ΣτΕ 221/2016 [Παράλειψη έγκρισης προσαρτήματος τεχνικής μελέτης για υποέργο στις Σκουριές]
Περίληψη
- Οι απαριθμούμενες στο έγγραφο αυτό παρατηρήσεις δεν ανάγονται ούτε σε ανακρίβεια, ήτοι σε λανθασμένα μεγέθη και παραδοχές της υποβληθείσας μελέτης, ούτε σε ανεπάρκεια αυτής, ήτοι στην έλλειψη των απαιτούμενων από τις διατάξεις του ΚΜΛΕ στοιχείων, άνευ των οποίων η Διοίκηση αδυνατεί να εγκρίνει τους γενικότερους και ειδικότερους τεχνικούς όρους και προϋποθέσεις που θα διέπουν την επίμαχη μεταλλευτική δραστηριότητα. Εν όψει τούτων, ήτοι ότι οι διατυπωθείσες παρατηρήσεις δεν συνιστούν ούτε ανακρίβεια ούτε ανεπάρκεια των στοιχείων της τεχνικής μελέτης που υποβλήθηκε, και δεδομένου ότι ορθώς δεν περιλήφθηκαν στον προϋπολογισμό του έργου κονδύλια αποκατάστασης του περιβάλλοντος, δεδομένου ότι το κόστος αυτό δεν θα βαρύνει τον προϋπολογισμό του έργου, αλλά θα αποπληρωθεί από την εκποίηση του εμπορεύσιμου εξοπλισμού, αλλά και του ότι η επισήμανση της Διοίκησης ότι «ορισμένα από τα υποβληθέντα στοιχεία δεν είναι στην επίσημη γλώσσα της Ελληνικής Δημοκρατίας» είναι αόριστη.
– Η προσβαλλόμενη πράξη είναι πλημμελώς αιτιολογημένη και θα πρέπει, για τον βάσιμο αυτό λόγο, να ακυρωθεί, κατ’ αποδοχή της υπό κρίση αιτήσεως, η δε υπόθεση να αναπεμφθεί στην αρμόδια υπηρεσία για νέα νόμιμη κρίση.
Πρόεδρος: Αγγ. Θεοφιλοπούλου
Εισηγητής: Αντ. Ντέμσιας
Δικηγόροι: Ε. Τροβά, Εμμ. Μανωλάκης, Δ. Νικόπουλος
Βασικές Σκέψεις
- Επειδή, με την αίτηση αυτή, όπως συμπληρώθηκε με το από 18.5.2015 δικόγραφο προσθέτων λόγων, ζητείται η ακύρωση της παράλειψης οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας του Υπουργείου Παραγωγικής Ανασυγκρότησης, Περιβάλλοντος και Ενέργειας να προβεί στην έγκριση του Προσαρτήματος 5 της τεχνικής μελέτης του υποέργου Ολυμπιάδας που αφορά στη νέα μονάδα εμπλουτισμού Μαντέμ Λάκκου. Ως συμπροσβαλλόμενη θα πρέπει να θεωρηθεί, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 45 παρ. 4 τελευταίο εδάφιο του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8), η εκδοθείσα μετά την άσκηση της υπό κρίση αιτήσεως υπ’ αριθμ. ΔΜΕΒΟ/Α/Φ.5.1.6/οικ.175136/ 1048/28.4.2015 πράξη του Υπουργού Π.Α.Π.ΕΝ., με την οποία η μελέτη του ως άνω Προσαρτήματος επεστράφη στην αιτούσα προκειμένου να συμπληρωθεί και να διορθωθεί σύμφωνα με τις παρατηρήσεις που παρατίθενται σε αυτή.
- Επειδή, σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 2 περ. δ΄ του ν. 1406/ 1983 (Α΄ 182), στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων υπάγονται οι διαφορές οι οποίες αναφύονται κατά την εφαρμογή της νομοθεσίας που αφορά «τα μεταλλεία και λατομεία». Όπως είχε παγίως κριθεί (βλ. ενδεικτικώς ΣτΕ 463/2010 Ολ., 660/2010, 3654/2009, 3960/2008, 705/2006 Ολ.), αν η προσβαλλόμενη με το ένδικο βοήθημα πράξη εκδόθηκε μεν κατ’ εφαρμογή της νομοθεσίας περί μεταλλείων ή λατομείων αλλά ο ασκών τούτο επικαλείται βλάβη από την πράξη αυτή και δεν αξιώνει ίδια δικαιώματα μεταλλείας ή λατομίας, η διαφορά που ανακύπτει δεν είναι διαφορά ουσίας, της οποίας η επίλυση θα ανήκε στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια, κατά τα άρθρα 1 παρ. 2 περ. δ΄ και 3 παρ. 1 του ν. 1406/1983, αλλά, ενόψει των άρθρων 94 παρ. 1 και 95 παρ. 1 περ. α΄ του Συντάγματος, ακυρωτική διαφορά, υπαγόμενη στη δικαιοδοσία του Συμβουλίου της Επικρατείας. Ακολούθως όμως, με την παρ. 3 του άρθρου 51 του ν. 3659/2008 (Α΄ 77/7.5.2008), η ισχύς του οποίου, κατά το άρθρο 82 εδ. δεύτερο αυτού αρχίζει μετά από ένα μήνα από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, στο ανωτέρω άρθρο 1 του ν. 1406/1983 προστέθηκε παρ. 6, κατά την οποία στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων υπάγονται, εκδικαζόμενες ως διαφορές ουσίας, όλες οι διαφορές που αναφύονται στις περιπτώσεις των παραγράφων 2, 3 και 4, ανεξαρτήτως από την ιδιότητα εκείνου που ασκεί το ένδικο βοήθημα. Στην παρ. 4 του αυτού άρθρου (51 του ν. 3659/2008) ορίζεται ότι «οι διατάξεις αυτού του άρθρου δεν καταλαμβάνουν τις εκκρεμείς κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος υποθέσεις». Περαιτέρω, από το σύνολο των διατάξεων που εντάσσονται στο τέταρτο κεφάλαιο του νόμου 3900/2010 (Α΄ 213/17.12.2010) (άρθρα 46 έως 50) υπό τον τίτλο «Μεταφορά αρμοδιοτήτων» συνάγεται ότι, κατά τη βούληση του νομοθέτη, εκκρεμείς την 1.1.2011, ημερομηνία έναρξης της ισχύος του ν. 3900/2010, υποθέσεις, οι οποίες διαβιβάζονται στα κατά τόπο αρμόδια διοικητικά εφετεία και διοικητικά πρωτοδικεία σύμφωνα με το άρθρο 50 του ν. 3900/2010, δεν είναι μόνον όσες ανήκουν στις κατηγορίες διαφορών που μεταφέρονται στην αρμοδιότητα των διοικητικών δικαστηρίων με το νόμο αυτό, αλλά και εκείνες οι οποίες είχαν μεταφερθεί στα εν λόγω δικαστήρια με προγενέστερα νομοθετήματα. Επομένως, και τα εκκρεμή ένδικα βοηθήματα που ανήκουν στις κατηγορίες υποθέσεων, οι οποίες έχουν υπαχθεί στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια με το άρθρο 51 του ν. 3659/2008, αλλά, βάσει της προαναφερθείσας διατάξεως της παρ. 4 του άρθρου αυτού, έπρεπε να εκδικαστούν από το Συμβούλιο της Επικρατείας ως ασκηθέντα πριν από τη δημοσίευση του τελευταίου αυτού νόμου, υπάγονται πλέον, κατά την έννοια του άρθρου 50 του ν. 3900/2010, στην αρμοδιότητα των οικείων διοικητικών πρωτοδικείων (βλ. το Πρακτικό 4/2011 της διοικητικής Ολομέλειας, ΣτΕ 4193/2011, πρβλ. και ΣτΕ 3447/2011, 2395/2011, 2142/2011, 1623/2011, 554/2011).
