ΣτΕ 1418/2016 [Έλεγχος ιδιοκτησιακού καθεστώτος ακινήτου ενόψει έκδοσης οικοδομικής άδειας]
Περίληψη
-Εφόσον εγείρονται σοβαρές αμφισβητήσεις ή αμφιβολίες ως προς την έκταση ή την κυριότητα του οικοπέδου ή γηπέδου, για το οποίο ζητείται να χορηγηθεί οικοδομική άδεια, ή ως προς την ύπαρξη εμπραγμάτων εν γένει δικαιωμάτων που επηρεάζουν τη δόμηση του ακινήτου, η αρμόδια πολεοδομική υπηρεσία, προκειμένου να κρίνει αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις χορήγησης της οικοδομικής άδειας, έχει υποχρέωση να εξετάσει και να κρίνει παρεμπιπτόντως το ζήτημα αυτό, του οποίου, πάντως, η τελική επίλυση ανήκει στα πολιτικά δικαστήρια. Αναλόγως δε του πορίσματος της παρεμπίπτουσας αυτής έρευνας, η πολεοδομική υπηρεσία οφείλει, εφόσον συντρέχουν και οι λοιπές νόμιμες προϋποθέσεις, να εκδώσει την άδεια ή να αρνηθεί τη χορήγησή της, μπορεί δε να προβεί και στην ανάκληση χορηγηθείσας άδειας. Εξάλλου, η ίδια υποχρέωση ανακύπτει, κατ’ αρχήν, για την αρμόδια πολεοδομική υπηρεσία και όταν σοβαρές αμφισβητήσεις ή οικοπέδου ή γηπέδου ή ως προς την ύπαρξη εμπραγμάτων εν γένει δικαιωμάτων που επηρεάζουν τη δόμηση του ακινήτου, ανακύπτουν και μετά την έκδοση της οικοδομικής άδειας, έστω κι αν δεν είχαν εγερθεί πριν από την έκδοσή της.
-Από τα στοιχεία του φακέλου και τις αιτιολογίες της εκκαλουμένης προκύπτει ότι το δικάσαν έκρινε ότι στην προκειμένη περίπτωση κατά τη χορήγηση της οικοδομικής άδειας δεν πραγματοποιήθηκε νομίμως παρεμπίπτων έλεγχος του ιδιοκτησιακού καθεστώτος του οικοπέδου, στηρίχθηκε δε το Διοικητικό Εφετείο Ιωαννίνων μόνο στις αμφισβητήσεις που είχαν εγείρει οι εφεσίβλητοι, και μάλιστα η πρώτη εξ αυτών μετά την έκδοση της οικοδομικής άδειας, χωρίς δηλαδή να επικαλείται στην προσβαλλόμενη απόφασή του τίτλους ιδιοκτησίας που είχαν προσκομίσει πρωτοδίκως οι εφεσίβλητοι, αλλά και χωρίς να προκύπτει ότι έλαβε υπόψη τις αιτήσεις και δηλώσεις των εφεσιβλήτων για την εξαγορά των αυθαιρέτως κατεχομένων από αυτούς παραποτάμιων εκτάσεων. Ακόμη, από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτει ότι ο παρεμπίπτων έλεγχος του ιδιοκτησιακού καθεστώτος του επίμαχου ακινήτου εκ μέρους της πολεοδομικής υπηρεσίας στηρίχθηκε σε έγγραφα, τίτλους και παραχωρητήρια δημοσίων ακινήτων που είχε προσκομίσει το Δημόσιο για την έκδοση της ακυρωθείσας άδειας. Κατά συνέπεια, δεν αρκούσαν για να θεμελιώσουν το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε το δικάσαν οι ευνοϊκές για άλλους ενδιαφερόμενους αποφάσεις των πολιτικών δικαστηρίων τις οποίες είχαν επικαλεστεί οι εφεσίβλητοι πρωτοδίκως, προεχόντως, διότι αυτές αφορούσαν άλλη έκταση και όχι εκτάσεις για τις οποίες ήγειραν αξιώσεις οι εφεσίβλητοι.
Πρόεδρος: Αγγ. Θεοφιλοπούλου
Εισηγητής: Δ. Βασιλειάδης
Βασικές σκέψεις
- Επειδή, οι κρινόμενες εφέσεις, στρεφόμενες κατά της αυτής απόφασης, είναι συνεκδικαστέες λόγω της πρόδηλης μεταξύ τους συνάφειας (Σ.τ.Ε. 4527/2012 κ.ά.).
- Επειδή, σύμφωνα με το άρθρο 283 παρ. 1 και 2 του ν. 3852/2010 (Α΄87), οι δίκες που άνοιξαν με τις εφέσεις του Δήμου Αρταίων και της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Άρτας συνεχίζονται αυτοδικαίως και χωρίς άλλη διατύπωση από τον Δήμο Αρταίων και την Περιφέρεια Ηπείρου, αντιστοίχως.
- Επειδή, εν προκειμένω η αίτηση ακυρώσεως επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση στρεφόταν μεν κατά της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Άρτας (ήδη Περιφέρειας Ηπείρου), πλην με την αίτηση αυτή δεν προσεβλήθη πράξη της ως άνω Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης ούτε άλλωστε παρέστη η τελευταία κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στον πρώτο βαθμό. Εξάλλου, το δικάσαν δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του δεν θεώρησε διάδικο την Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Άρτας. Κατά συνέπεια, εφόσον η εκκαλούσα Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Άρτας δεν ήταν διάδικος στη δίκη επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλουμένη, απαραδέκτως ασκεί την κρινόμενη έφεση (αριθμ. κατ. Ε-3257/2006) κατά της προσβαλλόμενης απόφασης. Επομένως, η έφεση αυτή πρέπει να απορριφθεί για τον ανωτέρω λόγο.
