ΣΤΕ 417/2019 [ΝΟΜΙΜΗ ΥΑ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΟΡΟΥΣ ΚΑΙ ΤΑ ΚΡΙΤΗΡΙΑ ΧΩΡΟΘΕΤΗΣΗΣ ΜΥΗΕ]
Περίληψη
– Κατά τη θέσπιση των σχετικών κανονιστικών ρυθμίσεων που διέπουν τους όρους περιβαλλοντικής αδειοδότησης των ΜΥΗΕ, ο αρμόδιος Υπουργός έχει ευρεία διακριτική ευχέρεια προσθήκης ειδικότερων ρυθµίσεων και τεχνικών προδιαγραφών που πρέπει να πληρούν τα ΜΥΗΕ ισχύος µικρότερης των 15ΜW, ώστε να διασφαλίζουν καλύτερα τη βιωσιμότητα του περιβάλλοντος και την αρμονική ένταξή τους σε αυτό, υπό την προϋπόθεση, πάντως, ότι οι σχετικές ρυθµίσεις δεν είναι προδήλως απρόσφορες για την εξυπηρέτηση των ανωτέρω σκοπών και δεν υπερβαίνουν προδήλως το απαραίτητο για την πραγματοποίηση του επιδιωκόμενου σκοπού µέτρο. Έξαλλου, ο νομοθέτης, κοινός και κανονιστικός, δεν κωλύεται, καταρχήν, από το Σύνταγμα να τροποποιεί ή να καταργεί, κατά τρόπο απρόσωπο και αντικειμενικό, τις ισχύουσες κανονιστικές ρυθμίσεις έστω και αν αυτές είναι ευνοϊκές για μία κατηγορία προσώπων, κατά τρόπο που να εξυπηρετούν πληρέστερα, κατά την αντίληψή του, το δημόσιο συμφέρον, όπως διαµορφώνεται από τις διαρκώς µεταβαλλόµενες συνθήκες.
Εφόσον δε η θέσπιση κανονιστικής ρύθμισης κατά σύννομη άσκηση κανονιστικής αρμοδιότητας, δυνάµει νοµοθετικής εξουσιοδότησης, δεν συνιστά εφαρμογή κανόνα δικαίου σε συγκεκριµένη ατοµική περίπτωση αλλά θέση γενικού και απρόσωπου κανόνα δικαίου, αποτελούσα, κατά το ουσιαστικό της περιεχόμενο, νοµοθέτηση, δεν απαιτείται αιτιολογία εκ μέρους της Διοίκησης για την πρόκριση συγκεκριμένης ρύθμισης ως βέλτιστης. Η κανονιστική πράξη ελέγχεται µόνον από την άποψη της τήρησης των όρων της εξουσιοδοτικής διάταξης επί της οποίας εκδίδεται, καθώς και της τυχόν υπέρβασης των ορίων της εξουσιοδότησης, η σκοπιμότητα δε εισαγωγής της σχετικής ρύθμισης καθώς και η ουσιαστική εκτίμηση των δεδομένων στα οποία στηρίχθηκε η Διοίκηση, δεν αποτελούν, κατ’ αρχήν, αντικείμενο ακυρωτικού ελέγχου. Έξάλλου, η λήψη υπόψη και η εκτίμηση από τη Διοίκηση κριτηρίων τιθεµένων από την εξουσιοδοτική διάταξη δεν είναι απαραίτητο να προκύπτει από την ίδια την κανονιστικη ρύθμιση αλλά μπορεί να προκύπτει από τις σχετικές προπαρασκευαστικές πράξεις ή και άλλα στοιχεία του φακέλου.
Όπως προκύπτει ευθέως από την αντιπαραβολή των διατάξεων της προσβαλλόμενης απόφασης με το άρθρο 16 του ΕΠΧΣΑΑ-ΑΠΕ, τα θεσπιζόμενα πρόσθετα κριτήρια χωροθέτησης ΜΥΗΕ αποτελούν πράγματι συμπλήρωση και εξειδίκευση και όχι αναθεώρηση των ήδη υφιστάμενων και σαφώς οριζόμενων κριτηρίων του Ειδικού Χωροταξικού Πλαισίου, ώστε να τίθεται ζήτημα εφαρμογής των χρονικών περιορισμών για την αναθεώρηση που θέτει ο προγενέστερος, άλλωστε, νόμος 2742/1999 περί χωροταξικών πλαισίων, ενώ δεν συνιστούν ούτε πρόσθετες ζώνες αποκλεισμού, οι οποίες αναφέρονται περιοριστικά στο άρθρο 14 του ΕΧΠΣΑΑ-ΑΠΕ (περιοχές κηρυγμένων διατηρητέων µνημείων, απολύτου προστασίας της φύσης, υγρότοπων διεθνούς σημασίας, πυρήνων Εθνικών Δρυμών κλπ, οικοτόπων προτεραιότητας, παραδοσιακών και ιστορικών οικισμών, τμημάτων λατομικών περιοχών κλπ). Η ενίσχυση δε των ήδη υφιστάμενων κριτηρίων προς το σκοπό της βέλτιστης προστασίας του περιβάλλοντος και της εξασφάλισης της βιωσιµότητας αυτού, κατά τρόπο που κρίνεται εύλογος και όχι προδήλως απρόσφορος για την επίτευξη των εν λόγω σκοπών, ευρίσκεται εντός των ορίων και του σκοπού της νομοθετικής εξουσιοδότησης που παρασχέθηκε με την ειδική και μεταγενέστερη του ΕΠΧΣΑΑ-ΑΠΕ διάταξη του άρθρου 9 παρ. 5 του ν. 3851/2010.
