ΣτΕ 1252/2016 [Τριτανακοπή σε σφράγιση χρήσης πολυκινηματογράφου]
-
nomos.Ph.Admin,
Περίληψη
-Η τριτανακοπτόμενη απόφαση με την οποία κρίθηκε, αφενός, ότι η διαδικασία του άρθρου 22 παρ. 5 του ν. 1650/1986 περί επιβολής της σφράγισης παράνομων χρήσεων είναι αυτοτελής και λειτουργεί ανεξάρτητα από την ύπαρξη σχετικής οικοδομικής άδειας ή άδειας λειτουργίας, κατά τις διατάξεις που διέπουν την οικεία δραστηριότητα, αφετέρου, ότι η ως άνω διάταξη, εφαρμοζόμενη στην περίπτωση που έχει ήδη χορηγηθεί σχετική οικοδομική άδεια ή άδεια λειτουργίας, δεν προσκρούει στη συνταγματική αρχή της προστατευόμενης εμπιστοσύνης που έχει δημιουργηθεί συνεπεία της χορήγησης των προαναφερόμενων αδειών, διότι η αρχή αυτή περιορίζεται εν προκειμένω από τη συνταγματική αρχή της λειτουργικότητας των οικισμών, ακύρωσε την παράλειψη του Δήμου να προβεί στη σφράγιση της χρήσης “πολυκινηματογράφου”, στο επίμαχο ακίνητο, απορρίπτοντας μεταξύ άλλων, τα προβαλλόμενα περί παραβίασης του δεδικασμένου που απορρέει από την 3064/2012 απόφαση, με το σκεπτικό ότι το κριθέν με την απόφαση αυτή διοικητικό ζήτημα της κατ’ εφαρμογήν της αρχής της προστατευόμενης εμπιστοσύνης υποχρέωσης να χορηγηθεί η άδεια λειτουργίας καταστήματος με χρήση, η οποία δεν επιτρέπεται από τις πολεοδομικές διατάξεις, είναι διάφορο του διοικητικού ζητήματος της επιβολής του διοικητικού μέτρου της σφράγισης καταστήματος, το οποίο λειτουργεί δυνάμει αδείας που χορηγήθηκε είτε κατ’ εφαρμογή της ανωτέρω αρχής είτε όχι, με χρήση απαγορευμένη από τις πολεοδομικές διατάξεις. Και τούτο διότι το μέτρο αυτό συνταγματικώς προβλέπεται από διατάξεις διαφορετικές και με σκοπό περιορίζοντα εν προκειμένω το εύρος της προστατευόμενης εμπιστοσύνης.
-Οι τριτανακόπτοντες δεν έχουν άμεσο έννομο συμφέρον, δεδομένου ότι η οικονομική βλάβη τους δεν αποτελεί άμεση συνέπεια του ακυρωτικού αποτελέσματος, εφόσον τα καταστήματα αυτά λειτουργούν εκτός του πολυχώρου και δεν περιορίζονται στην παροχή των υπηρεσιών τους στο κοινό που επισκέπτεται το συγκρότημα κινηματογράφων. Εφόσον οι παρεμβάντες επεδίωξαν τη διατήρηση του κινηματογράφου σε λειτουργία, αμφισβητώντας την ύπαρξη υποχρέωσης σφράγισης και προβάλλοντας τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη τους στη νομιμότητα της χρήσης, εκπροσώπησαν πλήρως και λυσιτελώς τους τριτανακόπτοντες, οι οποίοι δεν προβάλλουν ότι οι παρεμβάντες προέβησαν, σε συνεργασία με τους αιτούντες, σε συμπαιγνία εις βάρος τους με σκοπό τη βλάβη τους. Κατά συνέπεια, στερούνται άπαντες έννομου συμφέροντος στην άσκηση της υπό κρίση τριτανακοπής.
Πρόεδρος: Αγγ. Θεοφιλοπούλου
Εισηγητής: Αντ. Ντέμσιας
Δικηγόροι: Δέσπ. Μαρκοπούλου, Αθ. Καρτάλου, Νικ. Φραγκάκης, Εμμ. Καρνίκης, Σπ. Βλαχόπουλος, Δημ. Μέλισσας
Βασικές Σκέψεις
2.Επειδή, με την τριτανακοπή αυτή ζητείται η εξαφάνιση της 2738/2014 αποφάσεως του Δικαστηρίου τούτου, με την οποία ακυρώθηκε η παράλειψη του Δήμου Ηρακλείου Κρήτης να προβεί στη σφράγιση της χρήσης «πολυκινηματογράφου» με τον διακριτικό τίτλο «ΟDΕΟN» της εταιρείας «CRΕTA CINΕMAS Κινηματογραφικές Επιχειρήσεις Α.Ε.», που βρίσκεται σε ακίνητο επί της συμβολής των οδών Σοφ. Βενιζέλου, Μίνωος, Υακύνθου και Πελασγών.
