ΣτΕ 1804/2016 [Αιτιολόγηση προσκύρωσης και αναλογισμού αποζημιώσεως]
-
nomos.Ph.Admin,
Περίληψη
-Για να θεωρηθεί ότι συνεχόμενη έκταση εδάφους αποτελεί ένα οικόπεδο απαιτείται να συνιστά ενιαία ιδιοκτησία, υπό την έννοια ότι αφ’ ενός η συνέχειά της δεν διασπάται από ενδιάμεσες ιδιοκτησίες τρίτων ή κοινόχρηστούς χώρους, αφ’ ετέρου δε ότι ανήκει στην κυριότητα ενός ή περισσότερων προσώπων εξ αδιαιρέτου σε ποσοστό συνιδιοκτησίας καθενός το ίδιο για όλη την έκταση. Ως προς την έννοια δε των ανωτέρω διατάξεων και την εφαρμογή των δημοσίου δικαίου κανόνων περί δομήσεως δεν ασκούν επιρροή οι κατά το ιδιωτικό δίκαιο δηλώσεις ή συμπεριφορά των ενδιαφερομένων.
-Ζητήματα που ανάγονται στην κυριότητα των απαλλοτριούμενων ακινήτων και των παρόδιων ιδιοκτησιών δεν εξετάζονται κατ’ αρχήν κατά την σύνταξη της πράξεως αναλογισμού αποζημιώσεως. Εφ’ όσον, όμως, και καθ’ ο μέτρο, επηρεάζεται από τα ιδιοκτησιακά ζητήματα η τεχνική ενέργεια του αναλογισμού, ο καθορισμός δηλαδή της αναλογίας συμμετοχής κάθε μιας από τις παρόδιες ιδιοκτησίες στην υποχρέωση αποζημιώσεως, η Διοίκηση πρέπει να προβαίνει σε παρεμπίπτουσα κρίση για την ύπαρξη τέτοιων δικαιωμάτων, η οποία πρέπει να είναι επαρκώς αιτιολογημένη.
-Η εκκαλούμενη απόφαση δεν αιτιολογείται νομίμως. Εν πρώτοις, ο ισχυρισμός των εκκαλούντων κατά τον οποίο αυτοί είχαν καταστεί κύριοι των δύο επίδικων ακινήτων δυνάμει τακτικής ή έκτακτης χρησικτησίας ήταν ουσιώδης, διότι δεν περιοριζόταν στην αμφισβήτηση των δικαιούχων και υπόχρεων αποζημιώσεως, αλλά επηρέαζε το περιεχόμενο και την διαμόρφωση της ένδικης πράξεως προσκυρώσεως και αναλογισμού αποζημιώσεως, αφού αν αποδεικνυόταν αληθής αφ’ ενός μεν εκώλυε την προσκύρωση ιδιόκτητου τμήματος του αυτού ακινήτου, αφ’ ετέρου δε το ρυμοτομηθέν τμήμα δεν έπρεπε να αποτελέσει αντικείμενο αναλογισμού αλλά αυτοαποζημιώσεως.
Πρόεδρος: Κ. Μενουδάκος
Εισηγητής: Θ. Αραβάνης
Βασικές σκέψεις
- Επειδή, με την κρινόμενη έφεση, για την άσκηση της οποίας κατατέθηκε το νόμιμο παράβολο (2342113, 3363383/2006 γραμμάτια παραβόλου), ζητείται, παραδεκτώς, η εξαφάνιση της αποφάσεως 2524/2005 του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών. Με την απόφαση αυτή απορρίφθηκε αίτηση ακυρώσεως των εκκαλούντων κατά α) της 24348/6.9.2001 αποφάσεως του Νομάρχη Αθηνών με την οποία, κατόπιν απορρίψεως σχετικής ενστάσεως των ιδίων, κυρώθηκε η 6/1998 πράξη προσκυρώσεως και αναλογισμού αποζημιώσεως λόγω ρυμοτομίας, η οποία αφορά ακίνητό τους επί του Ο.Τ. 335 του εγκεκριμένου ρυμοτομικού σχεδίου του Δήμου Αμαρουσίου, και β) της σιωπηρής απορρίψεως από τον Γενικό Γραμματέα Περιφέρειας Αττικής της 54278/23.11.2001 προσφυγής των εκκαλούντων κατά της ως άνω νομαρχιακής αποφάσεως.
