ΣτΕ 1807/2016 [Νομιμότητα τακτοποίησης και αναλογισμού αποζημίωσης]
-
nomos.Ph.Admin,
Περίληψη
-Η υποχρέωση των παρόδιων ιδιοκτητών, που ωφελούνται από την διάνοιξη η διεύρυνση οδών, πλατειών ή εν γένει κοινόχρηστων χώρων, να αποζημιώσουν τους ιδιοκτήτες των ρυμοτομούμενων ακινήτων πηγάζει ευθέως από το νόμο, που καθορίζει την έκτασή της. Έτσι, όταν πρόκειται για διάνοιξη ή διεύρυνση οδών η υποχρέωση αυτή ανάγεται στην αποζημίωση του τμήματος του ρυμοτομούμενου ακινήτου που αναλογεί σε ζώνη πλάτους 15 μέτρων, ενώ όταν πρόκειται για πλατείες σε ζώνη πλάτους 20 μέτρων. Ο εγγύτερος καθορισμός των περιπτώσεων αποζημιώσεως και ιδίως η τεχνική του υπολογισμού της ως άνω ζώνης ανάλογα με την ιδιομορφία και την διάταξη του κοινόχρηστου χώρου σε σχέση με τις παρόδιες ιδιοκτησίες γίνεται με το β.δ. της 7/13.5.1936.
-Σε περίπτωση μετατροπής οικοδομικού τετραγώνου ή μέρους του σε πλατεία ή εν γένει κοινόχρηστο χώρο πρασίνου οι ιδιοκτήτες ακινήτων με πρόσωπο σε οδό που περιβάλλει τον χώρο αυτό βαρύνονται με αποζημίωση των ρυμοτομούμενων ακινήτων αδιάφορα από το αν η εν λόγω οδός αποτελέσει τμήμα του ως άνω κοινόχρηστου χώρου ή διατηρήσει την αυτοτέλειά της, αφού πάντως αποκτούν πρόσωπο σ’ έναν ευρύτερο κοινόχρηστο χώρο που δημιουργείται έτσι. Αν η ιδιοκτησία έχει επιβαρυνθεί στο παρελθόν κατά το ανώτατο νόμιμο όριο, θεωρείται ότι έχει πλέον εκπληρώσει τις σχετικές υποχρεώσεις της, κάθε δε εφεξής ρυμοτομία δεν βαρύνει αυτήν, αλλά τον οικείο Δήμο ή Κοινότητα. Εφ’ όσον δε κατά τη διάνοιξη ή την πρώτη διεύρυνση οδού η ιδιοκτησία εκπλήρωσε το ανώτατο όριο των υποχρεώσεων και εν συνεχεία η οδός διευρύνεται με νέα ρυμοτόμηση της αυτής ιδιοκτησίας, τότε η πράξη αναλογισμού που συντάσσεται για τη νέα διεύρυνση της οδού πρέπει να συνδυάζεται με την αρχικώς συνταγείσα πράξη και οι επιβαρύνσεις της ιδιοκτησίας πρέπει να επανυπολογίζονται με βάση τα προκύπτοντα από τη νέα ρυμοτόμηση δεδομένα της ιδιοκτησίας. Επομένως, αν με βάση τη νέα πράξη προκύπτει νέο ανώτατο όριο επιβαρύνσεως της αρχικής ιδιοκτησίας μικρότερο από το αρχικό, λόγω μειώσεως του εμβαδού του απομένοντος οικοπέδου, τότε η ιδιοκτησία πρέπει να επιβαρύνεται μόνο μέχρι το νέο αυτό ανώτατο όριο και να μειώνεται η αρχική επιβάρυνση. Τούτο διότι, σε αντίθετη περίπτωση, η ιδιοκτησία που υφίσταται διαδοχικές ρυμοτομήσεις έχει δυσμενέστερη μεταχείριση από ιδιοκτησία κατά το αυτό εμβαδόν που ρυμοτομείται εφ’ άπαξ, αλλά και διότι, σε περίπτωση κατά την οποία με τη νέα ρυμοτόμηση η ιδιοκτησία ρυμοτομείται εξ ολοκλήρου, δεν θα αποζημιώνεται πλήρως, κατά παράβαση του άρθρου 17 του Συντάγματος , αλλά η εν λόγω αποζημίωση θα είναι μειωμένη κατά το μέτρο της αυτοαποζημιώσης που είχε προκύψει με βάση την αρχική ρυμοτόμηση.
-Νομίμως εν προκειμένω εκδόθηκε μία πράξη αναλογισμού μετά την τελευταία τροποποίηση κατά τη λήψη υπ’ όψη των διαδοχικών τροποποιήσεων του σχεδίου. Περαιτέρω, από κανένα στοιχείο του φακέλου δεν προκύπτει ότι οι ιδιοκτησίες των εκκαλούντων επιβαρύνθηκαν στο παρελθόν από άλλες πράξεις αναλογισμού, ώστε να ανακύπτει υποχρέωση της Διοικήσεως να λάβει υπ’ όψη την επιβάρυνση αυτή κατά τη διενέργεια του επίμαχου αναλογισμού.
Πρόεδρος: Ν. Ρόζος
Εισηγητής: Θ. Αραβάνης
Βασικές σκέψεις
- Επειδή, με την έφεση αυτή ζητείται η εξαφάνιση της αποφάσεως 155/2005 του Διοικητικού Εφετείου Τριπόλεως, με την οποία απερρίφθη αίτηση ακυρώσεως των εκκαλούντων κατά α) της 496/3.2.2003 πράξεως της Διεύθυνσης Χωροταξίας, Πολεοδομίας και Περιβάλλοντος της Ν. Α. Αργολίδας περί τακτοποιήσεως και αναλογισμού αποζημιώσεως λόγω ρυμοτομίας στο Ναύπλιο, β) της αποφάσεως 1973/20.5.2004 του Νομάρχη Αργολίδας, με την οποία κυρώθηκε η ανωτέρω πράξη και γ) της 12674/8.9.2004 αποφάσεως της Γενικής Γραμματέως Περιφέρειας Πελοποννήσου, με την οποία απερρίφθη προσφυγή των εκκαλούντων κατά της ως άνω νομαρχιακής αποφάσεως.
- Επειδή, από τους αιτούντες ο τέταρτος (Αναστάσιος Νάσσος, η έκτη (Ευγενία Νάσσου), η δωδέκατη (Αναστάσια Φλίνου του Μιχαήλ), ο δέκατος τέταρτος (Θεόδωρος Φλίνος) και η δέκατη όγδοη (Βασιλική Φλίνου) δεν νομιμοποίησαν τον υπογράφοντα το δικόγραφο της εφέσεως δικηγόρο με κάποιον από τους τρόπους που προβλέπονται στο άρθρο 27 παράγρ. 1 και 2 του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8), όπως ισχύει, και συνεπώς η έφεση πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη ως προς αυτούς.
