ΣτΕ 1393/2016 [Ενιαίο πρόστιμο για περισσότερες περιβαλλοντικές παραβάσεις]
Περίληψη
-Δεν αποκλείεται η επιμέτρηση ενιαίου προστίμου για περισσότερες παραβάσεις της περιβαλλοντικής νομοθεσίας, εφόσον κατά την επιμέτρηση του ενιαίου αυτού προστίμου εφαρμόζεται η αρχή της αναλογικότητας με τη συνεκτίμηση των προσδιοριστικών και περιοριστικών του ύψους του προστίμου στοιχείων της παρ. 1 του άρθρου 30 του ν. 1650/1986 (σοβαρότητα της παράβασης, συχνότητα, υποτροπή, ύψος υπέρβασης των θεσμοθετημένων ορίων εκπομπών και παραβίαση των περιβαλλοντικών όρων).
Πρόεδρος: Αγγ. Θεοφιλοπούλου
Εισηγητής: Χρ. Παπανικολάου
Βασικές σκέψεις
- Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση, η οποία ακείται κατά τον νόμο ατελώς, ζητείται η αναίρεση της 1387/2009 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς, με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή προσφυγή της αναιρεσίβλητης εταιρείας κατά της 2870/2008 απόφασης του Νομάρχη Βοιωτίας, με την οποία είχε επιβληθεί σε βάρος της πρόστιμο 54.000 ευρώ συνολικά, για περιβαλλοντικές παραβάσεις. Ειδικότερα, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση έγινε δεκτή η προσφυγή της αναιρεσίβλητης εταιρείας ως προς την τέταρτη παράβαση για την οποία είχε επιμετρηθεί πρόστιμο ύψους 24.000 ευρώ.
- Επειδή, η παρ. 3 του άρθρου 53 παρ. 3 του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8), όπως τα τρία πρώτα εδάφια της παραγράφου αυτής αντικαταστάθηκαν με την παρ. 1 του άρθρου 35 του ν. 3772/2009 (Α΄ 112) και πριν από την αντικατάσταση της ίδιας παραγράφου με την παράγραφο 1 του άρθρου 12 του ν. 3900/2010 (Α΄ 213), που άρχισε να ισχύει από την 1.1.2011 (άρθρο 70 του ν. 3900/2010), όριζε τα εξής: «Δεν επιτρέπεται η άσκηση αίτησης αναιρέσεως όταν το ποσό της διαφοράς που άγεται ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας είναι κατώτερο από σαράντα χιλιάδες (40.000) ευρώ… Κατ’ εξαίρεση, ασκείται παραδεκτώς αίτηση αναιρέσεως με αντικείμενο κατώτερο από τα ανωτέρω ποσά, όταν προβάλλεται από το διάδικο με συγκεκριμένους ισχυρισμούς που περιέχονται στο δικόγραφο της αιτήσεως αναιρέσεως ότι: α) η επίλυση της διαφοράς έχει γι’ αυτόν ευρύτερες οικονομικές ή δημοσιονομικές επιπτώσεις που δικαιολογούν την άσκηση της αίτησης β) με αυτήν τίθεται σπουδαίο νομικό ζήτημα ή υφίσταται αντίθεση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως προς τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανώτατου δικαστηρίου ή προς άλλες αποφάσεις διοικητικών δικαστηρίων…». Περαιτέρω, στο άρθρο 35 παρ. 3 του ν. 3772/2009, ο οποίος άρχισε να ισχύει από 10.7.2009 (άρθρο 51) ορίζεται ότι: «Οι διατάξεις αυτού του άρθρου δεν καταλαμβάνουν τις εκκρεμείς κατά την έναρξη της ισχύος του παρόντος υποθέσεις». Επομένως, οι διατάξεις αυτές καταλαμβάνουν τις εφεξής ασκούμενες αιτήσεις αναιρέσεως.
