ΣτΕ 53/2017 [Νομιμότητα ΑΕΠΟ σιδηροδρομικής γραμμής ΗΣΑΠ μεταξύ των σταθμών Μοναστηράκι-Θησείο]
Περίληψη
-Η κρίση περί της άμεσης ή μη αναγκαιότητας ανάδειξης μνημείου ως λόγου που επιτρέπει ή όχι την κατάχωση, πρέπει να συνάγεται ενόψει και των λόγων δημοσίου συμφέροντος που, τυχόν, συνηγορούν υπέρ της κατάχωσης, ιδίως αν αυτοί συνάπτονται με την ανάγκη της δημιουργίας ή της διατήρησης βασικού έργου ή δικτύου υποδομής, η ύπαρξη και η καλή λειτουργία του οποίου κατατείνει στην επίτευξη στόχων, επίσης θαλπόμενων από το Σύνταγμα, και θα δικαιολογούσε ακόμη και επεμβάσεις επί μνημείου, που δεν είναι κατά κανόνα επιτρεπτές. Και σε αυτή, όμως, την περίπτωση, η κατάχωση, η οποία έχει ως αναπόφευκτη συνέπεια την αναβολή της ανάδειξης των μνημείων σε εύθετο χρόνο στο μέλλον και τον αποκλεισμό της πρόσβασης του κοινού σε αυτά για ορισμένο χρονικό διάστημα που ενδέχεται να υπερβαίνει τη διάρκεια μιας ή περισσοτέρων γενεών, πρέπει να διενεργείται με την κατάλληλη επιστημονική μέθοδο, που να καθιστά την κατάχωση αναστρέψιμη, έτσι ώστε να εξασφαλίζεται η μελλοντική ανάδειξή τους όταν οι συνθήκες το επιτρέψουν.
-Οι λόγοι ακυρώσεως, οι οποίοι εκκινούν από την εκδοχή ότι η κατάχωση των αρχαίων μνημείων, ως τρόπος διατήρησής τους, είναι αντίθετη προς τη συνταγματική επιταγή της διατήρησης και ανάδειξής τους υπό συνθήκες που θα τα καθιστούν επισκέψιμα και θα επιτρέπουν την ένταξή τους στην κοινωνική ζωή, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι, διότι η κατάχωση, η οποία προβλέπεται ρητώς από τις διατάξεις, ιδίως, του άρθρου 9 παρ, 2 του ν– 3028/2002, ως τρόπος διατή ρησης αρχαίων μνη μείων, αποτελεί νόμιμο τρόπο διατήρησής τους, υπό τις αυστηρές, βεβαίως, προϋποθέσεις που τάσσουν, κατά την έννοιά τους, οι διατάξεις αυτές, χωρίς, όμως, να υφίσταται πλήρης συνταγματική απαγόρευση της κατάχωσης, όπως υπολαμβάνουν οι αιτούντες. Εφόσον, εξάλλου, οι λόγοι αυτοί έχουν την έννοια ότι η προσβαλλόμενη πράξη δεν είναι επαρκώς και νομίμως αιτιολογημένη από πλευράς συνδρομής των εν λόγω προϋποθέσεων, αυτοί είναι και πάλι απορριπτέοι, αφού, από το σύνολο των στοιχείων του φακέλου προκύπτει ότι η διατήρηση των μνημείων στο φως αποκλείσθηκε κατά συνεκτίμηση των αναγκών διατήρησης και καλής λειτουργίας βασικού δικτύου υποδομής του πολεοδομικού συγκροτήματος των Αθηνών, δηλαδή της σιδηροδρομικής γραμμής για τη μεταφορά εκατομμυρίων επιβατών, η οποία έχει πρόδηλη ζωτική σημασία για το κοινωνικό σύνολο, δηλαδή νομίμου κριτηρίου, η δε μέθοδος κατάχωσης επελέγη με επίσης νόμιμα κριτήρια, δηλαδή, αφενός, μεν, την πλήρη αναστρεψιμότητα της κατάχωσης όταν αυτό καταστεί δυνατόν και, αφετέρου, την προστασία των μνημείων από τη φθορά.
-Οι λόγοι ακυρώσεως, με τους οποίους προβάλλεται αναιτιολόγητο της προσβαλλόμενης πράξης ως προς το ζήτημα της μεθόδου κατάχωσης, είναι αβάσιμοι, κατά το μέρος δε που με αυτούς αμφισβητείται ευθέως η ανέλεγκτη επιστημονική κρίση της Διοίκησης, είναι απορριπτέοι ως απαράδεκτοι.
-Η διεξοδική ανάλυση του θέματος της κατάχωσης ευρημάτων κατά την προβλεπόμενη στην αρχαιολογική νομοθεσία διοικητική διαδικασία, παρέχει νόμιμο και επαρκές αιτιολογικό έρεισμα στην προσβαλλόμενη πράξη και από πλευράς της νομοθεσίας για την προστασία του περιβάλλοντος, στο πλαίσιο της οποίας θα ήταν και αυτοτελώς εξεταστέο το ζήτημα των περιβαλλοντικών επιπτώσεων της κατάχωσης των συγκεκριμένων μνημείων κατά τη διαδικασία περιβαλλοντικής αδειοδότησης του επίμαχου έργου. Πρέπει, επομένως, να απορριφθεί και ο λόγος ακυρώσεως, σύμφωνα με τον οποίο η προσβαλλόμενη πράξη είναι ανεπαρκώς αιτιολογημένη ως προς τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις της κατάχωσης των συγκεκριμένων μνημείων ως πολιτιστικών αγαθών, αφού το ζήτημα αυτό εξετάσθηκε και κρίθηκε κατά την ειδικώς εφαρμοστέα αρχαιολογική νομοθεσία, η έρευνα δε αυτή καλύπτει προδήλως και τις απαιτήσεις της περιβαλλοντικής νομοθεσίας.
-Προβάλλεται ότι μη νομίμως επελέγη η κατάχωση έναντι της άμεσης αναδείξεως των μνημείων χωρίς, μάλιστα, να προβλέπεται συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα για τη μελλοντική, έστω, ανάδειξη τους, με τον τρόπο δε αυτό η Διοίκηση προέβη σε ανεπίτρεπτη θυσία πολιτιστικού αγαθού. Όπως, όμως προκύπτει από την προαναφερόμενη γνωμοδότηση του ΚΑΣ, η Διοίκηση προέβη σε στάθμιση μεταξύ της αναγκαιότητας αδιατάρακτης λειτουργίας του δικτύου σιδηροδρομικών μεταφορών στην Αθήνα και, μάλιστα, σε περιοχή που συμπίπτει, κατά κοινή πείρα, με το πολεοδομικό, συγκοινωνιακό και οικονομικό της κέντρο και έχει αυταπόδεικτη ζωτική σημασία για τη ζωή στην πόλη, και της, επίσης αυταπόδεικτης, ανεκτίμητης αξίας των επίμαχων πολιτιστικών αγαθών, και έκρινε ότι ο κατάλληλος τρόπος συγκερασμού μεταξύ των δύο αυτών δημοσίων αναγκών ήταν η ανακατασκευή της σιδηροδρομικής γραμμής στο σημείο των μνημείων κατά τρόπο εντελώς διαφορετικό από την / υπόλοιπη όδευσή της με σκοπό την προστασία των μνημείων, με ταυτόχρονη κατάχωσή τους με μέθοδο απολύτως αναστρέψιμη, ακριβώς προκειμένου να διευκολυνθεί η μελλοντική αποκάλυψη και ανάδειξη των μνημείων, σε χρόνο, πάντως, που δεν μπορεί να προβλεφθεί. Ενόψει τούτων, η επιλεγείσα λύση αποτελεί προϊόν στάθμισης των ως άνω αναγκών, η οποία διενεργήθηκε με νόμιμα κριτήρια, είναι δε αβάσιμοι οι λόγοι ακυρώσεως με τους οποίους υποστηρίζεται το αντίθετο.
-Είναι αβάσιμοι οι ειδικότεροι ισχυρισμοί των αιτούντων, σύμφωνα με τους οποίους μη νομίμως δεν εξετάσθηκαν συγκεκριμένες προταθείσες από τους ίδιους ή τρίτους εναλλακτικές λύσεις (π.χ. υπογειοποίηση ή υπερύψωση των γραμμών, διακοπή γραμμής μεταξύ των σταθμών Μοναστηρακίου και Θησείου και μεταφορά των επιβατών με άλλα μέσα κ.λπ.), αφενός μεν διότι κατά την προηγηθείσα διοικητική διαδικασία εξετάσθηκαν άλλες λύσεις, όπως η αλλαγή στάθμης διέλευσης της γραμμής, οι οποίες κρίθηκαν ανέφικτες ή απρόσφορες με αποτέλεσμα να προκριθεί η τελικώς επιλεγείσα, αφετέρου δε διότι η Διοίκηση, πάντως, ουδόλως υπέχει νόμιμη υποχρέωση να αποφαίνεται αιτιολογημένα για κάθε φερόμενη ως εναλλακτική λύση, που προτείνεται με οποιοδήποτε τρόπο από τους ενδιαφερόμενους.
