ΣτΕ 384/2023 [Νόμιμη ΥΑ για την έγκριση μελέτης αποκατάστασης ερειπωμένης κατοικίας στην Πάτμο]
Περίληψη
– Το καθεστώς προστασίας του οικισμού της Χώρας Πάτμου δεν έχει επηρεασθεί από τις διατάξεις του ν. 3028/2002 και εξακολουθεί να ισχύει στο σύνολό του. Αντίθετη ερμηνεία, ότι δηλαδή υπό την ισχύ του άρθρου 14 του νέου αρχαιολογικού νόμου, είναι δυνατή η ανέγερση νέων οικοδομών και σε αδόμητα τμήματα του οικισμού της Χώρας Πάτμου, υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου αυτού, εφόσον δηλαδή συνάδουν από πλευράς όγκου, δομικών υλικών και λειτουργίας με το χαρακτήρα του οικισμού, θα οδηγούσε σε ουσιώδη αποδυνάμωση της προστασίας που έχει θεσπισθεί για τον οικισμό, λόγω τού μνημειακού χαρακτήρα του και, ως εκ τούτου, σε παραβίαση της συνταγματικής επιταγής του άρθρου 24 παρ. 1 και 6 του Συντάγματος και των προαναφερθεισών, υπερνομοθετικής ισχύος, διεθνών συμβάσεων σχετικά με την προστασία και διατήρηση στο διηνεκές αναλλοίωτων των μνημείων και του περιβάλλοντος χώρου αυτών. Εξάλλου, όπως έχει κριθεί, όταν ένας οικισμός εμπίπτει σε καθεστώς πολλαπλής προστασίας, δεσπόζων είναι ο μνημειακός χαρακτήρας, ο οποίος συνεπάγεται αυξημένη καθεστώς προστασίας. Συνεπώς, στην περίπτωση της Χώρας της Πάτμου, η οποία αποτελεί ταυτόχρονα συγκρότημα μνημειακού χαρακτήρα, αλλά και παραδοσιακό οικισμό, υπερέχει ο χαρακτηρισμός της ως μνημειακού συγκροτήματος.
Δύναται να ανοικοδομηθούν όχι μόνο οικόπεδα επί των οποίων υφίσταντο, κατά τη θέση σε ισχύ της σχετικής διάταξης, κτίσματα, αλλά και οικόπεδα, επί των οποίων αποδεικνύεται, βάσει ιδίως συμβολαίων ή άλλων στοιχείων, ότι προϋπήρξαν κτίσματα οποτεδήποτε, έστω δηλαδή και πριν την έκδοση της ως άνω υπουργικής απόφασης. Επιτρέπεται η ανακατασκευή οικοδομήματος παρόμοιου προς εκείνο του οποίου η ύπαρξη στο παρελθόν δύναται, κατά τα ανωτέρω, να αποδειχθεί, πάντοτε βεβαίως υπό τους τυχόν προσθέτους όρους και περιορισμούς, τους οποίους θα θέσει για την ανακατασκευή του το Υπουργείο Πολιτισμού. Τα στοιχεία δε που χρησιμοποιούνται, προκειμένου να αποδειχθεί ότι κατά τη θέση σε ισχύ της ως άνω υπουργικής απόφασης υφίστατο, ή έστω προϋπήρξε πριν την έκδοση της εν λόγω απόφασης, κτίσμα, δεν απαιτείται να έχουν συγκεκριμένη χρονολογία, ή αυτή να βεβαιώνεται, κατά τρόπο συγκεκριμένο, αλλά αρκεί να είναι πρόσφορα, κατά την εκτίμηση του αρμοδίου οργάνου, για την, κατά το δυνατόν, επαρκή τεκμηρίωση της μορφής του κτίσματος κατά τον χρόνο έναρξης ισχύος της ανωτέρω υπουργικής απόφασης ή οποτεδήποτε πριν απ’ αυτόν, ώστε να διασφαλίζεται η διατήρηση στο διηνεκές αναλλοίωτης της μνημειακής μορφής του οικισμού, ενόψει και της σχετικής συνταγματικής επιταγής του άρθρου 24 παρ. 1 και 6 του Συντάγμαιας και των ανωτέρω υπερνομοθετικής ισχύος διεθνών συμβάσεων.