- Επειδή, εξ άλλου, το άρθρο 34 παρ. 1 του ν. 1968/1991 (Α΄ 150) ορίζει ότι «Στις διοικητικές διαφορές ουσίας ή ακύρωσης αν το διοικητικό δικαστήριο κρίνει ότι στερείται αρμοδιότητας, επειδή η υπόθεση υπάγεται στην αρμοδιότητα άλλου διοικητικού δικαστηρίου ή του Συμβουλίου της Επικρατείας, παραπέμπει την υπόθεση στο δικαστήριο αυτό. … Το ίδιο ισχύει και για το Συμβούλιο της Επικρατείας, όταν κρίνει ότι το ενώπιόν του εισαγόμενο ένδικο μέσο ανήκει στην αρμοδιότητα άλλου διοικητικού δικαστηρίου. Η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας είναι υποχρεωτική για το δικαστήριο στο οποίο γίνεται η παραπομπή. Στις ακυρωτικές υποθέσεις, … το Συμβούλιο της Επικρατείας, εάν κρίνει ότι η υπόθεση είναι της αρμοδιότητας του διοικητικού εφετείου, μπορεί να παραπέμψει σε αυτό ή να κρατήσει την υπόθεση και να δικάσει κατ’ ουσίαν».
- Επειδή, στο άρθρο 4 παρ. 1 του Κανονισμού Μεταλλευτικών και Λατομικών Εργασιών (ΥΑ Δ7/Α/οικ.12050/2223/2011 – Β΄ 1227) που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 162 του Μεταλλευτικού Κώδικα (ν.δ. 210/1973 – Α΄ 277), όπως τούτο αντικαταστάθηκε με το άρθρο 26 του ν. 1428/1984 (Α΄ 43), ορίζεται ότι «Γενικές υποχρεώσεις εκμεταλλευτή και εργοδότη. 1. Ο εκμεταλλευτής, μεταξύ άλλων, έχει και τις παρακάτω υποχρεώσεις: α) Να οριοθετήσει, με τεχνητά και μόνιμα ορόσημα, τον μεταλλευτικό ή λατομικό χώρο, να φροντίζει για τη διασφάλισή τους και να υποβάλλει σχεδιάγραμμα και τεύχη υπολογισμού της οριοθέτησης στην αρμόδια Επιθεώρηση Μεταλλείων. β) Να καταρτίζει και να υποβάλλει στην αρμόδια υπηρεσία του ΥΠΕΚΑ, πριν από την έναρξη μεταλλευτικών ή λατομικών εργασιών σε νέο έργο ή και νέο μέρος του έργου, το οποίο δεν είχε περιληφθεί στην αρχική μελέτη, τεχνική μελέτη του έργου ή μέρους του έργου, που οι προδιαγραφές της καθώς και η διαδικασία για την έγκρισή της αναφέρονται στα άρθρα 101 και 102. Τα κριτήρια που γενικά πρέπει να ικανοποιούνται στις παραπάνω μελέτες είναι, η οικονομία του κοιτάσματος, σε συνδυασμό με την ασφάλεια των εργαζομένων, των εργασιών και των εγκαταστάσεων καθώς και με την προστασία του περιβάλλοντος και γενικότερα, η ελαχιστοποίηση του κοινωνικού κόστους στα πλαίσια των αρχών της βιώσιμης ανάπτυξης. Επίσης, ο εκμεταλλευτής θα πρέπει να διαθέτει εγκεκριμένη Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων για το μεταλλευτικό ή λατομικό έργο και να τηρεί τους εκάστοτε ισχύοντες περιβαλλοντικούς όρους, καθώς και την εγκεκριμένη ως άνω τεχνική μελέτη. Απαγορεύεται η έναρξη μεταλλευτικών ή λατομικών εργασιών πριν από την έγκριση της τεχνικής μελέτης και την Έγκριση Περιβαλλοντικών Όρων. γ) …..». Εξάλλου, στο άρθρο 102 παρ. 1 του ίδιου Κανονισμού ορίζεται ότι: «1. Ο εκμεταλλευτής πρέπει να υποβάλει για έγκριση την τεχνική μελέτη στην αρμόδια Υπηρεσία του ΥΠΕΚΑ, πριν από την έναρξη των εργασιών που προβλέπονται σε αυτή. Το χρονικό διάστημα για την έγκριση της μελέτης από την πιο πάνω Υπηρεσία, δεν μπορεί να ξεπερνάει τις εξήντα μέρες από την υποβολή της. Σε περίπτωση, που η μελέτη κριθεί ανεπαρκής ή ανακριβής, τότε επιστρέφεται στον εκμεταλλευτή που μπορεί να την υποβάλει εκ νέου, αφού προηγούμενα η μελέτη συμπληρωθεί ή διορθωθεί, σύμφωνα με τις οδηγίες της Υπηρεσίας που έχουν εγγράφως διατυπωθεί. Η προθεσμία για την έγκριση της μελέτης, στην περίπτωση αυτή, περιορίζεται σε τριάντα μέρες από την επανυποβολή της». Περαιτέρω, στο άρθρο 161 του Μεταλλευτικού Κώδικα, όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 8 του άρθρου 54 του ν. 4280/2014 (Α΄ 159/8.8.2014), ορίζεται ότι «1.