-Ηαπλή προσαγωγή, όμως, υπαλλήλων της παρεμβαίνουσας και άλλων προσώπων από την αστυνομική αρχή λόγω φερομένης εκτελέσεως οικοδομικών εργασιών βάσει δηλώσεως τρίτων προσώπων, ουδόλως αποδεικνύει ότι η επανακατάχωση των επίμαχων μνημείων διενεργήθηκε πράγματι χωρίς την άσκηση εποπτείας από την Α‘ ΕΠΚΑ κατά παράβαση του σχετικού ορισμού που διαλαμβάνει η προσβαλλόμενη πράξη. Από το σύνολο των στοιχείων του φακέλου προκύπτει, αντιθέτως, οτι οι σχετικές εργασίες πραγματοποιήθηκαν υπό την εποπτεία αρχαιολόγων της Α’ ΕΠΚΑ, οι δε αιτούντες, οι οποίοι δεν προκύπτει ούτε προβάλλουν οι ίδιοι ότι υπέβαλαν αίτηση να εκδοθεί η ως άνω διαπιστωτική πράξη, δεν υπέβαλαν στη Διοίκηση ούτε επικαλούνται στοιχεία, από τα οποία να προκύπτει ότι η εποπτεία της Α‘ ΕΠΚΑ πράγματι δεν ασκήθηκε σε ορισμένο χρόνο. Πρέπει, επομένως, και ο λόγος αυτός, αορίστως, άλλωστε, προβαλλόμενος, να απορριφθεί.
Πρόεδρος: Χρ. Ράμμος
Εισηγητής: Χρ. Ντουχάνης
Βασικές σκέψεις
- Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η ακύρωση της ΥΠΠΟΤ/ ΓΔΑΠΚ/ ΑΡΧ/ Α1/ Φ.40/ 33748/ 1504/ 5.4.2011 απόφασης του Υπουργού Πολιτισμού και Τουρισμού, με την οποία εγκρίθηκε από πλευράς αρχαιολογικής νομοθεσίας προσθήκη στην 141416/25.10.2005 κοινή απόφαση των Υπουργών Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων, Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, Πολιτισμού και Μεταφορών και Επικοινωνιών. Με αυτή την κοινή υπουργική απόφαση, όπως τροποποιήθηκε στη συνέχεια με την 196862/2.3.2011 κοινή απόφαση των ως άνω υπουργών (βλ. την από 9.3.2011 ορθή επανάληψη της τροποποιητικής απόφασης ως προς τον αριθμό πρωτοκόλλου), είχαν εγκριθεί περιβαλλοντικοί όροι για τη λειτουργία της σιδηροδρομικής γραμμής των Ηλεκτρικών Σιδηροδρόμων Αθηνών – Πειραιώς (ΗΣΑΠ Α.Ε.), την υλοποίηση έργων συντήρησης της γραμμής και την κατασκευή και λειτουργία της νέας τεχνικής επισκευαστικής βάσης Πειραιά. Ζητείται, επίσης, η ακύρωση της παράλειψης της Διοίκησης να διαπιστώσει την αυτοδικαίως επελθούσα άρση της ισχύος της ως άνω προσβαλλόμενης πράξης για τους αναφερομένους στην αίτηση λόγους.
- Επειδή, το δικόγραφο της υπό κρίση αιτήσεως υπογράφεται από δικηγόρο ως πληρεξούσιο των αιτούντων. Κατά τη συζήτηση, όμως, της υπόθεσης οι εκ των αιτούντων Θεοδόσιος Χιντζόγλου και Αλέξανδρος Χάχαλης δεν παρέστησαν δια πληρεξουσίου δικηγόρου, ούτε νομιμοποίησαν τον υπογράφοντα το δικόγραφο δικηγόρο κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 27 του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8), όπως αυτό τροποποιήθηκε με το άρθρο 4 παρ. 2 του ν. 2479/1997 (Α΄ 67). Και εμφανίσθηκε, μεν, στο ακροατήριο ο υπογράφων το δικόγραφο δικηγόρος, ο οποίος ζήτησε και έλαβε προθεσμία για τη νομιμοποίησή του ως προς τους προαναφερομένους αιτούντες, δεν προσκομίσθηκε, όμως, εντός της προθεσμίας αυτής κανένα νομιμοποιητικό στοιχείο. Συνεπώς, η αίτηση πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη ως προς τους εκ των αιτούντων Θεοδόσιο Χιντζόγλου και Αλέξανδρο Χάχαλη.
- Επειδή, όπως έχει κριθεί (βλ. ΣτΕ 3914/2015 Ολομ. κ.ά.), εν όψει της ιδιάζουσας ευρύτητας των πολιτικών σκοπών που επιδιώκουν τα πολιτικά κόμματα και είναι σύμφυτη με το λόγο ύπαρξής τους, δεν αναγνωρίζεται σ’ αυτά έννομο συμφέρον, κατά την έννοια του άρθρου 47 του π.δ. 18/1989, για την προσβολή κάθε διοικητικής πράξης, που καθ’ οιονδήποτε τρόπο σχετίζεται με τους σκοπούς αυτούς, αλλά μόνον των πράξεων εκείνων, που αφορούν αυτό τούτο το πολιτικό κόμμα ή εμποδίζουν αμέσως τη δράση του ως φορέα πολιτικής δραστηριότητας. Επομένως, απαραδέκτως ασκείται η κρινόμενη αίτηση από το αιτούν «Ελληνικό Κίνημα Άμεσης Δημοκρατίας», λόγω ελλείψεως εννόμου συμφέροντος.
- Επειδή, με το άρθρο 1 παρ. 5 περ. β΄ του ν. 3920/2011 (Α΄ 33) η ανώνυμη εταιρεία ΗΣΑΠ (Α.Ε.), από κοινού με την ανώνυμη εταιρεία ΤΡΑΜ (Α.Ε.), τέθηκαν σε διαδικασία συγχώνευσης με την ανώνυμη εταιρεία «Αττικό Μετρό Εταιρεία Λειτουργίας Ανώνυμη Εταιρεία» (ΑΜΕΛ Α.Ε.), η οποία μετονομάσθηκε σε «Σταθερές Συγκοινωνίες Ανώνυμη Εταιρεία» (ΣΤΑΣΥ ΑΕ) με την ίδια διάταξη. Η τελευταία αυτή εταιρεία με προφανές έννομο συμφέρον παρεμβαίνει στην παρούσα δίκη επιδιώκοντας τη διατήρηση της ισχύος της προσβαλλόμενης πράξης.
- Επειδή, στο άρθρο 1 του ν. 3028/2002 (Α΄ 153), ο οποίος οργανώνει την προστασία του πολιτιστικού περιβάλλοντος, αναχθέντος σε αυτοτελώς προστατευόμενο αγαθό με το άρθρο 24 παρ. 1 και 6 του Συντάγματος, ορίζεται ότι «1. Στην προστασία που παρέχεται με τις διατάξεις του παρόντος νόμου υπάγεται η πολιτιστική κληρονομιά της Χώρας από τους αρχαιοτάτους χρόνους μέχρι σήμερα. Η προστασία αυτή έχει ως σκοπό τη διατήρηση της ιστορικής μνήμης χάριν της παρούσας και των μελλοντικών γενεών και την αναβάθμιση του πολιτιστικού περιβάλλοντος. 2. …». Περαιτέρω, στο άρθρο 3 ορίζεται ότι «1. Η προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς της Χώρας συνίσταται κυρίως: α) στον εντοπισμό, την έρευνα, την καταγραφή, την τεκμηρίωση και τη μελέτη των στοιχείων της, β) στη διατήρηση και στην αποτροπή της καταστροφής, της αλλοίωσης και γενικά κάθε άμεσης ή έμμεσης βλάβης της, γ) … δ) στη συντήρηση και την κατά περίπτωση αναγκαία αποκατάστασή της, ε) στη διευκόλυνση της πρόσβασης και της επικοινωνίας του κοινού με αυτήν, στ) στην ανάδειξη και την ένταξή της στη σύγχρονη κοινωνική ζωή και ζ) στην παιδεία, την αισθητική αγωγή και την ευαισθητοποίηση των πολιτών για την πολιτιστική κληρονομιά. 2. …». Εξάλλου, στο άρθρο 9 του ίδιου νόμου προβλέπονται τα εξής: «1. Για τη διατήρηση ή μη ακινήτου αρχαίου αποφαίνεται η Υπηρεσία με αιτιολογημένη έκθεση μετά τη διενέργεια διερευνητικής ανασκαφής, εάν αυτό είναι αναγκαίο. … 2. Σε κάθε περίπτωση που αποφασίζεται να καταχωθεί ή να μην διατηρηθεί στον τόπο όπου βρίσκεται το αρχαίο, απαιτείται η προηγούμενη φωτογράφηση, αποτύπωση και τεκμηρίωσή του, καθώς και η κατάθεση εκτενούς επιστημονικής έκθεσης συνοδευόμενης από λεπτομερή κατάλογο ευρημάτων. 3. …». Στο επόμενο άρθρο 10 ορίζεται ότι «1. Απαγορεύεται κάθε ενέργεια σε ακίνητο μνημείο, η οποία είναι δυνατόν να επιφέρει με άμεσο ή έμμεσο τρόπο καταστροφή, βλάβη, ρύπανση ή αλλοίωση της μορφής του. 2. … 3. Η εγκατάσταση ή η λειτουργία βιομηχανικής, βιοτεχνικής ή εμπορικής επιχείρησης…, η επιχείρηση οποιουδήποτε τεχνικού ή άλλου έργου ή εργασίας, καθώς και η οικοδομική δραστηριότητα πλησίον αρχαίου επιτρέπεται μόνο μετά από έγκριση του Υπουργού Πολιτισμού, η οποία εκδίδεται ύστερα από γνώμη του Συμβουλίου. Η έγκριση χορηγείται εάν η απόσταση από ακίνητο μνημείο ή η σχέση με αυτό είναι τέτοια ώστε να μην κινδυνεύει να επέλθει άμεση ή έμμεση βλάβη αυτού λόγω του χαρακτήρα του έργου ή της επιχείρησης ή της εργασίας. … 4. Για κάθε εργασία, επέμβαση ή αλλαγή χρήσης σε ακίνητα μνημεία, ακόμη και αν δεν επέρχεται κάποια από τις συνέπειες της παραγράφου 1 σε αυτά, απαιτείται έγκριση που χορηγείται με απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού ύστερα από γνώμη του Συμβουλίου…». Περαιτέρω, το άρθρο 37 προβλέπει ότι «1. Η ανασκαφή για τη διάσωση μνημείου που αποκαλύπτεται κατά την εκτέλεση τεχνικού έργου, δημοσίου ή ιδιωτικού ή εξαιτίας φυσικού φαινομένου ή τυχαίου γεγονότος ή παράνομης ανασκαφικής ενέργειας (σωστική ανασκαφή) διενεργείται από την Υπηρεσία. 2. … 3. Η Υπηρεσία οφείλει να μεριμνά για τη συντήρηση και τη φύλαξη των ευρημάτων σε συνεργασία με ειδικούς επιστήμονες, τεχνικούς και συντηρητές, για τη φύλαξη της περιοχής που έχει ανασκαφεί, καθώς και για τη λήψη μέτρων ασφάλειας εργαζομένων και τρίτων. Για τη διατήρηση των ακινήτων ευρημάτων εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 9. 4. …». Τέλος, στο άρθρο 40 ορίζονται τα εξής: «1. Οι εργασίες σε ακίνητα μνημεία και ιδίως η συντήρηση, η στερέωση, η αποκατάσταση, η αναστήλωση, η κατάχωση, η τοποθέτηση προστατευτικών στεγών, η διαμόρφωση του περιβάλλοντος χώρου και οι εργασίες που αποβλέπουν σε απόδοση σε χρήση ή σε φιλοξενία χρήσεων αποσκοπούν στη διατήρηση της υλικής υπόστασης και της αυθεντικότητάς τους, την ανάδειξη και εν γένει στην προστασία τους. Διενεργούνται σύμφωνα με μελέτη, η οποία εγκρίνεται από την Υπηρεσία ύστερα από γνώμη του Συμβουλίου, ή αν αυτές είναι μείζονος σημασίας, με απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού ύστερα από γνώμη του Συμβουλίου. Για την έγκριση της μελέτης απαιτείται να έχει προηγηθεί η τεκμηρίωση του μνημειακού χαρακτήρα του ακινήτου. 2. …».