- Επειδή, με τις μνημονευμένες στην προηγούμενη σκέψη διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989 θεσπίζεται ως πάγια ρύθμιση το απαράδεκτο της ασκήσεως αιτήσεως αναιρέσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας σε όλες γενικώς τις υποθέσεις, εάν το ποσό της διαφοράς που άγεται ενώπιόν του είναι κατώτερο από 40.000 ευρώ και, ειδικώς στις διοικητικές συμβάσεις, αν αυτό είναι κατώτερο από 200.000 ευρώ. Θεσπίζεται περαιτέρω, ως εξαίρεση από τον ανωτέρω κανόνα, το παραδεκτό της ασκήσεως αιτήσεως αναιρέσεως εάν ο αναιρεσείων προβάλλει με το εισαγωγικό δικόγραφο και με συγκεκριμένους ισχυρισμούς, μεταξύ άλλων, ότι καίτοι το ποσό της διαφοράς είναι κατώτερο από 40.000 ευρώ (ή 200.000 ευρώ), με την αίτηση τίθεται σπουδαίο νομικό ζήτημα ή υφίσταται αντίθεση της προσβαλλόμενης αποφάσεως προς τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανώτατου δικαστηρίου ή προς άλλες αποφάσεις διοικητικών δικαστηρίων. Κατά την έννοια δε του άρθρου 53 παρ. 3 του π.δ. 18/1989 (όπως η παράγραφος αυτή τροποποιήθηκε κατά τα ανωτέρω), το οποίο είναι στενώς ερμηνευτέο ενόψει του επιδιωκόμενου με την ρύθμιση αυτή σκοπού, της αποσυμφορήσεως δηλαδή του Συμβουλίου της Επικρατείας από μεγάλο αριθμό αιτήσεων αναιρέσεως που δεν έχουν σημαντικό χρηματικό αντικείμενο και της επιταχύνσεως του ρυθμού απονομής της δικαιοσύνης (βλ. την συνοδεύουσα τον ν. 3772/2009 αιτιολογική έκθεση), για να κριθεί εάν παραδεκτώς ασκείται αίτηση αναιρέσεως, ο αναιρεσείων πρέπει απαραιτήτως με το εισαγωγικό δικόγραφο είτε α) να εκθέτει με αυτοτελείς και συγκεκριμένους ισχυρισμούς ποιο είναι το τιθέμενο νομικό ζήτημα, να εξηγεί δε με σαφήνεια και να τεκμηριώνει την άποψή του αυτή, χωρίς να αρκούν προς τούτο μόνη η αναφορά των κρίσιμων διατάξεων και ο ισχυρισμός, αορίστως, ότι τίθεται σπουδαίο νομικό ζήτημα, είτε β) να επικαλείται συγκεκριμένα την απόφαση του ανώτατου δικαστηρίου ή τις τελεσίδικες ή ανέκκλητες αποφάσεις των διοικητικών δικαστηρίων προς τις οποίες υπάρχει, κατά την άποψή του, αντίθεση της προσβαλλόμενης αποφάσεως ως προς το ίδιο νομικό ζήτημα, η επίλυση του οποίου ήταν αναγκαία για τη διάγνωση των σχετικών υποθέσεων. Στην τελευταία αυτή περίπτωση υπάρχει αντίθεση όταν αυτή προκύπτει από τις αναγκαίες για τη θεμελίωση του διατακτικού των αποφάσεων αιτιολογίες τους. Εξάλλου, όπως συνάγεται από την ίδια διάταξη, οι δικαστικές αποφάσεις, των οποίων γίνεται επίκληση κατά τα ανωτέρω, πρέπει να προσκομίζονται από τον αναιρεσείοντα κατά την κατάθεση της αιτήσεως, εκτός εάν πρόκειται για αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανώτατου δικαστηρίου, οπότε, κατ’ εξαίρεση αρκεί να προσδιορίζονται ειδικώς στο εισαγωγικό δικόγραφο κατά τρόπο που επιτρέπει την εξατομίκευσή τους. Περαιτέρω, εάν τεκμηριωθεί η σπουδαιότητα του τιθέμενου νομικού ζητήματος ή η αντίθεση της προσβαλλόμενης αποφάσεως προς απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανώτατου δικαστηρίου ή αποφάσεις διοικητικών δικαστηρίων για το ίδιο νομικό ζήτημα, η αίτηση είναι παραδεκτή και εξετάζεται μόνο κατά το μέρος αυτής και ως προς τους λόγους που αφορούν το συγκεκριμένο σπουδαίο νομικό ζήτημα που ανακύπτει στην ένδικη υπόθεση ή το συγκεκριμένο νομικό ζήτημα για το οποίο υπάρχει αντίθεση των σχετικών δικαστικών αποφάσεων, εφόσον βέβαια αυτό κρίνεται αναγκαίο για την επίλυση της υποθέσεως. Αντιθέτως, από το περιεχόμενο του εισαγωγικού δικογράφου της δίκης και μόνο δεν μπορεί να συναχθεί ότι με την αίτηση τίθεται σπουδαίο νομικό ζήτημα και το Συμβούλιο της Επικρατείας την απορρίπτει ως απαράδεκτη (βλ. ΣτΕ Ολομ. 3323-4, 3475-6/2011, 3746/2013 κ.α.).