- Επειδή, εξάλλου, η παράσταση των αντιπροσώπων των Υπουργών ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. και Δημόσιας Τάξης στο ακροατήριο του δικάσαντος δικαστηρίου λογίζεται, κατά το άρθρο 21 παρ. 2 περιπτ. β΄ του π.δ. 18/1989, ως άσκηση προφορικής παρέμβασης υπέρ της ισχύος της 26/1252/14.4.2003 οικοδομικής άδειας του Τμήματος Πολεοδομίας του Δήμου Αρταίων (πρβλ. Σ.τ.Ε. 5480/2012 κ.ά.). Ως εκ τούτου οι ανωτέρω Υπουργοί νομίμως, ως ηττηθέντες διάδικοι, και εμπροθέσμως άσκησαν έφεση κατά της εκκαλουμένης απόφασης. Περαιτέρω, η έφεση του Δήμου Αρταίων ασκείται εμπροθέσμως και εν γένει παραδεκτώς.
- Επειδή, κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 52 και 53 του ν.δ. της 17.7.1923 (Α΄ 228), 22 παρ. 1 Γ.Ο.Κ. 1985 (ν. 1577/1985, Α΄ 210) και του π.δ. της 8.7.1993 (Δ΄ 795), όπως αυτές ίσχυαν τον κρίσιμο εν προκειμένω χρόνο έκδοσης της 26/1252/14.4.2003 οικοδομικής άδειας, εφόσον εγείρονται σοβαρές αμφισβητήσεις ή αμφιβολίες ως προς την έκταση ή την κυριότητα του οικοπέδου ή γηπέδου, για το οποίο ζητείται να χορηγηθεί οικοδομική άδεια, ή ως προς την ύπαρξη εμπραγμάτων εν γένει δικαιωμάτων που επηρεάζουν τη δόμηση του ακινήτου, η αρμόδια πολεοδομική υπηρεσία, προκειμένου να κρίνει αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις χορήγησης της οικοδομικής άδειας, έχει υποχρέωση να εξετάσει και να κρίνει παρεμπιπτόντως το ζήτημα αυτό, του οποίου, πάντως, η τελική επίλυση ανήκει στα πολιτικά δικαστήρια. Αναλόγως δε του πορίσματος της παρεμπίπτουσας αυτής έρευνας, η πολεοδομική υπηρεσία οφείλει, εφόσον συντρέχουν και οι λοιπές νόμιμες προϋποθέσεις, να εκδώσει την άδεια ή να αρνηθεί τη χορήγησή της, μπορεί δε να προβεί και στην ανάκληση χορηγηθείσας άδειας (Σ.τ.Ε. 2329/2012 σκ. 9, 2628/2010 σκ. 3 πρβλ. Σ.τ.Ε. 2609/2010, 1511/2008, 157/2003, 369/2002, 302/2002, 772/2001, 3328/1999, 3308/1999, 648/1999, 4652/1997, 1929/1996, 2332/1995, 1974/1994, 2811/1990, 1801/1990, 934/1989, 1320/1987 κ.ά.). Εξάλλου, η ίδια υποχρέωση ανακύπτει, κατ’ αρχήν, για την αρμόδια πολεοδομική υπηρεσία και όταν σοβαρές αμφισβητήσεις ή αμφιβολίες, ως προς την έκταση ή την κυριότητα του οικοπέδου ή γηπέδου ή ως προς την ύπαρξη εμπραγμάτων εν γένει δικαιωμάτων που επηρεάζουν τη δόμηση του ακινήτου, ανακύπτουν και μετά την έκδοση της οικοδομικής άδειας, έστω και αν δεν είχαν εγερθεί πριν από την έκδοσή της (πρβλ. Σ.τ.Ε. 2329/2012).
- Επειδή, εν προκειμένω, από τα στοιχεία του φακέλου, μεταξύ των οποίων και τα συνημμένα στοιχεία στο υπ’αριθμ. 8039/60744/1-ξθ/13.5.2003 έγγραφο της Αστυνομικής Διεύθυνσης Άρτας προς το Διοικητικό Εφετείο Ιωαννίνων, προκύπτουν, τα εξής: Με το 2407/14.7.1970 έγγραφο του Δασαρχείου Άρτας, και μετά την «τελεσιδικία» του από 10.8.1969 πρωτοκόλλου διοικητικής αποβολής, κλήθηκε ο Ευάγγελος Γερ. Δασκάλου να απομακρύνει την περίφραξη που είχε κατασκευάσει στη θέση «Αιγιαλός» Αράχθου. Εξάλλου, με την από 14.3.1968 δήλωση προς την Οικ. Εφορία Άρτας, ο Ευαγ. Β. Δασκάλου δήλωσε ότι κατέλαβε στον «Αιγιαλό Αράχθου» δύο τμήματα εμβαδού 8.200 τ.μ. και 1.300 τ.μ. που ανήκουν στο Δημόσιο και ζήτησε την παραχώρηση των εκτάσεων αυτών. Επίσης, στην από 5.12.1977 μεταγενέστερη αίτησή του (Ευαγ. Β. Δασκάλου), προς την Εφορία Άρτας, αναφέρεται ότι ο αιτών είχε καταλάβει το ΑΒΚ 279 δημόσιο ακίνητο εμβαδού 8.200 τ.μ. και το ΑΒΚ 280 εμβαδού 1300 τ.μ., με την ίδια δε αίτηση ζήτησε την εξαγορά τους. Όμως, στο 4594/12.4.1979 έγγραφο της Εφορίας Άρτας προς τον Ευαγ. Β. Δασκάλου εκτίθεται ότι με τις αποφάσεις ΕΦ. 2990/16.3.1979 και ΕΦ. 3437/19.3.1979 του Νομάρχη Άρτας οι παραπάνω εκτάσεις εξαιρέθηκαν από την εκποίηση, διότι χαρακτηρίσθηκαν απαραίτητες για την εξυπηρέτηση κρατικών αναγκών και σκοπών. Εξάλλου, σύμφωνα με την Γ 2/4527/31.7.1978 βεβαίωση της Δ/νσης Γεωργίας της Νομαρχίας Άρτας, ύστερα από επιτόπια αυτοψία διαπιστώθηκε ότι στη θέση «Μύλοι-Γιαλός» της παρόχθιας περιοχής Αράχθου οι Απ. Κώτσης και Κασσιανή συζ. Κων. Παππά κατέλαβαν αυθαίρετα έκταση 444 τ.