ΣτΕ 1805/2016 [Έγκριση μελέτης για κυκλοφοριακό κόμβο επί ακινήτου με διατηρητέο κτίριο]
Περίληψη
-Για την έγκριση εργασιών ή επεμβάσεως επί ή πλησίον νεώτερου μνημείου αρμόδιος είναι ο προϊστάμενος της οικείας Εφορείας Νεωτέρων Μνημείων κατόπιν γνώμης του οικείου Τοπικού Συμβουλίου Νεωτέρων Μνημείων, εκτός αν πρόκειται για σοβαρή επέμβαση, οπότε αρμόδιος είναι ο Υπουργός Πολιτισμού κατόπιν γνωμοδοτήσεως του Κεντρικού Συμβουλίου Νεωτέρων Μνημείων.
-Η εγκριθείσα επέμβαση αποτελεί μικρή και όχι «μείζονα» επέμβαση, δεν επάγεται δε καθ’ οιονδήποτε τρόπο αποχαρακτηρισμό του μνημείου και συνεπώς αρμοδίως εγκρίθηκε από την προϊσταμένη της οικείας περιφερειακής Υπηρεσίας Νεωτέρων Μνημείων μετά από γνωμοδότηση του Τοπικού Συμβουλίου Νεωτέρων Μνημείων και όχι από τον Υπουργό Πολιτισμού μετά γνωμοδότηση του Κεντρικού Συμβουλίου Νεωτέρων Μνημείων.
-Όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, και ιδίως από τις προηγηθείσες γνωμοδοτήσεις του Τοπικού Συμβουλίου Νεωτέρων Μνημείων, η εγκριθείσα με την προσβαλλόμενη πράξη επέμβαση, δηλαδή η πρόβλεψη πεζοδρομίου πλάτους 4,25 μεταξύ της περιφράξεως και του συγκοινωνιακού κόμβου, η μεταφορά της εκεί ευρισκομένης πύλης εισόδου του ιδρύματος και της περιφράξεως κατά ολίγα μέτρα εσώτερον και η κοπή του αναγκαίου αριθμού δέντρων, δικαιολογείται από λόγους δημοσίου συμφέροντος, οι οποίοι συνίστανται στην ασφαλή κυκλοφορία των περιοίκων, των φοιτητών του αιτούντος Τ.Ε.Ι., καθώς και μαθητών που φοιτούν σε εκπαιδευτικά ιδρύματα της περιοχής. Περαιτέρω, από τα αυτά στοιχεία προκύπτει ότι η επίδικη επέμβαση δεν προκαλεί βλάβη στα προστατευόμενα κτίρια και τον περιβάλλοντα χώρο τους διότι αφ’ ενός είναι περιορισμένης εκτάσεως και αφ’ ετέρου το σημείο της επέμβασης ευρίσκεται σε ικανή απόσταση από τα προστατευόμενα κτίρια. Με τα δεδομένα αυτά η προσβαλλόμενη πράξη αιτιολογείται νομίμως και επαρκώς, ούτε προσκρούει δε στις αυξημένης τυπικής ισχύος διατάξεις προστασίας του πολιτιστικού περιβάλλοντος.
Πρόεδρος: Χρ. Ράμμος
Εισηγητής: Θ. Αραβάνης
Βασικές σκέψεις
- Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση, για την άσκηση της οποίας δεν απαιτείται κατά νόμο η καταβολή παραβόλου [άρθ. 28 παρ. 4 του ν. 2759/1998 (Α΄ 31)], το αιτούν Τεχνολογικό Εκπαιδευτικό Ίδρυμα (Τ.Ε.Ι.) Πατρών ζητεί την ακύρωση α) της αποφάσεως Φ02-β/2833/23.6.2006 της Προϊσταμένης της Υπηρεσίας Νεωτέρων Μνημείων και Τεχνικών Έργων Δυτικής Ελλάδος, με την οποία εγκρίθηκε κατά τον αρχαιολογικό νόμο μελέτη της Ν.Α. Αχαΐας για την διαμόρφωση κυκλοφοριακού κόμβου στην Πάτρα, περιλαμβάνουσα εργασίες και επέμβαση σε ακίνητο του αιτούντος Τ.Ε.Ι. επί του Ο.Τ. ΚΦ 1685, εντός του οποίου ευρίσκονται η διατηρητέα Έπαυλη Κόλλα και οι κτιριακές εγκαταστάσεις του αιτούντος, και β) της προηγηθείσας γνωμοδοτήσεως 5/14.6.2006 του Τοπικού Συμβουλίου Μνημείων Δυτικής Ελλάδος.
- Επειδή, στη δίκη παρεμβαίνει με έννομο συμφέρον ο Δήμος Πατρέων, ενδιαφερόμενος για την ολοκλήρωση του ανωτέρω συγκοινωνιακού έργου εντός της εδαφικής του περιφέρειας.
- Επειδή, απαραδέκτως προσβάλλεται το πρακτικό του Τοπικού Συμβουλίου Μνημείων διότι αποτελεί απλή γνωμοδότηση, στερούμενη εκτελεστότητας (ΣΕ 4897/2013, 3837/2012 κ.ά.).
- Επειδή, με τις διατάξεις του άρθρου 24 παρ. 1 και 6 του Συντάγματος, όπως αναθεωρήθηκε το 2001, το φυσικό και το πολιτιστικό περιβάλλον έχουν αναχθεί σε αυτοτελώς προστατευόμενα αγαθά προκειμένου να εξασφαλισθεί στα όρια της Χώρας αφ’ ενός η οικολογική ισορροπία και η διαφύλαξη των φυσικών πόρων προς χάρη και των επόμενων γενεών και αφ’ ετέρου η διάσωση και προστασία των μνημείων και άλλων στοιχείων προερχομένων από την ανθρώπινη δραστηριότητα που συνθέτουν την ιστορική, καλλιτεχνική, τεχνολογική και γενικώς την πολιτιστική κληρονομιά της Χώρας και συμβάλλουν στη διατήρηση της ιστορικής μνήμης. Όπως προκύπτει δε από τις προαναφερόμενες διατάξεις, ο συντακτικός νομοθέτης δεν αρκέσθηκε στην πρόβλεψη δυνατότητας να θεσπίζονται μέτρα για την προστασία του περιβάλλοντος, αλλά επέβαλε στα όργανα του Κράτους που έχουν σχετική αρμοδιότητα να προβαίνουν σε θετικές ενέργειες για τη διαφύλαξη των προστατευόμενων αγαθών και, ειδικότερα, να λαμβάνουν τα απαιτούμενα προς τούτο νομοθετικά και διοικητικά, προληπτικά και κατασταλτικά, μέτρα. Κατά τη λήψη, εξ άλλου, των μέτρων αυτών τα όργανα της νομοθετικής και εκτελεστικής εξουσίας οφείλουν, κατά την έννοια των παραπάνω διατάξεων, να σταθμίζουν και άλλους παράγοντες, αναγόμενους στο γενικότερο εθνικό και δημόσιο συμφέρον, όπως εκείνοι που σχετίζονται με την αποτελούσα πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας προστασία της υγείας και της ανθρώπινης ζωής και την εξασφάλιση των καλύτερων δυνατών όρων διαβιώσεως των κατοίκων των πόλεων και των οικιστικών εν γένει περιοχών, δηλαδή σκοπούς, για τους οποίους λαμβάνεται πρόνοια στο Σύνταγμα (άρθρα 5, 21 παρ. 3, 24 παρ. 2 αυτού). Η επιδίωξη όμως της εξασφαλίσεως των όρων διαβιώσεως αυτών, η οποία προϋποθέτει την ύπαρξη βασικών έργων υποδομής, πρέπει να συμπορεύεται προς την υποχρέωση της Πολιτείας να μεριμνά για την προστασία του περιβάλλοντος κατά τρόπο ώστε να εξασφαλίζεται βιώσιμη ανάπτυξη, στην οποία απέβλεψε ο συντακτικός νομοθέτης (ΣΕ 5460/2012 7μ, πρβλ. 2755/1994, 3478/2000, 2537/1996 Ολομ. κ.