ΣτΕ 1110/2023 [Παράνομες οι αποφάσεις για την ανάδειξη και προστασία του Πάρκου «Πεδίον του Άρεως»]
Περίληψη
– Η διαχειριστική μελέτη, η οποία εγκρίθηκε με την πρώτη προσβαλλόμενη πράξη, αφορά το «Πεδίον του Άρεως», κοινόχρηστο χώρο μεγάλης έκτασης (221.308 τ.μ.), ο οποίος αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους υπαίθριους χώρους του κέντρου των Αθηνών, είναι το δεύτερο σε έκταση πάρκο της περιοχής των Αθηνών, με σημαντική βλάστηση, και αποτελεί έναν από τους πιο σημαντικούς υπερτοπικούς χώρους πρασίνου και άθλησης της πρωτεύουσας. Συνιστά αναπόσπαστο τμήμα μεγάλων ενοτήτων πρασίνου με συνεχόμενη και πυκνή βλάστηση, κυρίως στην περιοχή του κέντρου. Η ευρύτερη περιοχή του Πεδίου του Άρεως χαρακτηρίζεται ως οικιστική περιοχή με πολυώροφα κτήρια, καταστήματα αλλά και χώρους πρασίνου. Κατά τη διαχειριστική μελέτη, το Πεδίο του Άρεως παρουσιάζει εξαιρετικά μορφολογικά χαρακτηριστικά που το καθιστούν στοιχείο του φυσικού περιβάλλοντος με ιδιαίτερη σημασία και αναμφισβήτητη αισθητική αξία, μπορεί δε να καλύψει ποικιλία δραστηριοτήτων με υπερτοπική σημασία ως χοίρος ήπιας αναψυχής και περιπάτου. Διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην καθημερινότητα των κατοίκων της ευρύτερης και όχι μόνο περιοχής. Διαμορφώθηκε ως Άλσος-Πάρκο το πρώτο ήμισυ του προηγούμενου αιώνα και έχει συνδεθεί με σημαντικά ιστορικά γεγονότα και πρόσωπα της εποχής. Ο αρχικός σχεδιασμός του είναι χαρακτηριστικός της τότε περιόδου και το κατατάσσει στα πάρκα περιπάτου. Εντός του χώρου που καταλαμβάνει υφίστανται νεώτερα μνημεία, διατηρητέα κτήρια και τοπόσημα, κλειστό θέατρο, ενώ λειτουργούν και ανοικτό θερινό θέατρο 2.000 θέσεων και χώροι συνάθροισης κοινού. Οι υφιστάμενες υποδομές και εγκαταστάσεις, οι οποίες θεωρούνται συμβατές, κατά τη διαχειριστική μελέτη, με τον δασικό κοινόχρηστο χαρακτήρα του πάρκου – άλσους, έχουν συνολικό εμβαδόν 10.840.38 τ.μ., επιτρέπονται δε νέα έργα (συνολικού εμβαδού 6.884,44 τ.μ.) ή αναπλάσεις, πέραν της συντήρησης και της ανακατασκευής των υφισταμένων υποδομών.
Ωστόσο, μολονότι το Πεδίο του Άρεως, βάσει των ως άνω ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του, αποτελεί πάρκο με ιδιαίτερη περιβαλλοντική και ιστορική σημασία, ευρισκόμενο εντός ιδιαίτερα πυκνοκατοικημένης περιοχής, η μελέτη διαχείρισης για την προστασία και ανάδειξή του, προβλέπουσα ειδικές χρήσεις γης σε πολλά από τα τμήματά του ούτε υποβλήθηκε σε περιβαλλοντικό προέλεγχο για την υποβολή σε στρατηγική περιβαλλοντική εκτίμηση, ως σχέδιο ή πρόγραμμα, κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 5 της Κ.Υ.Α. 107017/28.8.2006, ούτε, στη συνέχεια, υπήχθη σε διαδικασία προκαταρκτικού ελέγχου (screening), προκειμένου να υπαχθεί σε περιβαλλοντική αδειοδότηση ως προβλέπουσα έργο ανάπλασης σημαντικού άλσους, δηλαδή «έργου αστικής ανάπτυξης» κατά τις κρίσιμες περί περιβαλλοντικών αδειοδοτήσεων έργων ή δραστηριοτήτων διατάξεις (ν. 4014/2011 και τις κατ’ εξουσιοδότηση του νόμου αυτού υπουργικές αποφάσεις). Η δε τήρηση της μνημονευόμενης στη σκέψη 24 διαδικασίας, στην προκειμένη περίπτωση, είναι επιβεβλημένη, αφενός διότι, με την πρώτη προσβαλλόμενη πράξη επιτρέπεται ως συμβατή με τον δασικό και κοινόχρηστο χαρακτήρα του πάρκου, η, ομοίως (βάσει των στοιχείων του φακέλου) μη υπαχθείσα σε περιβαλλοντική αδειοδότηση, λειτουργία ανοικτού – υπαίθριου θεάτρου 2.000 περίπου θέσεων, δηλαδή δραστηριότητα που συνεπάγεται σημαντικές οχλήσεις για τους περίοικους, και αφετέρου για τον λόγο ότι η δασική υπηρεσία εσφαλμένα υπέλαβε ότι ο χώρος του «Άλσους» στο Πεδίο του Άρεως, με την Π.Υ.Σ. 102/24.7.1971, επέχουσα θέση «ισχύοντος Ρυμοτομικού Σχεδίου», έχει μετατραπεί σε «χώρο δημοσίων θεαμάτων», αυτοτελή και ξεχωριστό από το υπόλοιπο Πεδίο του Άρεως, ως προς τις επιτρεπόμενες χρήσεις του. Και τούτο, διότι, όπως έχει κριθεί με την 2568/1981 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, η 102/24.7.1971 Π.Υ.Σ., ανεχόμενη, κατ’ εξαίρεσιν, τη λειτουργία δημοσίων θεαμάτων εν ιός κοινοχρήστων εκτάσεων, ουδόλως μετέβαλε ή αναίρεσε τον κοινόχρηστο χαρακτήρα της έκτασης που καταλαμβάνει το Θέατρο «Άλσος» και ο περιβάλλων χώρος αυτού. Μολονότι δε η δραστηριότητα αυτή, όπως προαναφέρθηκε, αναπτύσσεται εντός κοινόχρηστου χώρου με δασικό χαρακτήρα, η Διεύθυνση Δασών Αθηνών, αρνούμενη να ασκήσει τη σχετική αρμοδιότητά της, δεν εξέτασε «ποια είναι τα δημόσια θεάματα και ποιες είναι οι επιτρεπτές εγκαταστάσεις εντός των χώρων δημοσίων θεαμάτων», θεωρώντας, εσφαλμένος, ότι «εκφεύγει του γνωστικού αντικειμένου και αρμοδιότητητάς της», όπως ρητώς ανέφερε στην εισήγησή της.
Με τα δεδομένα αυτά, λαμβάνοντας υπόψη ότι η Διοίκηση ουδέποτε ερεύνησε αν η εγκριθείσα μελέτη, με το συγκεκριμένο περιεχόμενο, έχει σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον, ούτε, κατά συνέπεια, την υπέβαλε σε διαβούλευση με το κοινό υπό τις ειδικές διατάξεις της οικείας περιβαλλοντικής νομοθεσίας, η δε δασική υπηρεσία εκτίμησε εσφαλμένως το πολεοδομικό καθεστώς που διέπει το Πεδίο του Άρεως, και ειδικώς την έκταση που καταλαμβάνει το θέατρο «Άλσος» και ο περιβάλλων χώρος αυτού, χωρίς να εξετάσει τόσο τη συμβατότητα της λειτουργίας του, ως χώρου «δημοσίων θεαμάτων» χρησιμοποιούμενου από 2.000 θεατές, προς τον κοινόχρηστο δασικό χαρακτήρα του πάρκου, όσο και τη νομιμότητά του, καθώς ουδέποτε το θέατρο αυτό είχε αδειοδοτηθεί περιβαλλοντικά (κατόπιν μάλιστα τήρησης διαδικασίας διαβούλευσης), η πρώτη προσβαλλόμενη πράξη εκδόθηκε μη νομίμως και πρέπει για τους λόγους αυτούς να ακυρωθεί. Είναι, εξάλλου, απορριπτέοι οι ισχυρισμοί της παρεμβαίνουσας εταιρείας ότι το επίμαχο «κέντρο ψυχαγωγίας» προϋφίσταται, ότι έχουν εκδοθεί νόμιμες οικοδομικές άδειες και ότι δεν εγκρίνεται το πρώτον η εγκατάστασή του με την διαχειριστική μελέτη, η οποία απλώς αναφέρεται σ’ αυτό και δεν ρυθμίζει τη λειτουργία του. Και τούτο, διότι, εφόσον κατά τα γενόμενα ανωτέρω δεκτά, επιβάλλεται ο έλεγχος τον επιτρεπτού ανέγερσης κατασκευών ή χωροθέτησης δραστηριοτήτων σε ορισμένο πάρκο ή άλσος από την άποψη της συμβατότητας αυτών προς τις ισχύουσες στην περιοχή αυτή χρήσεις τόσο κατά το στάδιο της χορήγησης οικοδομικών αδειών και αδειών εγκατάστασης, ίδρυσης ή λειτουργίας, κατά περίπτωση, όσο και κατά το στάδιο της εγκρίσεως της διαχειριστικής μελέτης, δεν τίθεται στην προκειμένη περίπτωση ζήτημα εφαρμογής των αρχών της προστατευόμενης εμπιστοσύνης και της σταθερότητας των διοικητικών καταστάσεων. Διάφορο, δε, είναι το ζήτημα της τυχόν υποχρέωσης αποζημιώσεως κατά τα άρθρα 105 και 106 του Εισ. Ν.Α.Κ. του καλόπιστου δικαιούχου των οικοδομικών αδειών, αδειών εγκατάστασης, ίδρυσης ή λειτουργίας επιχειρήσεων από το υπαιτίως ενεργήσαν ή παραλείψαν όργανο, εφόσον, βέβαια συντρέχουν οι κατά νόμο προϋποθέσεις. Απορριπτέος, τέλος, είναι και ο ισχυρισμός των παρεμβαινόντων ότι έλαβε χώρα διαβούλευση σε σχέση με την διαχειριστική μελέτη, ειδικώς δε στην 7η Συνεδρίαση του Περιφερειακού Συμβουλίου Αττικής, στις 14.3.2019, και ότι, μάλιστα, σε αυτήν είχε συμμετάσχει εκπρόσωπος της αιτούσας ένωσης προσώπων (και πρώτος εκ των αιτούντων), ανατιθέμενος στο περιεχόμενο της διαχειριστικής μελέτης. Και τούτο, αφενός διότι η άτυπη αυτή συμμετοχή στη διαδικασία έγκρισης της διαχειριστικής μελέτης δεν είναι δυνατόν να υποκαταστήσει τις προβλεπόμενες, κατά περίπτωση, από τις διαδικασίες διαβούλευσης που παραλείφθηκαν, στην προκειμένη περίπτωση, και αφετέρου διότι η διαχειριστική μελέτη επανυποβλήθηκε στη συνέχεια, με ουσιώδεις μεταβολές, ενώ συντάχθηκε και συμπληρωματικό τεύχος, χωρίς τα νέα αυτά στοιχεία να τεθούν εκ νέου υπόψη του κοινού.
Ακυρωτέα είναι και η δεύτερη προσβαλλόμενη πράξη με την οποία ανακλήθηκε η απόφαση του Συντονιστή της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Αττικής περί κατεδάφισης-απομάκρυνσης αυθαιρέτων κατασκευών στη δημόσια – αναδασωτέα έκταση του άλσους του Πεδίου του Άρεως. Και τούτο, διότι, όπως προκύπτει από την εισήγηση της Διεύθυνσης Δασών Αθηνών, η αιτιολογία της πράξης αυτής βασίζεται στην, κατά τα ανωτέρω, παρανόμως εκδοθείσα απόφαση του Συντονιστή της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Αττικής περί εγκρίσεως της διαχειριστικής μελέτης για το Πεδίο του Άρεως, η οποία, επίσης, χωρίς νόμιμη αιτιολογία, δοθέντος ότι δεν ερευνήθηκε από τη Διοίκηση αν έπρεπε να προηγηθεί αυτής στρατηγική περιβαλλοντική εκτίμηση ή περιβαλλοντική αδειοδότηση, είχε, κατ’ ουσίαν, ως αποτέλεσμα τη νομιμοποίηση αυθαιρέτων κατασκευών εντός κοινόχρηστων, δασικού χαρακτήρα, εκτάσεων, προβλέποντας, μεταξύ άλλων, την εγκατάσταση φυλακίου στη θέση αυθαίρετως ανεγερθέντος ξύλινου οικίσκου που χρησίμευε ως εκδοτήριο εισιτηρίων και την περίφραξη κοινοχρήστου τμήματος του άλσους, χάριν της προστασίας παρακείμενου χώρου δημοσίων θεαμάτων, ο οποίος επίσης δεν έχει αδειοδοτηθεί περιβαλλοντικά.
Κατόπιν της αποδοχής της κρινομένης αιτήσεως ακυρώσεως, η επίμαχη διαχειριστική μελέτη πρέπει να υποβληθεί, πριν από την έγκρισή της, σε διαδικασία περιβαλλοντικού προελέγχου. Εφόσον κριθεί από την οικεία περιβαλλοντική αρχή ότι η συγκεκριμένη μελέτη διαχείρισης δεν πρέπει να υποβληθεί σε ΣΠΕ, λόγω των περιορισμένων, τελικά, επιπτώσεων του εν λόγω σχεδίου στο περιβάλλον, πρέπει να εξεταστεί, στο πλαίσιο προκαταρκτικού ελέγχου (“screening”), αν η μελέτη διαχείρισης, η οποία ως μελέτη ανάπλασης σημαντικού άλσους της πόλεως των Αθηνών, δηλαδή «έργο αστικής ανάπτυξης» κατά την έννοια της οδηγίας 2011/92/ΕΕ, πρέπει να αδειοδοτηθεί κατά την προβλεπόμενη από την οδηγία αυτή διαδικασία. Αν οι επιπτώσεις του συγκεκριμένου έργου ή της δραστηριότητας στο περιβάλλον είναι τόσο μικρές ή ασήμαντες, τότε η μελέτη αυτή είτε απαλλάσσεται από την υπαγωγή στη διαδικασία περιβαλλοντικής αδειοδότησης είτε, κατά την κρίση της περιβαλλοντικής αρχής, μπορεί να επιβληθεί άλλος τρόπος αντιμετωπίσεως των, έστω ασθενών, επιπτώσεων. Βεβαίως, κατά τις οικείες διατάξεις, η διαχειριστική μελέτη πρέπει να τεθεί σε διαβούλευση με το κοινό, όπως επιτάσσει η Σύμβαση του Άαρχους. Αφού τηρηθεί η ως άνω διαδικασία, η αρμόδια για την έγκριση της διαχειριστικής μελέτης δασική υπηρεσία οφείλει να εξετάσει τη συμβατότητα όλων των υφιστάμενων και προβλεπομένων για το μέλλον επιμέρους χρήσεων και κατασκευών προς τον κοινόχρηστο και δασικό χαρακτήρα του Πεδίου του Άρεως, την αναγκαιότητά τους καθώς και τη νομιμότητα της εγκατάστασής τους στον χώρο αυτόν. Στο πλαίσιο αυτό πρέπει ειδικώς να ληφθεί υπόψη ότι το «Θέατρο Άλσους Πεδίον Άρεως – Οικονομίδη», το οποίο καθορίσθηκε ως χώρος όπου επιτρέπεται η κατ’ εξαίρεση λειτουργία δημοσίων θεαμάτων, διαμορφώθηκε κατά την αρχική δημιουργία του Πεδίου Άρεως προοριζόμενο έκτοτε ως κυλικείο, εστιατόριο καθώς και κέντρο αναψυχής προς εξυπηρέτηση του κοινού, οπότε η συνέχιση της λειτουργίας του ως χώρου δημοσίων θεαμάτων, όπως η έννοια αυτή έχει εξελιχθεί στη σύγχρονη εποχή, δεν επιφέρει, καταρχήν, μεταβολή του προορισμού του Πεδίου του Άρεως ως χώρου με δασικό χαρακτήρα. Προϋπόθεση όμως για τη νόμιμη λειτουργία του αποτελεί η διασφάλιση της κοινοχρησία με την παροχή της δυνατότητας ελεύθερης προσπελάσεως των χρηστών του πάρκου.
Τέλος, βάση των προβλέψεων της διαχειριστικής μελέτης, όπως αυτή θα διαμορφωθεί μετά το πέρας της προμνησθείσας διαδικασίας, θα κριθεί στη συνέχεια κατά την κείμενη νομοθεσία αν κάποιες και ποιες από τις υφιστάμενες, εντός τον χώρο» τον Πεδίου του Άρεως χρήσεις ή κατασκευές είναι αυθαίρετες και πρέπει, για τον λόγο αυτόν, να απομακρυνθούν ή κατεδαφιστούν.
Βασικές σκέψεις
2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η ακύρωση: α) της 818/35619/13.5.2020 απόφασης του Συντονιστή της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Αττικής, με την οποία εγκρίθηκε η «Διαχειριστική Μελέτη για την Προστασία και Ανάδειξη του Πάρκου “Πεδίον του Άρεως”» της περιφέρειας Δήμου Αθηναίων για τη χρονική περίοδο 2020-2030 και β) της 838/36515/18.5.2020 απόφασης του Συντονιστή της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Αττικής με την οποία ανακλήθηκε η 3320/106138/ΠΕ/4.2.2020 απόφαση του ίδιου διοικητικού οργάνου περί κατεδάφισης-απομάκρυνσης αυθαιρέτων κατασκευών σε δημόσια αναδασωτέα έκταση (άλσος), ως εκδοθείσα κατά πλάνη περί τα πράγματα.
3. Επειδή, η υπό κρίση διαφορά, κατά το μέρος που ζητείται η ακύρωση της ανακλήσεως πράξης περί κατεδάφισης-απομάκρυνσης αυθαιρέτων κατασκευών σε δημόσια αναδασωτέα έκταση (άλσος-δεύτερη προσβαλλόμενη πράξη) ανήκει, κατ’ εφαρμογήν της περ. η΄ της παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 702/1977 (Α΄ 268), όπως η διάταξη αυτή ισχύει μετά την αντικατάσταση της περίπτωσης αυτής με το άρθρο 49 παρ. 3 του ν. 3659/2008 (Α΄ 77), στην αρμοδιότητα του Διοικητικού Εφετείου (πρβλ. ΣτΕ 1725/2019, 3094/2017, 4524/2014, 4294, 393/2014, 3733/2013). Λαμβάνοντας, όμως, υπόψη ότι υπάγεται στο Συμβούλιο της Επικρατείας η διαφορά που αναφύεται από την άσκηση αιτήσεως ακυρώσεως κατά της πράξεως περί εγκρίσεως μελέτης διαχειρίσεως πάρκων ή αλσών (πρβλ. ΣτΕ 448/2020), στην αιτιολογία, άλλωστε, της οποίας στηρίζεται η δεύτερη προσβαλλόμενη πράξη (βλ. κατωτέρω), συντρέχει κατά το άρθρο 34 παρ. 1 του ν. 1968/1991 (Α΄ 150), νόμιμη περίπτωση να κρατηθεί η υπόθεση, στο σύνολό της, προς εκδίκαση από το Συμβούλιο της Επικρατείας για λόγους οικονομίας της δίκης (βλ. ΣτΕ 735/2008 Ολ.).
4. Επειδή, ως προς την ένατη, τον δέκατο, τον δέκατο έβδομο και την δεκάτη ενάτη εκ των αιτούντων υποβλήθηκε παραίτηση, με προφορική δήλωση στο ακροατήριο της υπογράφουσας την αίτηση δικηγόρου, και συνεπώς ως προς αυτούς η δίκη πρέπει να καταργηθεί, κατά το άρθρο 30 παρ. 1 του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8). Επίσης, ως προς τον εικοστό πρώτο των αιτούντων, ο οποίος απεβίωσε μετά την άσκηση της αιτήσεως ακυρώσεως, η δίκη πρέπει να καταργηθεί, κατ’ άρθρο 31 παρ. 1 του π.δ/τος 18/1989.
5. Επειδή, η πρώτη προσβαλλόμενη πράξη, η οποία καθορίζει τον τρόπο διαχείρισης του Πεδίου του Άρεως για τα έτη 2020-2030, προβλέποντας συγκεκριμένα έργα και εργασίες και επιτρέποντας συγκεκριμένες χρήσεις εντός του εν λόγω πάρκου-άλσους, παράγει έννομες συνέπειες για την Περιφέρεια Αττικής που το διαχειρίζεται, τη δασική υπηρεσία που ελέγχει τη νομιμότητα των υφισταμένων κατασκευών αλλά και τους χρήστες του κοινόχρηστου αυτού χώρου, και ως εκ τούτου, έχει εκτελεστό χαρακτήρα, απορριπτομένων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών της εταιρείας με την επωνυμία «Μ…. ΙΚΕ».
6. Επειδή, οι λοιποί αιτούντες-φυσικά πρόσωπα, φερόμενοι, σύμφωνα με τα προσκομισθέντα από αυτούς στοιχεία, ως περίοικοι του Πεδίου του Άρεως και ισχυριζόμενοι αφενός ότι μη νομίμως εγκρίθηκε η μελέτη διαχειρίσεως του πάρκου-άλσους αυτού, η οποία επιτρέπει και διευκολύνει, μεταξύ άλλων, τη λειτουργία ανοικτού θεάτρου που προκαλεί οχλήσεις και αντίκειται στον κοινόχρηστο χαρακτήρα του Πεδίου του Άρεως, και αφετέρου ότι, επίσης, μη νομίμως ανακλήθηκε πράξη περί κατεδάφισης-απομάκρυνσης αυθαιρέτων κατασκευών που είχαν ανεγερθεί στην έκταση αυτή, με έννομο συμφέρον και εν γένει παραδεκτώς ασκούν την κρινόμενη αίτηση, απορριπτομένων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών της εταιρείας με την επωνυμία «Μ… ΙΚΕ». Με έννομο συμφέρον ασκείται η υπό κρίση αίτηση ακυρώσεως και από την έχουσα ικανότητα διαδίκου κατ’ άρθρο 62 ΚΠολΔ ένωση προσώπων με την επωνυμία «Κίνηση Πολιτών Επιμένουμε Πεδίο του Άρεως», η οποία, όπως προκύπτει από το από 25.2.2020 καταστατικό της, το οποίο συνετάγη σε χρόνο πριν από την έκδοση των δύο προσβαλλόμενων πράξεων (πρβλ. ΣτΕ 2219/2003) προς τον σκοπό της απόκτησης νομικής προσωπικότητας ως σωματείου με την επωνυμία «Π. – Π. Σ. Ε. Π. Ά.», επιδιώκει την «αποκατάσταση του Πεδίου του Άρεως ως ελεύθερα προσβάσιμου δημόσιου χώρου, υπό δημόσια διαχείριση, και [την] επαναφορά του σε μια ολοκληρωμένη, πλήρως λειτουργική μορφή» (άρθρο 1 παρ. 1 του προσκομισθέντος καταστατικού), εκπρόσωπος δε αυτής (ο πρώτος εκ των αιτούντων) είχε συμμετάσχει στην 7η Συνεδρίαση του Περιφερειακού Συμβουλίου Αττικής, στις 14.3.2019, αντιτιθέμενος στο περιεχόμενο της διαχειριστικής μελέτης. Παραδεκτώς δε ομοδικούν οι ως άνω αιτούντες, εφόσον προβάλλουν κοινούς λόγους ακυρώσεως στηριζόμενους στην αυτή νομική και πραγματική βάση.
7. Επειδή, ισχυριζόμενοι ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις δεν υποβαθμίζουν το άλσος του Πεδίου του Άρεως ούτε αναιρούν την κοινοχρησία του, με έννομο συμφέρον παρεμβαίνουν υπέρ των προσβαλλόμενων πράξεων: α) η Περιφέρεια Αττικής, στις αρμοδιότητες της οποίας έχουν περιέλθει η διεύθυνση, συντήρηση και εκμετάλλευση του άλσους του Πεδίου του Άρεως (ως διάδοχος της Διευρυμένης Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Αθηνών – Πειραιώς βλ. άρθρα 1 και 2 του π.δ. 98/2000, Α΄ 85), και η οποία συνέταξε τη μελέτη που εγκρίθηκε με την πρώτη προσβαλλόμενη πράξη, β) η εταιρεία με την επωνυμία «Μ….. ΙΚΕ» η οποία είναι μισθώτρια του κτηρίου «Άλσος», του περιβάλλοντος χώρου αυτού και της καφετέριας-κυλικείου «Γαρδένια» που βρίσκονται και λειτουργούν στο Πεδίο του Άρεως και γ) το σωματείο με την επωνυμία «Α. και Ε. Σ.» των κατοίκων γύρω από το Πεδίο του Άρεως, του δάσους της Σχολής Ευελπίδων και του Λόφου Φινοπούλου και τον διακριτικό τίτλο “Η Α.”» το οποίο σύμφωνα με το καταστατικό του, έχει σκοπό «την προστασία, εξωραϊσμό, καλλωπισμό και γενικά την αναβάθμιση» περιοχής που περιλαμβάνει το Πεδίο του Άρεως.
8. Επειδή, το άρθρο 24 παρ. 1 και 2 του Συντάγματος ορίζει ότι: «1. Η προστασία του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος αποτελεί υποχρέωση του Κράτους και δικαίωμα του καθενός. Για τη διαφύλαξή του το Κράτος έχει υποχρέωση να παίρνει ιδιαίτερα προληπτικά ή κατασταλτικά μέτρα στο πλαίσιο της αρχής της αειφορίας. Νόμος ορίζει τα σχετικά με την προστασία των δασών και των δασικών εκτάσεων. … Απαγορεύεται η μεταβολή του προορισμού των δασών και των δασικών εκτάσεων, εκτός αν προέχει για την Εθνική Οικονομία η αγροτική εκμετάλλευση ή άλλη τους χρήση, που την επιβάλλει το δημόσιο συμφέρον. 2. H … διαμόρφωση, η ανάπτυξη, η πολεοδόμηση … των πόλεων και των οικιστικών γενικά περιοχών υπάγεται στη ρυθμιστική αρμοδιότητα και τον έλεγχο του Κράτους, με σκοπό να εξυπηρετείται η λειτουργικότητα και η ανάπτυξη των οικισμών και να εξασφαλίζονται οι καλύτεροι δυνατοί όροι διαβίωσης. Οι σχετικές τεχνικές επιλογές και σταθμίσεις γίνονται κατά τους κανόνες της επιστήμης. …». Όπως έχει κριθεί, από τις προεκτεθείσες διατάξεις του άρθρου 24 παρ. 1 σε συνδυασμό με το άρθρο 117 παρ. 3 του Συντάγματος συνάγεται ότι τα δάση και οι δασικές εκτάσεις της χώρας υπάγονται, ως φυσικά αγαθά και οικοσυστήματα και ανεξαρτήτως της ειδικότερης ονομασίας τους ή της θέσης τους σε σχέση προς τις οικιστικές περιοχές, σε ιδιαίτερο προστατευτικό καθεστώς με σκοπό τη διατήρηση της κατά προορισμό χρήσης τους και τη διαφύλαξη της φυσικής και βιολογικής ισορροπίας. Οι συνταγματικές αυτές διατάξεις επιβάλλουν στον κοινό νομοθέτη να θεσπίζει πρόσφορα για τον σκοπό αυτό μέσα, τα οποία να καθιερώνουν το, κατά την εκάστοτε αντίληψη του νομοθέτη, η οποία υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο ως προς τη συμβατότητά της με το άρθρο 24 του Συντάγματος, ενδεδειγμένο σύστημα προστασίας των δασικών οικοσυστημάτων (ΣτΕ 2301/2017). Εξάλλου, τα άλση και πάρκα που βρίσκονται σε κοινόχρηστο χώρο εντός εγκεκριμένου ρυμοτομικού σχεδίου αποτελούν μέρος του φυσικού κεφαλαίου και εξομοιώνονται με τα δασικά οικοσυστήματα, υπαγόμενα στην ιδιαίτερη προστασία που θεσπίζεται στο Σύνταγμα (άρθρο 24 παρ. 1) και στον νόμο για τα δάση και τις δασικές εκτάσεις (βλ. ΣτΕ 677/2010 Ολομ., 2301/2017, 1261/2018).