μ., η οποία δεν ευρέθη καλλιεργήσιμη. Οι ανωτέρω υπέβαλαν στη συνέχεια την από 16.10.1978 αίτηση προς την Οικονομική Εφορία Άρτας, με την οποία δήλωσαν ότι κατέχουν ένα αγρόκτημα του Δημοσίου εκτάσεως 440 τ.μ. και ζήτησαν την εξαγορά του σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 719/1977. Με την απόφαση ΕΦ4260/24.3.1979 του Νομάρχη Άρτας παραχωρήθηκε στο τότε Αρχηγείο Χωροφυλακής για την ανέγερση κτιρίου το υπ’αριθμ. Β. Κ. 286 δημόσιο ακίνητο (οικόπεδο) εμβαδού 2.300 τ.μ, που βρίσκεται στη θέση «Μύλοι» στην περιφέρεια του Δήμου Αρταίων, στην ίδια δε απόφαση αναφέρεται ότι απερρίφθησαν οι αιτήσεις εξαγοράς της έκτασης που είχαν υποβληθεί από αυθαιρέτους καταπατητές του ανωτέρω ακινήτου. Στη συνέχεια εκδόθηκαν πρωτόκολλα διοικητικής αποβολής με τα οποία αποβλήθηκαν οι Αλκ. Τσόλης, Αθ. Γαλάζιος και Αλ. Γαλάζιος από διάφορες εκτάσεις που κατείχαν αυθαιρέτως στην ίδια ως άνω περιοχή (ΠΔΑ 144/12.4.1979, 169/12.4.1999). Με την 440/1989 οικοδομική άδεια, που εκδόθηκε από το Τμήμα Πολεοδομίας της Νομαρχίας Άρτας, επετράπη η ανέγερση κτιριακού συγκροτήματος στη συνοικία «Μύλοι» του Δήμου Αρταίων, για την στέγαση των αστυνομικών υπηρεσιών του Ν.Άρτας. Όπως προκύπτει από την 164/1999 απόφαση του Εφετείου Ιωαννίνων, με την απόφαση 72/1997 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Άρτας, ο Αλκ. Τσόλης αναγνωρίσθηκε ως κύριος ακινήτου εμβαδού 468 τ.μ. στην παραπάνω θέση, έφεση δε του Δημοσίου απορρίφθηκε με την ως άνω απόφαση του Εφετείου. Στη συνέχεια, στην έκταση εμβαδού 468 τ.μ. επιβλήθηκε αναγκαστική απαλλοτρίωση με την 1040466/4048/0010/29.5.2000 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δημ. Τάξης (Δ΄ 352), η σχετική δε αποζημίωση παρακατατέθηκε στο ΤΠΔΔ στις 10.6.2002 (Δ΄ 471). Με το Π687/21.6.2002 έγγραφο του Τμήματος Πολεοδομίας του Δήμου Αρταίων διεκόπησαν, ύστερα από αίτηση του Αλκ.Τσόλη, οι οικοδομικές εργασίες για την ανέγερση του κτιρίου, διότι δεν προέκυπτε η συντέλεση της απαλλοτρίωσης της έκτασης 468 τ.μ. για την οποία είχε αναγνωρισθεί κύριος ο ανωτέρω. Εξάλλου, με την 23/12.9.2002 πράξη του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Άρτας απαγορεύθηκαν, μετά από αίτηση άλλων ενδιαφερομένων κατά του Δημοσίου, οι διακατοχικές πράξεις σε αμφοτέρους τους διαδίκους επί εκτάσεως εμβαδού 750 τ.μ. Ακολούθως, με την Π 112/27.9.2002 απόφαση του Τμήματος Πολεοδομίας του Δήμου Αρταίων ανακλήθηκε η 440/1989 οικοδομική άδεια λόγω ασυμφωνίας του τοπογραφικού διαγράμματος και του διαγράμματος κάλυψης με την υφιστάμενη πραγματική κατάσταση. Επακολούθησε η από 17.10.2002 έκθεση αυτοψίας με την οποία το κτίριο (τριώροφο κτίσμα με υπόγειο και στέγη) χαρακτηρίσθηκε ως αυθαίρετο λόγω ανάκλησης της οικοδομικής άδειας. Εν τω μεταξύ, το Διοικητικό Συμβούλιο της ΚΕΔ, με το Φ.Α.1-1041/2.9.2002 παραχωρητήριο, παραχώρησε στο Υπουργείο Δημ. Τάξης τη χρήση τμήματος εμβαδού 526,24 τ.μ. από το Β.Κ. 279 δημόσιο ακίνητο συνολικής έκτασης 8.500 τ.μ. Σύμφωνα με το παραχωρητήριο, η έκταση που παραχωρήθηκε κατά χρήση εμφαίνεται στο από Αύγουστο 2002 τοπογραφικό διάγραμμα του πολ. μηχανικού Λ. Ζιώρη, που θεωρήθηκε από τον προϊστάμενο του Τμήματος Πολεοδομίας Αρταίων, με τα στοιχεία Α6, Α26, Α27, Α28, Α29, Α30, Α31, Α32, Α33, Α34, Α35, Α36, Α37, Α14, Α13, Α12, Α11, Α10, Α9, Α8, Α7, Α6. Εξάλλου, σε θεωρημένο από την πολεοδομική υπηρεσία τοπογραφικό διάγραμμα των μελετητών Μ. Κ. Λαζαρίδη και άλλων, Σεπτεμβρίου 2002, απεικονίζεται αφενός το οικοδομήσιμο τμήμα του προαναφερθέντος οικοπέδου, επιφανείας 2507,77, που περιγράφεται με τα στοιχεία Α1, Α2, Α24, Α25, Α26, Α27, Α28, Α29, Α30, Α31, Α32, Α33, Α34, Α35, Α36, Α37, Α14, Α15, Α16, Α17, Α18, Α19, Α20, Α1 και αφετέρου τα με στοιχεία Α1, Α20, Α21, Α22, Α23, Α1, επιφανείας 207,37 τ.μ. και με στοιχεία Α2, Α3, Α4, Α5, Α6, Α25, Α24, Α2 επιφανείας 16,50 τ.μ ρυμοτομούμενα τμήματα συνολικού εμβαδού 223,87 τ.