3.Επειδή, παραδεκτώς παραστάθηκε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση η εταιρεία κοινωνίας αστικού δικαίου με την επωνυμία «Βιτσέντζος Κορνάρος Σ. και Ι. Τσαγκαράκης Κοινωνία Αστικού Δικαίου» και κατέθεσε το από 29.4.2015 υπόμνημα, εφόσον μετά το κοινό δικόγραφο αίτησης ακυρώσεως αυτής μετά της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «Τεχνόπολις Σινέ Τσαγκαράκης Α.Ε.Ε.» εκδόθηκε η τριτανακοπτόμενη απόφαση. Επίσης, παραδεκτώς παραστάθηκαν ο Δήμος Ηρακλείου Κρήτης, που ήταν κύριος διάδικος στη δίκη κατά την οποία εκδόθηκε η ως άνω τριτανακοπτόμενη απόφαση και κατέθεσε το από 5.5.2015 υπόμνημα (πρβλ. Σ.τ.Ε. 3768/2015, 857/2009 7μ., 856/2009 7μ., 148/2002, 2090/1990 κ.ά.) καθώς και α) η ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «ΔΟΜΙΚΗ ΑΚΙΝΗΤΩΝ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΗ ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΑΚΗ ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΤΙΚΗ ΟΙΚΟΔΟΜΙΚΗ ΚΤΗΜΑΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» και β) η ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «CRΕTA CINΕMAS Κινηματογραφικές Επιχειρήσεις ΑΕ», οι οποίες και κατέθεσαν τα από 18-5-2015 υπόμνηματα. Οι παραπάνω ανώνυμες εταιρείες είχαν παρέμβει στην δίκη επί της οποίας εκδόθηκε η τριτανακοπτόμενη απόφαση.
4.Επειδή, στο άρθρο 49 παρ. 1 του π.δ. 18/1989 (Α’ 8) ορίζεται ότι «οποιοσδήποτε έχει έννομο συμφέρον μπορεί να παρέμβει στη δίκη επί αιτήσεως ακυρώσεως, μόνο για τη διατήρηση της ισχύος της προσβαλλόμενης πράξης» και στο άρθρο 51 του ίδιου διατάγματος ότι «1. Τρίτος που βλάπτεται από την ακυρωτική απόφαση, δικαιούται να την ανακόψει μέσα σε προθεσμία εξήντα ημερών, η οποία αρχίζει από την κοινοποίηση της απόφασης προς αυτόν ή αφότου έλαβε γνώση της απόφασης με οποιονδήποτε άλλο τρόπο. 2. Στερείται το δικαίωμα ανακοπής ο τρίτος, στον οποίο με επιμέλεια του εισηγητή κοινοποιήθηκε αντίγραφο της αίτησης ακυρώσεως, με σημείωση της δικασίμου, είκοσι πλήρεις ημέρες πριν από αυτήν, καθώς και οποιοσδήποτε άσκησε παρέμβαση κατά τη συζήτηση». Κατά τα παγίως κριθέντα, κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, η νομιμοποίηση για την άσκηση τριτανακοπής, από την άποψη του εννόμου συμφέροντος, συνάπτεται στενά με το δικαίωμα για παρέμβαση, υπό την έννοια ότι κατά ακυρωτικής απόφασης του Συμβουλίου της Επικρατείας δικαιούται να ασκήσει τριτανακοπή ο τρίτος, ο οποίος δικαιούταν να παρέμβει στην ακυρωτική δίκη, επειδή είχε έννομο συμφέρον να διατηρηθεί η ισχύς της προσβαλλόμενης πράξης, δεν διατελούσε δε με κάποιον από τους διαδίκους σε νομική σχέση, από την οποία να μπορεί να θεωρηθεί ότι ο διάδικος αυτός εκπροσώπησε και το συμφέρον του τριτανακόπτοντος (ΣτΕ 4753/2014 σκ. 7, 1003/2014 σκ. 6, 568/2012 σκ. 3 κ.ά.). Επιπλέον, το συμφέρον του τρίτου που βλάπτεται από ακυρωτική απόφαση, το οποίο τον νομιμοποιεί να ασκήσει τριτανακοπή, πρέπει να τελεί σε άμεσο νομικό σύνδεσμο με την έννομη διοικητική σχέση που ρυθμίστηκε με την απόφαση αυτή. Πρέπει, δηλαδή, ο ανακόπτων να υφίσταται και να επικαλείται βλάβη, η οποία τελεί σε άμεση αιτιώδη νομική σχέση με την ανακοπτόμενη απόφαση, η επέλευση της οποίας είναι βεβαία, αν δεν ανατραπεί η ακυρωτική απόφαση και όχι απλώς ενδεχόμενη, όπως συμβαίνει όταν η βλάβη δεν επέρχεται αμέσως από την ακυρωτική απόφαση, αλλά θα επέλθει, ενδεχομένως, από νέα διοικητική πράξη, η οποία θα εκδοθεί σε συμμόρφωση προς την απόφαση αυτή σύμφωνα με το άρθρο 50 παρ. 4 του π.δ/τος 18/1989 (ΣτΕ 866/2014 7μ. σκ. 6, 4753/2014 σκ. 9, 1147/2011 7μ. σκ. 5 κ.ά.). Τέλος, για το παραδεκτό της παρέμβασης το έννομο συμφέρον δεν απαιτείται μεν να συντρέχει και κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης, πρέπει όμως να υφίσταται κατά το χρόνο άσκησης της παρέμβασης και κατά το χρόνο συζήτησης της υπόθεσης. Κατ’ ακολουθία, δεν νομιμοποιείται σε άσκηση τριτανακοπής ο στερούμενος εννόμου συμφέροντος κατά το χρόνο συζήτησης της αιτήσεως ακυρώσεως (ΣτΕ 2034/2011 Ολομ. σκ. 6, ΣτΕ 2597/2005 7μ. σκ. 5, ΣτΕ 568/2012 σκ. 3 κ.ά.).
