Έμμεσα Εργαλεία Περιβαλλοντικής Πολιτικής: Το Σύστημα του Οικολογικού Σήματος της ΕΕ (EU Εcolabel)
-
ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΔΑΝΙΛΑΚΗΣ, Πολιτικός Επιστήμονας – Πτυχιούχος ΠΜΣ «Ευρωπαϊκές και Διεθνείς Σπουδές»
Δευτέρα 18 Ιανουαρίου 2021
Εισαγωγικές παρατηρήσεις
Σε ένα παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον στο οποίο η προστασία του περιβάλλοντος αποτελεί επιτακτική ανάγκη, η κατανόηση των μηχανισμών προστασίας διαδραματίζει καίριο ρόλο. H παρούσα μελέτη εξετάζει ένα έμμεσο εργαλείο περιβαλλοντικής πολιτικής και συγκεκριμένα αυτό του θεσμού του Οικολογικού Σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EU Εcolabel). Οι έμμεσοι μηχανισμοί προστασίας του περιβάλλοντος αποτελούν μαζί με τις περιβαλλοντικές συμφωνίες τα έμμεσα οικονομικά εργαλεία, στα οποία βασικά χαρακτηριστικά είναι η ευελιξία και η αυτορρύθμιση. Λέγονται αλλιώς και εκούσιες δεσμεύσεις, μιας και συνιστούν ένα νέο σύστημα περιβαλλοντικής προστασίας, το οποίο απομακρύνεται από το προηγούμενο σύστημα εντολών και ελέγχου και γενικότερα από τη σφαίρα της κρατικής παρέμβασης.
Στην κατεύθυνση αυτή εξετάζεται ο θεσμός του Οικολογικού σήματος της ΕΕ (EU Εcolabel) όπου αρχικώς γίνεται ανάλυση και επεξήγηση της λειτουργίας του, ενώ στη συνέχεια ακολουθεί η εξέταση των κατηγοριών, των προϊόντων και των υπηρεσιών στα οποία απονέμεται. Ιδιαίτερη μνεία δίνεται στην διαδικασία απονομής του Οικολογικού Σήματος καθώς επίσης και στα ιδιαίτερα πλεονεκτήματα που έχει αυτός ο έμμεσος μηχανισμός προστασίας του περιβάλλοντος. Παρ’ όλ’ αυτά δεν θα μπορούσαμε να μην αναφερθούμε στα μειονεκτήματα και στα ιδιαίτερα προβλήματα που αντιμετωπίζει αυτός ο θεσμός, ενώ στη συνέχεια της μελέτης ακολουθεί μια κριτική εξέταση της αναθεώρησης του συστήματος με τον Κανονισμό 66/2010. Τι αλλαγές επέφερε στον μηχανισμό η αναθεώρηση του 2010 και ποια τα προβλήματα που επιχειρήθηκε να ξεπεραστούν; Ποια είναι η εικόνα σήμερα;
Στο τέλος της μελέτης παρατίθεται μια κριτική επισκόπηση της λειτουργίας του θεσμού του Οικολογικού Σήματος και της συμβολής του στην προστασία του περιβάλλοντος. Η μελέτη ολοκληρώνεται με τα συμπεράσματα και την κατάθεση των βιβλιογραφικών πηγών και υποσημειώσεων.
Κεφάλαιο 1
Το σύστημα του Οικολογικού Σήματος της ΕΕ (EU Εcolabel)
1.1 Ορισμός – Λειτουργία
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα έμμεσων μηχανισμών της ΕΕ για την προστασία του περιβάλλοντος αποτελεί το σύστημα του Οικολογικού Σήματος. Ενώ τα πρότυπα Συστημάτων Περιβαλλοντικής Διαχείρισης ορίζουν τα πλαίσια της περιβαλλοντικής πρακτικής μιας εταιρίας, το Οικολογικό Σήμα αποτελεί μέτρο σύγκρισης της περιβαλλοντικής φιλικότητας των προϊόντων. Το σύστημα Οικολογικού Σήματος της ΕΕ εντάσσεται στην κοινοτική πολιτική αειφόρου κατανάλωσης και παραγωγής, σκοπός της οποίας είναι η μείωση των αρνητικών επιπτώσεων της κατανάλωσης και της παραγωγής στο περιβάλλον, στην υγεία, στο κλίμα και στους φυσικούς πόρους. Το εν λόγω σύστημα προορίζεται να προωθεί, μέσω του Οικολογικού Σήματος, τα προϊόντα που χαρακτηρίζονται από υψηλό επίπεδο περιβαλλοντικών επιδόσεων[1]. Το Οικολογικό Σήμα απονέμεται σε προϊόντα που πληρούν κριτήρια, τα οποία σχετίζονται με την ανάλυση του κύκλου ζωής τους, καθώς και με περιβαλλοντικές παραμέτρους τόσο του έτοιμου προϊόντος όσο και των σταδίων παραγωγής.
Το Ευρωπαϊκό Οικολογικό Σήμα (EU Εcolabel) είναι ένα σύστημα πιστοποίησης, που δημιουργήθηκε το 1992 με τον Κανονισμό 880/92/ΕΟΚ, για την υποστήριξη της αγοράς προϊόντων και υπηρεσιών φιλικών στο περιβάλλον. Εφαρμόζεται σε προϊόντα και υπηρεσίες που παράγονται στα κ-μ της ΕΕ αλλά και στην Νορβηγία, στην Ισλανδία και στο Λιχτενστάιν και πρόκειται για την «μετεξέλιξη», τρόπον τινά, της στρατηγικής του «μπλε αγγέλου» που ίσχυε στη Γερμανία. Ο γερμανικός «Μπλε ‘Άγγελος» (Der Blaue Engel) ήταν το πρώτο οικολογικό σήμα που παρουσιάστηκε στην αγορά το 1978.
Το Ευρωπαϊκό Οικολογικό Σήμα (EU Εcolabel) απονέμεται στα προϊόντα εκείνα που προκαλούν τις λιγότερο επιβλαβείς συνέπειες στο περιβάλλον, με εκούσιο τρόπο, υπό την έννοια ότι δεν επιβάλλουν ένα πρότυπο προστασίας του περιβάλλοντος, το οποίο όλες οι επιχειρήσεις οφείλουν να υιοθετήσουν[2]. Αργότερα με τον Κανονισμό 1980/2000[3] αναθεωρήθηκε το σύστημα του οικολογικού συστήματος και έγινε σημαντική προσπάθεια να γίνει πιο συγκεκριμένη και κατανοητή η λειτουργία του. Στις 25 Νοεμβρίου του 2009, η ΕΕ εισήγαγε ένα νέο Κανονισμό τον (ΕΚ) αριθ. 66/2010 για το Οικολογικό Σήμα, ο οποίος είχε ως στόχο να αυξήσει τη αποτελεσματικότητα και να απλουστεύσει τη λειτουργία του συστήματος του Οικολογικού Σήματος.
To Ευρωπαϊκό Οικολογικό Σήμα –
Πηγή (ΕU Ecolabel: Facts and Figures https://ec.europa.eu/environment/ecolabel/facts-and-figures.html)
Το Οικολογικό Σήμα της ΕΕ θεσπίστηκε προκειμένου να βοηθήσει στην διάσωση του περιβάλλοντος με το να δίδεται ένα ειδικό σήμα στα βιομηχανικά προϊόντα και υπηρεσίες, τα οποία καθ’ όλο τον «κύκλο ζωής τους» έχουν λιγότερες επιπτώσεις στο περιβάλλον. Η σήμανση των οικολογικών προϊόντων και υπηρεσιών εξελίσσεται στην Ευρώπη αλλά και στη χώρα μας σε εθελοντικό πλαίσιο, ενώ παραγωγοί ή βιομηχανίες είναι ελεύθεροι ν’ αποφασίσουν εάν θα υποβάλλουν ή όχι αίτηση για να τους απονεμηθεί το Οικολογικό Σήμα στα προϊόντα τους. Δεν υπάρχει νομοθεσία που να επιβάλλει την οικολογική σήμανση. Η λογική του θεσμού στοχεύει στην αλλαγή νοοτροπίας στο αγοραστικό κοινό με σκοπό την έμμεση πίεση προς τους παραγωγούς για την περαιτέρω υιοθέτηση μεθόδων καθαρής παραγωγής.
Γενικά έχουν αναπτυχθεί πάρα πολλά παρόμοια σήματα σε διεθνές, ευρωπαϊκό και εθνικό επίπεδο. Το πιο γνωστό από αυτά είναι το Οικολογικό Σήμα της ΕΕ γνωστό και σαν «λουλούδι», το οποίο αναγνωρίζεται σε όλη την ΕΕ και σε συνεργαζόμενες χώρες. Το σχήμα του έχει τη μορφή ενός λουλουδιού, του οποίου τα πέταλα είναι αστέρια και συμβολίζουν τα κ-μ, ενώ στο κέντρο υπάρχει το γράμμα «Ε» που δηλώνει την ΕΕ.