- Επειδή, εν προκειμένω, η κρινόμενη αίτηση κατατέθηκε στη γραμματεία του δικαστηρίου που εξέδωσε την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση στις 16.11.2009, δηλαδή μετά την έναρξη ισχύος του ν. 3772/2009, όπως δε προκύπτει από την απόφαση αυτή, το αντικείμενο της διαφοράς ανέρχεται σε 24.000 ευρώ, υπολείπεται, δηλαδή, του ελαχίστου ορίου των 40.000 ευρώ.
- Επειδή, στο άρθρο 9 του ν. 2947/2001 (Α 228) ορίζονται τα εξής: “Α.1. Συνιστάται στο Υπουργείο Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων «Ειδική Υπηρεσία Επιθεωρητών Περιβάλλοντος» (Ε.Υ.Ε.Π.), η οποία υπάγεται απευθείας στον Υπουργό Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων. 2. Αρμοδιότητες της Ε.Υ.Ε.Π. είναι: α. Ο έλεγχος και η παρακολούθηση της εφαρμογής των περιβαλλοντικών όρων που επιβάλλονται για την πραγματοποίηση έργων και δραστηριοτήτων του Δημοσίου, του ευρύτερου δημόσιου τομέα και της τοπικής αυτοδιοίκησης, αλλά και του ιδιωτικού τομέα, καθώς και η εισήγηση για την επιβολή κυρώσεων σε περίπτωση παραβίασης αυτών. β. Η συλλογή και η επεξεργασία στοιχείων που αφορούν την τήρηση της περιβαλλοντικής νομοθεσίας, καθώς και των περιβαλλοντικών όρων που επιβάλλονται κατά την κείμενη νομοθεσία για την εκτέλεση και λειτουργία έργων και δραστηριοτήτων του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα… 3. … 4. Οι Επιθεωρητές Περιβάλλοντος της Ε.Υ.Ε.Π. μπορούν να διενεργούν αυτοψίες σε κάθε δημόσιο ή ιδιωτικό έργο ή δραστηριότητα που υπάγεται στις διατάξεις περί προστασίας περιβάλλοντος ή επιβάλλεται για την αποτελεσματική άσκηση των αρμοδιοτήτων της παρ. 2 του παρόντος και να προβαίνουν σε ελέγχους και μετρήσεις, καθώς και στη συλλογή κάθε χρήσιμου κατά την κρίση τους στοιχείου για την άσκηση των αρμοδιοτήτων της Ε.Υ.Ε.Π. Τούτο ισχύει ανεξάρτητα από την τυχόν αρμοδιότητα άλλης αρχής να προβαίνει σε ανάλογο έλεγχο. Μετά από κάθε έλεγχο συντάσσεται έκθεση, αυτοψίας από τον Επιθεωρητή ή το κλιμάκιο Επιθεωρητών που ενήργησαν τον έλεγχο. Εφόσον διαπιστωθεί παράβαση της νομοθεσίας για την προστασία του περιβάλλοντος ή των περιβαλλοντικών όρων που έχουν επιβληθεί, συντάσσεται σχετική έκθεση ελέγχου η οποία επιδίδεται στον παραβάτη, ο οποίος ταυτόχρονα καλείται σε απολογία. Για την απολογία αυτή τάσσεται προθεσμία που δεν μπορεί να είναι μικρότερη από πέντε (5) εργάσιμες ημέρες από την επίδοση της πρόσκλησης. Ύστερα από την υποβολή της απολογίας ή την άπρακτη πάροδο της προθεσμίας που τάχθηκε για την υποβολή της, ο Επιθεωρητής Περιβάλλοντος συντάσσει αιτιολογημένη πράξη βεβαίωσης ή μη της παράβασης. Αντίγραφο της πράξης βεβαίωσης της παράβασης αποστέλλεται στην αρχή που χορήγησε στον παραβάτη την άδεια κατασκευής ή λειτουργίας του έργου ή έναρξης της δραστηριότητας ή, κατά περίπτωση, την ανανέωση αυτών. Αντίγραφο της ίδιας πράξης διαβιβάζεται επίσης και στον αρμόδιο εισαγγελέα πλημμελειοδικών για τυχόν αξιόποινες πράξεις. 