Δεν απαιτείται από τη Διοίκηση η παροχή αιτιολογίας για την πρόκριση των συγκεκριμένων κανονιστικών ρυθμίσεων ως βέλτιστων, από τα προπαρασκευαστικά δε στοιχεία που επικαλείται η Διοίκηση για την έκδοση της πράξης προκύπτει ότι τα κριτήρια που έλαβε υπόψη της για την επιλογή των υπό κρίση ρυθμίσεων (εξασφάλιση μεγαλύτερου τμήματος της ελεύθερης φυσικής κοίτης του υδατορεύματος, αποφυγή συσσώρευσης περισσότερων ΜΥΗΕ στο ίδιο υδατόρευμα, αποτροπή του κινδύνου αφανισμού της ιχθυοπανίδας του υδατορεύµατος) είναι εύλογα και σύμφωνα µε την αρχή της αναλογικότητας, πληρούν δε τους όρους που θέτει η εξουσιοδοτική διάταξη για την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης (λήψη μέτρων για την πρόσθετη διασφάλιση των περιβαλλοντικών μέσων και παραμέτρων και την αρμονική ένταξη των μικρών υδροηλεκτρικών με ισχύ μικρότερη των 15ΜW, στο περιβάλλον), ενώ η εκτίµηση της Διοίκησης ως προς την επιλογή των συγκεκριμένων μέτρων δεν δύναται να ελεγχθεί περαιτέρω ως προς την ορθότητα της. Εξάλλου, οι ισχυρισμοί των αιτούντων περί παραβιάσεως των διδαγμάτων της επιστήμης και της κοινής πείρας από τη Διοίκηση κατά τη θέσπιση των ένδικων, τεχνικού χαρακτήρα ρυθμίσεων, προβάλλονται αορίστως, δεν τεκμηριώνονται από τα προαναφερόµενα στοιχεία που προσκοµίστηκαν από τους αιτούντες (με το υπόμνημα, ενόψει της συζητήσεως της υποθέσεως) και γενικώς δεν δύνανται να κλονίσουν τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης πράξης. Κατά το μέρος δε που με τον λόγο αυτό αμφισβητείται η σκοπιµότητα θέσπισης των επίμαχων ρυθμίσεων, ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, διότι πλήττει την ανέλεγκτη στην ακυρωτική δίκη κρίση και εκτίµηση της Διοίκησης σχετικά με τον τρόπο άσκησης της κανονιστικής της ευχέρειας, η οποία ασκήθηκε εντός των πλαισίων του νόμου και της εξουσιοδοτικής διάταξης.
Η θέσπιση μεταβατικών διατάξεων που αποτρέπουν τη μαζική εγκατάσταση ΜΥΗΕ σε υδατορεύματα, τα οποία δεν πληρούν τους όρους αυξημένης περιβαλλοντικής προστασίας που τίθενται με την προσβαλλόμενη απόφαση, παρίσταται εύλογη, καθόσον δεν καταργεί κεκτημένα περιουσιακά δικαιωματα και προσδοκίες αλλά θέτει πρόσθετους όρους περιβαλλοντικής νομιμότητας για την αδειοδότηση ΜΥΗΕ, εξίσου για τους νέους επενδυτές και για όσους δεν είχαν λάβει ήδη περιβαλλοντική αδειοδότηση κατά τη θέσπιση της προσβαλλόμενης ρύθμισης, περαιτέρω δε εξυπηρετεί τόσο τους περιβαλλοντικούς σκοπούς της εξουσιοδοτικής διάταξης όσο και τον συνταγματικό σκοπό της συντονισµένης και ισόρροπης ανάπτυξης της οικονομικής δραστηριότητας σύμφωνα με το άρθρο 106 του Συντάγματος.
Πρόεδρος: Ι. Μαντζουράνης
Εισηγητής: Θ. Ζιάμου
ΒΑΣΙΚΕΣ ΣΚΕΨΕΙΣ
2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η ακύρωση της απόφασης υπ’ αριθμ. οικ./196978/8.3.2011 της (πρώην) Υπουργού Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής με θέμα: “Συμπλήρωση και εξειδίκευση τεχνικών και λοιπών λεπτομερειών των κριτηρίων χωροθέτησης Μικρών Υδροηλεκτρικών Έργων (ΜΥΗΕ) που προβλέπονται στο Ειδικό Πλαίσιο Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης για τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΕΠΧΣΑΑ-ΑΠΕ) σύμφωνα με την παρ. 5 του άρθρου 9 του ν. 3851/2010” (Β΄ 518/5.4.2011, ημερομηνία κυκλοφορίας: 6.4.2011).
3. Επειδή, οι υπό στοιχ. 2, 4, 5 εκ των αιτούντων, οι οποίοι δεν παρέστησαν κατά τη συζήτηση της κρινομένης αιτήσεως, δεν νομιμοποίησαν τον υπογράφοντα την αίτηση δικηγόρο με έναν από τους τρόπους που προβλέπονται στο άρθρο 27 παρ. 1 και 2 του π.δ/τος 18/1989 (Α΄ 8), όπως οι παράγραφοι αυτές αντικαταστάθηκαν με το άρθρο 4 παρ. 2α του ν. 2479/1997 (Α΄ 67). Συνεπώς, ως προς αυτούς, η αίτηση πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη. Τα λοιπά νομικά πρόσωπα, το πρώτο ως εκ του σκοπού του και οι λοιπές Α.Ε. ως ασκούσες δραστηριότητες ΜΥΗΕ με έννομο συμφέρον και εν γένει παραδεκτώς ασκούν την κρινόμενη αίτηση.