1.2 Σε ποια προϊόντα και υπηρεσίες απονέμεται το Οικολογικό Σήμα;
Από το 1992 μέχρι τον Μάρτιο του 2020 1456 άδειες Οικολογικού Σήματος έχουν απονεμηθεί σε 70692 προϊόντα και υπηρεσίες σε 24 διαφορετικές κατηγορίες εκτός από τρόφιμα[4], ποτά, φάρμακα, ζωοτροφές και ιατροτεχνολογικά βοηθήματα. Οι κορυφαίες χώρες ως προς τον αριθμό των βραβευμένων προϊόντων είναι οι: Ισπανία, Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία και Σουηδία. Η Ισπανία και η Γαλλία έχουν το μεγαλύτερο αριθμό κατόχων Οικολογικού Σήματος σε 27018 και 7226 προϊόντα, αντίστοιχα.They are followed by Spain and Germany who each have more than 60 licences. Ακολουθούν η Γερμανία και η Ιταλία και η Σουηδία σε 6053, 5751 και 4597 προϊόντα, αντίστοιχα. Στην Ελλάδα το Οικολογικό σήμα έχει απονεμηθεί σε 3523 προϊόντα και υπηρεσίες έως τον Μάρτιο του 2020, τα οποία περιλαμβάνουν κυρίως προϊόντα (χρώματα και βερνίκια, λιπαντικά, προϊόντα καθαρισμού) και υπηρεσίες τουριστικών καταλυμάτων[5]. Το Οικολογικό Σήμα της ΕΕ απονέμεται μέχρι στιγμής σε 24 κατηγορίες προϊόντων και υπηρεσιών και καλύπτει ένα ολοένα και μεγαλύτερο αριθμό ομάδων προϊόντων, περιλαμβάνοντας σημαντικούς τομείς της μεταποίησης, των υπηρεσιών και τουριστικών καταλυμάτων. The criteria for each product group have been identified on the basis of comprehensive studies of the environmental aspects related to the entire life cycle of the product.
Οικολογικό Σήμα της ΕΕ – Στατιστικά Στοιχεία Κατηγοριών και Προϊόντων ανά χώρα – Μάρτιος 2020
Πηγή (ΕU Ecolabel: Facts and Figures https://ec.europa.eu/environment/ecolabel/facts-and-figures.html)
Τα κριτήρια για κάθε κατηγορία προϊόντων έχουν εντοπιστεί με βάση τις αναλυτικές μελέτες των περιβαλλοντικών πτυχών που σχετίζονται με ολόκληρο τον κύκλο ζωής του προϊόντος. These are normally valid for three years.Αυτές ισχύουν συνήθως για τρία χρόνια.
Το Οικολογικό Σήμα της ΕΕ απονέμεται στις εξής βασικές κατηγορίες προϊόντων:
1) Σε προϊόντα γενικής χρήσης καθαρισμού και εγκαταστάσεων υγιεινής, σε απορρυπαντικά ρούχων και πιάτων και σε σαμπουάν μαλλιών,
2) Σε είδη υπόδησης και σε κλωστοϋφαντουργικά προϊόντα,
3) Σε χρώματα και σε βερνίκια,
4) Σε προϊόντα ηλεκτρονικού εξοπλισμού (τηλεοράσεις, επιτραπέζιοι υπολογιστές, φορητοί υπολογιστές),
5) Σε (ξύλινες, υφασμάτινες, σκληρές) επενδύσεις δαπέδων,
6) Σε ξύλινα έπιπλα,
7) Σε προϊόντα κηπουρικής (καλλιεργητικά μέσα και βελτιωτικά εδάφους),
8) Σε λιπαντικά,
9) Σε οικιακές συσκευές (λαμπτήρες και αντλίες θερμότητας),
10) Σε είδη οικιακής χρήσης (στρώματα),
11) Σε χαρτί (φωτοαντιγραφικό και γραφής) και τυπωμένα βιβλία.
Kαι στις εξής υπηρεσίες:
1) Υπηρεσίες κάμπινγκ,
2) Υπηρεσίες τουριστικών καταλυμάτων,
3) Στον εφοδιασμό κτιρίων μέσω των πράσινων δημόσιων συμβάσεων (φορητοί υπολογιστές, υπολογιστές γραφείου, φωτισμός, πλυντήρια και ψυγεία).
Αξίζει να σημειωθεί ότι έως τον Μάρτιο του 2020 16 από τις 24 ομάδες προϊόντων Οικολογικού Σήματος της ΕΕ σημείωσαν αύξηση του αριθμού των προϊόντων σε σχέση με τον Σεπτέμβριο του 2019, παρά τη συνολική μείωση κατά 10% του συνολικού αριθμού προϊόντων, κυρίως λόγω της λήξης παλαιών αδειών για “λιπαντικά”, ” χαρτί γραφικών “,” χαρτί δημοσιογραφικού χαρτιού ” για τις οποίες οι εταιρείες βρίσκονται ακόμη στη διαδικασία ανανέωσης. Ομάδες προϊόντων για τις οποίες έχει καταγραφεί η υψηλότερη αύξηση σε αριθμούς προϊόντων από την τελευταία περίοδο αναφοράς είναι: Χρώματα και βερνίκια εσωτερικού και εξωτερικού χώρου (+2292 προϊόντα), προϊόντα καθαρισμού σκληρών επιφανειών (+1501 προϊόντα), Υφάσματα (+746 προϊόντα), Ξύλο-, καλύμματα δαπέδου με βάση φελλό και μπαμπού (+732 προϊόντα) και έπιπλα (+413 προϊόντα). Η υψηλότερη σχετική ποσοστιαία αύξηση του αριθμού των προϊόντων έχει καταγραφεί για τις ακόλουθες ομάδες προϊόντων: Έπιπλα (+ 645%), Επένδυση δαπέδων με βάση ξύλο, φελλό και μπαμπού (+ 116%), Υπηρεσίες καθαρισμού εσωτερικού χώρου (+ 111%) και Προϊόντα καθαρισμού επιφανειών (+ 77%), που αντιστοιχεί σε 477, 1365, 19 και 3457 προϊόντα, αντίστοιχα. Από τα 70.692 συνολικά προϊόντα τον Μάρτιο του 2020, η πλειονότητα προέρχεται από εσωτερικά και εξωτερικά χρώματα και βερνίκια (61%), κλωστοϋφαντουργικά προϊόντα (10%) και προϊόντα χαρτιού (5%). Συγκεκριμένα, οι μεγαλύτερες κατηγορίες αφορούν 42335 προϊόντα εξωτερικών χρωμάτων και βερνικιών, 7623 προϊόντα χαρτιού, 7101 είδη υπόδησης και κλωστοϋφαντουργικά προϊόντα, 5875 προϊόντα καθαρισμού και 2597 προϊόντα προσωπικής υγιεινής. Τον Μάρτιο του 2020, η πλειονότητα των προϊόντων, στα οποία απονεμήθηκε οικολογικά σήμα, αφορά στην Ισπανία (38%), τη Γαλλία (11%) και τη Γερμανία (8,5%).
Από τις συνολικές άδειες (δηλαδή συμβάσεις Οικολογικού Σήματος ΕΕ συμπεριλαμβανομένων ενός ή περισσότερων προϊόντων) τον Μάρτιο του 2020, η πλειονότητα των αδειών παρέχεται σε υπηρεσίες τουριστικών καταλυμάτων (25%), προϊόντα καθαρισμού σκληρών επιφανειών (14%) και χρώματα και βερνίκια εσωτερικού και εξωτερικού χώρου (10%). Η νέα ομάδα προϊόντων “Υπηρεσίες καθαρισμού εσωτερικού χώρου” σημείωσε άνοδο από 9 σε 19 άδειες από την τελευταία περίοδο αναφοράς, δείχνοντας έτσι ένα πραγματικό ενδιαφέρον της αγοράς σε αυτήν την ομάδα προϊόντων. Έως τον Μάρτιο του 2020, οι περισσότερες άδειες χορηγήθηκαν σε προϊόντα της Γαλλίας (21%), της Γερμανίας (13%) και της Ισπανίας (12,6%). Συνολικά έχουν δοθεί 1456 άδειες για 70692 προϊόντα.
Συνολικός αριθμός αδειών Ευρωπαϊκού Οικολογικού Σήματος – Μάρτιος 2020
Πηγή (ΕU Ecolabel: Facts and Figures https://ec.europa.eu/environment/ecolabel/facts-and-figures.html)
1.3 H Διαδικασία απονομής του Οικολογικού Σήματος (ΕU Ecolabel)
Τα περιβαλλοντικά κριτήρια που απαιτούνται για την απόκτηση του σήματος είναι συγκεκριμένα και ιδιαίτερα αυστηρά. Συγκεκριμένα τα κριτήρια απονομής δεν βασίζονται σε ένα μόνο παράγοντα αλλά σε μελέτες που αναλύουν τις επιπτώσεις του προϊόντος ή της υπηρεσίας για το περιβάλλον σε όλο τον κύκλο ζωής τους, ξεκινώντας από την εξαγωγή των πρώτων υλών στο στάδιο προ-παραγωγής μέχρι την παραγωγή, τη διανομή και τη διάθεση[6].