- Επειδή, σύμφωνα με τα άρθρα 283 παρ. 2, 3 παρ. 1 και 3 περίπτ. θ΄ και 186 παράγρ. ΙΙ, περίπτ. ΣΤ΄ στοιχ. 40, του ν. 3852/2010 (Α΄ 87), όπως το εν λόγω στοιχ. 40 αντικαταστάθηκε και αναριθμήθηκε με το άρθρο 44 παράγρ. 10 περίπτ. δ΄ του ν. 3979/2011 (Α΄ 138/16.6.2011), νομίμως παρέστη κατά τη συζήτηση ως εφεσίβλητη η Περιφέρεια Αττικής, προς την οποία έχουν περιέλθει οι σχετικές με το αντικείμενο της παρούσας δίκης αρμοδιότητες, και η οποία συνεχίζει αυτοδικαίως τη δίκη αντί της καταργηθείσας Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Αθηνών – Πειραιώς.
- Επειδή, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, η πρώτη εκκαλούσα απεβίωσε στις 12.12.2008, ήτοι μετά την άσκηση της κρινόμενης εφέσεως (βλ. απόσπασμα της 16/12.12.2008 ληξιαρχικής πράξεως θανάτου του Ληξιάρχου Αμαρουσίου), κατέλιπε δε πλησιέστερους συγγενείς τους λοιπούς τρεις εκκαλούντες (σύζυγο και δύο τέκνα, βλ. 26741/7.5.2009 πιστοποιητικό πλησιεστέρων συγγενών του Δήμου Αμαρουσίου), οι οποίοι νομίμως συνεχίζουν τη δίκη και για την θανούσα, κατ’ άρθρο 31 παράγρ. 1 του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8), σύμφωνα με σχετική δήλωσή τους που περιλαμβάνεται στο υπ’ αριθ. 14626/8.4.2010 έγγραφο της συμβολαιογράφου Αμαρουσίου Ειρήνης συζ. Ν. Χρα περί παροχής πληρεξουσιότητας προς τον υπογράφοντα το δικόγραφο της εφέσεως δικηγόρο Νικ. Αστεριάδη.
- Επειδή, κατά τις ισχύουσες διατάξεις για την τακτοποίηση και προσκύρωση οικοπέδων [άρθρα 43 – 45 του ν.δ. της 17.7-16.8.1923 (Α΄ 228), άρθρο 3 του ν.δ. 690/1948 (Α΄ 133), που αποδίδονται στα άρθρα 301 και 302 του κυρωθέντος με το άρθρο πρώτο του π.δ. της 14-27.7.1999 (Δ΄ 580) Κώδικα Βασικής Πολεοδομικής Νομοθεσίας (Κ.Β.Π.Ν.)], «Κάθε οικόπεδο του οποίου το μετά τη ρυμοτομία υπολειπόμενο τμήμα δεν έχει τουλάχιστον το οριζόμενο (….) από τις κείμενες διατάξεις για την περιοχή εμβαδόν, ή έχει μεν τούτο, αλλά στερείται των απαιτούμενων ελάχιστων διαστάσεων, που ορίζονται από τις ίδιες διατάξεις, ή παρόλο που από άποψη εμβαδού και διαστάσεων είναι άρτιο, δεν έχει όμως την κατάλληλη θέση (στερείται προσώπου σε οδό), η δε τακτοποίησή του και στις δύο τελευταίες περιπτώσεις καθίσταται ανέφικτη, θεωρείται μη οικοδομήσιμο και αφαιρούμενο αναγκαστικά από τον ιδιοκτήτη, προσκυρώνεται σε κάποιο από τα γειτονικά οικοδομήσιμα οικόπεδα, για να αποτελέσει με αυτό ενιαίο οικόπεδο. Εάν παράκεινται περισσότερα από ένα τέτοια οικόπεδα, τα μεν προσκυρώνονται στα δε, ή και όλα συνενώνονται μεταξύ τους για σχηματισμό ενός ή περισσότερων οικοδομήσιμων οικοπέδων. Στις περιπτώσεις αυτές επιτρέπεται η προσκύρωση ενός μη οικοδομήσιμου οικοπέδου σε άλλα περισσότερα, αφού προηγουμένως αυτά τεμαχιστούν …» (άρθρο 301 παρ. 1 Κ.Β.Π.Ν.).