4. Επειδή, στο Ειδικό Πλαίσιο Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης για τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (Β΄ 2464/2008) ορίζονται τα εξής: “Άρθρο 13. Εντοπισμός υδατικών διαμερισμάτων με εκμεταλλεύσιμο υδραυλικό δυναμικό. 1. Οι περιοχές αξιοποίησης υδατικού δυναμικού εντοπίζονται κυρίως σε ημιορεινές και ορεινές περιοχές (δασικές ή χέρσες εκτάσεις), όπου η ύπαρξη του φυσικού πόρου (νερό) σε συνδυασμό με την υψομετρική διαφορά που επιτυγχάνεται από το σημείο υδροληψίας μέχρι τον σταθμό παραγωγής ενέργειας, εξασφαλίζουν τη σκοπιμότητα και βιωσιμότητα του έργου. 2. Με βάση τις εκτιμήσεις για το υδροηλεκτρικό δυναμικό της χώρας ανά υδατικό διαμέρισμα, μεγάλη πυκνότητα εκμεταλλεύσιμου δυναμικού παρουσιάζουν τα υδατικά διαμερίσματα της Ηπείρου, της Δυτικής Στερεάς Ελλάδας, της Δυτικής Μακεδονίας, της Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης και της Δυτικής και Βόρειας Πελοποννήσου. Άρθρο 14. Περιοχές αποκλεισμού. 1. Η χωροθέτηση ΜΥΗΕ αποκλείεται εντός των ακόλουθων περιοχών: α. Των κηρυγμένων διατηρητέων μνημείων … β. Των περιοχών απολύτου προστασίας της φύσης … γ. Των υγροτόπων διεθνούς σημασίας … δ. Των πυρήνων των Εθνικών Δρυμών … ε. Των οικοτόπων προτεραιότητας … στ. Των παραδοσιακών οικισμών και των ιστορικών κέντρων ή τμημάτων πόλεων. ζ. Των τμημάτων των λατομικών περιοχών … η. (Η περ. η΄ καταργήθηκε με την παρ. 4 του άρθρου 9 του ν. 3851/2010, Α΄ 85). Άρθρο 15. Ειδικά κριτήρια χωροθέτησης ΜΥΗΕ. Για τη χωροθέτηση Μικρών Υδροηλεκτρικών Έργων λαμβάνονται υπόψη τα εξής κριτήρια: 1. Τα έργα μικρού ύψους υδραυλικής πτώσης (Η<20m), πρέπει να σχεδιάζονται με τέτοιον τρόπο ώστε το συνολικό οπτικό αποτέλεσμα από το έργο (κύριο έργο και συνοδό) να έχει τη μικρότερη δυνατή επίπτωση και να καταλαμβάνει τον ελάχιστο δυνατό όγκο. Στην περίπτωση που είναι τεχνικά δυνατό, το έργο υδροληψίας και ο σταθμός παραγωγής πρέπει να αποτελούν ένα ενιαίο σύνολο και να αποφεύγεται η διάσπασή τους σε διακριτές θέσεις. Σε αντίθετη περίπτωση, πρέπει το μεγαλύτερο μέρος των έργων προσαγωγής του νερού και του σταθμού να κατασκευάζεται υπόγεια. 2. Στα έργα μέσου και μεγάλου ύψους υδραυλικής πτώσης (Η> 20m), τα οποία χωροθετούνται εντός των περιοχών του Δικτύου ΦΥΣΗ 2000, κρίνεται σκόπιμη η κατασκευή σηράγγων ή εγκιβωτισμένων αγωγών εντός του εδάφους στο υδραυλικό σύστημα προσαγωγής και απαγωγής της παροχής, ώστε να μην υπάρχει πρόσθετη περιβαλλοντική επιβάρυνση. Επιβάλλεται η αξιοποίηση/χρήση των υφιστάμενων υποδομών (δρόμοι, δίκτυα κ.λπ.). 3. Το μήκος των συνοδών έργων πρόσβασης (οδοποιία) για τις κατηγορίες έργων με ονομαστική ισχύ μικρότερη του 1MW, δεν μπορεί να είναι δυσανάλογο των υπολοίπων έργων που απαιτούνται για την κατασκευή του υδροηλεκτρικού έργου (μήκος σωλήνωσης προσαγωγής) και σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να υπερβαίνει συνολικά τα 3,0 χλμ. Δεν πρέπει να επιτρέπονται έργα οδοποιίας η κατασκευή των οποίων απαιτεί ουσιώδη μεταβολή στην παραποτάμια βλάστηση και σε γεωλογικούς σχηματισμούς ή συνεπάγεται επίχωση της κοίτης του υδατορεύματος ή ενδέχεται να προκαλέσει κατολισθήσεις, διαβρώσεις και ασταθείς εδαφικές συνθήκες. Επίσης θα πρέπει να υπάρχει μέριμνα εφόσον τεχνικώς είναι εφικτό τα δίκτυα διασύνδεσης να είναι υπόγεια. 4. Η νέα γραμμή ΜΤ που κατασκευάζεται αποκλειστικά για τη διασύνδεση ενός ΜΥΗΕ με ονομαστική ισχύ <1MWe, δεν πρέπει να είναι μεγαλύτερη από 5 χλμ. Εξαιρούνται οι περιπτώσεις σύνδεσης ΜΥΗΕ στο δίκτυο μέσης τάσης που κατασκευάζονται εξ ολοκλήρου επί υφισταμένων υποδομών ή που δεν απαιτούν συνοδά έργα μήκους μεγαλύτερου των 5 χλμ. Εξαιρούνται επίσης οι περιπτώσεις υπογείου δικτύου που οδεύει κατά μήκος των συνοδών έργων οδοποιίας ή του αγωγού προσαγωγής. Άρθρο 16. Κριτήρια για την εκτίμηση φέρουσας ικανότητας υποδοχέων ΜΥΗΕ. 1. Για τις ανάγκες της παρούσας απόφασης, ως “φέρουσα ικανότητα” των υποδοχέων (υδατορευμάτων) ΜΥΗΕ νοείται η μέγιστη δυνατότητα εγκατάστασης (δηλαδή η πυκνότητα εγκατάστασης) ΜΥΗΕ στην ίδια “γραμμή” ύπαρξης, δηλαδή στο ίδιο υδατόρευμα. 2. Η φέρουσα ικανότητα των υποδοχέων ΜΥΗΕ αποσκοπεί στη διασφάλιση της συνύπαρξης των ΜΥΗΕ με άλλες χρήσεις που εξυπηρετούνται από τον ίδιο υποδοχέα, όπως ιδίως η ύδρευση οικισμών και η άρδευση των γεωργικών εκτάσεων και στη διατήρηση των υδροβιολογικών και οικολογικών χαρακτηριστικών τους. 3. Για την εκτίμηση της φέρουσας ικανότητας των υποδοχέων ΜΥΗΕ καθορίζονται τα εξής ειδικά κριτήρια: α. Εφόσον στη ζώνη κατάληψης του έργου υφίσταται και άλλη χρήση νερού, πρέπει να εξασφαλίζεται κατά προτεραιότητα η ικανοποίηση των υφιστάμενων υδρευτικών, αρδευτικών και οικολογικών αναγκών. β. Καθ’ όλο το μήκος του τμήματος της φυσικής κοίτης του υδατορεύματος από το οποίο εκτρέπεται το νερό (από το σημείο υδροληψίας έως το σημείο επαναφοράς του νερού στη φυσική κοίτη), πρέπει να εξασφαλίζεται η ελάχιστη