Η διαδικασία απονομής του Οικολογικού Σήματος διακρίνεται σε δύο στάδια[7]. Το πρώτο αφορά την προπαρασκευαστική εργασία σχετικά με τον καθορισμό των κατηγοριών των προϊόντων που επιδέχονται να λάβουν το σήμα και περιλαμβάνει μια σειρά κριτηρίων. Όπως, λόγου χάρη, ένας σημαντικός όγκος πωλήσεων στην ευρωπαϊκή αγορά, ή οι αξιόλογες θετικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις σε κάποιο από τα στάδια της παραγωγικής διαδικασίας. Τα κριτήρια αυτά, όπως και η διάρκειά τους καθορίζονται μέσω της συνεργασίας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής με το Συμβούλιο Οικολογικής Σήμανσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΟΣΕΕ)[8]. Ο προσδιορισμός τους, δε, γίνεται σε δύο φάσεις.
Κατά την πρώτη, που είναι συμβουλευτική, το ΣΟΣΕΕ λαμβάνει την εντολή από την Επιτροπή για τον καταρτισμό του σχεδίου κριτηρίων οικολογικής σήμανσης για κάθε κατηγορία προϊόντων, με βάση τις γενικές οικολογικές αρχές που περιλαμβάνονταν στο Κανονισμό 1980/2000 αλλά και στο Κανονισμό 66/2010. Στη δεύτερη φάση, την αποφασιστική όπως ονομάζεται, προσδιορίζονται και συστήνονται από την Επιτροπή τα ειδικά οικολογικά κριτήρια για μια συγκεκριμένη κατηγορία προϊόντων. Επικουρείται όμως από μια κανονιστική επιτροπή διακυβερνητικού χαρακτήρα (επιτρέπονται εκεί διευθετήσεις και συμφωνίες ιδιωτικών με δημόσια συμφέροντα αλλά και εθνικών με τα κοινοτικά), η θετική γνώμη της οποίας δίνει το δικαίωμα στην Επιτροπή να λάβει απόφαση, ενώ σε διαφορετική περίπτωση και με την αρνητική απόκριση της κανονιστικής επιτροπής, αποφασίζει το Συμβούλιο με ειδική πλειοψηφία. Αντανακλάται εδώ η άποψη, κατά την οποία «σε μια οντότητα, όπως η ΕΕ, οι νέες αυτές μορφές διακυβέρνησης εξαρτώνται ολοένα και περισσότερο από τη συμμετοχή της κοινωνίας»[9].
Μετά το προπαρασκευαστικό στάδιο ακολουθεί το επόμενο, που περιλαμβάνει την υποβολή των αιτήσεων και την απονομή του οικολογικού σήματος, το χαρακτηριζόμενο και αποκεντρωτικό, δεδομένου ότι ο Κανονισμός προβλέπει πως οι αρμόδιοι για την παραχώρηση ενός κοινοτικού οικολογικού σήματος είναι συγκεκριμένοι φορείς σε κάθε κ-μ. Ενώ δηλαδή η ευθύνη για τον προσδιορισμό των κριτηρίων και την αναθεώρησή τους ανήκει στην Επιτροπή, στο ΣΟΣΕΕ και το forum διαβούλευσης όλων των ενδιαφερόμενων μερών, η απόφαση για την απονομή του σήματος στα προϊόντα και τις υπηρεσίες ανήκει αποκλειστικά στην αρμοδιότητα των εθνικών φορέων.[10]
Οι αρμόδιοι φορείς είναι ανεξάρτητοι και αμερόληπτοι οργανισμοί, υπεύθυνοι για την εφαρμογή του κοινοτικού Οικολογικού Σήματος σε εθνικό επίπεδο. Είναι μέλη του ΣΟΣΣΕ και είναι υπεύθυνοι για την εκπόνηση κριτηρίων χορήγησης του Οικολογικού Σήματος, την αξιολόγηση των αιτήσεων και την χορήγηση του Οικολογικού Σήματος σε εταιρείες που τα εφαρμόζουν. They are members of the EUEB responsible for drafting Ecolabel criteria, assessing applications and awarding the Ecolabel to companies that apply.Μπορούν να διαδραματίσουν κεντρικό ρόλο στη λειτουργία του κοινοτικού συστήματος Οικολογικού Σήματος και θα πρέπει να είναι το πρώτο σημείο επαφής για τυχόν ερωτήσεις. For details of Competent Bodies see link below.Αρμόδιος φορέας για την απονομή στην Ελλάδα είναι το Ανώτατο Συμβούλιο Απονομής του Οικολογικού Σήματος (ΑΣΑΟΣ), συλλογικό Όργανο εποπτευόμενο από το ΥΠΕΚΑ.
Κεφάλαιο 2
2.1 Τα Πλεονεκτήματα του συστήματος
Τα προϊόντα και οι υπηρεσίες που πιστοποιούνται με το Οικολογικό Σήμα της ΕΕ (EU Εcolabel) επιτρέπουν στους καταναλωτές να εντοπίζουν εύκολα και να εμπιστεύονται μια ευρεία γκάμα προϊόντων και υπηρεσιών, τα οποία διακρίνονται για τις περιορισμένες αρνητικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις κατά τον κύκλο ζωής τους. Παράλληλα πληρούν υψηλά κριτήρια περιβαλλοντικής επίδοσης και ποιότητας σε τομείς κατανάλωσης ενέργειας και νερού, διαχείρισης απορριμμάτων και αποβλήτων, χρήσης προϊόντων με οικολογική σήμανση και χρήσης τοπικών προϊόντων, περιβαλλοντικής εκπαίδευσης του προσωπικού και ευαισθητοποίησης των πελατών σε θέματα περιβάλλοντος και χαρακτηριστικών της ευρύτερης περιοχής. Το θετικό του Οικολογικού Σήματος είναι ότι προωθεί τη διαφάνεια και την απλότητα, δεδομένου ότι τα ίδια κριτήρια που ισχύουν για το ίδιο προϊόν, ανεξάρτητα από το κράτος μέλος στο οποίο παράγεται ή πωλείται, ισχύουν και στα υπόλοιπα κράτη της ΕΕ. The EU Ecolabel and national ecolabels can co-exist happily.Το Οικολογικό Σήμα της ΕΕ και τα εθνικά οικολογικά σήματα μπορούν να συνυπάρξουν ευχαρίστως. When a product has been awarded with both a national and the European ecolabels, you will find the two logos displayed side by side on the product. Όταν ένα προϊόν έχει βραβευτεί τόσο με το εκάστοτε εθνικό όσο και με το Ευρωπαϊκό, τότε και οι δύο λογότυποι εικονίζονται παραπλεύρως επί του προϊόντος.
Όλο και περισσότερες εταιρίες που καινοτομούν στον τομέα της περιβαλλοντικής πρακτικής, αλλά και όσες θέλουν να απευθύνονται σε περιβαλλοντικά ευαισθητοποιημένο καταναλωτικό κοινό, έχουν αντιληφθεί την επιχειρηματική αξία παραγωγής και διακίνησης προϊόντων πιστοποιημένων ως προς την περιβαλλοντική τους επίδοση. Η πλήρωση περιβαλλοντικών κριτηρίων που καθορίζονται από το θεσμό του Οικολογικού Σήματος αποδίδει, εκτός από τα περιβαλλοντικά οφέλη, σημαντικές αυξήσεις του τζίρου των εταιριών παραγωγής και εμπορίας τέτοιων προϊόντων. Η αυξανόμενη τάση της σύγχρονης κοινωνίας στην κατεύθυνση της προστασίας του φυσικού και κατ’ επέκταση του ανθρωπογενούς περιβάλλοντος, διαμορφώνει ένα ισχυρό δυναμικό στον τομέα των οικολογικών προϊόντων.
Η εκτίμηση έχει το χαρακτήρα της ολιστικής προσέγγισης αφού εξετάζεται η συνολική επίπτωση του προϊόντος, συμπεριλαμβανομένης και της προ-παρασκευής του προϊόντος, όπως οι πρώτες ύλες που χρειάστηκαν, η ενέργεια που σπαταλήθηκε στα επόμενα στάδια της παραγωγής ακόμη και η συσκευασία αλλά και η καταστροφή του αφότου χρησιμοποιηθεί.[11] Ένα σημαντικό στοιχείο της όλης διαδικασίας είναι και η προβλεπόμενη αναθεώρηση του προϊόντος ανά τακτά χρονικά διαστήματα, αλλά και των κριτηρίων που καλείται να εκπληρώσει, ανάλογα με τις επικρατούσες οικονομικές -από την άποψη της κατάστασης της αγοράς- και τεχνολογικές συνθήκες και το πώς αυτές μπορούν να λειτουργήσουν προωθητικά για το προϊόν ή την υπηρεσία. Στο ζήτημα της συνύπαρξης ευρωπαϊκών και εθνικών Οικολογικών Σημάτων, προς αποφυγή εθνικών ανταγωνισμών, ακολουθήθηκε η λογική της πεπατημένης της Πολιτικής Περιβάλλοντος και της δυνατότητας διατήρησης ή εισαγωγής διατάξεων ενισχυμένης περιβαλλοντικής προστασίας.