5. Σε περίπτωση που με την έκθεση της προηγούμενης παραγράφου διαπιστώνεται ρύπανση ή υποβάθμιση του περιβάλλοντος ή άλλη παράβαση από τις προβλεπόμενες στο άρθρο 30 του Ν. 1650/1986 (ΦΕΚ 160 Α), όπως εκάστοτε ισχύει, η Ε.Υ.Ε.Π. εισηγείται την επιβολή προστίμου ανάλογα με τη σοβαρότητα της παράβασης, ως εξής: α. στον οικείο Νομάρχη, εφόσον το πρόστιμο ανέρχεται έως είκοσι εκατομμύρια (20.000.000) δραχμές, β. στον Γενικό Γραμματέα Περιφέρειας, εφόσον το πρόστιμο κυμαίνεται είκοσι εκατομμύρια (20.000.000) δραχμές έως πενήντα εκατομμύρια (50.000.000) δραχμές. γ. στον Υπουργό Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων, εφόσον το πρόστιμο υπερβαίνει τα πενήντα εκατομμύρια (50.000.000) δραχμές. Με κοινή απόφαση του Υπουργού Οικονομικών και του Υπουργού Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων μπορεί να αναπροσαρμόζονται τα ποσά αυτά. 6. Η είσπραξη των επιβαλλόμενων προστίμων γίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων (Κ.Ε.Δ.Ε.). 7. Για πρόστιμα ύψους άνω των 5.000.000 δραχμών, η προσφυγή κατά της πράξης επιβολής των προστίμων ασκείται ενώπιον του Τριμελούς Διοικητικού Εφετείου, το οποίο δικάζει σε πρώτο και τελευταίο βαθμό…”. Περαιτέρω, στο άρθρο 30 του ν.1650/1986, όπως η διάταξη αυτή αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 του ν. 3010/2002 (Α 91), ορίζεται ότι: «1. Σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα που προκαλούν οποιαδήποτε ρύπανση ή άλλη υποβάθμιση του περιβάλλοντος ή παραβαίνουν τις διατάξεις του νόμου αυτού ή των κατ' εξουσιοδότηση του εκδιδόμενων διαταγμάτων ή υπουργικών ή περιφερειακών ή νομαρχιακών αποφάσεων, καθώς και στους παραβάτες των όρων και των μέτρων που καθορίζονται με τις διοικητικές πράξεις, που προβλέπονται στα άρθρα 11 και 12 των νόμων 1515/1985 (ΦΕΚ 18 Α΄) και 1561/1985 (ΦΕΚ 148 Α΄), ανεξάρτητα από την αστική ή ποινική ευθύνη, επιβάλλεται ως διοικητική κύρωση πρόστιμο, από πενήντα (50) μέχρι πεντακόσιες χιλιάδες (500.000) ευρώ, ύστερα από εισήγηση είτε των κατά το άρθρο 6 υπηρεσιών είτε των κατά το άρθρο 26 κλιμακίων Ελέγχου Ποιότητας Περιβάλλοντος, ανάλογα με τη σοβαρότητα της παράβασης, τη συχνότητα, την υποτροπή, το ύψος υπέρβασης των θεσμοθετημένων ορίων εκπομπών και την παραβίαση των περιβαλλοντικών όρων ως εξής: α. από τον οικείο Νομάρχη, εφόσον το πρόστιμο που προτείνεται ανέρχεται έως εξήντα χιλιάδες (60.000) ευρώ, β. από το Γενικό Γραμματέα Περιφέρειας, εφόσον το πρόστιμο που προτείνεται κυμαίνεται από εξήντα χιλιάδες (60.000) ευρώ έως εκατόν πενήντα χιλιάδες (150.000) ευρώ, γ. από τον Υπουργό Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων, εφόσον το πρόστιμο που προτείνεται υπερβαίνει τις εκατόν πενήντα χιλιάδες (150.000) ευρώ…”.