ά.). Ειδικότερα, ως προς τα στοιχεία της πολιτιστικής κληρονομιάς, από τις συνταγματικές αυτές διατάξεις συνάγεται ότι δεν επιτρέπονται επεμβάσεις, οι οποίες συνεπάγονται την καταστροφή, την αλλοίωση ή την με οποιονδήποτε τρόπο υποβάθμισή τους, και ότι κατ’ αρχήν επιβάλλεται να διατηρούνται τα στοιχεία αυτά, αναλόγως και προς το είδος και το χαρακτήρα τους, στον τόπο, στον οποίο βρίσκονται. Τέλος, κατά την έννοια των ως άνω συνταγματικών διατάξεων, κάθε επέμβαση επί και πλησίον αρχαίου ή μνημείου πρέπει κατ’ αρχήν να αποβλέπει στην προστασία και ανάδειξη αυτού, να ενεργείται δε εν όψει των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών και του είδους των προστατευτέων στοιχείων και επί τη βάσει των δεδομένων της επιστήμης, απαγορευμένων επεμβάσεων και χρήσεων μη συμβατών προς την κατά προορισμό χρήση του μνημείου για το οποίο πρόκειται (βλ. ΣΕ 5460/2012, 2224/2008, πρβλ. ΣΕ 1100/2005, 2175/2004 Ολ., 3279/2003). Σε εξαιρετικές, όμως, περιπτώσεις κατά τις οποίες επιβάλλεται η επίτευξη της ασφαλούς λειτουργίας έργου υποδομής, που ικανοποιεί ζωτικές ανάγκες του κοινωνικού συνόλου, είναι δυνατό να επιτρέπονται τέτοιες επεμβάσεις στο μέτρο που καθίστανται απολύτως αναγκαίες για τους παραπάνω σκοπούς, ύστερα από στάθμιση της αξίας του μνημείου ως στοιχείου της πολιτιστικής κληρονομιάς, της σημασίας του επιδιωκόμενου σκοπού και της αναγκαιότητας να εκτελεστεί το έργο, εφ’ όσον διαπιστωθεί, με βάση εμπεριστατωμένη έρευνα, ότι δεν υπάρχει εναλλακτική λύση, με την οποία θα ήταν δυνατό να αποτραπεί η βλάβη του μνημείου (πρβλ. ΣΕ 3851/2006 σκ. 15, 965/2007 σκ. 19, πρβλ. ΣΕ Ολομ. 2300/1997 και 3478/2000).
- Επειδή, περαιτέρω, όπως συνάγεται από τα άρθρα 1 και 5 της συμβάσεως της Γρανάδας για την προστασία της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς στη Ευρώπη, που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2039/1992 (Α΄ 61), δεν είναι κατ’ αρχήν επιτρεπτή η μετακίνηση και, κατά μείζονα λόγο, η καταστροφή κάθε κατασκευής, η οποία είναι ιδιαιτέρως σημαντική για τη διατήρηση της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς λόγω του ιστορικού, αρχαιολογικού, καλλιτεχνικού, επιστημονικού, κοινωνικού ή τεχνικού ενδιαφέροντός τους, εκτός αν επιτακτικοί λόγοι προστασίας του ίδιου του μνημείου επιβάλλουν την μετακίνησή του. Ωστόσο, δεν αποκλείονται, κατά την έννοια των άρθρων αυτών της Συμβάσεως, επεμβάσεις και στα προστατευόμενα μνημεία, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, προκειμένου να πραγματοποιηθούν μείζονα έργα, ιδιαιτέρως σημαντικά και αναγκαία για την ικανοποίηση ζωτικών αναγκών του κοινωνικού συνόλου, δεδομένου ότι η παρεμπόδιση τέτοιων έργων προδήλως δεν περιλαμβάνεται στη βούληση των συμβαλλόμενων μερών. Με το περιεχόμενο αυτό, οι ορισμοί της παραπάνω Διεθνούς Συμβάσεως συμπορεύονται προς τις εκτεθείσες επιταγές του Ελληνικού Συντάγματος. Περαιτέρω, στον εθνικό νομοθέτη απόκειται να εξειδικεύσει τα κριτήρια για τον χαρακτηρισμό κατασκευής ως ιδιαιτέρως σημαντικής, με γνώμονα το σκοπό, στον οποίο απέβλεψε η κατάρτιση της Διεθνούς Συμβάσεως, όπως αυτός προκύπτει από το προοίμιό της, δηλαδή τη διατήρηση της μαρτυρίας για την πολιτιστική κληρονομιά της Ευρώπης και την μετάδοσή της στις επόμενες γενεές, αφού λάβει υπ’ όψη τις συνθήκες και τα ιδιαίτερα πολιτιστικά χαρακτηριστικά και δεδομένα του ελληνικού χώρου, καθώς και την πολιτιστική παράδοση και τις πολιτισμικές αναφορές της Χώρας. Αν όμως δεν έχει θεσπισθεί σχετική ρύθμιση, ο χαρακτηρισμός κατασκευής ως ιδιαιτέρως σημαντικής, κατά την έννοια του άρθρου 1 της Συμβάσεως, απόκειται στην κρίση των οργάνων της Διοίκησης, τα οποία είναι αρμόδια να εγκρίνουν την πραγματοποίηση εργασιών που συνιστούν επέμβαση στην κατασκευή. Η κρίση αυτή του διοικητικού οργάνου ως προς το χαρακτήρα της κατασκευής πρέπει να είναι ειδικώς αιτιολογημένη (ΣΕ 5460/2012 7μ. σκ. 7, 3851, 3852/2006).