Αναφορικά με τους στόχους του Oικολογικού Σήματος αξίζει να σημειωθεί πως το βασικό τους χαρακτηριστικό στρέφεται στην αναζήτηση μιας συλλογικής περιβαλλοντικής συνείδησης[12]. Η μακρόπνοη επιδίωξη είναι να εκπαιδεύσει τους καταναλωτές ώστε να τους εμφυσήσει την ικανότητα επίγνωσης των περιβαλλοντικών συνεπειών της κατανάλωσης, αλλά και να τους προσδώσει τη δυνατότητα να παίρνουν ενημερωμένες περιβαλλοντικά αγοραστικές αποφάσεις.[13] Αναλυτικότερα, σαφώς και επιδιώκεται η μικρότερη δυνατή επιβάρυνση του φυσικού πλούτου μέσω της παραγωγής αγαθών και υπηρεσιών περισσότερο φιλικών προς αυτόν. Από την άλλη, όπως αναφέρθηκε, είναι εμφανής η ανάγκη δημιουργίας μιας οικολογικής κουλτούρας στους καταναλωτές, ώστε να εκμεταλλευτούν και οι ίδιοι τις δυνατότητες που προσφέρει η αγορά –έστω και έμμεσα- για την προστασία του περιβάλλοντος και που προκύπτουν από την ενδεχόμενη καθιέρωση ενός «πράσινου» καταναλωτικού προτύπου[14]. Βέβαια, είναι προφανές ότι οι διαφορετικές πολιτισμικές και οικονομικές συνθήκες θα οδηγήσουν σε σημαντική διαφοροποίηση της επιτυχίας του εν λόγω εγχειρήματος ανά περιοχές.[15]
2.2 Τα Μειονεκτήματα του συστήματος
Το 2000 ο Κανονισμός 1980/2000 ήρθε να αντικαταστήσει τον Κανονισμό 880/1992 για τον οποίο είχαν εκφραστεί σημαντικές αντιρρήσεις. Η σημαντικότερη αφορούσε τη δυνατότητα συνύπαρξης εθνικών Οικολογικών Σημάτων με το κοινοτικό, πρακτική που αντί να λειτουργήσει προωθητικά για την καθιέρωση ενός ενιαίου και αποτελεσματικού οικολογικού σήματος, είχε ως συνέπεια την αύξηση του αριθμού των εθνικών Οικολογικών Σημάτων.[16] Οι καταναλωτές, σε αυτό τον ιδιότυπο ανταγωνισμό μεταξύ κοινοτικού και εθνικού οικολογικού σήματος είχαν την ευκαιρία να στραφούν και στα προϊόντα παραγωγής της χώρας τους, που αναγνώριζαν ευκολότερα, ενώ οι χαλαρότερες, ενδεχομένως ρυθμίσεις που απαιτούνταν για τα επιμέρους εθνικά σήματα συνέβαλλαν και στην στροφή των παραγωγών προς αυτά.[17] Η επιμονή αυτή στα εθνικά πρότυπα επόμενο είναι να ενισχύει την εγχώρια παραγωγή, ζημιώνοντας την πτυχή της αρνητικής ολοκλήρωσης όσον αφορά την ελευθερία στην κυκλοφορία των εμπορευμάτων στην εσωτερική αγορά. Στον Κανονισμό 1980/2000 εν τούτοις, η συνύπαρξη αυτή εξακολουθούσε να υφίσταται με την πρόβλεψη για τον απαραίτητο συντονισμό μεταξύ της Επιτροπής και των κ-μ, ιδίως στην επιλογή των ομάδων προϊόντων αλλά και στην επεξεργασία και αναθεώρηση των κριτηρίων σε κοινοτικό και εθνικό επίπεδο.
Το επόμενο «τρωτό» σημείο του συγκεκριμένου μηχανισμού σχετίζεται με την ελάχιστη εγγύηση που εξασφαλίζουν τα προϊόντα που αποκτούν το Οικολογικό Σήμα, αν και ο Κανονισμός κάνει λόγο για τη μεγιστοποίηση των δυνατοτήτων βελτίωσης του περιβάλλοντος. Το Σήμα, αντίθετα, δεν εγγυάται σε καμία περίπτωση υψηλές αποδόσεις περιβαλλοντικής προστασίας.[18] Άλλη μια ένσταση επικεντρώνεται στον τρόπο απονομής του Σήματος και πιο αναλυτικά εάν θα έπρεπε να υιοθετηθεί μια αυτόματη απονομή ή διαφορετικά μια επιλεκτική και διαβαθμιζόμενη. Η πρώτη λύση, σε συνδυασμό με κριτήρια χαμηλής, σχετικά στάθμης, εγκυμονεί τον κίνδυνο να πλημμυρίσει η αγορά με υποτιθέμενα «πράσινα» προϊόντα, που στην ουσία θα έχουν αρνητικό αντίκτυπο στο περιβάλλον. Το γιατί τα κοινοτικά όργανα συμβιβάστηκαν με την «ικανοποιητική» αυτή λύση θα πρέπει να αναζητηθεί στις πιέσεις των βιομηχανιών επί των εθνικών κυβερνήσεων και της «στάθμισης των οικονομικών επιπτώσεων μιας πολιτικής, που είναι συνήθως αποφασιστική για την εφαρμογή της ή όχι»[19], αλλά και στην ρεαλιστική γοητεία που κατά ορισμένους ασκεί η λογική αυτή.
Επίσης, η ανεξαρτησία των εθνικών φορέων που απονέμουν το Οικολογικό Σήμα, αν και προβλέπεται από τον Κανονισμό μαζί με τη διαφάνεια και την ουδετερότητα, χαρακτηρίζεται ως επισφαλής. Σε συνδυασμό, μάλιστα με τις αυξημένες δυνατότητες των πολυεθνικών εταιρειών να ασκήσουν πίεση για την υιοθέτηση των κριτηρίων που ευνοούν τις ίδιες αλλά όχι τις μικρότερες επιχειρήσεις, ενδέχεται να έχουν αποτρεπτικά αποτελέσματα για τις τελευταίες.[20]
Από την άλλη, η έλλειψη επαρκούς επιμέλειας για την ενημέρωση των καταναλωτών η οποία χαρακτήριζε τον Κανονισμό 880/1992, επιχειρήθηκε να διορθωθεί από τον Κανονισμό 1980/2000 , ο οποίος περιλάμβανε ρητή διάταξη για την προώθηση του εν λόγω Σήματος. Στην πράξη επιχειρήθηκε με εκστρατείες ευαισθητοποίησης και ενημέρωσης προς παραγωγούς και καταναλωτές, δεδομένης της αυξημένης σημασίας που τυγχάνει η δημόσια συμμετοχή για την αποτελεσματικότητα μηχανισμών αυτό-ρύθμισης.[21] Τα αποτελέσματα δεν ήταν και τα ιδανικότερα και το ερώτημα παραμένει για το εάν μια τέτοια δραστηριότητα θα μπορούσε να αναληφθεί με μεγαλύτερη επιτυχία από μια ιδιωτική επιχείρηση.
2.3 Η Αναθεώρηση του συστήματος με τον Κανονισμό 66/2010
Στις 25 Νοεμβρίου του 2009[22] το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ψήφισαν και ενέκριναν τον Κανονισμό 66/2010 με τον οποίο αναθεωρήθηκε το σύστημα του οικολογικού σήματος της ΕΕ. Αναγνωρίζοντας τα μειονεκτήματα και τα προβληματικά σημεία εφαρμογής του προηγούμενου Κανονισμού 1980/2000 , ο νέος Κανονισμός ήρθε να αυξήσει την αποτελεσματικότητά και να απλουστεύσει τη λειτουργία του όλου συστήματος. Ο νέος Κανονισμός τέθηκε σε ισχύ στις 20 Φεβρουαρίου του 2010.
Με τον Κανονισμό 66/2010 επιχειρήθηκε η ένταξη περισσότερων ομάδων προϊόντων στο σύστημα του Οικολογικού σήματος. Μάλιστα για πρώτη φορά έγινε αναφορά και για τη μελλοντική ένταξη ομάδας προϊόντων τροφίμων και ζωοτροφών[23]. Όπως τονίζεται για τις κατηγορίες προϊόντων τροφίμων και ζωοτροφών θα πρέπει να εκπονηθεί μελέτη για να διασφαλισθεί ότι τα κριτήρια είναι εφικτά και η προστιθέμενη αξία εγγυημένη. Ακόμη θα πρέπει να εξετασθεί το ενδεχόμενο να είναι επιλέξιμα για την απονομή του Οικολογικού Σήματος της ΕΕ μόνον τα προϊόντα που έχουν πιστοποιηθεί ως οργανικά προκειμένου να αποφευχθεί η σύγχυση για τους καταναλωτές.