5.Επειδή, στην προκείμενη περίπτωση, από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτουν τα εξής: Εντός του εγκεκριμένου ρυμοτομικού σχεδίου Ηρακλείου Κρήτης (β.δ. της 15/23.8.1958, «Περί αναθεωρήσεως και επεκτάσεως του ρυμοτομικού σχεδίου Ηρακλείου (Κρήτης) και καθορισμού των όρων και περιορισμών δομήσεως των οικοπέδων αυτού, Α’ 128») ευρίσκεται ακίνητο επί της συμβολής των οδών Σοφ. Βενιζέλου, Μίνωος, Υακύνθου και Πελασγών, το οποίο φέρεται ότι ανήκε κατά κυριότητα στην Ένωση Αγροτικών Συνεταιρισμών Ηρακλείου (Ε.Α.Σ.Η.) και μεταβιβάστηκε στην ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «ΔΟΜΙΚΗ ΑΚΙΝΗΤΩΝ Α.Ε.» δυνάμει σύμβασης αντιπαροχής το έτος 2002. Η εν λόγω σύμβαση προέβλεπε την κατασκευή στο ανωτέρω ακίνητο συγκροτήματος κινηματογράφων, καταστημάτων και εστιατορίων με υπόγειο σταθμό αυτοκινήτων, η κατασκευή του οποίου ανατέθηκε στην εταιρεία «ΔΟΜΙΚΗ ΠΑΡΚΙΝΓΚ Α.Ε.». Για την ανέγερση του συγκροτήματος αυτού η «ΔΟΜΙΚΗ ΑΚΙΝΗΤΩΝ Α.Ε.» είχε υποβάλει προς την Πολεοδομική Υπηρεσία του Δήμου Ηρακλείου αίτηση προελέγχου (υπ’ αριθμ. πρωτ. 659/1.2.2002), άδειας ανέγερσης συγκροτήματος κινηματογράφων, καταστημάτων και εστιατορίων, με υπόγειο γκαράζ. Επί της αίτησης αυτής, η Διεύθυνση Πολεοδομικών Λειτουργιών του Δήμου Ηρακλείου, με το 1549/2.4.2002 έγγραφό της, αφού πρώτα διαπίστωσε την συμφωνία των υποβληθέντων διαγραμμάτων κάλυψης με τις ισχύουσες τότε πολεοδομικές διατάξεις, κάλεσε τους ενδιαφερομένους να υποβάλουν και τα λοιπά δικαιολογητικά για την έκδοση οικοδομικής άδειας. Ακολούθως, οι ως άνω ανώνυμες εταιρείες υπέβαλαν, από κοινού με την Ε.Α.Σ.Η., την από 24.2.2003 αίτηση για την έκδοση οικοδομικής άδειας για την ανέγερση συγκροτήματος κινηματογράφων κ.λπ., συνοδευόμενη από δικαιολογητικά. Εξάλλου, και προκειμένου να καταστεί δυνατή η έκδοση της άδειας αυτής, η προαναφερόμενη «ΔΟΜΙΚΗ ΑΚΙΝΗΤΩΝ Α.Ε.», με την 9491/18.4.2003 αίτησή της ζήτησε και τη χορήγηση άδειας εγκατάστασης κινηματογράφου, εκδόθηκε δε πράγματι, ύστερα από τη σχετική από 4.7.2003 θετική γνωμοδότηση του οικείου Συμβουλίου Επιθεώρησης και την 494/2003 απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου του Δήμου Ηρακλείου, η 9491/22.9.2003 απόφαση του Αντιδημάρχου Ηρακλείου, με την οποία χορηγήθηκε στην εταιρεία αυτή άδεια εγκατάστασης του συγκροτήματος κινηματογράφων «ΤΑΛΩΣ CΕNTΕR». Στη συνέχεια, υποβλήθηκε ο με αριθμ. πρωτ. 11867/23.12.2003 φάκελος της Μελέτης Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων για την έγκριση των περιβαλλοντικών όρων του συγκροτήματος. Επίσης, σε σχέση με τον υπόγειο σταθμό αυτοκινήτων, εκδόθηκε, αρχικώς, η 2916/24.11.2003 απόφαση της Περιφέρειας Κρήτης για την έγκριση της χωροθέτησης και της μελέτης κυκλοφοριακών επιπτώσεων του σταθμού και της σύνδεσής του με το πέριξ οδικό δίκτυο και, ακολούθως, η 5951/25.2.2004 άδεια της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Ηρακλείου για την ίδρυση του εν λόγω υπόγειου στεγασμένου σταθμού αυτοκινήτων δημόσιας και ιδιωτικής χρήσης 356 θέσεων. Αμφότερες οι πράξεις υποβλήθηκαν στην Πολεοδομία του Δήμου Ηρακλείου στις 27.2.2004, με σχετική αίτηση της «ΔΟΜΙΚΗ ΑΚΙΝΗΤΩΝ Α.Ε.» και της Ε.Α.Σ.Η. για την συμπλήρωση του φακέλου της οικοδομικής άδειας. Ακολούθως, και προς ικανοποίηση της προαναφερόμενης από 24.2.2003 αίτησης, εκδόθηκε από τη Διεύθυνση Πολεοδομίας του Δήμου Ηρακλείου η 169/29.4.2004 άδεια οικοδομής, για την ανέγερση συγκροτήματος κινηματογράφων και εστιατορίων (δύο ορόφων) με υπόγειους χώρους στάθμευσης (επίσης δύο ορόφων), συνολικής επιφάνειας 20.860,73 τ.μ. Η άδεια αυτή αναθεωρήθηκε, μετά την υποβολή των 5287/21.6.2004 και 3843/22.4.2005 αιτήσεων, αντιστοίχως, για αλλαγή επιβλέποντος μηχανικού για τον φέροντα οργανισμό και για μεταβολή των δεδομένων δόμησης, κάλυψης και όγκου. Μετά την ολοκλήρωση της περιβαλλοντικής αδειοδότησης του έργου με την 1013/24.4.2005 απόφαση έγκρισης περιβαλλοντικών όρων του Γενικού Γραμματέα της Περιφέρειας Κρήτης, χορηγήθηκε υπέρ της «ΔΟΜΙΚΗ ΑΚΙΝΗΤΩΝ Α.