- Επειδή, εξ άλλου, η προστασία του πολιτιστικού περιβάλλοντος οργανώνεται και εξειδικεύεται, σε εναρμόνιση προς τις παρατεθείσες διατάξεις του Συντάγματος και των διεθνών συνθηκών, με τις διατάξεις του ν. 3028/2002 «Για την προστασία των αρχαιοτήτων και εν γένει της πολιτιστικής κληρονομιάς» (Α΄ 153). Ειδικότερα, στο άρθρο 2 του ως άνω νόμου, όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο εκδόσεως της προσβαλλομένης πράξεως, ορίζεται ότι «Για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος νόμου: α) Ως πολιτιστικά αγαθά νοούνται οι μαρτυρίες της ύπαρξης και της ατομικής και συλλογικής δραστηριότητας του ανθρώπου. β) Ως μνημεία νοούνται τα πολιτιστικά αγαθά που αποτελούν υλικές μαρτυρίες και ανήκουν στην πολιτιστική κληρονομιά της Χώρας και των οποίων επιβάλλεται η ειδικότερη προστασία βάσει των εξής διακρίσεων: αα) Ως αρχαία μνημεία ή αρχαία νοούνται όλα τα πολιτιστικά αγαθά που ανάγονται στους προϊστορικούς, αρχαίους, βυζαντινούς και μεταβυζαντινούς χρόνους και χρονολογούνται έως και το 1830, με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 20. Στα αρχαία μνημεία συμπεριλαμβάνονται σπήλαια και παλαιοντολογικά κατάλοιπα για τα οποία υπάρχουν ενδείξεις ότι συνδέονται με την ανθρώπινη ύπαρξη. ββ) Ως νεότερα μνημεία νοούνται τα πολιτιστικά αγαθά που είναι μεταγενέστερα του 1830 και των οποίων η προστασία επιβάλλεται λόγω της ιστορικής, καλλιτεχνικής ή επιστημονικής σημασίας τους, κατά τις διακρίσεις των άρθρων 6 και 20. γγ) Ως ακίνητα μνημεία νοούνται τα μνημεία που υπήρξαν συνδεδεμένα με το έδαφος και παραμένουν σε αυτό ή στο βυθό της θάλασσας ή στον πυθμένα λιμνών ή ποταμών, καθώς και τα μνημεία που βρίσκονται στο έδαφος ή στο βυθό της θάλασσας ή στον πυθμένα λιμνών ή ποταμών και δεν είναι δυνατόν να μετακινηθούν χωρίς βλάβη της αξίας τους ως μαρτυριών. Στα ακίνητα μνημεία συμπεριλαμβάνονται οι εγκαταστάσεις, οι κατασκευές και τα διακοσμητικά και λοιπά στοιχεία που αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα τους, καθώς και το άμεσο περιβάλλον τους. δδ) […]». Περαιτέρω, στο άρθρο 10 του αυτού νόμου, που φέρει τον τίτλο «Ενέργειες σε ακίνητα μνημεία και στο περιβάλλον τους», ορίζεται ότι «1. Απαγορεύεται κάθε ενέργεια σε ακίνητο μνημείο, η οποία είναι δυνατόν να επιφέρει με άμεσο ή έμμεσο τρόπο καταστροφή, βλάβη, ρύπανση ή αλλοίωση της μορφής του […] 3. Η […] οικοδομική δραστηριότητα πλησίον αρχαίου επιτρέπεται μόνο μετά από έγκριση του Υπουργού Πολιτισμού, η οποία εκδίδεται ύστερα από γνώμη του Συμβουλίου. Η έγκριση χορηγείται εάν η απόσταση από ακίνητο μνημείο ή η σχέση με αυτό είναι τέτοια ώστε να μην κινδυνεύει να επέλθει άμεση ή έμμεση βλάβη αυτού λόγω του χαρακτήρα του έργου ή της επιχείρησης ή της εργασίας […] 4. Για κάθε εργασία, επέμβαση ή αλλαγή χρήσης σε ακίνητα μνημεία, ακόμη και αν δεν επέρχεται κάποια από τις συνέπειες της παραγράφου 1 σε αυτά, απαιτείται έγκριση που χορηγείται με απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού ύστερα από γνώμη του Συμβουλίου. 5. Σε περίπτωση επείγουσας ανάγκης για την αποτροπή άμεσου και σοβαρού κινδύνου είναι δυνατή η επιχείρηση εργασιών αποκατάστασης βλάβης που δεν αλλοιώνει τα υπάρχοντα κτιριολογικά, αισθητικά και άλλα συναφή στοιχεία του μνημείου χωρίς την έγκριση που προβλέπεται στις παραγράφους 3 και 4, μετά από άμεση και πλήρη ενημέρωση της Υπηρεσίας, η οποία μπορεί να διακόψει τις εργασίες με σήμα της. 6. Στις περιπτώσεις που απαιτείται έγκριση σύμφωνα με τις προηγούμενες παραγράφους, αυτή προηγείται από τις άδειες άλλων αρχών που αφορούν την επιχείρηση ή την εκτέλεση του έργου ή της εργασίας και τα στοιχεία της αναγράφονται με ποινή ακυρότητας στις άδειες αυτές. Η έγκριση χορηγείται μέσα σε τρεις (3) μήνες από την υποβολή της σχετικής αίτησης», στο δε άρθρο 11 του νόμου, τιτλοφορούμενο «Υποχρεώσεις κυρίων, νομέων ή κατόχων ακινήτων μνημείων», ορίζεται ότι «1. Ο κύριος, ο νομέας ή ο κάτοχος ακινήτου μνημείου ή ακινήτου μέσα στο οποίο διατηρείται ακίνητο αρχαίο, οφείλει να συνεργάζεται με την Υπηρεσία και να ακολουθεί τις υποδείξεις της για τη διατήρηση, την ανάδειξη και εν γένει την προστασία του μνημείου. Οφείλει επίσης να επιτρέπει την περιοδική ή έκτακτη επιθεώρηση του μνημείου από την Υπηρεσία μετά από έγγραφη ειδοποίηση και να ειδοποιεί χωρίς υπαίτια καθυστέρηση την Υπηρεσία για κάθε γεγονός που μπορεί να το θέσει σε κίνδυνο. 2. […]». Εξ άλλου, στο άρθρο 40 του αυτού ν. 3028/2002, το οποίο εντάσσεται στο Τμήμα Δεύτερο του νόμου («Εργασίες Προστασίας Μνημείων», άρθρα 40 έως 44), ορίζεται ότι «1. Οι εργασίες σε ακίνητα μνημεία και ιδίως η συντήρηση, η στερέωση, η αποκατάσταση, η αναστήλωση, η κατάχωση, η τοποθέτηση προστατευτικών στεγών, η διαμόρφωση του περιβάλλοντος χώρου και οι εργασίες που αποβλέπουν σε απόδοση σε χρήση ή σε φιλοξενία χρήσεων αποσκοπούν στη διατήρηση της υλικής υπόστασης και της αυθεντικότητάς τους, την ανάδειξη και εν γένει στην προστασία τους. Διενεργούνται σύμφωνα με μελέτη, η οποία εγκρίνεται από την Υπηρεσία ύστερα από γνώμη του Συμβουλίου, ή αν αυτές είναι μείζονος σημασίας, με απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού ύστερα από γνώμη του Συμβουλίου. Για την έγκριση της μελέτης απαιτείται να έχει προηγηθεί η τεκμηρίωση του μνημειακού χαρακτήρα του ακινήτου […]». Σύμφωνα δε με το άρθρο 73 παρ. 10 του ίδιου νόμου «Πολιτιστικά αγαθά που έχουν χαρακτηρισθεί ως προστατευόμενα σύμφωνα με τις διατάξεις της προϊσχύουσας νομοθεσίας προστατεύονται στο εξής κατά τις διατάξεις του παρόντος νόμου. Πολιτιστικά αγαθά που έχουν ήδη χαρακτηρισθεί κατά κατηγορίες χαρακτηρίζονται εκ νέου σύμφωνα με τη διαδικασία και υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπονται από τις διατάξεις του παρόντος νόμου. Έως τότε προστατεύονται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου που εφαρμόζονται αναλόγως». Τέλος, ο ν. 2557/1997 (Α΄ 271) στο άρθρο 9 παράγρ. 12 ορίζει ότι: «12. Η παράβαση της αρχαιολογικής νομοθεσίας κατά την εκτέλεση δομικών η άλλων συναφών εργασιών και ιδίως η εκτέλεση εργασιών χωρίς άδεια […] επιφέρει τις συνέπειες που προβλέπονται σε περίπτωση παράβασης της πολεοδομικής και οικοδομικής νομοθεσίας.».