οικολογική παροχή όπως προβλέπεται παρακάτω. γ. Όταν προβλέπεται εκτροπή του νερού από τη φυσική κοίτη του υδατορεύματος και για μήκος μεγαλύτερο των 250m, το μήκος του τμήματος φυσικής κοίτης που θα αφήνεται μεταξύ δύο επάλληλων ΜΥΗΕ (δηλαδή μεταξύ του σημείου επαναφοράς του νερού στη φυσική κοίτη για το ανάντη ΜΥΗΕ και του σημείου υδροληψίας ή την αρχή της τεχνητής λίμνης του πλησιέστερου κατάντη ΜΥΗΕ δεν μπορεί να είναι μικρότερο των 1000m. δ. Οι ανωτέρω περιορισμοί δεν ισχύουν: δ1) στην περίπτωση που το νέο ΜΥΗΕ εκμεταλλεύεται υδατόπτωση υπάρχοντος φράγματος μεγάλου υδροηλεκτρικού έργου, δ2) στην περίπτωση έργων πολλαπλής χρήσης νερού ή στην περίπτωση ενσωμάτωσης ΜΥΗΕ σε υφιστάμενο αρδευτικό ή υδρευτικό δίκτυο, ακόμη και αν απαιτηθεί αντικατάσταση μέρους ή του συνόλου του δικτύου. 3. Μέχρι να καθορισθούν τα κριτήρια της ελάχιστης απαιτούμενης οικολογικής παροχής ανά λεκάνη απορροής, σύμφωνα και με τις προβλέψεις του ν. 3199/2003, ως ελάχιστη απαιτούμενη οικολογική παροχή νερού που παραμένει στη φυσική κοίτη υδατορεύματος, αμέσως κατάντη του έργου υδροληψίας του υπό χωροθέτηση ΜΥΗΕ, πρέπει να εκλαμβάνεται το μεγαλύτερο από τα πιο κάτω μεγέθη, εκτός αν απαιτείται τεκμηριωμένα η αύξησή της, λόγω των απαιτήσεων του κατάντη οικοσυστήματος (ύπαρξη σημαντικού οικοσυστήματος): -30% της μέσης παροχής των θερινών μηνών Ιουνίου – Ιουλίου – Αυγούστου ή -50% της μέσης παροχής του μηνός Σεπτεμβρίου ή -30 lt/sec σε κάθε περίπτωση. στ. Ιδιαίτερη σημασία πρέπει να αποδίδεται κατά την έγκριση των σχετικών περιβαλλοντικών όρων στην εκτίμηση και αντιμετώπιση των συνολικών και συσσωρευτικών επιπτώσεων των ΜΥΗΕ που βρίσκονται εντός απόστασης 10 χλμ. φυσικής κοίτης ανάντη και κατάντη των άκρων του προτεινόμενου έργου.”.
5. Επειδή, στη συνέχεια εκδόθηκε ο νόμος 3851/2010 “Επιτάχυνση της ανάπτυξης των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής κ.ά. …” (Α΄ 85), στο άρθρο 9 του οποίου ορίζονται τα εξής: ‘Θέματα χωροθέτησης εγκαταστάσεων ΑΠΕ. 1. (…) 5. Για την πρόσθετη διασφάλιση των περιβαλλοντικών μέσων και παραμέτρων και την αρμονική ένταξη των μικρών υδροηλεκτρικών με ισχύ μικρότερη των 15MW, στο περιβάλλον, τα κριτήρια χωροθέτησής τους που προβλέπονται στο Ειδικό Πλαίσιο Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης για τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (Β΄ 2464) μπορούν να εξειδικεύονται στις τεχνικές τους και λοιπές λεπτομέρειες ή να συμπληρώνονται με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής’. Σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις του νόμου, κατά τη θέσπιση των σχετικών κανονιστικών ρυθμίσεων που διέπουν τους όρους περιβαλλοντικής αδειοδότησης των ΜΥΗΕ, ο αρμόδιος Υπουργός έχει ευρεία διακριτική ευχέρεια προσθήκης ειδικότερων ρυθμίσεων και τεχνικών προδιαγραφών που πρέπει να πληρούν τα ΜΥΗΕ ισχύος μικρότερης των 15MW, ώστε να διασφαλίζουν καλύτερα τη βιωσιμότητα του περιβάλλοντος και την αρμονική ένταξή τους σε αυτό, υπό την προϋπόθεση, πάντως, ότι οι σχετικές ρυθμίσεις δεν είναι προδήλως απρόσφορες για την εξυπηρέτηση των ανωτέρω σκοπών και δεν υπερβαίνουν προδήλως το απαραίτητο για την πραγματοποίηση του επιδιωκόμενου σκοπού μέτρο (πρβλ. ΣτΕ 3031/2008 Ολομ.). Εξάλλου, ο νομοθέτης, κοινός και κανονιστικός, δεν κωλύεται, κατ’ αρχήν, από το Σύνταγμα να τροποποιεί ή να καταργεί, κατά τρόπο απρόσωπο και αντικειμενικό, τις ισχύουσες κανονιστικές ρυθμίσεις, έστω και αν αυτές είναι ευνοϊκές για μία κατηγορία προσώπων, κατά τρόπο που να εξυπηρετούν πληρέστερα, κατά την αντίληψή του, το δημόσιο συμφέρον, όπως διαμορφώνεται από τις διαρκώς μεταβαλλόμενες συνθήκες (πρβλ. ΣτΕ 1220/2015 7μ., 4091/2012 7μ., 1737/1982). Εφόσον δε η θέσπιση κανονιστικής ρύθμισης κατά σύννομη άσκηση κανονιστικής αρμοδιότητας, δυνάμει νομοθετικής εξουσιοδότησης, δεν συνιστά εφαρμογή κανόνα δικαίου σε συγκεκριμένη ατομική περίπτωση αλλά θέση γενικού και απρόσωπου κανόνα δικαίου, αποτελούσα, κατά το ουσιαστικό της περιεχόμενο, νομοθέτηση, δεν απαιτείται αιτιολογία εκ μέρους της Διοίκησης για την πρόκριση συγκεκριμένης ρύθμισης ως βέλτιστης. Η κανονιστική πράξη ελέγχεται μόνον από την άποψη της τήρησης των όρων της εξουσιοδοτικής διάταξης επί της οποίας εκδίδεται, καθώς και της τυχόν υπέρβασης των ορίων της εξουσιοδότησης (πρβλ. ΣτΕ 1210/2010 Ολομ. κ.ά.), η σκοπιμότητα δε εισαγωγής της σχετικής ρύθμισης καθώς και η ουσιαστική εκτίμηση των δεδομένων στα οποία στηρίχθηκε η Διοίκηση, δεν αποτελούν, κατ’ αρχήν, αντικείμενο ακυρωτικού ελέγχου (πρβλ. ΣτΕ 820/2016 7μ., 2080/2015 7μ. κ.ά.). Εξάλλου, η λήψη υπόψη και η εκτίμηση από τη Διοίκηση κριτηρίων τιθεμένων από την εξουσιοδοτική διάταξη δεν είναι απαραίτητο να προκύπτει από την ίδια την κανονιστική ρύθμιση αλλά μπορεί να προκύπτει από τις σχετικές προπαρασκευαστικές πράξεις ή και άλλα στοιχεία του φακέλου (πρβλ. ΣτΕ 1712/2018 7μ., 1260/2018, σκ. 16-17 κ.ά.).