- Επειδή, αντί της Ν. Α. Αργολίδας, καθ’ ης στην παρούσα δίκη είναι η Περιφέρεια Πελοποννήσου, δεδομένου ότι η αρμοδιότητα για την κύρωση πράξεων τακτοποιήσεως, προσκυρώσεως και αναλογισμού αποζημιώσεως έχει περιέλθει στις Περιφέρειες [άρθ. 186 παράγρ. ΙΙ περίπτ. Δ στοιχείο 40 του ν. 3852/2010 (Α΄ 87), όπως το στοιχείο αυτό αντικαταστάθηκε και αναριθμήθηκε με το άρθ. 44 παρ. 10 του ν. 3889/2010 (Α΄ 138)].
- Επειδή, στο άρθρο 5 του ν. 653/1977 (Α΄ 214), το οποίο αποδίδεται στο άρθρο 295 του Κ.Β.Π.Ν., π.δ. της 14-27.7.1999 (Δ΄ 580), κατ’ εφαρμογή του οποίου εκδόθηκε η 496/2003 πράξη τακτοποίησης και αναλογισμού αποζημίωσης που κυρώθηκε με την 1973/20.5.2004 νομαρχιακή απόφαση, θεσπίζεται ειδική διαδικασία αναλογισμού αποζημιώσεως ρυμοτομούμενων ακινήτων σε περίπτωση που επισπεύδεται από το Δημόσιο η διάνοιξη ή διεύρυνση κοινόχρηστων χώρων προβλεπόμενων από το σχέδιο πόλεως, η διαδικασία δε αυτή, που αρχίζει με την έκδοση σχετικής αποφάσεως του Νομάρχη, συνίσταται στη σύνταξη κτηματολογικού διαγράμματος, κτηματολογικού πίνακα και εκθέσεως προεκτίμησης, κατά τα οριζόμενα στις παραγράφους 3 έως 5 του αυτού άρθρου. Για τον αναλογισμό δε της αποζημιώσεως ρυμοτομούμενων ακινήτων, το άρθρο 6 του ν. 5269/1931 (Α΄ 274), το οποίο αποδίδεται στο άρθρο 290 του Κ.Β.Π.Ν. που εφαρμόζεται και επί αναλογισμού αποζημιώσεως που χωρεί κατά την ανωτέρω ειδική διαδικασία του άρθρου 5 του ν. 653/1977, ορίζει ότι: «1. Υπόχρεοι προς καταβολήν της αποζημιώσεως δια την απαλλοτρίωσιν ακινήτων καταλαμβανόμενων υπό των υπό του εγκεκριμένου σχεδίου προβλεπομένων χώρων ως κοινοχρήστων, ήτοι οδών, πλατειών, αλσών, κ.τ.τ. είναι ο Δήμος ή η Κοινότης και οι ιδιοκτήται κατά τους ακολούθους όρους και αναλογίας. 2. Δια τα επί του απαλλοτριωτέου οικοπέδου κτίρια, φυτείας, φρέατα και λοιπάς εν γένει ακίνητους εγκαταστάσεις, υπόχρεος είναι ο Δήμος ή Κοινότης. 3. (όπως αντικαταστάθηκε με το αρθρ. 3 του ν. 653/1977) Δι’ αυτό τούτο το απαλλοτριωτέον οικόπεδον, συνυπόχρεοι καθίστανται ο τε Δήμος ή η Κοινότης και οι ωφελούμενοι παρόδιοι ιδιοκτήται θεωρουμένων ως τοιούτων των ιδιοκτητών ακινήτων ων τα οικόπεδα έχουσιν ή δύνανται να αποκτήσωσι διά προσκυρώσεων ή τακτοποιήσεων πρόσωπον επί του εν ω περιλαμβάνεται το απαλλοτριωτέον ακίνητον κατά την ανωτέρω παράγραφον 1 χώρου. Οι παρόδιοι υποχρεούνται εις την πληρωμήν της αποζημιώσεως προς διάνοιξιν οδών πλάτους μόνον μέχρι τριάκοντα μέτρων, είτε απ’ ευθείας διανοιγομένων εις το πλάτος τούτο, είτε δια διαδοχικών ευρύνσεων. Δια την διάνοιξιν οδών πλατυτέρων των 30 μέτρων, ή δια μεταγενεστέραν οιανδήποτε υπέρ το πλάτος τούτο διεύρυνσιν, το επί πλέον των τριάκοντα μέτρων πλάτος βαρύνει τον Δήμον ή Κοινότητα. Εις πάσαν περίπτωσιν η υποχρέωσις των παροδίων της αυτής πλευράς της οδού, δεν δύναται να υπερβαίνη την αποζημίωσιν ζώνης πλάτους μείζονος των δεκαπέντε μέτρων. Δια την διάνοιξιν πλατειών, αλσών, απλών διευρύνσεων κατά τας διασταυρώσεις οδών και εν γένει κοινοχρήστων χώρων, οι παρόδιοι ιδιοκτήται της αυτής πλευράς, υποχρεούνται εις την πληρωμήν της αποζημιώσεως της αναλογούσης εις επιφάνειαν ζώνης οικοπέδων πλάτους είκοσι μέτρων, περιλαμβανομένης εντός του όλου απαλλοτριωτέου χώρου, ασχέτως θέσεως. Εις πάσας τας περιπτώσεις της παρούσης παραγράφου, η επιβάρυνσις των ιδιοκτητών, δεν δύναται να υπερβαίνη το ήμισυ του εμβαδού του βαρυνομένου οικοπέδου, μετά την αφαίρεσιν της τυχόν υπαρχούσης πρασιάς και εν περιπτώσει ρυμοτομήσεως του απομένοντος μετά την ρυμοτομίαν ή του εκ τακτοποιήσεως ή προσκυρώσεως προκύπτοντος. Η πέραν των ως άνω ορίων έκτασις, βαρύνει τον οικείον Δήμον ή Κοινότητα. Ο τρόπος αναλογισμού αποζημιώσεως μεταξύ Δήμου ή Κοινότητος και παροδίων ιδιοκτητών και μεταξύ των τελευταίων, καθ’ όλας τας ανωτέρω περιπτώσεις και πάσα σχετική λεπτομέρεια, ορίζονται δια δ/των, εκδιδομένων προτάσει του επί των Δημοσίων Έργων Υπουργού». Βάσει της τελευταίας ως άνω διατάξεως εκδόθηκε το β.