Ε.» νέα άδεια εγκατάστασης του συγκροτήματος οκτώ (8) κινηματογράφων, χειμερινών και θερινών με την ονομασία «ΤΑΛΩΣ CΕNTΕR» με την 7443/2005/4.8.2005 απόφαση του Αντιδημάρχου Ηρακλείου, που εκδόθηκε με τα από 6.7.2005 και 7.7.2005 πρακτικά του οικείου Συμβουλίου Επιθεώρησης και την 535/2005 απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου. Ακολούθησε η έκδοση της 2015/8.5.2007 απόφασης του Γενικού Γραμματέα της Περιφέρειας Κρήτης, με την οποία τροποποιήθηκε η ανωτέρω 1013/24.4.2006 εγκριτική των περιβαλλοντικών όρων απόφαση και της 244/23.5.2007 πράξης αναθεώρησης της ανωτέρω 169/2004 άδειας οικοδομής, αναφορικά με τις χρήσεις, αρχιτεκτονικές αλλαγές και λειτουργικές συνενώσεις ορισμένων καταστημάτων. Τελικώς εκδόθηκε η 22934/7.8.2007 απόφαση του Δημάρχου Ηρακλείου για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας συγκροτήματος οκτώ (8) κινηματογράφων- χειμερινών και θερινών- με τον διακριτικό τίτλο «ΟDΕΟN» στην εταιρεία «CRΕTA CINΕMAS Κινηματογραφικές Επιχειρήσεις Α.Ε.». Ακολούθως, η πρώτη καθ’ ης εταιρεία άσκησε αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας κατά των ως άνω 9491/22.9.2003 και 7443/2005/4.8.2005 αδειών εγκατάστασης, καθώς και κατά της υπ’ αριθμ. 22934/7.8.2007 άδειας λειτουργίας. Με την αίτηση αυτή ισχυρίστηκε ότι η εγκατάσταση και λειτουργία του πολυκινηματογράφου έρχεται σε αντίθεση με το καθεστώς χρήσεων γης της επίμαχης περιοχής (χρήσεις γενικής κατοικίας), όπως αυτές έχουν καθορισθεί, αφενός, με την 26968/1271/29.3.1988 απόφαση του Αναπληρωτή Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων (Δ’ 458/1988 και αναδημοσίευση Δ’ 618/1992), με την οποία εγκρίθηκε το Γενικό Πολεοδομικό Σχέδιο (Γ.Π.Σ.) πολεοδομικού συγκροτήματος Ηρακλείου Κρήτης, αφετέρου, με την 26882/3.7.2003 απόφαση της Υφυπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων (Δ’ 698/8.7.2003), με την οποία, ακολούθως, εγκρίθηκε η τροποποίηση του ως άνω Γ.Π.Σ. Με την 2375/2010 απόφαση του Δ’ Τμήματος του Δικαστηρίου κρίθηκε, καταρχάς, ότι από τις δύο άδειες εγκατάστασης η πρώτη προσβάλλεται απαραδέκτως, διότι έχει αντικατασταθεί από τη δεύτερη, και η δεύτερη εκπροθέσμως, δεδομένου του μακρού χρόνου που έχει διαρρεύσει από την έκδοσή της έως την άσκηση της αιτήσεως ακυρώσεως, σε συνδυασμό, αφενός με το εύλογο ενδιαφέρον της αιτούσας, η οποία εκμεταλλεύεται ανταγωνιστική επιχείρηση), αφετέρου με το γεγονός ότι σε δημοσιεύματα του τοπικού τύπου ήδη από το έτος 2003 έως το έτος 2007 γινόταν συνεχώς αναφορά είτε για το σχεδιαζόμενο συγκρότημα είτε για τα εγκαίνιά του, ενώ και οι σχετικές οικοδομικές εργασίες είχαν ήδη αρχίσει από το έτος 2003. Περαιτέρω, με την ίδια απόφαση κρίθηκε, κατά πλειοψηφία, ότι με την εν λόγω αίτηση ακυρώσεως, η οποία ασκήθηκε παραδεκτώς μόνο κατά της προμνησθείσας άδειας λειτουργίας, προσάπτεται, ουσιαστικά, πλημμέλεια μόνο της εκπροθέσμως προσβαλλόμενης άδειας εγκατάστασης (συνισταμένη στη μη διενέργεια ελέγχου συμβατότητας του συγκροτήματος με τις χρήσεις της επίμαχης περιοχής), η οποία- ως ατομική- έχει διαφύγει πλέον τον ακυρωτικό έλεγχο, με συνέπεια ο σχετικός λόγος ακυρώσεως να παρίσταται απορριπτέος ως αβάσιμος. Λόγω, όμως, της σπουδαιότητας του ζητήματος αυτού, ενόψει και της αντίθετης νομολογίας του Ε’ Τμήματος του Δικαστηρίου, η υπόθεση παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια. Με την απόφαση 1792/2011 της Ολομελείας του Δικαστηρίου κρίθηκαν τα εξής: «… Από το συνδυασμό των διατάξεων του άρθρου 25 του προϊσχύσαντος Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων (Π.