ΣτΕ 524/2016 [Αναιτιολόγητη μεμονωμένη πράξη εφαρμογής στην παραλία Καλυβίων]
Περίληψη
-Η ορθή τήρηση της σειράς προτεραιότητας των εδαφικών τμημάτων που προέρχονται από τις εισφορές σε γη δεν ανάγεται στην ακυρωτικώς κατ’αρχήν ανέλεγκτη ουσιαστική, τεχνικής φύσεως, εκτίμηση των αρμόδιων οργάνων για τον προσφορότερο τρόπο τακτοποιήσεως των οικοπέδων, αλλά ελέγχεται και πρέπει να μπορεί να διακριβώνεται βάσει της αιτιολογίας που είτε παρατίθενται στην πράξη εφαρμογής ή την κυρωτική πράξη, είτε προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου.
-Τέτοια αιτιολογία εν προκειμένω δεν προκύπτει, σύμφωνα με τα στοιχεία του φακέλου και, ως εκ τούτου, η προσβαλλόμενη αιτιολογείται κατά τούτο πλημμελώς. Κατόπιν της αποδοχής της αιτήσεως ακυρώσεως η υπόθεση πρέπει να αναπεμφθεί στη Διοίκηση, δηλαδή στην αρμόδια για την κύρωση της πράξης εφαρμογής και την εξέταση των ενστάσεων Περιφέρεια Αττικής (Περιφερειακή Ενότητα Ανατολικής Αττικής), προκειμένου να εξετασθεί εξυπαρχής η ένσταση του εκκαλούντος.
Πρόεδρος: Αγγ. Θεοφιλοπούλου
Εισηγητής: Αντ. Ντέμσιας
Δικηγόροι: Αθ. Καρέλας, Φ. Χατζηφώτης
Βασικές Σκέψεις
- Επειδή, με την υπό κρίση έφεση ζητείται, παραδεκτώς η εξαφάνιση της 1625/2008 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία απερρίφθη αίτηση ακυρώσεως του εκκαλούντος κατά της 9121/1482/31.5.2005 αποφάσεως του Νομάρχη Ανατολικής Αττικής, με την οποία κυρώθηκε, με διορθώσεις, μεμονωμένη πράξη εφαρμογής της πολεοδομικής μελέτης της περιοχής «Παραλίας» του Δήμου Καλυβίων Θορικού, η οποία εγκρίθηκε με το π.δ/μα της 14.9.1995 (Δ’ 723), στα Οικοδομικά Τετράγωνα που εφάπτονται στη Λεωφόρο Καλυβίων.
- Επειδή, με την παρ. ΙΙ ΣΤ περ. 41 του άρθρου 186 του ν. 3852/2010 (Α´ 87), η οποία προστέθηκε με την παρ. 10 (περ. ε΄) του άρθρου 44 του ν. 3979/2011 (Α´ 138), η αρμοδιότητα κύρωσης της πράξης εφαρμογής της πολεοδομικής μελέτης κατά τις διατάξεις του άρθρου 12 του ν. 1337/1983 και η κρίση των ενστάσεων που υποβλήθηκαν κατ’ αυτής περιήλθαν, τελικώς, στην αρμοδιότητα των Περιφερειών. Συνεπώς, κατά το άρθρο 283 παρ. 2 του ν. 3852/2010, η παρούσα δίκη νομίμως συνεχίζεται κατά της Περιφέρειας Αττικής (ΣΕ 1497/2015, 2129/2014 κ.ά.).
- Επειδή, οι ρυθμίσεις του ν. 1337/1983 «Eπέκταση των πολεοδομικών σχεδίων, οικιστική ανάπτυξη και σχετικές ρυθμίσεις» (Α΄ 33), οι οποίες αναφέρονται στην ένταξη οικισμών σε πολεοδομικό σχέδιο και την επέκταση εγκεκριμένων σχεδίων πόλεως, είναι εφαρμοστέες μόνον προκειμένου περί περιοχών κυρίας κατοικίας και δεν καλύπτουν περιοχές δεύτερης κατοικίας (άρθρο 1 παρ. 2), η δε θέσπιση των κανόνων που διέπουν την πολεοδόμηση των τελευταίων αυτών περιοχών ανατίθετο στην Διοίκηση με την εξουσιοδοτική διάταξη του άρθρου 42 παρ. 4 του ιδίου νόμου, ήδη δε του άρθρου 2 παρ. 13 του ν. 2242/1994 «Πολεοδόμηση περιοχών δεύτερης κατοικίας σε Ζώνες Οικιστικού Ελέγχου ..» (Α’ 162), μετά την κατάργηση με το άρθρο 7 περ. α’ του νόμου αυτού της ως άνω εξουσιοδοτικής διατάξεως του άρθρου 42 παρ. 4 του ν. 1337/1983. Βάσει της εξουσιοδοτικής διατάξεως του άρθρου 42 παρ. 4 του ν. 1337/83, όπως είχε αντικατασταθεί με το άρθρο 35 του ν. 1545/1985 (Α’ 91), η οποία προέβλεπε ότι «με π.δ/μα, που εκδίδεται με πρόταση του Υπουργού Χωροταξίας, Οικισμού και Περιβάλλοντος, κανονίζονται οι όροι, οι προϋποθέσεις και οι διαδικασίες, με τις οποίες μπορεί να εγκρίνεται η πολεοδόμηση περιοχών δεύτερης κατοικίας μέσα στις Ζ.Ο.Ε. και στα τμήματα που έχει προσδιορισθεί η χρήση της δεύτερης κατοικίας. Με το πιο πάνω διάταγμα κανονίζονται για τις περιπτώσεις της παραγράφου αυτής ειδικότεροι όροι και περιορισμοί και ποσοστά εισφοράς σε γη και χρήμα, που μπορεί να είναι διαφορετικά από τα αντίστοιχα των επεκτάσεων του κεφαλαίου Α του νόμου αυτού και ρυθμίζεται κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή της παραγράφου αυτής», εκδόθηκε το από 16-8/30-8-1985 π.δ/μα «Πολεοδόμηση περιοχών δεύτερης κατοικίας μέσα στις Ζ.Ο.Ε. και σχετικές ρυθμίσεις» (Δ’ 416), το οποίο καταργήθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του π.δ/τος της 27.8.1993 (Δ’ 1018), αλλά επαναφέρθηκε σε ισχύ με το άρθρο 2 παρ. 1 του ως άνω ν. 2242/1994. Ο εν λόγω νόμος 2242/1994, με το άρθρο 2, τροποποίησε διατάξεις των άρθρων 4, 6, 7, 8 και 9 του ως άνω από 16-8/30-8-1985 π.δ/τος και, με το άρθρο 7 περ. γ’, κατήργησε τις διατάξεις των άρθρων 1 έως και 3 του ίδιου π.δ/τος. Το από 16-8/30-8-1985 π.δ/μα, όπως κατά τα ανωτέρω ισχύει, ορίζει, μεταξύ άλλων, τα εξής: Άρθρο 4 («Πολεοδομική Μελέτη»): «1. .. 4. Η πολεοδόμηση γίνεται κατά ενότητες και κατά τα οριζόμενα στην παρ. 6 του παρόντος άρθρου. 