μ (207,37 + 16,50) ενώ αποτυπώνεται και δημοτική οδός, πλάτους 8,00 μ. με τις ενδείξεις «όχι πλήρως διανοιγμένη» και «αίτηση πράξεως αναλογισμού και προσκύρωσης με αριθμ πρωτ. 2080/6.3.2003». Ακολούθως, υποβλήθηκαν στην πολεοδομική υπηρεσία του Δήμου Αρταίων αίτηση του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης για την έκδοση άδειας σύμφωνα με τη μελέτη του μηχανικού Μ. Κ. Λαζαρίδη κ.λπ., καθώς και αίτηση για την έναρξη της διαδικασίας πράξης προσκύρωσης και αναλογισμού στην περιοχή του Ο.Τ. 440 για την πλήρη διάνοιξη της οδού. Μετά ταύτα, και ύστερα από σχετική απόφαση της Δημαρχιακής Επιτροπής του Δήμου, υποβλήθηκε στην πολεοδομική υπηρεσία η από 26.3.2003 γνωμοδότηση του δικηγόρου Θωμά Πάλλα του Δ. Σ. Άρτας, σχετικά με το επιτρεπτό ή μη της έκδοσης άδειας νομιμοποίησης του ανεγειρομένου κτιρίου. Στην εν λόγω γνωμοδότηση παρατίθενται αναλυτικά οι σχετικές διατάξεις του νόμου που ρυθμίζουν τις προϋποθέσεις έκδοσης οικοδομικής άδειας, το ιστορικό της υπόθεσης, καθώς και τα στοιχεία για το ιδιοκτησιακό καθεστώς του ακινήτου, με βάση τα οποία η γνωμοδότηση καταλήγει στο συμπέρασμα «…μπορεί η αρμόδια αρχή (Τ.Π. Δήμου Αρταίων), μέσα στα πλαίσια του παρεμπίπτοντος ελέγχου και με βάση τα νέα στοιχεία της οικοδομικής άδειας, να χορηγήσει αυτή, εάν βεβαίως η κατασκευή του κτίσματος […] κατά τα λοιπά είναι σύμφωνη με την κείμενη πολεοδομική νομοθεσία». Στη συνέχεια, με την 3691/1.4.2003 δήλωση ρυμοτομίας της συμβολαιογράφου Άρτας Φωτεινής Νεοχωρίτη – Ζιώρη, ο προϊστάμενος του κλιμακίου της ΚΕΔ Άρτας δήλωσε ότι θέτει σε κοινή χρήση δύο ρυμοτομούμενα τμήματα εμβαδού 207,37 τ.μ. και 16,50 τ.μ. ιδιοκτησίας του Ελληνικού Δημοσίου. Επακολούθησε το από 10.4.1993 «πόρισμα παρεμπτίπτουσας έρευνας» του προσωρινού προϊσταμένου του Τμήματος Πολεοδομίας Άρτας, στο οποίο εκτίθεται το ιστορικό της υπόθεσης και αναφέρεται περαιτέρω ότι «…αφού ελήφθη σοβαρά υπόψη η από 26.3.2003 γνωμοδότηση […] και αφού εξετάσθηκε ο φάκελος της οικοδομικής άδειας από πλευράς πολεοδομικών διατάξεων δεν υπάρχουν νόμιμοι λόγοι μη έκδοσης νέας οικοδομικής άδειας». Μετά ταύτα, χορηγήθηκε η 26/1252/14.4.2003 οικοδομική άδεια του Τμήματος Πολεοδομίας του Δήμου Αρταίων, με την οποία νομιμοποιήθηκε το ανεγερθέν κτίριο και επετράπη η εκτέλεση ορισμένων εργασιών για την αποπεράτωσή του. Κατά της ως άνω οικοδομικής άδειας οι εφεσίβλητοι άσκησαν την από 16.4.2003 αίτηση ακυρώσεως, στρεφομένη κατά του Δήμου Αρταίων, της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Άρτας και του Υπουργού Δημόσιας Τάξης. Επίσης, μετά την έκδοση της οικοδομικής άδειας και την άσκηση της αίτησης ακυρώσεως, η πρώτη εφεσίβλητη άσκησε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Άρτας (αρ. κατ. 644/6.5.2003) αναγνωριστική αγωγή κατά του Δημοσίου για έκταση 555 τ.μ. κειμένη στο προαναφερθέν οικόπεδο. Επί της αίτησης ακυρώσεως εκδόθηκε η εκκαλούμενη, εν προκειμένω, 19/2006 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Ιωαννίνων, με την οποία ακυρώθηκε η οικοδομική άδεια. Ειδικότερα, με την εκκαλουμένη έγιναν δεκτά, καθ’ερμηνεία των διατάξεων που προαναφέρθηκαν, τα ακόλουθα: «…οι αιτούντες [Κασσιανή συζ. Κων. Παππά και Ευαγ. Β. Δασκάλου], προβάλλοντας δικαιώματα κυριότητας επί της εδαφικής έκτασης […] υποστηρίζουν για την κρίσιμη κατά τα άνω νομιμοποίηση του κτιρίου της Αστυνομικής Διεύθυνσης, που ήδη χαρακτηρίστηκε ως “αυθαίρετο”, καταλήφθηκε έκταση, επιφανείας 2050, περίπου τ.μ από τα οποία, τα μεν 555 τ.μ ανήκουν στην 1η αιτούσα και εξ αυτών τα 111 τ.μ ρυμοτομούνται, τα δε 1500 τ.