Δ. 410/1995) και των άρθρων 80 και 81 του νεώτερου Ν. 3463/2006, ερμηνευομένων ενόψει της επιταγής του άρθρου 24 παρ. 1 και 2 του Συντάγματος περί ορθού χωροταξικού και πολεοδομικού σχεδιασμού της χώρας, προκύπτει ότι ο έλεγχος του επιτρεπτού της εγκαταστάσεως κινηματογράφου σε ορισμένη περιοχή από την άποψη των ισχυουσών στην περιοχή αυτή χρήσεων διενεργείται τόσο κατά το στάδιο της χορηγήσεως αδείας ιδρύσεως, όσο και κατά το στάδιο της χορηγήσεως αδείας λειτουργίας. Και τούτο διότι μόνο με τον τρόπο αυτό εξασφαλίζονται η εξυπηρέτηση της λειτουργικότητας των οικισμών και οι καλύτεροι δυνατοί όροι διαβιώσεως των κατοίκων (ΣτΕ 1528/2003 Ολομ., 123/2007 Ολομ., 3059/2009 Ολομ.). Συνεπώς, το αρμόδιο όργανο του οικείου Οργανισμού Τοπικής Αυτοδιοίκησης προκειμένου να χορηγήσει την άδεια λειτουργίας συγκεκριμένης εγκαταστάσεως, όπως είναι ο πολυκινηματογράφος, ο οποίος από απόψεως πολεοδομικής λειτουργίας και συνεπειών στη φυσιογνωμία της περιοχής διαφέρει ουσιωδώς από τον τύπο του κοινού κινηματογράφου, οφείλει να ελέγξει, κατά πόσον η χρήση αυτή συμβιβάζεται προς τη χρήση που προβλέπεται από το γενικό πολεοδομικό σχέδιο για τη συγκεκριμένη περιοχή εγκαταστάσεως, εφόσον, ιδίως, δεν έχει προηγηθεί τέτοιος έλεγχος κατά τα προγενέστερα στάδια αδειοδοτήσεως. Παράλειψη δε του οργάνου αυτού να προβεί στον κατά τα ανωτέρω έλεγχο καθιστά την εκδιδόμενη πράξη με την οποία χορηγείται η άδεια λειτουργίας, κατ’ αρχήν παράνομη. Εξάλλου, εφόσον κατά τα γενόμενα ανωτέρω δεκτά, δεν επιτρέπεται η δημιουργία καταστάσεων που αντιβαίνουν στις αρχές του ορθού χωροταξικού και πολεοδομικού σχεδιασμού και επιβάλλεται ο έλεγχος του επιτρεπτού της εγκαταστάσεως σε ορισμένη περιοχή από την άποψη των ισχυουσών στην περιοχή αυτή χρήσεων τόσο κατά το στάδιο της χορηγήσεως αδείας ιδρύσεως, όσο και κατά το στάδιο της χορηγήσεως αδείας λειτουργίας, δεν τίθεται στην προκειμένη περίπτωση ζήτημα εφαρμογής των αρχών της προστατευόμενης εμπιστοσύνης και της σταθερότητας των διοικητικών καταστάσεων, δεδομένου ότι οι αρχές αυτές δεν μπορούν να τύχουν εφαρμογής σε περίπτωση που η κατάσταση, όπως εν προκειμένω, δημιουργήθηκε κατά παραβίαση συνταγματικών διατάξεων». Στη συνέχεια η Ολομέλεια ανέπεμψε την υπόθεση προς εκδίκαση στο Δ’ Τμήμα, το οποίο με την 3064/2012 απόφασή του έκρινε τα εξής: «… Κατά τα κριθέντα με την ανωτέρω απόφαση της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας, το διοικητικό όργανο που είναι αρμόδιο για την χορήγηση της αδείας λειτουργίας συγκροτήματος κινηματογράφων έχει την υποχρέωση να ελέγξει κατά πόσον η χρήση αυτή επιτρέπεται από τις ισχύουσες διατάξεις για την συγκεκριμένη περιοχή. Παραδεκτώς, συνεπώς, προβάλλεται κατά της πράξεως, με την οποία χορηγείται άδεια λειτουργίας συγκροτήματος πολυκινηματογράφου, λόγος ακυρώσεως περί παραβάσεως των σχετικών με τις χρήσεις γης της περιοχής ρυθμίσεων του οικείου γενικού πολεοδομικού σχεδίου. Κατά τα γενόμενα, όμως, δεκτά από την ανωτέρω απόφαση της Ολομελείας, η παράλειψη της αρμόδιας για την χορήγηση της ανωτέρω διοικητικής αδείας αρχής να προβεί στον κατά τα προεκτεθέντα έλεγχο των χρήσεων γης, «κατ’ αρχήν» και μόνον καθιστά παράνομη την χορηγηθείσα άδεια λειτουργίας συγκροτήματος πολυκινηματογράφου. Αντιστοίχως, κατ’ αρχήν και μόνο δεν ανακύπτει, στην περίπτωση αυτή, ζήτημα εφαρμογής των αρχών της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της σταθερότητας των διοικητικών καταστάσεων, που θα παρεκώλυαν τον κατά τ’ άνω έλεγχο. Αντιθέτως, η άρνηση χορηγήσεως της αδείας λειτουργίας για τον λόγο ότι η επίμαχη χρήση δεν επιτρέπεται από τις οικείες πολεοδομικές διατάξεις για την συγκεκριμένη περιοχή, δεν αποκλείεται, σε εξαιρετικές περιστάσεις, να προσκρούει στις ως άνω συνταγματικής τάξεως αρχές και να είναι, ως εκ τούτου, παράνομη, ιδίως όταν από σειρά θετικών ενεργειών των αρμοδίων οργάνων κατά τα διάφορα στάδια της διοικητικής διαδικασίας που προηγήθηκε, δημιουργήθηκε