ΣΤΕ 2143/2020 [ΑΝΑΙΤΙΟΛΟΓΗΤΗ ΑΠΟΡΡΙΨΗ ΑΙΤΗΜΑΤΟΣ ΓΙΑ ΑΠΟΔΟΣΗ ΑΝΕΥΡΕΘΕΝΤΟΣ ΚΙΝΗΤΟΥ ΜΝΗΜΕΙΟΥ (ΟΙΚΟΣΗΜΟΥ)]
Περίληψη
– Με την προσβαλλοµένη, πράξη, το μεν αίτηµα κατοχής του οικοσήμου εκ μέρους του αιτούντος απερρίφθη, «λόγω της μεγάλης επιστημονικής και ιστορικής σημασίας του οικοσήµου και δεδομένου ότι ανήκει στο κηρυγµένο μνημείο Πύργος Σωµµαρίπα ή του Κούρκα», το δε αίτημα καταβολής αμοιβής απερρίφθη µε την αιτιολογία ότι «το οικόσημο βρέθηκε κατά τη διάρκεια αρχαιολογικών εργασιών της ΕΦ.Α. Κυκλάδων, κατά τις οποίες παρίστατο εκπρόσωπός της, … (άρθρο 24 παρ. 6)». Παραλλήλως, αίτηµα για την κατοχή του επίµαχου αντικειμένου είχε υποβάλει και ο ιδιοκτήτης του Πύργου, υποστηρίζοντας ότι πρόκειται για το οικόσημο του Πύργου και πρέπει να του αποδοθεί, το αίτημα δε αυτό οµοίως απερρίφθη, µε την, εκδοθείσα την ίδια ηµέρα µε την προσβαλλόµενη, πράξη, με την αιτιολογία ότι το οικόσημο έχει µεγάλη επιστημονική και ιστορική σηµασία και ότι «η πιθανότητα επανένταξής του στο μνηµειακό συγκρότηµα θα επανεξετασθεί στο πλαίσιο της αποκατάστασης του μνημείου, µετά από περαιτέρω επιστημονική έρευνα».
Με την κρινόµενη αίτηση προβάλλεται ότι αναιτιολογήτως χαρακτηρίσθηκε το ευρεθέν μαρμάρινο αντικείµενο ως οικόσημο και ότι µη νομίμως και κατά παράβαση του άρθρου 20 παρ. 1 [περ. β΄] και παρ. 2 του ν. 3028/2002 η Διοίκηση έκρινε ότι αυτό συνιστούσε κινητό μνημείο, παρά το γεγονός ότι δεν είχε χαρακτηρισθεί ως τέτοιο. Ισχυρίζεται, περαιτέρω, ο αιτών ότι, ελλείψει χαρακτηρισμού του ως μνημείου, το επίµαχο αντικείµενο δεν απολαύει της προστασίας του ν. 3028/2002.