6. Επειδή, κατ’ εξουσιοδότηση της παραγράφου 5 του άρθρου 9 του ν. 3851/2010 εκδόθηκε η προσβαλλόμενη υπουργική απόφαση, κατ’ επίκληση, ειδικότερα, της ανάγκης για εξειδίκευση και συμπλήρωση των τεχνικών και λοιπών λεπτομερειών των κριτηρίων χωροθέτησης των έργων ΑΠΕ του Ειδικού Πλαισίου Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης (στοιχείο κ΄ του προοιμίου), της ανάγκης προστασίας του φυσικού περιβάλλοντος (βιοτικού και αβιοτικού) των υδατορευμάτων και των λεκανών τους από την ολοένα αυξανόμενη συσσώρευση και συνέργεια ΜΥΗΕ που παρατηρείται στο ίδιο υδατόρευμα και σε συμβάλλοντες με αυτό κλάδους (στοιχείο θ΄ του προοιμίου), καθώς και της ανάγκης για καθορισμό ενιαίων κριτηρίων αξιολόγησης για τις μελέτες περιβαλλοντικής αδειοδότησης των ΜΥΗΕ από τις κεντρικές και περιφερειακές Υπηρεσίες με σκοπό την κατά το δυνατόν ενιαία αντιμετώπιση των επενδυτών ΜΥΗΕ από όλες τις περιβαλλοντικές Υπηρεσίες της Διοίκησης σε κεντρικό, περιφερειακό και νομαρχιακό επίπεδο (στοιχείο ι΄ του προοιμίου). Με την απόφαση αυτή ορίστηκαν τα εξής: “Άρθρο 1. Σκοπός. Με την παρούσα απόφαση αποσκοπείται: α) η πρόσθετη διασφάλιση των περιβαλλοντικών μέσων και παραμέτρων και η αρμονική ένταξη των Μικρών Υδροηλεκτρικών Έργων (ΜΥΗΕ) στο περιβάλλον, με την εξειδίκευση και συμπλήρωση των τεχνικών και λοιπών λεπτομερειών των κριτηρίων χωροθέτησης των έργων ΑΠΕ του Ειδικού Πλαισίου Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης (Άρθρο 16 της υπ’ αριθμ. 49828/2008 απόφασης ΦΕΚ 2464Β΄/2008), σε εφαρμογή της παρ. 5 του άρθρου 9 του ν. 3851/2010, β) η πληρέστερη αντιμετώπιση των συνολικών, αθροιστικών και συνεργιστικών επιπτώσεων ΜΥΗΕ που πρόκειται να εγκατασταθούν στο ίδιο υδατόρευμα και στους συμβάλλοντες με αυτό κλάδους, γ) η αποφυγή δυσανάλογου μήκους εκτροπών φυσικής κοίτης των υδατορευμάτων από την υλοποίηση ΜΥΗΕ, σε σχέση με την αποδιδόμενη ισχύ αυτών και προκειμένου να επιτυγχάνεται ο σκοπός του ΕΠΧΣΑΑ-ΑΠΕ όπως καθορίζεται στην παρ. 1β του άρθρου 1 αυτού, δηλαδή η δημιουργία εγκαταστάσεων ΑΠΕ, σύμφωνα με τις αρχές της βιωσιμότητας και της αρμονικής ένταξής τους στο φυσικό και ανθρωπογενές περιβάλλον. Άρθρο 2. Πεδίο Εφαρμογής. 1. Η παρούσα απόφαση εφαρμόζεται: α) στα ΜΥΗΕ (δηλαδή μεγέθους εγκατεστημένης ισχύος μέχρι 15MW, σύμφωνα με το ν. 3468/2006 όπως αυτός κάθε φορά ισχύει, β) κατά τον εκσυγχρονισμό, επέκταση, βελτίωση ή τροποποίηση υφιστάμενων ΜΥΗΕ, από την οποία θα υπάρχει ως συνέπεια η αύξηση της επίδρασης του έργου στη φυσική κοίτη με αύξηση του μήκους του αγωγού προσαγωγής ή με αύξηση του μήκους της λεκάνης κατάκλυσής του ή με αύξηση της εκμεταλλεύσιμης από το έργο παροχής. 2. Η παρούσα δεν εφαρμόζεται: α) … γ) στα ΜΥΗΕ για τα οποία πριν την έκδοση της παρούσας, i) είτε έχει εκδοθεί Απόφαση Έγκρισης Περιβαλλοντικών Όρων, ii) είτε έχει εκδοθεί άδεια παραγωγής πριν την έκδοση του ν. 3851/2010. Άρθρο 3. Συμπλήρωση και εξειδίκευση τεχνικών και λοιπών λεπτομερειών. α) Όταν προβλέπεται εκτροπή νερού από τη φυσική κοίτη του υδατορεύματος και για μήκος μεγαλύτερο των 250m, το μήκος του τμήματος φυσικής κοίτης που θα αφήνεται μεταξύ δύο επάλληλων ΜΥΗΕ (δηλαδή μεταξύ του σημείου επαναφοράς του νερού στη φυσική κοίτη για τα ανάντη ΜΥΗΕ και του σημείου υδροληψίας ή την αρχή της τεχνητής λίμνης του πλησιέστερου κατάντη ΜΥΗΕ) δεν μπορεί να είναι μικρότερο των 1000m και ταυτόχρονα δεν πρέπει να υπολείπεται του 33% του συνολικού μήκους της φυσικής κοίτης του υδατορεύματος μεταξύ του ανώτερου σημείου του ανάντη ΜΥΗΕ (σημείο υδροληψίας) και του κατώτερου σημείου του κατάντη ΜΥΗΕ (σημείο επαναφοράς του νερού στη φυσική κοίτη). Στην περίπτωση συμβολής ρεμάτων τα ανωτέρω ισχύουν χωριστά για τον κύριο κλάδο και χωριστά για