Ακόμη με τον Κανονισμό 66/2010 επιχειρήθηκε ταχύτερη διαδικασία απονομής του Οικολογικού Σήματος και κατάταξης των προϊόντων από την Επιτροπή, μείωση των ετήσιων τελών, απλούστευση της διαδικασίας αξιολόγησης και μεγαλύτερη έμφαση στις κυριότερες περιβαλλοντικές επιπτώσεις των προϊόντων, διατηρώντας ταυτόχρονα το επίπεδο φιλοδοξίας υψηλό. Για την απλούστευση του συστήματος Οικολογικού Σήματος της ΕΕ και για να μειωθεί η διοικητική επιβάρυνση την οποία συνεπάγεται η χρήση του Οικολογικού Σήματος της ΕΕ, βασική προτεραιότητα πρέπει να είναι ο εξορθολογισμός των διαδικασιών εκτίμησης και εξακρίβωσης.
Σημαντικό στόχο αποτελεί η απλούστευση των κριτηρίων για την απονομή του ΕU Ecolabel και η μείωση της σύγχυσης μεταξύ των εθνικών κριτηρίων για την απονομή των εθνικών Oικολογικών Σημάτων και των κριτηρίων του EU Ecolabel. Τα κριτήρια θα πρέπει να είναι εύκολα κατανοητά και εύχρηστα και να βασίζονται σε επιστημονικά στοιχεία που θα λαμβάνουν υπόψη τις πλέον πρόσφατες τεχνολογικές εξελίξεις. Τα κριτήρια[24]θα πρέπει να έχουν γνώμονα την αγορά και να περιορίζονται στις σημαντικότερες περιβαλλοντικές επιπτώσεις των προϊόντων καθ’ όλον τον κύκλο της ζωής τους. Στόχος είναι ένα Οικολογικό Σήμα, το οποίο θα είναι πολύ καλά εναρμονισμένο με τα άλλα σήματα σε εθνικό και σε παγκόσμιο επίπεδο. Για την ενθάρρυνση της εναρμόνισης με τα άλλα συστήματα Οικολογικού Σήματος για πρώτη φορά τα εθνικά κριτήρια απονομής Οικολογικού Σήματος θα πρέπει να έχουν ως πρότυπο τα αντίστοιχα του Ευρωπαϊκού Οικολογικού Σήματος.
Τονίζεται η ανάγκη διεύρυνσης[25] της συμμετοχής των ενδιαφερόμενων μερών στη φάση της διαβούλευσης των κριτηρίων. Πλέον λόγο θα μπορούν να έχουν οι εθνικοί αρμόδιοι φορείς, ΜΚΟ, παραγωγοί, κατασκευαστές, εισαγωγείς, πάροχοι υπηρεσιών, έμποροι χονδρικής ή λιανικής πώλησης, ιδίως τα ΜΜΕ, καθώς και οργανώσεις προστασίας του περιβάλλοντος και ομάδες καταναλωτών στη διαμόρφωση των κριτηρίων μιας και κάθε ενδιαφερόμενο μέρος θα μπορεί να τίθεται επικεφαλής της εκπόνησης ή αναθεώρησης των κριτηρίων απονομής του οικολογικού σήματος της ΕΕ, υπό τον όρο ότι τηρούνται κοινοί διαδικαστικοί κανόνες και ότι η διαδικασία συντονίζεται από την Επιτροπή. Για να εξασφαλισθεί η γενική συνοχή της κοινοτικής δράσης, ενδείκνυται επίσης να λαμβάνονται υπόψη στην εκπόνηση ή την αναθεώρηση των κριτηρίων απονομής του Οικολογικού Σήματος της ΕΕ οι πιο πρόσφατοι στρατηγικοί στόχοι της Κοινότητας στον τομέα του περιβάλλοντος, όπως είναι τα προγράμματα δράσης για το περιβάλλον, οι στρατηγικές για την αειφόρο ανάπτυξη και τα προγράμματα για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής.
Επίσης για πρώτη φορά στον Κανονισμό 66/2010 αναφέρεται ότι τα κράτη μέλη θα πρέπει να εξετάσουν τη θέσπιση κατευθυντηρίων γραμμών κατά την εκπόνηση των εθνικών σχεδίων δράσης για τις Πράσινες Δημόσιες Συμβάσεις[26] και να μπορούν να εξετάζουν τη δυνατότητα καθορισμού στόχων για δημόσιες συμβάσεις προμήθειας προϊόντων φιλικών προς το περιβάλλον. Τέλος κυριότερος στόχος του Κανονισμού αποτελεί η προώθηση της χρήσης του Οικολογικού Σήματος της ΕΕ[27]. Με ποιους τρόπους όμως; Πρώτον μέσω εκστρατειών ευαισθητοποίησης, ενημέρωσης και διαφώτισης του κοινού που απευθύνονται στους καταναλωτές, τους παραγωγούς, τους κατασκευαστές, τους εμπόρους χονδρικής πώλησης, τους παρόχους υπηρεσιών, τους αγοραστές του Δημοσίου, τους εμπόρους, τους εμπόρους λιανικής πώλησης καθώς και το ευρύ κοινό. Δεύτερον αξιοποιώντας τη δύναμη του διαδικτύου και τον ιστότοπο του Οικολογικού Σήματος της ΕΕ με την παροχή πληροφοριών βάσης και διαφημιστικού υλικού, καθώς και με ενημέρωση ως προς το πού μπορούν να αγοράζονται προϊόντα με Οικολογικό Σήμα της ΕΕ, σε όλες τις κοινοτικές γλώσσες. Τρίτον τονίζεται ότι τα κράτη μέλη οφείλουν να ενθαρρύνουν τη χρήση «Εγχειριδίου για τις αρχές ανάθεσης δημοσίων συμβάσεων» και, τέταρτον, ενθαρρύνοντας την αποδοχή του πλαισίου, ιδίως για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, στηρίζοντας με τον τρόπο αυτό την ανάπτυξη του συστήματος.
Κεφάλαιο 3
3.1 Κριτική προσέγγιση του Οικολογικού Σήματος ως μηχανισμού περιβαλλοντικής προστασίας
Υπό μία έννοια, ο μηχανισμός του Οικολογικού Σήματος εγγράφεται ως ένα εργαλείο περιβαλλοντικής πολιτικής που προσπαθεί να αμβλύνει τα ανασταλτικά στοιχεία που αναπόφευκτα έχει το περιβάλλον στο δίπολο με την παραγωγική διαδικασία και όχι στην άρση των επιβλαβών αποτελεσμάτων στην υγεία των ανθρώπων[28]. Με αυτή τη λογική, η προστασία του περιβάλλοντος, των συμφερόντων των καταναλωτών και η άρτια πληροφόρηση των τελευταίων δεν αποτελεί το στόχο του Οικολογικού Σήματος, αλλά αντίθετα το μέσο μιας πολιτικής που με έμμεσο τρόπο επηρεάζει με θετικό τρόπο την περιβαλλοντική προστασία. Επιπλέον η πολιτική αυτή επιλογή της υιοθέτησης ενός Οικολογικού Σήματος περιλαμβάνεται στην συνολική και διαχρονική προσπάθεια για την προχωρημένη εναρμόνιση των εθνικών νομοθεσιών προς όφελος της εσωτερικής αγοράς και της ελεύθερης κυκλοφορίας των προϊόντων[29].
Πρόκειται, μεν, για ένα εργαλείο περιβαλλοντικής πολιτικής που εκφράζει τις σύγχρονες ανησυχίες για το συγκεκριμένο ζήτημα, στο πλαίσιο όμως μιας Κοινότητας κ-μ με σαφείς οικονομικές επιδιώξεις και αξίες. Στοιχείο που επιβεβαιώνει την υπεροχή της ανταγωνιστικής λογικής επί της περιβαλλοντικής, δεδομένου ότι στηρίζεται στο θεσμό της αγοράς για να επιτύχει τους στόχους της. Έτσι, το πρότυπο μια αγοράς με «πράσινα» προϊόντα και υπηρεσίες αποτελεί μία ευκαιρία για καινούριες μορφές επιχειρηματικής δραστηριότητας, μέσω των οποίων αναμένονται και περιβαλλοντικές βελτιώσεις. Αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα και την απόρριψη, συλλήβδην, των μηχανισμών αυτό-ρύθμισης, αλλά όπως προτείνεται ενδεχομένως τον επαναπροσδιορισμό τους[30].