5. Η πολεοδομική μελέτη εκπονείται βάσει οριζοντιογραφικού και υψομετρικού και Κτηματογραφικού διαγράμματος και περιλαμβάνει τους απαραίτητους χάρτες, διαγράμματα και κείμενα, ώστε να περιέχει όλα τα απαιτούμενα κατά το παρόν διάταγμα στοιχεία και ειδικότερα: α) .. θ) Την κατά προσέγγιση έκταση γης που προκύπτει από τις εισφορές κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 6 του παρόντος δ/τος υπολογισμένη με τις ενδείξεις του κτηματογραφικού διαγράμματος, τις εισφορές σε χρήμα, τη σύγκριση των παραπάνω με το κόστος αναγκών σε γη και έργα ανάπτυξης της ενότητας και την πρόταση κατανομής τους ανά ενότητα ή περιοχή. ι) .. 6. Ο καθορισμός του μεγέθους και των ορίων των ενοτήτων γίνεται έτσι ώστε να εξασφαλίζεται η πλέον ενδεδειγμένη οργάνωση των περιοχών δεύτερης κατοικίας με την πρόβλεψη των απαραίτητων εξυπηρετήσεων των κατοίκων τους και απόκτηση γης για κοινόχρηστους και κοινωφελείς χώρους. 7. .. 9. ..». Άρθρο 5 («Έγκριση της πολεοδομικής μελέτης»): «1. Η πολεοδομική μελέτη εγκρίνεται κατά τους ορισμούς της παρ. 1 του άρθρ. 7 του Ν. 1337/1983. 2. Η έγκριση της πολεοδομικής μελέτης έχει τις συνέπειες έγκρισης σχεδίου πόλης κατά τις διατάξεις του Ν.Δ. της 17.7.1923. Για την εισφορά σε γη και την εισφορά σε χρήμα εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρ. 6 και 7 του παρόντος διατάγματος. .. 4. ..». Άρθρο 6 («Εισφορά σε γη»): «1. Οι ιδιοκτησίες που εντάσσονται στο Πολεοδομικό Σχέδιο σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος δ/τος υποχρεούνται να συμμετάσχουν με εισφορά σε γη στη δημιουργία των απαραίτητων κοινόχρηστων χώρων και γενικά στην ικανοποίηση κοινωφελών χρήσεων και σκοπών κατά τις επόμενες διατάξεις. 2. Η εισφορά σε γη κατά την προηγούμενη παράγραφο αποτελείται από ποσοστό επιφάνειας κάθε ιδιοκτησίας πριν από την πολεοδόμησή της και ειδικότερα την 10η Μαρτίου 1982 το οποίο υπολογίζεται κατά τον ακόλουθο τρόπο: α) Για τμήμα ιδιοκτησίας μέχρι 250 τ.μ. ποσοστό 5%. β) Για τμήμα ιδιοκτησίας πάνω από 250 τ.μ. μέχρι 500 τ.μ. ποσοστό 10%. γ) Για τμήμα ιδιοκτησίας πάνω από 500 τ.μ. μέχρι 1.000 τ.μ. ποσοστό 15%. δ) Για τμήμα ιδιοκτησίας πάνω από 1.000 τ.μ. μέχρι 4.000 τ.μ. ποσοστό 30%. ε) Με την επιφύλαξη της περίπτωσης (στ) για τμήμα ιδιοκτησίας πάνω από 4.000 τ.μ. ποσοστό 50%. στ. Για αυτοτελείς ιδιοκτησίες μεγαλύτερες των 10.000 τ.μ. για το τμήμα τους πάνω από 10.000 τ.μ. ποσοστό εξήντα τοις εκατό (60%). .. 3. Ως εμβαδά ιδιοκτησιών για τον υπολογισμό της συμμετοχής σε γη λαμβάνονται τα εμβαδά που είχαν οι ιδιοκτήτες στις 10.3.1982. Για την εφαρμογή των παραπάνω εισφορών ως ιδιοκτησία νοείται το άθροισμα των ιδιοκτησιών γης ενός και του αυτού ιδιοκτήτη που περιλαμβάνεται στα όρια της προς ένταξη περιοχής, η οποία δεν μπορεί να είναι μικρότερη της ενότητας όπως αυτή ορίζεται στην παρ. 4 του άρθρου 4 του παρόντος δ/τος. .. 4. Η εισφορά σε γη πραγματοποιείται με την πράξη εφαρμογής του άρθρου 12 του Ν. 1337/1983 .. 5. Σε περίπτωση που η συμμετοχή σε γη πρέπει να ληφθεί από μη ρυμοτομούμενο τμήμα ιδιοκτησίας, αλλά κατά την κρίση της αρμόδιας πολεοδομικής αρχής το τμήμα γης που πρόκειται να αποτελέσει αντικείμενο εισφοράς δεν είναι αξιοποιήσιμο πολεοδομικά ή η αφαίρεσή του είναι φανερά επιζήμια για την ιδιοκτησία μπορεί να μετατρέπεται σε ισάξια χρηματική συμμετοχή που διατίθεται αποκλειστικά για τη δημιουργία κοινοχρήστων χώρων και κοινωφελών χρήσεων και σκοπών. .. 6. Τα εδαφικά τμήματα που προέρχονται από εισφορά σε γη διατίθενται κατά σειρά προτεραιότητας: α) Για τη δημιουργία κοινόχρηστων χώρων μέσα στην ίδια ενότητα. β) Για την παραχώρηση οικοπέδων, σε ιδιοκτήτες της ίδιας ενότητας των οποίων τα οικόπεδα ρυμοτομούνται εξ ολοκλήρου ή κατά ποσοστό μεγαλύτερο από το καθοριζόμενο στην παράγραφο 2 του άρθρου αυτού και εφόσον δεν είναι δυνατή η τακτοποίησή τους, σύμφωνα με τους κατά το άρθρο 12 του Ν. 1337/1983 τρόπους. γ) Για κοινωφελείς χώρους και σκοπούς μέσα στην ίδια ενότητα. δ) Για τη δημιουργία χώρων κοινοχρήστων και κοινωφελών χρήσεων και σκοπών για τις γενικότερες ανάγκες της περιοχής. ε) καθώς και για παραχώρηση οικοπέδων σε ιδιοκτήτες άλλων πολεοδομικών ενοτήτων δεύτερης κατοικίας του ίδιου δήμου ή κοινότητας, των οποίων τα οικόπεδα ρυμοτομούνται εξ ολοκλήρου, σύμφωνα με το εγκεκριμένο σχέδιο, για τη δημιουργία κοινόχρηστων ή κοινωφελών χώρων ή κατά ποσοστό περισσότερο από την προκύπτουσα, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, υποχρέωσή τους. .. (η περίπτωση ε’ προστέθηκε με το άρθρο 2 παρ. 7 του ν. 2242/1994). 7. .. 9. Κατά τα λοιπά, εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις του άρθρου 8 του ν. 1337/1983 (η παράγραφος 9 προστέθηκε με το άρθρο 2 παρ. 9 του ν. 2242/1994)». Στο δε άρθρο 9, το ως άνω από 16-8/30-8-1985 π.δ/μα ορίζει ότι: «1. Για την εφαρμογή της Πολεοδομικής Μελέτης εφαρμόζονται ανάλογα οι διατάξεις του άρθρου 12 του Νομ. 1337/1983. 2. .. 5. Οι ακριβείς υποχρεώσεις του ιδιοκτήτη σύμφωνα με τα άρθρα 6 [«Εισφορά σε γη», παρατεθέν ανωτέρω] και 7 [«Εισφορά σε χρήμα»] προσδιορίζονται με την κύρωση της πράξης εφαρμογής ..».