9. Επειδή, ειδικότερα, εξ απόψεως δασικής νομοθεσίας, τα πάρκα και άλση εντός των πόλεων ή των οικιστικών περιοχών συνιστούν ιδιαίτερη κατηγορία δασών και δασικών εκτάσεων, από της απόψεως της θέσεώς τους σε σχέση προς τους χώρους ανθρώπινης εγκαταστάσεως και δραστηριότητος (άρθρο 4 παρ. 2 περ. α΄ του ν. 998/1979, Α΄ 249). Σύμφωνα δε με το άρθρο 3 παρ. 4 του ν. 998/1979 [όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 32 παρ. 1 του ν. 4280/2014 (Α΄ 159)], στις διατάξεις του νόμου αυτού υπάγονται, μεταξύ άλλων, και τα εντός των πόλεων και των οικιστικών περιοχών πάρκα και άλση. Στις διατάξεις της δασικής νομοθεσίας υπάγονται και τμήματα πάρκου ή άλσους, τα οποία φέρουν μη δασική βλάστηση συνδέονται όμως οργανικά με το σύνολο του πάρκου ή άλσους υπό την έννοια ότι συμβάλλουν στη διατήρηση της φυσικής ισορροπίας του συνόλου. Κατά το άρθρο 5 παρ. 2 του ίδιου νόμου [όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 1 παρ. 4 του ν. 3208/2003 (Α΄ 303)], «Η μέριμνα δια την ανάπτυξιν, βελτίωσιν, αναδάσωσιν και προστασίαν των πάρκων, αλσών και των εντός των πόλεων ή οικιστικών περιοχών δενδροστοιχιών ανήκει εις τους οικείους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοικήσεως …. Αι ως άνω υπηρεσίαι και οργανισμοί δύνανται πάντως να ζητούν την συνδρομήν της δασικής υπηρεσίας, εφ’ όσον συντρέχει περίπτωσις. Αι δασικαί υπηρεσίαι συνεργάζονται μετά των λοιπών δημοσίων υπηρεσιών και των οργανισμών τοπικής αυτοδιοικήσεως ή άλλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, εφόσον πρόκειται περί λήψεως μέτρων προστασίας, η πραγματοποίησις των οποίων περιλαμβάνεται και εις την αρμοδιότητα των υπηρεσιών ή των νομικών τούτων προσώπων. Η εκτέλεση κάθε είδους έργων στα πάρκα και άλση ενεργείται μετά από σχετική μελέτη, που εγκρίνεται από την αρμόδια δασική αρχή και με την εποπτεία της. Της έγκρισης αυτής προηγείται θετική γνώμη της αρμόδιας υπηρεσίας του Υπουργείου Πολιτισμού, όπου αυτή απαιτείται για λόγους προστασίας αρχαιοτήτων». Στο άρθρο 58 του ίδιου νόμου, με τίτλο «Πάρκα και άλση», όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 36 ν. 4280/2014, ορίζονται τα εξής: «1α. Υπό την επιφύλαξη των προβλεπομένων, στα άρθρα 48 παράγραφος 1 και 59 του παρόντος, καθώς και στο άρθρο 21 του ν. 4269/2014 (Α΄ 142), δεν επιτρέπεται η μεταβολή του κύριου προορισμού και η αναίρεση της λειτουργίας των πάρκων ή αλσών ως και των δασών της περίπτωσης ε` της παρ. 1 του άρθρου 69 του ν.δ. 86/1969 όπως ισχύει. β. Η ως άνω απαγόρευση ισχύει επίσης για κοινόχρηστους χώρους πρασίνου, που περιβάλλονται από τον οικιστικό ιστό χωρίς να έχουν ενταχθεί σε σχέδιο πόλης, φέρουν δασική βλάστηση, φυσικώς ή τεχνητώς δημιουργηθείσα και λειτουργούν εκ των πραγμάτων ως πάρκα και άλση. γ. Στις διατάξεις της δασικής νομοθεσίας υπάγονται και τμήματα πάρκου ή άλσους, τα οποία φέρουν μη δασική βλάστηση συνδέονται όμως οργανικά με το σύνολο του πάρκου ή άλσους υπό την έννοια ότι συμβάλλουν στη διατήρηση της φυσικής ισορροπίας του συνόλου. 2. Με απόφαση του Γενικού Γραμματέα της οικείας Αποκεντρωμένης Διοίκησης εγκρίνονται οι μελέτες διαχείρισης των πάρκων και αλσών. Της έγκρισης αυτής προηγείται θετική γνώμη της αρμόδιας Υπηρεσίας του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού, όπου αυτή απαιτείται για λόγους προστασίας των αρχαιοτήτων ή κηρυγμένων μνημείων δυνάμει των διατάξεων του ν. 3028/2002. 3. Η διάταξη της παρ. 6 του άρθρου 71 του Δασικού Κώδικα (ν.δ. 86/1969), η οποία προστέθηκε στο άρθρο αυτό με την παρ. 8 του άρθρου 4 του ν. 3208/2003, ισχύει αναλόγως και για τα πάρκα και άλση, νοουμένου, αντί του αναφερομένου στην ως άνω διάταξη Υπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης, του Υπουργού Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής. 4. Υφιστάμενα κτίρια και υποδομές εντός πάρκων και αλσών χωρίς έγκριση εξαιρούνται της κατεδάφισης, εφόσον πληρούν τις προϋποθέσεις της ως άνω διάταξης της παρ. 6 του άρθρου 71 του Δασικού Κώδικα και της προβλεπομένης στη διάταξη αυτή υπουργικής απόφασης και, εφόσον οι οικείοι Ο.Τ.Α. εξασφαλίσουν εντός τριών (3) ετών από την έναρξη ισχύος του παρόντος [μέχρι 8.8.2020, όπως ορίζεται στο άρθρο 78 παρ. 3 του ν. 4602/2019 (Α΄ 45)] τις απαιτούμενες από την κείμενη νομοθεσία εγκρίσεις. 5. … 6. Τυχόν πράξεις της διοίκησης που εκδόθηκαν για την προστασία των εκτάσεων των παραγράφων 4 και 5 του παρόντος άρθρου ανακαλούνται. 7. … δ. Έργα απαραίτητα για τη λειτουργία των δασών της περίπτωσης ε` της παρ. 1 του άρθρου 69 του ν.δ. 86/1969 όπως ισχύει, των πάρκων και αλσών που συντηρούν και εμπλουτίζουν τη βλάστηση, βελτιώνουν την αισθητική του τοπίου, εξασφαλίζουν την άνετη, ασφαλή κίνηση και εξυπηρέτηση των επισκεπτών και διευκολύνουν τη σωματική άσκηση, την αναψυχή και την πνευματική ανάταση του ανθρώπου δεν συνιστούν μεταβολή της κατά προορισμό χρήσης των εν λόγω δασών, πάρκων και αλσών. Ο τυχόν αναδασωτέος χαρακτήρας τους δεν εμποδίζει την ανάπτυξη των έργων αυτών». Περαιτέρω, στο άρθρο 59 του ίδιου νόμου, με τίτλο «Επιτρεπτές επεμβάσεις στα πάρκα και άλση», όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 36 ν. 4280/2014 ορίζονται τα εξής: «1. Σε πάρκα ή άλση και γενικότερα σε κοινόχρηστους χώρους πρασίνου δύναται, μετά από έρευνα του υπεδάφους για την καταλληλότητα, να κατασκευάζονται … τα προβλεπόμενα στο άρθρο 21 του ν. 4269/2014 [έργα] με την προϋπόθεση ότι θα αποκατασταθεί πλήρως από τον υπεύθυνο του έργου ή την αναθέτουσα αρχή, μετά το πέρας των εργασιών κατασκευής και στο σύνολο της έκτασης επέμβασης η λειτουργία του πάρκου, του άλσους ή του χώρου πρασίνου ως φυσικού συστήματος εντός του αστικού ιστού. 2. α. Η παραχώρηση της χρήσεως πάρκου ή άλσους επιτρέπεται μόνο σε Ο.Τ.Α. α΄ και β΄ βαθμού, με απόφαση του Γενικού Γραμματέα της οικείας Αποκεντρωμένης Διοίκησης, μετά από εισήγηση της αρμόδιας περιφερειακής δασικής υπηρεσίας, υπό τον όρο της μη μεταβολής του προορισμού ή της χρήσης της παραχωρούμενης έκτασης. Επιτρέπονται έργα ή δραστηριότητες που είναι απολύτως αναγκαία για τη λειτουργία του πάρκου ή άλσους. β. Οι παραχωρησιούχοι υποχρεούνται με ευθύνη και δαπάνες τους να συντηρούν και να βελτιώνουν τη βλάστηση, να διαχειρίζονται και να φυλάσσουν τις εκτάσεις η χρήση των οποίων τους έχει παραχωρηθεί, σύμφωνα με τις διατάξεις της δασικής νομοθεσίας. Οι εκτάσεις αυτές διατηρούν στο ακέραιο πάντοτε το δασικό τους χαρακτήρα. γ. Αν δεν τηρούνται οι όροι της παραχώρησης η τελευταία ανακαλείται. 3. Επιτρεπόμενες χρήσεις στα δάση της περίπτωσης ε` της παρ. 1 του άρθρου 69 του ν.δ. 86/1969 όπως ισχύει είναι αυτές της ήπιας αναψυχής και των κοινωφελών λειτουργιών, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο άρθρο 21 του ν. 4269/2014 [πλέον, μετά την κατάργησή του με το άρθρο 238 του ν. 4389/2016 (Α΄ 94), κατά το άρθρο 7 του π.δ. 59/2018 (Α΄ 114)]. Οι τελευταίες εγκρίνονται, σύμφωνα με τους όρους και τις προϋποθέσεις του παρόντος νόμου». Όπως προκύπτει από την αιτιολογική έκθεση που συνοδεύει τον νόμο 4280/2014, «με τα άρθρα 58 και 59 ρυθμίζονται θέματα προστασίας των πάρκων, αλσών και περιαστικών δασών, καθώς και των έργων που μπορούν να αναπτυχθούν σε αυτά για να εξυπηρετηθεί ο σκοπός ίδρυσής τους, με ενσωμάτωση της σχετικής νομολογίας των δικαστηρίων». Επίσης, με το άρθρο 71 παρ. 6 του ν.δ. 86/1969 (Α΄ 7), όπως προστέθηκε με την παρ. 8 του άρθρου 4 ν. 3208/2003 (Α΄ 303), το οποίο ισχύει αναλόγως και για τα πάρκα και άλση, νοουμένου, αντί του αναφερομένου στην ως άνω διάταξη Υπουργού Γεωργίας, του Υπουργού Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής (νυν Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας, βλ. και προϊσχύσαν άρθρο 49 παρ. 1 εδάφ. δ΄ και ε΄ του ν. 998/1979, όπως αυτό τροποποιήθηκε με το άρθρο 41 ν. 4067/2012, Α΄ 79), ορίζονται τα εξής: «Τα δάση της περίπτωσης ε` της παραγράφου 1 του άρθρου 69, που προορίζονται για αισθητική απόλαυση και αναψυχή, υπόκεινται σε διαχείριση ως δάση πάρκα και επιτρέπεται σε αυτά η κατασκευή έργων και η εκτέλεση εργασιών που συντηρούν και εμπλουτίζουν τη βλάστηση, βελτιώνουν την αισθητική του τοπίου, εξασφαλίζουν την άνετη και ασφαλή κίνηση και εξυπηρέτηση των επισκεπτών και διευκολύνουν τη σωματική άσκηση και την πνευματική ανάταση του ανθρώπου. Η κατασκευή μόνιμων εγκαταστάσεων, απαραίτητων για τη λειτουργία των πάρκων, επιτρέπεται μόνο στο αναγκαίο μέτρο και σε εκτάσεις που δεν έχουν δασική βλάστηση, η δε συνολικά καταλαμβανόμενη από τις ανωτέρω εγκαταστάσεις έκταση δεν μπορεί να υπερβεί το πέντε τοις εκατό (5%) της συνολικής έκτασης και κατ` ανώτατο όριο τα δέκα στρέμματα. Ο Υπουργός Γεωργίας με αποφάσεις του εξειδικεύει το είδος των έργων και των εργασιών που επιτρέπονται ως αναγκαία για την επίτευξη των ως άνω σκοπών». Ειδικώς όσον αφορά τη διαφύλαξη της κοινοχρησίας των πάρκων και αλσών, στο άρθρο 7 του π.δ. 59/2018 (Α΄ 114), όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 44 του ν. 4685/2020 (Α΄ 92/7.5.2020), ορίζεται ότι στους κοινόχρηστους χώρους περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, οι πλατείες και τα άλση. Στους δε ελεύθερους χώρους αστικού πρασίνου, οι οποίοι είναι κοινόχρηστοι, εκτός από δραστηριότητες ήπιας αναψυχής – όπως παιδικές χαρές – επιτρέπονται ανοικτά θέατρα μικρής κλίμακας με απαραίτητους υποστηρικτικούς χώρους, εφόσον προβλέπονται από τον πολεοδομικό σχεδιασμό. Το άρθρο 20 του ν. 4067/2012 (Α΄ 79) ορίζει τις επιτρεπόμενες κατασκευές σε δημόσιους κοινόχρηστους χώρους.
10. Επειδή, με το άρθρο 78 παρ. 10 του ν. 998/1979 (Α΄ 289), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 42 του ν. 4280/2014 (Α΄ 159), παρέχεται εξουσιοδότηση στον Υπουργό Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής (νυν Υπουργό Περιβάλλοντος και Ενέργειας) να καθορίσει τις προδιαγραφές σύνταξης των μελετών διαχείρισης των πάρκων και αλσών της παραγράφου 2 του άρθρου 58 του ν. 998/1979. Βάσει της διατάξεως αυτής εκδόθηκε η 133384/6587/10.12.2015 «Προδιαγραφές Σύνταξης των Μελετών Διαχείρισης Πάρκων και Αλσών» (Β΄ 2828) απόφαση του Αναπληρωτή Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας, όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο [πριν από την τροποποίησή της με την ΥΑ ΥΠΕΝ/ΔΠΔ/114537/5557/27.11.2020 (Β΄ 5283/1.12.2020)], η οποία ορίζει τα εξής: «Άρθρο 1. Σκοπός της παρούσας είναι να οριστούν προδιαγραφές σύνταξης των διαχειριστικών μελετών κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 10 του άρθρου 42 του νόμου 4280/2014 (ΦΕΚ 159 Α), σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 58 του νόμου 998/1979 (ΦΕΚ 289 Α) ως ισχύει και αφορούν: α) τα πάρκα και άλση εντός εγκεκριμένου σχέδιο πόλεως ή εντός οικιστικής περιοχής, που φέρουν το χαρακτηρισμό “πάρκα” και “άλση” ή κάθε άλλο χαρακτηρισμό που περιλαμβάνει την έννοια του πράσινου στις ανωτέρω περιοχές. β) τους χώρους που χαρακτηρίζονται από το εγκεκριμένο σχέδιο πόλης ως κοινόχρηστοι χώροι χωρίς άλλο ιδιαίτερο χαρακτηρισμό, αλλά έχουν αποκτήσει εν τοις πράγμασι χαρακτήρα πάρκου ή άλσους, γ) Τους κοινόχρηστους χώρους πρασίνου, που περιβάλλονται από τον οικιστικό ιστό χωρίς να έχουν ενταχθεί σε σχέδιο πόλης και φέρουν δασική βλάστηση, φυσικώς ή τεχνητώς δημιουργηθείσα. Οι διαχειριστικές μελέτες πάρκων και αλσών, αποτελούν ένα σχέδιο διαχείρισης των χώρων αυτών με συγκεκριμένο χρονικό ορίζοντα, στο οποίο καθορίζονται δυνάμενα έργα, εργασίες και δραστηριότητες (master plan), τα οποία εγκρίνονται κατά την ειδική κατά το έργο μελέτη, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παράγραφο 2 του άρθρου 5 του νόμου 998/1979 ως ισχύει. Άρθρο 2 α) Πάρκα είναι οι εντός των σχεδίων των πόλεων και οικιστικών περιοχών κοινόχρηστοι χώροι που έχουν αποτυπωθεί κατά τον πολεοδομικό σχεδιασμό ως πάρκα, καθώς και εκείνοι που φέρουν φυσική ή τεχνητή βλάστηση ή προορίζονται για την εγκατάσταση βλάστησης, και έχουν υποστεί ή θα υποστούν κηποτεχνικές διαμορφώσεις. β) Άλση είναι οι εντός των σχεδίων των πόλεων και οικιστικών περιοχών κοινόχρηστοι χώροι που έχουν αποτυπωθεί κατά τον πολεοδομικό σχεδιασμό ως άλση, καθώς και εκείνοι που φέρουν φυσική ή τεχνητή βλάστηση ή προορίζονται για την εγκατάσταση δασικής βλάστησης με ελεύθερη διάταξη, χωρίς κηποτεχνικές διαμορφώσεις στο πλαίσιο της επιδιωκόμενης προσομοίωσης δασικού περιβάλλοντος (π.χ. συστάδας) στις ανωτέρω περιοχές. γ) Ως πάρκα ή άλση νοούνται και οι κοινόχρηστες εκτάσεις στο εγκεκριμένο σχέδιο πόλης που χαρακτηρίζονται ως “κοινόχρηστοι χώροι” χωρίς άλλο ιδιαίτερο χαρακτηρισμό αλλά έχουν αποκτήσει εν τοις πράγμασι το χαρακτηρισμό πάρκου ή άλσους. δ) …». Το άρθρο 3 της εν λόγω υπουργικής απόφασης ορίζει τα επιτρεπόμενα έργα σε πάρκα και άλση με τις ακόλουθες βασικές επισημάνσεις και περιορισμούς: α) «Τα πάρκα πρέπει να καλύπτουν μία ποικιλία δραστηριοτήτων ανάλογα με την έκταση τους, αλλά ταυτόχρονα η διαμόρφωση τους πρέπει να γίνεται με τέτοιο τρόπο ώστε να προστατεύεται και να αναδεικνύεται ο φυσικός χαρακτήρας τους», β) «Κατά τον αρχικό σχεδιασμό ενός πάρκου, η κατασκευή μόνιμων εγκαταστάσεων όπως αναφέρονται στο παρόν άρθρο 3, επιτρέπεται μόνο στο αναγκαίο, η δε συνολικά καταλαμβανόμενη από τις ανωτέρω εγκαταστάσεις έκταση δεν μπορεί να υπερβεί το 5% της συνολικής έκτασης και κατ’ ανώτερο όριο τα δέκα στρέμματα. Σε υφιστάμενα πάρκα, όταν το ποσοστό του πρασίνου από τον αρχικό σχεδιασμό είναι μικρότερο του 80%, λόγω υπαρχουσών εγκαταστάσεων, δεν μπορεί να μειώνεται με νέα έργα ή αναπλάσεις. Η διατιθέμενη σε κάθε περίπτωση επιφάνεια πρασίνου σε πάρκο πρέπει οπωσδήποτε να υπερβαίνει το 80% της επιφάνειας του». γ) «Οι υφιστάμενες υποδομές και εγκαταστάσεις παραμένουν, ανεξαρτήτως εάν υπερβαίνουν τα ανωτέρω όρια, εφόσον έχουν ανεγερθεί με τις προβλεπόμενες εγκρίσεις ή περιλαμβάνονται στον αρχικό σχεδιασμό του χώρου πρασίνου». δ) «Τα άλση πρέπει να καλύπτουν μία ποικιλία δραστηριοτήτων ανάλογα με την έκταση τους, αλλά ταυτόχρονα η διαμόρφωση τους πρέπει να γίνεται με τέτοιο τρόπο ώστε να προστατεύεται και να αναδεικνύεται ο φυσικός χαρακτήρας τους». ε) «Κατά τον αρχικό σχεδιασμό ενός άλσους, η κατασκευή μόνιμων εγκαταστάσεων όπως αναφέρονται στο παρόν άρθρο 3, επιτρέπεται μόνο στο αναγκαίο μέτρο, η δε συνολικά καταλαμβανόμενη από τις ανωτέρω εγκαταστάσεις έκταση δεν μπορεί να υπερβεί το 5% της συνολικής έκτασης και κατ’ ανώτερο όριο τα δέκα στρέμματα. Σε υφιστάμενα άλση όταν το ποσοστό του πρασίνου από τον αρχικό σχεδιασμό είναι μικρότερο του 90%, λόγω υπαρχουσών εγκαταστάσεων, δεν μπορεί να μειώνεται με νέα έργα ή αναπλάσεις. Η διατιθέμενη σε κάθε περίπτωση επιφάνεια πρασίνου σε άλσος πρέπει οπωσδήποτε να υπερβαίνει το 90% της επιφάνειας του. στ) «Οι υφιστάμενες υποδομές και εγκαταστάσεις παραμένουν, ανεξαρτήτως εάν υπερβαίνουν τα ανωτέρω όρια, εφόσον έχουν ανεγερθεί με τις προβλεπόμενες εγκρίσεις ή περιλαμβάνονται στον αρχικό σχεδιασμό του χώρου πρασίνου». Το άρθρο 4 ρυθμίζει το περιεχόμενο των διαχειριστικών μελετών ως εξής: «… Γ. Υφιστάμενη κατάσταση. Γίνεται αναφορά στο χωροταξικό και πολεοδομικό καθεστώς της έκτασης και της γύρω αστικής περιοχής. Αναφέρεται ειδικότερα: το χωροταξικό και πολεοδομικό σχέδιο … που υπάγεται η έκταση, το σχέδιο πόλης στο οποίο αυτή περιλαμβάνεται, εάν έχει εξασφαλιστεί η κοινοχρησία της με τη συντέλεση των αναγκαίων απαλλοτριώσεων, … κ.ά. Δ. Περιγραφή του χώρου Ι. Όρια και θέση στον αστικό ιστό. … Στο διάγραμμα του σχεδίου της πόλης εντοπίζεται η θέση του χώρου πρασίνου και περιγράφεται αδρομερώς η υφιστάμενη και η δυνατή λειτουργία του χώρου από τους κατοίκους. Περιγράφεται η ευκολία προσέγγισης του χώρου και η ύπαρξη χώρου στάθμευσης. Δίδονται άλλες πληροφορίες σχετικές με τη θέση του συγκεκριμένου χώρου πρασίνου στον αστικό ιστό. II. Τοπογραφία του χώρου. Γίνεται αναφορά στις κλίσεις του εδάφους, στη δυνατότητα ή την ευκολία προσέγγισης και διακίνησης του κοινού στο χώρο. … VI. Κοινωνικοοικονομικό περιβάλλον – Χρήσεις γης. Γίνεται αναφορά στην περιοχή γύρω από την περιοχή μελέτης. Κοινωνική και οικονομική κατάσταση κατοίκων της περιοχής. Αναφορά για τις επαγγελματικές δραστηριότητες. Επίσης γίνεται αναφορά στην ευρύτερη περιοχή μελέτης (π.χ. πόλη, οικισμός, χωριό). Τέλος αναφορά στον πληθυσμό των κατοίκων της περιοχής μελέτης και εκτιμάται το δυνάμενο ανθρωποσύνολο που θα χρησιμοποιήσει το πάρκο ή το άλσος χωρίς να θιγεί η ομαλή λειτουργία του ως φυσικό σύστημα. … Υφιστάμενες υποδομές. i. Περίφραξη του χώρου. Αναφέρεται εάν υπάρχει περίφραξη ή μαντρότοιχος και η κατάσταση τους, οι υπάρχουσες είσοδοι υπηρεσιακών οχημάτων και οι ανθρωποθυρίδες. Εκτιμάται η επάρκεια, η σκοπιμότητα και η λειτουργικότητα τους. ii. Κτηριακές εγκαταστάσεις. Περιγράφεται ο αριθμός τους, η διασπορά τους, η χρήση και η λειτουργικότητα τους, ο φορέας διαχείρισης τους και, στην περίπτωση που τα χρησιμοποιούν άλλοι φορείς, η κατάσταση τους (κτήρια διοίκησης, αναψυκτήρια, αποθήκες, WC κ.λπ.) Αποτυπώνονται με ακρίβεια στο τοπογραφικό διάγραμμα του χώρου πρασίνου. Εκτιμάται η αναγκαιότητά τους συνεκτιμώντας και τη συμβατότητά τους με τον υφιστάμενο χώρο πρασίνου και μπορεί να προτείνεται η απομάκρυνση απαξιωμένων εγκαταστάσεων ή κτηρίων. iii. Άλλες εγκαταστάσεις. Αποτυπώνονται με ακρίβεια στο τοπογραφικό διάγραμμα του χώρου πρασίνου υπάρχουσες, άλλες των κτηριακών, εγκαταστάσεις, όπως γήπεδα, παιδικές χαρές, θέατρα, … κ.λπ. Εκτιμάται η αναγκαιότητά τους συνεκτιμώντας και τη συμβατότητά τους με τον υφιστάμενο χώρο πρασίνου. iv. Δίκτυο δρόμων, πεζοδρόμων, μονοπατιών, πλατειών. … ΣΤ. Προτεινόμενα έργα και υποδομές. … • Χωροθετούνται οι αναγκαίες εγκαταστάσεις και οι προτεινόμενες χρήσεις, … • Σε συνάρτηση με το υπάρχον ή το προτεινόμενο δίκτυο πεζοδρόμων, ορίζονται η κύρια ή οι κύριες είσοδοι για υπηρεσιακά οχήματα και πεζούς, καθώς και τυχόν αναγκαίες ανθρωποθυρίδες, ανάλογα με το μέγεθος του πάρκου, την τοπική ή υπερτοπική του σημασία ή λειτουργία και τον αναμενόμενο αριθμό επισκεπτών. • Προτείνονται χώροι, οι οποίοι θα διαμορφωθούν κατάλληλα, για στάθμευση αυτοκινήτων εκτός του χώρου πρασίνου αλλά θα γειτνιάζουν με αυτόν. vi. Κτηριακές εγκαταστάσεις – Άλλες εγκαταστάσεις. Περιγράφεται αδρομερώς το είδος, το μέγεθος και η λειτουργία των κτηριακών εγκαταστάσεων, όπως αυτές προσδιορίζονται στα άρθρα 2 και 3 της παρούσας. Αναφέρεται η επιφάνεια που καταλαμβάνουν και από πλευράς ύψους θα πρέπει να είναι ισόγειες κατασκευές. Απαιτείται αρχιτεκτονική μελέτη για την κατασκευή κάθε κτηριακής εγκατάστασης. Προτείνονται εγκαταστάσεις για την προστασία και διαχείριση του χώρου (π.χ. κατασκευή πυροφυλακείου). νii. Περίφραξη – Μαντρότοιχος Προτείνεται η μορφή και το είδος της περίφραξης (συρμάτινη περίφραξη, μαντρότοιχος ή άλλου είδους υλικά), που οριοθετούν και προστατεύουν το χώρο από καταπατήσεις, φθορές, ανεξέλεγκτη κίνηση οχημάτων και πεζών. … . ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΕΧΝΙΚΩΝ ΕΚΘΕΣΕΩΝ ΕΡΓΑΣΙΩΝ 1. Περιγραφή του χώρου. Αποτυπώνεται η έκταση σε τοπογραφικό διάγραμμα κατάλληλης κλίμακας, εξαρτημένο από το Ελληνικό Γεωδαιτικό Σύστημα Αναφοράς σύστημα συντεταγμένων ΕΓΣΑ ’87 σε ψηφιακή μορφή, με τις προτάσεις κατασκευής. … Υπάρχουσες υποδομές. Όπως στο περιεχόμενο των διαχειριστικών σχεδίων. Προτεινόμενα έργα. Περιγράφονται περιληπτικά τα προτεινόμενα έργα με ορίζοντα πέντε ετών και με ετήσιο προϋπολογισμό και είναι δυνατόν να προταθούν διοικητικά και διαχειριστικά μέτρα για την βελτίωση του χώρου πρασίνου. Περίληψη του έργου. Συνολική περιγραφή του έργου και προτεινόμενου έργου. 2. Εγκρίσεις διαχειριστικών μελετών και τεχνικών εκθέσεων εργασιών. α. Οι διαχειριστικές μελέτες και τεχνικές εκθέσεις, συντάσσονται από δασολόγο ή γεωπόνο. β. Οι διαχειριστικές μελέτες συντάσσονται για πάρκα και άλση των 10 στρεμμάτων και άνω, ισχύουν για δέκα (10) χρόνια, και μετά τη λήξη τους ανανεώνονται για ίδιο χρονικό διάστημα, εφόσον τα δεδομένα του χώρου δεν έχουν μεταβληθεί. Ενδιαμέσως δύναται να τροποποιούνται, αναλόγως των συνθηκών και των έργων που απαιτούνται, χωρίς, εξ αυτού του λόγου, να ανανεώνεται και η συνολική διάρκεια ισχύος τους. Μαζί με τη διαχειριστική μελέτη συντάσσεται πίνακας εργασιών με ετήσιο προϋπολογισμό. γ. Για πάρκα ή άλση κάτω των δέκα στρεμμάτων συντάσσονται τεχνικές εκθέσεις εργασιών για πέντε (5) χρόνια και με ετήσιο προϋπολογισμό. δ. Η έγκριση των διαχειριστικών μελετών ή τεχνικών εκθέσεων γίνεται από τον Γενικό Γραμματέα της οικείας Αποκεντρωμένης Διοίκησης ύστερα από θεώρηση της δασικής υπηρεσίας, η οποία ασκεί τον έλεγχο εφαρμογής και της εκτέλεσης εργασιών που προβλέπονται σε αυτές. Της έγκρισης προηγείται θετική γνώμη της αρμόδιας υπηρεσίας του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού, όπου αυτή απαιτείται, για λόγους προστασίας των αρχαιοτήτων ή κηρυγμένων μνημείων, δυνάμει των διατάξεων του νόμου 3208/2003 (σχετική η διάταξη της παραγράφου 2 του άρθρου 58 του νόμου 998/1979 ως ισχύει)». Στο άρθρο 5 ρυθμίζονται ζητήματα σχετικά με το προϋπολογισμό των έργων. Στο άρθρο 6 ρυθμίζεται ο τρόπος έγκρισης έργων και εργασιών ως εξής: «1. Η έγκριση των έργων και των εργασιών πραγματοποιείται σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παράγραφο 2 του άρθρου 5 νόμου 998/1979, όπως συμπληρώθηκε σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου 1 του νόμου 3208/2003. … 3. Στην περίπτωση που απαιτηθούν νέα έργα ή τροποποίηση υφισταμένων, τότε, για την έγκριση αυτών, απαιτείται τροποποίηση της εγκεκριμένης διαχειριστικής μελέτης (εφόσον δεν υπάρχει πρόβλεψη στη διαχειριστική μελέτη για τα συγκεκριμένα έργα). 4. Προϋπόθεση για την έγκριση των έργων σε χώρους πρασίνου είναι ή ύπαρξη εγκεκριμένης διαχειριστικής μελέτης ή εγκεκριμένης τεχνικής έκθεσης. 5. Για την έκδοση των τυχόν απαιτούμενων αδειών και γνωμοδοτήσεων για την εκτέλεση των έργων εφαρμόζεται η κατά περίπτωση κείμενη νομοθεσία».