δ. της 7-13.5.1936 «περί εκτελέσεως της παραγράφου 3 του άρθρου 6 του νόμου 5269» (Α’ 205), που καθορίζει τον τρόπο ενεργείας σε κάθε περίπτωση του ανωτέρω αναλογισμού, προβλέπει δε ειδικώτερα στο άρθρο 6 παρ. 1 και 2 (άρθ. 292 παρ. 5 και 6 Κ.Β.Π.Ν.) ότι: «1. Προκειμένου περί αποζημιώσεως οικοπέδων ρυμοτομουμένων υπό πλατείας κλπ. προβλεπομένης υπό του σχεδίου ρυμοτομίας κατά την συμβολήν υπαρχουσών παλαιών οδών διαπλατυνομένων ή μη, εφ’ όσον υπό ταύτης δεν καταλαμβάνονται κατά πάσαν την έκτασιν αυτής οικόπεδα, αλλά μέρος ταύτης αποτελείται από τας παλαιάς οδούς, δια τον κανονισμόν του βαρύνοντος έκαστον επί της πλατείας έχον πρόσωπον ακίνητον υπολογίζεται α) η θέσις της πλατείας, προσδιοριζομένη δια καθέτων ενουσών τας περί αυτήν οικοδομικάς γραμμάς β) η έκτασις των ρυμοτομουμένων υπό της πλατείας οικοπέδων, γ) το εμβαδόν της μετά την αφαίρεσιν των δεκαμέτρων λωρίδων υπολειπομένης εκτός τούτων εκτάσεως της βαρυνούσης την Κοινότητα, ανεξαρτήτως αν εν τη εκτάσει ταύτη περιλαμβάνονται ρυμοτομούμενα μέρη οικοπέδων ή συμπίπτει αύτη επί υφισταμένης παλαιάς οδού, δ) το εις μέτρα μήκος προσώπου εκάστου επί της πλατείας έχοντος πρόσωπον ακινήτου. Βάσει των ανωτέρω ορίζεται το εις έκαστον ακίνητον αναλόγως του μήκους του προσώπου ή του και δι’ έκαστον μέτρον τούτου αναλογούν ποσοστόν της κατά το στοιχείον β’ ρυμοτουμένης εκτάσεως μετά την εκ ταύτης αφαίρεσιν της κατά το στοιχείον γ’ εκτάσεως της βαρυνούσης τον οικείον Δήμον ή Κοινότητα. 2. Εάν συνεπεία τροποποιήσεως του σχεδίου ρυμοτομίας, οδός προβλεπομένη διά τούτου, αποτελέση μέρος δημιουργουμένης διά της τροποποιήσεως πλατείας καταργουμένου οικοδομικού τετραγώνου εν όλω ή εν μέρει, τα επί της παραμενούσης εν ισχύϊ οικοδομικής γραμμής ακίνητα βαρύνονται με την δεκάμετρον (ήδη εικοσάμετρο μετά το άρθρο 3 του Ν. 653/1977) λωρίδα, μειουμένην καθ’ ο ποσόν επεβαρύνθησαν διά την αποζημίωσιν της οδού και δη κατά το ήμισυ πλάτος αυτής». Κατά την έννοια των πιο πάνω διατάξεων η υποχρέωση των παρόδιων ιδιοκτητών, που ωφελούνται από την διάνοιξη ή διεύρυνση οδών, πλατειών ή εν γένει κοινόχρηστων χώρων, να αποζημιώσουν τους ιδιοκτήτες των ρυμοτομούμενων ακινήτων πηγάζει ευθέως από το νόμο, το άρθρο 6 του Ν. 5269/1931, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 3 του ν. 653/1977, που καθορίζει και την έκτασή της. Έτσι, όταν πρόκειται για διάνοιξη ή διεύρυνση οδών η υποχρέωση αυτή ανάγεται στην αποζημίωση τμήματος του ρυμοτομούμενου ακινήτου που αναλογεί σε ζώνη πλάτους 15 μέτρων, ενώ όταν πρόκειται για πλατείες σε ζώνη πλάτους 20 μέτρων. Ο εγγύτερος καθορισμός των περιπτώσεων αποζημιώσεως και ιδίως η τεχνική του υπολογισμού της ως άνω ζώνης ανάλογα με την ιδιομορφία και την διάταξη του κοινόχρηστου χώρου σε σχέση με τις παρόδιες ιδιοκτησίες γίνεται με το β.δ. της 7/13.5.1936. (ΣΕ 3729/1992, 1080/1963, 943/1971, 1761/1972, 2219/1973, 3478/1988). Ειδικότερα σε περίπτωση μετατροπής οικοδομικού τετραγώνου ή μέρους του σε πλατεία ή εν γένει κοινόχρηστο χώρο πρασίνου οι ιδιοκτήτες ακινήτων με πρόσωπο σε οδό που περιβάλλει τον χώρο αυτό βαρύνονται με αποζημίωση των ρυμοτομούμενων ακινήτων αδιάφορα από το αν η εν λόγω οδός αποτελέσει τμήμα του ως άνω κοινοχρήστου χώρου ή διατηρήσει την αυτοτέλειά της, αφού πάντως αποκτούν πρόσωπο σ’ έναν ευρύτερο κοινόχρηστο χώρο που δημιουργείται έτσι, σύμφωνα με την έννοια του άρθρου 6 παρ. 2 του β.δ της 7/13.5.1936, ερμηνευόμενου εν όψει της εξουσιοδοτικής διατάξεως του άρθρου 6 του Ν. 5269/1931, όπως ήδη ισχύει (ΣΕ 3729/1992).