στον καλόπιστο ενδιαφερόμενο η εύλογη πεποίθηση ότι πρόκειται για χρήση που δεν αντιβαίνει στο ισχύον στην περιοχή πολεοδομικό καθεστώς». Κατόπιν τούτου, το Τμήμα έκρινε, αφενός, ότι, εν προκειμένω, από τις προσβαλλόμενες άδειες εγκατάστασης, καθώς και από την 169/2004 άδεια οικοδομής, δημιουργήθηκε στους καλόπιστους αποδέκτες τους, ενόψει και του περιεχομένου τους και των κατά το νόμο προϋποθέσεων για την έκδοσή τους, η εύλογη πεποίθηση ότι εξετάσθηκε από τις αρμόδιες υπηρεσίες και έγινε δεκτό ότι η εγκατάσταση και λειτουργία του συγκροτήματος πολυκινηματογράφου δε αντίκειται στο καθεστώς χρήσεων γης της περιοχής, αφετέρου, ότι, ενόψει του αριθμού των πράξεων που προηγήθηκαν, του περιεχομένου τους αλλά και του μεσολαβήσαντος χρόνου, συντρέχουν στην προκειμένη περίπτωση εξαιρετικές περιστάσεις, οι οποίες θα καθιστούσαν παράνομη, ως αντικείμενη στις μνημονευθείσες ήδη συνταγματικής τάξης αρχές, την τυχόν άρνηση χορήγησης της άδειας λειτουργίας του συγκροτήματος πολυκινηματογράφου για το λόγο ότι πρόκειται για χρήση μη επιτρεπομένη από τις διατάξεις περί χρήσεων γης της περιοχής». Με τις σκέψεις αυτές, απέρριψε την ως άνω αίτηση ακυρώσεως. Εξάλλου, με την 3065/2012 απόφαση του Δ’ Τμήματος απορρίφθηκε και η 43120/7.5.2008 αίτηση της πρώτης καθ’ ης με αντικείμενο την ακύρωση της παράλειψης του Δήμου Ηρακλείου Κρήτης να αποφανθεί επί αιτήματος ανάκλησης πράξεων σχετικών με την εγκατάσταση, ανέγερση και λειτουργία του επίμαχου συγκροτήματος κινηματογράφων στην πόλη του Ηρακλείου. Η απόρριψη εχώρησε με το σκεπτικό ότι «δεν συντρέχουν εν προκειμένω οι κατά τα προεκτεθέντα εξαιρετικές προϋποθέσεις, η συνδρομή των οποίων είναι αναγκαία προκειμένου να στοιχειοθετηθεί υποχρέωση της διοικητικής αρχής να επανεξετάσει την νομιμότητα διοικητικής πράξεως, της οποίας ζητείται η ανάκληση. Αντιθέτως, η από 30.10.2007 συναφής αίτηση ακυρώσεως που άσκησε η και ήδη αιτούσα εταιρεία απερρίφθη, ως αβάσιμη κατά το μέρος που εστρέφετο κατά της επίμαχης 22934/7.8.2007 αδείας λειτουργίας συγκροτήματος κινηματογράφων και ως απαράδεκτη καθ’ ό μέρος εστρέφετο κατά των 9491/22.9.2003 και 7443/2005/4.8.2005 αδειών εγκαταστάσεως, με την υπ’ αριθμ. 3064/2012 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου.». Πολύ πριν από τη συζήτηση της από 30.10.2007 αιτήσεως ακυρώσεως στο ακροατήριο του Δ’ Τμήματος του Δικαστηρίου (την 8.12.2009), οι καθ’ ων οι τριτανακοπές είχαν υποβάλει ενώπιον των δημοτικών αρχών (Δημοτικού Συμβουλίου, Δημάρχου και Δημαρχιακής Επιτροπής) την 89.443/23.9.2008 αίτηση για την σφράγιση του επίμαχου συγκροτήματος, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 22 παρ. 5 του ν. 1650/1986. Στο πλαίσιο της εξέτασης του αιτήματος αυτού, το Τμήμα Έκδοσης Αδειών Λειτουργίας Καταστημάτων του Δήμου Ηρακλείου με το 95193/8.10.2008, έγγραφό του, διαβίβασε την εν λόγω αίτηση στο Τμήμα Οικοδομικών Αδειών της Διεύθυνσης Πολεοδομικών Λειτουργιών του ίδιου Δήμου, ζητώντας πληροφορίες σχετικά με το αν συντρέχουν λόγοι ανάκλησης των οικοδομικών αδειών, προκειμένου η υπηρεσία αυτή «να πράξει τα νόμιμα». Σε απάντηση συνετάγη το 103807/3.11.2008 έγγραφο του Διευθυντή Πολεοδομικών Λειτουργιών, το οποίο κοινοποιήθηκε στους αιτούντες. Σε αυτό γίνεται, καταρχάς, αναφορά στο 43120/16.7.2008 έγγραφο του ίδιου ως άνω Διευθυντή, με αποδέκτη την πρώτη καθ’ ης, στο οποίο εκτίθενται οι λόγοι για τους οποίους δεν συντρέχει λόγος ανάκλησης της 169/2004 άδειας οικοδομής, ενώ, κατά τα λοιπά, υπενθυμίζεται α) ότι οι πολεοδομικές υπηρεσίες του Δήμου εξέδιδαν όλες τις οικοδομικές άδειες χωρίς να δεσμεύονται από τις προβλεπόμενες στο Γ.Π.Σ. του 1988 χρήσεις γης, η πρακτική δε αυτή έπαυσε μετά την τροποποίηση του τελευταίου το 2003, οπότε και δημοσιεύθηκε το νέο Γ.Π.