11. Επειδή, εξάλλου, η Συνθήκη για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ) ορίζει ότι οι απαιτήσεις της περιβαλλοντικής προστασίας πρέπει να εντάσσονται στον καθορισμό και την εφαρμογή των πολιτικών και δράσεων της Ένωσης, ιδίως προκειμένου να προωθηθεί η αειφόρος ανάπτυξη και, περαιτέρω, προβλέπει ότι η πολιτική της Ένωσης στον τομέα του περιβάλλοντος αποβλέπει σε υψηλό επίπεδο προστασίας και στηρίζεται, μεταξύ άλλων, στις αρχές της προφυλάξεως και της προληπτικής δράσεως (άρθρα 11 και 191 παρ. 2).
12. Επειδή, με την οδηγία 2001/42/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 27ης.6.2001 «σχετικά με την εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων και προγραμμάτων» (ΕΕ L 197), εισάγεται διαδικασία εκτιμήσεως εκ των προτέρων των επιπτώσεων που έχουν στο περιβάλλον σχέδια και προγράμματα, στο πλαίσιο υλοποίησης των οποίων εκτελούνται, κατά κανόνα, περισσότερα κατ’ ιδίαν έργα που υπόκεινται στην οικεία διαδικασία περιβαλλοντικής αδειοδότησης. Σύμφωνα με την οδηγία αυτή, όπως έχει ερμηνευθεί από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ως «σχέδια και προγράμματα» υπαγόμενα στο πεδίο εφαρμογής της νοούνται εκείνα που α/ έχουν εκπονηθεί ή εγκριθεί από μια αρχή σε εθνικό, περιφερειακό ή τοπικό επίπεδο, β/ απαιτούνται βάσει νομοθετικών, κανονιστικών ή διοικητικών διατάξεων, γ/ έχουν εκπονηθεί σε ορισμένους τομείς, όπως, μεταξύ άλλων, αυτούς της χωροταξίας και της «χρήσης του εδάφους», και δ/ καθορίζουν το πλαίσιο για μελλοντικές άδειες έργων που απαριθμούνται στα παραρτήματα Ι και ΙΙ της οδηγίας για την περιβαλλοντική αδειοδότηση έργων (βλ. ΔΕΕ αποφάσεις της 7ης.6.2018, Raoul Thybaut κ.λπ. κατά Région Wallone, υπόθεση C-160/17, της 17ης.6.2010, Terre wallonne ASBL κ.λπ. κατά Région Wallone, υποθέσεις C-105/09 και C-110/09, κ.ά.). Ενόψει του σκοπού της ως άνω οδηγίας, που συνίσταται στην εξασφάλιση υψηλού επιπέδου περιβαλλοντικής προστασίας, οι διατάξεις που οριοθετούν το πεδίο εφαρμογής της χρήζουν ευρείας και διασταλτικής ερμηνείας (ΔΕΕ προαναφερθείσα απόφαση Thybaut, σκ. 40, βλ. επίσης αποφάσεις της 27ης.10.2016, D’ Oultremont κ.λπ., C-290/15, σκ. 40, της 10ης.9.2015, Δήμος Κρωπίας Αττικής, C-473/14, σκ. 50, κ.α.). Η έννοια των «σχεδίων και προγραμμάτων» μπορεί να καλύπτει και πράξεις γενικής ισχύος, νομοθετικές ή κανονιστικές (βλ. ΔΕΕ D’ Oultremont, σκ. 52), το δε γεγονός ότι μία πράξη περιέχει γενικούς κανόνες και έχει «έναν ορισμένο βαθμό αφαιρετικότητας» δεν αποκλείει το ενδεχόμενο να έχει το χαρακτήρα προγράμματος ή σχεδίου και να εμπίπτει, ως εκ τούτου, στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας (βλ. ΔΕΕ αποφάσεις της 8ης.5.2019, Verdi Ambiente κλπ. C- 305/18, σκ. 57, της 7ης.6.2018, Inter-Environnement Bruxelles ASBL κ.λπ., C-671/16, σκ. 60, βλ. επίσης προαναφερθείσα απόφαση D’ Oultremont, σκ. 52-53). Όπως προκύπτει από τα άρθρα 4 παρ. 1 και 6 παρ. 2 της οδηγίας, η εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων πρέπει να πραγματοποιείται κατά την εκπόνηση ενός σχεδίου ή προγράμματος και πριν από την έγκρισή του, «όσο το δυνατόν νωρίτερα, ώστε τα αποτελέσματά της να μπορούν ακόμη να επηρεάσουν ενδεχόμενες αποφάσεις», εφόσον «αυτό ακριβώς είναι το στάδιο κατά το οποίο μπορούν να αναλυθούν οι διάφορες εναλλακτικές λύσεις και να πραγματοποιηθούν οι στρατηγικές επιλογές» [βλ. ΔΕΕ αποφάσεις Verdi Ambiente, σκ. 58, Inter-Environnement Bruxelles ASBL, C-671/16, σκ. 63]. Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να αποτρέπονται πιθανές μεθοδεύσεις για την καταστρατήγηση των υποχρεώσεων που προβλέπει η οδηγία 2001/42/ΕΚ, ενδεχομένως μέσω του κατακερματισμού των μέτρων, με αποτέλεσμα τη μείωση της πρακτικής αποτελεσματικότητας της οδηγίας (βλ. ΔΕΕ προαναφερθείσες αποφάσεις Inter-Environnement Bruxelles ASBL, C-671/16, σκ. 55, D’ Oultremont, σκ. 48). Εξάλλου, η εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων που διενεργείται βάσει της οδηγίας 2011/92/ΕΕ «δεν μπορεί να απαλλάσσει από την υποχρέωση διενέργειας εκτιμήσεως περιβαλλοντικών επιπτώσεων που προβλέπει η οδηγία 2001/42, για την αντιμετώπιση των ιδιαίτερων περιβαλλοντικών πτυχών της» (βλ. ΔΕΕ προαναφερθείσες αποφάσεις Verdi Ambiente, σκ. 56, Thybaut, σκ. 64, Inter-Environnement Bruxelles ASBL, σκ. 65, βλ. και απόφαση της 22ας.9.2011, Genovaitė Valčiukienė, C-295/10, σκ. 60 επ.). Περαιτέρω, ως προς την ανωτέρω προϋπόθεση υπό στοιχείο β/, το ΔΕΕ έχει κρίνει ότι «απαιτούνται» – και, κατά συνέπεια, υποβάλλονται σε διαδικασία εκτιμήσεως των περιβαλλοντικών επιπτώσεών τους – «τα σχέδια και προγράμματα των οποίων η έγκριση στηρίζεται σε εθνικές νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις, οι οποίες καθορίζουν τις αρμόδιες για την έγκριση των εν λόγω σχεδίων και προγραμμάτων αρχές, καθώς και τη διαδικασία εκπονήσεώς τους», ακόμη και «αν δεν είναι υποχρεωτικό να εγκριθούν από την αρμόδια αρχή». Και τούτο διότι, αφενός, «η προβαλλόμενη από τις … Κυβερνήσεις» (αντίθετη) «ερμηνεία του άρθρου 2, στοιχείο α΄, της οδηγίας 2001/42 περιορίζει σημαντικά το περιεχόμενο του προβλεπόμενου από την οδηγία αυτή ελέγχου των περιβαλλοντικών επιπτώσεων σχεδίων και προγραμμάτων που αφορούν χωροταξικά ζητήματα των κρατών μελών» και, αφετέρου, διότι «αυτή η ερμηνεία του άρθρου 2, στοιχείο α΄, της οδηγίας 2001/42, περιορίζοντας αισθητά το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας αυτής, προσκρούει εν μέρει στην πρακτική αποτελεσματικότητά της, λαμβανομένου υπόψη του σκοπού που επιδιώκει, ο οποίος συνίσταται στην εξασφάλιση υψηλού επιπέδου περιβαλλοντικής προστασίας» (βλ. ΔΕΕ προαναφερθείσα απόφαση Thybaut, σκ. 42-43 // επίσης απόφαση της 22ας.3.2012, Inter-Environnement Bruxelles ASBL κ.λπ., υπόθεση C-567/10, σκ. 28 επ.). Σχετικώς δε με την προϋπόθεση καθορισμού του πλαισίου για μελλοντικές άδειες έργων (προϋπόθεση υπό στοιχείο δ/), σύμφωνα με τη νομολογία του ΔΕΕ, «υπάγεται στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας κάθε πράξη η οποία καθορίζει ένα “σημαντικό σύνολο κριτηρίων και προϋποθέσεων για την αδειοδότηση και την εκτέλεση ενός ή περισσοτέρων έργων ικανών να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον”», «θεσπίζοντας κανόνες και διαδικασίες ελέγχου που έχουν εφαρμογή στον οικείο τομέα» (βλ. ΔΕΕ προαναφερθείσες αποφάσεις Thybaut, σκ. 54, D’ Oultremont, σκ. 49, Inter-Environnement Bruxelles, C-567/10, σκ. 30, πρβλ. επίσης απόφαση της 11ης.9.2012, Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Αιτωλοακαρνανίας κ.λπ., C-43/10, σκ. 92-95, ΟλΣτΕ 547/2022 σκ. 21).
13. Επειδή, περαιτέρω, η οδηγία 2011/92/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 13 Δεκεμβρίου 2011 «Για την εκτίμηση των επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων δημοσίων και ιδιωτικών έργων στο περιβάλλον” (ΕΕ L 26), με την οποία κωδικοποιήθηκε η οδηγία 85/337/ΕΟΚ, ορίζει στο άρθρο 1 παρ. 2 τα εξής: «…2. Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί: α) «έργο» [σχέδιο, projet, project, Projekt]: η υλοποίηση κατασκευαστικών εργασιών ή άλλων εγκαταστάσεων ή τεχνικών κατασκευών, άλλες επεμβάσεις στο φυσικό περιβάλλον ή το τοπίο, … γ) «άδεια»: απόφαση της ή των αρμόδιων αρχών που δίνει το δικαίωμα στον κύριο του έργου να πραγματοποιήσει το έργο», και στο άρθρο 2 παρ. 1 ορίζει ότι: «1. Τα κράτη μέλη λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα ώστε να διασφαλισθεί ότι πριν χορηγηθεί η άδεια, τα έργα τα οποία ενδέχεται να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον λόγω, μεταξύ άλλων, της φύσεως, του μεγέθους ή τη θέσεώς τους, υπόκεινται σε παροχή άδειας και εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων. Αυτά τα έργα ορίζονται στο άρθρο 4». Με το εν λόγω άρθρο 4 της οδηγίας τα έργα, στα οποία αναφέρεται το άρθρο 2 κατατάχθηκαν σε δύο κατηγορίες: Αφενός αυτά που περιλαμβάνονται στο Παράρτημα Ι και υποβάλλονται οπωσδήποτε σε εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων, σύμφωνα με τα άρθρα 5-10, διότι, κατά την αξιολόγηση του ενωσιακού νομοθέτη, έχουν, εκ της φύσεώς τους, επιπτώσεις στο περιβάλλον. Αφετέρου, αυτά που περιλαμβάνονται στο Παράρτημα ΙΙ, τα οποία υποβάλλονται στην ανωτέρω εκτίμηση, μόνον εφόσον τα κράτη μέλη κρίνουν ότι το απαιτούν τα χαρακτηριστικά τους, ιδίως δε η φύση, το μέγεθος ή η θέση τους, διότι, κατά την αξιολόγηση του ενωσιακού νομοθέτη, δεν έχουν, άνευ ετέρου, τέτοιες επιπτώσεις. Για τα σχέδια που εμπίπτουν στο παράρτημα ΙΙ, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται, στην Ομάδα Έργων (Σχεδίων) υπ’ αριθ. 10 [«Έργα (Σχέδια) Υποδομής)»] περιλαμβάνονται και τα «έργα αστικής ανάπτυξης» (περ. β΄) [travaux d’aménagement urbain, urban development projects, Städtebauprojekte], τα κράτη μέλη μπορούν, κατά το άρθρο 4 της Οδηγίας, να αποφασίζουν, ως προς την υποβολή τους ή μη σε εκτίμηση των επιπτώσεών τους, είτε κατά περίπτωση είτε καθορίζοντας κατηγορίες σχεδίων, δυνάμει κριτηρίων ή ορίων, βάσει των αναφερομένων στο παράρτημα ΙΙΙ της οδηγίας, είτε με συνδυασμό των δύο αυτών τρόπων επιλογής. Στο παράρτημα ΙΙΙ της οδηγίας, εξάλλου, καθορίζονται τα κριτήρια επιλογής, τα οποία ανάγονται στα χαρακτηριστικά του έργου (μέγεθος, σώρευση με άλλα έργα, χρήση φυσικών πόρων, ρύπανση και οχλήσεις κ.ά.), τη χωροθέτησή του (περιβαλλοντική ευαισθησία των περιοχών που ενδέχεται να θιγούν από το έργο, ιδίως των πυκνοκατοικημένων περιοχών – περ. 2 υποπερ. vii) και τα χαρακτηριστικά των ενδεχομένων επιπτώσεων (έκταση, μέγεθος του πληθυσμού που ενδέχεται να θιγεί, πολυπλοκότητα, πιθανότητα των επιπτώσεων). Σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ), η ευχέρεια αυτή που διαθέτουν τα κράτη μέλη να αποφασίζουν, ως προς τα έργα του Παραρτήματος ΙΙ της οδηγίας, για το αν θα υποβληθούν σε διαδικασία εκτίμησης των επιπτώσεών τους, δεν περιλαμβάνει και την εκ προοιμίου εξαίρεση ορισμένων κατηγοριών εξ αυτών ή την απαλλαγή ενός ειδικού σχεδίου είτε δυνάμει εθνικής νομοθετικής διάταξης είτε βάσει ατομικής εξέτασής του, εκτός αν το σύνολο των εν λόγω κατηγοριών σχεδίων ή το ειδικό σχέδιο μπορούν να θεωρηθούν, βάσει συνολικής εκτιμήσεως, ότι δεν είναι ικανά να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον (ΔΕΕ αποφάσεις της 24.10.1996, C-72/95, Kraaijeveld κ.λπ., της 16.9.1999, C-435/97, World Wildlife Fund (WWF) κ.λπ., πρβλ ΣτΕ 374/2014 Ολ., 1458/2016 Ολ., 961/2020 7μ., 2559/2017). Περαιτέρω, ναι μεν το άρθρο 4 παρ. 2 της οδηγίας παρέχει στα κράτη μέλη περιθώριο εκτιμήσεως για να προσδιορίσουν ορισμένα είδη σχεδίων που πρέπει να υποβάλλονται σε εκτίμηση ή για να καθορίσουν κριτήρια και/ή κατώτατα όρια που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη, αυτό το περιθώριο εκτιμήσεως όμως περιορίζεται από την υποχρέωση, η οποία προβλέπεται από το άρθρο 2, παρ. 1, της οδηγίας, να υποβάλλονται σε μελέτη επιπτώσεων τα σχέδια που ενδέχεται να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον, ιδίως λόγω της φύσεως, του μεγέθους ή της θέσεώς τους (ΔΕΕ απόφαση της 16.7.2009, C-427/07, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας, της 21.3.2013, C-244/12, Salzburger Flughafen, προαναφερθείσα WWF κ.ά.). Ως εκ τούτου, η υποχρέωση διενέργειας εκτιμήσεως περιβαλλοντικών επιπτώσεων δύναται να προκύπτει απευθείας από τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1 και 4 παρ. 2 και 3, καθώς και από το παράρτημα ΙΙ της οδηγίας 2011/92, όταν το σχέδιο (έργο), εν όψει της φύσεως και των χαρακτηριστικών του, εμπίπτει καταρχήν σε μία από τις κατηγορίες που προβλέπει το εν λόγω παράρτημα και ενδέχεται να έχει σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον, ανεξαρτήτως αν μνημονεύεται ρητώς στην οικεία κατηγορία (βλ. ΔΕΕ 3.3.2011, Επιτροπή/Ιρλανδίας, C-50/09, σκ. 97-101, 30.4.2009, Mellor, C-75/08, σκ. 51 επόμ., βλ. και προαναφερθείσες αποφάσεις Kraaijeveld σκ. 61, και Salzburger Flughafen σκ. 41-43, ΣτΕ 2559/2017).
14. Επειδή, στην εσωτερική έννομη τάξη, η διαδικασία εκτίμησης των περιβαλλοντικών επιπτώσεων των έργων και δραστηριοτήτων διέπεται, κατά τον κρίσιμο χρόνο, από τον ν. 4014/2011 (Α΄ 209). Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 1 του νόμου αυτού: «1. Τα έργα και οι δραστηριότητες του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, των οποίων η κατασκευή ή λειτουργία δύναται να έχουν επιπτώσεις στο περιβάλλον, κατατάσσονται σε δύο κατηγορίες (Α και Β) ανάλογα με τις επιπτώσεις τους στο περιβάλλον. Η πρώτη κατηγορία (Α) περιλαμβάνει τα έργα και τις δραστηριότητες τα οποία ενδέχεται να προκαλέσουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον και για τα οποία απαιτείται η διεξαγωγή Μελέτης Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (ΜΠΕ) προκειμένου να επιβάλλονται ειδικοί όροι και περιορισμοί για την προστασία του περιβάλλοντος σχετικά με το συγκεκριμένο έργο ή δραστηριότητα… . Τα έργα και οι δραστηριότητες της κατηγορίας Α κατατάσσονται: α) σε αυτά που ενδέχεται να προκαλέσουν πολύ σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον και αποτελούν την υποκατηγορία Α1 και β) σε αυτά που ενδέχεται να προκαλέσουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον και αποτελούν την υποκατηγορία Α2. Η δεύτερη κατηγορία (Β) περιλαμβάνει έργα και δραστηριότητες τα οποία χαρακτηρίζονται από τοπικές και μη σημαντικές μόνο επιπτώσεις στο περιβάλλον και υπόκεινται σε γενικές προδιαγραφές, όρους και περιορισμούς που τίθενται για την προστασία του περιβάλλοντος, σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 8. Η κατάταξη των έργων και δραστηριοτήτων γίνεται βάσει των σχετικών κριτηρίων του Παραρτήματος Ι. 2. … 5. … 6. Σε περίπτωση που κάποιο έργο ή δραστηριότητα δεν περιλαμβάνεται στον πίνακα κατάταξης των έργων και δραστηριοτήτων στις κατηγορίες, υποκατηγορίες και ομάδες του παρόντος, μπορεί να ακολουθεί την κατάταξη του πλησιέστερου συναφούς έργου ή δραστηριότητας με απόφαση του Γενικού Διευθυντή Περιβάλλοντος του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής, κατόπιν αιτήσεως είτε του φορέα του έργου ή της δραστηριότητας είτε της αρμόδιας περιβαλλοντικής αρχής. Εάν δεν είναι δυνατός ο προσδιορισμός συναφούς έργου ή δραστηριότητας, η κατάταξη γίνεται με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής, κατόπιν εισήγησης της αρμόδιας υπηρεσίας του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής. …». Στο Παράρτημα Ι του ίδιου νόμου (όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 παρ. 1 της ΥΑ οικ. 5688/2018 (Β΄ 988) στο οποίο παραπέμπει η παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 4014/2011, υπό τον τίτλο: «Κριτήρια Κατάταξης» ορίζονται τα εξής: «1. Χαρακτηριστικά των έργων ή δραστηριοτήτων (εφεξής “έργων” Τα χαρακτηριστικά των έργων πρέπει να εξετάζονται, ιδίως, ως προς τα εξής: α) το μέγεθος και ο σχεδιασμός του όλου έργου· β) τη σωρευτική δράση με άλλα υφιστάμενα και/ή εγκεκριμένα έργα· γ) τη χρήση των φυσικών πόρων, και ιδίως του εδάφους, της γης, των υδάτων … · ε) τη ρύπανση και τις οχλήσεις· … . 2. Θέση (Τοποθεσία) των έργων. Εξετάζεται η περιβαλλοντική ευαισθησία των γεωγραφικών περιοχών που ενδέχεται να θιγούν από τα έργα, ιδίως ως προς: α) την υπάρχουσα [με έμφαση στα θεσμοθετημένα σχέδια χωροταξικής οργάνωσης (όπως Ρυθμιστικά Σχέδια, ΓΠΣ, ΣΧΟΟΑΠ, όρια οικισμών)] και την εγκεκριμένη χρήση γης· β) τον αντίστοιχο πλούτο, διαθεσιμότητα, ποιότητα και αναγεννητική ικανότητα των φυσικών πόρων της περιοχής και του υπεδάφους της (συμπεριλαμβανομένων του εδάφους, της γης, των υδάτων και της βιοποικιλότητας)· γ) την ικανότητα απορρόφησης του φυσικού περιβάλλοντος, με ιδιαίτερη έμφαση στις ακόλουθες περιοχές: αα) … ζζ) πυκνοκατοικημένες περιοχές· … 3. Τύπος και χαρακτηριστικά των ενδεχόμενων επιπτώσεων. Οι ενδεχόμενες σημαντικές επιπτώσεις έργων στο περιβάλλον πρέπει να εξετάζονται σε συνάρτηση με τα κριτήρια που καθορίζονται στα σημεία 1 και 2 του παρόντος παραρτήματος, ως προς τον αντίκτυπο του έργου στους παράγοντες [της] παραγράφου 4 του Κεφαλαίου Β του Παραρτήματος 2 λαμβάνοντας υπόψη: α) το μέγεθος και τη χωρική έκταση των επιπτώσεων (για παράδειγμα τη γεωγραφική περιοχή και το μέγεθος του πληθυσμού που ενδέχεται να θιγούν)· β) τη φύση των επιπτώσεων· γ) … δ) την ένταση και την πολυπλοκότητα των επιπτώσεων· ε) την πιθανότητα των επιπτώσεων· στ) την αναμενόμενη έναρξη, τη χρονική διάρκεια, τη συχνότητα και την αναστρεψιμότητα των επιπτώσεων· ζ) τη σώρευση των επιπτώσεων με τις επιπτώσεις άλλων υφιστάμενων ή εγκεκριμένων έργων· η) τη δυνατότητα αποτελεσματικής μείωσης των επιπτώσεων.». Εξάλλου, κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 1 παρ. 1 και 4 του ν. 4014/2011 εκδόθηκε, αρχικώς, η 1958/2012 απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής «Κατάταξη δημόσιων και ιδιωτικών έργων και δραστηριοτήτων σε κατηγορίες και υποκατηγορίες σύμφωνα με το Άρθρο 1 παράγραφος 4 του Ν. 4014/21.09.2011» (Β΄ 21/13.1.2012), η οποία τροποποιήθηκε και κωδικοποιήθηκε με την ΔΙΠΑ/οικ. 37674/2016 απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας (Β΄ 2471). Με την τελευταία υπουργική απόφαση (Υ.Α.) κατετάγησαν σε κατηγορίες και υποκατηγορίες τα ιδιωτικά και δημόσια έργα και δραστηριότητες, των οποίων η κατασκευή ή η λειτουργία δύναται να έχει επιπτώσεις στο περιβάλλον. Σε κανένα σημείο της εν λόγω Υ.Α. δεν μνημονεύονται τα έργα διευθέτησης, διαχείρισης ή ανάπλασης πάρκων και αλσών εντός πόλεων. Στο δε Παράρτημα VI της Υ.Α. αυτής, ομάδα 6η «Τουριστικές εγκαταστάσεις και έργα αστικής ανάπτυξης, κτηριακού τομέα, αθλητισμού και αναψυχής», υπό α/α 19, αναφέρεται η δραστηριότητα «Αίθουσες θεάτρου, κινηματογράφων, συναυλιών ή συνδυασμός αυτών», η οποία εντάσσεται στην κατηγορία Α2 για συνολικό αριθμό θεατών ίσο ή μεγαλύτερο των 2.000 και στην κατηγορία Β για συνολικό αριθμό από 500 έως 1.999 θεατές.
15. Επειδή, από τις προπαρατεθείσες διατάξεις συνάγεται ότι τα έργα διευθέτησης, διαχείρισης ή ανάπλασης πάρκων και αλσών εντός πόλεων, στο σύνολό τους, δεν έχουν στην Ελλάδα, κατά την επιλογή του εθνικού νομοθέτη, την αντιμετώπιση της έννοιας των «έργων αστικής ανάπτυξης» του ενωσιακού δικαίου (παράρτημα ΙΙ σημείο 10 στοιχ. β΄ της οδηγίας 2011/92/ΕΕ). Περαιτέρω, ο εθνικός νομοθέτης, κάνοντας χρήση του περιθωρίου εκτιμήσεως που διέθετε κατά την μεταφορά της οδηγίας 2011/92/ΕΕ στο εσωτερικό δίκαιο, υπήγαγε στην κατηγορία Α2 της ΔΙΠΑ/οικ.3764/2016 υπουργικής απόφασης μόνον τις «αίθουσες θεάτρου», για συνολικό αριθμό θεατών ίσο ή μεγαλύτερο των 2.000 και στην κατηγορία Β της ίδιας Υ.Α. για συνολικό αριθμό από 500 έως 1.999 θεατές. Ενόψει των ανωτέρω, τα υπαίθρια θέατρα, δεν έχουν την αντιμετώπιση της έννοιας των «αιθουσών θεάτρων» (ΔΙΠΑ/οικ. 37674/2016 απόφαση ΥΠΕΝ, ομάδα 6η υπό α/α 19). Σε περίπτωση δε που συγκεκριμένο έργο ή δραστηριότητα δεν περιλαμβάνεται ρητώς σε ορισμένη κατηγορία της οδηγίας ή στις κατηγορίες των εθνικών διατάξεων, δεν αποκλείεται το ενδεχόμενο το συγκεκριμένο έργο λόγω των συνεπειών του στο περιβάλλον να πρέπει να υποβληθεί σε περιβαλλοντική αδειοδότηση, ακολουθώντας την κατάταξη του πλησιέστερου συναφούς έργου ή δραστηριότητας με απόφαση του αρμόδιου Γενικού Διευθυντή Περιβάλλοντος του ΥΠΕΝ (βλ. άρθρο 1 παρ. 6 ν. 4014/2011). Άλλως, εφόσον δηλαδή κατόπιν προκαταρκτικού ελέγχου (“screening”) διαπιστωθεί ότι οι επιπτώσεις του συγκεκριμένου έργου ή της δραστηριότητας στο περιβάλλον είναι μικρές ή ασήμαντες, είτε απαλλάσσεται από την υπαγωγή στη διαδικασία περιβαλλοντικής αδειοδότησης είτε επιβάλλεται άλλος τρόπος αντιμετωπίσεώς τους (πρβλ. ΣτΕ 2559/2017, ΔΕΕ απόφαση της 30.4.2009, C-75/2008, Christopher Mellor).