α. Η έγκριση της τεχνικής μελέτης του άρθρου 4 του Κανονισμού Μεταλλευτικών και Λατομικών Εργασιών (Υ.Α. Δ7/Α/οικ. 12050/2223/23.5.2011, Β΄ 1227) ή και η χορήγηση της άδειας εγκατάστασης, όπου αυτή απαιτείται σύμφωνα με το άρθρο 158 του παρόντος νόμου, από την αρμόδια υπηρεσία αποτελεί και έγκριση δόμησης κατά την έννοια του άρθρου 3 παράγραφος 1 του ν. 4030/2011 (Α΄ 249) για την ανέγερση των κτιριακών εγκαταστάσεων που εξυπηρετούν τις ανάγκες της εκμετάλλευσης και επεξεργασίας των μεταλλευμάτων ή λατομικών ορυκτών εντός μεταλλευτικού ή λατομικού χώρου. β. Η άδεια δόμησης για την ανέγερση των κτιριακών εγκαταστάσεων της παραπάνω περίπτωσης χορηγείται από την οικεία υπηρεσία δόμησης κατά τις διατάξεις του άρθρου 3 παράγραφος 2 του ν. 4030/2011. Στην περίπτωση αυτή η αρχιτεκτονική μελέτη και η μελέτη ηλεκτρομηχανολογικών εγκαταστάσεων του άρθρου 3 παράγραφος 2 του ν. 4030/2011, συνοδευόμενες από υπεύθυνη δήλωση του μελετητή μηχανικού στην οποία βεβαιώνεται ότι οι μελέτες είναι πλήρεις και τα στοιχεία τους συμφωνούν με τις προδιαγραφές και τους κανονισμούς που ισχύουν, φέρουν τη θεώρηση της αρμόδιας Υπηρεσίας που χορηγεί την έγκριση δόμησης κατά τις διατάξεις του παρόντος άρθρου. γ. Για τα πρόχειρα ή κινητά καταλύματα του άρθρου 7 παράγραφος 3 του Κανονισμού Μεταλλευτικών και Λατομικών Εργασιών (Υ.Α. Δ7/Α/οικ. 12050/2223/23.5.2011, Β΄ 1227) εντός μεταλλευτικού ή λατομικού χώρου δεν απαιτείται ούτε έγκριση δόμησης ούτε άδεια δόμησης, παρά μόνο υπεύθυνη δήλωση του αρμόδιου μηχανικού περί της στατικής επάρκειας αυτών. δ. Ο έλεγχος των εργασιών δόμησης των ως άνω κτιριακών εγκαταστάσεων διενεργείται από τους ελεγκτές δόμησης του άρθρου 10 του ν. 4030/2011, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 7 του ν. 4030/2011 και της υπ’ αριθμ. 299/16.1.2014 υπουργικής απόφασης (Β΄ 57), ως προς την ορθή εφαρμογή και τήρηση των μελετών σύμφωνα με τις οποίες εκδόθηκε η άδεια δόμησης. 2. Η ως άνω έγκριση και άδεια δόμησης δύναται να χορηγούνται και κατά παρέκκλιση των διατάξεων του Νέου Οικοδομικού Κανονισμού και των διατάξεων του από 24.5.1985 προεδρικού διατάγματος (Δ΄ 270) ύστερα από έγκριση της αρμόδιας υπηρεσίας της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 1 του παρόντος.». Τέλος, στο μεν άρθρο 1 του ν. 4030/2011 ορίζεται ότι: «… Για την εφαρμογή του παρόντος νόμου οι ακόλουθοι όροι έχουν το εξής περιεχόμενο: α) έγκριση δόμησης: η πιστοποίηση του δικαιώματος δόμησης σύμφωνα με τους όρους δόμησης, που επιτρέπει την έκδοση της άδειας δόμησης, β) άδεια δόμησης: η άδεια που επιτρέπει την εκτέλεση των οικοδομικών εργασιών που περιγράφονται σε αυτή και στις μελέτες που τη συνοδεύουν, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις», στο δε άρθρο 3 παρ. 1 ορίζεται ότι «για τη χορήγηση έγκρισης δόμησης, υποβάλλονται τα ακόλουθα δικαιολογητικά και μελέτες: Αίτηση του κυρίου ή του έχοντος νόμιμο δικαίωμα με τις δηλώσεις αναθέσεων – αναλήψεων και φύλλο ελέγχου ….».