μ περίπου, ανήκουν στον 2ο αιτούντα. Προβάλλουν, επίσης, ότι για την αναγνώριση των σχετικών εμπραγμάτων δικαιωμάτων τους έχουν ασκήσει η μεν πρώτη την από 15.4.2003 αναγνωριστική αγωγή, ενώ ο 2ος είχε ήδη, από τις 20.6.2000 ασκήσει αντίστοιχη αναγνωριστική αγωγή στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Άρτας, κατά του Ελληνικού Δημοσίου, επί της οποίας, μάλιστα, εκδόθηκε η 93/2001 προδικαστική απόφαση […]. Αναφορικά με τον λόγο αυτό ακύρωσης, το καθού προβάλλει ότι έχει ήδη προηγηθεί της εκδόσεως της ως άνω άδειας παρεμπίπτων έλεγχος της Διοίκησης, με την έκδοση της από 26.3.2003 γνωμοδότησης του Νομικού Συμβούλου του Δήμου και ότι, σύμφωνα με αυτήν, μπορούσε κατ’ αρχήν η αρμόδια τεχνική Υπηρεσία, να προβεί στην κατά τα άνω έκδοση της κρίσιμης άδειας. Επειδή, από το περιεχόμενο της γνωμοδότησης αυτής, προκύπτει ότι ο έλεγχος της βασιμότητας των προβληθέντων από τους αιτούντες ισχυρισμών ως προς την ύπαρξη εμπραγμάτων δικαιωμάτων τους, και η επιτρέπουσα την χορήγηση της ως άνω οικοδομικής άδειας, σχετική κρίση, θεμελιώθηκαν στα στοιχεία, που το καθού επικαλέσθηκε και προσκόμισε και συγκεκριμένα στα ήδη προαναφερθέντα από 23.9.1970 [24.3.1979] και 2.9.2002 παραχωρητήρια των σ’ αυτά αναφερομένων εκτάσεων προς το υπουργείο Δημόσιας Τάξης, καθώς και την απαλλοτρίωση εκτάσεως, 469 τ.μ μετά την δικαστική επ’ αυτής αναγνώριση κυριότητας στον Θωμά Τσόλη. Δεν προκύπτει όμως, ότι λήφθηκαν υπόψη και εκτιμήθηκαν με την εν λόγω γνωμοδότηση οι προβληθείσες εμπράγματες διεκδικήσεις των αιτούντων και ειδικότερα του 2ου εξ αυτών, ο οποίος είχε ήδη σε προγενέστερο της έκδοσης του από 2.9.2002 παραχωρητηρίου, ασκήσει την από 20.6.2000 σχετική αναγνωριστική αγωγή του, ούτε το περιεχόμενο της εκδοθείσης εν τω μεταξύ επ’ αυτής 93/2001 σχετικής προδικαστικής απόφασης. Απλώς διατυπώθηκε η άποψη, ότι ενδέχεται, στην περίπτωση των ως άνω αγωγών των αιτούντων, να μεταβληθεί η μέχρι τούδε διαμορφωθείσα νομολογία του Πρωτοδικείου και Εφετείου Άρτας, που δικαίωσε άλλους ιδιώτες, οι οποίοι είχαν εγείρει, αντίστοιχες, με εκείνες των αιτούντων, αγωγές, ως προς την ύπαρξη εμπραγμάτων δικαιωμάτων τους, σε τμήματα του, εφ’ ου το εν λόγω κτίριο, οικοπέδου. Όμως έτσι μπορεί μεν, κατ’ αρχήν να πληρούται τυπικώς η προϋπόθεση της ύπαρξης “παρεμπιπτόντως” ελέγχου εκ μέρους της Διοίκησης αλλά καταλείπονται σοβαρές αμφιβολίες, όσον αφορά το ιδιοκτησιακό καθεστώς του προκείμενου ακινήτου, ενόψει, μάλιστα και των όσων έχουν προηγηθεί κατά την έκδοση της ήδη ακυρωθείσας υπ’ αρ. 440/1989 οικοδομικής άδειας και κυρίως, όσον αφορά την ορθότητα των διαγραμμάτων, με βάση τα οποία, εκδόθηκε η προσβαλλόμενη άδεια, ως προς την ύπαρξη και τα όρια του ακινήτου, που αφορά. Εξάλλου, όλα τα ανωτέρω αναφορικά με τις σοβαρές αμφιβολίες που δημιουργούνται σχετικά με την ύπαρξη εμπραγμάτων δικαιωμάτων του καθ’ ου επί της εκτάσεως, όπου έχει ήδη ανεγερθεί το εις ο αφορά η προσβαλλόμενη οικοδομική άδεια κτίριο, ενισχύονται και από το περιεχόμενο των προσκομισθέντων μεταξύ των στοιχείων της δικογραφίας, μετά την συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο, επικυρωμένων αντιγράφων των υπ’ αριθμ. 83/2004 και 38/2005 οριστικών αποφάσεων του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Άρτας. Με την πρώτη από αυτές ο β των αιτούντων Ευάγγελος Δασκάλου, αναγνωρίζεται οριστικά κύριος, μεταξύ άλλων, και της επιφάνειας των 526,24 μ2 η οποία, όμως όπως προαναφέρθηκε, απετέλεσε αντικείμενο παραχώρησης, κατά χρήση, από την Κτηματική Εταιρία του Δημοσίου (ΚΕΔ) στο Υπουργείο Δημόσιας Τάξης για την νομιμοποίηση του ανεγερθέντος ήδη κτιρίου της Αστυνομικής Διεύθυνσης Άρτας ενώ, η δεύτερη απόφαση αφορά την πρώτη αιτούσα και ειδικότερα την αναγνώριση της ως άνω, ως κυρίας του ακινήτου των 555 τ.μ τμήμα του οποίου, όπως υποστηρίζει με την αίτησή της, ρυμοτομήθηκε αυθαίρετα από το καθού. Ενόψει όλων των ανωτέρω η έκδοση της προσβαλλόμενης οικοδομικής άδειας δεν ήταν νόμιμη, προεχόντως λόγω μη τηρήσεως της απαιτούμενης διαδικασίας ως προς τον παρεμπίπτοντα έλεγχο της ύπαρξης εμπραγμάτων δικαιωμάτων στο ακίνητο, εφ’ ου έχει ανεγερθεί το προπεριγραφέν κτίριο, αλλά και λόγω της ανυπαρξίας των τίτλων ιδιοκτησίας και της ελλιπούς συνδρομής των απαιτουμένων προϋποθέσεων για την αρτιότητα της ίδιας ως άνω οικοπεδικής επιφανείας […]».