- Επειδή, από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση προκύπτουν τα εξής: Κατόπιν ελέγχου της Ειδικής Υπηρεσίας Επιθεωρητών Περιβάλλοντος (ΕΥΕΠ/Τομέας Νοτίου Ελλάδος) στις εγκαταστάσεις της αναιρεσίβλητης στο «Καλιμπάκι» Ελαιώνα, επιβλήθηκε με την προσβληθείσα απόφαση σε βάρος της αναιρεσίβλητης, η οποία δραστηριοποιείται στην ηλεκτρολυτική ψευδαργύρωση και στις μεταλλικές κατασκευές, πρόστιμο 54.000 ευρώ συνολικά για 4 παραβάσεις και, ειδικότερα, 8.500 για την 1η, 13.000 για τη 2η, 8.500 για την 3η και 24.000 για την 4η. Η 4η παράβαση αφορούσε α) σε συγκεντρώσεις χρωμίου στις δεξαμενές σταθεροποίησης, που συνηγορούν στην επεξεργασία των μετάλλων με χρώμιο «πράγμα μη σύννομο με την άδεια λειτουργίας», καθώς και σε μη δήλωση του χρωμίου ως πρώτης ύλης, κατά παράβαση των νόμων 1650/1986 και 3010/2002 και β) σε συγκέντρωση ψευδαργύρου στη δεξαμενή εξουδετέρωσης σε ποσοστό 415 mg/l, με ανώτατο νόμιμο όριο το 1 mg/l, κατά παράβαση της Υ.Δ. Α5/2280/1983. Το δικάσαν δικαστήριο έκρινε ότι υπό τα ανωτέρω δεδομένα επρόκειτο για δύο τουλάχιστον αυτοτελείς παραβάσεις με διαφορετική νομική και πραγματική βάση, για κάθε μια από τις οποίες θα έπρεπε να επιβληθεί ιδιαίτερο πρόστιμο. Συνεπώς, η επιβολή ενιαίου προστίμου γι αυτές καθιστά την προσβληθείσα απόφαση, κατά το οικείο μέρος της, νομικώς πλημμελή, η νομική δε αυτή πλημμέλεια εξετάζεται αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο [κατ άρθρο 79 του ΚΔΔ] και καθιστά την απόφαση, κατά το μέρος αυτό, ακυρωτέα και όχι απλώς μεταρρυθμιστέα, αφού ο Νομάρχης δεν άσκησε την ανήκουσα σ’ αυτόν εξουσία επιμετρήσεως του επιβλητέου για κάθε παράβαση προστίμου.
- Επειδή, το Δημόσιο με την αίτηση αναιρέσεως προβάλλει τους εξής λόγους αναιρέσεως: α) Η κρίση αυτή της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης στερείται νομίμου και επαρκούς αιτιολογίας, για τον λόγο ότι δεν εξέτασε ούτε εξέφρασε δικανική κρίση αν από το περιεχόμενο των εφαρμοζομένων διατάξεων και ιδίως του άρθρου 30 ν. 1650/1986 προκύπτει ότι απαιτείται η επιβολή περισσότερων προστίμων για κάθε επιμέρους παράβαση, κατ’ αποκλεισμό της επιβολής ενιαίου προστίμου για περισσότερες παραβάσεις, εφόσον δεν παραβιάζεται η αρχή της αναλογικότητας. β) Με την ως άνω διάταξη, ορίζεται ως μόνος παράγοντας επιβολής και εν συνεχεία επιμέτρησης του προστίμου η σοβαρότητα της παράβασης, χωρίς ουδόλως να αποκλείεται η επιμέτρηση ενός ενιαίου προστίμου για περισσότερες τελούμενες ταυτόχρονα ή διαδοχικά παραβάσεις, όπου βέβαια η σοβαρότητα της παράβασης και το ύψος του προστίμου είναι μεγαλύτερη λόγω της περισσότερης εκπομπής ρυπογόνων ουσιών από τις επιμέρους πράξεις. Από τις παραπάνω διατάξεις με τις οποίες προστατεύεται το ίδιο έννομο αγαθό, δηλαδή το περιβάλλον, προκύπτει ότι, δεν αποκλείεται η επιβολή σε βάρος του παραβάτη ενιαίου προστίμου για το σύνολο των παραβάσεων που διαπράχθησαν από αυτόν, κατά την επιμέτρηση του οποίου το αρμόδιο όργανο συνεκτιμά τη στοιχειοθέτηση των περισσοτέρων αυτών παραβάσεων, οπότε, κατά τον τρόπο αυτό αποφεύγεται τόσο η άσκοπη επιβάρυνση των αρμοδίων αρχών όσο και τα ανεπιεική αποτελέσματα σε βάρος των