- Επειδή, εξάλλου, στις διατάξεις των άρθρων 8 και 12, οι οποίες εφαρμόζονται αναλόγως, κατά τα ανωτέρω, προκειμένου για την πολεοδόμηση περιοχών δεύτερης κατοικίας και μνημονεύονται στο προοίμιο της προσβληθείσας με την αίτηση ακυρώσεως του εκκαλούντος νομαρχιακής αποφάσεως, ο ως άνω ν. 1337/1983 προβλέπει τα εξής: Στο άρθρο 8, που ρυθμίζει τα της εισφοράς σε γη για τη δημιουργία των κοινοχρήστων χώρων που προβλέπονται από την πολεοδομική μελέτη και οι διατάξεις του οποίου έχουν περιληφθεί στο άρθρο 45 του Κώδικα βασικής πολεοδομικής νομοθεσίας (Δ΄ 580/27.7.1999), ότι: «1. Οι ιδιοκτησίες που βρίσκονται σε ζώνες πυκνοδομημένες και οι οποίες εντάσσονται σε πολεοδομικό σχέδιο ή στις οποίες επεκτείνεται το πολεοδομικό σχέδιο με τις διατάξεις του νόμου αυτού, υποχρεούνται να συμμετάσχουν στη δημιουργία των κοινοχρήστων χώρων που προβλέπονται από την πολεοδομική μελέτη. Για το ποσοστό της συμμετοχής, τη διαδικασία προσδιορισμού και τον τρόπο βεβαίωσης εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 32-39 του Ν.Δ/τος της 17.7.1923 “περί σχεδίων πόλεων κ.λπ.”, του άρθρου 6 του Ν. 5269/1931 και των εκτελεστικών τους διαταγμάτων όπως τροποποιήθηκαν και ισχύουν σήμερα. 2. .. 3. Οι ιδιοκτησίες που εντάσσονται στο πολεοδομικό σχέδιο ή στις οποίες επεκτείνεται το πολεοδομικό σχέδιο σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου αυτού και βρίσκονται σε ζώνες αραιοδομημένες ή αδόμητες, υποχρεούνται να συμμετάσχουν με εισφορά γης στη δημιουργία των απαραίτητων κοινόχρηστων χώρων και γενικά στην ικανοποίηση κοινωφελών χρήσεων και σκοπών κατά τις επόμενες διατάξεις. 4. Η εισφορά σε γη κατά την προηγούμενη παράγραφο αποτελείται από ποσοστό επιφάνειας κάθε ιδιοκτησίας πριν από την πολεοδόμησή της, το οποίο υπολογίζεται κατά τον ακόλουθο τρόπο. α. Για τμήμα ιδιοκτησίας μέχρι 250 τ.μ. ποσοστό 10%. β. Για τμήμα ιδιοκτησίας πάνω από 250 τ.μ. μέχρι 500 τ.μ. ποσοστό 20%. γ. Για τμήμα ιδιοκτησίας πάνω από 500 τ.μ. μέχρι 1000 τ.μ. ποσοστό 30%. δ. Για τμήμα ιδιοκτησίας πάνω από 1000 τ.μ. μέχρι 2000 τ.μ. ποσοστό 40%. ε. Με την επιφύλαξη της περιπτώσεως (στ), για τμήμα ιδιοκτησίας πάνω από 2000 τ.μ. ποσοστό 50%. στ. Για αυτοτελείς ιδιοκτησίες μεγαλύτερες των 10.000 τ.μ. που ανήκουν σ’ έναν ιδιοκτήτη, για το τμήμα τους πάνω από 10.000 τ.μ. σε ποσοστό 60%. T’ ανωτέρω εφαρμόζονται και σε ιδιοκτησίες εξ αδιαιρέτου κατά το ποσοστό συνιδιοκτησίας που αντιστοιχεί σε έκταση γης μεγαλύτερη από 10.000 τ.μ. ζ. .. 5. Ως εμβαδά ιδιοκτησιών για τον υπολογισμό της συμμετοχής σε γη λαμβάνονται τα εμβαδά που είχαν οι ιδιοκτησίες στις 10.3.1982. Για την εφαρμογή της παρ. 4, ως ιδιοκτησία νοείται το άθροισμα των ιδιοκτησιών γης ενός και του αυτού ιδιοκτήτη που περιλαμβάνονται στα όρια της προς ένταξη περιοχής, η οποία δεν μπορεί να είναι μικρότερη της πολεοδομικής ενότητας. .. 6. Η εισφορά γης πραγματοποιείται με την πράξη εφαρμογής του άρθρου 12 του νόμου αυτού .. 7. Σε περίπτωση που η συμμετοχή σε γη πρέπει να ληφθεί από μη ρυμοτομούμενο τμήμα ιδιοκτησίας, πλην όμως κατά την κρίση της αρχής το τμήμα γης που πρόκειται να αποτελέσει αντικείμενο εισφοράς δεν είναι αξιοποιήσιμο πολεοδομικά ή η αφαίρεσή του είναι φανερά επιζήμια για την ιδιοκτησία, μπορεί να μετατρέπεται σε ισάξια χρηματική συμμετοχή που διατίθεται αποκλειστικά για τη δημιουργία κοινόχρηστων χώρων και κοινωφελών χρήσεων και σκοπών. Για την πραγματοποίηση της μετατροπής εφαρμόζονται ανάλογα οι διατάξεις του άρθρου 9 για την εισφορά σε χρήμα. 8. Τα εδαφικά τμήματα που προέρχονται από εισφορά γης διατίθενται κατά σειρά προτεραιότητας: α. Για τη δημιουργία κοινόχρηστων χώρων μέσα στην ίδια πολεοδομική ενότητα. β. Για την παραχώρηση οικοπέδων σε ιδιοκτήτες της ίδιας πολεοδομικής ενότητας των οποίων τα οικόπεδα ρυμοτομούνται εξ ολοκλήρου ή κατά ποσοστό περισσότερο από το καθοριζόμενο στην παρ. 4 και εφόσον δεν είναι δυνατή η τακτοποίηση τους, σύμφωνα με τους κατά το άρθρο 12 τρόπους. γ. Για κοινωφελείς χώρους και σκοπούς μέσα στην ίδια πολεοδομική ενότητα. δ. Για την δημιουργία χώρων κοινόχρηστων και κοινωφελών χρήσεων και σκοπών για τις γενικότερες ανάγκες της περιοχής, καθώς και για παραχώρηση οικοπέδων σε ιδιοκτήτες άλλων πολεοδομικών ενοτήτων του ίδιου δήμου ή κοινότητας μέσα στα όρια του Γενικού Πολεοδομικού Σχεδίου, των οποίων τα οικόπεδα ρυμοτομούνται εξ ολοκλήρου, σύμφωνα με το εγκεκριμένο σχέδιο, για τη δημιουργία κοινόχρηστων ή κοινωφελών χώρων, ή κατά ποσοστό περισσότερο από την προκύπτουσα, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, υποχρέωσή τους. .. (όπως η παρ. 4 συμπληρώθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του ν. 1647/1986, Α’ 141). .. 9. .. 13. ..». Στο δε άρθρο 12 του αυτού ν. 1337/1983, οι διατάξεις του οποίου έχουν περιληφθεί στο άρθρο 48 του Κ.Β.Π.Ν., προβλέπονται, σχετικά με την εφαρμογή της πολεοδομικής μελέτης, τα εξής: «1. Η εφαρμογή της πολεοδομικής μελέτης πραγματοποιείται με τη σύνταξη πράξεων εφαρμογής και με επιφύλαξη των διατάξεων των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 8 του νόμου αυτού. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, οι πράξεις αναλογισμού που προβλέπονται από τις διατάξεις αυτές μπορεί να περιλαμβάνονται σε πράξη εφαρμογής. 2. Η πράξη εφαρμογής περιλαμβάνει ολόκληρη την έκταση στην οποία αναφέρεται η πολεοδομική μελέτη ή τμήμα της. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις η πράξη εφαρμογής μπορεί να συντάσσεται και για μεμονωμένη ιδιοκτησία, πάντως δε σε ολόκληρη την πλευρά του οικοδομικού τετραγώνου. 