- Επειδή, περαιτέρω, κατά την έννοια της ανωτέρω διατάξεως του άρθ. 6 παρ. 3 του ν. 5269/1931, ο θεσπιζόμενος με αυτήν περιορισμός ισχύει και προκειμένου περί επιβαρύνσεων, οι οποίες έγιναν διαδοχικώς, με την έννοια ότι κάθε επιβάρυνση για την ανωτέρω αιτία στο παρελθόν συνυπολογίζεται σε περίπτωση νέας επιβαρύνσεως. Συνεπώς, αν η ιδιοκτησία έχει επιβαρυνθεί στο παρελθόν κατά το ανώτατο νόμιμο όριο, θεωρείται ότι έχει πλέον εκπληρώσει τις σχετικές υποχρεώσεις της, κάθε δε εφεξής ρυμοτομία δεν βαρύνει αυτήν, αλλά τον οικείο Δήμο ή Κοινότητα. Εφ’ όσον δε κατά τη διάνοιξη ή την πρώτη διεύρυνση οδού η ιδιοκτησία εκπλήρωσε το ανώτατο όριο των υποχρεώσεων και εν συνεχεία η οδός διευρύνεται με νέα ρυμοτόμηση της αυτής ιδιοκτησίας, τότε η πράξη αναλογισμού που συντάσσεται για τη νέα διεύρυνση της οδού πρέπει να συνδυάζεται με την αρχικώς συνταγείσα πράξη και οι επιβαρύνσεις της ιδιοκτησίας πρέπει να επανυπολογίζονται με βάση τα προκύπτοντα από τη νέα ρυμοτόμηση δεδομένα της ιδιοκτησίας. Επομένως, αν με βάση την νέα πράξη προκύπτει νέο ανώτατο όριο επιβαρύνσεως της αρχικής ιδιοκτησίας μικρότερο από το αρχικό, λόγω μειώσεως του εμβαδού του απομένοντος οικοπέδου, τότε η ιδιοκτησία πρέπει να επιβαρύνεται μόνο μέχρι το νέο αυτό ανώτατο όριο και να μειώνεται η αρχική επιβάρυνση. Τούτο διότι, σε αντίθετη περίπτωση, η ιδιοκτησία που υφίσταται διαδοχικές ρυμοτομήσεις έχει δυσμενέστερη μεταχείριση από ιδιοκτησία κατά το αυτό εμβαδόν που ρυμοτομείται εφ’ άπαξ, αλλά και διότι, σε περίπτωση κατά την οποία με τη νέα ρυμοτόμηση η ιδιοκτησία ρυμοτομείται εξ ολοκλήρου, δεν θα αποζημιώνεται πλήρως, κατά παράβαση του άρθρου 17 του Συντάγματος, αλλά η εν λόγω αποζημίωση θα είναι μειωμένη κατά το μέτρο της αυτοαποζημίωσης που είχε προκύψει με βάση την αρχική ρυμοτόμηση (ΣΕ 4035/1998 κ.ά.).
- Επειδή, εξ άλλου, κατά πάγια νομολογία (ΣΕ 6477/1995 κ.ά.) με την πράξη τακτοποιήσεως και αναλογισμού αποζημιώσεως λόγω ρυμοτομίας δεν ενεργείται ατομικώς αναγνώριση δικαιούχων ή υποχρέων αποζημιώσεως, αλλά προσδιορίζεται βάσει τεχνικών στοιχείων η αναλογία της συμμετοχής κάθε μίας ιδιοκτησίας στην καταβλητέα αποζημίωση, η δε περαιτέρω, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, αναγνώριση των δικαιούχων και υποχρέων αποζημιώσεως ανήκει στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων. Επομένως, ζητήματα ιδιωτικού δικαίου, όπως ζητήματα κυριότητας, παραγραφής ή μη της αξιώσεως αποζημίωσης ή παραιτήσεως από αυτήν, δεν συνιστούν λόγο προσβολής της πράξεως τακτοποίησης και αναλογισμού αποζημιώσεως, από δε την τυχόν εσφαλμένη αναγραφή ιδιοκτητών δεν επηρεάζεται το τεχνικό μέρος της πράξεως αυτής (ΣΕ 822/1987 κ.ά.).
- Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, από την εκκαλουμένη και τα στοιχεία του φακέλου προκύπτουν τα εξής: Οι τέσσερις πρώτοι των εκκαλούντων είναι συνιδιοκτήτες οικοπέδου εμβαδού 406,11 τ.μ. που βρίσκεται στη θέση «Κιουλ Τεπί» στο Ο.Τ. Γ305α του εγκεκριμένου ρυμοτομικού σχεδίου του Δήμου Ναυπλίου (ιδιοκτησία με στοιχείο Κ), ενώ οι λοιποί εκκαλούντες είναι συνιδιοκτήτες ετέρου, συνεχόμενου προς το προηγούμενο, οικοπέδου στο ίδιο Ο.Τ., εμβαδού 725,01 τ.μ. (ιδιοκτησία με στοιχείο Λ), εντός των οποίων έχουν ανεγερθεί πολυώροφες οικοδομές. Τα εν λόγω οικόπεδα συνορεύουν ανατολικά με την οδό Άργους, πέραν της οποίας, υπήρχαν, μεταξύ άλλων, οι ιδιοκτησίες Υφαντή και Αγγελικής Πουλή, οι οποίες ρυμοτομήθηκαν εν μέρει για τη δημιουργία κοινόχρηστου χώρου πλατείας. Στο νοτιοανατολικό τμήμα της πλατείας συμβάλλει η οδός Χαριλάου Τρικούπη, η οποία, στη συμβολή της με τον χώρο πλατείας, ρυμοτομεί εν μέρει την ιδιοκτησία Α (συνιδιοκτησία Ν. Κανατά – Π. Τσεκρέκου). Όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, η περιοχή πέριξ του νυν κοινόχρηστου χώρου εντάχθηκε στο σχέδιο πόλεως με τα β.δ/τα της 29.4-31.5.1954 (Α΄ 107) και της 2.5.1959 (Α΄ 90). Το σχέδιο αυτό αναθεωρήθηκε επανειλημμένως, μεταξύ άλλων με την απόφαση 1934/26.4.1989 του Νομάρχη Αργολίδας (Δ΄ 350), με την οποία το Ο.Τ. Γ281, μεταξύ των Ο.Τ. Γ305α και 382, μετατράπηκε από οικοδομήσιμο σε κοινόχρηστο χώρο, ο οποίος εν συνεχεία περιορίσθηκε περίπου κατά το ήμισυ με την απόφαση 480/5.12.1994 του Νομάρχη Αργολίδας περί τροποποιήσεως του σχεδίου (Δ΄ 1338), με την οποία τμήμα του Ο.Τ. Γ281 (ιδιοκτησία Υφαντή) κατέστη οικοδομήσιμος χώρος, το δε υπόλοιπο (ιδιοκτησίας Α. Πουλή) παρέμεινε κοινόχρηστος χώρος περιβαλλόμενος γύρωθεν από οδούς. Για την περιοχή συντάχθηκε αρχικά, βάσει της νομαρχιακής αποφάσεως 1934/26.4.1989, η 4252/20.10.1993 πράξη τακτοποιήσεως, προσκυρώσεως και αναλογισμού αποζημιώσεως του Τμήματος Πολεοδομίας και Πολεοδομικών Εφαρμογών (Τ.