- Επειδή, ο όρος «οικόπεδο» στις διατάξεις που παρατίθενται στην προηγούμενη σκέψη νοείται με το περιεχόμενο που αποδίδουν στον όρο αυτό οι πάγιες διατάξεις της πολεοδομικής νομοθεσίας. Ειδικότερα, στο άρθρο 4 του β.δ. της 9.8-30.9.1955 «Περί Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού του Κράτους» (Α΄ 226), οριζόταν ότι «1. Ως οικόπεδον νοείται γενικώς συνεχόμενη έκτασις γης, αποτελούσα αυτοτελή ενιαίαν ιδιοκτησίαν και ανήκουσα εις ένα και τον αυτόν κύριον ή εις πλείονας εξ αδιαιρέτου. 2 … 4. Όμορα ή συνορεύοντα ή γειτονικά οικόπεδα καλούνται τα έχοντα μεταξύ των κοινήν πλαγίαν ή οπισθίαν πλευράν». Κατά το άρθρο 4 παρ. 1 του ν.δ. 8/1973 «περί Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού» (Α΄ 124), όπως αντικαταστάθηκε από την παρ. 1 του άρθρου 1 του ν.δ. 205/1974 (Α΄ 363) «Οικόπεδον θεωρείται συνεχόμενη έκτασις γης αποτελούσα αυτοτελές ενιαίον ακίνητον ανήκον είς ένα ή πλείονας κυρίους εξ αδιαιρέτου. Συνενούμεναι εφ’ εξής εκτάσεις δύναται να θεωρηθούν ως ενιαίον κατά τα ανωτέρω οικόπεδον εάν η ελαχίστου μήκους γραμμή επαφής αυτών είναι τουλάχιστον: α) όσον το επιτρεπόμενον δια το οικοδομικόν τετράγωνον, ένθα το θεωρούμενον οικόπεδον, ελάχιστον πρόσωπον του οικοπέδου κατά τον κανόνα ή την παρέκκλισιν εφ’ όσον τούτο είναι μέχρις 6 μέτρων και β) 6 μέτρων δια την περίπτωσιν μεγαλυτέρου ως άνω προσώπου». Τέλος, κατά το άρθρο 2 περιπτ. 13 του ν. 1577/1985 «Γενικός Οικοδομικός Κανονισμός» (Α΄ 210), του οποίου το περιεχόμενο αποδίδεται στο άρθρο 242 περιπτ. 13 του Κ.Β.Π.Ν., «Οικόπεδο είναι κάθε γήπεδο, που βρίσκεται μέσα στο εγκεκριμένο ρυμοτομικό σχέδιο ή μέσα στα όρια οικισμού χωρίς εγκεκριμένο σχέδιο» (παρ.13). Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, ως οικόπεδο θεωρείται έκταση γης, που αποτελεί αυτοτελές ενιαίο ακίνητο, το οποίο ανήκει σε ένα ή περισσότερους κυρίους εξ αδιαιρέτου. Όπως έχει δε κριθεί, για να θεωρηθεί ότι συνεχόμενη έκταση εδάφους αποτελεί ένα οικόπεδο κατά τις παραπάνω διατάξεις, απαιτείται να συνιστά ενιαία ιδιοκτησία, υπό την έννοια ότι αφ’ ενός η συνέχειά της δεν διασπάται από ενδιάμεσες ιδιοκτησίες τρίτων ή κοινόχρηστους χώρους, αφ’ ετέρου δε ότι ανήκει στην κυριότητα ενός προσώπου ή περισσότερων προσώπων εξ αδιαιρέτου σε ποσοστό συνιδιοκτησίας καθενός το ίδιο για όλη την έκταση (βλ. ΣΕ 4541/2009, 3047/2002, 3159/1998 7μ., 3100/1997 7μ., 2846/1994 7μ., 287/1993, 46/1990). Ως προς την έννοια δε των ανωτέρω διατάξεων και την εφαρμογή των δημοσίου δικαίου κανόνων περί δομήσεως δεν ασκούν επιρροή οι κατά το ιδιωτικό δίκαιο δηλώσεις ή συμπεριφορά των ενδιαφερομένων (βλ. ΣΕ 4541/2009, 287/1993, πρβλ. ΣΕ 2666/2007 7μ., 2845/1994 7μ.).