3. Η πράξη εφαρμογής καθορίζει τα τμήματα που αφαιρούνται από κάθε ιδιοκτησία για εισφορά γης, τα τμήματα που μετατρέπονται σε χρηματική εισφορά σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 7 του άρθρου 8 του νόμου αυτού και προσδιορίζει τα τμήματα που ρυμοτομούνται για κοινόχρηστους χώρους ή καταλαμβάνονται από κοινωφελείς χώρους. Με την πράξη εφαρμογής τα οικόπεδα που δεν είναι άρτια κατά το εμβαδόν τους και δεν μπορούν να τακτοποιηθούν κατά το άρθρο 3 παρ. 3 του Ν.Δ. 690/1948 “περί συμπληρώσεως των περί σχεδίων πόλεων διατάξεων” προσκυρώνονται στα γειτονικά οικόπεδα ή συνενώνονται για τη δημιουργία ενιαίων εξ αδιαιρέτου οικοπέδων ή ανταλλάσσονται υποχρεωτικά με ίσης αξίας οικόπεδα ή ιδανικά μερίδια οικοπέδων ή τμήματα διαιρεμένης ιδιοκτησίας κατά το Ν. 3741/1929 και το Ν.Δ. 1024/1971, με την επιφύλαξη του άρθρου 25 του νόμου αυτού. Τα οικόπεδα που δεν είναι άρτια κατά τις διαστάσεις τακτοποιούνται και, αν αυτό δεν είναι δυνατό, εφαρμόζεται και σ’ αυτά το προηγούμενο εδάφιο. Με την πράξη εφαρμογής πραγματοποιείται επίσης η τακτοποίηση ή η εφαρμογή του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου αυτής για τα τμήματα των ιδιοκτησιών που προβλέπονται από την πολεοδομική μελέτη για κοινόχρηστους και κοινωφελείς χώρους και που είναι μεγαλύτερα της οφειλόμενης εισφοράς γης ή τα τμήματα της εισφοράς σε γη εφόσον δεν είναι πολεοδομικά αξιοποιήσιμα στην αρχική τους θέση. Κατά την παραπάνω τακτοποίηση των οικοπέδων επιτρέπεται να μεταβληθεί το σχήμα και η θέση τους ώστε να γίνονται άρτια και οικοδομήσιμα. Για την εφαρμογή της παρ. 8 του άρθρου 8 του παρόντος νόμου επιτρέπεται μέσα στην περιοχή επέκτασης ή ένταξης, που περιλαμβάνεται κάθε φορά στην πολεοδομική μελέτη, η συνένωση των τμημάτων που αποτελούν την εισφορά γης, η μετακίνηση σε άλλη θέση και η μεταβολή κατά το σχήμα, το μέγεθος και τις διαστάσεις τους. Επιτρέπεται επίσης για τον ίδιο λόγο και η μετακίνηση σε άλλη θέση των λοιπών ιδιοκτησιών της ίδιας περιοχής και η μεταβολή τους κατά το σχήμα (όπως η παρ. 3 συμπληρώθηκε με το άρθρο 8 παρ. 5 εδ. α` του ν. 1512/1985, Α’ 4 και το άρθρο 98 παρ. 7 του ν. 1892/1990, Α’ 101). .. 4. Η πράξη εφαρμογής συνοδεύεται από κτηματογραφικό διάγραμμα εφαρμογής και κτηματολογικό πίνακα εφαρμογής. Το κτηματογραφικό διάγραμμα και ο πίνακας εφαρμογής περιλαμβάνουν για κάθε ιδιοκτησία το εμβαδόν της, τα στοιχεία των ιδιοκτητών της και το ποσοστό συμμετοχής τους στην ιδιοκτησία, το ρυμοτομούμενο τμήμα και το απομένον εμβαδόν, τον όγκο κτισμάτων ή άλλων συστατικών των ρυμοτομούμενων τμημάτων, τα στοιχεία του τμήματος που αφαιρείται ως εισφορά γης και κάθε άλλο στοιχείο αναγκαίο για την εφαρμογή του νόμου αυτού. 5. Η πράξη εφαρμογής συντάσσεται με την ακόλουθη διαδικασία που προωθείται παράλληλα με τη διαδικασία του άρθρου 7 του νόμου αυτού για την έγκριση της πολεοδομικής μελέτης. α. Κατά τη σύνταξη του κτηματογραφικού διαγράμματος της πολεοδομικής μελέτης, οι κύριοι ή νομείς ακινήτων υποχρεούνται, κατόπιν προσκλήσεως, να υποβάλουν δήλωση ιδιοκτησίας στον οικείο Δήμο προσκομίζοντας συγχρόνως τίτλους κτήσεως, πιστοποιητικό μεταγραφής, ιδιοκτησίας, βαρών, διεκδικήσεων, κατασχέσεων και τοπογραφικό διάγραμμα. Η υποχρέωση αυτή υφίσταται μέχρι την κύρωση της πράξης εφαρμογής .. β. Με βάση τα στοιχεία της προηγούμενης περίπτωσης α, συντάσσεται το κτηματογραφικό διάγραμμα εφαρμογής και ο πίνακας εφαρμογής. γ. Μετά τη σύνταξη της πράξης εφαρμογής καλούνται οι φερόμενοι ιδιοκτήτες, μέσα σε προθεσμία που αναφέρεται σε σχετική πρόκληση, να λάβουν γνώση της πράξης εφαρμογής και να ασκήσουν τυχόν ενστάσεις (όπως η παρ. 5 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 6 παρ. 4 του ν. 2242/1994) 6. .. 7. α) Η πράξη εφαρμογής κυρώνεται με απόφαση του νομάρχη, αποτελεί ταυτόχρονα και πράξη βεβαίωσης για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων εισφοράς σε γη, όπως και κάθε μεταβολής που επέρχεται στα ακίνητα σύμφωνα με την παράγραφο 3, όπως αυτή συμπληρώθηκε με την παρ. 5α του ν. 1512/1985 και μεταγράφεται στο οικείο υποθηκοφυλακείο. .. 10. Με απόφαση του Υπουργού Χωροταξίας, Οικισμού και Περιβάλλοντος καθορίζονται οι σχετικές διαδικασίες και ο τρόπος σύνταξης της πράξεως εφαρμογής, του κτηματογραφικού διαγράμματος και του πίνακα εφαρμογής και κάθε άλλη σχετική λεπτομέρεια και εγκρίνονται οι σχετικές προδιαγραφές. ..». Βάσει της αμέσως προαναφερθείσας εξουσιοδοτικής διατάξεως εκδόθηκε η απόφαση 79881/3445/6-12-1984 του Υπουργού Χωροταξίας, Οικισμού και Περιβάλλοντος (Β’ 862), στο άρθρο 5 της οποίας ορίζονται τα εξής: «1. Μετά τη σύνταξη της πράξης εφαρμογής (διαγράμματος και πίνακα) καλούνται οι φερόμενοι ιδιοκτήτες στα γραφεία της Υπηρεσίας που την έχει συντάξει να λάβουν γνώση αυτής και να ασκήσουν τυχόν ενστάσεις. Η πρόσκληση γίνεται με δημοσίευση σε μία τοπική εφημερίδα όταν υπάρχει και σε μία ημερήσια της Αθήνας ή της Θεσσαλονίκης σε δύο συνεχείς δημοσιεύσεις. 2. Οι ενστάσεις υποβάλλονται στην αρμόδια Υπηρεσία ή στο Δημοτικό ή Κοινοτικό κατάστημα μέσα σε προθεσμία 15 ημερών που ορίζεται στην παραπάνω πρόσκληση, από την τελευταία δημοσίευσή της. Σε περίπτωση που η πράξη αφορά μεμονωμένη ιδιοκτησία γίνονται ατομικές προσκλήσεις. 3. Μετά την παρέλευση της προθεσμίας [υποβολής ενστάσεων] .. , η πράξη μαζί με τις τυχόν ενστάσεις υποβάλλεται στον αρμόδιο Νομάρχη για κρίση. Ο Νομάρχης με απόφασή του κυρώνει τη πράξη εφαρμογής όπως έχει διαμορφωθεί οριστικά ύστερα από την αποδοχή όσων από τις ενστάσεις κρίθηκαν ορθές. 4. Μετά την έκδοση της απόφασης του Νομάρχη που κυρώνει την πράξη εφαρμογής η αρμόδια Υπηρεσία καλεί τους φερόμενους ιδιοκτήτες μέσα σε προθεσμία 10 ημερών στα γραφεία της για να λάβουν γνώση της απόφασης .. ».
