ΣτΕ 2957/2016 [Μερική άρση και επανεπιβολή ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης]
Περίληψη
-Επί εντοπισμένης τροποποιήσεως ρυμοτομικού σχεδίου η τήρηση του τύπου της κοινοποιήσεως στους ενδιαφερομένους ιδιοκτήτες της προτάσεως του οικείου οργανισμού τοπικής αυτοδιοικήσεως περί της εν λόγω τροποποιήσεως τάσσεται επί ποινή ακυρότητας της οικείας διαδικασίας, η παράλειψη δε της επιβαλλομένης ως άνω κοινοποιήσεως καλύπτεται μόνον με την υποβολή ενστάσεων από τους ως άνω θιγομένους ιδιοκτήτες κατά το στάδιο της διοικητικής διαδικασίας. Ο Δήμος Αθηναίων οφείλει, κατά νόμο, να προβεί στην επίδοση, κατά τις διατάξεις του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, της προταθείσας από το Δημοτικό του Συμβούλιο εντοπισμένης τροποποιήσεως του εν λόγω ρυμοτομικού σχεδίου στον αιτούντα, ο οποίος φέρεται ως κύριος του, θιγόμενου από την ρύθμιση αυτή, επίμαχου οικοπέδου. Όμως, από τα στοιχεία του φακέλου δεν προκύπτει ότι έλαβε χώρα η, κατά τα ανωτέρω, επίδοση προς τον αιτούντα και, συνεπώς, ως προς αυτόν δεν τηρήθηκε ο τύπος της προηγουμένης, ατομικής προσκλήσεως ούτε, άλλωστε, προκύπτει ότι υποβλήθηκε σχετική ένσταση εκ μέρους αυτού, η οποία θα κάλυπτε την παράλειψη του ως άνω τύπου της διαδικασίας. Για τον λόγο, συνεπώς, αυτό, βασίμως προβαλλόμενο καθ’ ερμηνεία του δικογράφου, η προσβαλλομένη απόφαση του Νομάρχη Αθηνών πρέπει να ακυρωθεί λόγω παραβάσεως ουσιώδους διαδικαστικού τύπου.
Πρόεδρος: Ν. Ρόζος
Εισηγητής: Ελ. Μουργιά
Βασικές σκέψεις
- Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση ζητείται παραδεκτώς η ακύρωση της 12140/490/15.2.2007 αποφάσεως του Νομάρχη Αθηνών (τεύχος Α.Α.Π.Θ. 86/6.2.2007), με την οποία, σε συμμόρφωση προς την 11497/2005 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, επίκληση της οποίας γίνεται στο στοιχείο 13 του προοιμίου της, εγκρίθηκε η μερική άρση και επανεπιβολή απαλλοτριώσεως, η οποία είχε επιβληθεί με το π.δ. της 28.2.1982 (Δ΄ 196), σε ακίνητο εντός του οικοδομικού τετραγώνου (Ο.Τ.) 100α (περ.76−4οΔ) του Δήμου Αθηναίων, επί των οδών Αντιφάνους και Ξανθίππης, φερομένης ιδιοκτησίας του αιτούντος, με στοιχεία ΑΒΓΑ, για την δημιουργία κοινοχρήστου πρασίνου και παιδικής χαράς και οδού (απότμηση) εκτός βασικού οδικού δικτύου.
- Επειδή, μετά την κατάργηση της Νομαρχιακής Αυτοδιοικήσεως Αθηνών-Πειραιώς τη δίκη συνεχίζει, αυτοδικαίως, ως παθητικώς νομιμοποιούμενη, η Περιφέρεια Αττικής [άρθρα 3 παρ. 3 περ. θ΄ και 283 παρ. 2 του ν. 3852/2010 (Α΄ 87)].