Στην εισήγηση αρχαιολόγου της Εφορείας Αρχαιοτήτων Κυκλάδων προς το ΤΣΜΝΑ, το επίμαχο εύρημα περιγράφεται λεπτομερώς ως προς το σχήμα, τις διαστάσεις και τα λοιπά διακοσμητικά του στοιχεία (παράσταση λέοντος, εγχάρακτες επιγραφές µε λατινικά στοιχεία) και συνδέεται µε τον ιδιοκτήτη του Πύργου και την ομώνυμη επιφανή οικογένεια του νησιού. Εν όψει τούτου, η κρίση ότι το ευρεθέν μαρμάρινο αντικείµενο αποτελεί «οικόσημο» παρίσταται νομίμως και επαρκώς αιτιολογηµένη και αβασίμως προβάλλεται ο περί του αντιθέτου λόγος, ενώ, κατά τα λοιπά, απαραδέκτως αμφισβητείται η σχετική ουσιαστική εκτίμηση της Διοίκησης. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τις διατάξεις του άρθρου 20 του ν. 3028/2002, τα κινητά που χρονολογούνται µετά το 1453 έως και το 1830 και έχουν αποσπασθεί από ακίνητο μνημείο, προστατεύονται αυτοδικαίως από το νόµο, χωρίς να απαιτείται η έκδοση διοικητικής πράξης χαρακτηρισμού τους ως μνημείων. Υπό τα δεδοµένα αυτά, ο εξεταζόμενος λόγος πρέπει, και κατά το δεύτερο σκέλος του, να απορριφθεί ως αβάσιµος, εφόσον µε αυτόν δεν αμφισβητείται ότι το ευρεθέν οικόσημο ανήκει στη μεταβυζαντινή περίοδο [1453-1830], ούτε ότι απεσπάσθη από κάποιο ακίνητο μνημείο. Είναι δε αδιάφορο, από της απόψεως αυτής, αν το επίμαχο αντικείµενο απεσπάσθη, όπως δέχθηκε η Διοίκηση, από τον Πύργο Σωμµαρίπα ή, όπως υποστηρίζει ο αιτών, από το κτίσμα του συγκροτήµατος βοηθητικών οικιών χώρων του Πύργου, δοθέντος ότι και το τελευταίο αυτό κτίσμα ευρισκόταν εντός της ζώνης προστασίας του κηρυχθέντος ιστορικού διατηρητέου μνημείου του Πύργου, τελούσε σε άµεση σχέση προς αυτόν, διατηρούσε μάλιστα, κατά την κρίση της Διοίκησης, αξιόλογα στοιχεία µεταβυζαντινής αρχιτεκτονικής και αποτελούσε, και αυτό, αντικείµενο προστασίας των διατάξεων του ν. 3025/2002. Κατόπιν αυτού, παρέλκει η έρευνα του ζητήματος αν το οικόσημο μπορούσε να θεωρηθεί εκ του νόµου προστατευόμενο κινητό μνημείο και για το λόγο ότι αποτελούσε εύρημα ανασκαφής ή άλλης αρχαιολογικής έρευνας.
Προβάλλεται ότι η Διοίκηση έκρινε χωρίς επαρκή αιτιολογία ότι το επίδικο οικόσημο απεσπάσθη από τον Πύργο Σωµµαρίπα, αγνοώντας επιστημονικές μελέτες και ευρήματα, βάσει των οποίων το οικόσημο του Πύργου Σωµµαρίπα έχει βρεθεί και φυλάσσεται από ετών, αρχικώς, στην οικία απογόνου της οικογένειας Σωµµαρίπα, στη Χώρα Νάξου, και, στη συνέχεια, στην Καθολική Επισκοπή της Χώρας. Αντιθέτως, κατά τον αιτούντα, η Διοίκηση στηρίχθηκε µη νομίμως σε άδηλες ενδείξεις και µη καταγεγραμμένες προφορικές μαρτυρίες, καθώς και στα αναφερόμενα στην εισήγηση της ΕΦ.Α. επιχειρήματα, για την ύπαρξη εσοχής και επιγραφής ιδίας ημερομηνίας (1656) και περιεχοµένου (FSΝ), στο ανώφλι του παραθύρου του ορόφου του ως άνω Πύργου, τα οποία, όμως, κατά την άποψή του, δεν αιτιολογούν την απόσπαση του οικοσήµου από αυτόν, αλλά τεκμηριώνουν µόνον τη σύνδεσή του µε τον οίκο των Σωμμαρίπα.