- Επειδή, με τις κρινόμενες εφέσεις του Δήμου Αρταίων και του Δημοσίου προβάλλεται ότι κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία των άρθρων 52 και 53 του από 17.7.1923 ν.δ. «περί σχεδίων πόλεων, κωμών και συνοικισμών του Κράτους» έκρινε το δικάσαν διοικητικό εφετείο ότι δεν τηρήθηκε εν προκειμένω η απαιτούμενη διαδικασία του παρεμπίπτοντος ελέγχου ως προς την ύπαρξη εμπραγμάτων δικαιωμάτων του Δημοσίου επί του ακινήτου για το οποίο εκδόθηκε η επίμαχη οικοδομική άδεια, διότι, όπως και το ίδιο το δικάσαν δέχθηκε, πραγματοποιήθηκε παρεμπίπτων έλεγχος εκ μέρους της πολεοδομικής υπηρεσίας και μάλιστα κατόπιν σχετικής γνωμοδότησης του δικηγόρου Θ. Πάλλα. Προς απόδειξη δε των ισχυρισμών τους οι εκκαλούντες προσκομίζουν και την 217/2009 απόφαση του Εφετείου Ιωαννίνων, με την οποία έγινε δεκτή έφεση του Δημοσίου κατά του δευτέρου εφεσιβλήτου και της 83/2004 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Άρτας, εξαφανίσθηκε η απόφαση 83/2004 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Άρτας και απορρίφθηκε η αγωγή του δευτέρου εφεσιβλήτου. Αντιθέτως, οι εφεσίβλητοι με το από 6.3.2013 υπόμνημά τους ισχυρίζονται ότι η κρίση του δικάσαντος είναι ορθή, διότι ο παρεμπίπτων έλεγχος του ιδιοκτησιακού καθεστώτος από την πολεοδομική υπηρεσία ήταν πλημμελής. Για τη θεμελίωση του παραπάνω ισχυρισμού οι εφεσίβλητοι προσκομίζουν κατ’έφεση αποφάσεις των πολιτικών δικαστηρίων (398/2006 Εφετείου Ιωαννίνων, 61/2004 Πολυμελούς Πρωτοδικείου Άρτας, 341/2010 και 74/2011 Εφετείου Ιωαννίνων), οι οποίες αφορούν τις διεκδικήσεις όμορων με το επίμαχο ακινήτων από άλλους ενδιαφερομένους, καθώς και την 38/2005 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Άρτας που εκδόθηκε μετά από αγωγή της πρώτης εφεσίβλητης και με την οποία αυτή αναγνωρίσθηκε ως κυρία ακινήτου εμβαδού 555 τ.μ. στη θέση «Μύλοι» στην περιφέρεια του Δήμου Αρταίων. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από την ανωτέρω 38/2005 απόφαση, η αγωγή της πρώτης εφεσίβλητης ασκήθηκε στις 6.5.2003 (αριθμ. κατ. 644/6.5.2003), ήτοι μετά την έκδοση της 26/1252/14.4.2003 οικοδομικής άδειας, αναγνωρίσθηκε δε ως κυρία του ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία. Εξάλλου, δεν προσκομίσθηκε από τους εφεσιβλήτους πιστοποιητικό της Γραμματείας του οικείου Δικαστηρίου από το οποίο να προκύπτει ότι κατά της ως άνω, υπ’αριθμ. 38/2005, απόφασης δεν ασκήθηκαν τακτικά ή έκτακτα ένδικα μέσα.