- Επειδή, με την 3919/2010 απόφαση της Ολομελείας του Δικαστηρίου, κρίθηκε ότι, και μετά τη συνταγματική αναθεώρηση του έτους 2001, η θέση του Συμβουλίου της Επικρατείας ως δικαστηρίου που δικάζει, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 94 και 95 του Συντάγματος, την αίτηση ακυρώσεως κατά των εκτελεστών πράξεων των διοικητικών αρχών, είναι καίρια στο σύστημα του Κράτους Δικαίου που καθιερώνει το Σύνταγμα, το δε εύρος της γενικής ακυρωτικής δικαιοδοσίας του δικαστηρίου αυτού δεν καταλείπεται στην απόλυτη διάθεση του κοινού νομοθέτη και, συνεπώς, ο περιορισμός της διά της μεταφοράς κατηγοριών υποθέσεων προς εκδίκαση στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια, υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο από την άποψη της τηρήσεως των συνταγματικών ορίων. Περαιτέρω με την ίδια απόφαση κρίθηκε, καθ’ ερμηνεία των ως άνω συνταγματικών διατάξεων, ότι ο νόμος μπορεί να αναθέτει στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια, όταν η διαφορά γεννάται από εκτελεστή διοικητική πράξη, μόνον ειδική αρμοδιότητα, για συγκεκριμένες κατηγορίες υποθέσεων, η φύση και η σπουδαιότητα των οποίων δεν επιβάλλει, κατά την εκτίμηση του νομοθέτη, την εκδίκασή τους από το Συμβούλιο της Επικρατείας. Η κατά τα ανωτέρω ανατιθέμενη στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια αρμοδιότητα μπορεί να οργανωθεί από το νόμο είτε ως ακυρωτική, όταν το αίτημα ενώπιον του δικαστηρίου δεν μπορεί, σύμφωνα με το νόμο να έχει ως περιεχόμενο την τροποποίηση, αλλά μόνο την εν όλω ή εν μέρει ακύρωση εκτελεστής διοικητικής πράξεως, είτε ως αρμοδιότητα που εκτείνεται σε άσκηση πλήρους δικαιοδοσίας, όταν το αίτημα ενώπιον του δικαστηρίου μπορεί, σύμφωνα με τον νόμο, να είναι, εκτός από την ακύρωση, και η μεταρρύθμιση εκτελεστής διοικητικής πράξεως και το δικαστήριο έχει, κατ’ αρχήν, την εξουσία να διαμορφώσει το ουσιαστικό περιεχόμενο της πράξεως ή του δικαιώματος, της υποχρεώσεως ή της καταστάσεως που απορρέει από αυτή, μετά από διάγνωση των πραγματικών περιστατικών της υποθέσεως. Τέλος, με την ίδια απόφαση της Ολομελείας του Δικαστηρίου κρίθηκε ότι από τις προαναφερόμενες διατάξεις, ερμηνευόμενες σε συνδυασμό με τα άρθρα 26 και 43 του Συντάγματος, με τα οποία, αντιστοίχως κατοχυρώνεται η αρχή της διακρίσεως των λειτουργιών και προβλέπεται ο θεσμός της νομοθετικής εξουσιοδοτήσεως, προκύπτει ότι δεν επιτρέπεται να οργανώνεται η αρμοδιότητα των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων ως εκτεινόμενη σε άσκηση πλήρους δικαιοδοσίας για την εκδίκαση των κατηγοριών υποθέσεων, στις οποίες η άσκηση της δικαιοδοσίας αυτής συνεπάγεται την υπεισέλευση της δικαστικής λειτουργίας στην εκτελεστική επί θεμάτων, για τα οποία είναι αυτή αποκλειστικώς αρμόδια, είτε λόγω ρητής συνταγματικής προβλέψεως, όπως στην περίπτωση της προσβολής κανονιστικών διοικητικών πράξεων, των οποίων η μεταρρύθμιση θα συνιστούσε θέσπιση νέας κανονιστικής διοικητικής πράξεως, για την οποία αρμόδια είναι μόνο τα προβλεπόμενα από το άρθρο 43 του Συντάγματος όργανα της εκτελεστικής εξουσίας, είτε, προκειμένου περί ατομικών διοικητικών πράξεων, λόγω των απαιτούμενων για την έκδοσή τους προϋποθέσεων, του χαρακτήρα της έρευνας, βάσει της οποίας μπορεί να διαπιστωθεί η συνδρομή των προϋποθέσεων αυτών και των συνεπειών μεταρρυθμίσεως της πράξεως, ενόψει των οποίων η άσκηση της πλήρους δικαιοδοσίας, κατά τα ανωτέρω αναφερόμενα, θα παραβίαζε τα όρια της ανατιθέμενης αποκλειστικώς στα όργανα της Διοικητικής κρατικής εξουσίας, βάσει της αρχής της διακρίσεως των λειτουργιών.
- Επειδή, οι διαφορές που γεννώνται από την προσβολή της έγκρισης της τεχνικής μελέτης που προβλέπεται από τα άρθρα 4 και 102 του Κανονισμού Μεταλλευτικών και Λατομικών Εργασιών, έγκριση η οποία, σύμφωνα με το άρθρο 161 του Μεταλλευτικού Κώδικα όπως ισχύει, αποτελεί πλέον και έγκριση δόμησης κατά την έννοια του άρθρου 3 παρ. 1 του ν. 4030/2011, δεν είναι δεκτική ουσιαστικού δικαστικού ελέγχου, σύμφωνα με όσα έχουν κριθεί με την απόφαση της Ολομελείας του Δικαστηρίου, κατά τα εκτεθέντα στην προηγούμενη σκέψη, δεδομένου ότι αφενός, ως ελέχθη, η έγκριση της τεχνικής μελέτης αποτελεί πλέον και έγκριση δόμησης, δηλαδή διαφορά που από τη φύση της είναι ακυρωτική, αφετέρου η Διεύθυνση Μεταλλευτικών και Βιομηχανικών Ορυκτών του ΥΠΕΚΑ που εγκρίνει την τεχνική μελέτη προβαίνει σε εκτίμηση που συνδέεται με τον έλεγχο, σύμφωνα με το παραπάνω άρθρο 4 του Κανονισμού, κριτηρίων, μεταξύ άλλων, για την προστασία του περιβάλλοντος και της βιώσιμης ανάπτυξης, η εκτίμηση των οποίων ανήκει στο πεδίο δράσης της, δεδομένου και ότι η άσκηση της αρμοδιότητας αυτής συναρτάται ευθέως με ειδικές επιστημονικές γνώσεις και τεχνικές κρίσεις, η εξέταση της ορθότητας των οποίων, στο πλαίσιο άσκησης πλήρους δικαιοδοσίας, δεν διευρύνει τη λυσιτέλεια και αποτελεσματικότητα του δικαστικού ελέγχου και ως εκ τούτου για τις υποθέσεις αυτές, η αίτηση ακυρώσεως αποτελεί αποτελεσματικό ένδικο βοήθημα (πρβλ. ΣτΕ 1057/2012 7μ.). Περαιτέρω, οι διαφορές αυτές, ενόψει της φύσεως και της σπουδαιότητάς τους, λόγω του ότι συνδέονται αμέσως με την προστασία του περιβάλλοντος και της βιώσιμης ανάπτυξης, ως ακυρωτικές, ανήκουν στη δικαιοδοσία του Συμβουλίου της Επικρατείας.
- Επειδή, με έννομο συμφέρον παρεμβαίνουν στην παρούσα δίκη, με χωριστά δικόγραφά τους, ο Δήμος Αριστοτέλη, στα διοικητικά όρια του οποίου εμπίπτει η επίμαχη μεταλλευτική δραστηριότητα, και ο όμορος αυτού Δήμος Βόλβης, οι οποίοι επιδιώκουν την ματαίωση της επίμαχης μεταλλευτικής δραστηριότητας, ισχυριζόμενοι ότι θα προκαλέσει υποβάθμιση του φυσικού περιβάλλοντος της ευρύτερης περιοχής.