- Επειδή, από τις ανωτέρω διατάξεις, ερμηνευόμενες υπό το φως του άρθρου 24 παρ. 1 και 6 του Συντάγματος, που επιβάλλει στην Πολιτεία, κατά τα προαναφερόμενα, τη διατήρηση στο διηνεκές των μνημείων και λοιπών στοιχείων του πολιτιστικού περιβάλλοντος και τη λήψη μέτρων όχι μόνο για την αποφυγή καταστροφής ή βλάβης αυτών, αλλά και για την ανάδειξή τους, προκύπτει ότι τα μνημεία πρέπει να διατηρούνται και να αναδεικνύονται, εντασσόμενα στη σύγχρονη κοινωνική ζωή, με τη λήψη των κατάλληλων μέτρων προστασίας τους (βλ. ΣΕ 3912/2007 σκ. 4, πρβλ. ΣΕ 3487/2003). Κατ’ εξαίρεση, όμως, είναι επιτρεπτές επεμβάσεις επί και πλησίον ακινήτου μνημείου, υπό τις προϋποθέσεις που ορίζουν οι ανωτέρω διατάξεις, ύστερα από γνώμη του αρχαιολογικού συμβουλίου, κατόπιν εγκρίσεως του Υπουργού Πολιτισμού, ειδικά δε για τις οικοδομικές εργασίες ή έγκριση του Υπουργού Πολιτισμού χορηγείται αν η απόσταση από το ακίνητο μνημείο, στην έννοια του οποίου συμπεριλαμβάνεται πλέον ρητώς και το άμεσο περιβάλλον του, ή η σχέση με αυτό είναι τέτοια ώστε να μην κινδυνεύει να επέλθει άμεση ή έμμεση βλάβη σε αυτό. Από τα ανωτέρω παρέπεται ότι προκειμένου να εγκριθεί η εκτέλεση έργου επί ή πλησίον αρχαίων απαιτείται να αξιολογούνται τα χαρακτηριστικά του έργου και να εκτιμώνται οι άμεσες και έμμεσες επιπτώσεις που θα έχει η εκτέλεση του στα ακίνητα μνημεία, η χορήγηση δε της σχετικής εγκρίσεως πρέπει να στηρίζεται σε ειδική αιτιολογία που να περιέχει: α) περιγραφή των προστατευτέων αρχαίων, β) περιγραφή του προς εκτέλεση του έργου και γ) τεκμηριωμένη εκτίμηση των επιπτώσεων του έργου επί των μνημείων (βλ. ΣΕ 5460/2012 7μ. σκ. 7, 2175/2004 Ολ. σκ. 12, 3454/2004 Ολ. σκ. 8, 676/2005 Ολ. σκ. 11). Σε περίπτωση δε εκτελέσεως εργασιών χωρίς την απαιτούμενη άδεια του Υπουργείου Πολιτισμού, είναι εφαρμοστέες, μεταξύ άλλων, οι διατάξεις περί αυθαιρέτων της πολεοδομικής νομοθεσίας.
- Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτουν τα εξής: Με την απόφαση ΥΠΠΕ/ΔΙΛΑΠ/Γ/1555/
30972/28.6.1984 του Υπουργού Πολιτισμού και Επιστημών (Β΄ 505), που εκδόθηκε κατ’ επίκληση του άρθρου 52 του κ.ν. 5351/1932 “Περί αρχαιοτήτων” [π.δ. της 9/24.8. 1932 (Α΄ 275)] και του ν. 1469/1950 “Περί προστασίας ειδικής κατηγορίας οικοδομημάτων και έργων τέχνης μεταγενεστέρων του 1830” (Α΄ 169), χαρακτηρίσθηκε ως έργο τέχνης που χρειάζεται ειδική κρατική προστασία η Έπαυλη Κόλλα, μαζί με τα βοηθητικά της κτίρια (οικίσκος γεννήτριας ρεύματος, πηγάδι, σπίτι του επιστάτη) και τον κήπο της, στην περιοχή «Κουκούλι» Πατρών, διότι αποτελεί αξιόλογο δείγμα εκλεκτικιστικής αρχιτεκτονικής και δείγμα μεγαλοαστικής εξοχικής έπαυλης στην Ελλάδα στα τέλη του 19ου αιώνα. Η έπαυλη αυτή με το πέριξ υπάρχον κτήμα, συνολικού εμβαδού περίπου 100 στρεμμάτων, είχε απαλλοτριωθεί από το Ελληνικό Δημόσιο το 1971, μεταγενεστέρως δε ανεγέρθηκαν ενός του κτήματος οι κτιριακές εγκαταστάσεις του αιτούντος Τ.Ε.Ι. Με την απόφαση 251/14.1.2004 του Νομάρχη Αχαΐας (Δ΄ 117) τροποποιήθηκε το εγκεκριμένο πολεοδομικό σχέδιο Πατρών στο Ο.Τ. 1685 με την ρυμοτόμηση, μεταξύ άλλων, εκτάσεως εμβαδού 746 τ.μ. του κτήματος Κόλλα, στη συμβολή των οδών Πατρών Κλάους – Δ. Θεοτοκοπούλου – Μ. Αλεξάνδρου, για τη δημιουργία κόμβου Κ10 (κόμβου «Κούκου»), στα πλαίσια του έργου «Αναβάθμιση και βελτίωση της οδού Πατρών – Κλάους από πλατεία Μαρούδα – εθνικό στάδιο έως γέφυρα Γλαύκου και τμήμα από γέφυρα Γλαύκου έως είσοδο ποτοποιίας ΚΛΑΟΥΣ», εν συνεχεία δε συντάχθηκε η 9/2004 πράξη τακτοποίησης και αναλογισμού της Διεύθυνσης Πολεοδομίας και Περιβάλλοντος της Ν.Α. Αχαΐας, η οποία κυρώθηκε με την απόφαση 13027/10.9.2004 του Νομάρχη Αχαΐας, όπως η απόφαση αυτή συμπληρώθηκε με την 3417/9.3.2005 όμοια. Εν όψει της κατασκευής του κόμβου η Διεύθυνση Τεχνικών Υπηρεσιών της Ν.Α. Αχαΐας με το 6789/23.9.2005 έγγραφό της προς την Υπηρεσία Νεωτέρων Μνημείων και Τεχνικών Έργων Δυτικής Ελλάδας του Υπουργείου Πολιτισμού ζήτησε άδεια για την εκτέλεση εργασιών και κοπής έξι δένδρων στο ανωτέρω ρυμοτομηθέν τμήμα εμβαδού 746 τ.μ. του κτήματος Κόλλα, τα οποία είναι 1 κυπαρίσσι, 2 λεύκες, 1 πεύκο, 1 ελιά και 1 ακακία (βλ. από 10.2.2005 πρακτικό της επιτροπής του άρθ. 15 του ν. 2882/2001 για την προεκτίμηση των απαλλοτριωθέντων ακινήτων). Η Υπηρεσία Νεωτέρων Μνημείων με το Φ02-β/3917/21.10.2005 έγγραφό της παρέπεμψε το θέμα στο Τοπικό Συμβούλιο Μνημείων Δυτικής Ελλάδος, εισηγούμενη την έγκριση της μελέτης του κόμβου υπό τον όρο να ανακατασκευασθεί ο μανδρότοιχος του κτήματος και το κιγκλίδωμα στο νέο όριο της ιδιοκτησίας του Τ.Ε.Ι. και να φυτευθούν ισάριθμα δένδρα του αυτού είδους με εκείνα που θα κοπούν. Ειδικότερα, στην από 21.10.2005 υπηρεσιακή εισήγηση αναφέρονται, μεταξύ άλλων, τα εξής: «[…] Το διατηρητέο κτίριο απέχει σήμερα περίπου 190 μ. από το ανατολικό όριο της ιδιοκτησίας ΑΤΕΙ (περιοχή επέμβασης) και θα απέχει 170 μ. περίπου από το νέο όριο μετά την παραχώρηση της ρυμοτομούμενης περιοχής. Η υπηρεσία μας γνωρίζοντας το σημερινό έντονο κυκλοφοριακό πρόβλημα στον συγκεκριμένο κόμβο, το ότι στην ευρύτερη περιοχή λειτουργούν τα ΑΤΕΙ και σχολεία Μέσης Εκπαίδευσης, και ως εκ τούτου υπάρχει σημαντική κυκλοφορία νεαρών ατόμων (πεζών & εποχούμενων) άρα υπάρχει ανάγκη για κυκλοφοριακές συνθήκες αυξημένης ασφάλειας, και λαμβάνοντας υπόψιν ότι η περιοχή επέμβασης αφενός μεν απέχει σημαντικά από το διατηρητέο κτίριο και τον κήπο του, αφετέρου δε παρεμβάλλονται ανάμεσα σ’ αυτήν και το διατηρητέο κτίριο δενδροφυτευμένη έκταση και κτιριακές εγκαταστάσεις των ΑΤΕΙ, δεν έχει αντίρρηση για την διαμόρφωση του κόμβου “Κούκου” σύμφωνα με την υποβληθείσα μελέτη […]». Το Τοπικό Συμβούλιο, με το Πρακτικό 12/15.11.2005 ανέβαλε τη συζήτηση του θέματος, κατόπιν αιτήματος του εκπροσώπου του ΤΕΙ, «προκειμένου να ελεγχθεί η οριοθέτηση της κήρυξης του περιβάλλοντος χώρου». Εν όψει της νέας συζητήσεως του θέματος, η προϊσταμένη της Υπηρεσίας Νεωτέρων Μνημείων και Τεχνικών Έργων Δυτικής Ελλάδος στην από 2.12.2005 εισήγηση της, ανέφερε ότι ναι μεν ο περιβάλλων χώρος της έπαυλης που κηρύχθηκε προστατευτέος αφορά έναν περιορισμένο χώρο γύρω από αυτή και δεν εκτείνεται σε όλη την ιδιοκτησία του ΤΕΙ, πλην η υπόθεση εμπίπτει στην αρμοδιότητα της υπηρεσίας αφού πρόκειται για δραστηριότητα πλησίον μνημείων, και ότι κατά τα λοιπά η υπηρεσία εμμένει στην προηγούμενη εισήγησή της. Το Τοπικό Συμβούλιο Μνημείων με το 13/7.12.2005 Πρακτικό γνωμοδότησε σύμφωνα με την εισήγηση υπέρ της εγκρίσεως της μελέτης διαμόρφωσης του κόμβου με τον όρο (1) να ανακατασκευασθεί ο μανδρότοιχος, το κιγκλίδωμα και η πύλη στο υφιστάμενο όριο της ιδιοκτησίας του Τ.Ε.Ι. όπως αυτό διαμορφώθηκε μετά τη τροποποίηση του σχεδίου πόλεως (ήτοι, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου και δεν αμφισβητείται, επί της οικοδομικής γραμμής, η οποία απέχει στο σημείο αυτό 5 μ. περίπου από την ρυμοτομική γραμμή), και (2) την αντικατάσταση, με μεταφύτευση ή νέες φυτεύσεις, των δένδρων που πρόκειται να κοπούν με ίσο αριθμό δένδρων του αυτού είδους. Μετά ταύτα, το αιτούν Τ.Ε.Ι. με το από 12.12.2005 υπόμνημά του προς την Υπηρεσία Νεωτέρων Μνημείων παραπονέθηκε ότι μη νομίμως δεν εκλήθη να παραστεί κατά τη συζήτηση ενώπιον του Τοπικού Συμβουλίου και προέβαλε ότι η τροποποίηση του σχεδίου πόλεως για την απαλλοτρίωση της επίμαχης εκτάσεως είναι παράνομη διότι δεν ερωτήθηκε προηγουμένως η αρχαιολογική υπηρεσία, ότι τα δένδρα που πρόκειται να κοπούν είναι υπεραιωνόβια, σπάνιων ειδών και εμπίπτουν στα όρια του “κήπου” που κηρύχθηκε διατηρητέος μαζί με την Έπαυλη Κόλλα, ότι το 13/7.12.2005 Πρακτικό του Τοπικού Συμβουλίου Δ. Ελλάδος και η σχετική υπηρεσιακή εισήγηση στηρίχθηκαν σε αναληθή πραγματικά και νομικά δεδομένα και ότι η χορηγηθείσα έγκριση ισοδυναμεί ουσιαστικά με αποχαρακτηρισμό του κήπου της έπαυλης ως διατηρητέου χώρου, ο οποίος όμως ανήκει στην αρμοδιότητα των κεντρικών οργάνων του Υπουργείου Πολιτισμού, εν όψει δε τούτων ζήτησε την επανεξέταση
του θέματος από το Τοπικό Συμβούλιο Μνημείων και τον μη «αποχαρακτηρισμό» της επίδικης εκτάσεως, άλλως την παραπομπή του θέματος στο αρμόδιο Κεντρικό Συμβούλιο Νεωτέρων Μνημείων. Κατόπιν τούτου διενεργήθηκε στις 7.2.2006 αυτοψία στον επίμαχο χώρο από την Τεχνική Υπηρεσία της Ν.Α. Αχαΐας, το Δασαρχείο και την Υπηρεσία Νεωτέρων Μνημείων και Τεχνικών Έργων Δυτικής Ελλάδος, κατεγράφησαν δε τα δένδρα που, σύμφωνα με την υποβληθείσα μελέτη του έργου, έπρεπε να κοπούν. Στο πλαίσιο της αυτοψίας αυτής, η Υπηρεσία Νεωτέρων Μνημείων πρότεινε να μεταφερθεί η ρυμοτομική γραμμή κατά 3,5 μ. προς την πλευρά του κόμβου, ώστε να μειωθεί η θιγόμενη έκταση και να περιορισθεί η κοπή δένδρων. Η πρόταση αυτή έγινε δεκτή από τη Ν.Α. Αχαΐας, κατόπιν δε αυτού το θέμα επανεισήχθη στο Τοπικό Συμβούλιο Μνημείων με την εισήγηση να εγκριθεί η μεταφορά της ρυμοτομικής γραμμής στο τμήμα της ιδιοκτησίας του αιτούντος κατά τα ανωτέρω και να ανακατασκευασθεί πιστά η πύλη εισόδου του κτήματος στη νέα της θέση, αφού προηγηθεί αποτύπωσή της από τους μελετητές της Νομαρχίας (βλ. από 15.3.2006 εισήγηση της προϊσταμένης της Υπηρεσίας Νεωτέρων Μνημείων Δ. Ελλάδος). Το Τοπικό Συμβούλιο, με το 3/22.3.2006 Πρακτικό ενέκρινε κατ’ αποδοχή της εισηγήσεως την επέμβαση, με τον όρο να μειωθεί το πεζοδρόμιο προς την πλευρά του κόμβου «κατά το δυνατόν και κατά τη μελέτη εφαρμογής» και να μεταφερθεί και ανακατασκευασθεί πιστά η πύλη εισόδου. Στο ίδιο πρακτικό αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι στην απόφαση χαρακτηρισμού απαριθμούνται οι διατηρητέες κατασκευές, πλην τα όρια του «κήπου» δεν είναι σαφή ούτε μνημονεύεται η πύλη εισόδου, και ότι το Τοπικό Συμβούλιο είναι αρμόδιο να γνωμοδοτήσει κατ’ άρθρο 10 του ν. 3028/2002 διότι η επέμβαση επιχειρείται πλησίον διατηρητέων μνημείων και ενδέχεται να προκαλέσει άμεση ή έμμεση βλάβη σ’ αυτά. Κατόπιν τούτου με την Φ02-β/1494/6.4.2006 απόφαση της Προϊσταμένης της Υπηρεσίας Νεωτέρων Μνημείων και Τεχνικών Έργων Δυτικής Ελλάδος εγκρίθηκε η μελέτη διαμόρφωσης του κόμβου «Κούκου» σύμφωνα με το περιεχόμενο της ανωτέρω γνωμοδοτήσεως. Ακολούθως, η Διεύθυνση Τεχνικών Υπηρεσιών της Ν.Α. Αχαΐας, με το έγγραφο Η3127/11.5.2006 ζήτησε από την Υπηρεσία Νεωτέρων Μνημείων να επανεξετάσει την εγκριτική απόφασή της, διότι «[…] με τη μείωση του πεζοδρομίου από 5 σε 2 μέτρα ουσιαστικά ακυρώνεται το σχέδιο πόλης στην περιοχή και […] θα πρέπει να γίνει και άλλη τροποποίηση του σχεδίου πόλεως […] διαδικασία χρονοβόρα που ξεπερνά τον ενάμιση χρόνο», πρότεινε δε τη διαμόρφωση πεζοδρομίου 4,25 μ. προς την πλευρά του ΤΕΙ ως «[…] απαραίτητη για την ασφάλεια των πεζών», επικαλούμενη συναφώς το από 9.5.2006 έγγραφο των μελετητών του έργου, στο οποίο αναφέρεται ότι για λόγους ασφαλείας των πεζών δεν πρέπει να μειωθεί πολύ το πεζοδρόμιο προς την πλευρά του κόμβου, ότι η βίλλα Κόλλα απέχει περίπου 180 μ. από τον κόμβο και συνεπώς δεν θα ωφεληθεί από την περαιτέρω μείωση του πεζοδρομίου, και ότι ενδείκνυται η μείωση του πεζοδρομίου από τα 5 μ., σύμφωνα με το σχέδιο πόλεως, στα 4,25 μ. Κατόπιν τούτου, η υπόθεση επανεισήχθη στο Τοπικό Συμβούλιο Μνημείων. Στη σχετική από 5.6.2006 εισήγησή της η προϊσταμένη της Υπηρεσίας Νεωτέρων Μνημείων εξέφρασε την εμμονή της στην προηγούμενη πρότασή της, δηλαδή στη μείωση του πλάτους του πεζοδρομίου στα 2 μ. Τελικώς, με το 5/14.6.2006 Πρακτικό του το Τοπικό Συμβούλιο γνωμοδότησε υπέρ της εγκρίσεως της μελέτης του έργου, όπως διαμορφώθηκε τελικά (πλάτος πεζοδρομίου 4,25 μ.), με τον όρο της ανακατασκευής της πύλης εισόδου. Στο ίδιο πρακτικό αναφέρεται ότι το επιχειρούμενο έργο αποτελεί ουσιαστικά απλή μετατόπιση της περίφραξης, η οποία δεν φαίνεται να διαταράσσει τη σχέση διατηρητέου και υπαίθριου χώρου, και ότι, συνεπώς, λαμβανομένου υπ’ όψη του δημοσίου συμφέροντος και της διαμορφωθείσας καταστάσεως, ήτοι της δομήσεως στον χώρο που περιβάλλει την έπαυλη (κτίρια του Τ.