- Επειδή, κατά την έννοια των ως άνω διατάξεων, η προστασία του πολιτιστικού περιβάλλοντος αποσκοπεί να εξασφαλίσει τη διάσωση και προστασία των μνημείων και άλλων στοιχείων που προέρχονται από την ανθρώπινη δραστηριότητα, συνθέτουν την ιστορική, καλλιτεχνική, τεχνολογική και γενικώς την πολιτιστική κληρονομιά της Χώρας και συμβάλλουν στη διατήρηση της ιστορικής μνήμης. Η προστασία της κληρονομιάς αυτής συνίσταται στη διατήρηση στο διηνεκές αναλλοίωτων των παραπάνω μνημείων και κάθε στοιχείου του πολιτιστικού περιβάλλοντος. Όπως προκύπτει δε από τις οικείες διατάξεις, καθώς και τη συνταγματική επιταγή που αυτές εξειδικεύουν, ο νομοθέτης, συνταγματικός και κοινός, δεν αρκέστηκε στην πρόβλεψη της λήψης μέτρων για την προστασία του πολιτιστικού περιβάλλοντος, αλλά επέβαλε στα όργανα του Κράτους να προβαίνουν σε θετικές ενέργειες για τη διαφύλαξη του προστατευόμενου αγαθού και, ειδικότερα, να λαμβάνουν, κατά το λόγο των αρμοδιοτήτων τους, τα απαιτούμενα νομοθετικά και διοικητικά μέτρα, προληπτικά ή κατασταλτικά. Κατά τη λήψη, εξάλλου, των μέτρων αυτών, τα όργανα της νομοθετικής και εκτελεστικής εξουσίας οφείλουν μεν, κατά την έννοια των παραπάνω διατάξεων, να σταθμίζουν και άλλους παράγοντες, αναγόμενους στο δημόσιο συμφέρον, όπως είναι εκείνοι που σχετίζονται με την αποτελούσα πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας να διασφαλίζει την προστασία της ανθρώπινης ζωής και της υγείας και να διαμορφώνει τους καλύτερους δυνατούς όρους διαβίωσης για τους κατοίκους των πόλεων και των οικιστικών εν γένει περιοχών, δηλαδή σκοπούς, για τους οποίους επίσης λαμβάνεται πρόνοια στο Σύνταγμα και προϋποθέτουν κατεξοχήν την ύπαρξη βασικών έργων και δικτύων υποδομής, η επιδίωξη όμως της εξασφάλισης των όρων διαβίωσης αυτών πρέπει να συμπορεύεται προς την υποχρέωση της Πολιτείας να μεριμνά για την προστασία του περιβάλλοντος και δη του πολιτιστικού (πρβλ. ΣτΕ 5460/2012 επταμ., 3851/2006 επταμ. κ.ά.). Ειδικότερα, από τις συνταγματικές αυτές διατάξεις, καθώς και τις προπαρατεθείσες διατάξεις του ν. 3028/2002, συνάγεται ότι δεν επιτρέπονται επεμβάσεις στα στοιχεία της πολιτιστικής κληρονομιάς, οι οποίες συνεπάγονται την καταστροφή, την αλλοίωση ή την με οποιοδήποτε τρόπο υποβάθμισή τους (ΣτΕ 5460/2012 επταμ., 3851/2006 επταμ. κ.ά.).
- Επειδή, εξάλλου, από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει ότι, ενόψει της συνταγματικής επιταγής για τη διατήρηση των μνημείων και λοιπών στοιχείων του πολιτιστικού περιβάλλοντος στο διηνεκές και τη λήψη μέτρων όχι μόνον για την αποφυγή καταστροφής ή βλάβης, αλλά και για την ανάδειξή τους, τα αποκαλυπτόμενα με την αρχαιολογική έρευνα μνημεία πρέπει, καταρχήν, να διατηρούνται ορατά και επισκέψιμα και να αναδεικνύονται, εντασσόμενα στη σύγχρονη κοινωνική ζωή, με τη λήψη των κατάλληλων μέτρων προστασίας τους. Η διατήρηση των αγαθών αυτών σε κατάχωση και η επιχείρηση εργασιών επί του χώρου που αυτά καταλαμβάνουν είναι κατ’ εξαίρεση επιτρεπτή ύστερα από ειδικώς αιτιολογημένη κρίση περί του ότι η άμεση ανάδειξη, ενόψει της σημασίας του αγαθού, δεν είναι αναγκαία ή ότι υπάρχει κίνδυνος βλάβης του από την ανάδειξη, η δε ακολουθούμενη μέθοδος κατάχωσης και εκτέλεσης των εργασιών δεν έχει ως αποτέλεσμα την άμεση ή έμμεση βλάβη του μνημείου ή την αδυναμία μεταγενέστερης πρόσβασης, μελέτης ή ανάδειξής του (ΣτΕ 2926/2011, 3912/2007, βλ. ΣτΕ 3487/2003). Η κρίση, εξάλλου, περί της άμεσης ή μη αναγκαιότητας ανάδειξης του μνημείου ως λόγου που επιτρέπει ή όχι την κατάχωση, πρέπει να συνάγεται ενόψει και των λόγων δημοσίου συμφέροντος που, τυχόν, συνηγορούν υπέρ της κατάχωσης, ιδίως αν αυτοί συνάπτονται με την ανάγκη της δημιουργίας ή της διατήρησης βασικού έργου ή δικτύου υποδομής, η ύπαρξη και η καλή λειτουργία του οποίου κατατείνει στην επίτευξη στόχων, επίσης θαλπομένων από το Σύνταγμα, και θα δικαιολογούσε, κατά τα προαναφερόμενα, ακόμη και επεμβάσεις επί μνημείου, που δεν είναι κατά κανόνα επιτρεπτές. Και σε αυτή, όμως, την περίπτωση, η κατάχωση, η οποία έχει ως αναπόφευκτη συνέπεια την αναβολή της ανάδειξης των μνημείων σε εύθετο χρόνο στο μέλλον και τον αποκλεισμό της πρόσβασης του κοινού σε αυτά για ορισμένο χρονικό διάστημα που ενδέχεται να υπερβαίνει τη διάρκεια μιας ή περισσοτέρων γενεών, πρέπει να διενεργείται με την κατάλληλη επιστημονική μέθοδο, που να καθιστά την κατάχωση αναστρέψιμη, έτσι ώστε να εξασφαλίζεται η μελλοντική ανάδειξή τους όταν οι συνθήκες το επιτρέψουν.
