ΣτΕ 139/2023 [Νόμιμο πρωτόκολλο επιβολής ειδικής αποζημίωσης λόγω διατήρησης αυθαιρέτου κτίσματος εντός δασικής αναδασωτέας έκτασης]
Περίληψη
– Το πρωτόκολλο επιβολής της ειδικής αποζημίωσης μπορεί να εκδοθεί σε βάρος οποιουδήποτε εκ των κατά νόμο θεωρούμενων ως συνευθυνομένων εις ολόκληρον, εφ’ όσον έχει την κατά νόμον απαιτούμενη ιδιότητα του κυρίου, νομέα ή κατόχου των κατασκευών, και δεν απαιτείται για τη νομιμότητα επιβολής της ειδικής αποζημίωσης η έκδοση ενός πρωτοκόλλου με τη σώρευση σε αυτό όλων των υποχρέων. Εξυπακούεται ότι σε περίπτωση που η ειδική αποζημίωση καταβληθεί πλήρως από έναν εκ των εις ολόκληρον υποχρέων, η ενοχή εις ολόκληρον όσον αφορά τη σχέση του Δημοσίου με τους συνευθυνόμενους αποσβέννυται και το Δημόσιο δεν μπορεί πλέον να ζητήσει από άλλον υπόχρεω την εκ νέου καταβολή της ειδικής αποζημίωσης.
Τίθεται νομικό ζήτημα, το οποίο αφορά στη νομιμότητα της εκδόσεως του επίδικου πρωτοκόλλου, η οποία οφείλεται στον εσφαλμένο προσδιορισμό των υπόχρεων προς καταβολή της επίμαχης ειδικής αποζημιώσεως. Ο ισχυρισμός αυτός είναι βάσιμος, δεδομένου ότι πράγματι δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικράτειας ως προς το προαναφερθέν νομικό ζήτημα, ο δε σχετικός λόγος εφέσεως προβάλλεται παραδεκτώς. Εξάλλου, ο λόγος αυτός εφέσεως είναι και βάσιμος, διότι, εφόσον ιδρύεται παθητική εις ολόκληρον ενοχή, δεν απητείτο για τη νομιμότητα της επιβολής της ειδικής αποζημιώσεως η έκδοση ενός πρωτοκόλλου με τη σώρευση σε αυτό όλων των υποχρέων.
Προβάλλεται ότι το επίδικο πρωτόκολλο επιβολής ειδικής αποζημίωσης (ΠΕΕΑ) δεν φέρει νόμιμη αιτιολογία, διότι η Διοίκηση έπρεπε να καταλογίσει τον εφεσίβλητο-αιτούντα μόνον με το ήμισυ της διοικητικής κυρώσεως.- Τούτο διότι, μετά το θάνατο του πατρός του, ο εφεσίβλητος-αιτών έχει την ψιλή κυριότητα επί του ακινήτου εξ ημισείας με τον αδελφό του, τη δε επικαρπία διατηρεί η μητέρα τους. Η επιβολή δε ολόκληρου του επίδικου ποσού τόσο στον εφεσίβλητο- αιτούντα, όσο και στον αδελφό του, για το αυτό ακίνητο, αντίκειται, κατά το λόγο αυτό, στην αρχή της ισότητας. Εξάλλου, η διοικητική κύρωση κατά νόμον καταλογίζεται ανά αυθαίρετη κατασκευή και όχι ανά ιδιοκτήτη και συνεπώς, κατά τα προβαλλόμενα, δεν μπορεί η ειδική αποζημίωση να είναι διπλάσια με την αιτιολογία ότι υπάρχει και δεύτερος ιδιοκτήτης. Ο λόγος αυτός, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, δεδομένου ότι, εν προκειμένω, η ενοχή είναι εις ολόκληρον και επομένως, η Διοίκηση μπορεί να εκδώσει το πρωτόκολλο σε βάρος οποιουδήποτε εκ των κατά νόμο θεωρουμένων ως συνευθυνομένων για την άπαξ καταβολή του εν λόγω ποσού.