- Επειδή, όπως έχει κριθεί, η έγκριση ή τροποποίηση των πολεοδομικών σχεδίων οποιασδήποτε κλίμακας και η θέσπιση, με ρυθμίσεις κανονιστικού χαρακτήρα, πάσης φύσεως όρων δομήσεως, δεν μπορεί να θεωρηθεί ειδικότερο θέμα, κατά την έννοια του άρθρου 43 παρ. 2 του Συντάγματος, ούτε θέμα τοπικού ενδιαφέροντος ή τεχνικού ή λεπτομερειακού χαρακτήρα. Συνεπώς, οι ρυθμίσεις αυτές γίνονται μόνο με την έκδοση προεδρικού διατάγματος. Ο κανόνας, εξ άλλου, αυτός αφορά τόσο τις αμιγώς κανονιστικές πράξεις και τις πράξεις μικτού χαρακτήρα, όσο και τις ατομικές πράξεις, διότι, κατά το Σύνταγμα, ο πολεοδομικός σχεδιασμός συνδέει αρρήκτως αυτές τις κατηγορίες πράξεων. Οι αρμοδιότητες, όμως, εφαρμογής των πολεοδομικών σχεδίων και οι συναφείς εκτελεστικές αρμοδιότητες επιτρεπτώς ανατίθενται σε άλλα, πλην του Προέδρου της Δημοκρατίας, όργανα, προς την αρμοδιότητα δε εφαρμογής των πολεοδομικών σχεδίων εξομοιώνεται, από την άποψη αυτή, και η όλως εντοπισμένη τροποποίησή τους, που μπορεί ομοίως να επιχειρείται με πράξη διάφορη του διατάγματος, δεδομένου ότι η τροποποίηση αυτή δεν εμπεριέχει γενικό πολεοδομικό σχεδιασμό, αλλά διενεργείται εντός του πλαισίου ευρύτερου σχεδιασμού, που έχει ήδη χωρήσει από τα προς τούτο αρμόδια, κατά το Σύνταγμα και το νόμο, όργανα (ΣτΕ 3661/2005Ολομ.). Συνεπώς, η προσβαλλόμενη πράξη τροποποιήσεως του ρυμοτομικού σχεδίου αρμοδίως εκδόθηκε από το Νομάρχη Αθηνών, εφόσον, όπως εκτίθεται σε προηγούμενη σκέψη, έχει ως αντικείμενο εντοπισμένη σε ένα μόνο Ο.Τ., τροποποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου, τα δε περί του αντιθέτου προβαλλόμενα με το από 25.2.2015 κατατεθέν υπόμνημα πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα (πρβλ. ΣτΕ 2445/2010 κ.ά.).
- Επειδή, στο άρθρο 21 παρ. 2 του Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού (ΓΟΚ) 1929 [π.δ. της 3/22.4.1929 (Α΄ 155)], το οποίο διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 31 παρ. 3 του ΓΟΚ 1985 [ν. 1577/1985 (Α΄ 210)] και του οποίου το περιεχόμενο αποδίδεται στην παράγραφο 5 του άρθρου 154 του Κώδικα Βασικής Πολεοδομικής Νομοθεσίας [ΚΒΠΝ -π.δ. της 14/27.7.1999 (Δ΄ 580)] ορίζεται ότι «… των εις μικράς εκτάσεις εντετοπισμένων τροποποιήσεων και δυσδικαιολογήτων από της άνω απόψεως … πρέπει πάντοτε να λαμβάνωσι γνώσιν οι ενδιαφερόμενοι ιδιοκτήται, καλούμενοι προς τούτο υπό του Δήμου ή Κοινότητος, κατά τας περί κοινοποιήσεως σχετικάς διατάξεις της Πολιτικής Δικονομίας και να βεβαιούται υπευθύνως υπό του Δήμου ή Κοινότητος πάντων τούτων η πρόσκλησις…». Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών επί εντοπισμένης τροποποιήσεως ρυμοτομικού σχεδίου η τήρηση του τύπου της κοινοποιήσεως στους ενδιαφερομένους ιδιοκτήτες της προτάσεως του οικείου οργανισμού τοπικής αυτοδιοικήσεως περί της εν λόγω τροποποιήσεως τάσσεται επί ποινή ακυρότητας της οικείας διαδικασίας, η παράλειψη δε της επιβαλλομένης ως άνω κοινοποιήσεως καλύπτεται μόνον με την υποβολή ενστάσεων από τους ως άνω θιγομένους ιδιοκτήτες κατά το στάδιο της διοικητικής διαδικασίας (πρβλ. ΣτΕ 720/2015, 2876/2012, 2445/2010 κ.ά.).