- Επειδή, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, με την 141416/25.10.2005 κοινή απόφαση των Υπουργών Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων, Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, Πολιτισμού και Μεταφορών και Επικοινωνιών είχαν εγκριθεί περιβαλλοντικοί όροι για τη λειτουργία της σιδηροδρομικής γραμμής των Ηλεκτρικών Σιδηροδρόμων Αθηνών – Πειραιώς (ΗΣΑΠ Α.Ε.), την υλοποίηση έργων συντήρησης της γραμμής και την κατασκευή και λειτουργία της νέας τεχνικής επισκευαστικής βάσης Πειραιά. Στην απόφαση αυτή γινόταν αναφορά σε πιθανή ανεύρεση αρχαιοτήτων σε συγκεκριμένα σημεία της όδευσης της σιδηροδρομικής γραμμής (Ν. Φάληρο, μεταξύ Μοναστηρακίου και Ομονοίας, σταθμοί Μοσχάτου και Καλλιθέας κ.λπ.), δεν γινόταν, όμως, ειδική μνεία στις αρχαιότητες μεταξύ των σταθμών Μοναστηρακίου και Θησείου. Η Διοίκηση τελούσε, παρά ταύτα, σε γνώση της ύπαρξης αρχαιοτήτων, μεγάλης, μάλιστα, σημασίας, μεταξύ Μοναστηρακίου και Θησείου. Όπως αναφέρεται στο ΥΠΠΟΤ/ ΓΔΑΠΚ/ ΑΡΧ/ Α1/ Φ.40/ 67318/ 2988/ 12.7.2011 έγγραφο της Γενικής Διεύθυνσης Αρχαιοτήτων και Πολιτιστικής Κληρονομιάς του ΥΠΠΟΤ προς το Συμβούλιο της Επικρατείας, οι εν λόγω αρχαιότητες ήσαν τμήματα γνωστών ήδη μνημείων της Αρχαίας Αγοράς, τα οποία είχαν αποκαλυφθεί και καταχωθεί το έτος 1891, οπότε κατασκευάσθηκε για πρώτη φορά η σιδηροδρομική γραμμή Αθηνών – Πειραιώς. Μεταξύ των αρχαιοτήτων αυτών, των οποίων η συνέχεια ευρίσκεται στον επισκέψιμο χώρο της Αρχαίας Αγοράς, βρέθηκαν και εργαστηριακά και ταφικά κατάλοιπα της κλασικής, ρωμαϊκής, υστερορρωμαϊκής και βυζαντινής εποχής, εν μέρει ορατά στον αρχαιολογικό χώρο εκατέρωθεν των γραμμών του ΗΣΑΠ και γνωστά από την ανασκαφική έρευνα της Αμερικανικής Σχολής Κλασικών Σπουδών, η οποία διενεργείται αδιαλείπτως από το έτος 1931. Περαιτέρω, από το προαναφερόμενο έγγραφο προκύπτει ότι τα μνημεία που αποκαλύφθηκαν κατά την εκτέλεση του έργου, στο οποίο αφορά η ως άνω απόφαση ΕΠΟ, είναι σημαντικότατα. Πρόκειται, ειδικότερα, για μέρος των θεμελίων της Στοάς του Ελευθερίου Διός, χρονολογουμένης στον 5ο π.Χ. αιώνα, για τμήματα του θεμελίου του περιβόλου και του πλακόστρωτου δαπέδου του Βωμού των 12 Θεών, ο οποίος, σύμφωνα με το Θουκυδίδη, ιδρύθηκε περί το 522 π.Χ. επί Πεισιστράτου του νεωτέρου, αποτελούσε άσυλο για τους καταδιωκομένους, αλλά και αφετηρία μέτρησης των αποστάσεων από την αρχαία Αθήνα, και είκοσι ένα επάλληλα οδοστρώματα τμήματος της οδού των Παναθηναίων. Ενόψει τούτων, η Α΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων, με το 548/21.1.2011 έγγραφό της προς τον Υπουργό Πολιτισμού και Τουρισμού, ενημέρωσε για τα αποτελέσματα της διεξαχθείσης σωστικής έρευνας των εν λόγω μνημείων, τις συνέπειες της βιαστικής διάνοιξης της σιδηροδρομικής γραμμής το έτος 1891, την ασφαλή συμπλήρωση των αρχιτεκτονικών σχεδίων των διατηρουμένων κάτω από τις γραμμές καταλοίπων, την αρχαία τοπογραφία που απασχολούσε την αρχαιολογική έρευνα επί μακρόν, εξέθεσε δε την άποψη ότι τα αποκαλυφθέντα κατάλοιπα πρέπει να καταχωθούν υπό συνθήκες που θα εγγυώνται την κατάλληλη προστασία τους. Κατόπιν τούτου, με το ΥΠΠΟΤ/ ΓΔΑΠΚ/ ΑΡΧ/ Α1/ Φ.40/ 4988/ 317/ 24.1.2011 έγγραφο της Διεύθυνσης Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων του ΥΠΠΟΤ διαβιβάσθηκε στις συναρμόδιες υπηρεσίες σχέδιο κοινής υπουργικής απόφασης, με την οποία επρόκειτο να τροποποιηθεί η αρχική ΑΕΠΟ. Το σχέδιο είχε καταρτισθεί με την ευθύνη της Ειδικής Υπηρεσίας Περιβάλλοντος (ΕΥΠΕ) του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής και διαβιβάσθηκε στο ΥΠΠΟΤ με το 195298/17.1.2011 έγγραφο της τελευταίας, προέβλεπε δε την «αντικατάσταση της επιδομής έρματος σκύρων με σταθερή επιδομή πλάκας σκυροδέματος, καθ’ όλο το μήκος της οποίας τοποθετούνται αποσβεστήρες θορύβου…». Η επιχειρηθείσα, όμως, να εισαχθεί ως άνω ρύθμιση προσέκρουσε στις αντιρρήσεις της Α΄ ΕΠΚΑ, η οποία με το 740/1.2.2011 έγγραφό της εισηγήθηκε να εξαιρεθεί από αυτήν το τμήμα της σιδηροδρομικής γραμμής μεταξύ των σταθμών Θησείου και Μοναστηρακίου για το λόγο ότι οι αποκαλυφθείσες αρχαιότητες και, ιδίως, ο καλοδιατηρημένος περίβολος του βωμού των δώδεκα θεών βρίσκεται σε σημείο που δεν εξασφαλίζει την απαραίτηση απόσταση από τη στάθμη έδρασης της προτεινόμενης επιδομής. Προτάθηκε, ειδικότερα, η υιοθέτηση μεθόδου στο τμήμα αυτό που θα επιτρέπει να παρεμβάλλεται μεταξύ των υψηλότερων σωζομένων αρχαίων καταλοίπων και της βάσης της επιδομής στρώση υλικού που θα παραλαμβάνει και θα επιμερίζει τις προκύπτουσες φορτίσεις επί των αρχαιοτήτων. Κατόπιν τούτου, στην εκδοθείσα τελικώς 196862/2.3.2011 (όπως ο αριθμός πρωτοκόλλου διορθώθηκε με τη σχετική από 9.3.2011 ορθή επανάληψη) κοινή απόφαση των Υπουργών Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής, Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων, Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων και Πολιτισμού και Τουρισμού, με την οποία τροποποιήθηκαν οι περιβαλλοντικοί όροι του όλου προπεριγραφομένου έργου, περιελήφθη, μεν, πρόβλεψη σταθερής επιδομής πλάκας σκυροδέματος αντί της επιδομής έρματος σκύρων, από τη ρύθμιση, όμως, αυτή εξαιρέθηκε, σύμφωνα με την ως άνω εισήγηση της Α΄ ΕΠΚΑ, το τμήμα Θησείο – Μοναστηράκι «για λόγους προστασίας των σημαντικών υποκειμένων αρχαιοτήτων, των οποίων η στάθμη εύρεσης δεν επιτρέπει τη χρήση της προαναφερόμενης επιδομής». Κατά τα λοιπά, η εν λόγω τροποποιημένη ΑΕΠΟ δεν προέβλεψε τη μέθοδο της συντήρησης των υποκειμένων της σιδηροδρομικής γραμμής στο σημείο αυτό αρχαιοτήτων, περιοριζόμενη στην πρόβλεψη ότι «ο τρόπος και τα υλικά κάλυψης των αρχαιοτήτων θα γίνει κατόπιν συνεννόησης με την αρμόδια Α΄ ΕΠΚΑ». Εν τω μεταξύ είχαν ενημερωθεί ως προς τις αντιρρήσεις της Α΄ ΕΠΚΑ τόσο η κατασκευαστική κοινοπραξία όσο και η ΗΣΑΠ Α.