- Επειδή, εξ άλλου, όπως έχει κριθεί, με τις πράξεις αναλογισμού υποχρέων αποζημιώσεως λόγω ρυμοτομίας, που εκδίδονται επί τη βάσει των άρθρων 32 και επόμ. του ν.δ. της 17.7-18.8.1923 (άρθρα 277 επόμ. του Κ.Β.Π.Ν.), δεν ενεργείται αναγνώριση δικαιούχων ή υποχρέων αποζημιώσεως, αλλά απλώς προσδιορίζεται, βάσει τεχνικών στοιχείων, η αναλογία συμμετοχής κάθε παρόδιας ιδιοκτησίας και του οικείου δήμου ή κοινότητας στην αποζημίωση για την ρυμοτούμενη ιδιοκτησία. Έτσι, ζητήματα που ανάγονται στην κυριότητα των απαλλοτριούμενων ακινήτων και των παρόδιων ιδιοκτησιών δεν εξετάζονται κατ’ αρχήν κατά την σύνταξη της πράξεως αναλογισμού αποζημιώσεως. Εφ’ όσον όμως, και καθ’ ο μέτρο, επηρεάζεται από τα ιδιοκτησιακά ζητήματα η τεχνική ενέργεια του αναλογισμού, ο καθορισμός δηλαδή της αναλογίας συμμετοχής κάθε μιας από τις παρόδιες ιδιοκτησίες στην υποχρέωση αποζημιώσεως, η Διοίκηση πρέπει να προβαίνει σε παρεμπίπτουσα κρίση για την ύπαρξη τέτοιων δικαιωμάτων, η οποία πρέπει να είναι επαρκώς αιτιολογημένη. Η τελεσίδικη σχετική κρίση ανήκει στα αρμόδια κατά το Σύνταγμα πολιτικά δικαστήρια (ΣΕ 6477/95, 3293/94, 2834/93, 3584/90, 1753/85, 3460/84, 3196/76 Ολ. 902/69 Ολ.).
- Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτουν τα εξής: Ο Σπυρίδων Λούης, απώτερος δικαιοπάροχος των εφεσιβλήτων Γεωργίου, Σοφίας και Θεμιστοκλή Λέκκα, απέκτησε στην περιοχή του Αμαρουσίου τρία ακίνητα, τα οποία στη συνέχεια συνενώθηκαν σε ένα, και ειδικότερα: α) με το υπ’ αριθ. 465/1907 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών Ι. Μαυρουδή αγρό εμβαδού 1123,12 τ.μ., β) με το υπ’ αριθ. 779/1907 συμβόλαιο του αυτού συμβολαιογράφου αγρό εμβαδού 1750 τ.μ. και γ) με το υπ’ αριθ. 18509/1911 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών Αριστοφ. Μητζοπούλου τέσσερα ελαιόδενδρα μετά της γής των. Με το β.δ. της 3-16.9.1936 «Περί αναθεωρήσεως και επεκτάσεως του Τμήματος σχεδίου Αμαρουσίου» (Α΄ 400) το ανωτέρω μείζον ακίνητο ρυμοτομήθηκε από την οδό Δόλιανης, η οποία το διχοτόμησε σε δύο τμήματα, εκ των οποίων το ένα τμήμα εμβαδού 1.766 τ.μ. περίπου, βορείως της οδού Δόλιανης, εμπίπτει στο Ο.Τ. 317 του σχεδίου πόλεως, και ένα τμήμα εμβαδού 1.585 τ.μ. περίπου, νοτίως της οδού Δόλιανης, εμπίπτει στο Ο.Τ. 335 (βλ. από Αυγούστου 1961 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού υπομηχανικού Δ. Παπακωνσταντίνου), το οποίο (τμήμα επί του Ο.