Κατά την έννοια της προσβαλλόµενης πράξης, η άρνηση απόδοσης του οικοσήµου στον αιτούντα στηρίζεται στην κρίση της Διοίκησης ότι αυτό δεν προέρχεται από το κτίσμα του ιδίου, αλλά από τον Πύργο Σωµµαρίπα, από τον οποίον και είχε αποσπασθεί, και ότι, επομένως, προορίζεται να εντεθεί στη αρχική του θέση, προκειµένου να αναδειχθεί ο Πύργος, µετά την αναστήλωσή του, στην αυθεντική του µορφή, µε την ενσωμάτωση όλων των ιστορικών, διακοσμητικών και καλλιτεχνικών στοιχείων που συνθέτουν το ιστορικό διατηρητέο μνημείο ως ενιαίο σύνολο, όπως επιτάσσουν τα άρθρα 24 παρ. 6 του Συντάγματος και 3 παρ. 1 του ν. 3028/2002. Η κρίση, όµως, αυτή της Διοίκησης ως προς την προέλευση και απόσπαση του οικοσήµου από τον Πύργο Σωµµαρίπα παρίσταται ανεπαρκώς αιτιολογηµένη. Και τούτο, διότι όπως αναφέρθηκε στη σκέψη 5 της παρούσης, κατά τη διοικητική διαδικασία ενώπιον του ΤΣΜΝΑ, ο αιτών είχε προβάλει ειδικούς και συνοδευόµενους απὀ συγκεκριµένα στοιχεία ισχυρισμούς, σύμφωνα µε τους οποίους το οικόσημο του Πύργου Σωμµαρίπα στο Σαγκρί είχε ήδη βρεθεί, εν μέρει θραυσµένο, ταυτοποιηθεί και φωτογραφηθεί και φυλασσόταν στην Καθολική Επισκοπή, και, κατά λογική ακολουθία, δεν ήταν βέβαιον αν το προσφάτως ευρεθέν στην ιδιοκτησία του αιτούντος οικόσημο αποτελούσε, και αυτό, [δεύτερο] οικόσημο εντεθειµένο στον Πύργο και αποσπασθέν από αυτόν καθ’ οιονδήποτε τρόπο ή αν ανήκε και είχε αποσπασθεί από το βοηθητικό κτίσμα του αιτούντος, στους χώρους του οποίου βρέθηκε. Παρά ταύτα, το ΤΣΜΝΑ και, εν τέλει, η προσβαλλόµενη πράξη απέρριψαν σιωπηρώς τους ανωτέρω ισχυρισμούς, µε αόριστη επίκληση της «επιστημονικής έρευνας» που είχε ήδη διεξαχθεί, προτού δηλ. τεθούν υπόψη της Διοίκησης τα νεώτερα ως άνω κρίσιμα στοιχεία, και βάσει της εισήγησης της τοπικής Εφορείας, που κατέληγε στο συμπέρασμα ότι το επίμαχο προερχόταν «χωρίς καµία αμφιβολία» από τον Πύργο Σωμµαρίπα, λόγω της ύπαρξης ίδιας χρονολογίας [1656] και αρχικών [FSN] στο ανώφλι του παραθύρου του ορόφου του Πύργου και της ύπαρξης εσοχής σε αυτό, αλλά και κατ’ επίκληση, αορίστως αναφεροµένων, προφορικών μαρτυριών, χωρίς να έχει αξιολογηθεί η ύπαρξη και σηµασία του άλλου οικοσήμου και χωρίς να εξετασθεί η πιθανότητα το επίµαχο να κοσμούσε παλαιόθεν άλλο κτίσμα του συγκροτήµατος. Ενόψει των ανωτέρω, η προσβαλλόμενη πράξη παρίσταται ανεπαρκώς αιτιολογηµένη, κατά τα βασίµως προβαλλόµενα. Δεν μπορούν δε να ληφθούν υπόψη τα αναφερόμενα στο από 20.05.2019 έγγραφο απόψεων προς το Δικαστήριο, µε το οποίο η Διοίκηση παραθέτει επιστημονικές και ουσιαστικές κρίσεις επί του ζητήματος της προέλευσης του οικοσήµου και επιχειρεί να αντικρούσει τους προβληθέντες κατά τη διοικητική διαδικασία ισχυρισμούς του αιτούντος και να αναπληρώσει απαραδέκτως την ελλείπουσα ειδική αιτιολογία.
Πρόεδρος: Μ. Γκορτζολίδου
Εισηγητής: Μ. Σωτηροπούλου
Το πλήρες κείμενο της απόφασης θα αναρτηθεί αμέσως μετά την καθαρογραφή του από το Δικαστήριο.