- Επειδή, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, με το π.δ. της 28.2.1982 π.δ. (Δ΄ 196) εγκρίθηκε η τροποποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου «της Αθήνας» με τον χαρακτηρισμό του χώρου που περικλείεται από τις οδούς Αντιφάνους, Ξανθίππης, Δράμας και Διστόμου ως χώρου κοινοχρήστου πρασίνου και παιδικής χαράς και τον καθορισμό μέσα σε αυτόν της θέσεως και της διατάξεως εκκλησίας, καθώς και με τον χαρακτηρισμό της οδού Διστόμου ως πεζοδρόμου. Με την αναφερόμενη στη σκέψη 2 11497/2005 απόφαση του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών ακυρώθηκε, κατόπιν προσφυγής του αιτούντος, η άρνηση της Διοίκησης να άρει τη ρυμοτομική απαλλοτρίωση στο ακίνητο του αιτούντος και η υπόθεση αναπέμφθηκε στη Διοίκηση προκειμένου να προβεί στην άρση της απαλλοτριώσεως διά τροποποιήσεως του οικείου ρυμοτομικού σχεδίου. Με την 2335/28/29.8.2006 απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου του Δήμου Αθηναίων, η οποία έκανε δεκτή την από 21.7.2006 εισήγηση του Τμήματος Πολεδομικών Μελετών της Διεύθυνσης Σχεδίου Πόλεως, προτάθηκε η μερική άρση και επανεπιβολή της ως άνω ρυμοτομικής απαλλοτριώσεως με την αιτιολογία ότι «η κατάργηση θεσμοθετημένων κοινοχρήστων χώρων και η μετατροπή τους σε οικοδομήσιμους, σε μία πόλη η οποία στερείται επαρκών κοινοχρήστων χώρων, δεν είναι πολεοδομικά ορθή, γιατί όχι μόνο δεν αναβαθμίζει το αστικό περιβάλλον και την ποιότητα ζωής των κατοίκων της πόλης, αλλά οδηγεί προς την αντίθετη κατεύθυνση με την αύξηση της δόμησης της περιοχής, ανατρέποντας τον πολεοδομικό σχεδιασμό». Ακολούθως, κατόπιν της από 15.12.2006 (Συν.14/πρ.14) γνωμοδοτήσεως του Συμβουλίου Χ.Ο.Π. της Νομαρχίας Αθηνών εκδόθηκε η προσβαλλόμενη νομαρχιακή απόφαση τροποποιήσεως του εν λόγω ρυμοτομικού σχεδίου, με την οποία επανεπιβλήθηκε η επίδικη απαλλοτρίωση. Με τα δεδομένα αυτά και εν όψει των γενομένων δεκτών στην προηγουμένη σκέψη, ο Δήμος Αθηναίων όφειλε, κατά νόμο, να προβεί στην επίδοση, κατά τις διατάξεις του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, της προταθείσας από το Δημοτικό του Συμβούλιο εντοπισμένης τροποποιήσεως του εν λόγω ρυμοτομικού σχεδίου στον αιτούντα, ο οποίος φέρεται ως κύριος του, θιγομένου από την ρύθμιση αυτή, επίμαχου οικοπέδου. Όμως, από τα στοιχεία του φακέλου δεν προκύπτει ότι έλαβε χώρα η, κατά τα ανωτέρω, επίδοση προς τον αιτούντα και, συνεπώς, ως προς αυτόν δεν τηρήθηκε ο τύπος της προηγουμένης, ατομικής προσκλήσεως ούτε, άλλωστε, προκύπτει ότι υποβλήθηκε σχετική ένσταση εκ μέρους αυτού, η οποία θα κάλυπτε την παράλειψη του ως άνω τύπου της διαδικασίας. Για τον λόγο, συνεπώς, αυτόν, βασίμως προβαλλόμενο καθ’ ερμηνεία του δικογράφου, η προσβαλλομένη απόφαση του Νομάρχη Αθηνών πρέπει να ακυρωθεί λόγω παραβάσεως ουσιώδους διαδικαστικού τύπου (πρβλ. ΣτΕ 2445/2010 κ.ά.).