- Επειδή, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 45 παρ. 4 του π.δ. 18/1989, είναι δυνατή η άσκηση αιτήσεως ακυρώσεως και κατά παραλείψεως της αρμόδιας αρχής να προβεί σε οφειλόμενη νόμιμη ενέργεια, όπως και κατά ρητής αρνήσεώς της να προβεί στην ενέργεια αυτή. Τέτοια παράλειψη ή άρνηση υπάρχει, όταν ο νόμος επιβάλλει στη Διοίκηση την υποχρέωση να επιχειρήσει ενέργεια ή να ρυθμίσει συγκεκριμένη σχέση με την έκδοση εκτελεστής διοικητικής πράξης. Με την αίτηση ακυρώσεως που ασκείται παραδεκτώς κατά σιωπηρής αρνήσεως λογίζεται ότι συμπροσβάλλεται και η τυχόν μεταγενέστερη ρητή αρνητική πράξη της Διοίκησης, η οποία μπορεί πάντως να προσβάλλεται και αυτοτελώς.
- Επειδή, συμπροσβάλλεται παραδεκτώς, στο πλαίσιο της παρούσας δίκης, όπως κρίθηκε ανωτέρω, η ΔΜΕΒΟ/Α/Φ.5.1.6/ οικ.175136/1048/28.4.2015 πράξη του Υπουργού Π.Α.Π.ΕΝ., με την οποία εκδηλώνεται ρητώς η άρνηση της Διοίκησης να εγκρίνει την τεχνική μελέτη του επίμαχου προσαρτήματος, καθ’ όσον η παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας έγκρισης αυτής εντός της προβλεπόμενης στο νόμο εξηκονθήμερης προθεσμίας από την υποβολή της στις 22.12.2014, η οποία στοιχειοθετήθηκε στις 20.2.2015, προσβλήθηκε εμπροθέσμως στις 20.4.2015, ήτοι την 59η ημέρα της εξηκονθήμερης προθεσμίας που εκκίνησε την επομένη της ημερομηνίας στοιχειοθέτησης της παράλειψης. Και προβάλλει μεν το καθ’ ου Υπουργείο, με το μετά τη συζήτηση κατατεθέν υπόμνημά του, ότι δεν στοιχειοθετείται εν προκειμένω παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας, καθ’ όσον η προβλεπόμενη στο νόμο εξηκονθήμερη προθεσμία που τάσσεται στη Διοίκηση προς απόφανση επί της αιτήσεως έγκρισης της τεχνικής μελέτης έχει ενδεικτικό και όχι αποκλειστικό χαρακτήρα, ωστόσο ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως νόμω αβάσιμος. Και τούτο διότι δεν είναι κρίσιμος ο χαρακτήρας της προθεσμίας που ο νόμος τάσσει στη Διοίκηση, ως ενδεικτικός ή αποκλειστικός, προκειμένου να ρυθμίσει μία έννομη σχέση με εκτελεστή διοικητική πράξη, για τη στοιχειοθέτηση παράλειψης οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας, προσβλητής με αίτηση ακυρώσεως. Σκοπός της διάταξης αυτής είναι η εξουδετέρωση της αδράνειας της Διοίκησης, η οποία εκδηλώνεται με την παράλειψή της να ρυθμίσει την έννομη σχέση με εκτελεστή διοικητική πράξη εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας είτε ενδεικτικής είτε αποκλειστικής, πράξη που, εάν εκδιδόταν, θα υπέκειτο λόγω της εκτελεστότητάς της σε ακυρωτικό έλεγχο. Εξ άλλου, δεν αποκλείεται η μετά την ορισθείσα προθεσμία έκδοση ρητής απορριπτικής πράξης, η οποία κατά νόμο λογίζεται ως συμπροσβαλλόμενη και εκτελεστή, γεγονός το οποίο σημαίνει ότι η προθεσμία που τάσσεται στο νόμο δεν έχει αποκλειστικό χαρακτήρα, άλλως θα υφίστατο χρονική αναρμοδιότητα προς έκδοσή της μετά την παρέλευση της προθεσμίας με συνέπεια να μην έχει εκτελεστό χαρακτήρα (βλ. σχετικώς ΣτΕ 2042/1981, πρβλ. ΣτΕ 4522/2011). Για τους ίδιους δε λόγους, είναι απορριπτέα και τα προβαλλόμενα από την αιτούσα ότι η προσβαλλόμενη πράξη, με την οποία το καθ’ ου αρνείται την έγκριση της τεχνικής μελέτης, έχει εκδοθεί εκπροθέσμως, μετά την παρέλευση της εξηκονθήμερης προθεσμίας που προβλέπεται στο νόμο, καθ’ όσον, κατά τα προεκτεθέντα, αρμοδίως κατά χρόνο εκδίδεται η εν λόγω πράξη και μετά την ταχθείσα προθεσμία, η οποία δεν έχει αποκλειστικό χαρακτήρα.