Ε., η οποία μερίμνησε για την τροποποίηση της μελέτης και διαβίβασε στην Α΄ ΕΠΚΑ νέα σχέδια με οριζοντιογραφίες, μηκοτομές και συνοπτική περιγραφή της νέας μεθόδου. Η εν λόγω νέα μελέτη εγκρίθηκε με το 1850/11.3.2011 έγγραφο της Α΄ ΕΠΚΑ, η οποία είχε ήδη προβεί σε εξαντλητική τεκμηρίωση των μνημείων και, ιδίως του βωμού των 12 θεών, με φωτογραφική και σχεδιαστική αποτύπωση και τρισδιάστατη σάρωση του βωμού με πυκνότητα 3 εκ. με μηχάνημα laser scanner, η οποία, κατά την εκτίμηση της υπηρεσίας, θα επέτρεπε μετά από κατάλληλη επεξεργασία την απεικόνιση του μνημείου ως τρισδιάστατου ψηφιοποιημένου εργαλείου. Ύστερα από αυτά και, προκειμένου να γίνει η σχετική προσθήκη στην ήδη τροποποιηθείσα απόφαση έγκρισης περιβαλλοντικών όρων, ώστε να ρυθμιστεί και το ζήτημα του τρόπου κάλυψης των αρχαιοτήτων, το οποίο είχε παραμείνει αρρύθμιστο μετά την απόρριψη της μεθόδου σταθερής επιδομής πλάκας σκυροδέματος, το θέμα ήχθη ενώπιον του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου, το οποίο επελήφθη κατά τη συνεδρίασή του 10/22.3.2011. Κατά τη συνεδρίαση αυτή, εκτέθηκε το ιστορικό της αρχικής κατασκευής των γραμμών του τραίνου επί των ως άνω αρχαιοτήτων, των ανασκαφών της Αρχαίας Αγοράς που διενεργήθηκαν από την Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών από τη δεκαετία του 1930, καθώς και των εργασιών επισκευής και αναβάθμισης του τμήματος των γραμμών σε μήκος 260 μ., μεταξύ των χιλιομετρικών θέσεων 8+700 έως 8+960, που διέρχεται από τη βόρεια παρυφή του αρχαιολογικού χώρου της Αρχαίας Αγοράς, η οποία είχε ως συνέπεια την αποκάλυψη των ως άνω μνημείων στις 9.9.2010. Έγινε, στη συνέχεια, αναφορά στην εκπονηθείσα μελέτη εκ νέου επίχωσης των αρχαιοτήτων κατά τρόπο αναστρέψιμο και στην προοπτική, επί του παρόντος μεσο – μακροπρόθεσμη, να απομακρυνθούν από εκεί οι σιδηροδρομικές γραμμές με σκοπό, όχι μόνο να αναδειχθούν τα συγκεκριμένα μνημεία, τα οποία περιγράφονται αναλυτικά κατά τα μορφολογικά τους χαρακτηριστικά, αλλά να ενοποιηθεί ο αρχαιολογικός χώρος της Αρχαίας Αγοράς, καθώς και ευρύτερα, στην προοπτική ενός δεύτερου κύκλου ενοποίησης αρχαιολογικών χώρων, η οποία περιλαμβάνει την κατάργηση των υπεργείων σιδηροδρομικών γραμμών, και στη σχετική συζήτηση που έχει ανοίξει. Γίνεται, τέλος, αναφορά, στα πλεονεκτήματα που εμφανίζει η επιστημονικώς ενδεδειγμένη κατάχωση των αρχαιοτήτων με σύγχρονες προδιαγραφές έναντι της ανεξέλεγκτης έκθεσής τους στην ατμόσφαιρα, δεδομένης της αδυναμίας μεταφοράς των σιδηροδρομικών γραμμών για χρονικό διάστημα μη δυνάμενο να προβλεφθεί λόγω της σημασίας των εν λόγω σιδηροδρομικών γραμμών για εκατομμύρια πολίτες και, συνακόλουθα, της αδυναμίας ανάδειξης των μνημείων υπό πρόσφορες και ελεγχόμενες συνθήκες κατά το χρονικό διάστημα αυτό. Η ως άνω γνωμοδότηση του ΚΑΣ εκδόθηκε μετά τη σύνταξη της από 11.3.2011 τεχνικής εκθέσεως της πολ. μηχανικού της Α΄ ΕΚΠΑ, Ευρύκλειας Αλεξανδράκη, η οποία αποτελεί και την υπηρεσιακή εισήγηση ως προς την ακριβή μέθοδο κατάχωσης που πρέπει να υιοθετηθεί και, ιδίως, την επαλληλία των υλικών διαστρωμάτωσης ανά τμήμα των ως άνω αρχαιοτήτων. Σύμφωνα με την εν λόγω τεχνική έκθεση, στη δυτική περιοχή της ανασκαφής μεταξύ αποβάθρας Θησείου και της σήραγγας εισόδου στον αρχαιολογικό χώρο, η επαλληλία των υλικών θα είναι γεωύφασμα, άμμος πάχους 10 εκ., και άλλη στρώση γεωυφάσματος, γεώπλεγμα και σκύρα, ενώ ειδικά στις περιοχές ιδιαιτέρως σημαντικών αρχαιοτήτων, όπως η Στοά του Ελευθερίου Διός, ο Βωμός των 12 Θεών, η πώρινη λεκάνη από το δίκτυο ομβρίων της Δυτικής οδού, οι κυβόλιθοι της οδού Παναθηναίων και άλλα ευαίσθητα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα, στην παραπάνω διαστρωμάτωση υλικών θα προστεθούν φύλλα μολύβδου, που θα περιβάλουν τις αρχαιότητες. Ανάλογη μέθοδος κατάχωσης προβλέπεται στην ίδια τεχνική έκθεση και για την ανατολική περιοχή της ανασκαφής με διάφορες παραλλαγές κατά θέσεις. Κατόπιν τούτου, και αφού η εκ νέου κατάχωση των αρχαιοτήτων κατά τον ως άνω ασφαλή και αναστρέψιμο τρόπο εγκρίθηκε από το ΚΑΣ με την προαναφερόμενη γνωμοδότησή του, εκδόθηκε η προσβαλλόμενη ΥΠΠΟΤ/ ΓΔΑΠΚ/ ΑΡΧ/ Α1/ Φ.40/ 33748/1504/ 5.4.2011 απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού και Τουρισμού, με την οποία εγκρίθηκε από πλευράς αρχαιολογικής νομοθεσίας η προπεριγραφόμενη μέθοδος κατάχωσης των ως άνω αρχαιοτήτων με ταυτόχρονη ανάλογη προσθήκη στην 141416/25.10.2005 κοινή απόφαση των Υπουργών Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων, Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, Πολιτισμού και Μεταφορών και Επικοινωνιών, με την οποία είχαν εγκριθεί περιβαλλοντικοί όροι για το όλο έργο της σιδηροδρομικής γραμμής και την υλοποίηση έργων συντήρησής της.
- Επειδή, οι λόγοι ακυρώσεως, οι οποίοι εκκινούν από την εκδοχή ότι η κατάχωση των αρχαίων μνημείων, ως τρόπος διατήρησής τους, είναι αντίθετη προς τη συνταγματική επιταγή της διατήρησης και ανάδειξής τους υπό συνθήκες που θα τα καθιστούν επισκέψιμα και θα επιτρέπουν την ένταξή τους στην κοινωνική ζωή, είναι, κατά τα αναφερόμενα σε προηγούμενη σκέψη, απορριπτέοι ως αβάσιμοι, διότι η κατάχωση, η οποία προβλέπεται ρητώς από τις διατάξεις, ιδίως, του άρθρου 9 παρ. 2 του ν. 3028/2002, ως τρόπος διατήρησης αρχαίων μνημείων, αποτελεί νόμιμο τρόπο διατήρησής τους, υπό τις αυστηρές, βεβαίως, προϋποθέσεις που τάσσουν, κατά την έννοιά τους, οι διατάξεις αυτές, χωρίς, όμως, να υφίσταται πλήρης συνταγματική απαγόρευση της κατάχωσης, όπως υπολαμβάνουν οι αιτούντες. Εφόσον, εξάλλου, οι λόγοι αυτοί έχουν την έννοια ότι η προσβαλλόμενη πράξη δεν είναι επαρκώς και νομίμως αιτιολογημένη από πλευράς συνδρομής των εν λόγω προϋποθέσεων, αυτοί είναι και πάλι απορριπτέοι, αφού, από το σύνολο των στοιχείων του φακέλου προκύπτει ότι η διατήρηση των μνημείων στο φως αποκλείσθηκε κατά συνεκτίμηση των αναγκών διατήρησης και καλής λειτουργίας βασικού δικτύου υποδομής του πολεοδομικού συγκροτήματος των Αθηνών, δηλαδή της σιδηροδρομικής γραμμής για τη μεταφορά εκατομμυρίων επιβατών, η οποία έχει πρόδηλη ζωτική σημασία για το κοινωνικό σύνολο, δηλαδή νομίμου, κατά τα εκτιθέμενα σε προηγούμενες σκέψεις, κριτηρίου, η δε μέθοδος κατάχωσης επελέγη με επίσης νόμιμα κριτήρια, δηλαδή, αφενός, μεν, την πλήρη αναστρεψιμότητα της κατάχωσης όταν αυτό καταστεί δυνατόν και, αφετέρου, την προστασία των μνημείων από τη φθορά.