υποχρέων. Εξάλλου, από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει ότι τα προσδιοριστικά στοιχεία για την επιβολή ενιαίου προστίμου είναι περισσότερα, μερικά από τα οποία παραπέμπουν σε ταυτόχρονη τέλεση περισσότερων παραβάσεων (συχνότητα υποτροπής, ύψος της υπέρβασης των θεσμοθετημένων ορίων εκπομπών και την παράβαση περιβαλλοντικών όρων). Το Δημόσιο, εξάλλου, ισχυρίζεται ότι η αίτηση αναίρεσης ασκείται νόμιμα παρότι το ποσό της διαφοράς ανέρχεται στο ποσό των 24.000 ευρώ, δηλαδή δεν υπερβαίνει το όριο των 40.000 ευρώ, που ορίζεται με την διάταξη του άρθρου 53 παρ 3 π.δ. 18/1989, και τούτο διότι το νομικό θέμα το οποίο επιλύεται με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση έχει ιδιαίτερη σπουδαιότητα, δεδομένου ότι αφορά την τήρηση της νομοθεσίας για την προστασία του περιβάλλοντος, η οποία είναι μεγάλης βαρύτητας, όπως προκύπτει από τα επιβαλλόμενα από τον νομοθέτη πρόστιμα τα οποία δύνανται να ανέλθουν μέχρι και το ποσό των 500.000 ευρώ, και το οποίο επιβάλλεται κυρίως σε επιχειρήσεις, οι οποίες από την λειτουργία τους επιβαρύνουν το περιβάλλον κατ’ εξακολούθηση με πολύ σοβαρά και ήδη ορατά αποτελέσματα στην καταστροφή του οικοσυστήματος και της υγείας των πολιτών. Περαιτέρω, η αίτηση αναιρέσεως, ασκείται παραδεκτώς και εκ του γεγονότος ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση επιλύει την διαφορά κατά τρόπο αντίθετο προς την νομολογία του Δικαστηρίου και ειδικότερα τις 72/1999 και 2513/1999 αποφάσεις του Δικαστηρίου.
- Επειδή, οι ανωτέρω ισχυρισμοί του Δημοσίου περί συνδρομής σπουδαίου νομικού ζητήματος αναγόμενου στην ερμηνεία των διατάξεων των άρθρων 9 του ν. 2547/2001 και 30 του ν. 1650/1986 και, συγκεκριμένα, του ζητήματος εάν με τις διατάξεις αυτές επιβάλλεται η επιμέτρηση περισσότερων προστίμων για κάθε επιμέρους παράβαση της περιβαλλοντικής νομοθεσίας και αποκλείεται η επιμέτρηση ενιαίου προστίμου για περισσότερες παραβάσεις, είναι, όπως προβάλλονται, συγκεκριμένοι και τεκμηριωμένοι. Συνεπώς, η αίτηση αναιρέσεως ασκείται παραδεκτώς, κατά τα οριζόμενα στη διάταξη του άρθρου 53 παρ 3 π.δ. 18/1989, παρέλκει δε ως αλυσιτελής η εξέταση του ισχυρισμού του Δημοσίου ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση επιλύει την διαφορά κατά τρόπο αντίθετο προς τις 72/1999 και 2513/1999 αποφάσεις του Δικαστηρίου. Περαιτέρω, η αίτηση αναιρέσεως είναι βάσιμη, διότι, κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, δεν αποκλείεται η επιμέτρηση ενιαίου προστίμου για περισσότερες παραβάσεις της περιβαλλοντικής νομοθεσίας, εφόσον κατά την επιμέτρηση του ενιαίου αυτού προστίμου εφαρμόζεται η αρχή της αναλογικότητας με τη συνεκτίμηση των προσδιοριστικών και περιοριστικών του ύψους του προστίμου στοιχείων της παρ. 1 του άρθρου 30 του ν.1650/1986 (σοβαρότητα της παράβασης, συχνότητα, υποτροπή, ύψος υπέρβασης των θεσμοθετημένων ορίων εκπομπών και παραβίαση των περιβαλλοντικών όρων).
- Επειδή κατόπιν τούτων η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να γίνει δεκτή, να αναιρεθεί η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και η υπόθεση, η οποία χρειάζεται διευκρίνιση ως προς το πραγματικό, να παραπεμφθεί στο δικάσαν δικαστήριο για νέα νόμιμη κρίση.