Π.Π.Ε.) της Ν. Α. Αργολίδας, η οποία κυρώθηκε με την απόφαση 2252/23.6.1994 του Νομάρχη Αργολίδας, πλην η νομαρχιακή αυτή πράξη ανακλήθηκε με την απόφαση 27696/3600/1995 του ίδιου Νομάρχη. Στη συνέχεια, βάσει της νομαρχιακής αποφάσεως 480/5.12.1994 περί τροποποιήσεως του σχεδίου εχώρησε επανασύνταξη της πράξεως αναλογισμού με την 28334/3629/25.10.1995 πράξη του Τ.Π.Π.Ε., η οποία κυρώθηκε με την απόφαση 9049/2227/18.1.1996 του αυτού Νομάρχη, όμως η απόφαση αυτή ακυρώθηκε κατόπιν προσφυγής του πρώτου εκκαλούντος με την απόφαση 93602/24.10.1996 του Υπουργού ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. Ακολούθησε ανασύνταξη της πράξεως τακτοποίησης, προσκύρωσης και αναλογισμού με την πράξη 22380/1118/4.5.1999 του Τ.Π.Π.Ε., πλην και η πράξη αυτή ακυρώθηκε με την απόφαση 38832/2199/13.7.1999 του Νομάρχη Αργολίδας κατόπιν ενστάσεως περιοίκων. Στη συνέχεια η ανωτέρω πράξη ανασυντάχθηκε με την πράξη 27225/1400/16.7.1999 του Τ.Π.Π.Ε., η οποία κυρώθηκε με την απόφαση 45609/2672/17.12.1999 του Νομάρχη Αργολίδας, και η πράξη όμως αυτή ακυρώθηκε με την απόφαση 75/2000 του Διοικητικού Εφετείου Τριπόλεως κατόπιν αιτήσεως περιοίκων, μεταξύ των οποίων ορισμένοι εκ των εκκαλούντων, λόγω αναρμοδιότητας του κυρώσαντος οργάνου. Κατόπιν τούτων συντάχθηκε η επίδικη 496/13.2.2003 πράξη τακτοποιήσεως και αναλογισμού αποζημιώσεως της Διεύθυνσης Χωροταξίας, Πολεοδομίας και Περιβάλλοντος της Ν. Α. Αργολίδας, με την οποία καθορίσθηκε, μεταξύ άλλων, η συμμετοχή των ιδιοκτησιών Κ και Λ στην αποζημίωση των ρυμοτομούμενων ιδιοκτησιών για τη διάνοιξη του επίμαχου κοινόχρηστου χώρου, ήτοι του χώρου πλατείας μεταξύ των Ο.Τ. 382, 387, Γ304, Γ305α και 336α και του αδιάνοικτου τμήματος της οδού Χ. Τρικούπη μεταξύ των Ο.Τ. 382 και 336α. Η πράξη αυτή, η οποία συνοδεύεται από κτηματολογικό διάγραμμα και τοπογραφικό διάγραμμα, στο οποίο απεικονίζονται λεπτομερώς οι εμπλεκόμενες ιδιοκτησίες και προσαρτάται κατάλογος φερομένων ιδιοκτητών, ορίζει, μεταξύ άλλων (παράγρ. 1), ότι οι ιδιοκτησίες Κ και Λ των εκκαλούντων υποχρεούνται να αποζημιώσουν αφ’ ενός την κειμένη επί του Ο.Τ. 382, ανατολικώς του κοινόχρηστου χώρου πλατείας, ιδιοκτησία Ε (Αγγελικής Πουλή) λόγω της ρυμοτομήσεως τμήματος αυτής, εμβαδού 1.165,73 τ.μ., προς δημιουργία χώρου πλατείας, για 180,83 και 265,61 τ.μ., αντιστοίχως, αφ’ ετέρου δε την ευρισκόμενη επί του Ο.Τ. 336α, νοτίως του κοινόχρηστου χώρου, στη συμβολή των οδών Άργους και Χαριλάου Τρικούπη, ιδιοκτησία Α (συνιδιοκτησία Ν. Κανατά – Π. Τσεκρέκου), λόγω ρυμοτομήσεως τμήματος αυτής, εμβαδού 114,31 τ.μ., προς τον αυτό σκοπό, για 17,73 και 26,05 τ.μ., αντιστοίχως. Στην ίδια πράξη ορίζεται επίσης ότι οι ιδιοκτησίες Κ και Λ, εμβαδού μετά τη ρυμοτομία 406,11 και 725,01 τ.μ. αντιστοίχως, υποχρεούνται σε αποζημίωση μέχρι του ημίσεος του εμβαδού τους, ήτοι μέχρι του ορίου των 406,11 : 2 = 203,06 τ.μ. και 725,01 : 2 = 362,50 τ.μ., αντιστοίχως (παράγρ. 5 και 6, αντιστοίχως). Ενστάσεις των εκκαλούντων απερρίφθησαν με την 1973/20.5.2004 απόφαση της Νομάρχου Αργολίδας, με την οποία κυρώθηκε η 496/2003 πράξη αναλογισμού, προσφυγή δε των ιδίων (α.π. 10049/29.6.2004) κατά της αποφάσεως αυτής απερρίφθη με την 12674/8.9.2004 απόφαση της Γ.Γ.Π. Πελοποννήσου. Κατά των ανωτέρω πράξεων οι εκκαλούντες άσκησαν αίτηση ακυρώσεως, η οποία απερρίφθη με την αναφερόμενη στη σκέψη 2 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Τριπόλεως, την εξαφάνιση της οποίας ζητούν εμπροθέσμως και εν γένει παραδεκτώς με την κρινόμενη έφεση.
- Επειδή, με την αίτηση ακυρώσεως οι εκκαλούντες είχαν προβάλει ότι παρανόμως η πράξη 496/2003 συντάχθηκε με βάση το νομοθετικό καθεστώς που ίσχυε κατά το χρόνο εκδόσεώς της, ενώ έπρεπε να συνταχθεί με βάση τις διατάξεις που ίσχυσαν κατά το χρόνο της αρχικής ρυμοτόμησης (3.5.1954), πριν δηλαδή το ν. 653/1977. Με την εκκαλούμενη απόφαση ο λόγος αυτός απερρίφθη με την αιτιολογία ότι κατά γενική αρχή του διοικητικού δικαίου, εφ’ όσον δεν ορίζεται άλλως, εφαρμοστέο τυγχάνει το νομοθετικό καθεστώς που ισχύει κατά το χρόνο εκδόσεως της διοικητικής πράξεως Η αιτιολογία αυτή είναι νόμιμη, ορθώς δε η Διοίκηση εφήρμοσε στην επίμαχη περίπτωση τις διατάξεις που μνημονεύονται στην 4η σκέψη, και όχι τις διατάξεις περί αναλογισμού αποζημιώσεως όπως αυτές ίσχυαν κατά την αρχική ρυμοτόμηση, και συνεπώς τα περί του αντιθέτου προβαλλόμενα με την κρινόμενη έφεση είναι απορριπτέα.