Όποιοι και να είναι οι πραγματικοί στόχοι, το πρακτικό αποτέλεσμα δεν είναι άλλο από την ενθάρρυνση των επιχειρηματιών, βοηθούντος του παιχνιδιού του ανταγωνισμού, να παράγουν τα λιγότερο επικίνδυνα για το περιβάλλον προϊόντα και να εξωθούνται με τον τρόπο αυτό σε τεχνολογική ανανέωση, φιλική προς το περιβάλλον. Παρά τα όποια επιβεβαιωμένα και αναμφισβήτητα οικονομικά κίνητρα του συγκεκριμένου μηχανισμού περιβαλλοντικής προστασίας αλλά και της συνολικής λογικής της απορρύθμισης και στον τομέα της περιβαλλοντικής πολιτικής, δεν μπορούμε να οδηγηθούμε στο άλλο άκρο της δαιμονοποίησης της ιδιωτικής επιχειρηματικότητας και της αναπτυξιακής διαδικασίας εν γένει.
Εν τέλει, άξιο αναφοράς αποτελεί και το γεγονός ότι το συγκεκριμένο σύστημα είναι προϊόν διαπραγματεύσεων, υπό την έννοια ότι εντάσσεται στην προοπτική της αναζήτησης για σύμπραξη όλων των ενδιαφερόμενων μερών και της εφαρμογής διαδικασιών αυτορρύθμισης (κατασκευαστές και διεθνείς παρατηρητές). Με αυτόν τον τρόπο οι κατηγορίες των προϊόντων και υπηρεσιών για τη σύσταση του Οικολογικού Σήματος, καθώς και τα οικολογικά κριτήρια, δεν καθορίζονται από μία «εκ των άνωθεν» πράξη, αλλά είναι το αποτέλεσμα ερευνών, αναλύσεων και διαπραγματεύσεων μεταξύ των ενδιαφερόμενων μερών,[31] απολαμβάνοντας, έτσι, και την επιθυμητή δημοκρατική νομιμοποίηση στα μάτια των πολιτών[32]. Επίσης, όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται, “η ΕΕ, εν τέλει, είναι ένας δημοκρατικός θεσμός του 21ου αιώνα όπου η διαφάνεια και η πρόσβαση του κοινού στις γνώμες των ειδικών είναι απαραίτητη γιατί δεν είναι αποδεκτή από τις αρχές η υιοθέτηση απόψεων του τύπου «εμείς γνωρίζουμε καλύτερα»” [33].
Συμπεράσματα – Επίλογος
Η Κοινοτική Πολιτική για το Περιβάλλον γνώρισε μια σταδιακή ανάπτυξη από το 1970 κι έπειτα. Η αρχική προσέγγιση, μάλλον, αφορούσε την απρόσκοπτη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς παρά την καθεαυτή πρόνοια για το περιβάλλον και αυτό αφού ο κύριος στόχος δεν ήταν άλλος από την εναρμόνιση των περιβαλλοντικών νομοθεσιών, ώστε να μην εγείρουν εμπόδια στην ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων. Η αρχική λογική της άμεσης ρύθμισης εγκαταλείφθηκε σταδιακά, εξαιτίας παραγόντων όπως η ανεπαρκής ενσωμάτωση της κοινοτικής νομοθεσίας στο εσωτερικό των κ-μ αλλά και της συνθετοποίησης, συν τω χρόνο, των περιβαλλοντικών προβλημάτων. Υιοθετήθηκε, επομένως, μια καινούρια αντίληψη για την περιβαλλοντική δράση περισσότερο ευέλικτη, εύκαμπτη, συμμετοχική και ανοιχτή προς όλους τους εμπλεκομένους με εθελοντικές ρυθμίσεις, αλλά και σαφή οικονομικά και ανταγωνιστικά κριτήρια και χαρακτηριστικά. Η μετατόπιση της πολιτικής αυτής από τη μονοδιάστατη ενασχόληση με τη ρύπανση προς μια πολυδιάστατη διαχείριση των φυσικών πόρων, «προσέδωσε στην κοινοτική περιβαλλοντική νομοθεσία έναν περισσότερο αφηρημένο χαρακτήρα»[34].
Στο πλαίσιο αυτό, αναζητήθηκε η λύση στην έννοια της βιώσιμης ανάπτυξης· της προσπάθειας, δηλαδή, για συγκερασμό των δύο παραδοσιακά αντίθετων προοπτικών. Της οικολογικής πρόνοιας από τη μια και της οικονομικής δραστηριότητας από την άλλη. Ένας τέτοιος μηχανισμός είναι το Οικολογικό Σήμα[35] που προσπαθεί να επιβραβεύσει προϊόντα με τις λιγότερες δυνατές επιβαρύνσεις στο φυσικό περιβάλλον και ταυτόχρονα να προωθήσει τη δημιουργία ενός ευρύτερου καταναλωτικού προτύπου με «πράσινα» χαρακτηριστικά. Αντίστοιχος μηχανισμός αποτελεί και ο Θεσμός της Οικολογικής Διαχείρισης και Ελέγχου των Επιχειρήσεων (EMAS) που είναι ένα σύστημα σύγχρονης διαχείρισης περιβάλλοντος, διαφάνειας και εθελοντικής συμμετοχής των επιχειρήσεων αλλά και οργανισμών.
Πλέον, γίνεται λόγος για ένα είδος πολιτικής, που θα χρησιμοποιεί τα εργαλεία της αγοράς χωρίς αυτό να σημαίνει και την πλήρη εξάρτησή της από αυτά. Η εντύπωση, άλλωστε περί αποτελεσματικής επίτευξης των περιβαλλοντικών στόχων από τις δυνάμεις της αγοράς έχει αμβλυνθεί, καθότι έδειξαν να αδυνατούν από μόνες τους να δώσουν επαρκείς απαντήσεις στα οικολογικά προβλήματα. Ο ρόλος της κρατικής παρέμβασης κρίνεται αναγκαίος στο σημείο τουλάχιστον εκείνο που θα διορθώνει ορισμένα κενά και παραλείψεις, χωρίς αυτό να αποκλείει την χρησιμοποίηση των ευκαιριών που προσφέρει το πλαίσιο της αγοράς. Ένα είδος ρυθμιστικής, δηλαδή, μεταρρύθμισης αντί της γνώριμης και προηγούμενης επιλογής της απορρύθμισης. Ένα καινούριο σημείο ισορροπίας των δύο αντίρροπων δυνάμεων, της φροντίδας για το περιβάλλον και της βελτίωσης της οικονομικής ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων.
Στη βάση όλων αυτών των αναζητήσεων για πράσινη οικονομία, αυτορρύθμιση στην Πολιτική Περιβάλλοντος και νέους μηχανισμούς για την προστασία του υπάρχει η ανάγκη αναγνώρισης και κατανόησης της σημασίας των αιτίων που αποτρέπουν έννοιες και πρακτικές όπως η βιώσιμη ανάπτυξη. Τα βαθύτερα δηλαδή προβλήματα της μοντέρνας ή κατά ορισμένους μεταμοντέρνας εποχής. Με τα λόγια του Giddens, ο σύγχρονος άνθρωπος πάσχει από τέσσερις αποσυνδέσεις. Είναι αποσυνδεδεμένος από τη φύση, την εργασία, την κοινότητα και το κράτος. Είναι προφανές ότι η οποιαδήποτε συζήτηση για μια άλλη ανάπτυξη εμπλέκεται σε προβλήματα αξιών και νοοτροπιών που υπερβαίνουν κατά πολύ τη στενή αναπτυξιολογία των τεχνοκρατών ή των πολιτικών. Όμως, η ευρύτητα της απαιτούμενης συζήτησης δεν αναιρεί τον επείγοντα χαρακτήρα της. Η ενσωμάτωση ή, καλύτερα, η απόπειρα ενσωμάτωσης της περιβαλλοντικής πολιτικής στις άλλες πολιτικές της ΕΕ, αποτελεί ένα διαρκές forum διαπραγμάτευσης, κάτω από πολλούς μανδύες, του ίδιου πάντα προβλήματος: των όρων, δηλαδή, επανασύνδεσης της ανθρωπότητας με ό,τι τη δημιούργησε και ό,τι η ίδια δημιούργησε.
Βιβλιογραφικές Πηγές
Ελληνική
Γκιζάρη Αν., «Νέες τάσεις στην περιβαλλοντική πολιτική της Ευρωπαϊκής Κοινότητας», στο Ζητήματα διεθνούς περιβαλλοντικού δικαίου, Νόμος και Φύση, βιβλιοθήκη περιβαλλοντικού δικαίου -4, Σάκκουλας, Αθήνα-Κομοτηνή, 2000.
Γκιζάρη-Ξανθοπούλου Αν., Οι νέοι μηχανισμοί περιβαλλοντικής πολιτικής στην Ευρωπαϊκή Ένωση, Σάκκουλας, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2003.
Ζιάμος .Γ, «Διεθνές συμβατικό Δίκαιο για τις κλιματικές αλλαγές: οικονομικός ρεαλισμός και αισιοδοξία» στο Κατσιμπάρδης Κ, Το διεθνές δίκαιο για τις κλιματικές αλλαγές, Νόμος και Φύση Βιβλιοθήκη Περιβαλλοντικού Δικαίου -9, Σάκκουλας, Αθήνα – Κομοτηνή, 2002.