Προβάλλεται ότι, κατά παράβαση του άρθρου 20 παρ. 2 του Συντάγματος, δεν τηρήθηκε ο ουσιώδης τύπος της προηγούμενης ακρόασης πριν από την έκδοση του ΠΕΕΑ. Ο, κατά τον λόγο αυτό ακυρώσεως, ουσιώδης τύπος δεν μπορεί να καλυφθεί από την κλήση προς κατεδάφιση. Από την άσκηση, όμως, της αιτήσεως ακυρώσεως κατά της πράξεως κατεδαφίσεως προκύπτει γνώση, εκ μέρους του εφεσιβλήτου-αιτούντος, του χαρακτηρισμού των επίμαχων κατασκευών ως αυθαιρέτων και κατεδαφιστέων. Μετά δε την έκδοση απορριπτικής αποφάσεως του Προέδρου του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, ο εφεσίβλητος- αιτών τελούσε εγκύρως σε γνώση και της εκ του νόμου επερχομένης έννομης συνέπειας, ήτοι της εκδόσεως του πρωτοκόλλου ειδικής αποζημιώσεως, την καταβολή της οποίας μπορούσε να αποτρέψει με δικές του ενέργειες. Συνεπώς, πριν από την έκδοση του πρωτοκόλλου επιβολής ειδικής αποζημιώσεως σε βάρος του εφεσιβλήτου-αιτούντος δεν απητείτο, κατά νόμο, νέα κλήτευσή του για το ζήτημα αυτό.
Προβάλλεται ότι το ύψος της διοικητικής κυρώσεως που επιβάλλεται με το επίδικο πρωτόκολλο, σε συνδυασμό με την επί σειρά ετών διαδοχική επιβολή του, ξεπερνά την αξία της ιδιοκτησίας του εφεσιβλήτου κατά παράβαση της αρχής της αναλογικότητας. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, δοθέντος ότι, όπως γίνεται παγίως δεκτό, η έκδοση ΠΕΕΑ δεν παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας, ενόψει του επιδιωκόμενου δημόσιου σκοπού επιβολής της ειδικής αποζημιώσεως, του αντικειμενικού συστήματος υπολογισμού της κατά δεσμία αρμοδιότητα και της δυνατότητας των διοικουμένων να απαλλαγούν από την υποχρέωση καταβολής της, αν παραδώσουν προς κατεδάφιση τα αυθαίρετα κτίσματα. Εξάλλου, το Σύνταγμα, θεσπίζοντας την υποχρέωση του Κράτους να προστατεύει τα δάση και τις δασικές εκτάσεις από την αυθαίρετη αλλαγή της χρήσεώς τους και να απομακρύνει κάθε κατασκευή που αποκλείει ή περιορίζει την κατά προορισμό χρήση τους, ουδόλως αποκλείει την καθιέρωση νομοθετικού συστήματος προστασίας του δάσους που επιβάλλει, παραλλήλως προς τις αντίστοιχες υποχρεώσεις του Κράτους, στον προκαλέσαντα την βλάβη σε αυτό ιδιώτη την υποχρέωση αποκαταστάσεως του δάσους επ’ απειλή διοικητικών και άλλων κυρώσεων.
Προβάλλεται ότι η επίμαχη έκταση εντός της οποίας ανηγέρθησαν οι ανωτέρω αυθαίρετες κατασκευές δεν είναι δασική, αλλά αγροτική ιδιωτική έκταση. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος, δεδομένου ότι, κατά νόμο, τα ζητήματα του χαρακτήρα της έκτασης, που αποτελούν αντικείμενο, ευθέως, ελέγχου στη δίκη κατά της πράξεως κατεδάφισης των επίδικων κατασκευών, δεν μπορεί να εξετασθούν εκ νέου παρεμπιπτόντως στη δίκη κατά του πρωτοκόλλου επιβολής της ειδικής αποζημιώσεως.
Πρόεδρος: Μ. Γκορτζολίδου
Εισηγητής: Θ. Κανελλοπούλου
Το πλήρες κείμενο της απόφασης θα αναρτηθεί αμέσως μετά την καθαρογραφή του από το Δικαστήριο.