τους παραποτάμους του. Δηλαδή δεν ισχύουν μεταξύ δύο ΜΥΗΕ των οποίων η υδροληψία του ενός βρίσκεται στον κύριο κλάδο και του άλλου στον δευτερεύοντα. Θεωρείται δε ως κύριος κλάδος εκείνος που έχει τη μεγαλύτερη ετήσια παροχή. β) Το μέγιστο επιτρεπόμενο μήκος (Lmax) του τμήματος της φυσικής κοίτης του υδατορεύματος από το οποίο εκτρέπεται το νερό με τον αγωγό προσαγωγής (έργο υδροληψίας έως το σημείο επαναφοράς του νερού στη φυσική κοίτη) σε σχέση με την εγκατεστημένη ισχύ του ΜΥΗΕ θα πρέπει να είναι σύμφωνο με τα παρακάτω: P<=0,3MW 0,3MW=Qοικ. Lmax=0,50Km. γ) Δεν υπάγονται στην περίπτωση της παραγράφου 3δ2 του άρθρου 16 του ΕΠΧΣΑΑ-ΑΠΕ τα υδροηλεκτρικά έργα (ΜΥΗΕ) που χρησιμοποιούν υδατοπτώσεις υφιστάμενου τεχνικού έργου με εκτροπή υδατορεύματος και τα οποία είτε αξιοποιούν μεγαλύτερες ποσότητες νερού από εκείνη που χρησιμοποιεί το κυρίως έργο είτε αξιοποιούν ενεργειακά το νερό σε άλλο χρονικό διάστημα (π.χ. χειμερινοί μήνες). Για αυτά τα ΜΥΗΕ εφαρμόζονται οι περιορισμοί των παραγράφων α και β του παρόντος άρθρου, θεωρώντας ως μήκος εκτροπής το συνολικό μήκος εκτροπής της φυσικής κοίτης του υδατορεύματος από το υφιστάμενο και προτεινόμενο έργο, εκτός αν αυτά τα ΜΥΗΕ λειτουργούν μόνο τους χειμερινούς μήνες και αξιοποιούν λιγότερο από το 20% της μέσης παροχής των μηνών αυτών. Απαγορεύεται από τη λειτουργία αυτών των ΜΥΗΕ να θιγούν, καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους, οι χρήσεις εκείνες για την εξυπηρέτηση των οποίων αρχικά κατασκευάσθηκε το υφιστάμενο τεχνικό έργο. δ) Σε περίπτωση ύπαρξης ιχθυοπανίδας στο υδατόρευμα, η οικολογική παροχή θα πρέπει πέραν της υπόγειας ροής διαμέσου των φερτών της κοίτης του υδατορεύματος, να εξασφαλίζει επιφανειακή ροή στο τμήμα εκτροπής της φυσικής κοίτης του υδατορεύματος, βάθους τουλάχιστον 20cm, στο βαθύτερο σημείο της διατομής της κοίτης. Το βάθος αυτό θα είναι απαιτητό για όλο το έτος, εφόσον το τμήμα εκτροπής της φυσικής κοίτης αποτελεί μόνιμο ενδιαίτημα της ιχθυοπανίδας, είτε σε αντίθετη περίπτωση για τα χρονικά διαστήματα εκείνα στα οποία η ιχθυοπανίδα κινείται ανάδρομα ή κατάδρομα στο τμήμα αυτό όπως θα τεκμηριώνεται στη ΜΠΕ. Άρθρο 4. Έναρξη ισχύος. Η ισχύς της παρούσας απόφασης αρχίζει από τη δημοσίευσή της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.”. Σύμφωνα με τα προβαλλόμενα από τη Διοίκηση, κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης, με την οποία προωθείται η εφαρμογή περιβαλλοντικών κριτηρίων για την αύξηση του ελεύθερου μήκους της φυσικής κοίτης των ποταμών, ελήφθη υπόψη η μέχρι τούδε εμπειρία από την αδειοδότηση ΜΥΗΕ που είχαν δυσανάλογες -σε σχέση με την αποδιδόμενη ισχύ- επιπτώσεις στο περιβάλλον, καθώς απαιτούσαν μεγάλο μήκος εκτροπής υδατορεύματος και εγκαθίσταντο, μαζί με τα συνοδά έργα (οδοποιίας κ.λπ.), σωρευτικά και σε αλληλουχία στο ίδιο υδατόρευμα. Περαιτέρω δε κρίθηκε αναγκαία η θέσπιση περιβαλλοντικών κριτηρίων για την εξασφάλιση του ελάχιστου βάθους επιφανειακής ροής των υδάτων με σκοπό τη διευκόλυνση της ανάδρομης και κατάδρομης μετακίνησης των ιχθύων, όπως τούτο επισημάνθηκε στις έγγραφες παρατηρήσεις διαφόρων περιβαλλοντικών φορέων, οργανώσεων, του Γεωτεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδας (Παραρτήματος Ανατολικής Μακεδονίας) και των Εθνικού Ιδρύματος Αγροτικής Έρευνας και Ινστιτούτου Αλιευτικής Έρευνας προς το Υπουργείο Περιβάλλοντος. Τέλος, με την έκδοση της προσβαλλόμενης υπουργικής απόφασης επιδιώχθηκε, κατά τη Διοίκηση, η προώθηση των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας στη βάση της επιβολής ενισχυμένων περιβαλλοντικών κριτηρίων και της διασφάλισης της ισονομίας στην αξιολόγηση των επενδυτικών προτάσεων από τις αρμόδιες περιβαλλοντικές αρχές.