Τ. 335) ενδιαφέρει κυρίως στην παρούσα υπόθεση. Με το θάνατο του Σπ. Λούη το 1947, το εν λόγω τμήμα περιήλθε εκ κληρονομίας στην κόρη του Φανή Λέκκα, δικαιοπάροχο των εφεσιβλήτων, η οποία προχώρησε στην οικοδομική του εκμετάλλευση (βλ. υπ’ αριθ. 6.355/1978 «προσύμφωνο μεταβιβάσεως ποσοστών εξ αδιαιρέτου οικοπέδου και εργολαβικό» μεταξύ Φανής Λέκκα και εργολάβου για την ανέγερση πολυώροφης οικοδομής με το σύστημα της αντιπαροχής στο εν λόγω ακίνητο, εμβαδού πλέον 1.354,44 τ.μ., και 7.085/1980 πράξη συστάσεως οριζοντίου ιδιοκτησίας και κανονισμού πολυκατοικίας του συμβολαιογράφου Αθηνών Θ. Βασιλειάδη), μετά δε τον θάνατο της Φανής Λέκκα το ακίνητο αυτό περιήλθε στους εφεσιβλήτους (βλ. υπ’ αριθ. 4.637/1991 δήλωση αποδοχής κληρονομίας του συμβολαιογράφου Αμαρουσίου Μιλτ. Στάμου). Εξ άλλου, στο ίδιο Ο.Τ. 335 του σχεδίου πόλεως Αμαρουσίου ευρίσκεται οικόπεδο των εκκαλούντων, το οποίο η απώτερη δικαιοπάροχός τους Αναστασία Ζήκα απέκτησε δι’ αγοράς το 1954 (βλ. υπ’ αριθ. 603/1954 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αμαρουσίου Κ. Κουνέλη). Όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου και δεν αμφισβητείται, αρχικά, και μέχρι το 1970 περίπου, το μεν οικόπεδο Λέκκα είχε πρόσωπο τόσο προς την οδό Δόλιανης, μήκους 58.80 μ., όσο και προς την οδό Θέμιδος, μήκους 4 μ. περίπου, ενώ το οικόπεδο των εκκαλούντων, εμβαδού 519 τ.μ. περίπου, συνόρευε ανατολικά και προς βορρά με το οικόπεδο Λέκκα και είχε πρόσωπο, μήκους 35 μ. περίπου, μόνο δυτικά προς την οδό Θέμιδος, όχι δε και στην οδό Δόλιανης, διότι μεταξύ αυτού και της οδού Δόλιανης παρεμβαλλόταν τμήμα του οικοπέδου Λέκκα, διαστάσεων περίπου 4Χ13.3Χ4Χ12.70 μ. και εμβαδού περίπου 54 τ.μ. [βλ. από Ιουλίου 1961 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού υπομηχανικού Δ. Παπακωνσταντίνου, το οποίο προσαρτάται στα υπ’ αριθ. 10.538/1961 και 32.931/1970 προικοσύμφωνα του συμβολαιογράφου Αμαρουσίου Κ. Κουνέλη, με τα οποία η δικαιοπάροχος των εκκαλούντων Αναστασία Ζήκου μεταβίβασε τμηματικά ποσοστά εξ αδιαιρέτου λόγω προικός προς την κόρη της Ουρανία σύζ. Αλ. Δημοπούλου (αποβιώσασα πρώτη εκκαλούσα) και τον σύζυγο της τελευταίας Αλ. Δημόπουλο (τέταρτο εκκαλούντα) επί του ανωτέρω οικοπέδου των 519 τ.μ. καθώς και την υπάρχουσα επ’ αυτού ισόγεια οικία]. Μεταγενεστέρως όμως, όπως προκύπτει από άλλα στοιχεία του φακέλου, αφορώντα τόσο τους εκκαλούντες όσο και τους εφεσιβλήτους, το οικόπεδο Δημοπούλου εμφανίζεται να έχει πρόσωπο και προς την οδό Δόλιανης, δηλαδή να έχει προσαρτήσει το ανωτέρω τμήμα εμβαδού 54 τ.