- Επειδή, όπως έχει κριθεί, από τις διατάξεις που παρατίθενται στην 4η σκέψη προκύπτει ότι οι ιδιοκτήτες όλων των ακινήτων, που αποκτούν πρόσωπο σε προβλεπόμενο από το ρυμοτομικό σχέδιο πόλεως κοινόχρηστο χώρο, θεωρούνται από το νομοθέτη κατά τεκμήριο ως ωφελούμενοι παρόδιοι με υποχρέωση συμμετοχής στην αποζημίωση των ρυμοτομούμενων ιδιοκτησιών ζώνης πλάτους μέχρι δέκα πέντε μέτρων για κάθε πλευρά, ή είκοσι μέτρων προκειμένου περί πλατειών ή ευρύτερων κοινόχρηστων χώρων, η υποχρέωση δε αυτή μπορεί να συνίσταται και σε αυτοαποζημίωση ακινήτου, το οποίο κατά ένα μέρος ρυμοτομείται και κατά το άλλο καθίσταται παρόδιο. Το εν λόγω νόμιμο τεκμήριο ωφελείας των παροδίων ανταποκρίνεται στα διδάγματα της κοινής πείρας και συνεπώς η επιβαλλόμενη υποχρέωση αποζημίωσης δεν αντίκειται στο άρθρο 17 παρ. 2 ή σε άλλη διάταξη του Συντάγματος (ΣΕ 3497-98/1988 Ολομ., 3142/1992, 2191/1997) ούτε στο άρθρο 1 του 1ου προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α., που κυρώθηκε με το ν.δ. 53/1974 (Α΄ 256) (ΣΕ 2191/1997). Επομένως, εφ’ όσον οι εκκαλούντες με την επίμαχη ρυμοτόμηση απέκτησαν πάντως πρόσωπο σε ευρύτερο κοινόχρηστο χώρο, αποτελούμενο από τον κοινόχρηστο χώρο πλατείας και τις περιβάλλουσες αυτόν κοινόχρηστες οδούς, είναι ωφελούμενοι παρόδιοι ιδιοκτήτες κατά την έννοια των κρίσιμων διατάξεων, όπως ορθώς έκρινε το δικάσαν Διοικητικό Εφετείο (ΣΕ 3729/1992), αβασίμως δε προβάλλεται ότι δεν υποχρεούνται σε αποζημίωση διότι ο χώρος πλατείας είναι μόνο ένα τμήμα του κοινόχρηστου χώρου. Η δε ιδιότητά τους ως ωφελουμένων και η υποχρέωση συμμετοχής στην αποζημίωση δεν αίρεται εκ του ότι σε τμήμα του ως άνω ευρύτερου κοινόχρηστου χώρου, νοτίως της πλατείας, προβλέπεται η κατασκευή νησίδων κυκλοφορίας και η τοποθέτηση φωτεινών σηματοδοτών, όπως αβασίμως προβάλλεται, διότι αντικειμενικά εξακολουθεί να υπάρχει ωφέλεια από τη δημιουργία του ευρύτερου κοινόχρηστου χώρου (πρβλ. ΣΕ 3498/1988 Ολομ.). Περαιτέρω, αλυσιτελώς προβάλλεται ότι οι ιδιοκτησίες των εκκαλούντων είναι πλήρως δομημένες και έχουν εξαντλήσει το συντελεστή δομήσεως, διότι τα γεγονότα αυτά δεν ασκούν επιρροή για τον προσδιορισμό των ωφελούμενων ιδιοκτητών. Τέλος, προβάλλεται ότι οι ιδιοκτησίες των εκκαλούντων δεν ωφελούνται αλλά υποβαθμίζονται από τη διαμόρφωση του επίμαχου κοινόχρηστου χώρου και συνεπώς δεν οφείλουν αποζημίωση, δεδομένου μάλιστα ότι το άρθρο 1 του ν. 653/1977, η εφαρμογή του οποίου επεκτάθηκε με το άρθρο 62 παράγρ. 9 και 10 του ν. 947/1979 (Α΄ 169), αντιστοίχως, σε βελτιώσεις οδών και σε δημοτικές οδούς (περίπτωση που συντρέχει εν προκειμένω κατά τους εκκαλούντες), αντίκειται στο άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α. σύμφωνα με τη νομολογία του Ε.Δ.Δ.Α. Οι ισχυρισμοί όμως αυτοί όπως προβάλλονται, είναι απορριπτέοι. Κατ’ αρχάς το άρθρο 1 του ν. 653/1977, που αφορά την χάραξη εθνικών οδών σε περιοχές εκτός σχεδίου πόλεως, και η συναφής διάταξη του άρθρου 62 παράγρ. 9 του ν. 947/1979 που ορίζει ότι «Αι διατάξεις του άρθρου 1 του Ν. 653/77 … εφαρμόζονται και δια τας προς βελτίωσιν υφισταμένων οδών πραγματοποιουμένας νέας χαράξεις ή διαπλατύνσεις αυτών ή τμημάτων αυτών…», ως εκ του αντικειμένου τους δεν εφαρμόζονται σε οδούς προβλεπόμενες από εγκεκριμένα σχέδια πόλεως, όπως εν προκειμένω. Η παράγρ. 10 του άρθρου 62 του ν. 947/1979, που προστέθηκε με το άρθρο 6 παράγρ. 14 περίπτ. γ΄ του ν. 2052/92 (Α΄ 94) και ορίζει ότι «Οι διατάξεις του άρθρου 1 του ν. 653/77 … εφαρμόζονται και επί επαρχιακών, δημοτικών ή κοινοτικών οδών για το μέχρι είκοσι (20) μέτρων πλάτος της οδού» αναφέρεται προφανώς σε επαρχιακές και δημοτικές ή κοινοτικές οδούς με την έννοια που οι όροι αυτοί έχουν στα άρθρα 1-4 του ν. 3155/1955 «Περί κατασκευής και συντηρήσεως οδών» (Α΄ 63) και 1 παράγρ. 2 περίπτ. β του π.δ. της 24-31.5.1985 «Τροποποίηση των όρων και περιορισμών δόμησης των γηπέδων των κειμένων εκτός των ρυμοτομικών σχεδίων των πόλεων και εκτός των ορίων των νομίμως υφισταμένων προ του έτους 1923 οικισμών» (Δ΄ 270), δηλαδή σε οδούς ευρισκόμενες είτε σε εκτός σχεδίου περιοχές είτε σε οικισμούς που στερούνται σχεδίου και συνεπώς δεν εφαρμόζονται προκειμένου περί οδών εντός εγκεκριμένων σχεδίων πόλεων, όπως εν προκειμένω. Κατά τα λοιπά, οι ανωτέρω ισχυρισμοί είναι απορριπτέοι ως απαράδεκτοι διότι δεν αναφέρονται στη νομιμότητα του επίδικου αναλογισμού, αλλά είτε αφορούν τη νομιμότητα του ρυμοτομικού σχεδίου, η οποία δεν ελέγχεται παρεμπιπτόντως επ’ ευκαιρία του αναλογισμού (ΣΕ 3306/1994), είτε συνδέονται με τον καθορισμό της αποζημιώσεως, για τον οποίο αρμόδια είναι τα πολιτικά δικαστήρια, όπως ορθώς έκρινε η εκκαλουμένη (πρβλ. ΣΕ 3630/2002 7μ., 4159/2000, 492/1992, 3141/1987).