7. Επειδή, προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη κανονιστική υπουργική απόφαση πρέπει να ακυρωθεί ως εκδοθείσα καθ’ υπέρβαση της νομοθετικής εξουσιοδότησης του άρθρου 9 παρ. 5 του ν. 3851/2010, καθόσον με την απόφαση αυτή θεσπίζονται πρωτογενώς νέα κριτήρια σχεδιασμού ΜΥΗΕ, τα οποία δεν αποτελούν εξειδίκευση ή συμπλήρωση τεχνικών και λοιπών λεπτομερειών των κριτηρίων που έχουν τεθεί με το ΕΠΧΣΑΑ-ΑΠΕ αλλά συνιστούν κατ’ ουσία νέα ρύθμιση. Ειδικότερα δε προβάλλεται ότι με την προσβαλλόμενη απόφαση: α) μειώνεται το όριο της συνολικής, φέρουσας ικανότητας των υδατορευμάτων (δηλαδή της μέγιστης δυνατότητας εγκατάστασης ΜΥΗΕ στο ίδιο υδατόρευμα) λόγω της προσθήκης, ως προϋπόθεσης έγκρισης του ΜΥΗΕ, πέραν της υποχρεωτικής άφεσης απόστασης τουλάχιστον 1000μ στο τμήμα της φυσικής κοίτης μεταξύ δύο επάλληλων ΜΥΗΕ, του υπολογισμού της ίδιας αυτής απόστασης και σε ποσοστό τουλάχιστον 33% του συνολικού μήκους της φυσικής κοίτης του υδατορεύματος μεταξύ του ανώτερου σημείου του ανάντη ΜΥΗΕ και του κατώτερου σημείου του κατάντη ΜΥΗΕ, τούτο δε χωριστά για τον κύριο κλάδο του ποταμού και για τους παραποτάμους του, β) αυξάνεται το όριο της οικολογικής παροχής που υποχρεωτικά αφήνεται στο σημείο υδροληψίας, μέσω της εφαρμογής μαθηματικού τύπου που συνδέει το μέγιστο επιτρεπόμενο μήκος του τμήματος της φυσικής κοίτης του υδατορεύματος από το οποίο εκτρέπεται το νερό με τον αγωγό προσαγωγής με την εγκατεστημένη ισχύ του ΜΥΗΕ, γ) καθίστανται αυστηρότερα τα κριτήρια υλοποίησης έργων που χρησιμοποιούν υδατοπτώσεις υφιστάμενου τεχνικού έργου με εκτροπή υδατορεύματος, τα οποία υποχρεώνονται πλέον είτε να αξιοποιούν μεγαλύτερες ποσότητες νερού από εκείνη που χρησιμοποιεί το κυρίως έργο είτε να αξιοποιούν ενεργειακά το νερό σε άλλο χρονικό διάστημα (π.χ. στους χειμερινούς μήνες), δ) το όριο της οικολογικής παροχής στην περίπτωση ύπαρξης ιχθυοπανίδας στο υδατόρευμα διαμορφώνεται πλέον με αναφορά όχι μόνο στην υπόγεια ροή διαμέσου των φερτών της κοίτης του υδατορεύματος, αλλά και στην επιφανειακή ροή στο τμήμα εκτροπής της φυσικής κοίτης του υδατορεύματος, η οποία πλέον θα πρέπει να εξασφαλίζεται σε βάθος τουλάχιστον 20cm, μετρούμενο στο βαθύτερο σημείο της διατομής της κοίτης του. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι, όπως προκύπτει ευθέως από την αντιπαραβολή των διατάξεων της προσβαλλόμενης απόφασης με το άρθρο 16 του ΕΠΧΣΑΑ-ΑΠΕ, τα θεσπιζόμενα πρόσθετα κριτήρια χωροθέτησης ΜΥΗΕ αποτελούν πράγματι συμπλήρωση και εξειδίκευση και όχι αναθεώρηση των ήδη υφιστάμενων και σαφώς οριζόμενων κριτηρίων του Ειδικού Χωροταξικού Πλαισίου, ώστε να τίθεται ζήτημα εφαρμογής των χρονικών περιορισμών για την αναθεώρηση που θέτει ο προγενέστερος, άλλωστε, νόμος 2742/1999 περί χωροταξικών πλαισίων, ενώ δεν συνιστούν ούτε πρόσθετες ζώνες αποκλεισμού, οι οποίες αναφέρονται περιοριστικά στο άρθρο 14 του ΕΧΠΣΑΑ-ΑΠΕ (περιοχές κηρυγμένων διατηρητέων μνημείων, απολύτου προστασίας της φύσης, υγρότοπων διεθνούς σημασίας, πυρήνων Εθνικών Δρυμών κ.λπ., οικοτόπων προτεραιότητας, παραδοσιακών και ιστορικών οικισμών, τμημάτων λατομικών περιοχών κ.λπ). Η ενίσχυση δε των ήδη υφιστάμενων κριτηρίων προς το σκοπό της βέλτιστης προστασίας του περιβάλλοντος και της εξασφάλισης της βιωσιμότητας αυτού, κατά τρόπο που κρίνεται εύλογος και όχι προδήλως απρόσφορος για την επίτευξη των εν λόγω σκοπών, ευρίσκεται εντός των ορίων και του σκοπού της νομοθετικής εξουσιοδότησης που παρασχέθηκε με την ειδική και μεταγενέστερη του ΕΠΧΣΑΑ-ΑΠΕ διάταξη του άρθρου 9 παρ. 5 του ν. 3851/2010.