- Επειδή, από τα προαναφερθέντα στοιχεία του φακέλου και τις αιτιολογίες της εκκαλουμένης προκύπτει ότι το δικάσαν έκρινε ότι στην προκειμένη περίπτωση κατά τη χορήγηση της οικοδομικής άδειας δεν πραγματοποιήθηκε νομίμως παρεμπίπτων έλεγχος του ιδιοκτησιακού καθεστώς του οικοπέδου, στηρίχθηκε δε το Διοικητικό Εφετείο Ιωαννίνων μόνο στις αμφισβητήσεις που είχαν εγείρει οι εφεσίβλητοι, και μάλιστα η πρώτη εξ αυτών μετά την έκδοση της οικοδομικής άδειας, χωρίς δηλαδή να επικαλείται στην προσβαλλόμενη απόφασή του τίτλους ιδιοκτησίας που είχαν προσκομίσει πρωτοδίκως οι εφεσίβλητοι, αλλά και χωρίς να προκύπτει ότι έλαβε υπόψη τις προαναφερθείσες στη σκέψη 7 αιτήσεις και δηλώσεις των εφεσιβλήτων για την εξαγορά των αυθαιρέτως κατεχομένων από αυτούς παραποτάμιων εκτάσεων. Ακόμη, από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτει ότι ο παρεμπίπτων έλεγχος του ιδιοκτησιακού καθεστώτος του επίμαχου ακινήτου εκ μέρους της πολεοδομικής υπηρεσίας στηρίχθηκε σε έγγραφα, τίτλους και παραχωρητήρια δημοσίων ακινήτων που είχε προσκομίσει το Δημόσιο για την έκδοση της ακυρωθείσας άδειας. Κατά συνέπεια, δεν αρκούσαν για να θεμελιώσουν το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε το δικάσαν οι ευνοϊκές για άλλους ενδιαφερομένους (Αλκ. Τσόλη) αποφάσεις των πολιτικών δικαστηρίων τις οποίες είχαν επικαλεστεί οι εφεσίβλητοι πρωτοδίκως, προεχόντως, διότι αυτές αφορούσαν άλλη έκταση και όχι εκτάσεις για τις οποίες ήγειραν αξιώσεις οι εφεσίβλητοι. Εξάλλου, όπως προκύπτει από την αίτηση ακυρώσεως, οι εφεσίβλητοι στήριξαν τις εμπράγματες αξιώσεις τους, κατ’επίκληση των οποίων αμφισβήτησαν τη νομιμότητα της επίμαχης οικοδομικής άδειας, σε δικαιώματα που αποκτήθηκαν μετά την εγκατάλειψη της κοίτης του μη πλεύσιμου ποταμού Αράχθου και την κατάληψη των εκτάσεων από απώτατο δικαιοπάροχό τους με χρησικτησία και δυνάμει συμβολαίων με Οθωμανούς υπηκόους και σε άτυπες μεταβιβάσεις προς τρίτους και εν τέλει στους εφεισβλήτους. Επιπλέον, όπως προκύπτει από τα στοιχεία που προσκόμισαν κατ’έφεση οι ανωτέρω εκκαλούντες, η 83/2004 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Άρτας, η οποία αποτελεί το κύριο έρεισμα της κρίσης της εκκαλουμένης, έχει εξαφανισθεί με την 217/2009 απόφαση του Εφετείου Ιωαννίνων, το οποίο απέρριψε τελικώς αγωγή του δεύτερου εκ των εφεσιβλήτων Ευαγγέλου Β. Δασκάλου. Η προσκομιζόμενη αυτή απόφαση, ως οψιγενές στοιχείο, είναι ληπτέα υπόψη στην παρούσα δίκη, εφόσον στηρίζει ισχυρισμό των εκκαλούντων ο οποίος είχε προβληθεί και πρωτοδίκως σχετικά με το συμπέρασμα του παρεμπίπτοντος ελέγχου της πολεοδομικής υπηρεσίας ως προς την κυριότητα του Δημοσίου στο επίμαχο ακίνητο και, κατ’ακολουθίαν, την έλλειψη κυριότητας των εφεσιβλήτων (πρβλ. Σ.τ.Ε. 5452/2012, 3221/2012, 49/2010, 2468/2008 Ολομ. κ.ά.). Εξάλλου, το Εφετείο Ιωαννίνων με την ανωτέρω 217/2009 απόφασή του δέχθηκε, μεταξύ άλλων, κατ’επίκληση νομολογίας του Αρείου Πάγου (βλ. ομοίως και ΑΠ 1186/2012), ότι «…από τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 1072 του Α.Κ., σε συνδυασμό και με εκείνες των άρθρων 966, 967 και 968 του ιδίου Κώδικα συνάγεται ότι το έδαφος που καταλαμβάνεται από την κοίτη του ποταμού, που ρέει με ελεύθερη και αέναη ροή, δεν είναι όμως πλεύσιμος, είναι κοινής χρήσεως και εκτός συναλλαγής πράγμα και ανήκει στο Δημόσιο, εφόσον δεν ανήκει σε δήμο ή κοινότητα και ότι προϋπόθεση της εφαρμογής της διατάξεως του άρθρου 1072 του Α.Κ. είναι η ύπαρξη παραποτάμιου κτήματος ή κτημάτων, τα οποία βρίσκονται σε επαφή με τον ποταμό, του οποίου η κοίτη εγκαταλείφθηκε. Η κυριότητα επί της εγκαταλειφθείσας κοίτης αποκτάται από τον κύριο του παραποτάμιου κτήματος πρωτοτύπως και αυτοδικαίως, μόλις πληρωθούν οι προϋποθέσεις του νόμου. Ως εγκατάλειψη της παλαιάς κοίτης νοείται η πλήρης, με τον σχηματισμό νέας κοίτης, η οποία αποτελεί φυσικό φαινόμενο με προοπτική σταθερότητας και διάρκειας. Συνεπώς, αν η κοίτη μη πλεύσιμου ποταμού, η οποία ανήκει στο Δημόσιο, περιορίστηκε κατά τρόπο, ώστε μεταξύ της ιδιοκτησίας τρίτου και της περιορισθείσης κοίτης ποταμού να παρεμβάλλεται έκταση, αυτή εξακολουθεί να ανήκει στο Δημόσιο και δεν έχει εφαρμογή η διάταξη του άρθρου 1072 παρ. 1 Α.Κ. […], χωρίς μάλιστα να γίνεται διάκριση ως προς την αιτία της εγκαταλείψεως. Είναι δηλαδή αδιάφορο αν η τελευταία οφείλεται σε φυσικά αίτια ή σε τεχνικά έργα νομίμως εκτελούμενα […]». Υπό τα ανωτέρω δεδομένα, έσφαλε το δικάσαν στην προαναφερθείσα κρίση του, απορριπτομένων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών των εφεσιβλήτων που προβάλλονται με το από 6.3.2013 υπόμνημα, και για τον λόγο αυτόν, που προβάλλεται βασίμως, η εκκαλούμενη απόφαση πρέπει να εξαφανισθεί, παρέλκει δε ως αλυσιτελής η έρευνα των λοιπών προβαλλομένων λόγων εφέσεως.
- Επειδή, μετά την εξαφάνιση της εκκαλούμενης απόφασης, πρέπει, σύμφωνα με το άρθρο 64 του π.δ. 18/1989 (Α΄8), να εκδικασθεί η από 16.4.2003 αίτηση ακυρώσεως των αιτούντων-εφεσιβλήτων.