Kramer L., «Η σχέση της κοινοτικής Πολιτικής και νομοθεσίας για την προστασία των καταναλωτών και του περιβάλλοντος», Νόμος και Φύση τχ. 1/94, Σάκκουλας Αθήνα-Κομοτηνή, 1994.
Κρεμλής Γ., «Η ευρωπαϊκή πολιτική και το δίκαιο περιβάλλοντος. Το κοινοτικό κεκτημένο» Νόμος και Φύση τχ. 3/98, Σάκκουλας Αθήνα-Κομοτηνή, 1998.
Λουλούδης Λ. – Μπεόποπουλος Ν., «Η περιβαλλοντική πολιτική» στο Μαραβέγιας Ν. – Τσινισιζέλης Μ., (επιμ.) Η ολοκλήρωση της Ευρωπαϊκής Ένωσης: θεσμικές, πολιτικές και οικονομικές πτυχές, β’ έκδοση, Θεμέλιο, Αθήνα 1999.
Ρεγκάκου -Κουτούπα Ε., Δίκαιο του Περιβάλλοντος, Σάκκουλας, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2005.
Σαμιώτης Γ.-Τσάλτας Γρ., Διεθνής προστασία του περιβάλλοντος: Διεθνείς πολιτικές και δίκαιο του περιβάλλοντος- Τόμος 1, Παπαζήσης, Αθήνα 1990.
Σταμάτης Κ., «Βιώσιμη ανάπτυξη και οικολογική διάσταση της ιδιότητας του πολίτη» Νόμος και Φύση, τχ. 1/95, τόμος 2, Σάκκουλας Αθήνα-Κομοτηνή, 1995.
Τάχος Αν., Δίκαιο προστασίας του περιβάλλοντος, πέμπτη έκδοση, Σάκκουλας, Θεσσαλονίκη 1998.
Χλέπας Νικ.-Κομν., «Κλιματικές αλλαγές, πλανητική διακυβέρνηση και μηχανισμοί της αγοράς» στο Κατσιμπάρδης Κ., Το διεθνές δίκαιο για τις κλιματικές αλλαγές, Νόμος και Φύση Βιβλιοθήκη Περιβαλλοντικού Δικαίου -9, Σάκκουλας, Αθήνα – Κομοτηνή, 2002.
Γκιζάρη- Ξανθοπούλου Αν., «Οι νέοι μηχανισμού περιβαλλοντικής πολιτικής στην Ευρωπαϊκή Ένωση», εκδ. Σάκκουλας, Αθήνα- Θεσσαλονίκη 2003.
Μαρκουλή Μαρία, Η εφαρμογή του προτύπου ISO 14001: 2004 σε σχέση με το κοινοτικό Σύστημα Οικολογικής Διαχείρισης και Οικολογικού Ελέγχου (EMAS II): κίνητρα, οφέλη, συγκρίσεις, 01-10-2008, Πάντειο Πανεπιστήμιο.
Ξενόγλωσση
Ayling J., “Serving many voices: Progressing calls for an International Environmental Organisation”, Journal of Environmental Law, Vol.9 No.8, Oxford University Press 1997.
Eidestrom Ev., “Ecolabels in EU environmental policy” στο Golub Jon, (επιμ.) New instruments for environmental policy in the EU, Routledge, London 1998.
Environment 2010: Our future, Our choice- 6th EU Environment Action Programme 2001-2010, Office for Official Publications of the European Communities, Belgium 2001.
Gaines S.-Cimber C., “Redirecting self-regulation”, Journal of Environmental Law, Vol. 13 No. 2, Oxford University Press 2001.
Golub Jon, “New instruments for environmental policy in the EU” στο Golub Jon, (επιμ.) New instruments for environmental policy in the EU, Routledge, London 1998.
Kramer L., “Public interest litigation in environmental matters before European courts” Journal of Environmental Law, Vol.8 No.1, Oxford University Press 1996.
Lenschow A., “New regulatory approaches in ‘greening’ EU policies”, European Law Journal, Vol. 8, No. 1, Blackwell Publishers 2002.
Potter S.-Hinnels M., “Analysis of the development of eco-labelling and energy labeling in the European Union” Technology Analysis & Strategic Management, Vol. 6, No. 3, Routledge 1994.
Tang Es.-Fryxell G.-Chow C., “Visual and verbal communication in the design of eco-label for green consumer products”, Journal of International Consumer Marketing, Vol. 16(4), 2004.
Potter Stephen and Hinnells Mark (1994) ‘Analysis of the development of eco-labelling and energy labelling in the European union’, Technology Analysis & Strategic Management, 6: 3, 317-329.
Smith Mark and Potter Stephen (1996) ‘Eco-labelling and environmental policy: Policy confusion persists’, Policy Studies, 17: 1, 73-80.
Levett Roger, (1996), ‘From eco-management and audit (EMAS) to sustainability management and audit (SMAS)’, Local Environment, 1: 3, 329-334.
Alain Nadaı, CONSUMER ‘SOVEREIGNTY’ AND POLICY ISSUES IN THE DEVELOPMENT OF PRODUCT ECOLABELS, European Environment Eur. Env. 11, 14–26 (2001).
Juergen Franke and Frank Watzold, POLITICAL EVOLUTION OF EMAS: PERSPECTIVES FROM THE EU, NATIONAL GOVERNMENTS AND INDUSTRIAL GROUPS, European Environment, Vol. 5, 155159 (1995).
Ulrich Steger,* Claudia Schindel and Helga Krapf, THE EXPERIENCE OF EMAS IN THREE EUROPEAN COUNTRIES: A CULTURAL AND COMPETITIVE ANALYSIS, Business Strategy and the Environment Bus. Strat. Env. 11, 32–42 (2002) DOI: 10.1002/bse.317.
Vittorio Biondi and Marco Frey, PARTICIPATION IN THE EU AUDIT SCHEME: AN ANALYSIS ECO-MANAGEMENT AND OF SMALL= AND MEDIUMSIZED ENTERPRISES IN ITALY, European Environment, Vol. 5, 128-133 (1995).
Peter A. Strachan, IS THE ECO-MANAGEMENT AND AUDIT SCHEME (EMAS) REGULATION AN EFFECTIVE STRATEGIC MARKETING TOOL FOR IMPLEMENTING INDUSTRIAL ORGANIZATIONS?, Eco-Management and Auditing Eco-Mgmt. Aud. 6, 42–51 (1999).
Ibon Galarraga Gallastegui, THE USE OF ECO-LABELS: A REVIEW OF THE LITERATURE,European Environment Eur. Env. 12, 316–331 (2002).
Υποσημειώσεις
[1] Βλ. Κανονισμό τον (ΕΚ) αριθ. 66/2010, σελ. L 27/2.
[2] Βλ. Γκιζάρη-Ξανθοπούλου Αν., Οι νέοι μηχανισμοί…….. οπ. π., σελ. 188.
[3] Βλ. Γκιζάρη-Ξανθοπούλου Αν., Οι νέοι μηχανισμοί περιβαλλοντικής πολιτικής στην Ευρωπαϊκή Ένωση, Σάκκουλας, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2003, σελ. 188.
[4] Aξίζει να αναφέρουμε ότι τα τρόφιμα και οι ζωοτροφές δεν συγκαταλέγονται ανάμεσα στα προϊόντα που απονέμεται το Οικολογικό σήμα. Παρ’ όλ’ αυτά με τον νέο Κανονισμό ΕΚ) αριθ. 66/2010, σελ. L 27/2 αναφέρεται ότι η Επιτροπή εκπονεί μελέτη μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2011 το αργότερο, με θέμα την σκοπιμότητα θέσπισης αξιόπιστων κριτηρίων τα οποία καλύπτουν τις περιβαλλοντικές επιδόσεις σε όλη τη διάρκεια του κύκλου ζωής αυτών των προϊόντων, συμπεριλαμβανομένων των προϊόντων αλιείας και υδατοκαλλιέργειας. Η μελέτη επικεντρώνεται ιδίως στον αντίκτυπο που έχουν οιαδήποτε κριτήρια απονομής του οικολογικού σήματος της ΕΕ στα προϊόντα τροφίμων και ζωοτροφών καθώς και στα μη μεταποιημένα γεωργικά προϊόντα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 834/2007. Η μελέτη θα πρέπει να εξετάζει το ενδεχόμενο να είναι επιλέξιμα για την απονομή του οικολογικού σήματος της ΕΕ μόνον τα προϊόντα που έχουν πιστοποιηθεί ως οργανικά προκειμένου να αποφεύγεται η σύγχυση για τους καταναλωτές. Η Επιτροπή αποφασίζει, έχοντας λάβει υπόψη τα συμπεράσματα της μελέτης και τη γνώμη του ΣΟΣΕΕ, κατά πόσο είναι σκόπιμη η ανάπτυξη κριτηρίων απονομής οικολογικού σήματος της ΕΕ για οιαδήποτε κατηγορία τροφίμων και ζωοτροφών, σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 16 παράγραφος 2, σελ. L 27/4.