Ενόψει των στοιχείων, τα οποία προέκυψαν κατόπιν αυτοψίας της Εφορείας Αρχαιοτήτων Δωδεκανήσου και του ελέγχου του φακέλου της υποβληθείσας αρχιτεκτονικής μελέτης, συμπεριλαμβανομένων εικόνων και διαγραμμάτων, τεκμηριώνεται επαρκώς, κατά την ανέλεγκτη τεχνική κρίση των αρμοδίων οργάνων, η ύπαρξη παρόμοιου με αυτό που αφορά η μελέτη αποκατάστασης, διώροφου κτιρίου κατά τον κρίσιμο, σύμφωνα με τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικράτειας, χρόνο για τη Χώρα της Πάτμου, δηλαδή κατά την έκδοση της υπουργικής αποφάσεως, με την οποία κηρύχθηκε ιστορικό διατηρητέο μνημειακό συγκρότημα όλη η κωμόπολη της Χώρας της Πάτμου. Εξάλλου, η ύπαρξη του κτίσματος στη συγκεκριμένη θέση πριν την έκδοση της ανωτέρω υπουργικής απόφασης και συγκεκριμένα κατά το έτος 1945, ενισχύεται και από την προσκομισθείσα εκ μέρους του παρεμβαίνοντος, μεταγενέστερη της προσβαλλόμενης πράξης μελέτη φωτοερμηνείας του Ιουνίου του έτους 2019,. Όσον αφορά δε στην ύπαρξη παρόμοιου κτίσματος με αυτό που αφορά η εγκριθείσα μελέτη αποκατάστασης, η ανωτέρω, νομίμως και επαρκώς αιτιολογημένη κρίση της Διοίκησης, δεν δύναται να κλονισθεί ούτε από τα μεταγενέστερα της προσβαλλομένης στοιχεία που επικαλείται ο αϊτών με το υπόμνημά του και τα οποία προσκομίσθηκαν και ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς, στο πλαίσιο εκδίκασης της αίτησης ακύρωσης κατά της άδειας έγκρισης και δόμησης της Υπηρεσίας Δόμησης του Δήμου Καλυμνίων.
Περαιτέρω, δεν υπάρχει περιορισμός σε σχέση με τα χρησιμοποιούμενα εκ μέρους της Διοίκησης στοιχεία για την τεκμηρίωση της μορφής του ακινήτου, κατά το δυνατόν πλησιέστερα στο χρόνο θεσμοθέτησης του μνημειακού χαρακτήρα του οικισμού, ούτε επιβάλλεται τα στοιχεία αυτά να φέρουν συγκεκριμένη ημερομηνία, ή η ημερομηνία αυτή να βεβαιώνεται με κάποιον ειδικό τρόπο, αλλά αρκεί να είναι πρόσφορα για την ανωτέρω τεκμηρίωση κατά την κρίση των αρμοδίων οργάνων. Κατόπιν τούτων, ο προβαλλόμενος λόγος ακύρωσης περί αναιτιολογήτου της προσβαλλόμενης πράξης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
Ο μνημειακός χαρακτήρας της Χώρας Πάτμου έχει δεσπόζουσα θέση έναντι του χαρακτηρισμού της ως παραδοσιακού οικισμού, ενώ τεκμηριώνεται επαρκώς η ύπαρξη, στην ίδια θέση, παρόμοιου κτίσματος με αυτό της εγκριθείσας αρχιτεκτονικής μελέτης, κατά τον χρόνο κήρυξης της Χώρας Πάτμου ως μνημειακού συγκροτήματος. Με αυτά τα δεδομένα, ο προβαλλόμενος λόγος ότι η προσβαλλόμενη πράξη είναι μη νόμιμη και συνεπώς ακυρωτέα, διότι έπρεπε να εφαρμοστούν οι πάγιες ρυθμίσεις του από 19.1.1978 πολεοδομικού π.δ/τος σχετικά με τους όρους δόμησης σε παραδοσιακούς οικισμούς, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Εξάλλου, στο πλαίσιο της παρούσας δίκης δεν είναι δυνατόν να εξετασθεί η νομιμότητα των επιμέρους όρων δόμησης του ακινήτου, καθώς αυτοί αφορούν στην οικοδομική άδεια.
Οποιαδήποτε αμφισβήτηση ως προς το εάν τα σωζόμενα κατάλοιπα του κτιρίου σε συγκεκριμένες θέσεις τεκμηριώνουν την ύπαρξη υπερκείμενου ορόφου πλήττει την ανέλεγκτη τεχνική κρίση των αρμοδίων οργάνων (Εφορεία Αρχαιοτήτων Δωδεκανήσου και ΚΑΣ.
Πρόεδρος: Π. Καρλή
Εισηγητής: Μ. Ε. Παπαδημήτρη
Το πλήρες κείμενο της απόφασης θα αναρτηθεί αμέσως μετά την καθαρογραφή του από το Δικαστήριο.