- Επειδή, εξάλλου, στην από μηνός Νοεμβρίου 2004 Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (Μ.Π.Ε.), ενόψει της οποίας εκδόθηκε η αρχική 141416/25.10.2005 ΑΕΠΟ του όλου έργου γίνονται δεκτά, μεταξύ άλλων, τα εξής: «2.2.2 Εκτίμηση επιπτώσεων. … Δεν αναμένονται σημαντικές επιπτώσεις στους δέκτες από την ανάπτυξη εδαφόφερτων δονήσεων σε σχέση με τη σημερινή κατάσταση, αλλά και με βάση τα κριτήρια της βιβλιογραφίας. Από πλευράς εδαφόφερτου θορύβου φαίνεται πως υπάρχουν οχλήσεις σε χρήσεις γειτονικών κτιρίων, μικρής μάλλον έντασης κυρίως στη ζώνη των 5-8 μέτρων από τη γραμμή, αν και οι οχλήσεις αυτές αναμένονται να μειώνονται σταδιακά στο μέλλον. Σε κάθε περίπτωση, αν και δεν απαιτείται άμεσα η λήψη μέτρων με βάση την ανάλυση της παρούσας μελέτης, απαιτείται πιο αναλυτική διερεύνηση του θέματος και με περισσότερες μετρήσεις για την οριστικοποίηση της εκτίμησης αυτής. … Στο ιστορικό περιβάλλον κατά την κατασκευή δεν αναμένονται άμεσες επιπτώσεις αφού οι εργασίες είναι τέτοιες που δεν μπορούν να θιγούν οι αρχαιότητες. Κατά τη λειτουργία αναμένονται από τη μία θετικές επιδράσεις λόγω της ανάδειξης και της εύκολης πρόσβασης στους αρχαιολογικούς χώρους και από την άλλη διατήρηση των υφιστάμενων αρνητικών επιπτώσεων λόγω της διάσπασης της ενότητας του αρχαιολογικού χώρου της Αρχαίας Αγοράς και της απομόνωσης του βόρειου τμήματός της» [σελ. 8-9], «2.3 Προτεινόμενα μέτρα αντιμετώπισης. … Για τη μείωση των οχλήσεων από τις δονήσεις κατά την κατασκευή προτείνεται η λήψη μέτρων ορθής πρακτικής. Κατά τη λειτουργία δεν απαιτείται η λήψη μέτρων, αλλά θα πρέπει να συνταχθεί ειδική αντιδονητική μελέτη που θα συμπεριλαμβάνει και μετρήσεις για την οριστικοποίηση των συμπερασμάτων καθώς και προγράμματος συστηματικής παρακολούθησης των δονήσεων και εδαφόφερτου θορύβου» [σελ. 10], «6.2.4 Επιπτώσεις από δονήσεις κατά τη λειτουργία. 6.2.4.1 Γενικά. … Όπως ο θόρυβος, έτσι και οι δονήσεις γίνονται άμεσα αντιληπτές από τον άνθρωπο ως δυσάρεστες αισθήσεις, ενώ επί πλέον ενοχλούν και λόγω του φόβου που προκαλούν για πιθανές ζημίες στα κτίρια. Σε ακραίες περιπτώσεις οι εδαφόφερτες δονήσεις μπορούν να προκαλέσουν και ζημίες στις κατασκευές» [σελ. 57], «6.2.4.3 Εκτίμηση επιπτώσεων από δονήσεις κατά τη λειτουργία. … Εν τούτοις είναι φανερό ότι η λειτουργία της γραμμής προκαλεί κάποιες δονήσεις και εδαφόφερτο θόρυβο στο άμεσο περιβάλλον της γραμμής, όπως διαπιστώθηκε και από τις ενδεικτικές μετρήσεις στα πλαίσια της καταγραφής του δονητικού περιβάλλοντος στην υπάρχουσα κατάσταση … Έτσι στη συνέχεια, για πληρέστερη προσέγγιση, γίνεται προσπάθεια εκτίμησης των δονήσεων και του εδαφόφερτου θορύβου που μπορεί να φθάνει σε γειτονικούς αποδέκτες της γραμμής σύμφωνα με τα παρακάτω: 1. Στα πλαίσια της καταγραφής του υπάρχοντος δονητικού περιβάλλοντος … πραγματοποιήθηκε διερεύνηση διάδοσης δονήσεων στο έδαφος, από το άκρο της γραμμής μέχρι απόσταση 30 μέτρων, σε τρεις ζώνες: 5-8 m από τη γραμμή, 10-15 m και 15-30m, αφού εντός των ζωνών αυτών συναντώνται τα πρώτα κτίρια που γειτνιάζουν με τη γραμμή, ανάλογα με τη ΧΘ της γραμμής. Ως πηγές δονήσεων ελήφθησαν διελεύσεις των τρένων των ΗΣΑΠ. … [σελ. 63-64], «… Με βάση την ανάλυση ανωτέρω συνάγεται ότι 1. Σε όλες τις ζώνες ικανοποιούνται πλήρως όλα τα κριτήρια της βιβλιογραφίας για τις εδαφόφερτες δονήσεις για τα αρχαιολογικά ευρήματα και τις κατοικίες, χωρίς την ανάγκη λήψης μέτρων. 2. … Σε κάθε περίπτωση, επισημαίνεται ότι οι ανωτέρω εκτιμήσεις είναι ενδεικτικές… Το βέβαιο που προκύπτει από την ανωτέρω ανάλυση είναι ότι απαιτείται αναλυτική διερεύνηση για όλη τη γραμμή, πρώτα απ’ όλα για τη ζώνη 5-8 μέτρων, ή και περισσότερο. Για τις ανάγκες της ολοκληρωμένης αντιμετώπισης και σχεδιασμού της αντιδονητικής προστασίας της άμεσης περιοχής θα είναι χρήσιμη η εκπόνηση ειδικής οριστικής μελέτης στα πλαίσια της οποίας θα γίνει πύκνωση των ανωτέρω καταγραφών και περαιτέρω αναλυτική προσέγγιση τόσο για τον καθορισμό του φάσματος συρμού όσο και για την μέση απόσβεση των δονήσεων ανά εδαφική κατηγορία και ζώνες απόστασης ως ανωτέρω. Ακόμη στα πλαίσια της ειδικής αυτής μελέτης θα πρέπει να διερευνηθούν διεξοδικά οι κύριοι δέκτες χρήζοντες προστασίας με εκτέλεση ειδικών μετρήσεων διάχυσης για κάθε περίπτωση» [σελ. 69-70], «6.4 Επιπτώσεις στο ιστορικό – πολιτιστικό περιβάλλον. … 6.4.2 Φάση λειτουργίας. Επιπτώσεις από τη λειτουργία της γραμμής 1. … Οι σημαντικότερες επιπτώσεις στο ιστορικό περιβάλλον εντοπίζονται σε δύο μνημεία … Αναλυτικότερα: … Αρχαία Αγορά. Η διέλευση της γραμμής των ΗΣΑΠ από το βόρειο τμήμα του αρχαιολογικού χώρου, υπήρξε καταστροφική για ορισμένα μνημεία, όπως ο σημαντικότατος βωμός των δώδεκα Θεών και η Στοά του Διός Ελευθερέος που βρίσκονται σε μεγαλύτερο και σε μικρότερο αντίστοιχα βαθμό, στην πορεία της γραμμής του ηλεκτρικού σιδηρόδρομου. Η γραμμή των ΗΣΑΠ διασπά την ενότητα του αρχαιολογικού χώρου της Αρχαίας Αγοράς και απομονώνει το βόρειο τμήμα της. Εν τούτοις οι επιπτώσεις αυτές έχουν συντελεστεί εδώ και δεκαετίες και δεν υπάρχει δυνατότητα αναστροφής στο κύριο μέρος τους. Βεβαίως θα ήταν καλό να εξεταστεί κάποια εφαρμόσιμη δυνατότητα αποκατάστασης της συνέχειας του χώρου της Αρχαίας Αγοράς» [σελ. 81]. Περαιτέρω, στην 141416/25.10.2005 απόφαση περί έγκρισης περιβαλλοντικών όρων τέθηκαν όροι για την εγκατάσταση, σε κρίσιμα σημεία, συστήματος μέτρησης και καταγραφής όλων των σημαντικών μεταβλητών του φαινομένου των δονήσεων [όροι 50-51].
- Επειδή, οι λόγοι ακυρώσεως με τους οποίους προβάλλεται κατ’ επίκληση της ως άνω ΜΠΕ ότι μη νομίμως δεν εξετάσθηκαν οι επιπτώσεις στα υπό κατάχωση μνημεία των μεταφερομένων σ’ αυτά μέσω του εδάφους δονήσεων και κραδασμών, είναι απαράδεκτοι, διότι στρέφονται κατά της μη προσβαλλομένης με την αίτηση ακυρώσεως 141416/25.10.2005 αρχικής ΑΕΠΟ, η οποία, άλλωστε, συμπληρώθηκε στο σημείο αυτό, με την ήδη προσβαλλόμενη ΓΔΑΠΚ/ ΑΡΧ/ Α1/ Φ.40/ 33748/1504/ 5.4.2011 απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού και Τουρισμού. Η τελευταία αυτή πράξη αποτελεί προσθήκη στους εγκριθέντες περιβαλλοντικούς όρους, με την ενδιάμεση τροποποίηση των οποίων το ζήτημα του τρόπου κατάχωσης των αρχαιοτήτων είχε παραμείνει, κατά τα προαναφερόμενα, αρρύθμιστο, και, ταυτοχρόνως, έγκριση των σχετικών εργασιών από πλευράς αρχαιολογικής νομοθεσίας, εκδόθηκε δε ύστερα από διεξοδική καταγραφή και αποτύπωση των μνημείων, αλλά και εμπεριστατωμένη μελέτη ως προς τη μέθοδο της κατάχωσης και, ιδίως, την αλληλουχία των επαλλήλων στρωμάτων υλικών που θα τα προστατεύσουν από τους κραδασμούς και τις δονήσεις, ύστερα και από γνωμοδότηση του ΚΑΣ, κατά την οποία ο τρόπος προστασίας τους αναλύθηκε πλήρως και διεξοδικώς. Το περιεχόμενο, εξάλλου, της γνωμοδότησης του ΚΑΣ ως προς το ζήτημα αυτό επιρρωνύεται και από κοινή τεχνική έκθεση της προαναφερόμενης πολ. μηχανικού της Α΄ ΕΚΠΑ, Ευρύκλειας Αλεξανδράκη, και του συντηρητή έργων τέχνης, ομοίως της Α΄ ΕΠΚΑ, Γιώργου Παγανή, σύμφωνα με την οποία η διατήρηση των μνημείων διασφαλίζεται από την κάλυψή τους με φύλλα μολυβιού, δηλαδή υλικό μαλακό, ελατό, όλκιμο και ανοξείδωτο, υψηλής αντοχής στο χρόνο και στις συνθήκες, που προστατεύει το φυσικό λίθο, σε συνδυασμό, αφενός, με την περαιτέρω επίστρωση άμμου λατομείου μεσαίας κοκκομετρίας, η οποία, λόγω του μελετημένου πάχους της στρώσης, είναι κατάλληλη για τον επιμερισμό των εξωτερικών φορτίσεων, διαχωριζόμενη δε από το μολύβι με μη υφαντό γεωύφασμα μεγάλης αντοχής, εξασφαλίζει την αναστρεψιμότητα της επέμβασης χωρίς φθορές, αφετέρου δε με τη διάστρωση σκύρων, δηλαδή, ασυμπίεστων υλικών, τα οποία δεν μεταφέρουν στα υποκείμενα στρώματα μηχανικές καταπονήσεις και δεν καταπονούν τα δομικά στοιχεία των μνημείων λόγω της παρεμβολής της άμμου, συγκρατούνται δε από γεωύφασμα και γεώπλεγμα, δηλαδή, δίκτυο πολυμερικής σύστασης υψηλής αντοχής. Ενόψει τούτων, οι λόγοι ακυρώσεως, με τους οποίους προβάλλεται αναιτιολόγητο της προσβαλλόμενης πράξης ως προς το ζήτημα της μεθόδου κατάχωσης, είναι αβάσιμοι, κατά το μέρος δε που με αυτούς αμφισβητείται ευθέως η ανέλεγκτη επιστημονική κρίση της Διοίκησης, είναι απορριπτέοι ως απαράδεκτοι.