μ. περίπου του οικοπέδου Λέκκα [βλ. μεταξύ άλλων την υπ’ αριθ. 15.496/1971 οικοδομική άδεια του Γραφείου Πολεοδομίας του Υπουργείου Δημοσίων Έργων, με την οποία επετράπη στην Χριστίνα Δημοπούλου (σύζυγο Δημ. Καρακατσάνη, δεύτερη εκκαλούσα) η ανέγερση α΄ ορόφου στην οικοδομή επί του οικοπέδου Δημοπούλου, καθώς και τα προαναφερθέντα: υπ’ αριθ. 6.355/1978 προσύμφωνο μεταξύ Φανής Λέκκα και εργολάβου και το συνημμένο σ’ αυτό, από Ιουλίου 1978, τοπογραφικό διάγραμμα των πολιτικών μηχανικών Κ. Σεϊτόπουλου και Αθ. Δανίκα, υπ’ αριθ. 7.085/1980 πράξη συστάσεως οριζοντίου ιδιοκτησίας και κανονισμού πολυκατοικίας και υπ’ αριθ. 4.637/1991 δήλωση αποδοχής κληρονομίας]. Μετά ταύτα οι εφεσίβλητοι Γεώργιος, Σοφία και Θεμιστοκλής Λέκκας με την υπ’ αριθ. 11.414/6.6.1997 αίτησή τους προς τη Διεύθυνση Πολεοδομίας του Δήμου Αμαρουσίου, η οποία συνοδευόταν, μεταξύ άλλων, από το από Μαρτίου 1997 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού Σπ. Γεωργάκη, ζήτησαν τη σύνταξη πράξεως προσκυρώσεως «μη αρτίου τμήματος» εμβαδού 53,67 τ.μ., το οποίο εμφαίνεται με στοιχεία ΘΚΛΤΘ στο ανωτέρω τοπογραφικό σε συνέχεια του οικοπέδου τους, εμβαδού 1.357.00 τ.μ., με τα στοιχεία ΛΜΝΞΠΡΣΤΛ στο ίδιο τοπογραφικό, καθώς και αναλογισμού αποζημιώσεως τμήματος της ιδιοκτησίας τους το οποίο ρυμοτομήθηκε με το β.δ. της 3-16.9.1936 από την οδό Δόλιανης (βλ. τμήμα με στοιχεία 1-2-Λ-Κ-1 στο προαναφερθέν τοπογραφικό, εμβαδού 51.00 τ.μ.). Κατόπιν της αιτήσεως αυτής συντάχθηκε από τη Διεύθυνση Πολεοδομίας του Δήμου Αμαρουσίου, η 6/1998/20.4.1999 πράξη προσκυρώσεως και αναλογισμού αποζημιώσεως λόγω ρυμοτομίας ιδιοκτησίας κληρονόμων Σπ. Λούη στο Ο.Τ. 335 του Δήμου Αμαρουσίου. Με την πράξη αυτή, αφού ελήφθησαν υπ’ όψη τα προαναφερθέντα υπ’ αριθ. 465/1907, 779/1907 και 18509/1911 συμβόλαια αγοράς αγρών από τον Σπ. Λούη, το μνημονευθέν υπ’ αριθ. 603/1954 συμβόλαιο αγοράς από την Αναστασία Ζήκα του οικοπέδου των εκκαλούντων, το υπ’ αριθ. 33.801/1971 συμβόλαιο (προικοσύμφωνο) του συμβολαιογράφου Αμαρουσίου Κ. Κουνέλη περί συστάσεως προίκας υπέρ της Χριστίνας Δημοπούλου, συζ. Δ. Καρακατσάνη (δεύτερης εκκαλούσας) μαζί με το από Ιουλίου 1961 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού υπομηχανικού Δ. Παπακωνσταντίνου, και τέλος το υπ’ αριθ. 1379/1990 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Αθηνών Βασ. Διβάρη – Αυγεροπούλου περί τροποποιήσεως οροφοκτησίας και γονικής παροχής ψιλής κυριότητας οριζόντιων ιδιοκτησιών στο οικόπεδο Δημοπούλου, θεωρήθηκε ότι το «τμήμα οικοπέδου» των αιτούντων (εφεσιβλήτων Λέκκα) εμβαδού 53,67τ.μ. στο ΟΤ. 335, με στοιχεία ΚΛΤΒΚ στο συνοδεύον την πράξη τοπογραφικό διάγραμμα, «δεν θεωρείται άρτιο κατά παρέκκλιση» και συνεπώς «αναγκαστικά προσκυρώνεται στην όμορη ιδιοκτησία» Δημοπούλου, εν όψει δε τούτου κλήθηκαν οι εκκαλούντες να αποζημιώσουν τους εφεσιβλήτους α) λόγω προσκυρώσεως στην ιδιοκτησία τους της ανωτέρω «μη άρτιας» ιδιοκτησίας Λέκκα, εμβαδού 53,67 τ.μ., και β) λόγω ρυμοτομίας εκτάσεως εμβαδού 51,00 τ.μ., με στοιχεία 1-2-Λ-Κ-1 στο ίδιο τοπογραφικό διάγραμμα, συνεχόμενης της προηγούμενης. Κατά της ανωτέρω πράξεως οι εκκαλούντες άσκησαν την 11.225/20.5.1999 ένσταση (προσφυγή), με την οποία, κατ’ επίκληση σχετικών στοιχείων, προέβαλαν ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις προσκυρώσεως και αναλογισμού α) διότι οι ίδιοι είχαν από ετών καταστεί κύριοι των επίμαχων δύο ακινήτων βάσει νομίμου τίτλου άλλως με τακτική άλλως έκτακτη χρησικτησία και β) ότι, πάντως, το φερόμενο ως προσκυρωτέο τμήμα είναι συνεχόμενο με το άρτιο και οικοδομήσιμο οικόπεδο κληρονόμων Σπ. Λούη (εφεσιβλήτων). Η ένσταση αυτή απορρίφθηκε με την προσβληθείσα 24.328/6.9.2001 νομαρχιακή απόφαση που κύρωσε την 6/1998 πράξη προσκυρώσεως και αναλογισμού αποζημιώσεως. Με την απόφαση αυτή ο ισχυρισμός των εκκαλούντων περί αποκτήσεως κυριότητας επί των επίδικων εκτάσεων απερρίφθη με την αιτιολογία ότι από τα προσκομισθέντα στοιχεία, μεταξύ των οποίων το μνημονευθέν 33.801/171 προικοσύμφωνο και το από Ιουλίου 1961 τοπογραφικό διάγραμμα, «φαίνεται ότι η ιδιοκτησία των ενισταμένων (ήδη εκκαλούντων) συνορεύει με την ιδιοκτησία κληρ. Λέκκα» και ότι, εν πάση περιπτώσει, κατά τη σύνταξη των σχετικών πράξεων προσδιορίζεται το ακίνητο, ενώ η αναγνώριση των πραγματικών υποχρέων και δικαιούχων ανήκει στα πολιτικά δικαστήρια. Προσφυγή των εκκαλούντων κατά της νομαρχιακής πράξεως ενώπιον του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας Αττικής απερρίφθη με την άπρακτη πάροδο της σχετικής αποκλειστικής προθεσμίας (βλ. 8.507/6.2.2002 έγγραφο του Γ.Γ.Π. προς τους εκκαλούντες), αίτηση δε ακυρώσεως των ιδίων κατά των αποφάσεων του Νομάρχη και του Γ.Γ.Π. απερρίφθη με την εκκαλούμενη απόφαση. Ειδικότερα, η εκκαλουμένη απέρριψε τον λόγο ακυρώσεως περί κτήσεως κυριότητας των εκκαλούντων επί των επίδικων εκτάσεων δυνάμει χρησικτησίας (τακτικής ή έκτακτης), με τη σκέψη ότι η Διοίκηση έκρινε με επαρκή αιτιολογία, βάσει των προσκομισθέντων τίτλων (μεταξύ άλλων υπ’ αριθ. 465/1907, 779/1907, 603/1954, 1379/1990 συμβόλαια και από 1961 τοπογραφικό διάγραμμα Δ. Παπακωνσταντίνου) ότι η ιδιοκτησία των εκκαλούντων «συνορεύ{ει} προς βορρά με ιδιοκτησία κληρονόμων Λέκκα» και ότι, άλλωστε, η σχετική παρεμπίπτουσα κρίση της Διοικήσεως δεν ασκεί επιρροή στην υπόθεση, διότι ο προσδιορισμός των δικαιούχων και υποχρέων αποζημιώσεως ανήκει στα πολιτικά δικαστήρια, ενώ δεν αντιμετωπίσθηκε λόγος ακυρώσεως ότι, υπό την εκδοχή ότι το προσκυρωθέν τμήμα ανήκει στους εφεσιβλήτους, δεν είναι προσκυρωτέο διότι είναι συνεχόμενο του αρτίου και οικοδομήσιμου οικοπέδου Λέκκα.