8. Επειδή, περαιτέρω, προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη υπουργική απόφαση αιτιολογείται ελλιπώς από επιστημονικής απόψεως όσον αφορά τη θέσπιση κριτηρίων χωροθέτησης ΜΥΗΕ αυθαίρετων, μη ρεαλιστικών και εφαρμόσιμων και μη προσαρμόσιμων στις ιδιαιτερότητες του κάθε υδατορεύματος, τα οποία (κριτήρια) τελούν σε αντίθεση τόσο με τις εκπεφρασμένες θέσεις της επιστημονικής ελληνικής και ευρωπαϊκής κοινότητας και τα διδάγματα της κοινής πείρας όσο και με τις κατευθύνσεις που παρείχε η Ελληνική Βουλή για την ανάπτυξη και προώθηση των ΜΥΗΕ ως ζήτημα απόλυτης προτεραιότητας για τη χώρα (όπως διατυπώθηκαν στην προσκομιζόμενη Έκθεση της Υποεπιτροπής Υδατικών Πόρων της Ειδικής Μόνιμης Επιτροπής Προστασίας Περιβάλλοντος της Βουλής των Ελλήνων, με ημερομηνία 30.9.2016, σελ. 23-26). Κατά τα προβαλλόμενα από τους αιτούντες, τα νέα κριτήρια χωροθέτησης οδηγούν τελικώς σε μη αποδοτικά έργα από ενεργειακής απόψεως, λόγω της προώθησης έργων που καταλαμβάνουν μεγάλες διαστάσεις στο χώρο. Ειδικότερα, προβάλλεται ότι είναι νομικά και επιστημονικά πλημμελείς: η θέσπιση μαθηματικών κριτηρίων σύνδεσης μήκους εκτροπής και ισχύος του έργου, η απαίτηση ρυθμίσεων ελάχιστου βάθους ροής οι οποίες είναι αντίθετες στις επικρατούσες φυσικές συνθήκες, οι απαιτήσεις ελέγχων πρακτικά ανεφάρμοστων (όπως για τη διατήρηση συγκεκριμένου βάθους διατομής), η απαίτηση τήρησης κριτηρίων εφαρμόσιμων μόνο σε υδραυλικά διαμορφωμένες διατομές και όχι σε φυσικά υδατορεύματα, οι μαθηματικοί περιορισμοί στο ενδιάμεσο μήκος μεταξύ επάλληλων έργων και οι περιορισμοί στη μέγιστη αξιοποίηση του υδροδυναμικού υφιστάμενων υδατοπτώσεων και αρδευτικών έργων. Όμως, και ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος, διότι, όπως αναφέρεται ανωτέρω (σκέψη 5), δεν απαιτείται από τη Διοίκηση η παροχή αιτιολογίας για την πρόκριση των συγκεκριμένων κανονιστικών ρυθμίσεων ως βέλτιστων, από τα προπαρασκευαστικά δε στοιχεία που επικαλείται η Διοίκηση για την έκδοση της πράξης (σκέψη 6) προκύπτει ότι τα κριτήρια που έλαβε υπόψη της για την επιλογή των υπό κρίση ρυθμίσεων (εξασφάλιση μεγαλύτερου τμήματος της ελεύθερης φυσικής κοίτης του υδατορεύματος, αποφυγή συσσώρευσης περισσότερων ΜΥΗΕ στο ίδιο υδατόρευμα, αποτροπή του κινδύνου αφανισμού της ιχθυοπανίδας του υδατορεύματος) είναι εύλογα και σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, πληρούν δε τους όρους που θέτει η εξουσιοδοτική διάταξη για την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης (λήψη μέτρων για την πρόσθετη διασφάλιση των περιβαλλοντικών μέσων και παραμέτρων και την αρμονική ένταξη των μικρών υδροηλεκτρικών με ισχύ μικρότερη των 15MW, στο περιβάλλον), ενώ η εκτίμηση της Διοίκησης ως προς την επιλογή των συγκεκριμένων μέτρων δεν δύναται να ελεγχθεί περαιτέρω ως προς την ορθότητά της. Εξάλλου, οι ισχυρισμοί των αιτούντων περί παραβιάσεως των διδαγμάτων της επιστήμης και της κοινής πείρας από τη Διοίκηση κατά τη θέσπιση των ένδικων, τεχνικού χαρακτήρα ρυθμίσεων, προβάλλονται αορίστως, δεν τεκμηριώνονται από τα προαναφερόμενα στοιχεία που προσκομίστηκαν από τους αιτούντες (με το υπόμνημα, ενόψει της συζητήσεως της υποθέσεως) και γενικώς δεν δύνανται να κλονίσουν τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης πράξης. Κατά το μέρος δε που με τον λόγο αυτό αμφισβητείται η σκοπιμότητα θέσπισης των επίμαχων ρυθμίσεων, ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, διότι πλήττει την ανέλεγκτη στην ακυρωτική δίκη κρίση και εκτίμηση της Διοίκησης σχετικά με τον τρόπο άσκησης της κανονιστικής της ευχέρειας, η οποία, κατά τα εκτεθέντα, ασκήθηκε εντός των πλαισίων του νόμου και της εξουσιοδοτικής διάταξης.
9. Επειδή, τέλος, προβάλλεται ότι η περιληφθείσα στην προσβαλλόμενη απόφαση, μεταβατική διάταξη του άρθρου 2 παρ. 2, συνεπεία της οποίας αποκλείονται από την άσκηση επιχειρηματικής δραστηριότητας όσοι από τους αιτούντες είχαν υποβάλει μεν στη Διοίκηση φάκελο για προκαταρκτική περιβαλλοντική εκτίμηση, εξαιτίας όμως της πολυετούς καθυστέρησης της Διοίκησης κατά τον σχετικό έλεγχο, δεν έλαβαν έγκριση περιβαλλοντικών όρων παρά μόνον άδεια παραγωγής από τη Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3851/2010 (Α΄ 85/4.6.2010), θεσπίζεται κατά παραβίαση των συνταγματικών αρχών της ισότητας, της αναλογικότητας αλλά και του άρθρου 106 του Συντάγματος (περί κρατικού προγραμματισμού και συντονισμού της οικονομικής δραστηριότητας στη Χώρα για την εξασφάλιση της οικονομικής ανάπτυξης όλων των τομέων της εθνικής οικονομίας) και δεν δικαιολογείται από λόγους υπέρτερου δημόσιου συμφέροντος. Και ο λόγος αυτός ακυρώσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι η θέσπιση μεταβατικών διατάξεων που αποτρέπουν τη μαζική εγκατάσταση ΜΥΗΕ σε υδατορεύματα, τα οποία δεν πληρούν τους όρους αυξημένης περιβαλλοντικής προστασίας που τίθενται με την προσβαλλόμενη απόφαση, παρίσταται εύλογη, καθόσον δεν καταργεί κεκτημένα περιουσιακά δικαιώματα και προσδοκίες αλλά θέτει πρόσθετους όρους περιβαλλοντικής νομιμότητας για την αδειοδότηση ΜΥΗΕ, εξίσου για τους νέους επενδυτές και για όσους δεν είχαν λάβει ήδη περιβαλλοντική αδειοδότηση κατά τη θέσπιση της προσβαλλόμενης ρύθμισης, περαιτέρω δε εξυπηρετεί τόσο τους περιβαλλοντικούς σκοπούς της εξουσιοδοτικής διάταξης όσο και τον συνταγματικό σκοπό της συντονισμένης και ισόρροπης ανάπτυξης της οικονομικής δραστηριότητας σύμφωνα με το άρθρο 106 του Συντάγματος.
10. Επειδή, μετά την απόρριψη όλων των προβαλλόμενων λόγων ακυρώσεως, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.