- Επειδή, με την αίτηση ακυρώσεως προεβλήθη επίσης ότι μη νομίμως η Διοίκηση θεώρησε ότι υπήρχε μια (ενιαία) ρυμοτόμηση, ενώ έπρεπε να γίνει αναλογισμός της επιβάρυνσης για καθεμία των ρυμοτομήσεων που έλαβαν χώρα τα έτη 1954, 1959, 1989 και 1994 με τον υπολογισμό των επιμέρους επιβαρύνσεων ή ωφελειών εκάστης ιδιοκτησίας και ότι κακώς δεν ελήφθη υπ’ όψη η φερόμενη ως συνταχθείσα 0-11105/21.10.1978 πράξη αναλογισμού και κυρωθείσα με την 13952/25.11.1978 απόφαση του Νομάρχη Αργολίδας, ούτε προκύπτει αν η πράξη αυτή υλοποιήθηκε ή έχει ανακληθεί. Ο λόγος αυτός απερρίφθη από το Διοικητικό Εφετείο με την εξής αιτιολογία : «… δεδομένου ότι στην περίπτωση που δεν εφαρμοσθεί η δια τροποποίησης του ρυμοτομικού σχεδίου προβλεφθείσα ρύθμιση και, στη συνέχεια, τροποποιηθεί εκ νέου το σχέδιο πόλεως, η μη εφαρμοσθείσα ρύθμιση παύει να ισχύει και τυχόν συνταχθείσα πράξη τακτοποίησης και αναλογισμού αποζημίωσης ομοίως παύει να ισχύει, ορθά η Διοίκηση εν προκειμένω κατά το χρόνο σύνταξης της προσβαλλόμενης πράξης έλαβε υπόψη της την κατά το χρόνο αυτό προβλεπόμενη τελική ρυμοτομική ρύθμιση, όπως αυτή είχε διαμορφωθεί κατόπιν των διαδοχικών τροποποιήσεων του ρυμοτομικού σχεδίου, από καμία δε διάταξη δεν επιβάλλεται όπως γίνεται διακεκριμένος αναλογισμός των επιβαρύνσεων ή ωφελειών των ιδιοκτησιών από κάθε μία μη εφαρμοσθείσα ρύθμιση και τον υπολογισμό της τελικής επιβάρυνσης με βάση τα προκύπτοντα διαδοχικώς δεδομένα. Δεδομένου δε ότι στην προσβαλλόμενη πράξη βεβαιώνεται ότι η απαλλοτρίωση, για την οποία συντάχθηκε το έτος 1978 η επικαλούμενη πιο πάνω κυρωθείσα από το Νομάρχη Αργολίδας πράξη αναλογισμού, τελικώς δεν συντελέσθηκε (δεν καταβλήθηκε στους δικαιούχους η νομίμως καθορισθείσα προσωρινή ή οριστική αποζημίωση), η πράξη αυτή έχει καταστεί ανεφάρμοστη και ορθά δεν λήφθηκε υπόψη κατά τη σύνταξη της προσβαλλόμενης όμοιας πράξης». Η αιτιολογία αυτή είναι νόμιμη και κατά τα δύο σκέλη της, σύμφωνα με τα ήδη εκτεθέντα, οι δε αντίθετοι λόγοι εφέσεως είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Ειδικότερα, όπως ορθώς δέχθηκε η εκκαλουμένη, επί διαδοχικών τροποποιήσεων του σχεδίου που δεν εφαρμόσθηκαν, επιτρεπτώς μετά την τελευταία τροποποίηση εκδίδεται μία πράξη αναλογισμού, κατά την οποία είναι ληπτέα υπ’ όψη η πραγματική κατάσταση που έχει προκύψει από τις διαδοχικές τροποποιήσεις, καθ’ ο μέρος αυτές ισχύουν και δεν έχουν καταργηθεί. Συνεπώς νομίμως εν προκειμένω εκδόθηκε μία πράξη αναλογισμού μετά την τελευταία τροποποίηση κατά λήψη υπ’ όψη των διαδοχικών τροποποιήσεων του σχεδίου. Περαιτέρω, από κανένα στοιχείο του φακέλου δεν προκύπτει ότι οι ιδιοκτησίες των εκκαλούντων επιβαρύνθηκαν στο παρελθόν από άλλες πράξεις αναλογισμού, ώστε να ανακύπτει υποχρέωση της Διοικήσεως να λάβει υπ’ όψη την επιβάρυνση αυτή κατά τη διενέργεια του επίμαχου αναλογισμού, αορίστως δε οι εκκαλούντες ισχυρίσθηκαν τα αντίθετα ενώπιον του δικάσαντος δικαστηρίου και ισχυρίζονται ήδη με την έφεση, δεδομένου μάλιστα ότι στην πράξη αναλογισμού υπάρχει ρητή βεβαίωση περί του αντιθέτου. Και ναι μεν σε αίτηση προς τη Διοίκηση άλλου ιδιοκτήτη (Υφαντή) μνημονεύεται η 0-11105/21.10.1978 πράξη αναλογισμού που φέρεται ότι κυρώθηκε με την 13952/25.11.1978 απόφαση του Νομάρχη Αργολίδας, πλην η πράξη αυτή, και υπό την εκδοχή ότι αφορούσε τον επίμαχο χώρο, δεν ήταν ληπτέα υπ’ όψη, προεχόντως διότι από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει, ούτε οι εκκαλούντες ισχυρίσθηκαν, ότι εφαρμόσθηκε και ότι ως εκ τούτου προέκυψε για τις ιδιοκτησίες τους επιβάρυνση που έπρεπε να συμψηφισθεί με την επιβάρυνση από τη νέα πράξη αναλογισμού.