Ε.Ι.), δεν προκαλείται ουσιαστική άμεση ή έμμεση βλάβη στο διατηρητέο κτίριο και τον περιβάλλοντα χώρο. Κατόπιν τούτου, με την προσβαλλόμενη απόφαση Φ02-β/2833/23.6.2006 της Προϊσταμένης της Υπηρεσίας Νεωτέρων Μνημείων και Τεχνικών Έργων Δυτικής Ελλάδος εγκρίθηκε η μελέτη του έργου σύμφωνα με το περιεχόμενο της τελευταίας ως άνω γνωμοδοτήσεως. - Επειδή, το άρθρο 29 του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8) ορίζει ότι: «Το ένδικο μέσο είναι απαράδεκτο σε περίπτωση αποδοχής της προσβαλλόμενης πράξης. Σε περίπτωση δικαστικής απόφασης η αποδοχή γίνεται εγγράφως». Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, η αποδοχή από τον διοικούμενο ορισμένης πράξεως, η οποία έχει ως αποτέλεσμα την άρση του εννόμου συμφέροντός του για την προσβολή της με αίτηση ακυρώσεως, πρέπει να προκύπτει σαφώς είτε από ρητή δήλωσή του, είτε από συμπεριφορά του που δεν αφήνει περιθώρια σχετικά με την έννοιά της (βλ. ΣΕ 432/1983 Ολ., 2036/2011 Ολ., 1774/2007 κ.ά.).
- Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, μετά την κατάθεση της κρινόμενης αιτήσεως (4.8.2006), υπεγράφη μεταξύ του Νομάρχη Αχαΐας, του Δημάρχου Πατρέων και του Προέδρου του αιτούντος Τ.Ε.Ι. το από 18.9.2006, «πρακτικό δήλωσης συμφωνίας», με το οποίο συμφωνήθηκε, μεταξύ άλλων, ότι α) το καθαρό πλάτος του πεζοδρομίου έμπροσθεν του ΤΕΙ θα είναι σταθερό 2,50 μ. (και όχι κυμαινόμενο έως 5 μ.), β) κατά την έναρξη των εργασιών θα κατασκευασθεί στο ανωτέρω πλάτος του πεζοδρομίου ο προς τον χώρο του ΤΕΙ μανδρότοιχος και θα γίνει αποσύνθεση των υλικών της πύλης και, εν συνεχεία, επανατοποθέτησή της σύμφωνα με τις οδηγίες της Υπηρεσίας Νεωτέρων Μνημείων και Τεχνικών Έργων Δυτικής Ελλάδος, γ) θα κινηθεί και θα ολοκληρωθεί άμεσα η τροποποίηση του σχεδίου πόλης, ώστε να «νομιμοποιηθεί» το πλάτος του πεζοδρομίου των 2,50 μ., δ) το ΤΕΙ θα επιτρέψει την άμεση έναρξη των εργασιών και ε) θα παραιτηθεί από αιτήσεις ακυρώσεως κατά πράξεων της ως άνω Υπηρεσίας όταν το Δημοτικό Συμβούλιο του Δήμου Πατρέων εκδώσει «πράξη τροποποίησης» του σχεδίου πόλης. Μετά ταύτα, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, κατασκευάσθηκε ο επίμαχος κυκλοφοριακός κόμβος, καθώς επίσης και ο μανδρότοιχος και η πύλη εισόδου του ΤΕΙ σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο ανωτέρω «πρακτικό συμφωνίας». Εν όψει τούτων ο παρεμβαίνων Δήμος Πατρέων προβάλλει ότι εξέλιπε το έννομο συμφέρον του αιτούντος λόγω αποδοχής των προσβαλλόμενων πράξεων και ότι συνεπώς η αίτηση πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη κατ’ άρθρο 29 του π.δ. 18/1989. Όμως, η λύση με την οποία συμφώνησε το αιτούν στο ανωτέρω πρακτικό αφ’ ενός διαφέρει ουσιωδώς από τη λύση που προκρίνεται με την προσβαλλόμενη πράξη, ιδίως όσον αφορά την απόσταση της περίφραξης από τον κόμβο (4,25 μ. κατά την προσβαλλόμενη πράξη, 2,5 μ. κατά το πρακτικό συμφωνίας) και αφ’ ετέρου τελούσε υπό τον όρο της τροποποιήσεως του σχεδίου πόλεως σύμφωνα με το ανωτέρω πρακτικό, η οποία, όμως, δεν προκύπτει ότι πραγματοποιήθηκε. Συνεπώς από το ανωτέρω πρακτικό δεν συνάγεται αποδοχή της προσβαλλόμενης πράξεως ούτε επηρεάζει το έννομο συμφέρον του αιτούντος Τ.Ε.Ι. για την ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξεως, η οποία εξακολουθεί να ισχύει και παράγει τα αποτελέσματα που ορίζουν οι κείμενες διατάξεις, μεταξύ των οποίων ο χαρακτηρισμός των εργασιών που εκτελέσθηκαν χωρίς άδεια ως αυθαίρετων και κατεδαφιστέων κατά την πολεοδομική νομοθεσία, σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγρ. 12 του ν. 2557/1997 που παρατέθηκε σε προηγούμενη σκέψη. Επομένως ο ανωτέρω λόγος παρεμβάσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
- Επειδή, με την απόφαση 91/2011 του Διοικητικού Εφετείου Πατρών ακυρώθηκε η 9/2004 πράξη τακτοποιήσεως, προσκυρώσεως και αναλογισμού αποζημιώσεως της Ν.Α. Αχαΐας, όπως κυρώθηκε με τις νομαρχιακές αποφάσεις που προαναφέρθηκαν, για τον λόγο ότι εκδόθηκε χωρίς προηγούμενη έγκριση του Υπουργείου Πολιτισμού. Εν όψει τούτου το αιτούν Τ.Ε.Ι. προβάλλει ότι η δίκη δεν έχει πλέον αντικείμενο λόγω του «δεδικασμένου» που απέρρευσε από την ανωτέρω εφετειακή απόφαση. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος διότι εν προκειμένω δεν υφίσταται ταυτότητα διαδίκων και διαφοράς, δεομένου ότι με την εφετειακή απόφαση ακυρώθηκε πράξη πολεοδομικού χαρακτήρα οργάνου της Ν.Α. Αχαΐας, ενώ η προσβαλλομένη αφορά σε έγκριση επεμβάσεως κατά τον αρχαιολογικό νόμο από όργανο του Υπουργείου Πολιτισμού. Αν εξ άλλου νοείται ότι η προσβαλλομένη είναι ακυρωτέα συνεπεία της ακυρώσεως της πράξεως τακτοποιήσεως σε συμμόρφωση προς το ακυρωτικό αποτέλεσμα της εφετειακής αποφάσεως, ο λόγος είναι απορριπτέος διότι η προσβαλλομένη δεν έχει ως έρεισμα την ακυρωθείσα πράξη τακτοποιήσεως ούτε προϋποθέτει τη νομιμότητά της.