Σ., υπό την επιφύλαξη των περιεχομένων στο τελευταίο μεταβατικών διατάξεων για τη χορήγηση οικοδομικών αδειών σε όσους είχαν καταθέσει «πλήρη φάκελο» πριν από τη θέση του νέου Γ.Π.Σ. σε ισχύ, όπως εν προκειμένω η «ΔΟΜΙΚΗ ΑΚΙΝΗΤΩΝ Α.Ε.», και β) ότι οι ενέργειες αυτές ελάμβαναν χώρα κατ’ εφαρμογή των αναφερομένων στο 47264/6617/5.12.1991 διευκρινιστικό έγγραφο της Διεύθυνσης Νομοθετικού του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων. Ακολούθως, οι καθ’ ων οι τριτανακοπές υπέβαλαν το 112461/1.12.2008 «υπόμνημα» προς τη Δημαρχιακή Επιτροπή, με το οποίο αντέκρουσαν τα αναφερόμενα στο ως άνω έγγραφο του Δ/ντη Πολεοδομικών Λειτουργιών και, τελικώς, άσκησαν την από 5.2.2009 αίτηση ακυρώσεως κατά της σιωπηρής απόρριψης της 89.443/23.9.2008 αίτησής τους. Στην ανοιγείσα δίκη συμμετείχαν, ως παρεμβαίνοντες, η «ΔΟΜΙΚΗ ΑΚΙΝΗΤΩΝ ΑΕ», η Ε.Α.Σ.Η., η «CRΕTA CINΕMAS Κινηματογραφικές Επιχειρήσεις ΑΕ» και η «ΟDΕΟN ΑΕ». Επί της αιτήσεως ακυρώσεως δημοσιεύθηκε η ήδη τριτανακοπτόμενη απόφαση, με την οποία, αφού κρίθηκε, αφενός, ότι η διαδικασία του άρθρου 22 παρ. 5 του ν. 1650/1986 περί επιβολής της σφράγισης παράνομων χρήσεων είναι αυτοτελής και λειτουργεί ανεξάρτητα από την ύπαρξη σχετικής οικοδομικής άδειας ή άδειας λειτουργίας, κατά τις διατάξεις που διέπουν την οικεία δραστηριότητα, αφετέρου, ότι η ως άνω διάταξη, εφαρμοζόμενη στην περίπτωση που έχει ήδη χορηγηθεί σχετική οικοδομική άδεια ή άδεια λειτουργίας, δεν προσκρούει στη συνταγματική αρχή της προστατευόμενης εμπιστοσύνης που έχει δημιουργηθεί συνεπεία της χορήγησης των προαναφερόμενων αδειών, διότι η αρχή αυτή περιορίζεται εν προκειμένω από την συνταγματική αρχή της λειτουργικότητας των οικισμών, ακύρωσε την παράλειψη του Δήμου να προβεί στη σφράγιση της χρήσης «πολυκινηματογράφου», στο επίμαχο ακίνητο, απορρίπτοντας, μεταξύ άλλων, τα προβαλλόμενα περί παραβίασης του δεδικασμένου που απορρέει από την 3064/2012 απόφαση, με το σκεπτικό ότι το κριθέν με την απόφαση αυτή διοικητικό ζήτημα της κατ’ εφαρμογήν της αρχής της προστατευόμενης εμπιστοσύνης υποχρέωσης να χορηγηθεί η άδεια λειτουργίας καταστήματος με χρήση, η οποία δεν επιτρέπεται από τις πολεοδομικές διατάξεις, είναι διάφορο του διοικητικού ζητήματος της επιβολής του διοικητικού μέτρου της σφράγισης καταστήματος, το οποίο λειτουργεί δυνάμει αδείας που χορηγήθηκε είτε κατ’ εφαρμογή της ανωτέρω αρχής είτε όχι, με χρήση απαγορευόμενη από τις πολεοδομικές διατάξεις. Και τούτο διότι το μέτρο αυτό συνταγματικώς προβλέπεται από διατάξεις διαφορετικές και με σκοπό περιορίζοντα εν προκειμένω το εύρος της προστατευόμενης εμπιστοσύνης.
6.Επειδή, οι από τους τριτανακόπτοντες οι 1 ος, 2ος, 3η και 4ος αποτελούν νομικά πρόσωπα (ΟΕ οι δύο πρώτες, μονοπρόσωπη ΕΠΕ η τρίτη και ΕΠΕ η τέταρτη) που είναι φορείς επιχειρήσεων εγκατεστημένων στο συγκρότημα του «ΤΑΛΩΣ CΕNTΕR», εντός του οποίου μισθώνουν, δυνάμει σχετικών συμβάσεων, χώρους καταστημάτων. Οι δε 5 ος και 6ος τριτανακόπτοντες ασκούν ατομική επιχείρηση εκμεταλλευόμενοι καταστήματα εκτός του πολυχώρου αλλά εγγύς αυτού. Όλοι τους ασκούν την τριτανακοπή ισχυριζόμενοι ότι η ακυρωτική απόφαση επιφέρει διακοπή της λειτουργίας του κινηματογράφου, γεγονός που «άγει ευθέως και αυτονοήτως στην αναγκαστική και άμεση παύση λειτουργίας των καταστημάτων., λόγω απώλειας του συνόλου της πελατείας. (άλλως σημαντικού μέρους αυτής), η οποία συνέχεται αποκλειστικώς (άλλως κατά πολύ μεγάλο ποσοστό), με τη λειτουργία των κινηματογράφων», με περαιτέρω συνέπεια την απώλεια των μέσων βιοπορισμού τους. Αντιθέτως, οι καθ’ ων οι τριτανακοπές εταιρείες ισχυρίζονται, με τα εμπροθέσμως κατατεθέντα υπομνήματά τους, ότι οι τέσσερις πρώτοι (κατά τη σειρά του δικογράφου) τριτανακόπτοντες εκπροσωπήθηκαν στην ακυρωτική δίκη τόσο από τους ιδιοκτήτες του πολυχώρου, «ΔΟΜΙΚΗ ΑΚΙΝΗΤΩΝ ΑΕ» και Ε.Α.Σ.