16. Επειδή, εξάλλου, στις παρ. 1 – 3 του άρθρου 6 της Σύμβασης του Άαρχους, η οποία κυρώθηκε με τον ν. 3422/2005 (Α΄ 303), ορίζονται τα εξής σε σχέση με τη συμμετοχή του κοινού κατά τη λήψη αποφάσεων για ειδικές δραστηριότητες: «1. Κάθε Μέρος: (α) Εφαρμόζει τις διατάξεις του παρόντος άρθρου όσον αφορά αποφάσεις για το κατά πόσον θα επιτρέψουν προτεινόμενες δραστηριότητες που απαριθμούνται στο παράρτημα Ι (β) Σύμφωνα με το εθνικό του δίκαιο, εφαρμόζει επίσης τις διατάξεις του παρόντος άρθρου σε αποφάσεις για προτεινόμενες δραστηριότητες που δεν απαριθμούνται στο παράρτημα Ι, οι οποίες δύνανται να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον. Για τον σκοπό αυτόν, τα Μέρη καθορίζουν κατά πόσον μια τέτοια προτεινόμενη δραστηριότητα υπόκειται σε αυτές τις διατάξεις και (γ) … 2. Το ενδιαφερόμενο κοινό ενημερώνεται, είτε με δημόσια ανακοίνωση, είτε μεμονωμένα, όπως ενδείκνυται, σε πρώιμο στάδιο της διαδικασίας λήψεως περιβαλλοντικών αποφάσεων και κατά κατάλληλο, έγκαιρο και αποτελεσματικό τρόπο, μεταξύ άλλων, σχετικά με: (α) Την προτεινόμενη δραστηριότητα και την εφαρμογή για την οποία λαμβάνεται απόφαση· (β) Τον χαρακτήρα πιθανών αποφάσεων ή του σχεδίου απόφασης· (γ) Τη δημόσια αρχή που είναι υπεύθυνη για τη λήψη της απόφασης· (δ) Την προβλεπόμενη διαδικασία, συμπεριλαμβανομένων, εάν και πότε μπορούν να παρασχεθούν αυτές οι πληροφορίες: (i) Της έναρξης της διαδικασίας· (ii) Των ευκαιριών συμμετοχής του κοινού· (iii) Του χρόνου και του χώρου οποιασδήποτε προβλεπόμενης δημόσιας ακρόασης· (iv) Ένδειξης της δημόσιας αρχής από την οποία μπορούν να λαμβάνονται σχετικές πληροφορίες και όπου έχουν κατατεθεί οι σχετικές πληροφορίες προς εξέταση από το κοινό· (ν) Ένδειξης της σχετικής δημόσιας αρχής ή οποιουδήποτε άλλου επίσημου φορέα στον οποίο μπορούν να υποβάλλονται σχόλια ή ερωτήσεις, καθώς και του χρονοδιαγράμματος για διαβίβαση σχολίων ή ερωτήσεων και (vi) Ένδειξης των διαθέσιμων περιβαλλοντικών πληροφοριών σχετικών με την προτεινόμενη δραστηριότητα· και (ε) Το γεγονός ότι η δραστηριότητα υπόκειται σε εθνική ή διασυνοριακή διαδικασίες εκτίμησης περιβαλλοντικών επιπτώσεων. 3. Οι διαδικασίες συμμετοχής του κοινού περιλαμβάνουν εύλογα χρονοδιαγράμματα για τις διάφορες φάσεις, προσφέροντας επαρκή χρόνο για την ενημέρωση του κοινού, σύμφωνα με την ανωτέρω παράγραφο 2, και για την προπαρασκευή και πραγματική συμμετοχή του κοινού κατά τη λήψη των περιβαλλοντικών αποφάσεων». Επίσης, το άρθρο 7 του ίδιου νόμου ορίζει τα εξής: «Κάθε Μέρος προβλέπει ενδεδειγμένα πρακτικά ή/και άλλα μέτρα για τη συμμετοχή του κοινού κατά την προπαρασκευή σχεδίων και προγραμμάτων σχετικά με το περιβάλλον, εντός διαφανούς και δικαίου πλαισίου, κατόπιν παροχής των αναγκαίων πληροφοριών στο κοινό. Εντός του πλαισίου αυτού, εφαρμόζεται το άρθρο 6 παράγραφοι 3, 4 και 8. …». Η σύμβαση αυτή μεταφέρθηκε στο ενωσιακό δίκαιο με την οδηγία 2003/35/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, «σχετικά με τη συμμετοχή του κοινού στην κατάρτιση ορισμένων σχεδίων και προγραμμάτων που αφορούν το περιβάλλον και με την τροποποίηση όσον αφορά τη συμμετοχή του κοινού και την πρόσβαση στη δικαιοσύνη, των οδηγιών 85/337/ΕΟΚ και 96/61/ΕΚ του Συμβουλίου (L 156)». Με το άρθρο 6 αμφοτέρων των προμνησθεισών οδηγιών 2001/42/ΕΚ και 2011/92/ΕΕ ενσωματώθηκαν στις οικείες διαδικασίες περιβαλλοντικής αδειοδότησης, οι διατάξεις της Σύμβασης του Άαρχους για τη συμμετοχή του κοινού στη λήψη αποφάσεων. Συναφώς, τα ζητήματα δημοσιοποίησης και διαβούλευσης με το κοινό ρυθμίστηκαν με τα άρθρα 5 και 7 της Κ.Υ.Α. ΥΠΕΧΩΔΕ/ΕΥΠΕ/οικ. 107017/28.8.2006 (Β΄ 1225), όπως ισχύει, όσον αφορά τη διαδικασία στρατηγικής περιβαλλοντικής εκτίμησης και το άρθρο 19 του ν. 4014/ 2011, όσον αφορά τη διαδικασία περιβαλλοντικής αδειοδότησης (βλ. και άρθρα 3 παρ. 2 περ. β΄ υποπερ. δδ΄ και 4 παρ. 3 περ. δ΄ του ν. 4014/2011 και την Κ.Υ.Α. 1649/45/14.1.2014 των Υπουργών Εσωτερικών και Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής, Β΄ 45).
17. Επειδή, με το από 23.7.1887 διάταγμα (Α΄ 201) εγκρίθηκε διάγραμμα ρύθμισης του χώρου του Πεδίου Άρεως, το οποίο ήταν υπαίθριος τόπος συγκέντρωσης του κοινού για περίπατο και αναψυχή. Με το από 20.7.1900 διάταγμα «Περί τροποποιήσεως του σχεδίου της πόλεως Αθηνών κατά την Πλατείαν Άρεως» (Α΄ 228) ο χώρος του Πεδίου Άρεως χαρακτηρίσθηκε κοινόχρηστος, χωρίς να γίνει ειδικότερος καθορισμός του προορισμού του. Στη συνέχεια, με το από 20.11.1902 διάταγμα (A΄ 229), η έκταση κηρύχθηκε δασωτέα. Με το από 18/28.5.1927 π.δ. (Α΄ 100) ορίσθηκε ότι ο χώρος του Πεδίου Άρεως θα μετατραπεί σε κήπο. Ακολούθως, με σειρά ειδικών νομοθετικών διατάξεων (ν. 6171/1934, Α΄ 214, ν. 398/1941, Α΄ 282, ν.δ 137/1946, Α΄ 298), προσδόθηκε στον χώρο αυτό η ιδιότητα του κοινοχρήστου άλσους.
18. Επειδή, με το ν.δ. 917/1971 «περί εγκαταστάσεως δημοσίων εν γένει θεαμάτων εις κοινοχρήστους χώρους» (Α΄ 140), απαγορεύθηκε η «επί … κοινοχρήστων χώρων εγκατάστασις θεάτρων, κινηματογράφων, κέντρων διασκεδάσεως και εν γένει δημοσίων θεαμάτων» (άρθρο 1 παρ. 1). «Κατ’ εξαίρεσιν, δι’ αποφάσεων του Υπουργικού Συμβουλίου εκδιδομένων τη εισηγήσει του Υπουργού Δημ. Έργων [και πλέον, με το άρθρο 1 παρ. 41 του ν. 2412/1996 (Α΄ 123) «με κοινή απόφαση των Υπουργών Πολιτισμού, Ανάπτυξης και Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων»], και δημοσιευομένην εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, δύναται να καθορίζωνται ωρισμέναι θέσεις εντός των … κοινοχρήστων χώρων και υπό τους όρους του άρθρου 970 του Αστικού Κώδικος, εις τας οποίας θα επιτρέπεται η εφ’ ωρισμένον ή αόριστον χρόνον εγκατάστασις των εν τη προηγουμένη παραγράφω θεαμάτων, τηρουμένων κατά τα λοιπά των κειμένων περί τούτων διατάξεων (άρθρο 1 παρ. 2). Κατ’ εξουσιοδότηση της διατάξεως του άρθρου 1 παρ. 2 του ν.δ. 917/1971 εκδόθηκε η 102/24.7.1971 Πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου (Π.Υ.Σ.) [Α΄ 157] με την οποία καθορίζονται συγκεκριμένοι «κοινόχρηστοι χώροι» και θέσεις εντός αυτών στις οποίες επιτρέπεται η κατ’ εξαίρεσιν λειτουργία δημοσίων θεαμάτων. Σε αυτούς τους κοινόχρηστους χώρους περιλαμβάνεται το Κέντρο «Α….» στο άλσος του Πεδίου Άρεως, σε συνδημοσιευθέν δε διάγραμμα καθορίζεται η συγκεκριμένη θέση αυτού. Με την 87/23.4.1975 Π.Υ.Σ. εγκρίθηκε η κατ’ εξαίρεσιν λειτουργία για έξι θερινές περιόδους ενός θερινού θεάτρου στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας εντός του άλσους του Πεδίου του Άρεως και ενός άλλου στην οδό Μαυρομματαίων, καθώς και του κέντρου G. P. εντός του αυτού ως άνω χώρου. Με την 42/16.2.1981 Π.Υ.Σ. (Α΄ 53) εγκρίθηκε η παράταση επί μία διετία, ήτοι μέχρι 31.12.1983 της κατ’ εξαίρεσιν λειτουργίας των δημοσίων θεαμάτων των αναφερομένων στις 102/24.7.1971 και 87/23.4.1975 Π.Υ.Σ., ήτοι των Κέντρων «Α.» και «G. P.» στο άλσος του Πεδίου Άρεως, καθώς και ενός θερινού θεάτρου στη λεωφόρο Αλεξάνδρας εντός του άλσους του Πεδίου του Άρεως και άλλου στην οδό Μαυρομματαίων εντός του αυτού ως άνω χώρου, όπως εμφαίνεται στα συνημμένα διαγράμματα. Σύμφωνα με την 42/16.2.1981 Π.Υ.Σ., κατά τη χειμερινή περίοδο, κατά την οποία δεν λειτουργούν τα ως άνω θέατρα και κέντρα, οι χώροι τους, που επιβάλλεται να ευρίσκονται σε αρίστη κατάσταση, πρέπει να αποδίδονται στο κοινό για να λειτουργούν ως κοινόχρηστοι χώροι. Κατά την επιλογή των παρουσιαζομένων προγραμμάτων από τα ως άνω θέατρα και κέντρα, πρέπει να λαμβάνεται υπ’ όψιν η υποχρέωση του περιορισμού οχλήσεως της περιοχής από υπερβολικούς θορύβους, προς εξασφάλιση δε της κοινής ησυχίας των περιοίκων πρέπει η αρμόδια στην περιοχή Αστυνομική αρχή να ελέγχει τη χρήση και ένταση των μεγαφώνων, τα οποία επιτρέπεται να λειτουργούν μόνον κατά τις υπό των αστυνομικών διατάξεων καθοριζομένες ώρες και όχι πέραν της 1ης νυκτερινής. Με αίτηση περιοίκων του Πεδίου του Άρεως ζητήθηκε η ακύρωση της 42/16.2.1981 Π.Υ.Σ. «περί παρατάσεως της κατ’ εξαίρεσιν λειτουργίας δημοσίων θεαμάτων εις τον χώρον του Πεδίου Άρεως», ήτοι των κέντρων «Ά.» και «G. P.» και των δύο θερινών θεάτρων στη λεωφόρο Αλεξάνδρας και την οδό Μαυρομματαίων. Με την 2568/1981 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας κρίθηκε ότι η κατ’ εξαίρεσιν του γενικώς ισχύοντος σε κάθε κοινόχρηστη έκταση -και δη ασχέτως του χαρακτήρα αυτής ως δασικής ή μη- κανόνα, δυνατότητα λειτουργίας δημοσίων θεαμάτων νοείται ότι παρέχεται από τον νομοθέτη, εφόσον, η κτήση του ιδιαιτέρου ιδιωτικού δικαιώματος επί του κοινοχρήστου εξακολουθεί να εξυπηρετεί, ενόψει του άρθρου 970 του Αστικού Κώδικα, την κοινοχρησία, ή, τουλάχιστον, δεν την αναιρεί. Όταν δε το κοινόχρηστο πράγμα, ως εκ του δασικού χαρακτήρος αυτού, έχει προσθέτως και συνταγματική προστασία, απαιτείται η επιτρεπομένη εγκατάσταση να μη συνεπάγεται μεταβολή της κατά τον προορισμό του άλσους χρήσεως, που εξυπηρετεί τόσο τον δασικό όσο και κοινόχρηστο χαρακτήρα του. Με το περιεχόμενο αυτό, κατά το Συμβούλιο της Επικρατείας, η διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 1 του ν.δ. 917/1971, ουδόλως αντίκειται στην προστατευτική του φυσικού περιβάλλοντος διάταξη του άρθρου 24 παρ. 1 του Συντάγματος. Η δε ιδιότητα του Πεδίου Άρεως ως κοινοχρήστου άλσους προσδόθηκε σε αυτό με ειδικές νομοθετικές διατάξεις και για τον λόγο αυτόν μπορεί να αφαιρεθεί μόνο δια νόμου. Ενόψει, όμως, της κατά τα ανωτέρω έννοιας του άρθρου 1 παρ. 2 του ν.δ. 917/1971 το οποίο ανέχεται, κατ’ εξαίρεσιν, τη λειτουργία δημοσίων θεαμάτων εντός κοινοχρήστων εκτάσεων, εφόσον εξυπηρετείται και δεν αναιρείται η κοινή χρήση και δεν μεταβάλλεται η κατά τον προορισμό της κοινόχρηστης εκτάσεως χρήση αυτής, δεν υφίσταται περίπτωση αντιθέσεως του εν λόγω νομοθετικού διατάγματος προς την ειδική περί Πεδίου Άρεως νομοθεσία ή κατισχύσεως αυτής επί του ν. δ/τος. Χάριν δε της Τέχνης (άρθρο 16 παρ. 1 Συντ.) δεν είναι συνταγματικώς ανεκτές οι επεμβάσεις στα άλση. Όσον αφορά το κέντρο διασκεδάσεως «Άλσος», ισχύει η 102/24.7.1971 ΠΥΣ, η οποία επέτρεψε, κατ’ εξαίρεσιν, «την επ’ αόριστον άνευ χρονικού περιορισμού λειτουργίαν του», σε κάθε δε περίπτωση η λειτουργία του δικαιολογείται πλήρως εκ του γεγονότος ότι οι εγκαταστάσεις του, όπως προέκυπτε από τα στοιχεία του φακέλου, ούτε μεταβολή του προορισμού του Πεδίου του Άρεως, ως χώρου με δασικό χαρακτήρα που απολαμβάνει ανάλογης προστασίας, επιφέρει (δοθέντος ότι τούτο διαμορφώθηκε κατά την αρχική δημιουργία του Άλσους, προοριζόμενο έκτοτε ως κυλικείο, εστιατόριο και κέντρο αναψυχής και διασκεδάσεως προς εξυπηρέτηση του κοινού), ούτε παρακωλύει ή αναιρεί την κοινή χρήση (δοθέντος ότι η προσπέλαση σε αυτό κάθε προσώπου είναι «εκ τριών κατευθύνσεων απεριορίστως ελευθέρα»). Αντιθέτως, οι εγκαταστάσεις του G. P. που έγιναν σε χρόνο μεταγενέστερο της διαμορφώσεως του κοινοχρήστου Πεδίου του Άρεως προκάλεσαν ουσιώδη μεταβολή του προορισμού του καταλαμβανομένου από αυτές χώρου και αναιρούν την κοινή χρήση, καθώς παρεμποδίζουν την άνετη προσπέλαση στο Πεδίο του Άρεως με κατασκευασθέν κλειστό περίφραγμα. Για την απόδοση στην κοινή χρήση κρίθηκε απαραίτητη η απομάκρυνση της περιφράξεως, ενώ για την αποκατάσταση του προορισμού του κρίθηκε απαραίτητη η δενδροφύτευση του αποψιλωθέντος για τη δημιουργία και επέκταση του Κέντρου χώρου. Από τα στοιχεία δε του φακέλου, το Συμβούλιο της Επικρατείας έκρινε ότι όσον αφορά τα δύο, εντός του Πεδίου του Άρεως κατά τη θερινή περίοδο προσκαίρως λειτουργούντα και δημιουργηθέντα από ετών, θέατρα, που καταλαμβάνουν, με τις εγκαταστάσεις τους, όχι ακάλυπτους χώρους, προοριζόμενους για θεατρική παράσταση ή διαμορφωθέντες χωρίς βλάβη της δασικής βλάστησης, αλλά και τμήματα με δασική βλάστηση, αυτά προκαλούν ανεπίτρεπτη μεταβολή του προορισμού της εκτάσεως του Πεδίου του Άρεως και, ως εκ τούτου, μεταβολή της κατά προορισμόν χρήσεως αυτού από το κοινό ως Άλσους. Επομένως, η αίτηση ακυρώσεως, καθ’ ο μεν μέρος στρεφόταν κατά της παρατάσεως της λειτουργίας του κέντρου διασκεδάσεως «Άλσος» απορρίφθηκε, ενώ καθ’ ο μέρος στρεφόταν κατά της παρατάσεως της λειτουργίας του G. P. και των δύο θερινών θεάτρων έγινε δεκτή [βλ. συναφώς και την ΣτΕ 2189/1982 με την οποία ακυρώθηκε η παράταση για ένα έτος της λειτουργίας δύο θερινών θεάτρων (ενός με είσοδο στην οδό Μαυρομματαίων και του άλλου με είσοδο στη Λεωφ. Αλεξάνδρας) μέσα στον χώρο του Πεδίου Άρεως]. Ομοίως, μεταγενεστέρως, με τις 2301/2017 και 2302/2017 αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας κρίθηκε ότι το «Θ. Ά. Π. Ά. – Ο.», το οποίο με την 102/24.7.1971 Πράξη Υπουργικού Συμβουλίου (Α΄ 157) καθορίσθηκε ως χώρος όπου επιτρέπεται η κατ’ εξαίρεση λειτουργία δημοσίων θεαμάτων, διαμορφώθηκε κατά την αρχική δημιουργία του Πεδίου Άρεως, προοριζόμενο έκτοτε ως κυλικείο, εστιατόριο καθώς και κέντρο αναψυχής προς εξυπηρέτηση του κοινού. Η λειτουργία, μάλιστα, του χώρου αυτού δικαιολογείται πλήρως εκ του γεγονότος ότι οι εγκαταστάσεις του, ούτε μεταβολή του προορισμού του Πεδίου Άρεως επιφέρουν ούτε παρακωλύουν ή αναιρούν την κοινή χρήση του. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 23 παρ. 8 του ν. 2300/1995 (Α΄ 69) ορίστηκαν τα εξής: «Επιτρέπεται κάτω από όρους και προϋποθέσεις η λειτουργία θερινών κινηματογράφων ή θεάτρων, εντός του Άλσους του Πεδίου του Άρεως στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας, καθώς και του υπάρχοντος κέντρου ψυχαγωγίας. Με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων μετά από γνώμη του Συμβουλίου Δημόσιων Έργων, ορίζεται ο αριθμός, ο χρόνος και οι προϋποθέσεις λειτουργίας των θερινών κινηματογράφων ή θεάτρων και του κέντρου, τα οποία ως συγκρότημα θα λειτουργήσουν στο μέλλον ως δημοτική επιχείρηση». Η τελευταία αυτή κανονιστική απόφαση, αναγκαία για την εφαρμογή της ως άνω διάταξης του ν. 2300/1995, ουδέποτε εκδόθηκε.
19. Επειδή, από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτουν τα εξής: Σύμφωνα με τη Διοίκηση (βλ. 141533/11.11.2021 έγγραφο της Διεύθυνσης Δασών Αθηνών της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Αττικής προς το Δικαστήριο), το «Πεδίον του Άρεως αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους υπαίθριους χώρους του κέντρου των Αθηνών, είναι το δεύτερο σε έκταση πάρκο της περιοχής των Αθηνών και αποτελεί έναν από τους πιο σημαντικούς υπερτοπικούς χώρους πρασίνου και άθλησης της πρωτεύουσας … Παρουσιάζει υψηλή αισθητική αξία, ενώ καλύπτει ποικίλες δραστηριότητες με υπερτοπική σημασία ως χώρος αναψυχής και περιπάτου» (βλ. και το 14578/7.1.2022 έγγραφο της Διεύθυνσης Πάρκων και Αλσών της Περιφέρειας Αττικής προς το Δικαστήριο). Η έκταση έχει εμβαδόν 221.308 τ.μ., διοικητικά ανήκει στην Περιφέρεια Αττικής, ενώ χωροταξικά στον Δήμο Αθηναίων και εκτείνεται μεταξύ της Λεωφόρου Αλεξάνδρας (Νότια), της οδού Μαυρομματαίων (Δυτικά), των οδών Κοδριγκτώνος και Ευελπίδων (Βόρεια), και της οδού Μπούσγου και της πλατείας Πρωτομαγιάς (Ανατολικά). Με το άρθρο 1 του π.δ. 98/ 11.2.2000 (Α΄ 85) καταργήθηκε το «Ειδικό Ταμείο Μονίμων Οδοστρωμάτων Αθηνών» (Ε.Τ.Μ.Ο.Α.), που ήταν αρμόδιο για τη διαχείριση του χώρου, και ανατέθηκαν στη Διευρυμένη Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Αθηνών-Πειραιώς (νυν Περιφέρεια Αττικής), «οι δραστηριότητες που σχετίζονται με τη διεύθυνση, συντήρηση και εκμετάλλευση του Άλσους Πεδίου του Άρεως» (άρθρα 1 περ. β΄ και 2 παρ. 2 του εν λόγω π. δ/τος). Στο έργο «Ανάπλαση του Πεδίου του Άρεως», το οποίο με την 40/10.12.2007 πράξη της εν λόγω Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης ανατέθηκε σε ανώνυμη εταιρεία, περιλαμβανόταν η μελέτη και κατασκευή οικοδομικών έργων, με σκοπό την ανάπλαση του Πεδίου του Άρεως. Η φυτοτεχνική μελέτη εγκρίθηκε με την 250/29.1.2009 πράξη του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας Αττικής. Αίτηση ακύρωσης κατοίκων της περιοχής κατά της άδειας αυτής απορρίφθηκε με την 1261/2018 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας (όπου και εκτενές ιστορικό για την ανάπλαση αυτή). Με την 183/11.2.2009 οικοδομική άδεια που εξέδωσε η Πολεοδομία του Δήμου Αθηναίων υπέρ της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Αθηνών – Πειραιώς επετράπησαν η «επισκευή και οι εσωτερικές αναδιαρρυθμίσεις του υπάρχοντος κτηρίου Άλσους περιγεγραμμένου με κόκκινη γραμμή και χωρίς αλλαγή χρήσης στο Πεδίο του Άρεως». Αίτηση ακύρωσης κατοίκων της περιοχής κατά της άδειας αυτής απορρίφθηκε με την 2302/2017 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας. Το έργο ολοκληρώθηκε και παρελήφθη από την Περιφέρεια Αττικής εν μέρει με την 130928/1.9.2014 απόφασή της και στο σύνολο, με συμπληρωματικές εργασίες, με την 116846/14.6.2018 απόφασή της. Στο μεταξύ, η παρεμβαίνουσα εταιρεία («Μαροσούλης Ηλίας Μονοπρόσωπη ΙΚΕ»), μετά την 272/7.2.2018 απόφαση της Οικονομικής Επιτροπής της Περιφέρειας Αττικής περί κατακύρωσης του αποτελέσματος επαναληπτικής δημοπρασίας, μίσθωσε για 15 έτη, με το από 22.5.2018 ιδιωτικό συμφωνητικό εκμίσθωσης, από την Περιφέρεια Αττικής α) το κτήριο με την επωνυμία «Άλσος», το οποίο αποτελείται από υπόγειο, ισόγειο και όροφο, συνολικού εμβαδού 1.962,25 τ.μ. και περιβάλλοντα χώρο, συνολικού εμβαδού 2.800 τ.μ., εκ των οποίων τα 276 τ.μ. είναι στρωμένα με ξύλινο ντεκ και β) την καφετέρια-κυλικείο «Γαρδένια» που αποτελείται από δύο μικρά κτίσματα, το περίπτερο «Γαρδένια» συνολικού εμβαδού 11,80 τ.μ. και καθαρού 8,50 τ.μ. και το αναψυκτήριο «Γαρδένια» συνολικού εμβαδού 9 τ.μ. και καθαρού 7,30 τ.μ. Με την 132899/ 8368/23.5.2018 έγκριση εργασιών μικρής κλίμακας επετράπη, μεταξύ άλλων, η τοποθέτηση εργοταξιακού οικίσκου (για παροχή πληροφοριών, φύλαξη και εισιτήρια), μεταλλικής πινακίδας (μη μόνιμης κατασκευής για την πληροφόρηση του κοινού) και κινητών υαλοπετασμάτων στην υφιστάμενη πέργκολα του αναψυκτηρίου και η ανακατασκευή και επισκευή φθορών στην πέργκολα, στα δάπεδα και στα δίκτυα του αναψυκτηρίου και του κυλικείου. Με την 213347/13834/30.8.2018 έγκριση εργασιών μικρής κλίμακας με αντικείμενο την «Ανάπλαση Θερινού Θεάτρου Άλσους Πεδίου Άρεως» επετράπη α) η τοποθέτηση ελαφράς ξύλινης περίφραξης (όχι κτιστής), που θα καλυφθεί με αναρριχητικά φυτά, γύρω από τον χώρο του «Ά. Θ. Ο.», όπως αποτυπώνεται με πράσινη – συνεχή γραμμή στο από Αυγούστου 2018 τοπογραφικό διάγραμμα – πρόταση μηχανικού και β) η διαμόρφωση υπαίθριας σκηνής στις αρχικές διαστάσεις, όπως αποτυπώνεται στο ως άνω τοπογραφικό. Σύμφωνα με την από 18.10.2018 συμπληρωματική έκθεση ενημέρωσης φακέλου της 183/2009 οικοδομικής άδειας με εγκρίσεις εργασιών μικρής κλίμακας επετράπησαν οι παρακάτω εργασίες: α) τοποθέτηση ελαφράς ξύλινης περίφραξης (όχι κτιστής) γύρω από τον χώρο του «Άλσους Θεάτρου Οικονομίδη» η οποία και αποτυπώθηκε με πράσινη – συνεχή γραμμή (περίγραμμα) στο από Αυγούστου 2018 τοπογραφικό μηχανικού και β) Διαμόρφωση υπαίθριας σκηνής στις αρχικές διαστάσεις. Επιπροσθέτως, κατόπιν ενημέρωσης της άδειας προβλεπόταν ότι: «α) Ο αίθριος χώρος θα φιλοξενήσει μία προσωρινή λυόμενη κατασκευή διαστάσεων 12×16 μέτρων η οποία θα χρησιμοποιείται μόνο τους καλοκαιρινούς μήνες και θα αποσύρεται τους υπόλοιπους, β) … δ) Ο χώρος των τραπεζοκαθισμάτων θα στρωθεί με γκρο-μπετόν με αντιολισθητική επίστρωση», ενώ καμία εργασία δεν επιτρεπόταν να γίνει εκτός του θεσμοθετημένου περιγράμματος. Στο 2369/83665/25.9.2018 έγγραφο της Διεύθυνσης Δασών Αθηνών σχετικά με την έγκριση εργασιών μικρής κλίμακας πλησίον του Θεάτρου Άλσους αναφέρεται ότι οι εργασίες που επιτρέπονται με την άδεια αυτή υλοποιούνται σε έκταση εντός των ορίων του εγκεκριμένου Ρυμοτομικού Σχεδίου Δήμου Αθηναίων (εντός ερυθράς γραμμής) και ότι, σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ. 6 εδ. ζ΄ του ν. 998/1979, δεν υπάγονται οπωσδήποτε στις διατάξεις της δασικής νομοθεσίας. Για τη διαμόρφωση υπαίθριας σκηνής στις διαστάσεις και στον χώρο που προβλέπονται στην 102/24.7.1971 Π.Υ.Σ., η Διεύθυνση Δασών θεώρησε ότι δεν έχει αρμοδιότητα αλλά επεσήμανε τα εξής: α) Η διαμόρφωση των επιφανειών εργασίας θα πραγματοποιηθούν στην απαιτούμενη έκταση περιοριζόμενες αυστηρά στα όρια του από Αύγουστο 2018 Τοπογραφικού-Πρότασης, β) Λαμβάνεται μέριμνα για τη μικρότερη δυνατή διατάραξη του φυσικού περιβάλλοντος της περιοχής του έργου, ώστε τα δυσμενή αποτελέσματα αυτής στο οικείο και ευρύτερο φυσικό περιβάλλον, να είναι τα μικρότερα δυνατά. γ) Οι εγκαταστάσεις να κατασκευαστούν κατά το δυνατόν με τρόπο και υλικά φιλικά προς το περιβάλλον που δεν θίγουν και δεν προσβάλλουν το οικείο φυσικό περιβάλλον και να είναι προσαρμοσμένες στο τοπίο, στην ταυτότητα και στις συνθήκες (κοινωνικές και περιβαλλοντικές) της περιοχής. δ) Η Περιφέρεια Αττικής θα μεριμνήσει για την πλήρη απομάκρυνση των προϊόντων εκσκαφής σε κάθε περίπτωση παραγωγής αυτών κατά τις εργασίες κατασκευής και υποχρεούται για τη λήψη όλων των απαραίτητων μέτρων αντιπυρικής προστασίας της περιβάλλουσας δασικής βλάστησης και την προστασία της κατά την εκτέλεση των εργασιών. ε) Να υπάρξει πρόβλεψη λήψης όλων των απαραίτητων μέτρων προστασίας των εργαζομένων και των επισκεπτών του χώρου του Πεδίου του Άρεως για την αποφυγή πάσης φύσεως ατυχημάτων. στ) Απαγορεύεται οποιαδήποτε επέμβαση ή χρήση στη γύρω έκταση πλην των καθορισμένων για την επέμβαση θέσεων («εντός Ρυμοτομικού Σχεδίου»). Όσον αφορά τη μεταφορά της ήδη υφιστάμενης περίφραξης η οποία τοποθετήθηκε στη θέση που βρίσκεται σήμερα ύστερα από την υλοποίηση της μελέτης ανάπλασης του Πεδίου του Άρεως, δεν αντιβαίνει προς τα προβλεπόμενα στο άρθρο 3 παρ. Β εδ. vii της 133384/6587/10.12.2015 απόφασης του Αναπληρωτή Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας, διότι ο ανωτέρω χώρος θα διαμορφωθεί με υπαίθριες κατασκευές και όχι με κτίσματα για πολιτιστικές και εκπαιδευτικές δραστηριότητες και εκδηλώσεις, και διότι αφενός θα προστατεύεται η υπαίθρια σκηνή και αφετέρου «θα εφαρμοστεί το ισχύον ρυμοτομικό σχέδιο». Η τοποθέτηση της ελαφριάς ξύλινης περίφραξης θα πρέπει να υλοποιηθεί με τρόπο που δεν θα επηρεάζει την κοινοχρησία του Πεδίου του Άρεως και η πρόσβαση από το κοινό στον περιβάλλοντα χώρο του Θεάτρου θα είναι ελεύθερη. Μετά την υλοποίηση της περίφραξης πρέπει να γίνει φύτευση δασικών φυτών (αναρριχώμενα φυτά, θάμνοι κ.