- Επειδή, όπως προεκτέθηκε, ο ν. 3028/2002 ορίζει στο άρθρο 40 παρ. 1 ότι εργασίες σε ακίνητα μνημεία, μεταξύ των οποίων η αποκατάσταση, η αναστήλωση και η διαμόρφωση του περιβάλλοντος χώρου τους, διενεργούνται σύμφωνα με μελέτη, η οποία εγκρίνεται από την υπηρεσία ύστερα από γνώμη του οικείου τοπικού συμβουλίου, ή αν αυτές είναι μείζονος σημασίας, με απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού ύστερα από γνώμη του οικείου κεντρικού συμβουλίου. Ο ίδιος νόμος στο άρθρο 49 ορίζει ότι ότι «1. Με απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού συγκροτούνται Τοπικά Συμβούλια Μνημείων (ΤΣΜ) στην έδρα κάθε διοικητικής περιφέρειας […] 2. Τα ΤΣΜ είναι αρμόδια να γνωμοδοτούν για όλα τα ζητήματα που αφορούν σε μνημεία, χώρους και τόπους της περιφέρειάς τους, εκτός από εκείνα που αναφέρονται στις διατάξεις της παραγράφου 5γ του άρθρου 50 […]»,στο δε άρθρο 50 ότι «1. […] 2. Με απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού συγκροτείται Κεντρικό Συμβούλιο Νεωτέρων Μνημείων (ΚΣΝΜ) […] 4. […] Στην αρμοδιότητα του ΚΣΝΜ ανήκουν θέματα που αφορούν στην προστασία νεωτέρων μνημείων και των λοιπών ιστορικών τόπων. 5. Υπό την επιφύλαξη της διάταξης
της προηγούμενης παραγράφου, τα Κεντρικά Συμβούλια: α) […] γ) Γνωμοδοτούν για ζητήματα που σχετίζονται με: αα) […] ββ) […] γγ) επεμβάσεις μείζονος σημασίας σε μνημεία, χώρους και τόπους, δδ) την οριοθέτηση και τον καθορισμό αρχαιολογικών χώρων, ιστορικών τόπων και ζωνών προστασίας […], στστ) τη μεταφορά ακινήτων μνημείων ή τμήματος αυτών ή την απόσπαση στοιχείων από μνημεία μείζονος σημασίας». Περαιτέρω, με το άρθρο 1 της αποφάσεως ΥΠΠΟ/
ΔΟΕΠΥ/ΤΟΠΥΝΣ/15/3696/20.1.2004 του Υπουργού Πολιτισμού (Β΄ 70) μεταβιβάσθηκαν στους προϊσταμένους, μεταξύ άλλων, των Εφορειών Νεωτέρων Μνημείων και των Υπηρεσιών Νεωτέρων Μνημείων και Τεχνικών Έργων η χορήγηση άδειας για: «1. […] γ) την επιχείρηση οποιουδήποτε τεχνικού ή άλλου έργου ή εργασίας, δ) την οικοδομική δραστηριότητα μέχρι 400 τ.μ. και μέχρι τριών ορόφων πλέον του ισογείου, πλησίον αρχαίου ή νεώτερου μνημείου, αρχαιολογικού χώρου ή ιστορικού τόπου, εφόσον κριθεί ότι οι ανωτέρω εγκαταστάσεις κ.λπ. δεν επιφέρουν με άμεσο ή έμμεσο τρόπο καταστροφή, βλάβη, ρύπανση ή αλλοίωση της μορφής του μνημείου, του χώρου ή του τόπου (άρθρα 10, 12 παρ. 4, και άρθρο 16 του Ν. 3028/02)», και «5. Η έγκριση κάθε εργασίας, επέμβασης ή αλλαγής χρήσης σε ακίνητα μνημεία (άρθρο 10, παρ. 4 του Ν. 3028/02)». Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι για την έγκριση εργασιών ή επεμβάσεως επί ή πλησίον νεώτερου μνημείου αρμόδιος είναι ο προϊστάμενος της οικείς Εφορείας Νεωτέρων Μνημείων κατόπιν γνώμης του οικείου Τοπικού Συμβουλίου Νεωτέρων Μνημείων, εκτός αν πρόκειται για σοβαρή επέμβαση, οπότε αρμόδιος είναι ο Υπουργός Πολιτισμού κατόπιν γνωμοδοτήσεως του Κεντρικού Συμβουλίου Νεωτέρων Μνημείων. - Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, όπως προαναφέρθηκε, με την απόφαση χαρακτηρισμού του έτους 1984 κηρύχθηκε διατηρητέα η έπαυλη Κόλλα και ορισμένα βοηθητικά κτίρια αυτής, καθώς και ο περιβάλλων αυτήν «κήπος», εκτάσεως 20 περίπου στρεμμάτων, έναντι 100 στρεμμάτων του όλου κτήματος. Τα όρια του «κήπου» δεν προκύπτουν σαφώς από το κείμενο της αποφάσεως χαρακτηρισμού, εν όψει όμως των στοιχείων του φακέλου πρέπει να γίνει δεκτό ότι ο περιλαμβάνεται σ’ αυτόν και «δασύλλιο» εμβαδού 6 περίπου στρεμμάτων που εκτείνεται μεταξύ του κτιρίου της επαύλεως και της πύλης εισόδου προς την πλευρά του επίμαχου κόμβου, στο οποίο εμπίπτει η επίδικη έκταση των 746 τ.μ. (βλ. έγγραφο ΥΠΠΟ/ΥΝΕΜ/ΤΕΔΕ/Φ02-β/1416/
22.4.2005 της Υπηρεσίας Νεωτέρων Μνημείων Δυτ. Ελλάδος προς το αιτούν Τ.Ε.Ι.). Επομένως η επίμαχη έκταση εμπίπτει στον περιβάλλοντα χώρο μνημείου, για την εκτέλεση εργασιών και οποιαδήποτε επέμβαση στον οποίο απαιτείται προηγούμενη άδεια του Υπουργείου Πολιτισμού. Περαιτέρω, στην απόφαση χαρακτηρισμού του 1984 δεν περιλαμβάνεται η πύλη εισόδου του κτήματος προς την πλευρά του επίμαχου κόμβου. Επομένως το στοιχείο αυτό δεν χαρακτηρίσθηκε μεν ως μνημείο, πλην ευρίσκεται πλησίον χαρακτηρισμένου μνημείου και συνεπώς για την επέμβαση σ’ αυτό απαιτείται άδεια του Υπουργείου Πολιτισμού σύμφωνα με το άρθρο 10 του αρχαιολογικού νόμου. Η προκείμενη επέμβαση αφορά μικρή έκταση (746 τ.