ’ ουσίαν, τον επανακαθορισμό των ορίων του οικισμού της Ποσειδωνίας Σύρου, με βάση ένα συνεκτικό κέντρο, στο οποίο εντάσσονται και τα ακίνητά τους, όπως υποστηρίζουν, κατ’ επίκληση της ανάγκης πολεοδομικής οργάνωσης της Ποσειδωνίας κατά τρόπο αντίθετο από εκείνο που αποτέλεσε τη βάση της οριοθέτησης και της προστασίας του εν λόγω οικισμού, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα. Όμως, τα στοιχεία περί υπάρξεως ακίνητης ιδιοκτησίας με ανεγερθέντα κτίσματα, σε επαφή με τα οριοθετημένα τμήματα του οικισμού, τα οποία, πάντως, μόνον ως προς τον οικίσκο εμβαδού 40 τ.μ. ανάγονται στον χρόνο προ του 1923 και εφόσον προϋπάρχουν του έτους 1912, ελήφθησαν υπόψη κατά την πρώτη αναγνώριση της Ποσειδωνίας ως “συνοικισμού», καθώς και τα έγγραφα των πολεοδομικών αρχών, στα οποία η Διοίκηση διατυπώνει την άποψη ότι στα όρια του οικισμού θα έπρεπε να είχαν συμπεριληφθεί τα ακίνητα των αιτούντων, αλλά και η εκπονηθείσα και μη εισέτι εγκριθείσα μελέτη ΣΧΟΑΑΠ που προτείνει μια διαφορετική χάραξη των ορίων του οικισμού σε σχέση με την ισχύουσα, δεν αποτελούν πρόσφορα, εν προκειμένω, στοιχεία. Τούτο διότι τα στοιχεία αυτά αποδεικνύουν μόνο την ανεπισήμως διατυπωθείσα βούληση ορισμένων διοικητικών αρχών και διοικουμένων για τη μεταβολή, στο μέλλον, του χαρακτηρισμού του οικισμού της Ποσειδωνίας από διάσπαρτο σε συνεκτικό με συγκεκριμένο κέντρο και δεν είναι ικανά να ανατρέψουν τα δεδομένα στα οποία ερείδεται ο χαρακτηρισμός του οικισμού της Ποσειδωνίας ως παραδοσιακού και διάσπαρτου με τα ειδικότερα προαναφερόμενα χαρακτηριστικά, αποδεικνύοντας έτσι ότι εμφιλοχώρησε πλάνη περί τα πράγματα κατά την αρχική οριοθέτηση του οικισμού, υπό την έννοια δε αυτή δεν συνιστούν νόμιμο λόγο επαναοριοθέτησης του οικισμού της Ποσειδωνίας. Συνεπώς, τα προαναφερόμενα στοιχεία δεν υποχρέωναν τη Διοίκηση να κινήσει τη διαδικασία επανακαθορισμού των ορίων του οικισμού της Ποσειδωνίας ή να ολοκληρώσει το ΣΧΟΑΑΠ, καθ’ υπέρβαση ή μη της νόμιμης προθεσμίας, στο πλαίσιο της υποχρεώσεώς της για τη λήψη ειδικών μέτρων προστασίας των παραδοσιακών και προϋφιστάμενων του 1923 οικισμών, τέτοια δε υποχρέωση της Διοικήσεως δεν στοιχειοθετείται για λόγους προστασίας της ιδιοκτησίας ή της εμπιστοσύνης των αιτούντων, εφόσον μάλιστα τα ένδικα ακίνητα δεν συμπεριλήφθηκαν ούτε στην οικεία ZOE. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, δεν στοιχειοθετείται παράλειψη της Διοικήσεως να αποφανθεί επί του ένδικου αιτήματος των αιτούντων και να εντάξει τα ακίνητά τους εντός των ορίων του οικισμού της Ποσειδωνίας Σύρου, όλα δε τα περί του αντιθέτου προβαλλόμενα από τους αιτούντες πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα.
Πρόεδρος: Αικ. Χριστοφορίδου
Εισηγητής: Θ. Ζιάμου