λπ.) για τη σταδιακή κάλυψη της περίφραξης με σκοπό την ενσωμάτωσή της στο φυσικό περιβάλλον. Στη συνέχεια, με την 3116/26.10.2018 (θέμα 8ο) πράξη της Οικονομικής Επιτροπής της Περιφέρειας Αττικής παρασχέθηκε συναίνεση για τις εργασίες που περιλαμβάνονται στις 132899/8368/23.5.2018 και 213347/13834/30.8.2018 εγκρίσεις εργασιών μικρής κλίμακας που αφορούν την «Ανάπλαση θερινού θεάτρου Άλσους Πεδίου Άρεως» και «Εσωτερικές διαρρυθμίσεις στο θέατρο Άλσους» αντίστοιχα και στην από 22.10.2018 ενημέρωση φακέλου της 183/2009 οικοδομικής άδειας, ενώ αποφασίστηκε και η εκμίσθωση του συνόλου του χώρου παραπλεύρως του ήδη μισθωμένου χώρου στον περιβάλλοντα χώρο του κτηρίου «Άλσος» στην «Μαροσούλης Ηλίας Μονοπρόσωπη ΙΚΕ», «ούτως ώστε να υπάρξει ταύτιση με τον χώρο που οριοθετείται με πράσινη γραμμή στο ισχύον ρυμοτομικό (Α΄ 157/11.8.1971)» [βλ. και από 30.11.2018 ιδιωτικό συμφωνητικό]. Κατά την εν λόγω απόφαση, ο χώρος αυτός εντασσόταν παλιότερα στο κτήριο «Άλσος» και μάλιστα περιέχει τη «σκηνή», «η οποία επίσης εμφαίνεται στο ισχύον ρυμοτομικό και σημειώνεται με οικοδομική γραμμή». Ακολούθησε η 1106499/27.6.2019 γνωστοποίηση ενάρξεως λειτουργίας της «Ά. Π. Ά. – Ι.Κ.Ε.» στη ειδική ψηφιακή πλατφόρμα της Γενικής Γραμματείας Βιομηχανίας του Υπουργείου Ανάπτυξης και Επενδύσεων στην οποία αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι αυτή αφορά «θέατρο εντός του Άλσους του πεδίου του Άρεως μετά του περιβάλλοντος χώρου συνολικού εμβαδού 2.800 τ.μ. στο οποίο η χωρητικότητα είναι 2.000 θέσεων». Στη συνέχεια, κατόπιν της 69699/8.3.2019 εισηγήσεως της Διεύθυνσης Πάρκων και Αλσών της Περιφέρειας Αττικής, εκδόθηκε η 63/14.3.2019 απόφαση του Περιφερειακού Συμβουλίου Αττικής με την οποία εγκρίθηκε η υποβολή στην αρμόδια δασική υπηρεσία μελέτης του Φεβρουαρίου 2019 με τίτλο «Διαχειριστική Μελέτη για την προστασία και ανάδειξη του πάρκου Πεδίο του Άρεως» που περιλαμβάνει τεχνική έκθεση, σχέδια, χάρτες και ηλεκτρονικά αρχεία, βάσει των διατάξεων της 133384/6587/10.12.2015 απόφασης του Αναπληρωτή Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας. Κατά την ως άνω εισήγηση, οι υφιστάμενες υποδομές και εγκαταστάσεις (οι οποίες παραμένουν στο Πεδίο του Άρεως) έχουν συνολικό εμβαδόν 10.840,38 τ.μ. Το ποσοστό αυτών επί του συνόλου της έκτασης είναι 5,33% και δεν υπερβαίνει το 20% (ανώτατο επιτρεπόμενο) της επιφάνειας του πάρκου. Ως εκ τούτου, κατά την εισήγηση της εν λόγω Υπηρεσίας, μπορούν να προταθούν νέα έργα ή αναπλάσεις, πέραν της συντήρησης και της ανακατασκευής των υφισταμένων. Μεταξύ άλλων, προτείνεται η κατασκευή ξύλινου εκδοτηρίου εισιτηρίων του θεάτρου, βόρεια του πάρκου, κοντά στο θέατρο και ανάμεσα στις δύο εισόδους που βρίσκονται στην Γεωγραφική Υπηρεσία Στρατού. Επίσης, όσον αφορά την επαναλειτουργία του G. P. και την αποκατάσταση των κτηρίων στην πρότερη μορφή τους, προτείνονται κάποιες λειτουργικές ήπιες επεμβάσεις οι οποίες εστιάζονται στον υπαίθριο χώρο των δύο κτηρίων, επισημαίνεται δε ότι κανένα δέντρο ή θάμνος δεν απομακρύνεται. Όσον αφορά το θέατρο Άλσος, ο προαύλιος χώρος του θα διαμορφωθεί με υπαίθρια κατασκευή έτσι ώστε να μπορούν να κινούνται με ευκολία οι επισκέπτες, συμβάλλοντας έτσι και στη λειτουργικότητα του χώρου για την παρακολούθηση των εκδηλώσεων-παραστάσεων. Το τελικό ποσοστό κατάληψης του πάρκου από μόνιμες κατασκευές μετά την περάτωση και όλων των προτεινόμενων έργων, που σχετίζονται με τα μέτρα διαχείρισης ανέρχεται σε 9,42%, πολύ κάτω από το ανώτατο όριο του 20% που θέτει η Υ.Α. 133384/6587/10.12.2015. Με το 82133/21.3.2019 έγγραφο της Διεύθυνσης Πάρκων και Αλσών της Περιφέρειας Αττικής υποβλήθηκε στη Διεύθυνση Δασών Αθηνών η ως άνω μελέτη διαχείρισης. Η μελέτη επανυποβλήθηκε, διορθωμένη και συμπληρωμένη, στη Διεύθυνση Δασών Αθηνών, με το 3389990/1.7.2019 έγγραφο της Διεύθυνσης Πάρκων και Αλσών της Περιφέρειας Αττικής. Στην εν λόγω διαχειριστική μελέτη αναφέρονται τα εξής: Το «Πεδίον του Άρεως» εντάσσεται στο άρθρο 2 παρ. α΄ και γ΄ της ως άνω Υ.Α., διότι είναι κοινόχρηστη έκταση που περιβάλλεται από τον αστικό ιστό, φέρει δασική βλάστηση, τεχνητώς δημιουργηθείσα με κηποτεχνικές διαμορφώσεις και λειτουργεί εκ των πραγμάτων ως πάρκο, οπότε δύναται να χαρακτηριστεί ως «πάρκο», που παρουσιάζει εξαιρετικά μορφολογικά χαρακτηριστικά που το καθιστούν στοιχείο του φυσικού περιβάλλοντος με ιδιαίτερη σημασία και αναμφισβήτητη αισθητική αξία και μπορεί να καλύψει ποικιλία δραστηριοτήτων ως χώρος ήπιας αναψυχής. Η μελέτη αφορά την αξιολόγηση της υφιστάμενης κατάστασης του Πεδίου του Άρεως και την πρόταση μέτρων για τη διαχείριση και ανάδειξη του. Το Πεδίο του Άρεως είναι ένα από τα μεγαλύτερα δημόσια πάρκα της Αθήνας, γύρω από το οποίο υφίσταται και η ομώνυμη συνοικία της Αθήνας. Τα βασικά χαρακτηριστικά του αστικού πρασίνου εντός του πολεοδομικού ιστού της Αθήνας, είναι ο «εγκλωβισμός» λόφων και αλσών τα οποία έχουν μεν δασικό χαρακτήρα, αλλά χρήση και λειτουργία ως κοινόχρηστων αστικών χώρων πρασίνου, καθώς και η ύπαρξη μεγάλων ενοτήτων πρασίνου με συνεχόμενη και πυκνή βλάστηση, κυρίως στην περιοχή του κέντρου. Βασικά στοιχεία αυτών των ενοτήτων είναι τα μεγάλα Πάρκα και Άλση (ο λόφος του Φιλοπάππου, ο Λυκαβηττός, ο Λόφος του Στρέφη), οι φυτεμένοι αρχαιολογικοί χώροι, η ενότητα του Εθνικού Κήπου σε συνδυασμό με τον κήπο του Ζάππειου, ο αρχαιολογικός χώρος του Ναού Ολυμπίου Διός, ο Λόφος Αρδηττού, αλλά και το Πεδίο του Άρεως (Περιφέρεια Αττικής). Το Πεδίο του Άρεως πήρε το όνομα του από το Ρωμαϊκό Campus Martius, το οποίο αποτελούσε την κατωφέρεια της αριστερής όχθης του Τίβερη στην αρχαία Ρώμη. Ο ναός των Αγ. Ταξιαρχών αποτέλεσε το πρώτο κτίσμα που ανεγέρθηκε εντός του πάρκου και η κατασκευή του χρονολογείται το 1870. Το Πεδίο του Άρεως προβλέφθηκε το πρώτον με το Βασιλικό Διάταγμα της 23ης Ιουλίου του 1887 (Α΄ 201/27.7.1887), το οποίο ρύθμιζε το χώρο του στο αντίστοιχο «διάγραμμα ρυθμίσεως» με ερυθρές γραμμές. Η πρώτη ονομασία που δόθηκε στο χώρο ήταν «Πλατεία του Άρεως». Με το από 20.7.1900 διάταγμα «Περί τροποποιήσεως του σχεδίου της πόλεως Αθηνών κατά την Πλατείαν Άρεως» (Α΄ 228) ο χώρος του Πεδίου Άρεως χαρακτηρίσθηκε κοινόχρηστος, χωρίς να γίνει ειδικότερος καθορισμός του προορισμού του. Αργότερα με το από 20.11.1902 β.δ «Περί κηρύξεως δασωτέων εδαφών» (ΦΕΚ 229/10.12.1902) αναφέρεται ότι κηρύσσεται δασωτέα έκταση το «προς το βόρειον μέρος της πόλεως Αθηνών ανήκουσα τω Δημοσίω γνωστήν υπό το όνομα Πεδίον Άρεως ή Πολύγωνον», στον χώρο δε αυτό βρίσκονται οι στρατώνες του ιππικού και η Σχολή Ευελπίδων σε έκταση 476 στρεμμάτων και 800 τετραγωνικών μέτρων. Με το από 18/28.5.1927 διάταγμα (Α΄ 100) ορίσθηκε ότι ο χώρος του Πεδίου Άρεως θα μετατραπεί σε κήπο. Παραχωρήθηκε το 1927 στην τότε «Επιτροπή Δημοσίων Κήπων και Δενδροστοιχιών Αθηνών» με σκοπό τη μεταβολή του σε άλσος. Αν και ο χώρος είχε ήδη χαρακτηριστεί ως μη οικοδομήσιμος, μέχρι το 1930 είχε καταληφθεί από διάφορες χρήσεις. Για τη σύνταξη της μελέτης διαμόρφωσης του άλσους συνεστήθη ειδική επιτροπή επιστημόνων του Πολυτεχνείου και της Ανώτατης Γεωπονικής Σχολής, στην οποία μετείχαν και προσωπικότητες της εποχής, όπως Πέτρος Καλλιγάς, Αναστάσιος Μεταξάς, Εμμανουήλ Κριεζής, Αριστοτέλης Ζάχος, Κωστής Παρθένης, Ζαχαρίας Παπαντωνίου και ο διευθυντής του Υπουργείου Συγκοινωνιών Ανάργυρος Δημητρακόπουλος, στον οποίο ανατέθηκε το γενικό σχέδιο του άλσους, ενώ η εκτέλεσή του ανατέθηκε στον γεωπόνο Ν. Βοσυνιώτη. Η επιτροπή με Πρόεδρο τον Πέτρο Καλλιγά, έκανε έναρξη εργασιών ανάπλασης (1933), τις οποίες όμως λόγω οικονομικών δυσχερειών δεν μπόρεσε να ολοκληρώσει. Με τον νόμο 6171/1934 «Περί συμβολής του Δημοσίου προς διαμόρφωση του Πεδίου του Άρεως εις κοινόχρηστον άλσος των Αθηνών» (Α΄ 214/10.7.1934) προσδόθηκε στον χώρο αυτό η ιδιότητα του κοινοχρήστου άλσους [ιδιότητα που διατηρήθηκε με τον ν. 398/1941 (Α΄ 282) και το ν.δ 137/1946 (Α΄ 298)], και κινήθηκαν οι διαδικασίες σχεδιασμού και υλοποίησης της σημερινής μορφής του άλσους. Τα έξοδα διαμόρφωσης ανέλαβε το «Ειδικό Ταμείο Μονίμων Οδοστρωμάτων Αθηνών» (1934), ενώ η κυριότητα του άλσους δόθηκε στον Δήμο Αθηναίων, που συνέβαλε στο στάδιο της μελέτης και της δημιουργίας. Οι εργασίες ανάπλασης κατ’ ουσίαν άρχισαν το 1935, σταμάτησαν με την κήρυξη του Β’ Παγκοσμίου Πόλεμου και ολοκληρώθηκαν το 1949, σύμφωνα με το εκπονηθέν από την ως άνω Επιτροπή σχέδιο, με αποτέλεσμα τη δάσωση του Πεδίου του Άρεως και τη διαμόρφωσή του ως Άλσους-Πάρκου. Το σύνολο των φυτών που φυτεύτηκαν στο Πεδίο του Άρεως από το έτος 1935 έως και το 1940 ανήρθε σε 46.789 άτομα, τα περισσότερα όμως από αυτά είχαν ξενική προέλευση και προσέδιδαν κηποτεχνική διαμόρφωση στο Πεδίο του Άρεως. Τα βασικά σημεία στα οποία στηρίχθηκε η υποβληθείσα διαχειριστική μελέτη, ήταν: η δημιουργία άλσους, περιπάτου και αναψυχής, με κυκλοφορία μόνο των πεζών, ανοικτού και τις νυκτερινές ώρες, η ανέγερση κέντρου αναψυχής και η παραμονή των υπαρχόντων ναών χωρίς ιδιαίτερο αύλειο χώρο, η κατεδάφιση όλων των κτισμάτων εκτός της Σχολής των Ευελπίδων και η μετάθεση του Γυμναστηρίου στη συμβολή των οδών Κοδριγκτώνος και Μαυρομματαίων. Η βασική χάραξη αποφασίστηκε σε ελεύθερο τύπο με επιμέρους γεωμετρικές χαράξεις, διάταξη που προσφερόταν για την επιβαλλόμενη τμηματική πραγματοποίηση του κήπου. Η ποικιλία αυτή προτιμάται, όταν ο κήπος στερείται φυσικού ανάγλυφου, όπως το Πεδίο του Άρεως. Προέβλεπε έξι εισόδους περιμετρικά του πάρκου και ένα γενικό οδικό δίκτυο που χώριζε τον κήπο σε τέσσερα τμήματα, στο αθλητικό κέντρο, στο παιδικό τμήμα, στο τμήμα της ηρεμίας και σε αυτό της πολύβουης συγκέντρωσης, χωρίς να διασπά όμως την ενότητα του συνόλου. Δημιουργήθηκαν μεγάλα ανοίγματα θέας και οπτικών γραμμών, ελεύθερα από δένδρα και άλλα εμπόδια, που αφενός «ευχαριστούν τη ματιά» και αφετέρου δίνουν την επιθυμητή εντύπωση της μεγαλύτερης έκτασης, κάτι που στερείται τόσο ο Εθνικός κήπος, όσο και αυτός του Ζαππείου. Το τελικό εμβαδόν του μελετώμενου Πάρκου, για το οποίο συντάσσεται η διαχειριστική μελέτη, όπως έχει προκύψει από τροποποιήσεις του Ρυμοτομικού Σχεδίου Αθήνας είναι 203.365,70 τ.μ. Ακολουθεί η περιγραφή του χώρου και της θέσης του στον αστικό ιστό, της υφιστάμενης κατάστασης και δυνατών λειτουργιών και χρήσεων του πάρκου. Κατά τη διαχειριστική μελέτη, το Πεδίο του Άρεως διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην καθημερινότητα των κατοίκων της ευρύτερης και όχι μόνο περιοχής. Οι χρήσεις και οι λειτουργίες που συγκεντρώνει αντικατοπτρίζουν την σημασία του, αφού πέραν του χαρακτήρα του σαν χώρος πρασίνου και περιπάτου φιλοξενεί στην έκτασή του και υποδομές αναψυχής. Η ευρύτερη περιοχή του πεδίου του Άρεως χαρακτηρίζεται οικιστική περιοχή. Η γύρω περιοχή από το Πεδίο του Άρεως χαρακτηρίζεται από πολυώροφα κτήρια, καταστήματα μαγαζιά και χώρους πρασίνου. Το μεγαλύτερο μέρος του πάρκου αποτελείται από υφιστάμενη βλάστηση που προήλθε από φυτεύσεις που διενεργήθηκαν την περίοδο 1935 – 1940 αλλά και των μέχρι παρεμβάσεων εμπλουτισμού της. Το Πεδίο του Άρεως χαρακτηρίζεται από καθαρά αστικό πράσινο με φυτά ελληνικής και μεσογειακής προέλευσης, κυρίως καλλωπιστικά. Περιλαμβάνει πάνω από 70 είδη δέντρων, εκ των οποίων μεγάλο αριθμό φυλλοβόλων πλατυφύλλων δέντρων που δεν καίγονται εύκολα σε περίπτωση φωτιάς. Λειτουργούν συνολικά 14 είσοδοι οι οποίες εμφανίζονται κυρίως σαν διακοπές της συνέχειας της περίφραξης του πάρκου. Η κύρια είσοδος είναι αυτή στη συμβολή των Λ. Αλεξάνδρας και Μαυρομματαίων. Αποτελεί την αφετηρία του μεγάλου δεντροφυτεμένου άξονα του πάρκου που οδηγεί στον πυρήνα του. Συνδέει το πάρκο με την πλατεία Αιγύπτου και περιλαμβάνει ένα πλάτωμα, όπου βρίσκεται το άγαλμα του Β. Κων/νου και προσφέρεται σαν σταθμός μικρού περιπάτου. Η είσοδος επί της Λ. Αλεξάνδρας όπου δεσπόζει το άγαλμα της Αθηνάς βρίσκεται στον άξονα της οδού Σπυρίδωνος Τρικούπη που συνδέει το πάρκο με την πυκνοκατοικημένη περιοχή των Εξαρχείων και καταλήγει στην πλατεία Εξαρχείων. Το πλάτωμα αυτό διακόπτει τον βασικό περιφερειακό δακτύλιο κίνησης του Πάρκου. Τέσσερις είσοδοι υπάρχουν επί της οδού Μαυρομματαίων. Δύο από αυτές, μέσω του υπαίθριου χώρου του αναψυκτηρίου G. P., οδηγούν προς το εσωτερικό του Πάρκου. Υπάρχει και μια μικρή είσοδος απέναντι από την οδό Αντωνιάδου που διαγώνια οδηγεί στην οδό Ηρώων μέσα στο Πάρκο, ενώ η τέταρτη εντοπίζεται 20 μέτρα νότια του G. P… Η είσοδος επί της οδού Ευελπίδων στον άξονα της οδού Σπετσών που οδηγεί στην περιοχή της Κυψέλης, ορίζεται από τον μανδρότοιχο του Πανελληνίου Γυμναστικού Συλλόγου και την περίφραξη της περιοχής που βρίσκονται τα κτήρια διαχείρισης και οι εγκαταστάσεις συντήρησης του Πάρκου. Δύο είσοδοι υπάρχουν πίσω από τις εγκαταστάσεις της Γ.Υ.Σ. για τους κατοίκους της Κυψέλης οι οποίοι οφείλουν να διασχίσουν και τον άξονα της οδού Ευελπίδων. Η μια είσοδος οδηγεί απευθείας στο Θέατρο Άλσος. Μία είσοδος υπάρχει στο νότιο άκρο της οδού Μπούσγου, μία είσοδος επί της οδού Μπούσγου απέναντι από τον λόφο Εθνικής Αντιστάσεως η οποία οδηγεί στον περιφερειακό δακτύλιο του πάρκου και στην εκκλησία του Αγίου Χαράλαμπου και τρεις είσοδοι που αποτελούνται από ένα σύστημα από ράμπες και σκάλες οδηγούν στο πάρκο από την πλατεία Πρωτομαγιάς. Εντός του Πάρκου χωροθετούνται δύο (2) παιδικές χαρές. Η (ΠΔ1) εμβαδού 881,40 τ.μ. χωροθετείται δυτικά του πάρκου πλησίον του εγκαταστάσεων του Πανελληνίου, ενώ η (ΠΔ2) εμβαδού 3.230,38 τ.μ. χωροθετείται στην βορειοδυτική γωνία του πάρκου πλησίον της πλατείας Πρωτομαγιάς. Εντός των δυο παιδικών χαρών βρίσκονται όργανα παιχνιδιού, εγκατεστημένα σε δάπεδα ασφαλείας, σύμφωνα με τις ισχύουσες προδιαγραφές. Αμφότερες είναι περιφραγμένες, με σιδερένια περίφραξη. Στο εσωτερικό των χώρων φύεται αραιή θαμνώδη βλάστηση αλλά και δενδρώδη βλάστηση. Επιπλέον στον χώρο του Πάρκου υπήρχε ακόμη μία άλλη παιδική χαρά στην οποία πλέον δεν υφίστανται τα όργανα παιχνιδιού και έχουν μείνει κάποια δάπεδα που θυμίζουν την ύπαρξη της. Υπάρχουν κτήρια διοίκησης-διαχείρισης και συγκεκριμένα ένα ισόγειο πέτρινο κτίσμα που χρησιμοποιείται ως γραφείο διοίκησης, εγκαταστάσεις προσωπικού (ισόγειο κτίσμα που στεγάζει τα αποδυτήρια, ένα χώρο διημέρευσης και αποθηκευτικούς χώρους), ενώ σειρά στεγάστρων και λυόμενων κατασκευών έχει μετατραπεί σε εργαστήρια συντήρησης και αποθήκευσης του εξοπλισμού του πάρκου. Όσον αφορά τα αναψυκτήρια, υπάρχει το κτήριο G. P. το οποίο είναι αντιπροσωπευτικό δείγμα αρχιτεκτονικής του μεσοπολέμου με διακοσμητικά στοιχεία Art Nouveau. Με την 13321/3134/2.6.1999 απόφαση του Γενικού Γραμματέα του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων (Δ΄ 514/8.7.1999), χαρακτηρίσθηκε ως διατηρητέο, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 4 παρ. 2α του ν. 1577/1985, το κτήριο αυτό και καθορίσθηκαν ειδικοί όροι και περιορισμοί δόμησης αυτού [βλ. και την 22391/31.5.2010 (ΑΑΠΘ 237) απόφαση Υπουργού Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής με την οποία συμπληρώθηκε ο χαρακτηρισμός αυτός]. Με την εν λόγω απόφαση ορίστηκε, μεταξύ άλλων, ότι απαγορεύεται κάθε αφαίρεση, αλλοίωση ή καταστροφή των επί μέρους αρχιτεκτονικών και διακοσμητικών στοιχείων του κτηρίου, επιτρέπεται δε μόνον η επισκευή, ο εκσυγχρονισμός των εγκαταστάσεων, η στατική ενίσχυση και η εσωτερική διαρρύθμιση, εφόσον δεν θίγονται τα διατηρητέα στοιχεία του (βλ. και ΣτΕ 2301/2017). Πρόκειται για κτήριο με φέροντα σκελετό από οπλισμένο σκυρόδεμα. Είναι το πιο καλό από τα κτήρια του πάρκου. Οι προσθήκες στο σώμα του κτηρίου είναι ελάχιστες. Το συγκεκριμένο αναψυκτήριο δεν λειτουργούσε κατά τον χρόνο εκπόνησης της διαχειριστικής μελέτης. Εντός του χώρου του Πάρκου υπάρχουν αρκετές κτηριακές εγκαταστάσεις οι περισσότερες εκ των οποίων δεν χρησιμοποιούνται μέχρι σήμερα (βλ. Σχέδιο ΔΙΑΧ.03). Προτείνονται τα εξής έργα και υποδομές: Ο μελετώμενος χώρος, φέρει τεχνητή βλάστηση στο μεγαλύτερο μέρος του, ενώ εντός του χώρου εντοπίζονται κάποιες μόνιμες υποδομές. Η διαμόρφωση του χώρου του πάρκου, έχει πραγματοποιηθεί ήδη στον μεγαλύτερο βαθμό. Ωστόσο, προτείνονται και χωροθετούνται ορισμένες επεμβάσεις, οι οποίες απαιτούνται για την αναβάθμιση και την προαγωγή της χρηστικότητας του πάρκου (βλ. Σχέδιο ΔΙΑΧ.05). Η ύδρευση της μελετώμενης περιοχής και ειδικότερα η εκπλήρωση των αναγκών του σε πόσιμο νερό, εξυπηρετείται από το δίκτυο ύδρευσης της ΕΥΔΑΠ, συνεπώς τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του είναι τα πλέον κατάλληλα για τη χρήση την οποία επιτελεί. Το υδρευτικό δίκτυο κρίνεται επαρκές και δεν απαιτείται καμιά επέκταση του παρά μόνο συντήρηση και επισκευή όπου και όταν χρειάζεται. Το δίκτυο ποτίσματος εντός του μελετώμενου χώρου καλύπτει πλήρως τις ανάγκες άρδευσης της υφιστάμενης βλάστησης. Το νερό άρδευσης που χρησιμοποιείται είναι από γεωτρήσεις και δεξαμενή που χωροθετούνται εντός του πάρκου. Το δίκτυο ποτίσματος στο σύνολο του κρίνεται επαρκές και δεν χρειάζεται επέκταση του, πάρα μόνο συντήρηση και επισκευή όπου και όταν απαιτηθεί. Εντός του πάρκου στις εισόδους του χωροθετούνται τέσσερις πυροσβεστικοί κρουνοί τους οποίους χρησιμοποιεί η Πυροσβεστική Υπηρεσία σε περίπτωση πυρκαγιάς. Πιο συγκεκριμένα δύο από τους τέσσερις πυροσβεστικούς κρουνούς χρησιμοποιούνται σε περίπτωση πυρκαγιάς εντός του πάρκου. Ο ένας εντοπίζεται στην είσοδο του πάρκου από την οδό Ευελπίδων και ο άλλος στην είσοδο του πάρκου από την οδό Αλεξάνδρας και Μαυρομματαίων. Η ύπαρξη των πυροσβεστικών κρουνών κρίνεται επαρκής και αποτελεσματική σε περίπτωση έναρξης πυρκαγιάς εντός του πάρκου. Επομένως δεν χρήζει ανάγκης κατασκευής δικτύου πυρόσβεσης εντός του Πεδίου του Άρεως και του Λόφου Εθνικής Αντιστάσεως. Επιπρόσθετα στα έργα (επεμβάσεις) πυροπροστασίας περιλαμβάνονται και τα μέτρα διαχείρισης της βλάστησης, τα οποία συμβάλλουν στη πρόληψη – καταστολή ως προς την εκδήλωση και εξάπλωση ενδεχόμενης πυρκαγιάς. Στα πλαίσια ανάδειξης, αναβάθμισης και εκσυγχρονισμού του Πεδίου του Άρεως προτείνεται η συντήρηση και επισκευή – ανακατασκευή των υφιστάμενων υποδομών του πάρκου, αλλά και η εισαγωγή νέων σε κατάλληλες θέσεις. Αυτό θα οδηγήσει στην επίτευξη της μέγιστης δυνατής λειτουργικότητας του χώρου αλλά και την δημιουργία νέων χρήσεων, οι οποίες θα εξυπηρετούν αφενός μεν την αειφορία του φυσικού περιβάλλοντος, αφετέρου το κοινό που καθημερινά επισκέπτεται το Πάρκο. Οι βασικές αρχές που θα πρέπει να διέπουν την υλοποίηση των προτεινόμενων επεμβάσεων είναι: α) Οι προτεινόμενες επεμβάσεις να είναι σύμφωνες με την ισχύουσα νομοθεσία. β) Να δίνεται ιδιαίτερο βάρος στην αισθητική του πάρκου. γ) Να λαμβάνεται μέριμνα για την εξυπηρέτηση των ατόμων με ειδικές ανάγκες και κινητικά προβλήματα, αλλά και των ευαίσθητων κοινωνικών ομάδων (ηλικιωμένοι, παιδιά). δ) Τα υλικά που θα επιλεγούν για τις επιδιορθώσεις και τις νέες κατασκευές, να είναι κατ’ εξοχήν φιλικά με το περιβάλλον ώστε να μην έρχονται σε αντίθεση με τον οικολογικό σχεδιασμό του πάρκου. Ειδικότερα τα εν λόγω υλικά θα πρέπει να συμβάλουν στη μείωση της ηλιακής ακτινοβολίας, στην άμβλυνση του φαινόμενου του θερμοκηπίου και τελικά στη βελτίωση του μικροκλίματος. Γενικά ο βασικός στόχος των προτεινόμενων επεμβάσεων θα πρέπει να είναι η αποκατάσταση και αναδιάρθρωση του μελετώμενου χώρου, με αναπλάσεις οι οποίες θα προωθούν την ανάπτυξη οικολογικής συνείδησης και προσέλκυσης περισσότερων επισκεπτών. Για όλα τα προτεινόμενα έργα που περιγράφονται στα επόμενα κεφάλαια της μελέτης θα πρέπει να συνταχθεί ειδική αρχιτεκτονική μελέτη η οποία θα πρέπει να εγκριθεί από τις αρμόδιες υπηρεσίες. Το πάρκο διαθέτει κτηριακές εγκαταστάσεις, κάποιες από τις οποίες κατά τον χρόνο εκπόνησης της μελέτης δεν είναι σε λειτουργία. Συνεπώς δεν κρίνεται σκόπιμο να προταθεί η κατασκευή κάποιου επιπλέον κτηρίου ή κτηριακού συγκροτήματος εντός του πάρκου. Αντιθέτως προκρίνεται η αναβάθμιση και η συντήρηση των ήδη υφιστάμενων. Κυρίως προτείνεται η συντήρηση, η αναβάθμιση και πιθανόν η επανεγκατάσταση των κτηρίων διοίκησης τα οποία χωροθετούνται βόρεια και βορειοδυτικά του πάρκου. Προτείνεται η επαναλειτουργία του χώρου G. P. και η διαμόρφωση του περιβάλλοντος χώρου. Tα κτήρια Κ1 και Κ2 (σχέδιο Διαχ. 03) αποτελούν τις εγκαταστάσεις του G. P. το οποίο δεν λειτουργεί. Τα κτήρια αυτά έχουν κριθεί διατηρητέα. Σε κάθε περίπτωση δεν αποτελούν αντικείμενο της Διαχειριστικής Μελέτης και εξαιρούνται από την διαχείριση του Άλσους. Στα πλαίσια μιας προσπάθειας που αποβλέπει στην επαναλειτουργία του χώρου και στην αποκατάσταση των κτηρίων στην πρότερη μορφή τους, προτείνονται κάποιες επεμβάσεις οι οποίες όμως εστιάζονται στον υπαίθριο χώρο των κτηρίων Κ1, Κ2. Για τον λόγο αυτό, οι προταθείσες παρεμβάσεις αποτελούν αντικείμενο της διαχειριστικής μελέτης. Πιο συγκεκριμένα ο ακάλυπτος χώρος των παρεμβάσεων έχει εμβαδόν 2.764,78 τ.