[5] Βλ. ΕU Ecolabel: Facts and Figures https://ec.europa.eu/environment/ecolabel/facts-and-figures.html
[6] Βλ. Κανονισμό τον (ΕΚ) αριθ. 66/2010, σελ. L 27/5 και L 27/6.
[7] Γκιζάρη-Ξανθοπούλου Αν, Οι νέοι μηχανισμοί περιβαλλοντικής πολιτικής στην Ευρωπαϊκή Ένωση, Σάκκουλας, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2003, σελ. 191 – 196 και www.ec.europa.eu/ecolabel/
[8] Βλ. Κανονισμό τον (ΕΚ) αριθ. 66/2010, σελ. L 27/5 και L 27/3.
[9] Βλ. Lenschow A., “New regulatory approaches in ‘greening’ EU policies”, European Law Journal, Vol. 8, No. 1, Blackwell Publishers 2002, σελ. 35.
[10] Βλ. Γκιζάρη-Ξανθοπούλου Αν, Οι νέοι μηχανισμοί…….. οπ. π, σελ. 195 και Κανονισμό τον (ΕΚ) αριθ. 66/2010 ,σελ L 27/3.
[11] Βλ. Eidestrom Ev, “Ecolabels in EU environmental policy” στο Golub Jon, (επιμ.) New instruments for environmental policy in the EU, Routledge, London 1998, σελ. 193. Εν τούτοις, υπάρχει και η άποψη κατά την οποία ο προσδιορισμός του συνολικού κόστους ενός προϊόντος καθ’ όλη την παραγωγική διαδικασία από την οποία διέρχεται φαντάζει δύσχρηστος. Συγκεκριμένα βλέπε Tang Es.-Fryxell G.-Chow C., “Visual and verbal communication in the design of eco-label for green consumer products”, Journal of International Consumer Marketing, Vol. 16(4), 2004, σελ. 91.
[12] Όπως χαρακτηρηστικά αναφέρει ο Kramer, «από τη σκοπιά του πολίτη, το περιβάλλον αποτελεί ένα δημόσιο αγαθό και όχι μια ιδιοκτησία των διακυβερνητικών θεσμών». Βλέπε Kramer L, “Public interest litigation in environmental matters before European courts” Journal of Environmental Law, Vol.8 No.1, Oxford University Press 1996, σελ. 1-18 και ιδίως σελ. 16.
[13] Βλ. Eidestrom Ev, “Ecolabels in EU …….οπ. π, 207.
[14] Στην ίδια λογική, ο Κώστας Σταμάτης μιλά για ένα νέο ιστορικό πλαίσιο σε συνθήκες ηλεκτρονικού πολιτισμού και με τη διαμόρφωση της κοινής γνώμης από δυσεξέλεγκτα μέσα μαζικού επηρεασμού της, που διαγράφει τη δοκιμασία της ιδιότητας του πολίτη στα παραδοσιακά της σημαινόμενα, με την επανεξέτασή της να θέτει κανονιστικά αιτήματα για ουσιαστικό εμπλουτισμό της ιδιότητας αυτής σε οικουμενική κλίμακα και με οικολογική διάσταση. Υποστηρίζει δε, ότι μια διπλή ιστορική τάση εγχαράσσεται στην ιδιότητα του πολίτη. Αφενός η ιδιότητα προσκτάται οικολογικού περιεχομένου και αναδεικνύει το φορέα της σε πολίτη του κόσμου, συνυπεύθυνο για τα πεπρωμένα της οικουμένης.
Αφετέρου όμως η υποβάθμιση της κοινωνικής ουσίας της συνύπαρξης κατατρώγει ασταμάτητα τις κανονιστικές συμπαραδηλώσεις της ιδιότητας του πολίτη. Σταμάτης Κ., «Βιώσιμη ανάπτυξη και οικολογική διάσταση της ιδιότητας του πολίτη» Νόμος και Φύση, τχ. 1/95, τόμος 2, Σάκκουλας Αθήνα-Κομοτηνή 1995, σελ. 9-10. Ο Kramer από την άλλη, θέτει και έναν διαφορετικό προβληματισμό σχετικά με την ανάγκη προστασίας του συμφέροντος των καταναλωτών στα ζητήματα υγείας και ασφάλειας. Αναλυτικότερα βλέπε Kramer L, «Η σχέση της κοινοτικής Πολιτικής και νομοθεσίας για την προστασία των καταναλωτών και του περιβάλλοντος», Νόμος και Φύση τχ. 1/94, Σάκκουλας Αθήνα-Κομοτηνή 1994, σελ. 13-25.
[15] Βλ. Tang Es.-Fryxell G.-Chow C., οπ. π, σελ. 90.
[16] Βλ. Eidestrom Ev., “Ecolabels in EU …….οπ. π, σελ. 196.
[17] Βλ. Golub Jon, oπ. π, σελ. 16.
[18] Βλ. Eidestrom Ev., “Ecolabels in EU …….οπ. π, σελ. 194.
[19] Ζιάμος Γ., «Διεθνές συμβατικό Δίκαιο για τις κλιματικές αλλαγές: οικονομικός ρεαλισμός και αισιοδοξία» στο Κατσιμπάρδης Κ., Το διεθνές δίκαιο για τις κλιματικές αλλαγές, Νόμος και Φύση Βιβλιοθήκη Περιβαλλοντικού Δικαίου -9, Σάκκουλας, Αθήνα-Κομοτηνή, 2002, σελ. 55.
[20] Βλ. Potter S-Hinnels M., οπ. π, σελ. 320.
[21] Βλ. Gaines S.-Cimber C., “Redirecting self-regulation”, Journal of Environmental Law, Vol. 13 No. 2, Oxford University Press 2001, σελ. 184.
[22] Βλ. Κανονισμό τον (ΕΚ) αριθ. 66/2010, σελ L 27/8.
[23] Βλ. Κανονισμό τον (ΕΚ) αριθ. 66/2010, σελ L 27/2.
[24] Βλ. Κανονισμό τον (ΕΚ) αριθ. 66/2010, σελ L 27/2.
[25] Βλ. Κανονισμό τον (ΕΚ) αριθ. 66/2010, σελ L 27/2.
[26] Βλ. Κανονισμό τον (ΕΚ) αριθ. 66/2010, σελ L 27/2.
[27] Βλ. Κανονισμό τον (ΕΚ) αριθ. 66/2010, σελ L 27/7.
[28] Βλ. Potter Stephen and Hinnells Mark (1994) ‘Analysis of the development of eco-labelling and energy labelling in the European union’, Technology Analysis & Strategic Management, 6: 3, 317-329, σελ. 326-327.
[29] Βλ. Potter S-Hinnels M., οπ. π, σελ. 318.
[30] Βλ. Βλ. Gaines S.-Cimber C., οπ. π, σελ. 184.
[31] Βλ. Eidestrom Ev., “Ecolabels in ……….οπ. π, σελ. 193. Επίσης όπως παρατηρεί ο Kramer: Η ΕΕ, εν τέλει, είναι ένας δημοκρατικός θεσμός του 21ου αιώνα όπου η διαφάνεια και η πρόσβαση του κοινού στις γνώμες των ειδικών είναι απαραίτητη γιατί δεν είναι αποδεκτή από τις αρχές η υιοθέτηση απόψεων του τύπου «εμείς γνωρίζουμε καλύτερα».
[32] Βλ. Golub Jon, οπ. π, σελ. 17.
[33] Βλ. Kramer L., “Public interest litigation in environmental matters before European courts” Journal of Environmental Law, Vol.8 No.1, Oxford University Press 1996, σελ. 18. Αντίστοιχη άποψη, αλλά σε μια ανάλυση που αναφέρεται στο διεθνές πλαίσιο και την ανάγκη μεταρρύθμισής του, αναφέρεται από την Αyling, η οποία και επισημαίνει πως «τα περιβαλλοντικά ζητήματα είναι ευκολότερο διαχειρίσιμα με τη συμμετοχή όλων των ενδιαφερόμενων μερών». Πιο συγκεκριμένα βλέπε Ayling J., “Serving many voices: Progressing calls for an International Environmental Organisation”, Journal of Environmental Law, Vol.9 No.8, Oxford University Press 1997, σελ. 243-269 και ιδίως σελ. 258-260
[34] Βλ. Τσαντίλης Δημ. -Χατζημπίρος Κιμ., «Η Περιβαλλοντική Πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης», στο Τσινισιζέλης Μιχ.-Μαραβέγιας Ναπ., (επιμ), Η νέα Ευρωπαϊκή Ένωση, Θεμέλιο, Αθήνα 2007, σελ. 652.
[35] Βλ. www.ec.europa.eu/ecolabel/