- Επειδή, με το π.δ/μα της 14.9.1995 (Δ’ 723) εγκρίθηκε η πολεοδομική μελέτη του μεγαλύτερου τμήματος (βλ. ΣΕ 1742/2012) της περιοχής «Παραλίας» των Δήμων Καλυβίων Θορικού και Κρωπίας ν. Αττικής, της οποίας η χρήση ως περιοχής δευτέρας κατοικίας είχε προσδιορισθεί με το π.δ/μα της 20.08.1985 (Δ΄ 456). Με το εγκριτικό της πολεοδομικής μελέτης π.δ/μα ορίσθηκε, ως όρος δομήσεως των ακινήτων της περιοχής, ότι αυτά πρέπει να έχουν ελάχιστο πρόσωπο δέκα (10) μέτρα και ελάχιστο εμβαδόν εξακόσια (600) τετρ. μέτρα και ότι, επί πλέον των προϋποθέσεων αυτών, «απαιτείται όπως: α) Στο οικοδομήσιμο τμήμα του οικοπέδου εγγράφεται κάτοψη κτιρίου με ελάχιστα επιφάνεια πενήντα (50) τ. μέτρα και ελάχιστη πλευρά πέντε (5) μέτρα και β) Τα οικόπεδα δεν δημιουργήθηκαν από κατάτμηση που έγινε κατά παράβαση των διατάξεων του από 22.6.1993 Π.Δ/τος (Δ’ 284)» (βλ. άρθρο 5 παρ. 1 και 2). Η ανωτέρω ρύθμιση συμπληρώθηκε με τον καθορισμό κατά παρέκκλιση αρτιότητας α) για τα οικόπεδα τα οποία στις 7.8.1983 ημέρα δημοσίευσης του από 26.6.1983 π.δ/τος (Δ’ 284) είχαν ελάχιστο πρόσωπο δέκα (10) μέτρα και ελάχιστο εμβαδόν διακόσια πενήντα (250) μέτρα και β) για τα οικόπεδα τα οποία προκύπτουν από την οριστική πράξη εφαρμογής της πολεοδομικής μελέτης ή προέρχονται από τις εισφορές σε γη σύμφωνα με το άρθρο 8 του Ν. 1337/1983 εφόσον έχουν ελάχιστο πρόσωπο εννέα (9) μέτρα και ελάχιστο εμβαδόν διακόσια (200) τετρ. μέτρα (βλ. υπ’ αρ. 6860/ 2619/98/2.9.1998 απόφαση Νομάρχη Ανατ. Αττικής, Δ’ 683), στη συνέχεια δε (βλ. υπ’ αρ. ΠΕ.ΧΩ.οικ.2100/Φ.Τροπ./2001/13.7.2001 απόφαση του Γ.Γ. της Περιφέρειας Αττικής, Δ’ 628) με τον καθορισμό μικρότερων αρτιοτήτων για τις πολεοδομικές ενότητες 1, 2 και 3, στις οποίες τα ακίνητα πρέπει να έχουν «Ελάχιστο πρόσωπο δέκα (10) μέτρα. Ελάχιστο εμβαδόν τριακόσια (250) τ.μ.» (εδάφιο βα), όπως και για τις πολεοδομικές ενότητες 4 και 5, πλην των αναφερομένων στην ίδια διάταξη (εδάφιο ββ) Οικοδομικών Τετραγώνων, στα οποία περιλαμβάνεται το Ο.Τ. 751 της Π.Ε. 5, όπου τα ακίνητα πρέπει να έχουν ελάχιστο πρόσωπο δώδεκα (12) μέτρα και ελάχιστο εμβαδόν τετρακόσια (400) μέτρα. Με την τελευταία απόφαση ορίσθηκε (βλ. εδάφιο γ) και ότι «στις περιοχές των εδαφίων (βα) και (ββ): Ελάχιστα όρια κατάτμησης οικοπέδων: εμβαδόν εξακόσια (600) τ.μ. και πρόσωπο δεκαπέντε (15) μέτρα. Τα οικόπεδα που δημιουργήθηκαν μετά την έγκριση του σχεδίου και σύμφωνα με τις περί αρτιότητας διατάξεις των εγκριτικών διαταγμάτων, εξακολουθούν να θεωρούνται άρτια. Για όλα τα οικόπεδα, που θα προέλθουν από τις εισφορές σε γη κατά τη σύνταξη της οριστικής πράξης εφαρμογής: ελάχιστο εμβαδόν 600 τ.μ. και ελάχιστο πρόσωπο 15 μέτρα» (βλ. και υπ’ αρ. ΠΕ.ΧΩ. οικ. 3287/Φ.Τροπ./2002/22.8.2002 απόφαση του Γ.Γ. της Περιφέρειας Αττικής, Δ’ 734, με την οποία εγκρίθηκε ο καθορισμός των ως άνω πέντε πολεοδομικών ενοτήτων και προστέθηκαν δύο ακόμη Ο.Τ. στα Ο.Τ. της Π.Ε. 4 για τα οποία ισχύουν οι προβλεπόμενες στο εδάφιο ββ μικρότερες αρτιότητες).
- Επειδή, στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου και την εκκαλουμένη, με την 159/18.10.2000 απόφασή του το Δημοτικό Συμβούλιο του Δήμου Καλυβίων Θορικού (ο οποίος αποτελεί ήδη δυνάμει των διατάξεων του ν. 3852/2010, Α΄ 87, την ομώνυμη Δημοτική Ενότητα του συσταθέντος με τον νόμο αυτόν Δήμου Σαρωνικού, βλ. και ΣΕ 1695/2011) αποφάσισε τη σύνταξη μεμονωμένης πράξης εφαρμογής για τα οικοδομικά τετράγωνα εκατέρωθεν της επαρχιακής οδού Καλυβίων, αφού έλαβε υπ’ όψη ότι με την 2257/500/8.3.1999 απόφαση του Νομάρχη Ανατολικής Αττικής «Τροποποίηση εγκεκριμένου ρυμοτομικού σχεδίου περιοχής Β’ Κατοικίας Παραλίας Δήμου Καλυβίων Ν. Αν. Αττικής» (Δ’ 195) είχε εγκριθεί η τροποποίηση της χάραξης και η διαπλάτυνση της οδού Καλυβίων στο τμήμα που διέρχεται μέσω της περιοχής «Παραλία», για την οποία έχει εγκριθεί ρυμοτομικό σχέδιο. Κατόπιν δε αιτήσεως του ως άνω Δήμου (υπ’ αρ. πρωτ. 17182/7.12.2001) εκδόθηκε η 16942/27.2.2002 απόφαση του Νομάρχη Ανατολικής Αττικής, με την οποία εγκρίθηκε η «σύνταξη Μεμονωμένων Πράξεων Εφαρμογής στα οικοδομικά τετράγωνα εκατέρωθεν της λεωφόρου Καλυβίων της περιοχής ΠΑΡΑΛΙΑ του Δήμου Καλυβίων – Θορικού». Σύμφωνα με τον κτηματολογικό πίνακα της ένδικης μεμονωμένης πράξεως εφαρμογής, η οποία κυρώθηκε με την 9121/1482/ 31.5.2005 απόφαση του Νομάρχη Ανατολικής Αττικής, ο εκκαλών φέρεται ως κύριος ιδιοκτησίας, μέρος της οποίας, εμβαδού 473,89 τ.μ., που φέρει κωδικό αριθμό κτηματογράφησης 0514059 και στο τοπογραφικό της πράξεως εφαρμογής φέρει τον αριθμό 059, έχει περιληφθεί στο σχέδιο πόλεως και σχεδόν εξ ολοκλήρου ρυμοτομηθεί (κατά τα 470,36 τ.μ.) για τη δημιουργία κοινόχρηστου χώρου (δρόμου). Για την ιδιοκτησία αυτή, η οποία εφάπτεται στο Ο.