μ. (εξαιρουμένων των δύο κτηρίων), ενώ το συνολικό εμβαδό της έκτασης ανέρχεται σε 3.237,15 τ.μ. εάν συμπεριληφθούν και τα δύο κτήρια. Η επαναλειτουργία του G. P. και η διαμόρφωση του περιβάλλοντος χώρου αυτού προτείνεται με σκοπό την δημιουργία ενός χώρου συνάθροισης δημοτών και πολιτών, κυρίως τους θερινούς μήνες, δημιουργώντας έτσι συνθήκες τόσο αισθητικής αναβάθμισης του χώρου όσο και συνθήκες αντιμετώπισης της παραβατικότητας που παρατηρείται στον περιβάλλοντα χώρο. Πιο συγκεκριμένα και όσον αφορά τον περιβάλλοντα χώρο, ο οποίος είναι περιφραγμένος με μεταλλική περίφραξη, προτείνονται ήπιες επεμβάσεις προσαρμοσμένες στο υπάρχον φυσικό περιβάλλον και σύμφωνα πάντα με τις προδιαγραφές σύνταξης των μελετών διαχείρισης Πάρκων και Αλσών, βάσει της ΥΑ 133384/6587. Εντός του περιβάλλοντος χώρου του G. P. υπάρχουν τοιχία μικρού ύψους από εμφανές σκυρόδεμα, με τα οποία προσδιορίζονται οι χώροι χρήσης και οι διαδρομές κίνησης. Τα τοιχία αυτά προτείνονται να συντηρηθούν και να επισκευασθούν. Επίσης οι υφιστάμενες διαδρομές θα πρέπει να συντηρηθούν και να επισκευασθούν έτσι ώστε η κίνηση των επισκεπτών να γίνεται με ασφάλεια. Θα πρέπει να προβλεφθούν κατάλληλες παρεμβάσεις επί των διαδρομών έτσι ώστε να μπορούν να χρησιμοποιηθούν και από άτομα με ειδικές ανάγκες. Ο περιβάλλων χώρος του Green Park για να μπορέσει να αποτελέσει χώρο συνάθροισης και να προσελκύσει όσο το δυνατόν περισσότερους επισκέπτες, προτείνεται να εξοπλιστεί με παγκάκια, τραπεζόπαγκους, ξύλινες πέργκολες κ.λπ. τα οποία θα δώσουν τη δυνατότητα ξεκούρασης των επισκεπτών στον χώρο. Επίσης στον περιβάλλοντα χώρο προτείνεται να κατασκευασθεί μικρό υδάτινο στοιχείο που θα αποτελούσε πόλο έλξης για τα παιδιά, διότι δημιουργεί ιδανικές συνθήκες παιχνιδιού. Η ποσότητα του αποθηκευμένου νερού από το υδάτινο στοιχείο θα μπορεί με κατάλληλη διάταξη να χρησιμοποιηθεί ενισχυτικά στην πυρόσβεση σε περίπτωση ανάγκης. Επίσης σε κάποιες θέσεις εντός του χώρου προτείνεται η τοποθέτηση τροχήλατων καντινών για την άμεση εξυπηρέτηση τόσο των επισκεπτών του χώρου όσο και των διερχόμενων περαστικών από τον περιβάλλοντα χώρο του G. P. κατά τους θερινούς μήνες. Επιπλέον, λόγω της έντονης επισκεψιμότητας που προβλέπεται να έχει ο χώρος, προτείνεται η κατασκευή δύο ξύλινων χώρων υγιεινής όπου το συνολικό εμβαδόν τους δεν θα ξεπερνά τα 35 τ.μ. σύμφωνα με τις προδιαγραφές (Υ.Α. 133384/6587). Θεωρείται απαραίτητη η κατασκευή χώρων υγιεινής, διότι εντός του πάρκου οι υφιστάμενοι χώροι υγιεινής χωροθετούνται σε μεγάλη απόσταση από το G. P. και βρίσκονται εκτός λειτουργίας. Οι χώροι αυτοί θα είναι προκατασκευασμένοι και δεν θα έχουν μόνιμη πάκτωση στο έδαφος. Για λόγους ασφάλειας και υγείας θα πρέπει να συνδεθούν στην εγκατάσταση ύδρευσης και αποχέτευσης του κεντρικού κτηρίου. Λόγω της εγκατάλειψης του χώρου δεν υπάρχουν σήμερα εγκαταστάσεις φωτισμού και ύδρευσης. Τα δίκτυα θα αποκατασταθούν και θα γίνει εγκατάσταση ύδρευσης, πυρόσβεσης (όπου απαιτηθεί) και ήπιου φωτισμού. Όσο αφορά τον φωτισμό του χώρου θα συμπεριληφθεί στην ηλεκτρολογική μελέτη του πάρκου. Όλες οι κατασκευές θα είναι προκατασκευασμένες και αναστρέψιμες. Δεν θα προκληθεί βλάβη στην υφιστάμενη φύτευση η οποία και θα ενισχυθεί. Η προτεινόμενη ανάπτυξη είναι ήπια και γίνεται με υλικά φιλικά προς το περιβάλλον αλλά άρτια τεχνολογικά, ώστε να εξασφαλιστεί η απρόσκοπτη λειτουργία του χώρου. Στοχεύουν στην αναβίωση του χώρου και στην παροχή στους πολίτες ελεύθερων χώρων συγκέντρωσης, αναψυχής και περιπάτου που δυστυχώς απουσιάζουν από την περιοχή (Βλέπε σχέδιο ΔΙΑΧ.05). Για την επαναλειτουργία του χώρου G. P. και τη διαμόρφωση του περιβάλλοντα χώρου είναι απαραίτητη η σύνταξη ειδικής αρχιτεκτονικής μελέτης και η έγκριση της από τις αρμόδιες υπηρεσίες. Στο θέατρο Άλσος ανακατασκευάστηκε ο εσωτερικός χώρος και ήδη από το φθινόπωρο του 2018 «λειτουργεί ως πολιτιστικός χώρος προσελκύοντας μεγάλο αριθμό επισκεπτών». Κατόπιν αυτού κρίνεται αναγκαία η αναβάθμιση του προαυλίου χώρου του θεάτρου Ά. «ο οποίος βρίσκεται εντός ρυμοτομικής γραμμής σύμφωνα με το Π.Δ. 157Α/1971» και ο οποίος έως το έτος 2004 λειτουργούσε ως θέατρο. Με την ανάπλαση του έτους 2009 είχε καταργηθεί το θέατρο, όμως με την διαχειριστική μελέτη προτείνεται η επανασύσταση του θεάτρου στον προαύλιο χώρο του κτηρίου άλσους για λόγους προσέλκυσης επισκεπτών και γενικότερης πολιτιστικής αναβάθμισης. Προτείνεται ο προαύλιος χώρος του θεάτρου Άλσους να διαμορφωθεί με υπαίθρια κατασκευή έτσι ώστε να μπορούν να κινούνται με ευκολία οι επισκέπτες, συμβάλλοντας έτσι και στη λειτουργικότητα του χώρου. Η κατασκευή αυτή θα είναι κατάλληλα αρχιτεκτονικά προσαρμοσμένη στο φυσικό περιβάλλον και στη φυσιογνωμία του Πάρκου. Η κατασκευή θα αποτελείται από ξύλινη αντιολισθηρή επίστρωση πάνω σε υπόστρωμα σκυροδέματος (Βλ. σχέδιο ΔΙΑΧ.05). Επιπλέον ο προαύλιος χώρος του θεάτρου προτείνεται να καλυφθεί από ανακλινόμενη υφασμάτινη τέντα στηριζόμενη σε μεταλλικό σκελετό (μη μόνιμα ανοιχτή), η οποία σκοπό έχει την προστασία των θεατών από τα ακραία καιρικά φαινόμενα, κατά την διάρκεια διεξαγωγής πολιτιστικών εκδηλώσεων, εντός της περιόδου του θέρους (καταιγίδες, έντονες βροχοπτώσεις, κ.λπ.) φαινόμενα τα οποία τα τελευταία χρόνια εμφανίζονται με μεγάλη συχνότητα στην περιοχή του λεκανοπεδίου (Βλ. σχέδιο ΔΙΑΧ.05). Ο χώρος του πάρκου διαθέτει περίφραξη σε ολόκληρη την περίμετρο του. Η περίφραξη αποτελείται από τοιχίο με κάγκελα, εκτός από την πλευρά που συνορεύει με το 4ο Δημοτικό σχολείο Αθηνών, στα νοτιοανατολικά του πάρκου, όπου η περίφραξη αποτελείται μόνο από τοιχίο του σχολείου. Η περίφραξη του πάρκου διακόπτεται από ένα σύνολο εισόδων οι οποίες αποτελούν στο σύνολό τους ανθρωποθυρίδες ενώ δεν υπάρχουν είσοδοι για οχήματα. Σήμερα λειτουργούν συνολικά 14 είσοδοι. Επιπλέον εντός του πάρκου υπάρχουν κάποιοι χώροι, όπως το φυτώριο, οι κτηριακές εγκαταστάσεις της Υπηρεσίας Πρασίνου καθώς και το Θέατρο Ά., όπου έχουν σιδερένια περίφραξη. Βόρεια του πάρκου προτείνεται η κατασκευή νέας εισόδου στο πάρκο η οποία να εξυπηρετεί κυρίως τους επισκέπτες του θεάτρου Άλσους. Με τον τρόπο αυτό προστατεύεται το πάρκο καθώς η άμεση επικοινωνία της νέας εισόδου με το θέατρο Ά. θα αποτρέπει την κίνηση επισκεπτών εντός του πάρκου κατά τις ώρες που αυτό είναι κλειστό. Βόρεια του πάρκου, και κοντά στην νέα είσοδο, προτείνεται η τοποθέτηση ξύλινης κινητής κατασκευής διαστάσεων 6Χ1,5μ η οποία θα χρησιμοποιηθεί ως φυλάκιο κυρίως για να ελέγχεται και επιτηρείται η είσοδος και η έξοδος των επισκεπτών του θεάτρου Ά. ιδίως κατά τις ώρες τις οποίες το πάρκο είναι κλειστό. Όσον αφορά τον περιβάλλοντα χώρο του θεάτρου Άλσος προτείνεται η μετατόπιση της περίφραξης νοτιότερα «προκειμένου να εφαρμοστεί το Ρυμοτομικό Σχέδιο» και να ενσωματωθεί ο υφιστάμενος διάδρομος και η δενδροστοιχία στον περιφραγμένο χώρο, για να μπορεί να χρησιμοποιηθεί από τους επισκέπτες του θεάτρου. Η εν λόγω περίφραξη, σε συνδυασμό με φυτεύσεις, θα είναι αισθητά προσαρμοσμένη με τον περιβάλλοντα χώρο και θα εξασφαλίζει συνθήκες ηχομόνωσης, προκειμένου να μην ενοχλείται η πανίδα του πάρκου. Ταυτόχρονα θεωρείται ότι η εν λόγω περίφραξη θα πρέπει να προστατεύει, κατά το μέτρο του δυνατού, τις πρόχειρες κατασκευές π.χ. την υπαίθρια σκηνή, αλλά και το πρόσφατα ανακαινισμένο κτήριο «Άλσος» από τυχόν φθορές ή βανδαλισμούς. Προτείνεται να γίνουν γραμμικές φυτεύσεις από θάμνους και αναρριχώμενα είδη εκατέρωθεν της περίφραξης για καλύτερο αισθητικό αποτέλεσμα και για τη μείωση του θορύβου. Επίσης προτείνεται η περίφραξη να φέρει 2-3 εισόδους προκειμένου να υπάρχει άμεση πρόσβαση του κοινού από το πάρκο στον περιβάλλοντα χώρο του «Θεάτρου Ά.». Η υπόλοιπη περίφραξη του πάρκου καθώς και οι είσοδοι διακρίθηκαν σε πολύ καλή κατάσταση επομένως προτείνεται η συντήρηση και η επισκευή, όταν και όπου χρειάζεται (βλ. Σχέδιο ΔΙΑΧ.05). Στο μεταξύ, η Διεύθυνση Δασών Αθηνών υπέβαλε τα 2024/58863/1.7.2019 και 1742/49408/10.7.2019 ερωτήματα προς την Υπηρεσία Δόμησης του Δήμου Αθηναίων για διευκρινίσεις σχετικά με το πολεοδομικό καθεστώς του «Θεάτρου Ά.» (Ο.) «όπως αυτό εμφανίζεται με κόκκινη και πράσινη γραμμή» στην 102/24.7.1971 Π.Υ.Σ., τις χρήσεις γης και τις επιτρεπόμενες εγκαταστάσεις και κατασκευές σε αυτή. Η Υπηρεσία Δόμησης του Δήμου Αθηναίων με το 195560/18.7.2019 έγγραφο της σχετικά με την παροχή στοιχείων για το πολεοδομικό καθεστώς του «Θεάτρου Ά.» (Ο.), διευκρινίζει ότι «Στην περιοχή που ευρίσκεται το Θέατρο “Ά.”, με βάση το ισχύον Ρυμοτομικό σχέδιο ΦΕΚ 157Α/11.8.1971, καθορίζεται με σαφήνεια “χώρος δημοσίων θεαμάτων”, ο οποίος περιγράφεται αφενός ως προς τα κτήρια (κεντρικό κτήριο και κτήριο στον περιβάλλοντα χώρο) με κόκκινη (οικοδομική) γραμμή, αφετέρου ως προς τον περιβάλλοντα χώρο με πράσινη (ρυμοτομική) γραμμή. Ο χώρος του Θεάτρου “Α.”, όπως καθορίζεται από το ισχύον Ρυμοτομικό Σχέδιο [102/24.7.1971 (Α΄ 157) Π.Υ.Σ.], είναι αυτοτελής και ξεχωριστός από το υπόλοιπο Πεδίο του Άρεως, ως προς τις επιτρεπόμενες χρήσεις του και έχει ιδιαίτερο πολεοδομικό χαρακτηρισμό εντός αυτού του συγκεκριμένου τμήματος, δηλαδή εντός του κτηρίου του Θεάτρου “Α.” και του περιβάλλοντος χώρου αυτού, όπου ισχύει η χρήση δημοσίων θεαμάτων» (βλ. και 126593/3.5.2019 έγγραφο της Διεύθυνσης Δόμησης του Δήμου Αθηναίων προς τη Διεύθυνση Δασών Αθηνών). Μεταγενέστερα, με το 309075/ 3.12.2019 έγγραφό της η Διεύθυνση Δόμησης του Δήμου Αθηναίων απευθύνεται στην Διεύθυνση Πολεοδομικού Σχεδιασμού του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας, προκειμένου να επιβεβαιωθεί ή όχι η ανωτέρω άποψή της. Μετά από αλληλογραφία της Διεύθυνσης Πολεοδομικού Σχεδιασμού και της Διεύθυνσης Τοπογραφικών Εφαρμογών του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας, διευκρινίζεται με το 27593/362/21.4.2021 έγγραφο της τελευταίας ότι, όπως εξάλλου έχει κριθεί και με την 2568/1981 απόφαση ΣτΕ, η 102/24.7.1971 Π.Υ.Σ. δεν αναιρεί τον κοινόχρηστο χαρακτήρα που ήδη κατέχει ο ευρύτερος χώρος του Πεδίου του Άρεως στον οποίο ανήκει και το Θέατρο, δηλαδή δεν αποκόπτει ούτε διαφοροποιεί τη χρήση του οριοθετηθέντα χώρου του Θεάτρου από το συνολικό κοινόχρηστο χαρακτήρα. Νωρίτερα, τον Φεβρουάριο του έτους 2020 η Περιφέρεια Αττικής υπέβαλε συμπληρωματικό τεύχος της διαχειριστικής μελέτης (167113/27.2.2020 έγγραφο της Περιφέρειας). Ακολούθως συντάχθηκε από δασολόγους της Διεύθυνσης Δασών Αθηνών η Δ.Υ./30.3.2020 έκθεση ελέγχου και επαλήθευσης της «Διαχειριστικής Μελέτης για την προστασία και ανάδειξη του πάρκου Πεδίο Άρεως» και του συμπληρωματικού τεύχους αυτής. Όσον αφορά το Θέατρο Άλσος, στην Δ.Υ./30.3.2020 έκθεση ελέγχου και επαλήθευσης αναφέρονται τα εξής: Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση και όγκο κτήριο του Πάρκου. Βρίσκεται στην κεντρική πλατεία. Προγραμματίστηκε να είναι το βασικό αναψυκτήριο του πάρκου. Πρόκειται για τριώροφο κτήριο με υπόγειο. Είναι κατασκευασμένο με φέροντα σκελετό από οπλισμένο σκυρόδεμα. Πριν την εφαρμογή της μελέτης ανάπλασης 2008, ο άμεσος περιβάλλων χώρος ήταν περιφραγμένος και υπήρχαν σε αυτόν εγκαταστάσεις λειτουργίας θερινού θεάτρου, απαιτούμενες για τη λειτουργία του (καμαρίνια, χώροι υγιεινής ηθοποιών, επίπεδο για τις θέσεις των θεατών). Στην κεντρική του αίθουσα λειτουργεί χειμερινή θεατρική σκηνή. Η πρόσβαση πραγματοποιείται από την πλευρά των εγκαταστάσεων της Γ.Υ.Σ. Ο εσωτερικός χώρος του κτηρίου του Θεάτρου Άλσους ανακατασκευάστηκε και ήδη από το φθινόπωρο του 2018 λειτουργεί ως πολιτιστικός χώρος, ενώ είχε διαμορφωθεί και ο αύλειος χώρος αυτού από τη μελέτη ανάπλασης του Πεδίου του Άρεως του 2008. Η Διαχειριστική Μελέτη προτείνει και κρίνει αναγκαία την αναβάθμιση του προαυλίου χώρου του Θεάτρου Άλσους, διότι με την Π.Υ.Σ. 102/24.7.1971 επετράπη η κατ’ εξαίρεση λειτουργία δημοσίων θεαμάτων. Άλλωστε και ο αύλειος χώρος λειτουργούσε ως θέατρο έως το 2004. Με την ανάπλαση του έτους 2008 αποξηλώθηκαν όλες οι εγκαταστάσεις για τη λειτουργία του τότε θερινού θεάτρου και υλοποιήθηκαν τα εξής: ένα τμήμα αυτού διαστρώθηκε με κηπευτό χώμα και φυτεύτηκε χλοοτάπητας, ένα τμήμα αυτού διάδρομος, ένα άλλο τμήμα θα καλυπτόταν με ξύλινο δάπεδο (deck) σε εδαφόπλακα από οπλισμένο σκυρόδεμα και σε ένα τμήμα νότια του κτηρίου θα δημιουργούνταν τετράγωνα (κάναβος) από μάρμαρο σε υποδομή από οπλισμένο σκυρόδεμα, όπου εντός των τετραγώνων θα φυτεύονταν ανθόφυτα. Επομένως, σε τμήμα του προαύλιο χώρου του «Θέατρου Ά.» (Ο.) έχει στρωθεί έκταση με «οπλισμένο σκυρόδεμα-γκρο μπετόν», εμβαδού 1.434,12 τ.μ. περίπου, που έχει επενδυθεί με ξύλινο πάνελ. Επιπλέον έχει κατασκευαστεί η σκηνή του θεάτρου σε χώρο εκτός της κόκκινης γραμμής που προβλεπόταν στην 102/24.7.1971 Π.Υ.Σ. Με τη διαχειριστική μελέτη προβλέπεται η επαναλειτουργία του χώρου ως υπαίθριου θεάτρου. Ειδικότερα, προτείνεται: α) ο προαύλιος χώρος του «Θεάτρου Ά. Π. Ά.-Ο.» να διαμορφωθεί με υπαίθρια κατασκευή έτσι ώστε να μπορούν να κινούνται με ευκολία οι επισκέπτες, συμβάλλοντας έτσι στη λειτουργικότητα του χώρου. Η κατασκευή αυτή θα είναι κατάλληλα αρχιτεκτονικά προσαρμοσμένη στο φυσικό περιβάλλον και στη φυσιογνωμία του πάρκου. Η κατασκευή θα αποτελείται από ξύλινη αντιολισθητική επίστρωση πάνω σε υπόστρωμα σκυροδέματος, β) θα καλυφθεί από ανακλινόμενη υφασμάτινη τέντα στηριζόμενη σε μεταλλικό σκελετό (μη μόνιμα ανοιχτή), η οποία σκοπό έχει την προστασία των θεατών από τα ακραία καιρικά φαινόμενα, κατά τη διάρκεια διεξαγωγής πολιτιστικών εκδηλώσεων, εντός της περιόδου του θέρους (καταιγίδες, έντονες βροχοπτώσεις κ.λπ.), και γ) προτείνεται η μετατόπιση της υφιστάμενης περίφραξης που περιβάλλει τον αύλειο χώρο του Θεάτρου Ά., όπως είχε διαμορφωθεί με τη μελέτη ανάπλασης του 2008, νοτιότερα, «προκειμένου να εφαρμοστεί το Ρυμοτομικό Σχέδιο» και να ενσωματωθεί ο υφιστάμενος διάδρομος και η δενδροστοιχία στον περιφραγμένο χώρο, για να μπορεί να χρησιμοποιηθεί από τους επισκέπτες του θεάτρου. Επίσης, προτείνεται η περίφραξη να φέρει 2-3 εισόδους, προκειμένου να υπάρχει άμεση πρόσβαση του κοινού από το πάρκο στον περιβάλλοντα χώρο του Θεάτρου Ά. για λόγους ασφαλείας. Για το επιπλέον τμήμα της περίφραξης που δεν εφαρμόζει το εγκεκριμένο ρυμοτομικό σχέδιο, συνολικού μήκους 155 μ. περίπου με πάνελ ύψους 2,70 μ., και αποκλείει την κοινοχρησία τμήματος του κοινόχρηστου χώρου πρασίνου έχει εκδοθεί η 3320/106138/4.2.2020 απόφαση κατεδάφισης-απομάκρυνσης αυθαίρετων κατασκευών σε δημόσια αναδασωτέα έκταση (άλσος) του Συντονιστή Αποκεντρωμένης Διοίκησης Αττικής. Στα βόρεια του πάρκου (απέναντι από την Γ.Υ.Σ.), προτείνεται η κατασκευή νέας εισόδου στο πάρκο η οποία θα εξυπηρετεί κυρίως τους επισκέπτες του θεάτρου Ά. και την τροφοδοσία του. Με τον τρόπο αυτό προστατεύεται το υπόλοιπο πάρκο από την κίνηση μεγάλων οχημάτων, καθώς με την άμεση επικοινωνία της νέας εισόδου με το θέατρο Άλσος θα αποτρέπεται η κίνηση επισκεπτών εντός του πάρκου κατά τις ώρες που το υπόλοιπο πάρκο θα είναι κλειστό. Βόρεια του πάρκου, πλησίον στην ανωτέρω είσοδο, θα εγκατασταθεί φυλάκιο το οποίο θα είναι ξύλινη κινητή κατασκευή διαστάσεων 6×1,5μ. εμβαδού 9 τ.μ., κυρίως για να ελέγχεται και να επιτηρείται η είσοδος και η έξοδος των επισκεπτών του Θεάτρου Ά. ιδίως κατά τις ώρες τις οποίες το πάρκο είναι κλειστό. Το φυλάκιο δεν προτείνεται να κατασκευαστεί σε μια από τις κεντρικές εισόδους του πάρκου (άγαλμα Κωνσταντίνου στην πλατεία Αιγύπτου, η είσοδος της πλατείας Πρωτομαγιάς, άγαλμα της Αθηνάς στη Λ. Αλεξάνδρας και είσοδος από Λ. Ευελπίδων στη Γ.Υ.Σ.). Στο χώρο του πάρκου δεν υπάρχει άλλο φυλάκιο. Στην εντός της περίφραξης περιοχή του «Πεδίου Άρεως», σε επαφή με την περιμάνδρωση στη βόρεια πλευρά του «Πεδίου Άρεως», πλησίον στις εγκαταστάσεις της Γεωγραφικής Υπηρεσίας Στρατού (Γ.Υ.Σ.) και στις θέσεις που προβλέπονται από τη διαχειριστική μελέτη, έχει ανοιχθεί είσοδος με μήκος 7,30 μέτρων και πλησίον αυτής κατασκευάστηκε σε χωμάτινη επιφάνεια τσιμεντένια βάση διαστάσεων 2,30 μ. πλάτος x 4,30 μ. μήκος, εμβαδού 9,89 τ.μ. και επί αυτής τοποθετήθηκε ξύλινος οικίσκος με διαστάσεις 2 μ. πλάτος x 4 μ. μήκος, εμβαδού 8 τ.μ. (σχετικά η 3320/106138/4.2.2020 απόφαση κατεδάφισης). Κατά την έκθεση ελέγχου και επαλήθευσης, λόγω του ότι υπάρχει είσοδος (για οχήματα) περίπου 40 μ. ανατολικότερα από την μεριά του πάρκου που βλέπει τη Γ.Υ.Σ., η νέα είσοδος που προτείνεται πρέπει να παραμένει κλειστή και να χρησιμοποιείται μόνο σε περίπτωση κινδύνου για τους επισκέπτες του Πεδίου του Άρεως και για την είσοδο μεγάλων οχημάτων που αφορούν την τροφοδοσία του κτηρίου «Θέατρο Ά. Π. Ά.-Ο.», στο δε φυλάκιο πρέπει να υπάρχει μόνιμος φύλακας, ώστε να ρυθμίζει τα παραπάνω. Κατόπιν τούτων, με την «έκθεση ελέγχου και επαλήθευσης» επαληθεύθηκαν η Μελέτη Διαχείρισης του Φεβρουαρίου 2019 και το από Φεβρουάριο 2020 συμπληρωματικό τεύχος και προτάθηκε ή έγκρισή τους με τις μνημονευόμενες σ’ αυτήν προϋποθέσεις, εκτός από την τοποθέτηση των τροχήλατων καντινών στον περιβάλλοντα χώρο του Green Park, το τμήμα υφιστάμενης περίφραξης μήκους 155 μ., το πάνελ ύψους 2,70 μ. και την τσιμεντένια βάση και τον επ’ αυτής ανεγερθέντα ξύλινο οικίσκο. Ακολούθησε η συνταγείσα από τη Διεύθυνση Δασών Αθηνών Δ.Υ./12.5.2020 συμπληρωματική έκθεση έλεγχου και επαλήθευση της διαχειριστικής μελέτης. Σε αυτήν αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι στο σχέδιο «Αποτύπωση υφιστάμενων υποδομών εντός της μελετώμενης έκτασης» απεικονίζονται οι αυθαίρετες κατασκευές που αναφέρονται στην 3320/106138/4.2.2020 απόφαση κατεδάφισης – απομάκρυνσης αυθαίρετων κατασκευών σε δημόσια αναδασωτέα έκταση (άλσος) του Συντονιστή Αποκεντρωμένης Διοίκησης Αττικής που περιλαμβάνει ανέγερση ξύλινου οικίσκου από την εταιρεία «Ά. Π. Ά. ΙΚΕ» σε προϋπάρχουσα κατασκευή τσιμεντένιας βάσης, καθώς και τοποθέτηση περίφραξης με πάνελ από την Περιφέρειας Αττικής σύμφωνα με το 272786/29.4.2020 έγγραφο της Διεύθυνσης Πάρκων και Αλσών της Περιφέρειας αυτής. Κατά την εν λόγω συμπληρωματική έκθεση, η κατασκευή του φυλακίου που προτείνεται στη διαχειριστική μελέτη διαστάσεων 6×1.5 μ. εμβαδού 9 τ.μ. είναι σύννομη, καθώς οι διαστάσεις του και η επιλογή της θέσης του δεν αντίκειται στο άρθρο 3 παρ. 1Β εδ. ΙΙ της Υ.Α. 133384/6587/10.12.2015. Εξάλλου, όπως προκύπτει από το 280403/5.5.2020 έγγραφο της Περιφέρειας Αττικής, η προτεινόμενη νεοδιανοιχθείσα είσοδος του Θεάτρου Ά. είναι μία από τις κύριες εισόδους του Πάρκου, οπότε είναι επιτακτική η ανάγκη εγκατάστασης και λειτουργίας του φυλακίου για την ασφάλεια των επισκεπτών του πάρκου, την αντιμετώπιση της παραβατικότητας, την προστασία του φυσικού οικοσυστήματος, την πρόληψη και «επαγρύπνηση» για τυχόν εκδήλωση δασικής πυρκαγιάς καθώς και για την καλύτερη εποπτεία του πάρκου. Κατά την συμπληρωματική έκθεση, λαμβάνοντας υπόψη τη μεγάλη έκταση του Πάρκου και τις ποικίλες εγκαταστάσεις και δραστηριότητές του (δασικές εκτάσεις, κτήρια, παιδικές χαρές, δίκτυο μονοπατιών κ.ά.) και το γεγονός ότι στην αρχιτεκτονική διαρρύθμιση του χώρου σε τέτοιας έκτασης πάρκο ορίζονται κύρια ή κύριες είσοδοι σύμφωνα με την ως άνω Υ.Α. δεν υπάρχει αντίρρηση στην ανέγερση του φυλακίου στη συγκεκριμένη θέση, δοθέντος, μάλιστα, ότι δεν προβλέπεται φυλάκιο σε καμία εκ των λοιπών κυρίων εισόδων. Επίσης, θετική ήταν η άποψη της Διεύθυνσης Δασών Αθηνών σε σχέση με έργα στον περιβάλλοντα χώρο του G. P., στα οποία περιλαμβάνονται η συντήρηση και επισκευή τοιχίων, ο εξοπλισμός του χώρου με παγκάκια, τραπεζοπάγκους, ξύλινες πέργκολες και κιόσκια, κατασκευή μικρού υδάτινου στοιχείου και εγκατάσταση μιας τουλάχιστον ανθρωποθύρας επί της υφιστάμενης περίφραξης του G. P. και μέχρι την ολοκλήρωση των εργασιών σ’ αυτό. Με την 818/35619/13.5.2020 απόφαση του Συντονιστή Αποκεντρωμένης Διοίκησης εγκρίθηκε η «Διαχειριστική Μελέτη για την προστασία και ανάδειξη του Πάρκου Πεδίον του Άρεως» για τη χρονική περίοδο 2020-2030 (πρώτη προσβαλλόμενη πράξη), όπως αυτή θεωρήθηκε από τον Διευθυντή Πάρκων και Αλσών της Περιφέρειας Αττικής και επαληθεύθηκε από τη Διεύθυνση Δασών Αθηνών, σύμφωνα με την ΔΥ/30.3.2020 έκθεση επαλήθευσης και ελέγχου και την από ΔΥ/12.5.2020 συμπληρωματική έκθεση. Κατά την εν λόγω απόφαση, προϋπόθεση για την έγκριση των έργων και εργασιών που αναφέρονται στη Διαχειριστική Μελέτη είναι η εφαρμογή των άρθρων 3 και 4 της Υ.Α. 133384/6587/10.12.2015 για την έκταση με μαύρο περίγραμμα εξαιρουμένων των επιφανειών που αποτυπώνονται με πράσινο και κόκκινο χρώμα και αριθμούς (εξ. 2, 3, 4 και 5) που αποτελούν τμήματα εδαφικών επιφανειών για τα οποία έχουν εκδοθεί διαδοχικές τροποποιήσεις Ρυμοτομικού Σχεδίου (Σχέδιο Διαχ. 05 της μελέτης). Για την υλοποίηση όλων των επιτρεπτών προτεινόμενων έργων και εργασιών, απαραίτητη είναι η ύπαρξη εγκεκριμένων, σύμφωνα με την 47983/17835/23.6.2017 απόφαση (Β΄ 2150), σχετικών μελετών.