Η., με τους οποίους συνδέονται με σχέση μισθωτή- εκμισθωτή, όσο και από τους λοιπούς παρεμβάντες που εκμεταλλεύονται τον κινηματογράφο («CRΕTA CINΕMAS ΑΕ» και «ΟDΕΟN ΑΕ»). Επιπλέον, ισχυρίζονται ότι η 3η και ο 4ος τριτανακόπτοντες άρχισαν να ασκούν την επιχείρησή τους εντός του πολυχώρου τον Ιούλιο του 2014 και τον Σεπτέμβριο του 2014, αντίστοιχα, δηλαδή σε χρόνο μεταγενέστερο της συζήτησης της αιτήσεως ακυρώσεως, με συνέπεια το έννομο συμφέρον τους να μην είναι ενεστώς, καθώς και ότι οι 5 ος και 6ος τριτανακόπτοντες στερούνται προσωπικού εννόμου συμφέροντος, στο μέτρο που τα καταστήματά τους ευρίσκονται εκτός του συγκροτήματος. Τέλος, ισχυρίζονται ότι η επικαλούμενη από τους τριτανακόπτοντες βλάβη δεν είναι άμεση και ενεστώσα αλλά ενδεχόμενη (γι’ αυτό και δεν είναι δυνατός ο ακριβής υπολογισμός της από τους τριτανακόπτοντες) και, επί του παρόντος, ανύπαρκτη, διότι ο κινηματογράφος εξακολουθεί να λειτουργεί, επιπλέον δε και προσχηματική, διότι το ωράριο λειτουργίας του κινηματογράφου είναι περιορισμένο σε σχέση με εκείνο των επιχειρήσεων των τριτανακοπτόντων (οι αίθουσες λειτουργούν καθημερινά μετά τις 19:30 και Παρασκευή και Σαββατοκύριακα μετά τις 16:30, ενώ τα καταστήματα των τριτανακοπτόντων λειτουργούν από τις 09:00), με συνέπεια οι τελευταίοι να μην εξαρτώνται αποκλειστικά από τη λειτουργία του.
7.Επειδή, με τα παραπάνω δεδομένα, οι τριτανακόπτοντες με αριθμούς 5 και 6 δεν έχουν άμεσο έννομο συμφέρον, όπως ορθώς προβάλλεται και από την καθ’ ης εταιρεία, δεδομένου ότι η οικονομική βλάβη τους δεν αποτελεί άμεση συνέπεια του ακυρωτικού αποτελέσματος, εφόσον τα καταστήματα αυτά λειτουργούν εκτός του πολυχώρου και δεν περιορίζονται στην παροχή των υπηρεσιών τους στο κοινό που επισκέπτεται το συγκρότημα κινηματογράφων, όπως βασίμως προβάλλεται και από τις καθ’ ων. Εξάλλου, το έννομο συμφέρον των υπολοίπων τριτανακοπτόντων δεν είναι, καταρχήν, προσωπικό, δεδομένου ότι η ακυρωτική απόφαση δεν αφορά μεν στη σφράγιση και των δικών τους καταστημάτων (πρβλ. ΣτΕ 3078/2002), πλην η σφράγιση του συγκροτήματος κινηματογράφων καταλείπει εις βάρος τους άμεσες οικονομικής φύσης έννομες συνέπειες. Εξάλλου, η σφράγιση είναι, κατά τα κριθέντα με την τριτανακοπτόμενη απόφαση, υποχρεωτική για τα όργανα του Δήμου, αποτελεί δε την άμεση συνέπεια της ακύρωσης και, ως εκ τούτου, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι η βλάβη επέρχεται από την σφράγιση καθ’ αυτή, η οποία δύναται να προσβληθεί αυτοτελώς με αίτηση ακυρώσεως (πρβλ. ΣτΕ 885-6/2004, 2219/2002). Περαιτέρω, όμως, τα συμφέροντα- δικαιώματα των τριτανακοπτόντων βαίνουν ομορρόπως προς εκείνα των παρεμβάντων «ΔΟΜΙΚΗ ΑΚΙΝΗΤΩΝ ΑΕ», Ε.Α.Σ.Η. και «CRΕTA CINΕMAS ΑΕ» και δεν είναι αντιτιθέμενα ή διιστάμενα προς αυτά, δεν είναι δε νομικώς αυθύπαρκτα ούτε άσχετα ή ευρύτερα των συμφερόντων των ανωτέρω παρεμβάντων στην ακυρωτική δίκη. Αντιθέτως, εξαρτώνται από τα συμφέροντα και δικαιώματα των παρεμβάντων αυτών, με τους οποίους, άλλωστε, οι τριτανακόπτοντες συνδέονται με συμβατικούς δεσμούς. Συγκεκριμένα, οι τριτανακόπτοντες συνδέονται με τους ιδιοκτήτες του συγκροτήματος με συμβάσεις μίσθωσης (καταστημάτων). Υπό τα δεδομένα αυτά, εφόσον, εν προκειμένω, οι ανωτέρω παρεμβάντες επεδίωξαν τη διατήρηση του κινηματογράφου σε λειτουργία, αμφισβητώντας την ύπαρξη υποχρέωσης σφράγισης και προβάλλοντας τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη τους στη νομιμότητα της χρήσης, εκπροσώπησαν πλήρως και λυσιτελώς τους τριτανακόπτοντες, οι οποίοι δεν προβάλλουν ότι οι παρεμβάντες προέβησαν, σε συνεργασία με τους αιτούντες, σε συμπαιγνία εις βάρος τους με σκοπό τη βλάβη τους. Κατά συνέπεια, στερούνται άπαντες εννόμου συμφέροντος στην άσκηση της υπό κρίση τριτανακοπής.
8. Επειδή, ενόψει των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη τριτανακοπή και, εκτιμώντας τις περιστάσεις, να συμψηφισθεί η μεταξύ των διαδίκων δικαστική δαπάνη.