- Επειδή, κατά τα προαναφερόμενα, η προσβαλλόμενη πράξη αποτελεί συμπλήρωση των περιβαλλοντικών όρων του όλου έργου της λειτουργίας και συντήρησης της σιδηροδρομικής γραμμής του (τέως) ΗΣΑΠ (Αθηνών – Πειραιώς), όπως η εν λόγω έγκριση περιβαλλοντικών όρων είχε τροποποιηθεί με την 196862/2.3.2011 κοινή απόφαση των ως άνω Υπουργών. Με την αμέσως προαναφερόμενη τροποποίηση είχε εξαιρεθεί το τμήμα της σιδηροδρομικής γραμμής όπου ευρίσκονται οι επίμαχες αρχαιότητες, από τη γενικώς προβλεπόμενη πρόβλεψη επιδομής για το υπόλοιπο τμήμα της γραμμής, ακριβώς λόγω των ειδικών απαιτήσεων προστασίας και συντήρησης των συγκεκριμένων μνημείων, το δε ζήτημα της ακριβούς μεθόδου καταχώσεως είχε παραμείνει αρρύθμιστο και είχε αποφασισθεί ότι θέμα αυτό θα ρυθμισθεί από τα αρμόδια αρχαιολογικά όργανα. Στη συνέχεια, και αφού τηρήθηκε η διαδικασία που προβλέπεται για την από πλευράς αρχαιολογικής νομοθεσίας έγκριση των εργασιών κατάχωσης, τέθηκε προσθήκη στην τροποποιηθείσα ΑΕΠΟ, η οποία καλύπτει το κενό που είχε σκοπίμως αφεθεί στην περιβαλλοντική αδειοδότηση του έργου, προκειμένου να ερευνηθεί κατά την αρχαιολογική νομοθεσία από τα κατεξοχήν αρμόδια για την εφαρμογή της νομοθεσίας αυτής διοικητικά όργανα, το ζήτημα της ενδεδειγμένης μεθόδου και των επιπτώσεων των εργασιών κατάχωσης στα συγκεκριμένα μνημεία και στο πολιτιστικό περιβάλλον γενικότερα. Υπό τα δεδομένα αυτά, η διεξοδική ανάλυση του θέματος κατά την προβλεπόμενη στην αρχαιολογική νομοθεσία διοικητική διαδικασία, παρέχει νόμιμο και επαρκές αιτιολογικό έρεισμα στην προσβαλλόμενη πράξη και από πλευράς της νομοθεσίας για την προστασία του περιβάλλοντος, στο πλαίσιο της οποίας θα ήταν και αυτοτελώς εξεταστέο το ζήτημα των περιβαλλοντικών επιπτώσεων της κατάχωσης των συγκεκριμένων μνημείων κατά τη διαδικασία περιβαλλοντικής αδειοδότησης του επίμαχου έργου. Πρέπει, επομένως, να απορριφθεί και ο λόγος ακυρώσεως, σύμφωνα με τον οποίο η προσβαλλόμενη πράξη είναι ανεπαρκώς αιτιολογημένη ως προς τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις της κατάχωσης των συγκεκριμένων μνημείων ως πολιτιστικών αγαθών, αφού το ζήτημα αυτό εξετάσθηκε και κρίθηκε κατά την ειδικώς εφαρμοστέα αρχαιολογική νομοθεσία, η έρευνα δε αυτή καλύπτει προδήλως και τις απαιτήσεις της περιβαλλοντικής νομοθεσίας.
- Επειδή, προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη πράξη δεν παρίσταται ως προϊόν νόμιμης σταθμίσεως μεταξύ της ανάγκης που καλύπτει το βασικό δημόσιο δίκτυο της σιδηροδρομικής σύνδεσης των εξυπηρετουμένων από τη γραμμή περιοχών του πολεοδομικού συγκροτήματος της πρωτεύουσας με την ανάγκη ανάδειξης των συγκεκριμένων αρχαιοτήτων, των οποίων αποφασίσθηκε η κατάχωση. Προβάλλεται, ειδικότερα, ότι μη νομίμως επελέγη η κατάχωση έναντι της άμεσης αναδείξεως των μνημείων χωρίς, μάλιστα, να προβλέπεται συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα για τη μελλοντική, έστω, ανάδειξη τους, με τον τρόπο δε αυτό η Διοίκηση προέβη σε ανεπίτρεπτη θυσία πολιτιστικού αγαθού. Όπως, όμως προκύπτει από την προαναφερόμενη γνωμοδότηση του ΚΑΣ, η Διοίκηση προέβη σε στάθμιση μεταξύ της αναγκαιότητας αδιατάρακτης λειτουργίας του δικτύου σιδηροδρομικών μεταφορών στην Αθήνα και, μάλιστα, σε περιοχή που συμπίπτει, κατά κοινή πείρα, με το πολεοδομικό, συγκοινωνιακό και οικονομικό της κέντρο και έχει αυταπόδεικτη ζωτική σημασία για τη ζωή στην πόλη, και της, επίσης αυταπόδεικτης, ανεκτίμητης αξίας των επίμαχων πολιτιστικών αγαθών, και έκρινε ότι ο κατάλληλος τρόπος συγκερασμού μεταξύ των δύο αυτών δημοσίων αναγκών ήταν η ανακατασκευή της σιδηροδρομικής γραμμής στο σημείο των μνημείων κατά τρόπο εντελώς διαφορετικό από την υπόλοιπη όδευσή της με σκοπό την προστασία των μνημείων, με ταυτόχρονη κατάχωσή τους με μέθοδο απολύτως αναστρέψιμη, ακριβώς προκειμένου να διευκολυνθεί η μελλοντική αποκάλυψη και ανάδειξη των μνημείων, σε χρόνο, πάντως, που δεν μπορεί να προβλεφθεί. Ενόψει τούτων, η επιλεγείσα λύση αποτελεί προϊόν στάθμισης των ως άνω αναγκών, η οποία διενεργήθηκε με νόμιμα κριτήρια, είναι δε αβάσιμοι οι λόγοι ακυρώσεως με τους οποίους υποστηρίζεται το αντίθετο.
- Επειδή, περαιτέρω, κατά την προηγηθείσα της προσβαλλόμενης πράξης διοικητική διαδικασία έγινε αναφορά σε άλλες λύσεις σχετικά με τις υποκείμενες της σιδηροδρομικής γραμμής αρχαιότητες τόσο ως προς το είδος της επιδομής (βλ. σχέδιο τροποποίησης αρχικής ΑΕΠΟ, το οποίο διαβιβάσθηκε στη Διεύθυνση Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων του ΥΠΠΟΤ με το 195298/17.1.2011 έγγραφο της Ειδικής Υπηρεσίας Περιβάλλοντος, 1850/11.3.2011 έγγραφο της Α΄ ΕΠΚΑ κ.λπ.), όσο και ως προς το βάθος διέλευσης της σιδηροδρομικής γραμμής, χωρίς, πάντως, να επανεξετασθεί η όδευσή της, δεδομένου ότι η γραμμή δεν χωροθετήθηκε για πρώτη φορά κατά την προπεριγραφείσα διαδικασία περιβαλλοντικής αδειοδότησης, αλλά είχε διανοιγεί ήδη κατά το έτος 1891, η δε αρχική κοινή υπουργική ΑΕΠΟ 141416/25.10.2005 δεν αφορούσε έργο εξ υπαρχής κατασκευής της σιδηροδρομικής γραμμής, αλλά συντήρησης και λειτουργίας της. Είναι, επομένως, αβάσιμος ο λόγος, σύμφωνα με τον οποίο η προσβαλλόμενη πράξη δεν παρίσταται ως προϊόν εξέτασης και άλλων εναλλακτικών λύσεων σχετικών με την κατεύθυνση της γραμμής, πλην της τελικώς επιλεγείσης. Είναι, εξάλλου, αβάσιμοι και οι ειδικότεροι ισχυρισμοί των αιτούντων, σύμφωνα με τους οποίους μη νομίμως δεν εξετάσθηκαν συγκεκριμένες προταθείσες από τους ίδιους ή τρίτους εναλλακτικές λύσεις (π.χ. υπογειοποίηση ή υπερύψωση των γραμμών, διακοπή της γραμμής μεταξύ των σταθμών Μοναστηρακίου και Θησείου και μεταφορά των επιβατών με άλλα μέσα κ.λπ.), αφενός μεν διότι κατά την προηγηθείσα διοικητική διαδικασία εξετάσθηκαν άλλες λύσεις, όπως η αλλαγή στάθμης διέλευσης της γραμμής, οι οποίες κρίθηκαν ανέφικτες ή απρόσφορες με αποτέλεσμα να προκριθεί η τελικώς επιλεγείσα, αφετέρου δε διότι η Διοίκηση, πάντως, ουδόλως υπέχει νόμιμη υποχρέωση να αποφαίνεται αιτιολογημένα για κάθε φερόμενη ως εναλλακτική λύση, που προτείνεται με οποιοδήποτε τρόπο από τους ενδιαφερομένους.
