ΣτΕ 1942 [Νόμιμη απόφαση ΔΕΑ, απορριπτική αίτησης για την ακύρωση πρωτοκόλλου επιβολής ειδικής αποζημίωσης Δασάρχη]
Περίληψη
– Με την κρινόμενη έφεση προβάλλεται ότι η εκκαλουμένη απόφαση δεν είναι νόμιμη και πρέπει να εξαφανισθεί, διότι έκρινε εσφαλμένα ότι δεν είναι δυνατόν να ελεγχθεί στο πλαίσιο της δίκης περί της νομιμότητας του πρωτοκόλλου ο δασικός χαρακτήρας της επίδικης έκτασης με το σκεπτικό ότι ο σχετικός ισχυρισμός συνάπτεται με τη νομιμότητα της νομαρχιακής απόφασης περί κατεδάφισης της αυθαίρετης κατασκευής, δηλαδή ζήτημα που δεν μπορεί να ελεγχθεί παρεμπιπτόντως. Συναφώς προβάλλεται ότι η επίμαχη έκταση δεν είναι δασική και κατά πλάνη περί τα πράγματα κηρύχθηκε αναδασωτέα, καθ’ όσον το έτος 1977 είχε εκδοθεί από το Τμήμα Δασών του Διαμερίσματος Δυτικής Αττικής έγγραφο περί του μη δασικού χαρακτήρα της έκτασης, το οποίο απέκτησε “τελεσίδικη ισχύ” και κατέστη δεσμευτικό, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 14 παρ. 10 του ν. 998/1979, η οποία προσετέθη με το άρθρο 12 παρ. 2 του ν. 4315/2014, δηλαδή μεταγενέστερα αφενός από την κήρυξη της έκτασης ως αναδασωτέας, αφετέρου από την εκδίκαση της υπόθεσης σχετικά με τη νομιμότητα της πράξης κατεδάφισης. Κατά την εκκαλούσα, με αυτά τα δεδομένα θα έπρεπε το Διοικητικό Εφετείο να εξετάσει στην ουσία τον προβληθέντα λόγο ακυρώσεως λόγω της επιβαλλόμενης εν προκειμένω κάμψης της νομολογιακής αρχής περί αδυναμίας προβολής λόγων κατά του πρωτοκόλλου, οι οποίοι είτε προβλήθηκαν και εξετάστηκαν είτε θα ήταν δυνατόν να προβληθούν ως λόγοι ακύρωσης κατά της πράξης κατεδάφισης. Συναφώς, προβάλλεται ότι η εκκαλουμένη απόφαση έσφαλε διότι δεν εξέτασε τον επικουρικό λόγο ακυρώσεως περί μη νόμιμης αιτιολογίας του προσβαλλόμενου πρωτοκόλλου, καθ’ όσον το περιεχόμενο του ως άνω εγγράφου του Τμήματος Δασών σε αντίθεση προς την 3723/1994 πράξη του Δασάρχη Μεγάρων στην οποία στηρίζεται η απόφαση περί αναδάσωσης, αποδεικνύει ότι η πραγματικότητα ήταν εντελώς διαφορετική από αυτή που λανθασμένα και αναιτιολόγητα εξέλαβε ο Δασάρχης Μεγάρων και ακολούθως ο Νομάρχης Αττικής στις προαναφερθείσες πράξεις τους το έτος 1994. Ως προς το παραδεκτό του προβαλλόμενου λόγου εφέσεως προβάλλεται ότι δεν υπάρχει νομολογία του ΣτΕ επί του ως άνω ζητήματος, διότι η σχετική νομολογία που παρατίθεται στην εκκαλουμένη απόφαση (ιδίως δε η απόφαση 393/2014 ΣτΕ που αφορά σε πρωτόκολλο επιβολής ειδικής αποζημίωσης για την ίδια με την επίδικη αυθαίρετη κατασκευή αλλά για άλλο χρονικό διάστημα), ως προς το παραδεκτό προβολής λόγων για τον δασικό χαρακτήρα της έκτασης στο πλαίσιο της δίκης για το πρωτόκολλο επιβολής ειδικής αποζημίωσης, έχει διαμορφωθεί προ της ισχύος του άρθρου 12 παρ. 2 του ν. 4315/2014. Σχετικά γίνεται επίκληση και της απόφασης 418/2017 ΣτΕ, σύμφωνα με την οποία στο πλαίσιο της δίκης κατά πρωτοκόλλου επιβολής ειδικής αποζημίωσης είναι δυνατή η προβολή λόγου που αφορά στη νομιμότητα της πράξης κατεδάφισης για λόγους που ανάγονται στο πρόσωπο του αιτούντος, λόγω επιγενόμενης μεταβολής της νομολογίας σε σχέση με το ζήτημα αυτό, το ίδιο δε θα έπρεπε να ισχύει, κατά τα προβαλλόμενα, λόγω της επιγενόμενης μεταβολής της νομοθεσίας.
Ο εξεταζόμενος λόγος έφεσης και ο σχετικός ισχυρισμός περί ανυπαρξίας νομολογίας κατ’ ουσίαν αφορά στη δυνατότητα παρεμπίπτοντος ελέγχου από το δικάσαν εφετείο της απόφασης περί κηρύξεως της επίμαχης έκτασης ως , αναδασωτέας, στην οποία, εν προκειμένω, στηρίχθηκε η πράξη κατεδάφισης της αυθαίρετης κατασκευής, στο πλαίσιο της δίκης που αφορά τη νομιμότητα του επίδικου πρωτοκόλλου και όχι στον παρεμπίπτοντα έλεγχο της πράξης κατεδάφισης καθ’ εαυτής, ζήτημα επί του οποίου το εφετείο έκρινε ότι κάτι τέτοιο δεν είναι επιτρεπτό. Ως εκ τούτου, ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος προεχόντως ως αλυσιτελώς προβαλλόμενος καθ’ όσον δεν πλήττει σκέψη της εκκαλουμένης απόφασης. Εξάλλου, αβασίμως προβάλλεται ότι δεν υφίσταται νομολογία για το ζήτημα που κατ’ ουσίαν αφορά ο λόγος αυτός, καθ’ όσον με πάγια νομολογία του Δικαστηρίου έχει κριθεί ότι η πράξη κήρυξης αναδάσωσης ως ατομική σε καμία περίπτωση δεν δύναται να ελεγχθεί παρεμπιπτόντως στο πλαίσιο δίκης που αφορά τη νομιμότητα άλλης πράξης.
Πρόεδρος: Μ. Γκορτζολίδου
Εισηγητής: Ζ. Θεοδωρικάκου
Το πλήρες κείμενο της απόφασης θα αναρτηθεί αμέσως μετά την καθαρογραφή του από το Δικαστήριο.