Τ. 751, υπολογίσθηκε ότι οφείλεται εισφορά σε γη 131,76 τ.μ. (338,60 τ.μ. επί πλέον του ρυμοτομηθέντος τμήματος του ακινήτου), συνολικώς δε, εν όψει των πολλαπλών (οκτώ συνολικά) αυτοτελών ιδιοκτησιών που είχε, στις 10.3.1982, ο δικαιοπάροχος του εκκαλούντος Ιωάννης Σωτ. Καρελιώτης, 1.237,01 τ.μ., με την επισήμανση, στη στήλη «παρατηρήσεις» του πίνακα της πράξης εφαρμογής, ότι «θα ελεγχθεί για απόδοση γης σε μελλοντική πράξη». Ο εκκαλών, κατά τη δεύτερη ανάρτηση της πράξεως εφαρμογής, υπέβαλε την υπ’ αρ. πρωτ. 4678/18.7.2003 ένσταση, ζητώντας μεταξύ άλλων «να μην αποζημιωθεί σε χρήμα αλλά να του αποδοθεί γη», η ένσταση, όμως, αυτή απερρίφθη με την αιτιολογία, προκύπτουσα από σχετική εισήγηση του μελετητή, ότι «δεν υπάρχει περίσσεια γης ώστε να του αποδοθεί νέο οικόπεδο» (βλ. απόσπασμα πίνακα ενστάσεων). Κατόπιν τηρήσεως της προβλεπόμενης (άρθρ. 12 παρ. 5 περίπτ. γ’ ν. 1337/1983) διαδικασίας με ατομικές προσκλήσεις στους φερόμενους ιδιοκτήτες, ο εκκαλών υπέβαλε και την υπ’ αρ. πρωτ. 3036/2.4.2004 ένσταση, προβάλλοντας και πάλι, κατά τα αναφερόμενα στην προσβληθείσα πράξη, ότι έπρεπε να του αποδοθεί νέο οικόπεδο για αποκατάσταση ρυμοτομουμένου και να ληφθεί υπ’ όψιν ότι έχει και άλλες ιδιοκτησίες στην περιοχή, οι ισχυρισμοί όμως αυτοί απερρίφθησαν ως αβάσιμοι, χωρίς αιτιολογία, με την ως άνω 9121/1482/31.5.2005 απόφαση του Νομάρχη Ανατολικής Αττικής. Κατά της νομαρχιακής αυτής αποφάσεως, με την οποία κυρώθηκε, με διορθώσεις, η ως άνω πράξη εφαρμογής της πολεοδομικής μελέτης ο εκκαλών, από κοινού με τον Γεώργιο Χριστοδούλου, ιδιοκτήτη ακινήτου ευρισκομένου σε άλλο Ο.Τ. (651) της ίδιας περιοχής, άσκησε, στις 31.10.2005, αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, η οποία παραπέμφθηκε προς εκδίκαση στο Διοικητικό Εφετείο Αθηνών λόγω αρμοδιότητας, με την υπ’ αρ. 765/2006 εν Συμβουλίω απόφαση του Δικαστηρίου. Το διοικητικό εφετείο, το οποίο διέταξε χωρισμό του δικογράφου ως προς τον Γ. Χριστοδούλου, κρίνοντας ότι αυτός δεν ομοδικούσε παραδεκτώς με τον ήδη εκκαλούντα, καθώς προέβαλλε διαφορετικούς λόγους ακυρώσεως που αφορούσαν ακίνητο ευρισκόμενο σε άλλο Ο.Τ., δέχθηκε, καθ’ ερμηνεία του άρθρου 12 του ν. 1337/1983, τα εξής: «Κατά [την] έννοια του εν λόγω άρθρου 12 του Ν. 1337/1983 (Α’ 33) κατά την σύνταξη της πράξεως εφαρμογής της οικείας πολεοδομικής μελέτης επιτρέπεται η τακτοποίηση των οικοπέδων. Στα πλαίσια δε της τακτοποιήσεως αυτής επιτρέπεται υπό προϋποθέσεις η μεταβολή στο σχήμα, στο μέγεθος και στις διαστάσεις των οικοπέδων, ή η μετακίνηση αυτών σε άλλη θέση. Οίκοθεν νοείται, όμως, ότι η τακτοποίηση αυτή, όπως και κάθε μορφή πολεοδομικής τακτοποιήσεως οικοπέδων, πρέπει να αποβλέπει στην κατά το δυνατόν δημιουργία οικοπέδων τα οποία, ως εκ του σχήματός τους, θα είναι κατάλληλα για την πληρέστερη οικοδομική τους εκμετάλλευση εν σχέσει προς τις πολεοδομικές ανάγκες της περιοχής, δηλαδή σε τρόπο ώστε να δύνανται να ανεγερθούν σε αυτά άρτιες οικοδομές (πρβλ. ΣτΕ 3, 1528/1993, 3394/1995). Και ναι μεν η ουσιαστική εκτίμηση των αρμοδίων οργάνων για τον προσφορότερο τρόπο τακτοποιήσεως δεν είναι κατ’ αρχήν ελεγκτή από τον ακυρωτικό δικαστή ως τεχνικής φύσεως κρίση, η σχετική, όμως, κρίση της Διοικήσεως πρέπει να αιτιολογείται, να αναφέρονται δηλαδή τα δεδομένα και οι λόγοι εν όψει των οποίων κατέστη αναγκαίος ο προκριθείς τρόπος πραγματοποιήσεως της τακτοποιήσεως, ιδίως, όταν κατά την διοικητική διαδικασία είχαν προβληθεί σαφείς και συγκεκριμένες αιτιάσεις από τους ενδιαφερομένους ιδιοκτήτες ή όταν το αποτέλεσμα της τακτοποιήσεως εμφανίζεται σε προφανή αντίθεση με τους προαναφερθέντες σκοπούς του νόμου (ΣτΕ 1457/1998 βλ. ακόμη ΣτΕ 2687/2001)». Κατόπιν τούτου, το διοικητικό εφετείο απέρριψε ως αβάσιμο τον λόγο ακυρώσεως, ο οποίος, όπως δέχθηκε, αντιστοιχούσε σε ισχυρισμούς που είχαν προβληθεί και κατά τη διοικητική διαδικασία με τη σχετική ένσταση (αρ. πρωτ. 3026/2.4.2004), με την αιτιολογία ότι «.. η ουσιαστική εκτίμηση των αρμοδίων οργάνων για τον προσφορότερο τρόπο τακτοποίησης των οικοπέδων δεν είναι κατ’ αρχήν ελεγκτή από τον ακυρωτικό δικαστή ως τεχνικής φύσεως κρίση και περαιτέρω .. το ακίνητο του [εκκαλούντος] ήταν προσδιορισμένο με την πράξη εφαρμογής στο σύνολό του ως τμήμα που ρυμοτομείται για κοινόχρηστους χώρους, ήτοι στην πρώτη κατά σειρά περίπτωση της παρ. 8 του άρθρου 8 του ως άνω ν. 1337/1983 ..», ενώ τον υπό στ. α’ λόγο ακυρώσεως απέρριψε προεχόντως ως προβαλλόμενο άνευ εννόμου συμφέροντος, «καθόσον το ακίνητο του [εκκαλούντος] διατέθηκε, όπως προεκτέθηκε, για κοινόχρηστους χώρους και όχι για δημιουργία μη αρτίου αλλά οικοδομησίμου οικοπέδου».