μ.) σε σχέση με την συνολική έκταση του δασυλλίου και του κήπου (6 στρέμματα και 20 στρέμματα, αντιστοίχως, ήτοι ποσοστό 1,2% και 0,37% περίπου), συνίσταται δε στην κοπή 6 δένδρων, με τον όρο της αντικατάστασής τους, και σε αποξήλωση της πύλης εισόδου, με τον όρο της πιστής ανακατασκευής της σε απόσταση ολίγων μέτρων υπό την εποπτεία των αρμόδιων οργάνων του Υπουργείου Πολιτισμού. Με τα δεδομένα αυτά η εγκριθείσα επέμβαση αποτελεί μικρή και όχι «μείζονα» επέμβαση, δεν επάγεται δε καθ’ οιονδήποτε τρόπο αποχαρακτηρισμό του μνημείου και συνεπώς αρμοδίως εγκρίθηκε από την προϊσταμένη της οικείας περιφερειακής Υπηρεσίας Νεωτέρων Μνημείων μετά από γνωμοδότηση του Τοπικού Συμβουλίου Μνημείων και όχι από τον Υπουργό Πολιτισμού μετά γνωμοδότηση του Κεντρικού Συμβουλίου Νεωτέρων Μνημείων. Επομένως όλοι οι λόγοι ακυρώσεως με τους οποίους προβάλλονται τα αντίθετα είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. - Επειδή, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, και ιδίως τις προηγηθείσες γνωμοδοτήσεις του Τοπικού Συμβουλίου Νεωτέρων Μνημείων, η εγκριθείσα με την προσβαλλόμενη πράξη επέμβαση, δηλαδή η πρόβλεψη πεζοδρομίου πλάτους 4,25 μεταξύ της περιφράξεως και του συγκοινωνιακού κόμβου, η μεταφορά της εκεί ευρισκομένης πύλης εισόδου του ιδρύματος και της περιφράξεως κατά ολίγα μέτρα εσώτερον και η κοπή του αναγκαίου αριθμού δένδρων, δικαιολογείται από λόγους δημοσίου συμφέροντος, οι οποίοι συνίστανται στην ασφαλή κυκλοφορία των περιοίκων, των φοιτητών του αιτούντος Τ.Ε.Ι., που ανέρχονται σε 20.000 περίπου σύμφωνα με την αίτηση ακυρώσεως, καθώς και 3.000 περίπου μαθητών που φοιτούν σε εκπαιδευτικά ιδρύματα της περιοχής. Περαιτέρω, από τα αυτά στοιχεία προκύπτει ότι η επίδικη επέμβαση δεν προκαλεί βλάβη στα προστατευόμενα κτίρια και τον περιβάλλοντα χώρο τους διότι αφ’ ενός είναι περιορισμένης εκτάσεως, κατά τα ήδη εκτεθέντα, και αφ’ ετέρου το σημείο της επέμβασης ευρίσκεται σε ικανή απόσταση, ήτοι 180 μ. περίπου, από τα προστατευόμενα κτίρια. Με τα δεδομένα αυτά η προσβαλλόμενη πράξη αιτιολογείται νομίμως και επαρκώς, δεν ούτε προσκρούει δε στις αυξημένης τυπικής ισχύος διατάξεις προστασίας του πολιτιστικού περιβάλλοντος που προπαρατέθηκαν. Επομένως οι αντίθετοι λόγοι ακυρώσεως είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι, ενώ η περαιτέρω αμφισβήτηση της ουσιαστικής κρίσεως της Διοικήσεως ως προς τα ενδεδειγμένα μέτρα προστασίας του χαρακτηρισμένου μνημείου και την καταλληλότητα των τεθέντων με την έγκριση όρων, είναι απαράδεκτη. Περαιτέρω, αβασίμως προβάλλεται ότι κατά παράβαση του άρθρου 49 παρ. 2 του ν. 3028/2002 το Τοπικό Συμβούλιο Νεωτέρων Μνημείων επανήλθε χωρίς νεώτερα στοιχεία επί της υποθέσεως και με το πρακτικό 5/2006 ανέτρεψε το προηγούμενο πρακτικό του 3/2006, με το οποίο είχε προβλεφθεί πεζοδρόμιο πλάτους 2 μ. Και τούτο διότι, όπως εκτέθηκε στο ιστορικό, το πρακτικό 5/2006 ερείδεται στα νεώτερα έγγραφα Η3127/11.5.2006 της Ν.Α. Αχαΐας και από 9.5.2006 των μελετητών του έργου, στα οποία εκτίθενται οι λόγοι για τους οποίους δεν πρέπει να μειωθεί πολύ το πεζοδρόμιο προς την πλευρά του κόμβου, τα στοιχεία δε αυτά, σε συνδυασμό με την γενόμενη αυτοψία και τη φύση των συντρεχόντων λόγων δημοσίου συμφέροντος, δικαιολογούν την επάνοδο του Συμβουλίου και την επανεκτίμηση των δεδομένων της υποθέσεως. Τέλος, οι λόγοι με τους οποίους προβάλλονται πλημμέλειες της αποφάσεως 251/14.1.2004 του Νομάρχη Αχαΐας περί τροποποιήσεως του σχεδίου πόλεως και ρυμοτομήσεως της εκτάσεως των 746 τ.μ. είναι απορριπτέοι προεχόντως ως απαράδεκτοι, διότι η εν λόγω απόφαση κατά το μέρος αυτό είναι ατομική διοικητική πράξη και δεν ελέγχεται παρεμπιπτόντως στην παρούσα δίκη. Αν δε ήθελε θεωρηθεί ότι η απόφαση αυτή προσβάλλεται ευθέως, η κρινόμενη αίτηση, κατατεθείσα στις 4.8.2006, είναι κατά το μέρος αυτό εκπρόθεσμη διότι ασκήθηκε πολύ μετά την πάροδο εξήντα ημερών από την πλήρη γνώση της νομαρχιακής αυτής αποφάσεως από το αιτούν ίδρυμα, η οποία τεκμαίρεται από τη σύνταξη του προαναφερθέντος από 12.12.2005 υπομνήματός του προς την Υπηρεσία Νεωτέρων Μνημείων, στο οποίο η νομαρχιακή απόφαση τροποποιήσεως του σχεδίου πόλεως αναφέρεται κατ’ αριθμό και περιεχόμενο.
- Επειδή, επομένως, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση και να γίνει δεκτή η παρέμβαση.