ΣτΕ 1337/2023 [Εν μέρει παράνομη ΥΑ/ΥΠΕΝ για τον χαρακτηρισμό κτιρίου ως διατηρητέου]
Περίληψη
– Η υπουργική απόφαση, που κηρύσσει κτήριο ή τμήμα αυτού ως διατηρητέο και η οποία επιβάλλει θεμιτούς, κατ’ αρχήν, ενόψει της συνταγματικής επιταγής για την προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς, περιορισμούς στο δικαίωμα της κυριότητας, πρέπει, από τη φύση της, να είναι ειδικώς αιτιολογημένη. Η αιτιολογία αυτή μπορεί να προκύπτει από την προβλεπόμενη από τις ανωτέρω διατάξεις έκθεση της αρμόδιας υπηρεσίας του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής και από τα λοιπά στοιχεία του φακέλου, πρέπει δε να περιλαμβάνει περιγραφή, κατά τρόπο ειδικό και συγκεκριμένο, των στοιχείων τα οποία ανάγονται, κατά την ανέλεγκτη κατά τα λοιπά σχετική κρίση της Διοίκησης, σε θεμιτά κριτήρια, η συνδρομή των οποίων στην συγκεκριμένη περίπτωση επιβάλλει τον επίμαχο χαρακτηρισμό.
Όπως προκύπτει από τις αιτιολογική έκθεση και εισήγηση, στην οποία περιλαμβάνεται η αντίκρουση των υποβληθεισών από τον αιτούντα αντιρρήσεων, η Υπηρεσία, μέσω της παρουσίασης των μορφολογικών στοιχείων και της εσωτερικής λειτουργικής διάρθρωσης του κτιρίου, προσδιορίζει το χρόνο κατασκευής του κτιρίου, ο οποίος συνδέεται με την συγκεκριμένη μορφή και τυπολογία του (κτίριο μεσοπολέμου) και περιγράφει με αναλυτικό και συγκεκριμένο τρόπο την ιδιαιτερότητα τόσο του κτιρίου ως συνόλου όσο και των επιμέρους τμημάτων αυτού (ισόγειο, όροφοι, δώμα κλπ). Αξιολογείται δε ειδικότερα η ιδιαίτερη αρχιτεκτονική φυσιογνωμία του κτιρίου, η εν γένει εξωτερική μορφή και ο εσωτερικός του διάκοσμος και εξηγείται ο λόγος για τον οποίο αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα της εποχής του μεσοπολέμου. Η μη ειδικότερη αναφορά στους βοηθητικούς χώρους λόγω της αδυναμίας πρόσβασης στα καταστήματα του ισογείου, το μεν δεν αποτελεί απόδειξη ότι δεν διενεργήθηκε η, κατά τις επιταγές του νόμου, αυτοψία, το δε δεν απομειώνει την αισθητική και αρχιτεκτονική αξία του κτιρίου. Επομένως, παρατίθενται εν προκειμένω λεπτομερώς τα συγκεκριμένα πολεοδομικά, ιστορικά κοινωνικά και, ιδίως, αρχιτεκτονικά και αισθητικά στοιχεία, βάσει των οποίων η Διοίκηση προέβη στο χαρακτηρισμό ως διατηρητέου του επίμαχου κτιρίου και τα οποία ανάγονται στα κατά νόμο οριζόμενα κριτήρια για το χαρακτηρισμό, απορριπτομένου ως αβασίμου του περί του αντιθέτου λόγου ακυρώσεως. Η περαιτέρω δε ουσιαστική αξιολόγηση των στοιχείων και χαρακτηριστικών αυτών είναι ακυρωτικώς ανέλεγκτη.
Ως προς τις «μεταγενέστερες» «εναρμονιζόμενες» με το «αρχικό κτίριο» προσθήκες, οι οποίες, επίσης, χαρακτηρίζονται ως διατηρητέες με την προσβαλλόμενη, καθώς και τα εξαιρούμενα του χαρακτηρισμού «πάσης φύσεως καθ’ ύψος ή κατ’ επέκταση υπάρχοντα προκτίσματα, που αλλοιώνουν το αρχικό κτίριο» η προσβαλλόμενη πράξη είναι αόριστη, δεδομένου ότι δεν περιγράφει τα εν λόγω στοιχεία επακριβώς, ώστε να προσδιορίζονται τόσο εκείνα που περιλαμβάνονται στον χαρακτηρισμό όσο και τα εξαιρούμενα, με συνέπεια να μην προκύπτει ως προς τα στοιχεία αυτά το ακριβές περιεχόμενο της σχετικής ρυθμίσεως. Το γεγονός δε ότι ο καθορισμός των στοιχείων αυτών ανατίθεται στο Συμβούλιο Αρχιτεκτονικής, δεν θεραπεύει την πλημμέλεια της προσβαλλομένης πράξεως, διότι για την κήρυξη κτιρίου ως διατηρητέου την αποφασιστική αρμοδιότητα έχει ο Υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας και όχι το Συμβούλιο Αρχιτεκτονικής, το οποίο έχει στη σχετική διαδικασία γνωμοδοτική μόνον αρμοδιότητα να αναπεμφθεί στη Διοίκηση προς συμπλήρωση της αιτιολογίας της και διευκρίνιση των ανωτέρω ασαφών ρυθμίσεων.
Πρόεδρος: Π. Καρλή
Εισηγητής: Θ. Κανελλοπούλου