- Επειδή, στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, με την με αρ. πρωτ. 23580/22.12.2014 αίτηση η ήδη αιτούσα υπέβαλε, σε συμμόρφωση με τον όρο Γ.3 της απόφασης περί εγκρίσεως της τεχνικής μελέτης του υποέργου Ολυμπιάδας (υπ’ αριθμ. Δ8-Α/Φ.7.49.13/30258ΠΕ/5159ΠΕ/10.2.2012 απόφαση της Δ/νσης Μεταλ¬λευτι¬κών και Βιομηχανικών Ορυκτών του Υ.Π.Ε.Κ.Α.), το Προσάρτημα 5 με τίτλο «Τεχνική Μελέτη Νέας Μονάδας Εμπλουτισμού Μαντέμ Λάκκου». Μετά την άσκηση της υπό κρίση αιτήσεως, εκδόθηκε η με αρ. πρωτ. ΔΜΕΒΟ/Α/Φ.5.1.6/οικ.175136/1048/28.4.2015 πράξη του Υπουργού Π.Α.Π.ΕΝ., με την οποία η μελέτη του ως άνω Προσαρτήματος επεστράφη στην αιτούσα προκειμένου να συμπληρωθεί και να διορθωθεί και, εν συνεχεία, να υποβληθεί εκ νέου προς έγκριση, σύμφωνα με τις παρατηρήσεις που παρατίθενται στο έγγραφο αυτό και αφορούν σε : 1. Μη αποτύπωση του δρόμου προσπέλασης προς τη μονάδα στο τοπογραφικό ε.α-01 2. Μη αναγραφή των τόνων που αντιστοιχούν στα αναφερόμενα στη σελ. 26, παρ. 4, ποσοστά (7% συμπυκνώματος γαληνίτη, 11% συμπυκνώματος σφαλερίτη και 32% μίγματος χρυσοφόρων πυριτών) 3. Μη υποβολή στοιχείων, τα οποία δεν προσδιορίζονται, στην ελληνική γλώσσα 4. Ανάγκη προσθήκης πίνακα όπου θα αναλύεται η κατανομή της συνολικής ισχύος και η οποία σύμφωνα με τη μελέτη (σελ. 65, παρ. ε.ι.γ.) ανέρχεται σε 9 ΜW 5. Τεκμηρίωση του χαρακτηρισμού του εξοπλισμού υπό στοιχ. Α.3-Α.9 του πίνακα ε.ιβ-1 (σελ. 70) ως κινητού 6. Μη αναφορά των απαιτούμενων χωματουργικών έργων αναγκαίων για τον προϋπολογι¬σμό του έργου. 7. Μη αναφορά της δαπάνης αποκατάστασης περιβάλλοντος στον προϋπολογισμό του έργου 8. Συμπλήρωση σε ξεχωριστό κεφάλαιο πλήρες (αναλυτικό και τεκμηριωμένο) ισοζύγιο μάζας (τροφοδοσία, πηγές αυτής, τελικά προϊόντα, διάθεση, σημεία διάθεσης) 9. Μη υποβολή τεχνικής μελέτης σε ηλεκτρονικό αρχείο 10. Ανυπαρξία υπευθύνων δηλώσεων ανάθεσης και ανάληψης της εκπόνησης της μελέτης από τους μελετητές του άρθρου 101 παρ. 3 του ΚΜΛΕ και μη υπογραφή μελέτης από διπλωματούχο μηχανικό. Σε απάντηση του εγγράφου αυτού η αιτούσα με την με αρ. πρωτ. Α2353/26.5.2015 επιστολή της αντέκρουσε αναλυτικώς τα διαλαμβανόμενα ως ελλείποντα ή ανεπαρκή στοιχεία και επεσήμανε ότι η αρχικώς υποβληθείσα μελέτη της ήταν πλήρης και περιείχε όλα τα κατά νόμο προβλεπόμενα στοιχεία για την έγκρισή της. Ειδικότερα, επεσήμανε ότι οι υπεύθυνες δηλώσεις των μελετητών έχουν ήδη υποβληθεί κατά την έγκριση της κύριας τεχνικής μελέτης των εγκαταστάσεων Ολυμπιάδας και ότι το προσάρτημα υπογράφεται από τον διπλωματούχο μηχανικό, ο οποίος υπέγραψε και την κύρια τεχνική μελέτη, η δε επίμαχη τεχνική μελέτη υποβλήθηκε και σε ηλεκτρονικό αρχείο σε δύο αντίγραφα. Επίσης διαλαμβάνει ότι η απαίτηση πίνακα όπου θα αναλύεται η κατανομή της συνολικά προσφερόμενης ισχύος και τεκμηρίωσης του διαχωρισμού κινητού και σταθερού εξοπλισμού δεν είναι στοιχεία που απαιτούνται για την επάρκεια και ακρίβεια της τεχνικής μελέτης κατά το άρθρο 101 του ΚΜΛΕ. Ομοίως τέτοια απαίτηση δεν υφίσταται ούτε ως προς την περιγραφή των χωματουργικών έργων, καθ’ όσον το παρόν προσάρτημα αφορά στη μελέτη εγκατάστασης επεξεργασίας και όχι σε μελέτη εκμετάλλευσης, τα στοιχεία δε αυτά περιλαμβάνονται στα επόμενα στάδια αδειοδοτήσεως και δη στην άδεια εγκατάστασης και στην έγκριση και άδεια δόμησης του κτιρίου της μονάδας. Παρ’ όλα αυτά οι δαπάνες των χωματουργικών εργασιών, ως μέρος των απαιτήσεων για την ανέγερση των σταθερών-μόνιμων εγκαταστάσεων περιλαμβάνονται στο κεφ. Ε του προϋπολογι¬σμού (πρ. ε.ιβ.1-Αναλυτικός Προϋπολογισμός, σελ. 70-72). Επίσης αναφέρεται ότι το κόστος αποκατάστασης περιβάλλοντος δεν περιλαμβάνεται στον προϋπολογισμό του έργου, αφού δεν τον επιβαρύνει, σύμφωνα με το Κεφ. 6 παρ. 6.8.3 της Μ.Π.Ε., όπου αναφέρεται ότι το κόστος αυτό θα αποπληρωθεί από την εκποίηση του εμπορεύσιμου εξοπλισμού. Αναφέρεται, τέλος, ότι καταχρηστικά επισημαίνονται ως ελλείψεις η μη αποτύπωση του δρόμου προσπέλασης από το κύριο οδικό δίκτυο προς τη μονάδα, η μη αναγραφή των ποσοτήτων σε τόνους διαφόρων συμπυκνωμάτων και η μη ύπαρξη αναλυτικού και τεκμηριωμένου ισοζυγίου μάζας, καθ’ όσον η μεν οδός είναι γνωστή και υφιστάμενη, αποτυπώνεται στο τοπογραφικό σχέδιο ε.α.-01 και περιγράφεται στην παρ. ε.ε. (σελ. 16) του προσαρτήματος, τα δε λοιπά αναγκαία στοιχεία που απαιτούνται από τον ΚΜΛΕ περιλαμβάνονται στην οικεία μελέτη, πίνακας ε.ι.δ-1 (σελ. 66) «Πρόγραμμα τροφοδοσίας πρώτων υλών, παραγωγής προϊόντων και αποβλήτων», πίνακες ε.ι.β.1 α-π (σελ. 27-44) και κεφάλαιο ε.ι.δ. «Προϊόντα και ισοζύγιο μάζας» (σελ. 65-68). Τέλος, αναφέρεται ότι η υποβολή ως παραρτημάτων στην αγγλική παλαιότερων δοκιμών, από τα οποία αντλήθηκαν στοιχεία για τη σύνταξη της μελέτης και η ενσωμάτωσή τους ή όχι σε αυτή δεν επηρεάζει την πληρότητά της, παρά το γεγονός ότι αποτελεί πάγια πρακτική η υποβολή τεχνικών παραρτημάτων στην αγγλική, η οποία έγινε δεκτή με την συγκατάθεση της υπηρεσίας κατά την έγκριση των προηγούμενων τεχνικών μελετών και προσαρτημάτων.
- Επειδή, προβάλλεται, με το δικόγραφο προσθέτων λόγων, όπως εξειδικεύεται με το μετά τη συζήτηση κατατεθέν υπόμνημα, ότι η προσβαλλόμενη έχει εκδοθεί αναρμοδίως, καθ’ όσον έπρεπε να υπογράφεται από τον Προϊστάμενο της Διεύθυνσης Μεταλλευτικών και Βιομηχανικών Ορυκτών, στον οποίο μεταβιβάσθηκε το δικαίωμα υπογραφής «με εντολή Υφυπουργού», με το άρθρο 3 παρ. 3 της υπ’ αριθμ. Δ15/Α/Φ19/οικ.1411/20.1.2012 (Β΄ 54) απόφασης του Υφυπουργού Π.Ε.Κ.Α. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Και τούτο διότι η υπ’ αριθμ. 52306/2011 (Β΄ 2741) κοινή απόφαση του Πρωθυπουργού και του Υπουργού Π.Ε.Κ.Α., με την οποία μεταβιβάσθηκαν στον Υφυπουργό Π.Ε.Κ.Α., Ιωάννη Μανιάτη, οι αρμοδιότητες, μεταξύ άλλων, και της Διεύθυνσης Μεταλλευτικών και Βιομηχανικών Ορυκτών, καθώς και η υπ’ αριθμ. Δ15/Α/Φ19/οικ.1411/2012 (Β΄ 54) απόφαση του ως άνω Υφυπουργού, με την οποία μεταβιβάσθηκε στον Προϊστάμενο της Διεύθυνσης Μεταλλευτικών και Βιομηχανικών Ορυκτών το δικαίωμα υπογραφής «με εντολή Υφυπουργού», των εγκρίσεων-θεωρήσεων τεχνικών μελετών μεταλλείων, είχαν απολέσει την ισχύ τους κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης, αφού με τις υπ’ αριθμ. Υ5/2015 (Β΄ 204), Υ103/2015 (Β΄ 309), Υ112/2015 (Β΄ 311) και Υ179/2015 (Β΄ 845) αποφάσεις του Πρωθυπουργού, και με την υπ’ αριθμ. 4333/58520/2015 (Β΄ 1005) κοινή απόφαση του Πρωθυπουργού και του Υπουργού Π.Α.Π.ΕΝ. κατανεμήθηκαν εκ νέου οι αρμοδιότητες μεταξύ των νέων αναπληρωτών Υπουργών και μεταβιβάσθηκαν αρμοδιότητες στον νέο Υφυπουργό Π.Α.Π.ΕΝ., μεταξύ δε των μεταβιβαζομένων αρμοδιοτήτων δεν εμπίπτουν αυτές της Γενικής Διεύθυνσης Ορυκτών Πρώτων Υλών, στην οποία υπάγεται η Διεύθυνση Μεταλλευτικών, Ενεργειακών και Βιομηχανικών Ορυκτών, όπου το Τμήμα Μεταλλευτικών και Ενεργειακών Ορυκτών με αρμοδιότητα την έγκριση τεχνικών μελετών έρευνας και εκμετάλλευσης μεταλλείων, σύμφωνα με τα άρθρα 44 και 46 του π.δ. 100/2014 (Α΄ 167), οι αρμοδιότητες του οποίου παρέμειναν στον Υπουργό Π.Α.Π.ΕΝ., τις οποίες ασκεί ο ίδιος, αφού δεν έχει εκδοθεί σχετική υπουργική απόφαση περί μεταβιβάσεως του δικαιώματος υπογραφής.
- Επειδή, με την υπό κρίση αίτηση και το δικόγραφο προσθέτων λόγων προβάλλεται ότι η άρνηση της Διοίκησης να εγκρίνει το εν λόγω προσάρτημα με την αιτιολογία που παρατίθεται στη συμπροσβαλλόμενη με αρ. πρωτ. ΔΜΕΒΟ/Α/Φ.5.1.6/οικ.175136/1048/28.4.2015 πράξη του Υπουργού Π.Α.Π.ΕΝ. είναι παράνομη, καθ’ όσον η επιστροφή του φακέλου για τη συμπλήρωση ελλείψεων ή για τη διενέργεια διορθώσεων προβλέπεται στο άρθρο 102 του Κ.Μ.Λ.Ε. μόνο σε περίπτωση που διαπιστώνεται ανακρίβεια ή ανεπάρκεια των υποβληθέντων στοιχείων, γεγονός που δεν συντρέχει εν προκειμένω, αφού ο φάκελος που υποβλήθηκε είναι επαρκής και ακριβής. Ειδικότερα, η αιτούσα προβάλλει ότι έχει υποβληθεί ηλεκτρονικό αρχείο της μελέτης, οι πληροφορίες ποσοτήτων που επισημαίνονται στο έγγραφο ως ελλιπείς προκύπτουν από τους πίνακες που περιέχει ο φάκελος, αμιγώς τεχνικά κείμενα με τεχνική ορολογία που έχουν κατατεθεί στην αγγλική γλώσσα έγιναν παγίως δεκτά από τη Διοίκηση και στις προηγούμενες τεχνικές μελέτες, η αποτύπωση της οδού προσπέλασης είναι ήδη αποτυπωμένη σε τοπογραφικό σχέδιο που βρίσκεται σε φάκελο της Διοίκησης, οι υπεύθυνες δηλώσεις των μελετητών που υπογράφουν έχουν ήδη υποβληθεί κατά την έγκριση της τεχνικής μελέτης του υποέργου Ολυμπιάδας και των λοιπών τεχνικών μελετών, στοιχεία δε ως προς τα χωματουργικά, τον διαχωρισμό κινητού και σταθερού εξοπλισμού και την κατανομή της ισχύος δεν απαιτούνται από τον Κ.Μ.Λ.Ε. Προβάλλεται, περαιτέρω, ότι η επιστροφή του φακέλου προς συμπλήρωση στοιχείων που είτε δεν απαιτούνται κατά νόμο είτε προκύπτουν από τον πλήρη φάκελο που έχει υποβληθεί παραβιάζει την αρχή της χρηστής διοίκησης και συνιστά κατάχρηση εξουσίας, αποσκοπεί δε αποκλειστικά στην παρέλκυση της ανοιγείσας δίκης, αφού εκδόθηκε μόλις λίγες ημέρες μετά την άσκηση της υπό κρίση αιτήσεως, και στην περαιτέρω πρόκληση καθυστερήσεως στην υλοποίηση της επένδυσης.