- Επειδή, ο λόγος ακυρώσεως, σύμφωνα με τον οποίο δεν τηρήθηκαν εν προκειμένω οι διατυπώσεις δημοσιότητας της μελέτης περιβαλλοντικών επιπτώσεων, ενόψει της οποίας εκδόθηκε η αρχική κοινή υπουργική ΑΕΠΟ 141416/25.10.2005, πέραν της αόριστης προβολής του, καθώς και του γεγονότος ότι δεν ευρίσκει έρεισμα στα στοιχεία του φακέλου, από τα οποία αντιθέτως προκύπτει ότι η μελέτη διαβιβάσθηκε σε όλες τις συναρμόδιες αρχές και ότι η διαδικασία δημοσιοποίησης της μελέτης τηρήθηκε χωρίς να διατυπωθούν αντιρρήσεις (βλ. ιδίως στ. 15 και 19 προοιμίου της εν λόγω ΑΕΠΟ), είναι, πάντως, απαράδεκτος, διότι στέφεται κατά της αρχικής ΑΕΠΟ, η οποία δεν προσβάλλεται με την παρούσα αίτηση ακυρώσεως.
- Επειδή, η προσβαλλόμενη πράξη επιγράφεται «έγκριση προσθήκης όρου στην με ΑΠ 19528/17.1.2011 τροποποίηση της ΚΥΑ με ΑΠ 141416/25.10.2005, με την οποία εγκρίθηκαν οι περιβαλλοντικοί όροι για τη λειτουργία…», γίνεται δε αναφορά σ’ αυτήν (βλ. στ. 9 του προοιμίου) στην «195298/17.1.2011 τροποποίηση της … 141416/25.10.2005 ΚΥΑ». Από τα στοιχεία, εξάλλου, του φακέλου δεν προκύπτει ότι υφίσταται πράγματι τροποποίηση της αρχικής 141416/25.10.2005 με τον ως άνω αριθμό πρωτοκόλλου (19528 ή 195298) και ημερομηνία (17.1.2011), αλλά ότι ο ως άνω αριθμός πρωτοκόλλου (195298/17.1.2011) ανήκει σε έγγραφο της ΕΥΠΕ του ΥΠΕΚΑ, με το οποίο διαβιβάσθηκε προς το ΥΠΠΟΤ (βλ. ανωτέρω, ένατη σκέψη) σχέδιο τροποποίησης της αρχικής ΑΕΠΟ, το οποίο δεν εγκρίθηκε λόγω αντιρρήσεων της Α΄ ΕΠΚΑ, όπως αυτές διατυπώθηκαν με το 740/1.2.2011 έγγραφό της. Αντιθέτως, από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτει ότι η αρχική ΑΕΠΟ τροποποιήθηκε με την 196862/2.3.2011 κοινή υπουργική απόφαση, με την προσβαλλόμενη δε απόφαση επέρχεται προσθήκη στην αρχική ΑΕΠΟ, όπως τροποποιήθηκε με την 196862/2.3.2011 ΚΥΑ και όχι με την «ΑΠ 19528/17.1.2011», όπως εκ παραδρομής αναγράφεται σ’ αυτήν. Το γεγονός, όμως, αυτό δεν επηρεάζει το κύρος της προσβαλλόμενης πράξης, το οποίο, άλλωστε, δεν επηρεάζεται ούτε από την αναφορά στην εν γένει ενίσχυση της σήραγγας Ομονοίας – Μοναστηρακίου, αφού το περιεχόμενο της πράξης είναι σαφές και κατανοητό, όπως αναλυτικά εκτίθεται σ’ αυτήν, και αφορά στην επανακατάχωση των μνημείων στο τμήμα Θησείου – Μοναστηρακίου, κατά της πράξης δε αυτής, όπως το περιεχόμενό της γίνεται κατανοητό και από τους ίδιους, στρέφονται οι αιτούντες. Πρέπει, επομένως να απορριφθεί ο λόγος ακυρώσεως ότι οι παραπάνω παραδρομές και πλημμέλειες στη διατύπωση της προσβαλλόμενης πράξης, καθιστούν την τελευταία παράνομη και ακυρωτέα.
- Επειδή, εν κατακλείδι της προσβαλλομένης ΥΠΠΟΤ/ ΓΔΑΠΚ/ ΑΡΧ/ Α1/ Φ.40/ 33748/ 1504/ 5.4.2011 πράξης διαλαμβάνονται τα εξής: «Απαραίτηση προϋπόθεση για την ισχύ της ως άνω έγκρισης [δηλαδή, της προσβαλλόμενης πράξης] είναι οι εργασίες να γίνουν με την εποπτεία της αρμόδιας Α΄ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων. Η έναρξη των εργασιών σημαίνει αυτόματα και την αποδοχή του ανωτέρω όρου, ενώ σε περίπτωση παράβασης του όρου της Απόφασης αυτής αίρεται αυτομάτως η χορηγηθείσα έγκριση». Όπως, εξάλλου, προκύπτει από το από 29.4.2011 αντίγραφο εγγραφής βιβλίου αδικημάτων και συμβάντων της Ελληνικής Αστυνομίας, που προσκομίζουν οι αιτούντες, στις 27.4.2011 και ώρα 03.00 προσήχθησαν τρία πρόσωπα, υπάλληλοι της κατασκευαστικής κοινοπραξίας του έργου και της παρεμβαίνουσας, οι οποίοι έγιναν αντιληπτοί από τέσσερα άλλα πρόσωπα, «κατά δήλωσή τους», να εκτελούν οικοδομικές εργασίες χωρίς την επίβλεψη αρχαιολόγου στο σιδηροδρομικό δίκτυο του Η.Σ.Α.Π. και στο ύψος του αρχαιολογικού χώρου της Αρχαίας Αγοράς, παρ’ ότι η εκτέλεση αυτών των εργασιών είχε ανασταλεί με προσωρινή διαταγή δικαστηρίου, η οποία, όμως, έχει, κατά τα αναφερόμενα στο ως άνω έγγραφο, ανακληθεί. Ενόψει των ανωτέρω, συντρέχει, κατά τους αιτούντες, περίπτωση μη πληρώσεως του προαναφερομένου όρου, υπό τον οποίο εγκρίθηκε με την προσβαλλόμενη πράξη η συμπλήρωση της ΑΕΠΟ του έργου, όφειλε δε η Διοίκηση να προβεί στην έκδοση της οικείας διαπιστωτικής πράξης και είναι, κατά συνέπεια, μη νόμιμη και ακυρωτέα η παράλειψη να εκδοθεί η πράξη αυτή. Η απλή προσαγωγή, όμως, υπαλλήλων της παρεμβαίνουσας και άλλων προσώπων από την αστυνομική αρχή λόγω φερομένης εκτελέσεως οικοδομικών εργασιών βάσει δηλώσεως τρίτων προσώπων, ουδόλως αποδεικνύει ότι η επανακατάχωση των επίμαχων μνημείων διενεργήθηκε πράγματι χωρίς την άσκηση εποπτείας από την Α΄ ΕΠΚΑ κατά παράβαση του σχετικού ορισμού που διαλαμβάνει η προσβαλλόμενη πράξη. Από το σύνολο των στοιχείων του φακέλου (βλ. 3776/8.4.2011, 4246/13.4.2011, 4305/14.4.2011, 5077/27.4.2011, 10930/8.7.2011 έγγραφα Α΄ ΕΠΚΑ), προκύπτει, αντιθέτως, ότι οι σχετικές εργασίες πραγματοποιήθηκαν υπό την εποπτεία αρχαιολόγων της Α΄ ΕΠΚΑ, οι δε αιτούντες, οι οποίοι δεν προκύπτει ούτε προβάλλουν οι ίδιοι ότι υπέβαλαν αίτηση να εκδοθεί η ως άνω διαπιστωτική πράξη, δεν υπέβαλαν στη Διοίκηση ούτε επικαλούνται στοιχεία, από τα οποία να προκύπτει ότι η εποπτεία της Α΄ ΕΠΚΑ πράγματι δεν ασκήθηκε σε ορισμένο χρόνο. Πρέπει, επομένως, και ο λόγος αυτός, αορίστως, άλλωστε, προβαλλόμενος, να απορριφθεί.
- Επειδή, κατόπιν τούτων, η αίτηση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της, πρέπει δε να γίνει δεκτή η ασκηθείσα παρέμβαση.