- Επειδή, με τους 1ο και 4ο λόγους ακυρώσεως προβάλλεται ότι η οικοδομική άδεια είναι μη νόμιμη, διότι επιχειρείται η ανέγερση κτιρίου σε κτίριο ιδιοκτησίας των αιτούντων-εφεσιβλήτων, αν και παρήλθε μεγάλο χρονικό διάστημα χωρίς να κινηθεί η διαδικασία απαλλοτρίωσης των ακινήτων των αιτούντων (555 τ.μ. και 1.500 τ.μ., αντίστοιχα) και ότι τα έγγραφα που είχε προσκομίσει το Δημόσιο δεν αποτελούν τίτλους κτήσεως κυριότητας. Προβάλλεται περαιτέρω ότι η προσβαλλόμενη οικοδομική άδεια είναι ακυρωτέα, αφενός, διότι δεν είναι νοητή η έκδοση άδειας σε δημόσια υπηρεσία παρά μόνο στον ιδιοκτήτη, η άδεια δε χορηγήθηκε στο Υπουργείο Δημ. Τάξης για οικόπεδο από το οποίο μόνο 468 τ.μ. ανήκουν κατά κυριότητα στο Ελ. Δημόσιο και το υπόλοιπο ανήκει στους αιτούντες και, αφετέρου, διότι το ρυμοτομούμενο δεν προβάλλει σε κοινόχρηστη οδό, εκτός αν το ρυμοτομούμενο τμήμα τεθεί σε κοινή χρήση. Σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, οι ανωτέρω λόγοι ακυρώσεως καθ’ο μέρος προβάλλονται κατ’επίκληση εμπραγμάτων δικαιωμάτων των αιτούντων-εφεσιβλήτων στο επίμαχο ακίνητο, εν όψει μάλιστα των όσων κρίθηκαν με την 217/2009 απόφαση του Εφετείου Ιωαννίνων, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι, κατά τα λοιπά δε προβάλλονται άνευ εννόμου συμφέροντος.
- Επειδή, προβάλλεται ακόμη ότι η προσβαλλόμενη οικοδομική άδεια είναι ακυρωτέα, καθώς δεν έχει διανοιγεί πλήρως η δημοτική οδός και δεν έχουν καταβληθεί οι σχετικές αποζημιώσεις στους αιτούντες. Ο λόγος αυτός ακυρώσεως, που προβάλλεται κατ’επίκληση εμπραγμάτων δικαιωμάτων των αιτούντων στο εν λόγω τμήμα της οδού, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν.
- Επειδή, ο λόγος ακυρώσεως με τον οποίο προβάλλεται ότι μη νομίμως χορηγήθηκε η οικοδομική άδεια, αφού το κτίριο χαρακτηρίσθηκε οριστικώς ως αυθαίρετο, ανεξαρτήτως του αν προβάλλεται με έννομο συμφέρον από τους αιτούντες-εφεσιβλήτους, είναι απορριπτέος και ως αβάσιμος. Διότι, κατά το άρθρο 22 του ΓΟΚ 1985 επιτρέπεται η χορήγηση οικοδομικής άδειας για τη νομιμοποίηση κτίσματος το οποίο στερείται άδειας, εφόσον δεν παραβιάζονται οι σχετικές πολεοδομικές διατάξεις.
- Επειδή, τέλος, προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη οικοδομική άδεια εκδόθηκε κατά κατάχρηση εξουσίας ή κατά κατάχρηση δικαιώματος. Εφόσον, όμως, σύμφωνα με όσα έγιναν ανωτέρω δεκτά, αιτιολογείται νομίμως από την εκτεθείσα άποψη η έκδοση της 26/1252/14.4.2003 οικοδομικής άδειας, είναι αβάσιμος ο ως άνω λόγος ακυρώσεως κατά το πρώτο του σκέλος, ήτοι καθ’ο μέρος προβάλλεται ότι η άδεια αυτή εκδόθηκε με σκοπό να ματαιώσει την άσκηση του εμπραγμάτου δικαιώματος των αιτούντων-εφεσιβλήτων στο επίμαχο ακίνητο. Εξάλλου, κατά το δεύτερο σκέλος ο ίδιος λόγος ακυρώσεως, αν μεν έχει την έννοια ότι με αυτόν προβάλλεται παράβαση του άρθρου 25 παρ. 3 του Συντάγματος, είναι απορριπτέος, διότι η συνταγματική αυτή διάταξη περί απαγορεύσεως της καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος αφορά την περίπτωση κατάχρησης εκ μέρους του φορέα του ατομικού δικαιώματος και όχι σχέσεις δημοσίου δικαίου (πρβλ. Σ.τ.Ε. 2970/2011, 1926/2000), αν δε προβάλλεται παράβαση του άρθρου 281 του Αστικού Κώδικα, είναι επίσης απορριπτέος, διότι η διάταξη του Α.Κ. αφορά στην άσκηση ιδιωτικών δικαιωμάτων και δεν εφαρμόζεται στο δημόσιο δίκαιο (Σ.τ.Ε. 1591/2009, 596/2007, 1926/2000 κ.ά.).
- Επειδή, κατόπιν των ανωτέρω, η από 16.4.2003 ακυρώσεως των αιτούντων-εφεσιβλήτων πρέπει να απορριφθεί και να γίνει δεκτή η παρέμβαση των Υπουργών ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. (ήδη Υπουργού ΠΕ.Κ.Α.) και Δημόσιας Τάξης (ήδη Υπουργού Δημόσιας Τάξης και Προστασίας του Πολίτη).
- Επειδή, το Δικαστήριο, εκτιμώντας, σύμφωνα με το άρθρο 39 παρ. 1 του π. δ. 18/1989, τις περιστάσεις της παρούσης δίκης, κρίνει ότι η Περιφέρεια Ηπείρου πρέπει να απαλλαγεί από τη δικαστική δαπάνη των εφεσιβλήτων-αιτούντων, οι δε εφεσίβλητοι-αιτούντες πρέπει να απαλλαγούν από τη δικαστική δαπάνη του Δήμου Αρταίων και του Δημοσίου και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας.