ΣτΕ 565/2016 [Ανάκληση απαλλοτρίωσης ακινήτου εντός παραλίας/αρμόδιο δικαστήριο]
Περίληψη
-Η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία έκρινε ότι έχει αρμοδιότητα να δικάσει το ασκηθέν από το δικαστήριο των αναιρεσειόντων ένδικο βοήθημα κατά της σιωπηρής άρνησης της Διοικήσεως να προβεί στην άρση της ως ευρισκόμενου εντός ζώνης παραλίας, είναι μη νόμιμη. Για το λόγο αυτό, αυτεπαγγέλτως εξεταζόμενο, ως αφορώντα τη δικαιοδοσία του δικάσαντος διοικητικού πρωτοδικείου, πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση. Πρέπει, δε, περαιτέρω η υπόθεση να κρατηθεί από το Συμβούλιο της Επικρατείας προκειμένου το ως άνω ένδικο βοήθημα να εκδικαστεί ως αίτηση ακυρώσεως, αφού πρόκειται για ακυρωτική διαφορά η εκδίκαση της οποίας ανήκει στην αρμοδιότητα του Ε’ Τμήματος του Δικαστηρίου.
Πρόεδρος: Αγγ. Θεοφιλοπούλου
Εισηγητής: Μ. Γκορτζολίδου
Δικηγόροι: Αν. Κούνδουρος, Κ. Παπαγεωργίου, Φ. Χατζηφώτης
Βασικές Σκέψεις
- Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η αναίρεση της 8621/2004 αποφάσεως του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε αίτηση της δικαιοπαρόχου εταιρείας των ήδη αναιρεσειόντων, για ακύρωση της παραλείψεως της Διοίκησης να εκδώσει πράξη περί της αυτοδίκαιης ανάκλησης της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης που είχε επιβληθεί σε τμήματα του ακινήτου της με την 873/16.01.1978 απόφαση του αναπληρωτή Νομάρχη Αττικής, με την οποία είχαν καθορισθεί τα όρια αιγιαλού και παραλίας στη θέση «Λαγονήσι» Ανατολικής Αττικής, από το 31ο έως το 40ο χλμ. της λεωφόρου Αθηνών – Σουνίου.
- Επειδή, από το συνδυασμό των διατάξεων των παραγράφων 1 και 3 του άρθρου 31 του Π.Δ. 18/1989 (Α΄ 8) συνάγεται ότι επί αιτήσεως αναιρέσεως κατά απόφασης δικαστηρίου, η οποία εκδόθηκε επί διοικητικής διαφοράς που ανέκυψε από διοικητική πράξη που θίγει δικαιώματα ή συμφέροντα του αναιρεσείοντος σχετικά με ορισμένο ακίνητο, τρίτος προς τον οποίο ο αναιρεσείων μεταβίβασε το ακίνητο εκκρεμούσης της αιτήσεως αναιρέσεως, έχει δικαίωμα συνέχισης της δίκης με δήλωση που κατατίθεται στη γραμματεία του δικαστηρίου ή και προφορική δήλωση στο ακροατήριο (πρβλ. ενδεικτικώς ΣτΕ 4036/2005 επταμ., 228/2009 επταμ., 2271/2008 , 1241/2008 , 622/2008 , 4841/2012, κ.ά.).
- Επειδή, με την 873/16-1-1978 απόφαση του Αναπληρωτή Νομάρχη Αττικής (Δ΄ 190) επικυρώθηκε η από 31-8-1960 έκθεση της αρμόδιας Επιτροπής καθορισμού των ορίων αιγιαλού και παραλίας στην περιοχή Βουλιαγμένης – Λαυρίου (31ο χλμ. έως 40ο χλμ. δημοσίας οδού Αθηνών – Σουνίου) και το συνοδεύον την ανωτέρω έκθεση τοπογραφικό και υψομετρικό διάγραμμα. Δυνάμει των υπ’ αριθμ. 47075/19-3-1993 και 53735/30-4-1998 συμβολαίων των Συμβολαιογράφων Αθηνών Νίκης Αλεξανδρή – Βρανάκη και Αλίκης – Άννας συζύγου Γεωργίου Παπακωνσταντίνου αντιστοίχως, εταιρεία «ΑΚΤΙΟΝ ΑΝΣΤΑΛΤ», απέκτησε ακίνητο μετά της επ’ αυτού υφισταμένης οικίας και των βοηθητικών αυτής κτισμάτων στη θέση Λαγονήσι, επί της Λεωφόρου Αθηνών- Σουνίου αρ. 249 (38,5ο χλμ.), ήτοι σε τμήμα της ως άνω αναφερομένης περιοχής. Το ως άνω ακίνητο μεταβιβάσθηκε από την ως άνω εταιρία κατά πλήρη κυριότητα, νομή και κατοχή και κατά ¼ εξ αδιαιρέτου στον καθένα και καθεμία εξ αυτών, δυνάμει του 21466/2-9-2010 συμβολαίου της συμβολαιογράφου Αθηνών Ελένης Κωνσταντινίδου – Θεοδωρακοπούλου (νομίμως μεταγεγραμμένου στα βιβλία μεταγραφών του Δήμου Κερατέας, στον τόμο 530 και με αύξ. Αριθμό 455) στους ειδικούς διαδόχους της αναιρεσειούσης και, συγκεκριμένα, στους: 1) Βασίλειο Νικολάου Θεοχαράκη, 2) Μαρίνα Δημητρίου Θεοχαράκη, 3) Δέσποινα Βασιλείου Θεοχαράκη και 4) Άννα – Μαρία Βασιλείου Θεοχαράκη, οι οποίοι δήλωσαν διά εγγράφου δηλώσεώς τους κατατεθείσας στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τη βούλησή τους περί συνεχίσεως της δίκης (βλ. έγγραφο υπ’ αριθμ. πρωτ. 1154/15-2-2013), προσκομίζοντας, μάλιστα, το σχετικό υπ’ αριθμ. 21466/3-9-2010 συμβόλαιο αγοραπωλησίας του επίμαχου ακινήτου συνταχθέν από τη Συμβολαιογράφο Αθηνών, Ελένη Κωνσταντινίδου. Συνεπώς, νομίμως αυτοί υποκαθίστανται στη θέση της δικαιοπαρόχου τους, της οποίας το έννομο συμφέρον έχει πλέον εκλείψει, και, κατ’ επέκταση, νομίμως συνεχίζουν την ανοιγείσα αναιρετική δίκη.
- Επειδή, η κρινομένη αίτηση ασκείται εμπρόθεσμα, ήτοι εντός 60 ημερών από την κοινοποίηση της αναιρεσιβαλλομένης. Ειδικότερα, η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση δημοσιεύθηκε στις 22-7-2004, επιδόθηκε στον πληρεξούσιο Δικηγόρο της αναιρεσείουσας στις 28-2-2005 και η υπό κρίση αίτηση ασκήθηκε δια της καταθέσεως του οικείου δικογράφου στο Δικαστήριο που εξέδωσε την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, ήτοι στο Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών (άρθρο 19 παρ. 6 σε συνδ. με άρθρο 17 παρ. 1 του π.δ/τος 19/1989), στις 24-3-2005 [βλ. το από 7894/2005 αποδεικτικό κοινοποίησης της Επιμελήτριας Δικαστηρίων, Ασπασίας Παπακωνσταντίνου, σε συνδυασμό με την υπ’ αριθμ. πρωτ. 3039/2005 πράξη κατάθεσης της υπό κρίση αιτήσεως (ΓΑΚ: 10246/2005)].
- Επειδή, στο άρθρο 5 παρ. 1 περ. ε΄ του π.δ/τος 361/2001 (Α΄ 244) ορίζεται ότι: «Στο Ε΄ Τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας υπάγονται τα ένδικα βοηθήματα και μέσα που αφορούν διαφορές οι οποίες προκύπτουν από την εφαρμογή της νομοθεσίας για: α) . . . . δ) τον αιγιαλό και την παραλία, ε) τη χωροταξία, την πολεοδομία και τη δόμηση γενικά, στ) . . . », ενώ στο άρθρο 6 περ. β΄ του ίδιου διατάγματος ότι: «Στο Στ΄ Τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας υπάγονται τα ένδικα βοηθήματα και μέσα που αφορούν διαφορές οι οποίες προκύπτουν από την εφαρμογή για: α) . . . β) τις αναγκαστικές απαλλοτριώσεις και τις επιτάξεις, ανεξάρτητα από το όργανο που τις κηρύσσει, με την επιφύλαξη των οριζομένων στο άρθρο 5 παρ. 1 περ. ε΄ του παρόντος, γ) . . . ». Εξάλλου, κατά το άρθρο 1 παρ. 2 της από 21.12.2001 πράξεως νομοθετικού περιεχομένου (Α΄ 288), η οποία κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2990/2002 (Α΄ 30), σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 11 παρ. 4 του Κώδικα Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων Ακινήτων, ο οποίος κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2882/2001 (Α΄ 17) και τέθηκε σε ισχύ από της 7.5.2001 με το άρθρο δεύτερο αυτού, αρμόδιο να αποφαίνεται σε πρώτο και τελευταίο βαθμό επί των διαφορών, οι οποίες γεννώνται από ατομικές πράξεις διοικητικών αρχών, οι οποίες αφορούν την ανάκληση μη συντελεσμένων ρυμοτομικών απαλλοτριώσεων και την άρση διατηρουμένων επί μακρόν ρυμοτομικών βαρών, είναι το τριμελές διοικητικό πρωτοδικείο, στην περιφέρεια του οποίου ευρίσκεται το απαλλοτριούμενο ακίνητο ή το ακίνητο, σε βάρος του οποίου έχει επιβληθεί το ρυμοτομικό βάρος. Κατά την έννοια των ίδιων διατάξεων, οι εν λόγω διοικητικές διαφορές οργανώνονται ως διοικητικές διαφορές ουσίας, εκδικαζόμενες κατά τις διατάξεις του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, οι δε εκδιδόμενες επ’ αυτών αποφάσεις του τριμελούς διοικητικού πρωτοδικείου, οι οποίες χαρακτηρίζονται ως ανέκκλητες, υπόκεινται μόνον στο ένδικο μέσο της αιτήσεως αναιρέσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ 2102/2012, 293/2012, 839/2009, 4004/2008, 3856/ 2008, 3908/2007). Περαιτέρω, όπως έχει γίνει δεκτό, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 6 περ. β’ και 5 παρ. 1 περ. ε’ του π.δ/τος 361/ 2001 (Α’ 244) συνάγεται ότι αιτήσεις ακυρώσεως κατά πράξεων οποιασδήποτε διοικητικής αρχής, με τις οποίες κηρύσσεται η αναγκαστική απαλλοτρίωση ακινήτων υπάγονται στην αρμοδιότητα του ΣΤ’ Τμήματος του Δικαστηρίου, με την εξαίρεση των περιπτώσεων, κατά τις οποίες πράξεις εκδιδόμενες κατ’ εφαρμογήν και κατά την ιδιαιτέρα διαδικασία, η οποία προβλέπεται στη νομοθεσία για την χωροταξία, τον χωροταξικό καθορισμό αιγιαλού και παραλίας, την πολεοδομία και την δόμηση γενικώς συνεπάγονται την απαλλοτρίωση ακινήτων, οπότε οι σχετικές διαφορές υπάγονται στην αρμοδιότητα του Ε’ Τμήματος (πρβλ. ΣτΕ 2178/ 2004 Ολομ.).
- Επειδή, ο α.ν. 2344/1940 «Περί αιγιαλού και παραλίας» (Α΄ 154), ο οποίος καταργήθηκε με το άρθρο 34 παρ. 3 του ήδη ισχύοντος ν. 2971/2001, ορίζει στο άρθρο 1 ότι «Ο αιγιαλός, ήτοι η περιστοιχούσα την θάλασσαν χερσαία ζώνη, η βρεχομένη από τας μεγίστας πλην συνήθεις αναβάσεις των κυμάτων, είναι κτήμα κοινόχρηστον, ανήκει ως τοιούτον εις το Δημόσιον και προστατεύεται και διαχειρίζεται υπ’ αυτού», ενώ στα άρθρα 2 και 3 προβλέπει τη διαδικασία καθορισμού της οριογραμμής του αιγιαλού. Ειδικότερα, στο άρθρο 2 του ανωτέρω νόμου ορίζεται ότι ο καθορισμός της οριογραμμής του αιγιαλού γίνεται από ειδική προς τούτο Επιτροπή επί τοπογραφικού και υψομετρικού διαγράμματος, στο δε άρθρο 4 ότι «1. Τμήματα ιδιωτικών τυχόν κτημάτων, χαρακτηρισθέντα υπό της κατά το άρθρον 3 Επιτροπής ως μη τοιαύτα, άλλως ανήκοντα εις τον αιγιαλόν, θεωρούνται ως κηρυχθέντα απαλλοτριωτέα αναγκαστικώς υπέρ του Δημοσίου ίνα περιληφθώσιν εις τον αιγιαλόν, άμα τη δημοσιεύσει δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως της εκθέσεως της Επιτροπής μετά του διαγράμματος κατά τα εν άρθρω 3 οριζόμενα. 2. Εις τους κυρίους των κτημάτων τούτων και εις τους αξιούντας οιαδήποτε δίκαια επ’ αυτών παρέχεται… προθεσμία… εντός της οποίας οφείλουσι ν’ αναγγείλωσιν εις τον Υπουργόν των Οικονομικών τα αξιώσεις των … 3. Ως προς τον καθορισμόν τιμής μονάδος αποζημιώσεως και την περαιτέρω διαδικασίαν απαλλοτριώσεως εφαρμόζονται οι διατάξεις [του οικείου νόμου περί αναγκαστικών απαλλοτριώσεων]», στο δε άρθρο 5, ως ίσχυε προ της αντικαταστάσεώς του με το άρθρο 23 παρ. 5 του ν. 1337/1983 (Α΄ 33), ορίζεται ότι όπου ο αιγιαλός, λόγω της φύσεως της συνεχόμενης ξηράς, δεν δύναται να εξυπηρετήσει την επικοινωνία της θάλασσας με την ξηρά και της ξηράς με τη θάλασσα, επιτρέπεται η διαπλάτυνσή του με την προσθήκη σ’ αυτόν λωρίδας από την παρακείμενη ξηρά, μη δυναμένης να οικοδομηθεί, η οποία καλείται παραλία». Σύμφωνα με το επόμενο άρθρο 6, ως αρχικώς ίσχυε, η οριογραμμή της παραλίας καθορίζεται από την ανωτέρω Επιτροπή επί διαγράμματος (παρ. 1), η δημιουργία δε της παραλίας γίνεται με διάταγμα (παρ. 2) και τα επί των ακινήτων της παραλίας «εμπράγματα δικαιώματα ιδιωτών ή νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου αποζημιούνται υπό του Δημοσίου κατά τας εκάστοτε κειμένας διατάξεις περί αποζημιώσεως απαλλοτριουμένων ακινήτων λόγω δημοσίας ανάγκης ή κοινής ωφελείας» (παρ. 3). Η παρ. 2 του άρθρου αυτού αντικαταστάθηκε ακολούθως με το άρθρο 13 του ν. 1078/1980 (Α΄ 238), ορισθέντος ότι «η δημιουργία παραλίας γίνεται δι’αποφάσεως του Υπουργού Οικονομικών, επικυρούσης… την έκθεσιν της Επιτροπής μετά του διαγράμματος» και ότι «[α]πό της δημοσιεύσεως δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως της ανωτέρω αποφάσεως, μετά της εκθέσεως και του διαγράμματος, θεωρείται οριστικώς καθορισθείσα η παραλία». Τέλος, σύμφωνα με το ν. 301/1976 (Α΄ 91), στο Τεύχος Τέταρτο της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως δημοσιεύονται, μεταξύ άλλων, οι πράξεις καθορισμού αιγιαλού και παραλίας.
- Επειδή, περαιτέρω, σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 2 του ήδη ισχύοντος ν. 2971/2001 «Αιγιαλός, παραλία και άλλες διατάξεις» (Α΄ 285), ο αιγιαλός και η παραλία «είναι πράγματα κοινόχρηστα και ανήκουν κατά κυριότητα στο Δημόσιο, το οποίο τα προστατεύει και τα διαχειρίζεται», ενώ ορίζεται στο άρθρο 7 παρ. 2 ότι «Εμπράγματα δικαιώματα ιδιωτών, επί ακινήτων της παραλίας, απαλλοτριώνονται λόγω δημόσιας ωφέλειας με και από τη δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως της απόφασης του Υπουργού Οικονομικών, που επικυρώνει την έκθεση και το διάγραμμα του αιγιαλού και της παραλίας… χωρίς να απαιτείται άλλη πρόσθετη διαδικασία για την κήρυξη της απαλλοτρίωσης…», στο δε άρθρο 10 παρ. 1-3 ότι «1. Σε περίπτωση που ιδιώτες προβάλλουν ιδιοκτησιακά δικαιώματα επί χώρων που χαρακτηρίστηκαν… ότι ανήκουν στον αιγιαλό, τα δικαιώματα αυτά θεωρούνται αναγκαστικώς απαλλοτριωθέντα υπέρ του Δημοσίου για να περιληφθούν στον αιγιαλό από και με τη δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως της έκθεσης της Επιτροπής μαζί με το διάγραμμα … 2. Στους κυρίους των κτημάτων αυτών και σε αυτούς που αξιώνουν άλλα δικαιώματα σε αυτά, παρέχεται … προθεσμία … εντός της οποίας οφείλουν να αναγγείλουν στον Υπουργό Οικονομικών τις αξιώσεις τους … 3. Ως προς τον καθορισμό τιμής μονάδας αποζημίωσης και την περαιτέρω διαδικασία απαλλοτρίωσης εφαρμόζονται οι κείμενες διατάξεις περί αναγκαστικών απαλλοτριώσεων».
- Επειδή, από τις παρατεθείσες στις προηγούμενες σκέψεις διατάξεις συνάγεται ότι ο καθορισμός της οριογραμμής του αιγιαλού και της παραλίας επάγεται την κήρυξη ως αναγκαστικώς απαλλοτριωτέων τυχόν ιδιωτικών ακινήτων κειμένων εντός των ούτω καθοριζομένων ορίων, καθώς και την επιβολή απαγορεύσεων και περιορισμών στην χρήση και εκμετάλλευση εν γένει των ακινήτων αυτών, ακόμη και προ της κατά νόμο συντελέσεως της απαλλοτριώσεως με την καταβολή της προσήκουσας αποζημιώσεως στους θιγόμενους ιδιοκτήτες (ΣτΕ 1949/2014, 2274/2011 και πρβλ. ΣτΕ 2859/2007, 1413/1994). Και τούτο διότι, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 967 του Αστικού Κώδικα [ΑΚ] και των άρθρων 1 και 5 του α.ν. 2344/1940 και 2 του ν. 2971/2001, ο αιγιαλός και η παραλία περιλαμβάνονται στα κοινόχρηστα πράγματα, τα οποία προορίζονται για την άμεση εξυπηρέτηση δημόσιου σκοπού, η διαχείρισή τους δε αντιδιαστέλλεται από τη διαχείριση της ιδιωτικής περιουσίας του Δημοσίου και αποτελεί άσκηση δημόσιας εξουσίας. Τέλος, εφόσον για τον καθορισμό ακινήτου ως ευρισκόμενου εντός ζώνης παραλίας εφαρμόζονται οι περί αιγιαλού και παραλίας διατάξεις, η διαφορά που αναφύεται από τη σιωπηρή άρνηση αποχαρακτηρισμού ιδιωτικού ακινήτου ευρισκόμενου εντός της ως άνω ζώνης δεν έχει το χαρακτήρα διοικητικής διαφοράς ουσίας, υπαγόμενης στα διοικητικά δικαστήρια με άσκηση προσφυγή, αλλά έχει χαρακτήρα ακυρωτικής διαφοράς υπαγόμενης στην αρμοδιότητα του Ε΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας ως διαφορά ανακύπτουσα από την εφαρμογή της νομοθεσίας περί αιγιαλού και παραλίας (πρβλ ΣτΕ 1949/2014)
- Επειδή, με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση απερρίφθη η από 28.3.2002 αίτηση της δικαιοπαρόχου εταιρείας των ήδη αναιρεσειόντων για την ακύρωση της παράλειψης της Διοίκησης να εκδώσει βεβαιωτική πράξη περί της αυτοδικαίως επελθούσης άρσεως της απαλλοτρίωσης τμημάτων της ιδιοκτησίας της που ενέπιπταν εντός των ορίων της ως άνω καθορισθείσης ζώνης παραλίας, διότι ουδέποτε συνετάχθη πράξη αναλογισμού ούτε καθορίσθηκε δικαστικώς ή εξωδίκως η προσωρινή ή οριστική αποζημίωση που οφείλεται για την ως άνω απαλλοτρίωση. Ειδικότερα, το δικάσαν δικαστήριο έκρινε ότι δεν ήταν δυνατόν να πιθανολογηθεί εμπράγματο δικαίωμα της εν λόγω εταιρείας στα επίμαχα τμήματα της ως άνω εκτάσεως, καθόσον τα τελευταία -συνεπεία του καθορισμού οριογραμμής αιγιαλού και παραλίας- είχαν καταστεί κοινόχρηστα ήδη από της δημοσιεύσεως της προαναφερομένης αποφάσεως του Αναπληρωτή Νομάρχη Ανατολικής Αττικής, και απέρριψε την αίτηση ως ασκουμένη άνευ εννόμου συμφέροντος.
- Επειδή, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στη σκέψη 9, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία έκρινε ότι έχει αρμοδιότητα να δικάσει το ασκηθέν από τη δικαιοπάροχο των αναιρεσειόντων ένδικο βοήθημα κατά της σιωπηρής άρνησης της Διοικήσεως να προβεί στην άρση της δέσμευσης που συνεπαγόταν ο χαρακτηρισμός του ακινήτου της ως ευρισκόμενου εντός ζώνης παραλίας, είναι μη νόμιμη. Για το λόγο αυτό, αυτεπαγγέλτως εξεταζόμενο, ως αφορώντα τη δικαιοδοσία του δικάσαντος διοικητικού πρωτοδικείου, πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση. Πρέπει, δε, περαιτέρω η υπόθεση να κρατηθεί από το Συμβούλιο της Επικρατείας προκειμένου το ως άνω ένδικο βοήθημα να εκδικαστεί ως αίτηση ακυρώσεως, αφού πρόκειται για ακυρωτική διαφορά η εκδίκαση της οποίας ανήκει στην αρμοδιότητα του Ε΄ Τμήματος του Δικαστηρίου (ΣτΕ 1949/2014,2163/2010, 1008/2009, 274/2004). Προκειμένου δε να τηρηθούν και στην παρούσα περίπτωση οι διατάξεις που ισχύουν για την άσκηση του ένδικου βοηθήματος της αιτήσεως ακυρώσεως, πρέπει να εφαρμοσθούν αναλόγως οι συναφείς διατάξεις του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8), όπως ισχύουν. Ειδικότερα, με μέριμνα της Γραμματείας του Δικαστηρίου πρέπει, μετά τη δημοσίευση της παρούσης αποφάσεως, το μεν να καταχωρισθεί στο κατά την παρ. 1 του άρθρου 19 του π.δ. 18/1989 βιβλίο το ως άνω ένδικο βοήθημα, κατ’ ανάλογη εφαρμογή της παρ. 2 του ίδιου άρθρου, το δε να κοινοποιηθεί η απόφαση αυτή με αποδεικτικό στους διαδίκους, προκειμένου να αρχίσει για τους αναιρεσείοντες η κατά την, αναλόγως και εν προκειμένω εφαρμοστέα, παρ. 3 του άρθρου 35 του π.δ. 18/1989 μηνιαία προθεσμία για την συμπλήρωση παραβόλου (Ολ. ΣτΕ 2371/1988, 4486/1988, 2412/1997). Περαιτέρω, μετά τον ορισμό δικασίμου και εισηγητού της υποθέσεως και την εγγραφή στο πινάκιο, οι αναιρεσείοντες, οι οποίοι επέχουν πλέον θέση αιτούντων, μπορούν, αν έχουν συμπληρώσει εγκαίρως τέλη και παράβολο, να προβάλουν παραδεκτώς πρόσθετους λόγους ακυρώσεως κατά τις διατάξεις του άρθρου 25 του π.δ. 18/ 1989, οι οποίες εφαρμόζονται αναλόγως εν προκειμένω (ΣτΕ 2163/2010).
- Επειδή, τέλος, το Δικαστήριο, εκτιμώντας τις περιστάσεις, κρίνει ότι πρέπει να συμψηφισθεί η δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων (άρθρο 39 παρ. 1 του π.δ. 18/1989).