20. Επειδή, όσον αφορά την εκτέλεση εργασιών στο Πεδίο του Άρεως, ο πρώτος των αιτούντων υπέβαλε στο Τμήμα Ελέγχου Κατασκευών της Διεύθυνσης Δόμησης του Δήμου Αθηναίων την 055669/002708/2019 καταγγελία σε σχέση με τις εργασίες που εκτελούνται στο Θέατρο «Άλσος». Στις 12.3.2019 ενημερώθηκε ότι, όπως διαπιστώθηκε κατόπιν της από 28.2.2019 αυτοψίας, οι εργασίες εκτελούνταν σύμφωνα με τις 132899/8368/23.5.2018 και 213347/13834/ 30.8.2018 εγκρίσεις εργασιών μικρής κλίμακας που αφορούν την «Ανάπλαση θερινού θεάτρου Άλσους Πεδίου Άρεως» και «Εσωτερικές διαρρυθμίσεις στο θέατρο Άλσους» αντίστοιχα. Επίσης πληροφορήθηκε ότι έχει εκδοθεί η 183/2009 οικοδομική άδεια της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Αθηνών-Πειραιώς για το κτήριο Άλσους Πεδίου του Άρεως με την από 22.10.2018 ενημέρωση φακέλου-συμπληρωματική έκθεση με θέμα «Ανάπλαση θερινής μουσικής σκηνής Θεάτρου Οικονομίδη εντός χώρου του Πεδίου Άρεως», όπου αναφέρεται ότι ο χώρος των τραπεζοκαθισμάτων θα στρωθεί με γκρο-μπετόν με αντιολισθητική επίστρωση. Κατά την ημέρα δε της αυτοψίας διαπιστώθηκε ότι οι εργασίες ήταν σε εξέλιξη με επίστρωση ξύλινου deck επί της τσιμεντόστρωσης, όπως προβλέπεται από την ως άνω οικοδομική άδεια. Με την 1283/10.5.2019 απόφασή της η Οικονομική Επιτροπή της Περιφέρειας Αττικής συναίνεσε στην τοποθέτηση μικρού ξύλινου κουβουκλίου για ταμεία διαστάσεων 5μ. x 2,5μ. και μια διαφημιστική ταμπέλα διαστάσεων 10 μ. x 10μ. από πανί πάνω σε ισχυρή μεταλλική κατασκευή, τα οποία θα τοποθετηθούν σε επαφή με την περίφραξη του πάρκου, εσωτερικά, δίπλα στις εισόδους της οδού Ευελπίδων. Σύμφωνα με την Δ.Υ./23.5.2019 αναφορά δασολόγου της Διεύθυνσης Δασών Αθηνών, στις 22.5.2019 διενεργήθηκε νέα αυτοψία στο Πεδίο του Άρεως, κατά την οποία διαπιστώθηκαν αυθαίρετες εργασίες. Στις 6.6.2019 διενεργήθηκε νέα αυτοψία από δασολόγο της Διεύθυνσης Δασών Αθηνών (βλ. Δ.Υ./7.6.2019 αναφορά του δασολόγου) κατά την οποία διαπιστώθηκε ότι οι επίμαχες αυθαίρετες κατασκευές δεν είχαν αποσυρθεί. Στις 5.7.2019 κλητεύθηκε σε προηγούμενη ακρόαση (βλ. 2273/67414/4.7.2019 έγγραφο της Διεύθυνσης Δασών Αθηνών) η εταιρεία «Μ… ΙΚΕ» σχετικά με τις ως άνω αυθαίρετες κατασκευές και διαμορφώσεις. Επίσης στις 9.7.2019 κλήθηκε η ως άνω εταιρεία σε κατεδάφιση-απομάκρυνση αυθαίρετων κατασκευών. Σχετικά η εταιρεία υπέβαλε στη Διεύθυνση Δασών Αθηνών το από 18.7.2019 υπόμνημα. Στις 18.10.2019 διενεργήθηκε νέα αυτοψία στο Πεδίο του Άρεως από δασολόγο της Διεύθυνσης Δασών (βλ. Δ.Υ./18.10.2019 έκθεση αυτοψίας). Με την 3320/106138/4.2.2020 πράξη της Διεύθυνσης Δασών Αθηνών αποφασίστηκε η κατεδάφιση-απομάκρυνση αυθαιρέτων κατασκευών σε δημόσια αναδασωτέα έκταση (άλσος). Ειδικότερα αποφασίστηκε να κατεδαφιστούν – απομακρυνθούν: α) Τσιμεντένια βάση με στοιχεία (Α,Β,Γ,Δ, Α) με διαστάσεις 2,30 μέτρα πλάτος x 4,30 μέτρα μήκος, εμβαδού 9,89 τ.μ. επί χωμάτινης επιφάνειας. β) Ο τοποθετημένος πάνω σε αυτή ξύλινος οικίσκος με στοιχεία (1,2,3,4,1) με διαστάσεις 2 μ. πλάτος x 4 μ. μήκος, εμβαδού 8 τ.μ. γ) Η περίφραξη συνολικού μήκους 155 μ. περίπου με πάνελ ύψους 2,70 μ. που αποκλείει την κοινοχρησία τμήματος του κοινόχρηστου χώρου πρασίνου, όπως αυτά περιγράφονται και απεικονίζονται στην Δ.Υ./11.6.2019 έκθεση αυτοψίας δασολόγου και κατασκευάστηκαν-εγκαταστάθηκαν εντός δημόσιας αναδασωτέας έκτασης (άλσος) σύμφωνα με το από 20.11.1902 β.δ. (ΦΕΚ 229), και οι οποίες δεν είχαν κατεδαφιστεί μέχρι τότε. Στη συνέχεια, όμως, συντάχθηκε η Δ.Υ./14.5.2020 εισήγηση της Διεύθυνσης Δασών Αθηνών στην οποία αναφέρονται, ειδικότερα, τα εξής: «κατόπιν της 818/35619/13.5.2020 απόφασης του Συντονιστή της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Αττικής, με την οποία εγκρίθηκε η διαχειριστική μελέτη «Πεδίον του Άρεως» για τη χρονική περίοδο 2020-2030, [της αυτοψίας που διενήργησε ο Διευθυντής Δασών Αθηνών στις 14.5.2020 και της μελέτης του σχετικού φακέλου], 1. Η κατασκευή του ξύλινου οικίσκου στην κύρια είσοδο επί της οδού Ευελπίδων [έγινε] από τη μισθώτρια εταιρεία Μ…. Ι.Κ.Ε. με εντολή της Περιφέρειας Αττικής σύμφωνα με την 1283/2019 απόφαση της Οικονομικής Επιτροπής της Περιφέρειας Αττικής [βάσει της] 806/34676/8.5.2020 επισημειωματική[ς] διαταγή[ς]… επί εκτάσεως 12,5 τ.μ. χωρίς την καταστροφή δασικής βλάστησης[. Ό]πως προκύπτει από τα στοιχεία της Υπηρεσίας… στη συγκεκριμένη (ίδια) θέση θα κατασκευαστεί φυλάκιο εισόδου 9 τ.μ. σύμφωνα με την ως άνω εγκριθείσα Διαχειριστική Μελέτη. 2. Με το 272786/29.4.2020 έγγραφό της, η Διεύθυνση Πάρκων και Αλσών της Περιφέρειας Αττικής … γνωστοποιεί ότι η σχετική προσωρινή περίφραξη του περιβάλλοντος χώρου του Κέντρου Άλσους σύμφωνα με την 102/24.7.1971 (Β΄ 157) Π.Υ.Σ. κατασκευάστηκε χωρίς την καταστροφή της δασικής βλάστησης από την Περιφέρεια Αττικής, όπως [διαπιστώθηκε] από τη διενεργηθείσα αυτοψία για την προστασία του ευρύτερου χώρου του Πεδίου του Άρεως αλλά και των εγκαταστάσεων του χώρου Δημοσίων Θεαμάτων από την είσοδο σε τρίτους, ιδιαίτερα παραβατικούς και παρείσακτους επισκέπτες στο Πεδίον του Άρεως σε μη επιτρεπτό χρόνο[. Ε]κ του γεγονότος αυτού, ο χώρος του Πεδίου Άρεως φυλάσσεται και από ιδιωτική εταιρεία φύλαξης (security) με πρωτοβουλία της Περιφέρειας Αττικής. … 4. … εκφεύγει του γνωστικού αντικειμένου και αρμοδιότητας [της δασικής υπηρεσίας] ποια είναι τα δημόσια θεάματα και ποιες είναι οι επιτρεπτές εγκαταστάσεις εντός των χώρων δημοσίων θεαμάτων. 5. … μετά την έγκριση της διαχειριστικής μελέτης αποσαφηνίστηκαν όλες οι ενέργειες και πράξεις εντός του Πεδίου Άρεως μέχρι [τότε] και οι υφιστάμενες και προβλεπόμενες πάσης φύσεως εγκαταστάσεις και κατασκευές». Με τα δεδομένα αυτά, προτάθηκε η ανάκληση της 3320/106138/ΠΕ/4.2.2020 απόφασης του Συντονιστή της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Αττικής περί κατεδάφισης-απομάκρυνσης αυθαιρέτων κατασκευών σε δημόσια αναδασωτέα έκταση (άλσος), ως εκδοθείσα κατά πλάνη περί τα πράγματα. Ακολούθως, με την 838/36515/18.5.2020 απόφαση του Συντονιστή της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Αττικής (δεύτερη προσβαλλόμενη πράξη) ανακλήθηκε η 3320/106138/ΠΕ/4.2.2020 απόφαση του ίδιου οργάνου περί κατεδάφισης-απομάκρυνσης αυθαιρέτων κατασκευών σε δημόσια αναδασωτέα έκταση (άλσος), ως εκδοθείσα κατά πλάνη περί τα πράγματα. Τέλος, με την από 30.6.2021 (συν. 2η, θέμα 2ο) απόφαση του ΣΥΠΟΘΑ Β΄ Π.Ε. Κεντρικού Τομέα Αθηνών έγιναν δεκτές οι 153782/8022/3.6.2019 και 177602/9422/ 27.6.2019 προσφυγές της «Μ…. ΙΚΕ» κατά της συνταχθείσας από την Υ.ΔΟΜ. του Δήμου Αθηναίων 151493/ 30.5.2019 έκθεσης αυτοψίας αυθαιρέτων κατασκευών στο Πεδίο του Άρεως, αφού λήφθηκε υπόψη, μεταξύ άλλων, η έγκριση της διαχειριστικής μελέτης με την πρώτη προσβαλλόμενη πράξη.
21. Επειδή, με την υπό κρίση αίτηση προβάλλεται ότι παρανόμως και αναιτιολογήτως επιτρέπεται με την πρώτη προσβαλλόμενη πράξη η λειτουργία του χώρου ψυχαγωγίας πέριξ και εντός του κτηρίου «Άλσος», με χειμερινή σκηνή 273 θέσεων και θερινή (υπαίθρια) σκηνή χωρητικότητας 2.000 θέσεων, δηλαδή δραστηριότητα ιδιαίτερα οχλούσα, ασύμβατη με τον κοινόχρηστο χαρακτήρα του Πεδίου του Άρεως. Πριν δε από την έκδοση της πράξης αυτής δεν τηρήθηκε η διαδικασία διαβούλευσης, ώστε οι ενδιαφερόμενοι να διατυπώσουν εγκαίρως τις απόψεις τους επί του περιεχομένου της Διαχειριστικής Μελέτης, κατά παράβαση της σύμβασης του Άαρχους (άρθρα 6 και 7 ν. 3422/2005), ούτε γνωμοδότησε το Υπουργείο Πολιτισμού, δοθέντος ότι το Πεδίο του Άρεως αποτελεί αυτοτελές πολιτιστικό αγαθό προστατευόμενο από τον ν. 3028/2002 και τη Σύμβαση της Γρανάδας. Οι αιτούντες ισχυρίζονται περαιτέρω ότι με τις προσβαλλόμενες πράξεις αίρεται η κοινοχρησία και ο δασικός χαρακτήρας τμημάτων του Πεδίου του Άρεως, κατά παράβαση του άρθρου 24 παρ. 1 του Συντ. σε συνδυασμό με τα άρθρα 5 παρ. 1 και 25 παρ. 1 Συντ. Επιχειρείται δε, κατά παράβαση των άρθρων 3 παρ. 4, 4 παρ. 2 περ. α΄ και 58 παρ. 1 του ν. 998/1979 και 71 παρ. 6 του ν.δ. 86/1969, όπως ισχύει, κατασκευή έργων που μεταβάλλουν τον δασικό και κοινόχρηστο χαρακτήρα του πάρκου-άλσους. Συγκεκριμένα η διαχειριστική μελέτη επιτρέπει την περίφραξη εκτεταμένων τμημάτων του πάρκου, ενώ αυτό δεν είναι αναγκαίο. Επιτρέπει επίσης την εγκατάσταση κέντρου ψυχαγωγίας μέσα στο κτήριο «Άλσος» αλλά και στον κοινόχρηστο χώρο πέριξ αυτού, επιφανείας μεγαλύτερης των 2.000 τ.μ. χωρίς να εξυπηρετείται κανένας λόγος δημοσίου συμφέροντος. Ο χώρος αυτός διαχωρίζεται αυθαίρετα από το υπόλοιπο πάρκο με υψηλή και αδιαφανή περίφραξη ύψους άνω των 2 μ. και μάλιστα προς όφελος ιδιωτικής θεατρικής/μουσικής σκηνής η οποία είναι ιδιαιτέρως οχλούσα (θόρυβος, φωτορύπανση). Κατά τους αιτούντες, μη νομίμως και κατά παράβαση της δασικής νομοθεσίας εξαιρούνται από τη μελετώμενη με τη διαχειριστική μελέτη περιοχή τμήματα του πάρκου σημαντικά για την καλή φυσική λειτουργία του, με αποτέλεσμα να μην προβλέπονται αντίστοιχα μέτρα προστασίας τους. Ειδικότερα, κατά παράβαση των άρθρων 3 παρ. 4 και 6, 4 παρ. 2 περ. α΄ και 58 παρ. 1 και 8 και 59 του ν. 998/1979 εξαιρείται ο χώρος του θεάτρου «Άλσος» με την αιτιολογία ότι περιβάλλεται με πράσινη γραμμή η οποία τέθηκε με την από 24.7/11.8.1971 ΠΥΣ, αφού τροποποίηση του σχεδίου πόλεως γίνεται μόνο με τις διατάξεις του ν.δ. της 17.7.1923 και όχι με το ν.δ. 917/1971 (περί εγκαταστάσεως δημοσίων θεαμάτων σε κοινόχρηστους χώρους). Κατά τους αιτούντες, ολόκληρος ο περιβάλλων χώρος πλην του ίδιου του κτηρίου «Άλσος» αποτελεί κατ’ εξοχήν τμήμα του πάρκου και κατά συνέπεια απολαμβάνει της προστασίας των δασικών εκτάσεων. Προβάλλεται, επίσης, ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις έχουν εκδοθεί κατά πλάνη περί τα πράγματα, άλλως είναι πλημμελώς αιτιολογημένες. Ειδικότερα, επιδιώκεται με τη διαχειριστική μελέτη η οικονομικά επωφελέστερη εκμετάλλευση του Πεδίου του Άρεως και όχι η ελεύθερη απόλαυσή του από επισκέπτες και περιοίκους. Δεν αιτιολογείται, εξάλλου, για ποιον λόγο διατηρείται είσοδος – έξοδος και για ποιον λόγο κατασκευάζεται φυλάκιο σε σημεία που εξυπηρετούν αποκλειστικά το θέατρο. Περαιτέρω, με την πρώτη προσβαλλόμενη πράξη επιδιώκεται κατ’ ουσίαν η νομιμοποίηση αυθαιρέτων κατασκευών (περίφραξη, σκηνή, επίστρωση του αύλειου χώρου με οπλισμένο σκυρόδεμα) που πραγματοποιήθηκαν μετά την ολοκλήρωση των έργων ανάπλασης και τη μίσθωση του κτηρίου στην παρεμβαίνουσα εταιρεία. Ακυρωτέα για τους λόγους αυτούς είναι, κατά τους αιτούντες, και η δεύτερη προσβαλλόμενη πράξη που ερείδεται επί της εγκριθείσας από τη δασική υπηρεσία διαχειριστικής μελέτης.
22. Επειδή, ο νομοθέτης, ενόψει του ιδιαίτερου ρόλου που επιτελούν εντός των οικιστικών περιοχών τα πάρκα, τα άλση και οι κοινόχρηστοι χώροι πρασίνου και προς εξειδίκευση της συνταγματικής επιταγής για την προστασία τους, δεν αρκέστηκε στην υποχρέωση σύνταξης μελετών πριν από την εκτέλεση κάθε είδους έργων στα πάρκα και άλση (άρθρο 1 παρ. 4 του ν. 3208/2003, όπως τροποποίησε την παρ. 2 του άρθρου 5 του ν. 998/1979). Με το άρθρο 58 παρ. 2 του ν. 998/1979, όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 36 του ν. 4280/2014, προέβλεψε, επιπλέον, την έγκριση «μελετών διαχείρισης» των πάρκων και αλσών με απόφαση του Γενικού Γραμματέα της οικείας Αποκεντρωμένης Διοίκησης. Κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 78 του ν. 998/1979 (όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 42 του ν. 4280/2014) εκδόθηκε η 133384/6587/ 10.12.2015 απόφαση του Αναπληρωτή Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας, με την οποία ορίστηκαν προδιαγραφές σύνταξης των διαχειριστικών μελετών για πάρκα, άλση και κοινόχρηστους χώρους πρασίνου εντός οικιστικών περιοχών, κατά τις ειδικότερες διακρίσεις της εν λόγω υπουργικής απόφασης. Κατά την έννοια του νόμου, και σύμφωνα με τις προβλέψεις της εν λόγω υπουργικής απόφασης, οι διαχειριστικές μελέτες πάρκων, αλσών και κοινοχρήστων χώρων πρασίνου, αποτελούν το «σχέδιο διαχείρισης» των χώρων αυτών με συγκεκριμένο χρονικό ορίζοντα (10 έτη για χώρους άνω των 10 στρεμμάτων), με το οποίο καθορίζονται έργα που σχεδιάζονται να υλοποιηθούν, εργασίες που πρόκειται να εκτελεστούν και δραστηριότητες που επιτρέπεται να αναπτυχθούν εντός των πάρκων και αλσών, έχουν δε τον χαρακτήρα, όπως ρητώς αναφέρεται στην Υ.Α., «master plan» («γενικού σχεδίου»). Συντάσσονται από δασολόγο ή γεωπόνο και εγκρίνονται από τον Γενικό Γραμματέα της οικείας Αποκεντρωμένης Διοίκησης ύστερα από θεώρηση της δασικής υπηρεσίας, η οποία ασκεί τον έλεγχο εφαρμογής και εκτέλεσης εργασιών που προβλέπονται σε αυτές. Της έγκρισης προηγείται θετική γνώμη της αρμόδιας υπηρεσίας του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού, όπου αυτή απαιτείται, για λόγους προστασίας των αρχαιοτήτων ή κηρυγμένων μνημείων, δυνάμει των διατάξεων του νόμου 3028/2002. Η μελέτη διαχείρισης υπόκειται σε ενδελεχή έλεγχο από την αρμόδια δασική (και εφόσον συντρέχει περίπτωση, κατά τα ανωτέρω, και από την αρχαιολογική υπηρεσία), η δε εγκριτική πράξη, ως εκ της φύσεώς της, πρέπει να είναι προσηκόντως αιτιολογημένη, η αιτιολογία δε μπορεί να προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου (πρβλ. ΣτΕ 2472/2018, 2559/2017, 1212/2017). Ειδικότερα, στη διαχειριστική μελέτη καθορίζεται η περιοχή μελέτης, με ειδική αναφορά στην προέλευση της έκτασης, περιγράφεται το ιδιοκτησιακό καθεστώς και η διοικητική υπαγωγή της, γίνεται αναφορά στο χωροταξικό και πολεοδομικό καθεστώς της έκτασης και της περιβάλλουσας αυτήν αστικής περιοχής και ιδίως στις θεσμοθετημένες χρήσεις γης, οριοθετείται και αποτυπώνεται η θέση του πάρκου ή άλσους στον αστικό ιστό και περιγράφονται η πραγματική κατάσταση της βλάστησης, της πανίδας και του χώρου εν γένει, η χρήση του από τους κατοίκους και οι υφιστάμενες υποδομές (περίφραξη, κτηριακές εγκαταστάσεις, δίκτυο δρόμων κ.λπ.), με ιδιαίτερη μνεία στην εξασφάλιση της κοινοχρησίας του χώρου πρασίνου. Ιδίως όσον αφορά τις κτηριακές και κάθε είδους εγκαταστάσεις, εκτιμάται η αναγκαιότητα αλλά και η συμβατότητά τους με τον υφιστάμενο χώρο πρασίνου, δηλαδή ελέγχεται και η νομιμότητά τους. Επίσης, εκτιμάται η επάρκεια και η καταλληλότητα του νερού για ύδρευση (σε κρήνες, αναψυκτήριο), για πυρόσβεση και, ενδεχομένως, για άρδευση. Περαιτέρω, προτείνονται τα αναγκαία έργα και υποδομές (φωτισμός, ύδρευση, πυρόσβεση κ.ά.) για την προστασία του πάρκου, άλσους ή κοινόχρηστου χώρου πρασίνου και τη βελτίωση της περιβαλλοντικής και κοινωνικής τους λειτουργίας. Στο πλαίσιο αυτό, η διαχειριστική μελέτη προβλέπει συγκεκριμένα έργα που πρόκειται να υλοποιηθούν σε συγκεκριμένο πάρκο ή άλσος και συγκεκριμένες δραστηριότητες που επιτρέπεται να αναπτυχθούν εντός αυτών, υπό τους όρους και τις προϋποθέσεις που ορίζει η ως άνω υπουργική απόφαση, και κυρίως εντός των ορίων που αυτή θέτει σε σχέση με το ελάχιστο ποσοστό που πρέπει να καταλαμβάνουν οι χώροι πρασίνου. Κατά τον αρχικό σχεδιασμό ενός πάρκου, η κατασκευή μόνιμων εγκαταστάσεων επιτρέπεται μόνο στο αναγκαίο μέτρο. Σε περίπτωση μεταβολής του αρχικού σχεδιασμού, οι υφιστάμενες υποδομές και εγκαταστάσεις διατηρούνται, ανεξαρτήτως εάν υπερβαίνουν τα ανώτατα όρια κατάληψης χώρων πρασίνου, εφόσον έχουν ανεγερθεί με τις προβλεπόμενες εγκρίσεις ή περιλαμβάνονται στον αρχικό σχεδιασμό του χώρου πρασίνου. Τέλος, με τη διαχειριστική μελέτη χωροθετούνται οι αναγκαίες νέες εγκαταστάσεις (περίφραξη, κτήρια, κατασκευές κ.ά.) και οι προτεινόμενες χρήσεις, υιοθετούνται μέτρα βελτίωσης της βλάστησης, εξετάζεται η διασύνδεση του χώρου πρασίνου με τους λοιπούς κοινόχρηστους χώρους της πόλης, εκτιμώνται οι περιβαλλοντικές, κοινωνικές και οικονομικές ωφέλειες στη λειτουργία της πόλης από τον συγκεκριμένο χώρο πρασίνου και προτείνονται κατάλληλα διοικητικά και διαχειριστικά μέτρα για τη χρήση του χώρου, απορρέοντα από τις διαπιστώσεις, τις κρίσεις και τις προτάσεις της διαχειριστικής μελέτης. Στην περίπτωση που απαιτηθούν νέα έργα ή τροποποίηση υφισταμένων, τότε, για την έγκριση αυτών, απαιτείται τροποποίηση της εγκεκριμένης διαχειριστικής μελέτης. Όπως ρητώς αναφέρεται στην 133384/6587/ 10.12.2015 απόφαση του Αναπληρωτή Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας, προϋπόθεση για την έγκριση έργων σε χώρους πρασίνου είναι η ύπαρξη εγκεκριμένης διαχειριστικής μελέτης (ή εγκεκριμένης τεχνικής έκθεσης εργασιών στην περίπτωση πάρκων ή αλσών μικρότερων των 10 στρεμμάτων). Τα δε συγκεκριμένα έργα, οι εργασίες και οι δραστηριότητες που αποτελούν αντικείμενο σχεδιασμού από τη διαχειριστική μελέτη, εγκρίνονται, αφού προηγουμένως εκπονηθεί ειδική για κάθε συγκεκριμένο έργο μελέτη, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παρ. 2 του άρθρου 5 του νόμου 998/1979 ως ισχύει. Και στην περίπτωση αυτή, η σχετική μελέτη, η οποία αφορά σε συγκεκριμένα έργα σε πάρκα και άλση, υπόκειται σε ενδελεχή έλεγχο από την αρμόδια δασική υπηρεσία, ενώ η εγκριτική πράξη, ως εκ της φύσεώς της, πρέπει να είναι προσηκόντως αιτιολογημένη, η αιτιολογία δε, μπορεί να προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου. Κατά τα λοιπά, για την έκδοση των τυχόν απαιτούμενων αδειών (οικοδομικών αδειών, αδειών χρήσης ύδατος κ.λπ.), εγκρίσεων (π.χ. βάσει της αρχαιολογικής νομοθεσίας κ.λπ.) και διατύπωση γνωμοδοτήσεων για την εκτέλεση των συγκεκριμένων έργων από άλλες, πλην της δασικής, αρμόδιες υπηρεσίες, εφαρμόζεται η κατά περίπτωση κείμενη νομοθεσία.