- Επειδή, όπως προκύπτει από τα στοιχεία που προπαρατέθησαν, με το προσβαλλόμενο έγγραφο η Διοίκηση αρνήθηκε την έγκριση της τεχνικής μελέτης που υπέβαλε η αιτούσα, με την αιτιολογία ότι παρίσταται ανάγκη συμπληρώσεων και διορθώσεων, προς τούτο δε επέστρεψε τον οικείο φάκελο. Ωστόσο, οι παρατηρήσεις που διατυπώθηκαν στο έγγραφο αυτό και αφορούν αφ’ ενός σε συμπλήρωση στοιχείων που είτε δεν απαιτούνται από τις διατάξεις του ΚΜΛΕ (τεκμηρίωση χαρακτηρισμού εξοπλισμού ως κινητού, ανάλυση της κατανομής της ισχύος του ηλεκτρομηχανολογικού εξοπλισμού σε κάθε φάση, η οποία απαιτείται κατά το στάδιο της άδειας εγκατάστασης βλ. άρθρο 103 παρ. 1 περ. δ.δ.) είτε απαιτούνται μεν, αλλά τα αναγκαία στοιχεία έχουν ήδη συμπεριληφθεί στην τεχνική μελέτη (παραγόμενα προϊόντα και ισοζύγιο μάζας κεφ. ε.ι.δ. της μελέτης, σελ. 65-68, αναλυτικός προϋπολογισμός όπου συμπεριλαμβάνονται οι χωματουργικές εργασίες, παρ. ε.ιβ.1, σελ. 70-72, ποσότητες συμπυκνωμάτων, οι οποίες αναφέρονται ως ποσοστά και όχι ως τόνοι, βάσει των στοιχείων των πινάκων ε.ι.δ-1, σελ. 66 και ε.ι.β.1 α-π, σελ. 27-44, δρόμος προσπέλασης από το οδικό δίκτυο αποτυπωμένη στο τοπογραφικό ε.α.-01 και περιγραφόμενος στην παρ. ε.ε., σελ. 16), γεγονός το οποίο δεν αμφισβητεί η Διοίκηση ούτε με τις απόψεις της ούτε με το υπόμνημά της και αφ’ ετέρου σε στοιχεία που έχουν ήδη προσκομισθεί και υπάρχουν στον φάκελο της Διοίκησης, δοθέντος ότι το επίμαχο προσάρτημα αποτελεί ειδικότερη μελέτη της κύριας τεχνικής μελέτης των μεταλλευτικών εγκαταστάσεων Ολυμπιάδας, στην οποία εντάσσεται και η νέα μονάδα εμπλουτισμού Μαντέμ Λάκκου, που έχει ήδη υποβληθεί και εγκριθεί με την υπ’ αριθμ. Δ8-Α/Φ.7.49.13/30258ΠΕ/5159ΠΕ/10.2.2012 απόφαση του Υφυπουργού Π.Ε.Κ.Α. (υπεύθυνες δηλώσεις μελετητών, υπογραφή προσαρτήματος από διπλωματούχο μηχανικό). Υπό τα δεδομένα αυτά, οι απαριθμούμενες στο έγγραφο αυτό παρατηρήσεις δεν ανάγονται ούτε σε ανακρίβεια, ήτοι σε λανθασμένα μεγέθη και παραδοχές της υποβληθείσας μελέτης, ούτε σε ανεπάρκεια αυτής, ήτοι στην έλλειψη των απαιτούμενων από τις διατάξεις του ΚΜΛΕ στοιχείων, άνευ των οποίων η Διοίκηση αδυνατεί να εγκρίνει τους γενικότερους και ειδικότερους τεχνικούς όρους και προϋποθέσεις που θα διέπουν την επίμαχη μεταλλευτική δραστηριότητα. Εν όψει τούτων, ήτοι ότι οι διατυπωθείσες παρατηρήσεις δεν συνιστούν ούτε ανακρίβεια ούτε ανεπάρκεια των στοιχείων της τεχνικής μελέτης που υποβλήθηκε, και δεδομένου ότι ορθώς δεν περιλήφθηκαν στον προϋπολογισμό του έργου κονδύλια αποκατάστασης του περιβάλλοντος, δεδομένου ότι το κόστος αυτό δεν θα βαρύνει τον προϋπολογισμό του έργου, αλλά θα αποπληρωθεί από την εκποίηση του εμπορεύσιμου εξοπλισμού, όπως βασίμως ισχυρίστηκε η αιτούσα (βλ. κεφ. 6 παρ. 6.8.3 Μ.Π.Ε.), αλλά και του ότι η επισήμανση της Διοίκησης ότι «ορισμένα από τα υποβληθέντα στοιχεία δεν είναι στην επίσημη γλώσσα της Ελληνικής Δημοκρατίας» είναι αόριστη, καθ’ όσον δεν εξειδικεύει ποια είναι τα στοιχεία αυτά ούτε εάν αυτά απαιτούνται από την κείμενη νομοθεσία ως περιεχόμενο της τεχνικής μελέτης, δεδομένων και των ισχυρισμών της αιτούσας ότι πρόκειται για προσαρτήματα με δεδομένα παλαιότερων δοκιμών από τα οποία αντλήθηκαν στοιχεία που ενσωματώθηκαν στο σώμα της τεχνικής μελέτης που είναι συνταγμένο στην ελληνική γλώσσα, το οποίο δεν αμφισβητεί η Διοίκηση, η προσβαλλόμενη πράξη είναι πλημμελώς αιτιολογημένη και θα πρέπει, για τον βάσιμο αυτό λόγο, να ακυρωθεί, κατ’ αποδοχή της υπό κρίση αιτήσεως, η δε υπόθεση να αναπεμφθεί στην αρμόδια υπηρεσία για νέα νόμιμη κρίση.
- Επειδή, ενόψει των ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση, να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη πράξη, και να αναπεμφθεί η υπόθεση στη Διοίκηση προς νέα νόμιμη κρίση επί του αιτήματος της αιτούσας, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα.