- Επειδή, με τον πρώτο λόγο της υπό κρίση εφέσεως προβάλλεται ότι απορρίπτοντας κατά τα ανωτέρω τον υπό στ. β’ λόγο ακυρώσεως η εκκαλουμένη παραβίασε ευθέως τη διάταξη της παρ. 8 του άρθρου 8 του ν. 1337/1983 και ότι εάν εφάρμοζε ορθά την ως άνω διάταξη το διοικητικό εφετείο, το οποίο δέχθηκε ότι το ακίνητο του εκκαλούντος ρυμοτομήθηκε εξ ολοκλήρου για τη δημιουργία κοινόχρηστου χώρου (δρόμου), έπρεπε να κρίνει ότι «κατά ευθεία παράβασιν της ως άνω διάταξης, η ιδιοκτησία με κωδικό αριθμό κτηματογράφησης 0508001 επιφανείας 9.639,15 τ.μ. δίνει την εισφορά γης σε άλλη πολεοδομική ενότητα, η οποία δεν συμπεριλαμβάνεται στην προσβαλλόμενη πράξη, ενώ με την προσβαλλόμενη πράξη θα έπρεπε να αφαιρεθεί από την ιδιοκτησία αυτή η οφειλόμενη εισφορά γης και να παραχωρηθεί [στον εκκαλούντα] οικόπεδο». Με το δεύτερο λόγο εφέσεως προβάλλεται ότι εσφαλμένως η εκκαλουμένη έκρινε ότι ο εκκαλών προέβαλε τον υπό στ. α’ λόγο ακυρώσεως άνευ εννόμου συμφέροντος, με την αιτιολογία ότι το οικόπεδό του διατέθηκε για τη δημιουργία κοινοχρήστου χώρου και όχι για τη δημιουργία μη αρτίου και οικοδομησίμου οικοπέδου, καθώς, σύμφωνα με το άρθρο 47 παρ. 1 του π.δ/τος 18/1989, όπως έχει ερμηνευθεί με τις 2366/2007, 2312/2006 και 2274/2000 αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας, ο εκκαλών, ως ιδιοκτήτης ακινήτου που συμπεριλαμβάνεται στην ένδικη πράξη εφαρμογής και του οποίου προσβάλλονται άμεσα τα ιδιοκτησιακά συμφέροντα από την πράξη αυτή, καθ’ όσον αυτή προβλέπει χρηματική αποζημίωση του εκκαλούντος και όχι αποζημίωση με παραχώρηση γης, είχε έννομο συμφέρον να προβάλει κατ’ αυτής και τον συγκεκριμένο λόγο ακυρώσεως.
- Επειδή, όπως παγίως έχει κριθεί, από τις ως άνω διατάξεις του άρθρου 12 του ν. 1337/1983 και της εκδοθείσας κατ’ εξουσιοδότηση αυτών κανονιστικής υπουργικής αποφάσεως, με τις οποίες θεσπίζεται δυνατότητα των ενδιαφερομένων ιδιοκτητών να υποβάλουν ενστάσεις κατά της πράξεως εφαρμογής πριν από την κύρωσή της και οι οποίες εφαρμόζονται αναλόγως και στις πράξεις εφαρμογής πολεοδομικών μελετών που εγκρίνονται δυνάμει του από 16-8/30-8-1985 π.δ/τος (βλ. άρθρο 9 εν λόγω π.δ/τος), συνάγεται ότι ο νομάρχης, στον οποίο ανήκει η αρμοδιότητα να κρίνει τις ενστάσεις αυτές και να κυρώσει την πράξη εφαρμογής, οφείλει να εξετάζει ειδικώς τους ουσιώδεις ισχυρισμούς που προβάλλονται, η σχετική δε κρίση πρέπει να είναι αιτιολογημένη, της αιτιολογίας δυναμένης να προκύπτει και από τα στοιχεία του φακέλου (πρβλ. ΣΕ 3567/2013, 770/2005, 2070/2004, 2687, 116/2001, 2138/1999, 1898, 711/1996 κ.ά.). Έχει, ειδικότερα, κριθεί ότι: α) ναι μεν η ουσιαστική κρίση των αρμοδίων οργάνων για τον προσφορότερο τρόπο τακτοποιήσεως των οικοπέδων (η οποία, κατά την έννοια του άρθρου 12 του ν. 1337/1983, επιτρέπεται κατά τη σύνταξη της πράξεως εφαρμογής της οικείας πολεοδομικής μελέτης) δεν είναι κατ’ αρχήν ελεγκτή από τον ακυρωτικό δικαστή ως τεχνικής φύσεως κρίση, πρέπει όμως να αιτιολογείται, δηλαδή να αναφέρονται (ή να προκύπτουν από τα στοιχεία του φακέλου) τα δεδομένα και οι λόγοι εν όψει των οποίων κατέστη αναγκαίος ο προκριθείς τρόπος τακτοποιήσεως, ιδίως, όταν κατά τη διοικητική διαδικασία είχαν προβληθεί σαφείς και συγκεκριμένες αιτιάσεις από τους ενδιαφερόμενους ιδιοκτήτες (επίσης δε, όταν το αποτέλεσμα της τακτοποιήσεως εμφανίζεται σε προφανή αντίθεση με τους προαναφερθέντες σκοπούς του νόμου) (ΣΕ 2315/2012 σκ. 4, 2471/2009 σκ. 5, 1457/1998 σκ. 3 κ.ά.), β) εάν με την ένσταση κατά της πράξεως εφαρμογής προ της κυρώσεώς της ο ιδιοκτήτης, που λαμβάνει, ως αντάλλαγμα για την πέραν της κατά νόμο υποχρεώσεως εισφοράς σε γη άνευ ανταλλάγματος ρυμοτόμηση του ακινήτου του, οικόπεδα (που μπορεί να ευρίσκονται και σε άλλο μέρος της περιοχής μελέτης) και θεωρεί ότι αυτά δεν είναι ίσης αξίας με το ρυμοτομηθέν ακίνητό του, προβάλει τέτοιο ισχυρισμό, η Διοίκηση οφείλει να απαντήσει αιτιολογημένα σε αυτόν (ΣΕ 2662/1999 σκ. 5) και γ) ότι η Διοίκηση έχει ευρύτατη διακριτική ευχέρεια ως προς την αποδοχή ή μη αιτήματος μετατροπής εισφοράς γης σε χρηματική εισφορά, κατ’ άρθρο 8 παρ. 7 του ν. 1337/1983, μη απαιτουμένης κατ’ αρχήν ειδικής αιτιολογίας για την απόρριψη σχετικού αιτήματος, όταν, όμως, κατά τη διοικητική διαδικασία που προηγείται της κυρώσεως της πράξεως εφαρμογής προβληθούν από τον ενδιαφερόμενο ιδιοκτήτη ειδικοί ισχυρισμοί, αναγόμενοι στην κατ’ αρχήν συνδρομή των κρίσιμων προϋποθέσεων για τη μετατροπή της εισφοράς, υποχρεούται η Διοίκηση να αντιμετωπίσει αιτιολογημένα τους ισχυρισμούς αυτούς (ΣΕ 770/2005 σκ. 7, 2070/2004 σκ. 7, 428/2001 σκ. 5, 2138/1999, 2290/1998, 1173/1997, 3568/1996 σκ. 9, 1048/1996 σκ. 6). Εξ άλλου, έχει κριθεί (βλ. ΣΕ 3265/2003) ότι, όπως συνάγεται από τις διατάξεις των άρθρων 8 (παρ. 1, 3, 4, 6, 8), 12 (παρ. 1 – 5, 7) και 7 του ν. 1337/1983, είτε η πράξη εφαρμογής είτε η κυρωτική αυτής απόφαση του Νομάρχη πρέπει να περιέχουν αιτιολογία από την οποία να προκύπτει σαφώς η τήρηση της τασσομένης στην παρ. 8 του άρθρου 8 του ν. 1337/83 σειράς προτεραιότητας κατά την διάθεση των εδαφικών τμημάτων, των προελθόντων από τις εισφορές σε γη σε δεδομένη πολεοδομική ενότητα. Ειδικότερα από την αιτιολογία αυτή, η οποία μπορεί να προκύπτει και από τα στοιχεία του φακέλου, πρέπει να συνάγεται σαφώς εάν τα συγκεντρωθέντα εκ των εισφορών σε γη εδαφικά τμήματα επαρκούν ή μη για την δημιουργία των κοινοχρήστων χώρων (περίπτωση α’ της παρ. 8 άρθρ. 8). Περαιτέρω δε, να αναφέρονται επακριβώς ποίων ιδιοκτητών τα ακίνητα ρυμοτομούνται και δη εξ ολοκλήρου ή μη, για την δημιουργία κοινοχρήστων χώρων και ποίων για την δημιουργία κοινωφελών χώρων, αναγραφομένης και της ακριβούς εκτάσεως αυτών. Τούτο δε προκειμένου να διακριβώνεται εκάστοτε η ορθή τήρηση της σειράς προτεραιότητας, η οποία τάσσεται στις ανωτέρω διατάξεις, κατά την διάθεση των εδαφικών τμημάτων στους βλαπτόμενους ιδιοκτήτες και να μην αφήνεται ανέλεγκτη η Διοίκηση κατά την άσκηση της ανωτέρω δραστηριότητας. Ιδίως η αιτιολογία αυτή καθίσταται αναγκαία όταν ιδιοκτήτης προέβαλε με ένστασή του κατά της πράξεως εφαρμογής ότι απώλεσε λόγω ρυμοτομίας ιδιοκτησία μεγαλύτερη σε ποσοστό από εκείνη την οποία υπεχρεούτο να εισφέρει κατ’ άρθρο 8 παρ. 4 του ιδίου νόμου και ότι εδικαιούτο να λάβει οικόπεδο κατά την περίπτ. β’ της παρ. 8 άρθρ. 8, αντί της χρηματικής αποζημιώσεως (βλ. και ΣΕ 1161/2002, 5249/1995).