- Επειδή, όπως εκτέθηκε στην 7η σκέψη, με την πράξη τακτοποιήσεως και αναλογισμού αποζημιώσεως λόγω ρυμοτομίας δεν ενεργείται ατομικώς αναγνώριση δικαιούχων ή υποχρέων αποζημιώσεως, αλλά προσδιορίζεται βάσει τεχνικών στοιχείων η αναλογία της συμμετοχής κάθε μίας ιδιοκτησίας στην καταβλητέα αποζημίωση, η δε περαιτέρω, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, αναγνώριση των δικαιούχων και υποχρέων αποζημιώσεως ανήκει στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων. Εν όψει τούτου οι λόγοι ακυρώσεως με τους οποίους προβαλλόταν ότι το δικαίωμα ορισμένων ιδιοκτητών προς αποζημίωση αποδυναμώθηκε ή παρεγράφη λόγω παρόδου μεγάλου χρονικού διαστήματος από την αρχική ρυμοτόμηση, ότι η ιδιοκτησία ορισμένων εκ των εκκαλούντων είχε μεταβιβασθεί ελεύθερη παντός ρυμοτομικού βάρους και συνεπώς αυτοί δεν έπρεπε να αναγράφονται ως υπόχρεοι αποζημιώσεως, ότι παρανόμως εχώρησε αναλογισμός αποζημιώσεως στις ιδιοκτησίες των Ν. Κανατά και Π. Τσερέκου διότι αυτοί είχαν αποκτήσει βάσει του τίτλου ιδιοκτησίας τους μόνο ενοχικά δικαιώματα από τη ρυμοτόμηση και δεν εδικαιούντο οι ίδιοι των εκ του αναλογισμού ωφελημάτων και ότι ως ωφελούμενοι παρόδιοι δεν πρέπει να θεωρηθούν οι εκκαλούντες, αλλά οι δικαιοπάροχοί τους, οι οποίοι τους μεταβίβασαν τα επίμαχα ακίνητα απαλλαγμένα από κάθε ρυμοτομικό βάρος, ορθώς απερρίφθησαν με την εκκαλούμενη απόφαση ως αναφερόμενοι σε ζητήματα ιδιωτικού δικαίου δικαιοδοσίας των πολιτικών δικαστηρίων, οι δε αντίθετοι λόγοι εφέσεως είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι.
- Επειδή, με την αίτηση ακυρώσεως προεβλήθη ακόμη ότι παρανόμως στην προσβαλλόμενη πράξη αναλογισμού δεν συμπεριελήφθησαν οι ιδιοκτησίες των Ο.Τ. Γ304 και Γ378 αφού αυτές «βλέπουν» διαγώνια στον επίδικο κοινόχρηστο χώρο πλατείας. Η εκκαλουμένη απέρριψε τον λόγο αυτό με την αιτιολογία ότι κατά νόμο (άρθρο 6 του από 7.5.1936 β.δ.) για την αποζημίωση των ιδιοκτησιών που ρυμοτομούνται για τη δημιουργία κοινοχρήστων χώρων κάθε ένα από τα ακίνητα που έχουν πρόσωπο στους χώρους αυτούς βαρύνεται για την αποζημίωση του τμήματος που περικλείεται από τη ρυμοτομική γραμμή που φέρεται σε απόσταση 20 μ. και τις καθέτους που φέρονται από τα όρια του ακινήτου στην παράλληλη γραμμή, στην προκειμένη όμως περίπτωση, όπως προκύπτει από το τοπογραφικό διάγραμμα που συνοδεύει την προσβληθείσα πράξη αναλογισμού, οι ανωτέρω ιδιοκτησίες δεν έχουν πρόσωπο στον επίμαχο κοινόχρηστο χώρο. Η αιτιολογία αυτή είναι νόμιμη σύμφωνα με τα ανωτέρω εκτεθέντα, οι δε αντίθετοι λόγοι εφέσεως είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι, ενώ ο λόγος με τον οποίο προβάλλεται ότι οι εν λόγω ιδιοκτησίες βλέπουν πάντως στην οδό Άργους, η οποία διαπλατύνεται, είναι απορριπτέος προεχόντως ως προβαλλόμενος απαραδέκτως το πρώτον κατ’ έφεση.
- Επειδή, προβάλλεται ότι έσφαλε η εκκαλουμένη μη απαντώντας σε προβληθέντα ισχυρισμό, κατά τον οποίο στην πράξη αναλογισμού δεν προσδιορίζεται το εμβαδόν της κάθε ιδιοκτησίας προ της ρυμοτομήσεως, η ακριβής διαπλάτυνση της οδού Άργους, αν συνέτρεξε περίπτωση εφαρμογής απλής διαπλατύνσεως οδού επί διασταυρώσεως οδών ή περίπτωση πλατείας και αν υπολογίσθηκε η έκταση που είχε ρυμοτομηθεί από την ιδιοκτησία των εκκαλούντων, και συνεπώς δεν θα μπορεί να προσδιορισθεί η ωφέλειά τους από τα πολιτικά δικαστήρια. Ο ισχυρισμός όμως αυτός, όπως προεβλήθη, ορθώς απερρίφθη σιωπηρά ως μη ουσιώδης και ειδικότερα ως συναπτόμενος με ζητήματα ιδιωτικού δικαίου (ωφέλεια) που ερευνώνται, όπως εκτέθηκε ήδη, από τα πολιτικά δικαστήρια. Επομένως ο αντίθετος λόγος εφέσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
- Επειδή, προβάλλεται ότι οι προσβληθείσες πράξεις ήταν ακυρωτέες διότι οι ιδιοκτησίες που ρυμοτομήθηκαν για τη δημιουργία του επίμαχου κοινόχρηστου χώρου έπρεπε να υποβληθούν σε εισφορά σε γη και σε χρήμα σύμφωνα με τα άρθρα 24 παρ. 2 του Συντάγματος και 8 έως 12 του ν. 1337/1983, η οποία αντισταθμίζει την αποζημίωση που επιβάλλεται με την προσβληθείσα πράξη αναλογισμού, και ότι επομένως οι ιδιοκτησίες των εκκαλούντων δεν οφείλουν αποζημίωση για την επίμαχη ρυμοτόμηση. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος προεχόντως ως απαράδεκτος διότι δεν αναφέρεται σε σφάλμα της εκκαλουμένης αλλά σε σφάλμα των προσβληθεισών ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου πράξεων, προβάλλεται δε το πρώτον κατ’ έφεση.
- Επειδή, επομένως, η εφ’ όσον δεν προβάλλεται άλλος λόγος η κρινόμενη έφεση πρέπει να απορριφθεί.