- Επειδή, με το ανωτέρω περιεχόμενο η εκκαλούμενη απόφαση δεν αιτιολογείται νομίμως. Εν πρώτοις, ο ισχυρισμός των εκκαλούντων κατά τον οποίο αυτοί είχαν καταστεί κύριοι των δύο επίδικων ακινήτων δυνάμει τακτικής ή έκτακτης χρησικτησίας ήταν ουσιώδης, διότι δεν περιοριζόταν στην αμφισβήτηση των δικαιούχων και υποχρέων αποζημιώσεως, αλλά επηρέαζε το περιεχόμενο και την διαμόρφωση της ένδικης πράξεως προσκυρώσεως και αναλογισμού αποζημιώσεως, αφού αν αποδεικνυόταν αληθής αφ’ ενός μεν εκώλυε την προσκύρωση, διότι κατά τις κρίσιμες διατάξεις δεν νοείται προσκύρωση ιδιόκτητου τμήματος του αυτού ακινήτου, αφ’ ετέρου δε το ρυμοτομηθέν τμήμα δεν έπρεπε να αποτελέσει αντικείμενο αναλογισμού αλλά αυτοαποζημιώσεως (πρβλ. ΣΕ 3293/1994). Εν σχέσει δε προς το ζήτημα αυτό, ναι μεν σε ορισμένα στοιχεία του φακέλου, και δη χρονικώς παλαιότερα, εμφανίζεται ότι το οικόπεδο των εκκαλούντων δεν έχει πρόσωπο στην οδό Δόλιανης και συνεπώς δεν περιλαμβάνει το προσκυρωθέν τμήμα, πλην σε άλλα, ήδη μνημονευθέντα στοιχεία (βλ. 15.496/1971 οικοδομική άδεια, 6.355/1978 προσύμφωνο και εργολαβικό με σχετικό από Ιουλίου 1978 τοπογραφικό διάγραμμα, 7.085/1980 πράξη συστάσεως οριζοντίου ιδιοκτησίας και κανονισμού πολυκατοικίας και 4.637/1991 δήλωση αποδοχής κληρονομίας των εφεσιβλήτων), το προσκυρωθέν τμήμα περιλαμβάνεται στο οικόπεδο Δημοπούλου, δηλαδή των εκκαλούντων, χωρίς να προκύπτει αμφισβήτηση της ορθότητας των στοιχείων αυτών από την δικαιοπάροχο των εφεσιβλήτων Γεωργίου, Σοφίας και Θεμιστοκλή Λέκκα, στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της οποίας υπεισήλθαν αυτοί ως κληρονόμοι της. Επί του ανωτέρω δε ζητήματος όφειλε να εκφέρει ειδική και εμπεριστατωμένη παρεμπίπτουσα κρίση η Διοίκηση βάσει όλων των διαθέσιμων στοιχείων, αδιαφόρως αν τελικώς η κρίση περί της κυριότητας των επίδικων τμημάτων ανήκει στα πολιτικά δικαστήρια. Εξ άλλου, αν η Διοίκηση κατέληγε αιτιολογημένα ότι το προσκυρωθέν τμήμα ανήκε στην κυριότητα των κληρονόμων Σπ. Λούη, όφειλε να εξετάσει αν αποτελούσε τμήμα του επί του Ο.Τ. 335 οικοπέδου των ανωτέρω κληρονόμων Σπ. Λούη, όπως αυτό αποτυπώνεται στα από Ιουλίου και Αυγούστου 1961 τοπογραφικά διαγράμματα του μηχανικού Δ. Παπακωνσταντίνου, δεδομένου ότι με την εκδοχή αυτή, δεν χωρούσε προσκύρωση του επίδικου τμήματος διότι αυτό δεν ήταν αυτοτελές οικόπεδο, κατά τα εκτιθέμενα στην 4η και την 5η σκέψη, αλλά τμήμα μείζονος ενιαίου οικοπέδου αρτίου και οικοδομησίμου, όπως προέβαλαν οι εκκαλούντες με την ένσταση και την αίτηση ακυρώσεως, επαναλαμβάνουν δε ήδη με την έφεσή τους, τον ουσιώδη δε αυτόν ισχυρισμό δεν εξέτασε η Διοίκηση και η εκκαλούμενη απόφαση. Περαιτέρω, στην περίπτωση αυτή, δεν θα ετίθετο ομοίως ζήτημα αναλογισμού αποζημιώσεως για την ρυμοτόμηση του συνεχόμενου τμήματος των 51,00 τ.μ., αλλά αυτοαποζημιώσεως των κληρονόμων Λέκκα. Για τους λόγους επομένως αυτούς, που προβάλλονται βασίμως, πρέπει να γίνει δεκτή η έφεση, να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση και να εκδικασθεί η αίτηση ακυρώσεως κατ’ άρθρο 64 του π.δ. 18/1989, κατόπιν δε τούτου παρέλκει ως αλυσιτελής η έρευνα των λοιπών λόγων εφέσεως. Περαιτέρω, πρέπει για τους ίδιους λόγους να γίνει δεκτή η αίτηση ακυρώσεως, να ακυρωθούν οι προσβαλλόμενες πράξεις, να απορριφθεί η ασκηθείσα παρέμβαση των Γεωργίου, Σοφίας και Θεμιστοκλή Λέκκα και να αναπεμφθεί η υπόθεση στη Διοίκηση για νέα, νόμιμη κρίση, κατόπιν δε τούτου καθίσταται περιττή η έρευνα των λοιπών λόγων ακυρώσεως.