- Επειδή, εν προκειμένω, όπως έχει ήδη εκτεθεί, ο αιτών με το δεύτερο λόγο ακυρώσεως προβάλλει ότι, παρότι η ιδιοκτησία του ρυμοτομήθηκε εξ ολοκλήρου για τη δημιουργία κοινόχρηστου δρόμου, κατά παράβαση της διατάξεως της παρ. 8 του άρθρου 8 του ν. 1337/1983, δεν παραχωρήθηκε σε αυτόν οικόπεδο, και μάλιστα από την εισφορά σε γη που όφειλε η ιδιοκτησία με κωδικό αριθμό κτηματογράφησης 0508001, η οποία «δίνει την εισφορά γης σε άλλη πολεοδομική ενότητα, η οποία δεν συμπεριλαμβάνεται στην προσβαλλόμενη πράξη». Σχετικό αίτημα αποδόσεως οικοπέδου αντί χρηματικής αποζημιώσεως, που είχε προβάλει ο αιτών κατά τη διοικητική διαδικασία με τις ενστάσεις που άσκησε (οι οποίες, παρότι ειδικώς ζητήθηκαν, δεν απεστάλησαν από τη Διοίκηση) απερρίφθη με την αιτιολογία ότι δεν υπήρχε περίσσεια γης ώστε να ικανοποιηθεί το αίτημά του. Προς αντίκρουση δε του λόγου αυτού, με το προαναφερθέν έγγραφο απόψεων της Διοικήσεως προβάλλονται τα εξής: α) εν όψει του εμβαδού (473,89 τ.μ.) του εντός εγκεκριμένου ρυμοτομικού σχεδίου και ρυμοτομηθέντος εξ ολοκλήρου για δημιουργία κοινόχρηστου χώρου (οδού) τμήματος της ιδιοκτησίας του εκκαλούντος, το οποίο υπολείπεται του ορίου αρτιότητας (600 τ.μ.), δεν θα μπορούσε να αποδοθεί σε αυτόν νέο οικόπεδο, όπως είχε ζητήσει με τις ενστάσεις του (με αρ. πρωτ. 4678/18.7.2003 και 3036/2.4.2004) κατά την Α’ και Β’ ανάρτηση της μελέτης αντιστοίχως, αλλά μόνον, εφ’ όσον υπήρχε περίσσεια γης, ποσοστό συνιδιοκτησίας σε νέο οικόπεδο και β) σχετικά με την ιδιοκτησία με κ.ά. 0508001, αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι, όπως προέκυψε μετά από έλεγχο των διαγραμμάτων και των πινάκων της πράξης εφαρμογής, η ιδιοκτησία αυτή, Ιωάννη Σωτήρχου, που βρίσκεται στο Ο.Τ. 721, προσέφερε 727,29 τ.μ. στην όμορη ιδιοκτησία, με κ.ά. 0508028, για τη δημιουργία πολεοδομικά αξιοποιήσιμου οικοπέδου, πήρε δε από την ιδιοκτησία αυτή 1.006,27 τ.μ., επίσης δε προσέφερε 709,75 τ.μ. και 481,34 τ.μ. για τη δημιουργία δύο νέων οικοπέδων 13 Ν και 12 Ν, τα οποία έχουν τελικό εμβαδό 831 και 693 τ.μ., αντιστοίχως, και είναι, ως εκ τούτου, άρτια και οικοδομήσιμα κατά τον κανόνα, αποδόθηκαν δε (τα δύο τελευταία αυτά οικόπεδα) στους ιδιοκτήτες με κ.ά. 0522026 στο Ο.Τ. 645 ΑΚΧ και 0522014 στο Ο.Τ. 656, των οποίων οι αρχικές ιδιοκτησίες ρυμοτομήθηκαν για τη δημιουργία κοινόχρηστων χώρων.
- Επειδή, η ορθή τήρηση της σειράς προτεραιότητας που τάσσεται από την εφαρμοστέα εν προκειμένω διάταξη του άρθρου 6 παρ. 6 του από 16-8/30-8-1985 π.δ/τος των εδαφικών τμημάτων που προέρχονται από τις εισφορές σε γη δεν ανάγεται στην ακυρωτικώς κατ’ αρχήν ανέλεγκτη ουσιαστική, τεχνικής φύσεως, εκτίμηση των αρμόδιων οργάνων για τον προσφορότερο τρόπο τακτοποιήσεως των οικοπέδων, αλλά ελέγχεται και πρέπει να μπορεί να διακριβώνεται βάσει της αιτιολογίας που είτε παρατίθεται στην πράξη εφαρμογής ή την κυρωτική πράξη, είτε προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου. Τέτοια αιτιολογία εν προκειμένω δεν προκύπτει, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα στοιχεία του φακέλου και, ως εκ τούτου, η προσβαλλόμενη, όπως βασίμως, καθ’ ερμηνείαν του δικογράφου, προβάλλεται, αιτιολογείται κατά τούτο πλημμελώς. Για το λόγο αυτό πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη έφεση, η εκκαλούμενη απόφαση να εξαφανισθεί, να εκδικασθεί η αίτηση ακυρώσεως και να γίνει δεκτή για τον ίδιο λόγο, παρέλκει δε ως αλυσιτελής η εξέταση των λοιπών λόγων της αιτήσεως ακυρώσεως. Κατόπιν της αποδοχής της αιτήσεως ακυρώσεως η υπόθεση πρέπει να αναπεμφθεί στη Διοίκηση, δηλαδή στην αρμόδια για την κύρωση της πράξης εφαρμογής και την εξέταση των ενστάσεων Περιφέρεια Αττικής (Περιφερειακή Ενότητα Ανατολικής Αττικής), προκειμένου να εξετασθεί εξυπαρχής η ένσταση του εκκαλούντος.