23. Επειδή, από το περιεχόμενο των διαχειριστικών μελετών, όπως αυτό εξειδικεύεται από τις διατάξεις της 33384/6587/10.12.2015 απόφασης του Αναπληρωτή Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας, οι οποίες ερμηνεύονται ενόψει της επιταγής του άρθρου 24 παρ. 1 και 2 του Συντάγματος, προκύπτει ότι ο έλεγχος του επιτρεπτού της εκτέλεσης κάθε είδους εργασιών και εγκατάστασης πάσης φύσεως δραστηριοτήτων σε άλσος ή πάρκο από την άποψη της συμβατότητας αυτών προς τις ισχύουσες χρήσεις διενεργείται τόσο κατά το στάδιο της χορηγήσεως, κατά περίπτωση, οικοδομικών αδειών, αδειών εγκατάστασης, ίδρυσης και λειτουργίας όσο και κατά το στάδιο έγκρισης της οικείας διαχειριστικής μελέτης. Και τούτο, διότι μόνο με τον τρόπο αυτό εξασφαλίζονται η εξυπηρέτηση της λειτουργικότητας του άλσους ή του πάρκου και οι καλύτεροι δυνατοί όροι διαφύλαξης της κοινοχρησίας των χώρων αυτών χάριν της απολαύσεως τους από τους κατοίκους (πρβλ. ΣτΕ 1528/2003 Ολ., 123/2007 Ολ., 3059/2009 Ολ., 1792/2011 Ολ.). Συνεπώς, το αρμόδιο όργανο για την έγκριση της οικείας διαχειριστικής μελέτης, προκειμένου να εγκρίνει την εκτέλεση εργασιών ή τη χωροθέτηση συγκεκριμένης δραστηριότητας σε πάρκο ή άλσος, όπως είναι η λειτουργία δημοσίων θεαμάτων και θεάτρου και καταστημάτων υγειονομικού ενδιαφέροντος, ως χώρων συνάθροισης κοινού, δηλαδή δραστηριοτήτων οι οποίες από απόψεως πολεοδομικής λειτουργίας και συνεπειών στη φυσιογνωμία της περιοχής και του κοινοχρήστου άλσους ή πάρκου διαφέρουν ουσιωδώς από τις δραστηριότητες ήπιας αναψυχής, οφείλει να ελέγξει, κατά πόσον οι χρήσεις αυτές συμβιβάζονται προς τον χαρακτήρα του συγκεκριμένου πάρκου ή άλσους, εφόσον, ιδίως, δεν έχει προηγηθεί τέτοιος έλεγχος κατά τα προγενέστερα στάδια αδειοδοτήσεως. Οφείλει δε ιδιαιτέρως να ελέγξει τις επιπτώσεις των κατασκευών και δραστηριοτήτων, υφισταμένων ή σχεδιαζομένων για το μέλλον, στη διαφύλαξη του δασικού και κοινόχρηστου χαρακτήρα των πάρκων και αλσών. Παράλειψη δε του οργάνου αυτού να προβεί στον κατά τα ανωτέρω έλεγχο καθιστά την εκδιδόμενη πράξη με την οποία εγκρίνεται η διαχειριστική μελέτη, κατ’ αρχήν παράνομη.
24. Επειδή, εξάλλου, οι μελέτες διαχείρισης του άρθρου 58 παρ. 2 του ν. 998/1979, βάσει των ως άνω, κατά τον νομοθέτη, χαρακτηριστικών τους («σχέδια διαχείρισης-master plan»), και ιδίως ενόψει του ότι με αυτές καθορίζονται κατ’ ουσίαν χρήσεις γης εντός πάρκων και αλσών, συνιστούν σχέδια και προγράμματα στον τομέα του πολεοδομικού σχεδιασμού και καθορισμού χρήσεων γης κατά την έννοια της οδηγίας 2001/42/ΕΚ, υπό τις εξής προϋποθέσεις: α) ότι θέτουν το πλαίσιο για μελλοντικές άδειες έργων κατά την έννοια της οδηγίας 2011/92/ΕΕ, και β) ότι ανάλογα με το συγκεκριμένο περιεχόμενό τους, αλλά και το μέγεθος και τη σημασία του πάρκου ή άλσους το οποίο αφορούν, ενδέχεται να προκαλούν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον. Ως εκ τούτου, όταν συντρέχουν οι ως άνω προϋποθέσεις, οι μελέτες διαχείρισης του άρθρου 58 παρ. 2 του ν. 998/1979, οι οποίες εγκρίνονται κατόπιν ελέγχου μόνο από τις δασικές υπηρεσίες μολονότι έχουν και περιβαλλοντικές επιπτώσεις, πρέπει να υποβάλλονται σε διαδικασία περιβαλλοντικού προελέγχου, κατά το άρθρο 5 της Κ.Υ.Α. 107017/ 28.8.2006. Εφόσον κριθεί από την οικεία περιβαλλοντική αρχή ότι η συγκεκριμένη μελέτη διαχείρισης δεν πρέπει να υποβληθεί σε ΣΠΕ, λόγω των περιορισμένων, τελικά, επιπτώσεων του εν λόγω σχεδίου στο περιβάλλον, εξετάζεται, στο πλαίσιο προκαταρκτικού ελέγχου (“screening”), αν η ίδια η μελέτη διαχείρισης συνιστά, βάσει του περιεχομένου της, «έργο αστικής ανάπτυξης» κατά την έννοια της οδηγίας 2011/92/ΕΕ (προβλέποντας, για παράδειγμα, μέτρα ανάπλασης σημαντικού άλσους-πλατείας, βλ. ΣτΕ 2559/2017), το οποίο πρέπει να αδειοδοτηθεί κατά την προβλεπόμενη από την οδηγία αυτή διαδικασία. Αν οι επιπτώσεις του συγκεκριμένου έργου ή της δραστηριότητας στο περιβάλλον είναι τόσο μικρές ή ασήμαντες, τότε η μελέτη αυτή είτε απαλλάσσεται από την υπαγωγή στη διαδικασία περιβαλλοντικής αδειοδότησης είτε, κατά την κρίση της περιβαλλοντικής αρχής, επιβάλλεται άλλος τρόπος αντιμετωπίσεως των, έστω ασθενών, επιπτώσεων στο περιβάλλον. Λαμβάνοντας δε υπόψη ότι οι ως άνω υποχρεώσεις επιβάλλονται από τον νομοθέτη της Ένωσης (ιδίως σκέψεις 13 και 15 ανωτέρω), δεν ασκεί, εν προκειμένω, επιρροή, για την απαίτηση τήρησης της προμνησθείσας διαδικασίας, το γεγονός ότι ο εθνικός νομοθέτης δεν συμπεριέλαβε ρητώς τις μελέτες διαχείρισης πάρκων και αλσών ούτε στις διατάξεις της Κ.Υ.Α. 107017/28.8.2006 για την ενσωμάτωση της οδηγίας 2001/42/ΕΚ ούτε στις διατάξεις της ΔΙΠΑ/ οικ. 37674/2016 απόφασης του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας, για την κατάταξη δημόσιων και ιδιωτικών έργων και δραστηριοτήτων σε κατηγορίες και υποκατηγορίες σύμφωνα με τον ν. 4014/2011.
25. Επειδή, εν προκειμένω, η διαχειριστική μελέτη, η οποία εγκρίθηκε με την πρώτη προσβαλλόμενη πράξη, αφορά το «Πεδίον του Άρεως», κοινόχρηστο χώρο μεγάλης έκτασης (221.308 τ.μ.), ο οποίος αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους υπαίθριους χώρους του κέντρου των Αθηνών, είναι το δεύτερο σε έκταση πάρκο της περιοχής των Αθηνών, με σημαντική βλάστηση, και αποτελεί έναν από τους πιο σημαντικούς υπερτοπικούς χώρους πρασίνου και άθλησης της πρωτεύουσας. Συνιστά αναπόσπαστο τμήμα μεγάλων ενοτήτων πρασίνου με συνεχόμενη και πυκνή βλάστηση, κυρίως στην περιοχή του κέντρου. Η ευρύτερη περιοχή του Πεδίου του Άρεως χαρακτηρίζεται ως οικιστική περιοχή με πολυώροφα κτήρια, καταστήματα αλλά και χώρους πρασίνου. Κατά τη διαχειριστική μελέτη, το Πεδίο του Άρεως παρουσιάζει εξαιρετικά μορφολογικά χαρακτηριστικά που το καθιστούν στοιχείο του φυσικού περιβάλλοντος με ιδιαίτερη σημασία και αναμφισβήτητη αισθητική αξία, μπορεί δε να καλύψει ποικιλία δραστηριοτήτων με υπερτοπική σημασία ως χώρος ήπιας αναψυχής και περιπάτου. Διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην καθημερινότητα των κατοίκων της ευρύτερης, και όχι μόνο, περιοχής. Διαμορφώθηκε ως Άλσος-Πάρκο το πρώτο ήμισυ του προηγούμενου αιώνα και έχει συνδεθεί με σημαντικά ιστορικά γεγονότα και πρόσωπα της εποχής. Ο αρχικός σχεδιασμός του είναι χαρακτηριστικός της τότε περιόδου και το κατατάσσει στα πάρκα περιπάτου. Εντός του χώρου που καταλαμβάνει υφίστανται νεώτερα μνημεία, διατηρητέα κτήρια και τοπόσημα, κλειστό θέατρο, ενώ λειτουργούν και ανοικτό θερινό θέατρο 2.000 θέσεων και χώροι συνάθροισης κοινού. Οι υφιστάμενες υποδομές και εγκαταστάσεις, οι οποίες θεωρούνται συμβατές, κατά τη διαχειριστική μελέτη, με τον δασικό και κοινόχρηστο χαρακτήρα του πάρκου – άλσους, έχουν συνολικό εμβαδόν 10.840,38 τ.μ., επιτρέπονται δε νέα έργα (συνολικού εμβαδού 6.884,44 τ.μ.) ή αναπλάσεις, πέραν της συντήρησης και της ανακατασκευής των υφισταμένων υποδομών. Ωστόσο, μολονότι το Πεδίο του Άρεως, βάσει των ως άνω ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του, αποτελεί πάρκο με ιδιαίτερη περιβαλλοντική και ιστορική σημασία, ευρισκόμενο εντός ιδιαίτερα πυκνοκατοικημένης περιοχής (βλ. και Παράρτημα ΙΙΙ παρ. 2 περ. γ΄ υποπερ. vii της οδηγίας 2011/92/ΕΕ), η μελέτη διαχείρισης για την προστασία και ανάδειξή του, προβλέπουσα ειδικές χρήσεις γης σε πολλά από τα τμήματά του ούτε υποβλήθηκε σε περιβαλλοντικό προέλεγχο για την υποβολή σε στρατηγική περιβαλλοντική εκτίμηση, ως σχέδιο ή πρόγραμμα, κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 5 της Κ.Υ.Α. 107017/28.8.2006, ούτε, στη συνέχεια, υπήχθη σε διαδικασία προκαταρκτικού ελέγχου («screening»), προκειμένου να υπαχθεί σε περιβαλλοντική αδειοδότηση ως προβλέπουσα έργο ανάπλασης σημαντικού άλσους, δηλαδή «έργου αστικής ανάπτυξης» κατά τις κρίσιμες περί περιβαλλοντικών αδειοδοτήσεων έργων ή δραστηριοτήτων διατάξεις (ν. 4014/2011 και τις κατ’ εξουσιοδότηση του νόμου αυτού υπουργικές αποφάσεις). Η δε τήρηση της μνημονευόμενης στη σκέψη 24 διαδικασίας, στην προκειμένη περίπτωση, είναι επιβεβλημένη, αφενός διότι, με την πρώτη προσβαλλόμενη πράξη επιτρέπεται, ως συμβατή με τον δασικό και κοινόχρηστο χαρακτήρα του πάρκου, η, ομοίως (βάσει των στοιχείων του φακέλου) μη υπαχθείσα σε περιβαλλοντική αδειοδότηση, λειτουργία ανοικτού – υπαίθριου θεάτρου 2.000 περίπου θέσεων, δηλαδή δραστηριότητα που συνεπάγεται σημαντικές οχλήσεις για τους περιοίκους, και αφετέρου για τον λόγο ότι η δασική υπηρεσία εσφαλμένα υπέλαβε ότι ο χώρος του «Άλσους» στο Πεδίο του Άρεως, με την Π.Υ.Σ. 102/24.7.1971, επέχουσα θέση «ισχύοντος Ρυμοτομικού Σχεδίου», έχει μετατραπεί σε «χώρο δημοσίων θεαμάτων», αυτοτελή και ξεχωριστό από το υπόλοιπο Πεδίο του Άρεως, ως προς τις επιτρεπόμενες χρήσεις του (βλ. και έγγραφα 195560/18.7.2019 και 126593/3.5.2019 της Διεύθυνσης Δόμησης του Δήμου Αθηναίων προς τη Διεύθυνση Δασών Αθηνών). Και τούτο, διότι, όπως έχει κριθεί με την 2568/1981 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, η 102/24.7.1971 Π.Υ.Σ., ανεχόμενη, κατ’ εξαίρεσιν, τη λειτουργία δημοσίων θεαμάτων εντός κοινοχρήστων εκτάσεων, ουδόλως μετέβαλε ή αναίρεσε τον κοινόχρηστο χαρακτήρα της έκτασης που καταλαμβάνει το Θέατρο «Άλσος» και ο περιβάλλων χώρος αυτού. Μολονότι δε η δραστηριότητα αυτή, όπως προαναφέρθηκε, αναπτύσσεται εντός κοινόχρηστου χώρου με δασικό χαρακτήρα, η Διεύθυνση Δασών Αθηνών, αρνούμενη να ασκήσει τη σχετική αρμοδιότητά της, δεν εξέτασε «ποια είναι τα δημόσια θεάματα και ποιες είναι οι επιτρεπτές εγκαταστάσεις εντός των χώρων δημοσίων θεαμάτων», θεωρώντας, εσφαλμένως, ότι «εκφεύγει του γνωστικού αντικειμένου και αρμοδιότητ[άς της]», όπως ρητώς ανέφερε στην Δ.Υ./14.5.2020 εισήγησή της. Με τα δεδομένα αυτά, λαμβάνοντας υπόψη ότι η Διοίκηση ουδέποτε ερεύνησε αν η εγκριθείσα μελέτη, με το συγκεκριμένο περιεχόμενο, έχει σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον, ούτε, κατά συνέπεια, την υπέβαλε σε διαβούλευση με το κοινό υπό τις ειδικές διατάξεις της οικείας περιβαλλοντικής νομοθεσίας, η δε δασική υπηρεσία εκτίμησε εσφαλμένως το πολεοδομικό καθεστώς που διέπει το Πεδίο του Άρεως, και ειδικώς την έκταση που καταλαμβάνει το Θέατρο «Άλσος» και ο περιβάλλων χώρος αυτού, χωρίς να εξετάσει τόσο τη συμβατότητα της λειτουργίας του, ως χώρου «δημοσίων θεαμάτων» χρησιμοποιούμενου από 2.000 θεατές, προς τον κοινόχρηστο δασικό χαρακτήρα του πάρκου, όσο και τη νομιμότητά του, καθώς ουδέποτε το θέατρο αυτό είχε αδειοδοτηθεί περιβαλλοντικά (κατόπιν μάλιστα τήρησης διαδικασίας διαβούλευσης), η πρώτη προσβαλλόμενη πράξη εκδόθηκε μη νομίμως και πρέπει για τους λόγους αυτούς να ακυρωθεί. Είναι, εξάλλου, απορριπτέοι οι ισχυρισμοί της παρεμβαίνουσας εταιρείας ότι το επίμαχο «κέντρο ψυχαγωγίας» προϋφίσταται, ότι έχουν εκδοθεί νόμιμες οικοδομικές άδειες και ότι δεν εγκρίνεται το πρώτον η εγκατάστασή του με την διαχειριστική μελέτη, η οποία απλώς αναφέρεται σ’ αυτό και δεν ρυθμίζει τη λειτουργία του. Και τούτο, διότι, εφόσον κατά τα γενόμενα ανωτέρω δεκτά, επιβάλλεται ο έλεγχος του επιτρεπτού ανέγερσης κατασκευών ή χωροθέτησης δραστηριοτήτων σε ορισμένο πάρκο ή άλσος από την άποψη της συμβατότητας αυτών προς τις ισχύουσες στην περιοχή αυτή χρήσεις τόσο κατά το στάδιο της χορηγήσεως οικοδομικών αδειών και αδειών εγκατάστασης, ίδρυσης ή λειτουργίας, κατά περίπτωση, όσο και κατά το στάδιο της εγκρίσεως της διαχειριστικής μελέτης, δεν τίθεται στην προκειμένη περίπτωση ζήτημα εφαρμογής των αρχών της προστατευόμενης εμπιστοσύνης και της σταθερότητας των διοικητικών καταστάσεων. Διάφορο, δε, είναι το ζήτημα της τυχόν υποχρέωσης αποζημιώσεως κατά τα άρθρα 105 και 106 του Εισ. Ν.Α.Κ. του καλόπιστου δικαιούχου των οικοδομικών αδειών, αδειών εγκατάστασης, ίδρυσης ή λειτουργίας επιχειρήσεων από το υπαιτίως ενεργήσαν ή παραλείψαν όργανο, εφόσον, βέβαια συντρέχουν οι κατά νόμο προϋποθέσεις. Απορριπτέος, τέλος, είναι και ο ισχυρισμός των παρεμβαινόντων ότι έλαβε χώρα διαβούλευση σε σχέση με την διαχειριστική μελέτη, ειδικώς δε στην 7η Συνεδρίαση του Περιφερειακού Συμβουλίου Αττικής, στις 14.3.2019, και ότι, μάλιστα, σε αυτήν είχε συμμετάσχει, εκπρόσωπος της αιτούσας ένωσης προσώπων (και πρώτος εκ των αιτούντων), αντιτιθέμενος στο περιεχόμενο της διαχειριστικής μελέτης. Και τούτο, αφενός διότι η άτυπη αυτή συμμετοχή στη διαδικασία έγκρισης της διαχειριστικής μελέτης δεν είναι δυνατόν να υποκαταστήσει τις προβλεπόμενες, κατά περίπτωση, από τις Κ.Υ.Α. 107017/28.8.2006 και 1649/45/14.1.2014, διαδικασίες διαβούλευσης, που παραλείφθηκαν, κατά τα ανωτέρω, στην προκειμένη περίπτωση, και αφετέρου διότι η διαχειριστική μελέτη επανυποβλήθηκε στη συνέχεια, με ουσιώδεις μεταβολές, ενώ συντάχθηκε και συμπληρωματικό τεύχος, χωρίς τα νέα αυτά στοιχεία να τεθούν εκ νέου υπόψη του κοινού.
26. Επειδή, ακυρωτέα είναι και η δεύτερη προσβαλλόμενη πράξη με την οποία ανακλήθηκε η 3320/106138/ΠΕ/4.2.2020 απόφαση του Συντονιστή της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Αττικής περί κατεδάφισης-απομάκρυνσης αυθαιρέτων κατασκευών στη δημόσια – αναδασωτέα έκταση του άλσους του Πεδίου του Άρεως. Και τούτο, διότι, όπως προκύπτει από την Δ.Υ./14.5.2020 εισήγηση της Διεύθυνσης Δασών Αθηνών, η αιτιολογία της πράξης αυτής βασίζεται στην, κατά τα ανωτέρω, παρανόμως εκδοθείσα 818/35619/13.5.2020 απόφαση του Συντονιστή της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Αττικής περί εγκρίσεως της διαχειριστικής μελέτης για το Πεδίο του Άρεως, η οποία, επίσης, χωρίς νόμιμη αιτιολογία, δοθέντος ότι δεν ερευνήθηκε από τη Διοίκηση αν έπρεπε να προηγηθεί αυτής στρατηγική περιβαλλοντική εκτίμηση ή περιβαλλοντική αδειοδότηση, είχε, κατ’ ουσίαν, ως αποτέλεσμα τη νομιμοποίηση αυθαιρέτων κατασκευών εντός κοινόχρηστων, δασικού χαρακτήρα, εκτάσεων, προβλέποντας, μεταξύ άλλων, την εγκατάσταση φυλακίου στη θέση αυθαιρέτως ανεγερθέντος ξύλινου οικίσκου που χρησίμευε ως εκδοτήριο εισιτηρίων και την περίφραξη κοινοχρήστου τμήματος του άλσους, χάριν της προστασίας παρακείμενου χώρου δημοσίων θεαμάτων, ο οποίος, επίσης, δεν έχει αδειοδοτηθεί περιβαλλοντικά.
27. Επειδή, λόγω της φύσης των ως άνω διαπιστωθεισών πλημμελειών και της, εξαιτίας αυτών, ακυρώσεως των δύο προσβαλλόμενων πράξεων είναι αλυσιτελής η εξέταση των λοιπών λόγων ακυρώσεως.
28. Επειδή, κατόπιν της αποδοχής της κρινομένης αιτήσεως ακυρώσεως, η επίμαχη διαχειριστική μελέτη πρέπει να υποβληθεί, πριν από την έγκρισή της, σε διαδικασία περιβαλλοντικού προελέγχου, κατά το άρθρο 5 της Κ.Υ.Α. 107017/28.8.2006. Εφόσον κριθεί από την οικεία περιβαλλοντική αρχή ότι η συγκεκριμένη μελέτη διαχείρισης δεν πρέπει να υποβληθεί σε ΣΠΕ, λόγω των περιορισμένων, τελικά, επιπτώσεων του εν λόγω σχεδίου στο περιβάλλον, πρέπει να εξεταστεί, στο πλαίσιο προκαταρκτικού ελέγχου (“screening”), αν η μελέτη διαχείρισης, ως μελέτη ανάπλασης σημαντικού άλσους της πόλεως των Αθηνών, δηλαδή «έργο αστικής ανάπτυξης» κατά την έννοια της οδηγίας 2011/92/ΕΕ, πρέπει να αδειοδοτηθεί κατά την προβλεπόμενη από την οδηγία αυτή διαδικασία. Αν οι επιπτώσεις του συγκεκριμένου έργου ή της δραστηριότητας στο περιβάλλον είναι τόσο μικρές ή ασήμαντες, τότε η μελέτη αυτή είτε απαλλάσσεται από την υπαγωγή στη διαδικασία περιβαλλοντικής αδειοδότησης είτε, κατά την κρίση της περιβαλλοντικής αρχής, μπορεί να επιβληθεί άλλος τρόπος αντιμετωπίσεως των, έστω ασθενών, επιπτώσεων. Βεβαίως, κατά τις οικείες διατάξεις, η διαχειριστική μελέτη πρέπει να τεθεί σε διαβούλευση με το κοινό, όπως επιτάσσει η Σύμβαση του Άαρχους. Αφού τηρηθεί η ως άνω διαδικασία, η αρμόδια για την έγκριση της διαχειριστικής μελέτης δασική υπηρεσία οφείλει να εξετάσει τη συμβατότητα όλων των υφιστάμενων και προβλεπομένων για το μέλλον επιμέρους χρήσεων και κατασκευών προς τον κοινόχρηστο και δασικό χαρακτήρα του Πεδίου του Άρεως, την αναγκαιότητά τους καθώς και τη νομιμότητα της εγκατάστασής τους στον χώρο αυτόν. Στο πλαίσιο αυτό πρέπει ειδικώς να ληφθεί υπόψη ότι το «Θέατρο Άλσους Πεδίου Άρεως – Οικονομίδη», το οποίο με την 102/24.7.1971 Πράξη Υπουργικού Συμβουλίου (Α΄ 157) καθορίσθηκε ως χώρος, όπου επιτρέπεται η κατ’ εξαίρεση λειτουργία δημοσίων θεαμάτων, διαμορφώθηκε κατά την αρχική δημιουργία του Πεδίου Άρεως, προοριζόμενο έκτοτε ως κυλικείο, εστιατόριο καθώς και κέντρο αναψυχής προς εξυπηρέτηση του κοινού, οπότε η συνέχιση της λειτουργίας του ως χώρου δημοσίων θεαμάτων, όπως η έννοια αυτή έχει εξελιχθεί στη σύγχρονη εποχή, δεν επιφέρει, καταρχήν, μεταβολή του προορισμού του Πεδίου του Άρεως, ως χώρου με δασικό χαρακτήρα. Προϋπόθεση, όμως, για τη νόμιμη λειτουργία του αποτελεί η διασφάλιση της κοινοχρησίας με την παροχή της δυνατότητας ελεύθερης προσπελάσεως των χρηστών του πάρκου (βλ. και ΣτΕ 2568/1981). Τέλος, βάσει των προβλέψεων της διαχειριστικής μελέτης, όπως αυτή θα διαμορφωθεί μετά το πέρας της προμνησθείσας διαδικασίας, θα κριθεί στη συνέχεια, κατά την κείμενη νομοθεσία, αν κάποιες και ποιες από τις υφιστάμενες, εντός του χώρου του Πεδίου του Άρεως, χρήσεις ή κατασκευές είναι αυθαίρετες και πρέπει, για τον λόγο αυτόν, να απομακρυνθούν ή κατεδαφιστούν.
Πρόεδρος: Π. Καρλή
Εισηγητής: Δ. Πυργάκης